Μ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ-2
Πανεπιστήμιο. Μαθήματα, στρατιωτική ζωή. Και παράλληλα προσπαθεια να καταλάβω τους συμμαθητές μου. Τον χαρακτήρα τους, τις συνήθειές τους, τη συμπεριφορά τους, έτσι ώστε να κατορθώσω να συμπλεύσω και νοητικά μαζί τους στη διάρκεια των σπουδών μου που αναγκαστικά θα συμπορευόμασταν. Δεν το κατόρθωσα. Πάντοτε άγνωστοι μου μέναν. Ένας άλλος κόσμος ο καθένας τους. Και εγώ στον δικό μου κόσμο.
Και πώς να συλέπλεα μαζί τους; Κάθε Κυριακή μετά τον ποδοσφαιρικό αγώνα της ημέρας, άρχιζαν οι συζητήσεις γι αυτόν. Και κρατούσαν αμιγείς μέχρι την Τετάρτη. Από κει και πέρα συμπλέκονταν με τις συζητήσεις για το αγώνα της ερχόμενης Κυριακής. Τι να έλεγα εγώ για τους αγώνες που το ποδόσφαιρο για μένα ήτανε ένα άγνωστο όσο και άχρηστο αντικείμενο; Μήπως αν προσπαθούσα να το γνωρίσω θα το αγαπούσα; Προσπάθησα.Ο καλλίτερος μου φίλος, Ναυπάκτιος, ανέλαβε να με μυήσει στα μυστικά του ποδοσφαίρου, με την ελπίδα πως η ομάδα του-ήταν φανατικός Ολυμπιακός-θα αποκτούσε έναν οπαδό ακόμα. Με πήγαινε στα ματς τις Κυριακές, όποτε είχαμε χρόνο μου έκανε μάθημα περί του ποδοσφαίρου. Αν και έμαθα πολλά γι αυτό το άθλημα, εντούτοις ποτέ δεν εγινα οπαδός ή ποδοσφαιρόφιλος. Το κατ’ εμέ α-νόητο του πραγματος, με απωθούσε κάθε που προσαθούσα να το πλησιάσω. Άργησα να καταλάβω-άλλωστε ακόμα τότε δεν ήτανε φανερό- ότι αυτό το άθλημα και γενικοτερα ο αθλητισμός, προορίζονταν να γινει το νέο όπιο των λαών, που αποκοιμίζοντάς τους λάτρεις του θα άφηνε στην ησυχία τους τους πλούσιους να κυβερνάνε.
Η κατάσταση ήτανε πολλές φορές απελπιστική. Με τόσους ομηλίκους γύρω μου και να μην έχω καμμία επαφή. Και όμως αυτό ταίριαζε με την ιδέα που είχα για την πολιτική τοποθέτηση των παιδιών εκείνων: δεξιοί ήσαν, τις νοοτροπίες εκείνων υιοθετούσαν και στήριζαν.
Αλλά ούτε και κολύμπι έμαθα, αν και το ήθελα και αν και αυτό μάλιστα το προσπάθησα με ζήλο, επειδή τις Κυριακές πολλοί συμμαθητές πήγαιναν για μπάνιο και ήτανε μια ευκαιρία να περάσω ευχάριστα με παρέα. Όμως ποτέ δεν κατάφερα να επιπλεύσω. Μέχρι σε δασκάλους πήγα να με μάθουν, σε κάποιον Σύλλογο που είχε τέτοιες αρμοδιότητες και τέτοιες επιδιώξεις. Μετά από λίγα μαθήματα απογοητεύτηκαν αυτοί απο μένα κι εγώ από αυτούς. Όταν με άφηναν, βούλιαζα σαν μολύβι.
Τι να πρωτοθυμηθώ από τη ζωή στη Σχολή… Ήταν τόσα πολλά!
