ΣΤΙΧΟΙ ΤΗΣ ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΠΑΡΕΑΣ
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΙ Ο ΜΠΟΥΛΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΖΕΛΑ
Αντζελα όταν της άφωτης νύχτας το δρόμο πάρεις
Του σκοτεινού Αχέροντα ο γέροντας βαρκάρης
ο τελευταίος ζωντανός θάναι που θ’ αντικρίσεις-
Το τελευταίο το όραμα της σύντομής σου ζήσης.
Κανένας δε θα νιάζεται πλέον εκεί για σένα.
Εκεί δε θάχεις θαυμαστές με μάτια λιγωμένα
Και για συντρόφια μόνιμη στο πικραμένο στόμα
θάχεις το κρύο το φιλί που σούδωσε το χώμα.
Εκεί δε θάχεις Μπούληδες για σένανε να λυώνουν
Και την καρδούλα τους βαριά για σε να βαλαντώνουν.
Και ούτε Πήγασοι εκεί σπάταλοι φτερουγίζουν
Μ’ ένα καλό (αν σου βρίσκεται) είκοσι αυτοί να χτίζουν.
Δέξου τον έρωτα λοιπόν που τώρα σου προσφέρω
(Οσο ακόμα στο ζητώ, γι αργότερα δεν ξέρω).
Ελα να βγούμε οι δύο μας ένα ραντεβουδάκι
Και μη μου κάνεις τη σκληρή -μαλάκωσε λιγάκι.
Μάνατζερ είμαι. Μπε Εμ Βε έχω που όλη αστράφτει.
Το μάτι μου όπου κι αν ιδεί μύριες φωτιές ανάφτει
Φάτσα καινούργια. Τα κλειδιά στην τσέπη μου βροντάνε
Και το πτυχίο απτό ΣΙΣΑΝ το παίρνω όπου νάναι.
Τι άλλο θέλεις; Βασιλιά να έβρισκες κανένα;
Αυτοί σπανίζουν σήμερα. Ελα λοιπόν σε μένα
που είμαι ολοζώντανος και που όταν με κοιτάζεις
Την καψερή καρδούλα μου κομμάτια τήνε σπάζεις.
Και μην αρχίσεις τη χαζή σε μένανε να κάνεις
Κι ότι αυτό που εννοώ πως τάχα δεν το πιάνεις.
Μα κι αν αλήθεια είσαι χαζή, χωρίς καιρό να χάνω
Αμέσως τώρα εγώ κι εδώ, λιανά θα σου το κάνω.
Δε θέλω το χαμόγελο που δίνεις στους πελάτες
Που χάνεται απ' τα χείλια σου όταν γυρίστε πλάτες.
Δε θέλω να καμώνεσαι τάχα πως με προσέχεις
Κι έτσι ανόητα κι άσκοπα από κοντά να μ’έχεις.
Δε θέλω εγώ ευγένειες και ψεύτικες διαχύσεις
που κάνεις σ’ όποιο σου γνωστό ή φίλο συναντήσεις.
Στον εαυτο μου κάτι εγώ τέτιο δεν επιτρέπω.
Δε θέλω μόνο στης δουλειάς τις ώρες να σε βλέπω.
Εγώ ειμ' ο Μπούλης ξακουστός, ο Μπούλης παινεμένος
Και αν με σένα ειμ' εγώ ερωτοχτυπημένος
Ομως δεν είμαι απ’ αυτους που ξέρεις τους μογγόλους.
Δε μου αρκούν εμένανε αυτά που δίνεις σ’ όλους.
Εγώ ζητάω τα γλυκά χάδια και τα φιλιά σου.
Δε θέλω μια λέξη σου-ζητάω τη μιλιά σου.
Δε θέλω ένα παράθυρο μα τ’ ουρανού τα πλάτια.
Δε θέλω ένα βλέμμα σου-θέλω τα δυο σου μάτια.
Λοιπόν ξηγήσου όμορφα και μίλα μου σταράτα:
Μπορείς σαυτην που σου ζητώ να περπατήσεις στράτα;
Κι εσύ το νιώθεις σαν και με το πράγμα; Ολα τ’ άλλα
τα λέω κουραφέξαλα είτε μικρά ή μεγάλα.
Η σου αρέσω κι έρχεσαι ή όχι και αντίο.
Ενα και ένα κάνουνε αν δεν το ξέρεις δύο.
Και μην προσμένεις από με κλάψες και παρακάλια.
