Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Νικολίτσα τηνε λένε. Η γιαγιά της
Λέττα τη φωνάζει. Μα ούτε Λέττα
ούτε Νικολίτσα
ούτε Λίτσα ή Νίτσα
δεν έπρεπε να είναι τ' όνομά της.

«Αντίλαλο» έπρεπε να τη φωνάζουν.
Γιατί το πράσινό του έχουν τα μάτια της
το απέραντο και το βαθύ
το ξάστερο και το μεγάλο.

Γιατί των χρυσωπών του των σταχυών
το χρώμα έχουνε πάρει τα μαλλιά της.

Γιατί έτσι κόκκινος
από τον ήλιο κάθε βράδυ βάφεται κι αυτός
καθώς απ' ομορφιά τα μάγουλά της.

Γιατί οι γραμμές του οι απαλές
του σώματός της φτιάχνουν τις καμπύλες.

Γιατί δυο θημωνιές του είναι τα στήθη της.

Γιατί σε κάθε χέρι της
πέντε μικρά κυκλάμινα τα δάχτυλά της.

Και το λευκό του στήθους της
για δείγμα ο Αντίλαλος το παίρνει
με τ' άσπρα του σαν είναι να ντυθεί.

Αλλά τι λέω... το μοιάσιμο
τόσο με πλάνεψε πολύ
που ένα λαθεύοντας
τα μπέρδεψα όλα:
δεν έπρεπε να τηνε λένε αυτήν «Αντίλαλο»
μα τον Αντίλαλο
να τον φωνάζουν πρέπει “Νικολίτσα”.