Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

(Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ, ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ΜΠΟΥΛΗ)

Χρυσά και σπίτια και λεφτά δεν έχω για ν' αφήσω.
Αυτά που άλλοι χαίρονται δεν ήρθανε σε μένα.
Μα τούτα έχω εγώ να πω τα μάτια μου πριν κλείσω:
Τέσσερα έχω ολοζωής διαμάντια δουλεμένα.

Αφήνω τρεις κυπάρισσους και μια τριανταφυλλίτσα
τ' αγκάθια της να διώχνουνε τους νοσταλγούς της νιότης
και στη μικρή της να κρατεί σφιχτά την αγκαλίτσα
πολύδροσα τα ρόδα της κι αγνά για τον καλό της.

Αφήνω τρεις περήφανους αητούς κι ένα αηδονάκι
που να σιγάει σα θαρρετά το πλησιάζει ο ξένος
και το γλυκό του να λαλεί κι ωραίο τραγουδάκι
μόνο κοντά του σα βρεθεί ο νιος κι ο αγαπημένος.

Αφήνω τρία λιοντόπουλα και για να τα μερεύει
μιαν ελαφίτσα ασπρόλαιμη και σκοταδοματούσα
που να χορεύει ως περπατεί και να πετά ως χορεύει
και να θαμπώνει τη νυχτιά τη φεγγαροκρατούσα.

Μια κόρη που στο στόμα της να ορκίζονται λεβέντες
στα μοσκομύριστα μαλλιά να καίγονται καρδούλες
που οι γλυκές της οι ματιές και οι γλυκές κουβέντες
σπίτια ν' αφήνουν ορφανά κι απόρφανες μανούλες.

Αφήνω εγώ μιαν έμορφη μια κόρη φιλντισένια
το γέλιο της ανθόνερο το κλάμα της βροχούλα
το στήθος της αφρόγαλα τα χείλια της μελένια
και ρυάκι απαλοκύλιστο η χαρωπή φωνούλα.

Μια μαγιοπούλα-του τυφλού του πόθου μιαν ιέρεια
μία νεράιδα αφήνω εγώ στην πλάση για στολίδι
μια παινεμένη που κρατεί σφιχτά στα δυο της χέρια
το περιστέρι του Έρωτα, της Απονιάς το φίδι.

Να φέγγει ολόκληρη αλλά κανείς να μη γνωρίζει
αν τη φωτάει ήλιος λαμπρός ή αν αστροπελέκι.
Να μη στις λίμνες των ματιών κανένας ξεχωρίζει
αν η ζωή ή ο θάνατος είναι που εντός τους πλέκει.

Κόσμε, σ' αφήνω μια μικρή πεντάμορφη γοργόνα
που να σκορπά τρανές φωτιές όπου ήθελε ποδίσει
που σειώντας έτσι μοναχά το δάχτυλό της το 'να
κόσμε όπως με τυράννησες -αχ-να σε τυραννήσει.