Τρία περιστατικά της ζωής μου που εγώ τα λέω θαύματα, θα τα περιγράψω όταν έρχεται καθενός η σειρά του. ΄Ήρθε λοιπόν η σειρά του πρώτου. Ήμουν στο πρώτο έτος. Για το μάθημα της Ανατομίας μας χρειάζονταν οστά ανθρώπινα. Ο Διοικητης της Σχολής φρόντισε και έφερε στη Σχολή ένα κιβώτιο με κόκαλα. Τα έβαλε στον κήπο δίπλα στον τενεκέ των σκουπιδιών και οποιος ήθελε από τους πρωτοετείς πήγαινε και έπαιρνε. Ένας συμμαθητής είχε διαλέξει μερικά και τα είχε βάλει στο αναλόγιό του. Όμως κάποιος άνοιξε το αναλόγιό του και του τα πήρε. Αυτος το ανάφερε στον Αξιωματικό Υπηρεσίας. Ο αξιωματικός μάζεψε την τάξη και διέταξε να παρουσιαστεί ο «κλέφτης». Αυτός δεν παρουσιαζόταν. Μετά από αυτό, ζήτησε από όποιον ξέρει ποιος το έκανε, να τον ονομάσει. Οι μισοί από την τάξη, μεταξύ των οποίων και εγώ, ξέραμε ποιος το έκανε. Ήταν ένας κερκυραίος, που μάλιστα ήταν παρών και άκουγε όσα έλεγε ο Αξιωματικός. Δεν λέω ονόματα για λόγους ευνοήτους. Κανένας όμως δεν τον μαρτύρησε, μιας και το «συναδελφικό πνεύμα» απαιτούσε να μην προδίδουμε συνάδελφο, όπως οι ίδιοι οι αξιωματικοί μας έλεγαν.
Ο Αξιωματικός ύστερα από αυτό αποφάσισε να τιμωρήσει όλη την τάξη. Μας διάταξε να πάμε και να φορέσουμε χλαίνη, κράνος, όπλο, και να φορτωθούμε τον γυλιό με μία κουβέρτα γύρω του. Όταν συγκεντρωθήκαμε πάλι κατάφορτοι, μας διέταξε να φέρνουμε γύρω το κτίριο των θαλάμων τρέχοντας, κρατώντας το όπλο ψηλά. Και αυτό κάναμε.
Ήταν καλοκαίρι και ο ήλιος έκαιγε. Σε λίγους γύρους είχαμε κιόλας καταϊδρώσει και η καρδιά μας χτύπαγε σαν κανόνι. Σε κάποιον από τους ασταμάτητους γυρους, κι ενώ όλοι μας πια με το ζόρι στεκόμασταν στα πόδια μας, όντας έτοιμος να λοπιθυμήσω, πήρα μιαν απόφαση. Όταν τελείωνε η ατελείωτη τρεχάλα μας, θα πήγαινα στο θάλαμο, θα έπαιρνα το όπλο μου, θα το όπλιζα με σφαίρες που είχα ακόμα από την σκοπιά της προηγούμενης νύχτας, και θα αυτοκτονούσα. Δεν ήτανε απόφαση μιας στιγμής μιας και πολλές φορές μέχρι τότε την στριφογύριζα στο μυαλό μου. Η στιγμή εκείνη όμως ήταν η στιγμή της οριστικής και της τελειωτικής απόφασης. Μπορώ να πω πως η απόφασή μου αυτή ήτανε και εκείνη που μου έδινε δύναμη να στέκομαι ακόμα όρθιος, κολυμπώντας στον ιδρώτα, στην αδικία, στο παράπονο, και όλα αυτά για να σπουδάσω μια επιστήμη που δεν την ήθελα. Πόσους γύρους θα κάναμε ακόμα; Πόσους είχαμε κάνει κιόλας; Κανείς δεν ήξερε, μόνο έτρεχαν όλοι με όση δύναμη μπορούσε ο καθένας.
Και τότε έγινε το θαύμα. Όταν, σε κάποιο γύρο, περνούσαμε πάλι από μπροστά του, και όταν εγώ βρισκόμουν σχεδόν στο ύψος του, ο αξιωματικός άπλωσε το χέρι του γρήγορα γρήγορα, έπιασε το δικό μου και με τράβηξε έξω από τη φριχτή μισολιπόθυμη παρέα. Και χωρίς ούτε να με κοιτάξει, και χωρίς να διακόψει την παρακολούθηση με τα μάτια του της ασθμαίνουσας τάξης, μου είπε: Τράβα στο θάλαμό σου.