Είναι κι αλλού πορτοκαλιές. Και από πορτοκάλια...
---------
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΙ Ο ΜΠΟΥΛΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΖΕΛΑ
Αντζελα όταν της άφωτης νύχτας το δρόμο πάρεις
Του σκοτεινού Αχέροντα ο γέροντας βαρκάρης
ο τελευταίος ζωντανός θάναι που θ’ αντικρίσεις-
Το τελευταίο το όραμα της σύντομής σου ζήσης.
Κανένας δε θα νιάζεται πλέον εκεί για σένα.
Εκεί δε θάχεις θαυμαστές με μάτια λιγωμένα
Και για συντρόφια μόνιμη στο πικραμένο στόμα
θάχεις το κρύο το φιλί που σούδωσε το χώμα.
Εκεί δε θάχεις Μπούληδες για σένανε να λυώνουν
Και την καρδούλα τους βαριά για σε να βαλαντώνουν.
Και ούτε Πήγασοι εκεί σπάταλοι φτερουγίζουν
Μ’ ένα καλό (αν σου βρίσκεται) είκοσι αυτοί να χτίζουν.
Δέξου τον έρωτα λοιπόν που τώρα σου προσφέρω
(Οσο ακόμα στο ζητώ, γι αργότερα δεν ξέρω).
Ελα να βγούμε οι δύο μας ένα ραντεβουδάκι
Και μη μου κάνεις τη σκληρή -μαλάκωσε λιγάκι.
Μάνατζερ είμαι. Μπε Εμ Βε έχω που όλη αστράφτει.
Το μάτι μου όπου κι αν ιδεί μύριες φωτιές ανάφτει
Φάτσα καινούργια. Τα κλειδιά στην τσέπη μου βροντάνε
Και το πτυχίο απτό ΣΙΣΑΝ το παίρνω όπου νάναι.
Τι άλλο θέλεις; Βασιλιά να έβρισκες κανένα;
Αυτοί σπανίζουν σήμερα. Ελα λοιπόν σε μένα
που είμαι ολοζώντανος και που όταν με κοιτάζεις
Την καψερή καρδούλα μου κομμάτια τήνε σπάζεις.
Και μην αρχίσεις τη χαζή σε μένανε να κάνεις
Κι ότι αυτό που εννοώ πως τάχα δεν το πιάνεις.
Μα κι αν αλήθεια είσαι χαζή, χωρίς καιρό να χάνω
Αμέσως τώρα εγώ κι εδώ, λιανά θα σου το κάνω.
Δε θέλω το χαμόγελο που δίνεις στους πελάτες
Που χάνεται απ' τα χείλια σου όταν γυρίστε πλάτες.
Δε θέλω να καμώνεσαι τάχα πως με προσέχεις
Κι έτσι ανόητα κι άσκοπα από κοντά να μ’έχεις.
Δε θέλω εγώ ευγένειες και ψεύτικες διαχύσεις
που κάνεις σ’ όποιο σου γνωστό ή φίλο συναντήσεις.
Στον εαυτο μου κάτι εγώ τέτιο δεν επιτρέπω.
Δε θέλω μόνο στης δουλειάς τις ώρες να σε βλέπω.
Εγώ ειμ' ο Μπούλης ξακουστός, ο Μπούλης παινεμένος
Και αν με σένα ειμ' εγώ ερωτοχτυπημένος
Ομως δεν είμαι απ’ αυτους που ξέρεις τους μογγόλους.
Δε μου αρκούν εμένανε αυτά που δίνεις σ’ όλους.
Εγώ ζητάω τα γλυκά χάδια και τα φιλιά σου.
Δε θέλω μια λέξη σου-ζητάω τη μιλιά σου.
Δε θέλω ένα παράθυρο μα τ’ ουρανού τα πλάτια.
Δε θέλω ένα βλέμμα σου-θέλω τα δυο σου μάτια.
Λοιπόν ξηγήσου όμορφα και μίλα μου σταράτα:
Μπορείς σαυτην που σου ζητώ να περπατήσεις στράτα;
Κι εσύ το νιώθεις σαν και με το πράγμα; Ολα τ’ άλλα
τα λέω κουραφέξαλα είτε μικρά ή μεγάλα.
Η σου αρέσω κι έρχεσαι ή όχι και αντίο.
Ενα και ένα κάνουνε αν δεν το ξέρεις δύο.
Και μην προσμένεις από με κλάψες και παρακάλια.
Είναι κι αλλού πορτοκαλιές. Και από πορτοκάλια...
---------