ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ
(Οταν η Αντζελα είπε όχι στον Μπούλη)
Μπούλη εδώ που βρέθηκες
Σαυτό το μαγαζί
Υπάρχει ότι ονειρεύτηκες
Κι ό,τι ποθείς μαζί.
Στο ράφι πάνω στέκεται –
Αστράφτοντας χρυσά
Ετσι ώστε να φαίνεται
Σε κάθε του μεριά.
Περνάς. Το βλέπεις. Χαίρεσαι
που θα το έχεις πια.
Δικό σου σαν το σκέφτεσαι
Τρελά χτυπά η καρδιά.
Το χέρι απλώνεις. Αφαντος
Ομως ένας φραγμός
Το σταματά. Εξαπαντος
Ελάθεψες… "Καιρός",
Σκέφτεσαι, "από κατεύθυνση
Αλλη να προσπαθώ".
Και πας. Μα η συναίνεση
Δεν είναι ούτε εδώ.
Πάλι. Και πάλι Τίποτα.
Εκείνο μένει εκεί
Και μόνος σύ. Αδίκιωτα
Ολα έχουνε χαθεί,
Τα όνειρα που άπλαθες
Δίπλα σου αυτό να ζει
Το πόδι σου όταν έβαζες
Σ’ αυτό το μαγαζί.
Και ό,τι άλλο θάθελες
Να πάρεις-να χαρείς,
Το ίδιο πάλι: θάβλεπες
ότι δεν το μπορείς.
Απ’ τον αγώνα απόκαμες
Και στέκεις και κοιτάς
Δικό σου ό,τι δεν έκαμες
Κι απέραντα πονάς.
Και ν’ αντηχούνε βήματα
Ανάμικτα ακούς
Με βακτηριών χτυπήματα.
Και βλέπεις τους τυφλούς
Να προσπερνούν τα εκθέματα
Χωρίς να τους δονούν
Ψευδή χαράς πλάνεματα-
Χωρίς ν’ αγωνιούν.
Φεύγοντας απ’ τό άχαρο
Το μαγαζί αυτό
Της δυστυχιάς το σάβανο
θάχεις για φυλαχτό.
Μα και μια γνώση ολάκριβη
Καινούργια θα κρατείς
Σα μυγδαλιά πρωτάνθιστη:
Πως δεν υπάρχει ελπίς.
Κι έτσι όπως θάσαι δυστυχής
Κι απελπισμένος, ναι!:
Για όλα είσαι έτοιμος
Τα πιθανά καινά.
Τώρα θα βλέπεις άναιμα.
Ψυχρά θα προσπερνάς.
Και ούτε σένα διάνεμα
Το βλέμμα θα γυρνάς.
Τώρα θα στέκεις άπρακτα
Σ’ όποιο κι αν βλέπεις φως
Ιδια και απαράλλακτα
Σα να ’σουνα τυφλός.
Και τώρα σ’ όποιο αν έμπαινες
Καινούργιο μαγαζί
Ονειρο δε θα έπαιρνες
Κανένα πια μαζί.
-----
(Οταν η Αντζελα είπε όχι στον Μπούλη)
Μπούλη εδώ που βρέθηκες
Σαυτό το μαγαζί
Υπάρχει ότι ονειρεύτηκες
Κι ό,τι ποθείς μαζί.
Στο ράφι πάνω στέκεται –
Αστράφτοντας χρυσά
Ετσι ώστε να φαίνεται
Σε κάθε του μεριά.
Περνάς. Το βλέπεις. Χαίρεσαι
που θα το έχεις πια.
Δικό σου σαν το σκέφτεσαι
Τρελά χτυπά η καρδιά.
Το χέρι απλώνεις. Αφαντος
Ομως ένας φραγμός
Το σταματά. Εξαπαντος
Ελάθεψες… "Καιρός",
Σκέφτεσαι, "από κατεύθυνση
Αλλη να προσπαθώ".
Και πας. Μα η συναίνεση
Δεν είναι ούτε εδώ.
Πάλι. Και πάλι Τίποτα.
Εκείνο μένει εκεί
Και μόνος σύ. Αδίκιωτα
Ολα έχουνε χαθεί,
Τα όνειρα που άπλαθες
Δίπλα σου αυτό να ζει
Το πόδι σου όταν έβαζες
Σ’ αυτό το μαγαζί.
Και ό,τι άλλο θάθελες
Να πάρεις-να χαρείς,
Το ίδιο πάλι: θάβλεπες
ότι δεν το μπορείς.
Απ’ τον αγώνα απόκαμες
Και στέκεις και κοιτάς
Δικό σου ό,τι δεν έκαμες
Κι απέραντα πονάς.
Και ν’ αντηχούνε βήματα
Ανάμικτα ακούς
Με βακτηριών χτυπήματα.
Και βλέπεις τους τυφλούς
Να προσπερνούν τα εκθέματα
Χωρίς να τους δονούν
Ψευδή χαράς πλάνεματα-
Χωρίς ν’ αγωνιούν.
Φεύγοντας απ’ τό άχαρο
Το μαγαζί αυτό
Της δυστυχιάς το σάβανο
θάχεις για φυλαχτό.
Μα και μια γνώση ολάκριβη
Καινούργια θα κρατείς
Σα μυγδαλιά πρωτάνθιστη:
Πως δεν υπάρχει ελπίς.
Κι έτσι όπως θάσαι δυστυχής
Κι απελπισμένος, ναι!:
Για όλα είσαι έτοιμος
Τα πιθανά καινά.
Τώρα θα βλέπεις άναιμα.
Ψυχρά θα προσπερνάς.
Και ούτε σένα διάνεμα
Το βλέμμα θα γυρνάς.
Τώρα θα στέκεις άπρακτα
Σ’ όποιο κι αν βλέπεις φως
Ιδια και απαράλλακτα
Σα να ’σουνα τυφλός.
Και τώρα σ’ όποιο αν έμπαινες
Καινούργιο μαγαζί
Ονειρο δε θα έπαιρνες
Κανένα πια μαζί.
-----