Έτσι δεν πέθανα τότε.
Και δεν απαιτείται θάρρος για να πεθάνει κανείς. Ούτε ζύγιασμα των πθανοτήτων που υφίστανται πριν ή μετά το θάνατο. Ο θάνατος είναι ένα περιστατικό ασήμαντο στο σύμπαν μέσα, όπως είναι και η ζωή.
Για το περιστατικό του θανάτου δεν ξέρω τίποτα παραπάνω εκτός ότι κάποτε θα πρωταγωνιστήσω σ’ αυτό. Όπως δεν ξέρω τίποτα για το κάθε τι. Μου δίδαξαν την ύλη που κάποιοι ήθελαν. Μου απάντησαν χωρίς να διατυπώσω ερώτηση. Άκουγα γιατί δεν μπορούσα να το αποφύγω. Ό,τι γνωρίζω έμεινε στη μνήμη μου με τη θέληση της τύχης. Δεν γνωρίζω τίποτε από μόνος μου, γνωρίζω απλά για το θάνατο, αυτό που άλλοι ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν γι αυτόν.
Αλλά ξέρω ότι ο θάνατος, δεν είναι αυτός η τιμωρία. Η τιμωρία του ανθρώπου για τη βρώση του μήλου είναι όχι ο θάνατος, αλλά η γνώση ότι υπάρχει ο θάνατος.
Aν δεν γνωρίζαμε πως υπάρχει θάνατος δεν θα φοβόμασταν να πεθάνουμε. Κι όταν πεθαίναμε δεν θα ξέραμε πως πεθάναμε. Άραγε θάνατος δεν θα υπήρχε ποτέ για μας. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα ζώα. Τότε θα ήσαν αληθινά ευτυχισμένοι οι άνθρωποι όπως είναι τα ζώα.
Η ζωή του ανθρώπου δεν έχει κάποιον σκοπό, ο άνθρωπος δεν έχει καποιον προορισμό, τον οποίο για να πραγματοποιήσει πρέπει να ζήσει και να κάνει αυτό ή εκείνο. Διασκεδάζω με τους φιλοσόφους που θέλουν να δείξουν ότι ο άνθρωπος έχει κάποιον προορισμό πάνω στη γη. Φιλοσοφούν για να έχουν να κάνουν κάτι στη ζωή τους. Και όλη η φιλοσοφία καθενός τους, από την εποχή του Σωκράτη μέχρι σήμερα, δεν είναι παρά η προσωπική τους γνώμη για το θέμα. Γράφουν για να καταπολεμήσουν την ανία τους, κάτι που καθένας το κάνει με τον δικό του τρόπο. Οι ίδιοι οι φιλόσοφοι και τα γραφτά τους έχουν την ίδια αξία που έχει μια ιδέα ενός, ακόμα και τελείως αμόρφωτου ανθρώπου για το θέμα, όπως κι αν απαντάει στην ερώτηση αν έχει ακοπό η ζωή του ανθρώπου.
Και ποιος θα μπορούσε να έχει ένα σκοπό; Ένας που δεν τρώει και δεν πίνει παρά για να μπορεί εκ νέου να πεινά και να διψά, να τρώει και να πίνει, ώσπου να τον καταβροχθίσει ό τάφος, ο πάντα ανοιχτός κάτω άπ' τα πόδια του, να ξαναφυτρώνει και να ξαναβγαίνει άπό τη γη για να χρησιμέψει σαν τροφή για άλλα όντα; Ένας που δίνει γέννηση σε όντα του είδους του, για να μπορούν με τη σειρά τους να τρώνε, να πίνουν και να πεθαίνουν, και ν' αφήνουν πίσω τους όντα του είδους του που θα ξανακάνουν αυτό που έχει κάνει αυτός ο ίδιος; Αυτός που χωρίς παύση κυκλικά ανανεώνεται, αυτό το παιχνίδι, που πάντα επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο, όπου το κάθε τι γεννιέται για να πεθάνει και πεθαίνει για να ξαναγίνει απλώς το ίδιο πράγμα-αυτό το τέρας πού αύτοκαταβροχθίζεται ακούραστα, για να μπορεί να άναπαραχθεί εκ νέου, και δεν αναπαράγεται παρά για να μπορεί να καταβροχθισθεί εκ νέου, μπορεί να έχει κάποιο σκοπό;
Μπορεί να έχει ένα σκοπό ένα ον που η ανησυχία και η αποθάρρυνση του τρώνε την καρδιά; Που καταριέται το ρόδισμα της αυγής που ξημερώνει καλώντας το για μια ζωή της οποίας η αλήθεια και η σημασία έχουν γίνει αμφίβολες στα μάτια του; Που τις νύχτες ξαγρυπνάει από ανήσυχα όνειρα ζητώντας με αγωνία την αχτίδα που θα του επέτρεπε να βγει από αυτό το λαβύρινθο της αμφιβολίας, ενώ ερευνώντας εισχωρεί όλο και πιο πολύ στη δαιδαλωδη περιοχή;
Αλλά ας ξαναγυρίσω στη Θεσσαλονίκη.
Στη Θεσσαλονίκη έγινε το θαύμα που σου περίγραψα πιο πάνω. Θα μπορούσα να γράψω ένα σωρό πράγματα για τη ζωή μου σ’ αυτή την πόλη. Μα όλα κατατείνουν σε μια λέξη:ρουτίνα. Τα χρόνια της ζωής μου που θα έπρεπε να είναι τα καλλίτερα, τα πέρασα κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους και με αυστηρή πειθαρχία.
Λίγα λόγια για τη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη πολύ διαφορετική από τις γνωστές μου και γνωστές σου της Πελοπόννησος. Οι άνθρωποι ανήκουν σε άλλη ράτσα από την ελληνική. Είναι σαν τους τραχείς μακεδόνες. Βαδίζουν ίσια μη παραμερίζοντας αλλά πατώντας πάνω σε ότι εμπόδιο συναντούν, με την παιδεία πολύ μικρή έχουν σχέση, έχουν έναν αέρα ελευθερίας μέχρις ασυδοσίας, μια πραγματιστική λογική διέπει τα λόγια και τις πράξεις τους, και είναι γνώστες της διαφοράς τους από τους νότιους έλληνες. Θα ήσαν ευτυχέστεροι αν αποκόπτονταν από την χώρα στην οποία τώρα ανήκουν.
Και δεν είναι μόνιν οι θεσσαλονικείς που μισούν τους νότιους και τανάπαλι. Οι μαύροι για πάντα θα μισούνε τους άσπρους και αντίθετα, οι ανατολίτες τους δυτικούς και αντίθετα. Θα αλληλομισούνται για πάντα οι όποιοι βόριοι με τους όποιους νότιους, η μια εθνότητα με την άλλη, οι φτωχοί με τους πλούσιους. Είναι στα γονίδια των ανθρώπων το μίσος του ενός για τον άλλο. Το ίδιο ακριβώς που συμβαίνει και στη ζούγκλα. Οι άνθρωποι έχουν τη γλώσσα και προσπαθούν μ’ αυτήν να αποδείξουν με λόγια ότι αγαπάει ο ένας τον άλλο. Η υποκρισία και η βλακεία είναι και τα δύο βαθιά χαραγμένα στο χαρακτήρα των ανθρώπων. Ενώ μισούν ο ένας τον άλλονε, μιλάνε για αγάπη και για φιλία. Η ανθρωπότητα όμως δεν θα ειρηνέψει ποτέ. Ανέκαθεν, τουλάχιστον από τότε που έχουμε ιστορία γραπτή ή επιστημονικά δεδομένα, η μέχρις εξοντώσεως πάλη μεταξύ των ανθρώπων είναι καθημερινή. Και δεν κρατάει μαζί τους ανθρώπους τον ένα με τον άλλονε η αγάπη αλλά η ανάγκη. Θέλουν να βλέπουν καθένας τα χέρια των άλλων ώστε να ησυχάζουν όταν βλέπουν ότι δεν κρατάνε όπλο. Γι αυτό ανέχονται τη συνύπαρξη.
Οι χόμο σάπιενς φάγανε τους νεάντερταλς, οι ισραηλινοί ακόμα πολεμάνε να φάνε τους παλαιστίνιους, οι αμερικάνοι φάγανε τους ινδιάνους. Αμέτρητοι είναι οι λαοί και τα έθνη που αφανίστηκαν από κάποιους άλλους λαούς και έθνη. Και δεν μισούνται μόνο τα έθνη μεταξύ τους αλλά βέβαια και ομάδες εντός των εθνών-όπως έχουν καταντήσει τα έθνη όσοι τα δημιούργησαν, με τις αλλοπρόσαλλες συγχωνεύσεις και τους αποκλεισμόύς που τους επέβαλαν. Θέλεις να σου θυμίσω και το μίσος που υπάρχει μεταξύ των ελλήνων που αναφέρεται μάλιστα στην από αρχαιοτάτων χρόνων καταγωγή τους; Ιδού: οι μεσσήνιοι μισούν τους λακεδαιμόνιους, οι ηλείοι τους αρκάδες, κάθε κάτοικοι του ενός νομού τους κατοίκους των άλλων νομών, άλλους περισσότερο και άλλους λιγότερο. Χιλιάδες χρόνια πέρασαν και οι άνθρωποι που δεν θυμούνται τι έφαγαν χτες, θυμούνται τις διαφορές που τους χώριζαν τότε και τις επιστρατεύουν ώστε να έχουν ένα λόγο να μισούνται ακόμα. Μα να προχωρήσω λίγο. Οι πανωχωρίτες μισούν τους κατωχωρίτες, η μια γειτομιά της ίδιας πόλης την άλλη, ο γείτονας το γέιτονά του, και μέσα στο ίδιο σπίτι ο άντρας μισεί τη γυναίκα που κοιμάται μαζί της το βράδυ, η γυναίκα μισεί τον άντρα, ο αδερφός τον αδερφό, τα παιδιά τους γονείς και οι γονείς τα παιδιά. Είμαστε ο πλανήτης του μίσους. Όσο δεν δίνεται η ευκαιρία σε κάποιους να δείξουνε το μίσος τους ο ένας για τον άλλο, ο λαός λέει γι αυτούς ότι είναι αγαπημένοι.
Σ’ αυτό τον κόσμο ζούμε, από αυτόν φεύγουμε πεθαίνοντας.
Τα καλοκαίρια, όταν , σπανίως, δεν χρωστούσα μαθήματα, πήγαινα με άδεια στο σπίτι των γονιών μου. Οι γονείς μου ήσαν πολύ χαρούμενοι που είχαν ησυχάσει από μένα και από την έγνια τι έκαναν με μένα αν δεν έμπαινα στη Σχολή, εγώ επίσης χαρούμενος που είχα γλιτώσει από τη δουλεία του σπιτιού, έστω και αν τώρα ήμουν δούλος άλλων. Εξάλλου οι άνθρωποι μπορούν μόνο να αλλάζουν αφεντικό-ποτέ δεν είναι ελεύθεροι. Και κάθε φορά που πήγαινα σ’ αυτούς, θυμόμουν την κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι όταν ήμουν υποψήφιος για τη Σχολή. Θυμάμαι ότι ήμουν υπό παρακολούθηση σε κάθε στιγμή της ζωής μου εκεί από τη μητέρα μου, που έβλεπε αν διάβαζα ή αν είχα αφήσει από τα χέρια το βιβλίο. Ήταν ένα είδος κατασκοπείας, που μάλιστα η μητέρα μου έκανε τόσο φανερά, όσο και αν ήθελε να το κάνει χωρίς να την καταλαβαίνω. Και όταν γύριζε στο σπίτι ο πατέρας, η μητέρα του έδινε αναφορά σχετικά με την «αναγνωστική» συμπεριφορά μου. Είναι κάτι που όταν ακόμα το θυμάμαι, μια κατάσταση τρόμου και ανασφάλειας με κατέχει και νομίζω ότι και σήμερα ακόμα βρίσκομαι υπό παρακολούθηση για όλα. Την περίοδο εκείνη ήμασταν στην Αθήνα. Στο δίπλα διαμέρισμα έμενε η Θαϊδα, μια λαχταριστή κοπέλα. Ήρθε μια δυο φορές να της δείξω κάτι στα μαθηματικά. Ήταν φανερό ότι ήθελε και κάτι άλλο, όπως ήθελα κι εγώ. Όμως η παρακολούθηση, η κατασκοπεία που είπα πιο πάνω, δεν με άφησε να προχωρήσω έστω και λίγο. Δεν ξεχνώ μέχρι σήμερα τη Θαϊδα και την εκ των πραγμάτων αδυναμία μας να αγαπηθούμε. Είναι από την πληθώρα εκείνων που δεν έκανα ή δεν είπα, που με καίνε μια ζωή.
Γιωργία, μιας και σήμερα που γράφω είναι η εικοστή ογδόη Οχτώβρη, ακούω όπως κάθε χρόνο τέτια μέρα, ότι πρέπει να τιμούμε όσους έδωσαν τη ζωή τους για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι. Και η ψυχή μου γεμίζει περηφάνια που αν δεν σκοτώνονταν όσοι έλληνες σκοτώθηκαν το σαράντα, οι γερμανοί θα ήσαν σήμερα κύριοι Ευρώπης και Αμερικής! Και εμείς σκλαβωμένοι ακόμα! Τι αστεία πράγματα που μηχανεύονται οι άνθρωποι για να δικαιολογούν τις συμοεριφορές τους…
Μια φορά στη ζωή μου έχω πάει σε μπαρ. Αυτό ήτανε στη Θεσσαλονίκη. Είχα έναν συμμαθητή. Γούρας λεγότανε. Κάναμε παρέα. Ήτανε από τους τυχερούς-κατάφερε και έφυγε από τη Σχολή και συνέχισε σαν πολίτης την Ιατρική. Μια μέρα μου λέει: έχεις πάει ποτέ σε μπαρ; Όχι, του λέω. Πάμε; μου λέει. Και πήγαμε στο αμερικάνικο μπαρ κάπου στο Βαρδάρη. Μετρήσαμε πρώτα τα λεφτά μας ώστε να σταματήσουμε έγκαιρα το πιόμα και μπήκαμε μέσα. Ατμόσφαιρα πολιτισμένη για μπαρ. Μακριά από το τραπέζι μας, στη «μπάρα», καθότανε μια ωραία γυναίκα από κείνες που αν τις έβλεπες στο δρόμο θα θαύμαζες την ομορφιά της και θα σου γεννούσε το θαυμασμό με τη σοβαρότητά της και με το ντύσιμό της. Ο φίλος μου είπε στη γκαρσόνα να μας τη στείλει στο τραπέζι μας. Ήρθε. Λεγότανε, μας είπε, Γιασμίν. Κουβεντιάαμε για ώρα και για διάφορα πράγματα. Οι γνώσεις και η ευγένεια του λόγου της ταίριαζε με τα υπόλοιπα που είπα πιο πάνω γι αυτήν. Μορφωμένη και με άριστη συντακτικά και γραμματικά ομιλία. Πώς βρέθηκε άραγε εκεί; Οικονομικά αντέξαμε μέχρι που εκείνη ζήτησε να της παραγγείλουμε και τέταρτο ποτό. Τότε σηκωθήκαμε και φύγαμε αφού χαιρετίσαμε δεόντως την Γιασμίν.
Τις Κυριακές αν βγαίναμε έξω και αν είχαμε τα χρήματα για εισιτήριο, πηγαίναμε στον κινηματογράφο. Κάθε μήνα μου έστελναν από το σπίτι πενήντα δραχμές. Με αυτά τα χρήματα περνούσα το μηνα, δηλαδή έπαιρνα καμιά τυρόπιτα και αγόραζα τσιγάρα.
Στη Θεσσαλονίκη μέθυσα μια φορά. Ήμουν στο τελευταίο έτος της Ιατρικής. Πήγα με το φίλο μου Ματθαίο Θανάση σε ένα απόμερο ταβερνάκι που βρισκόταν πίσω από το Νεκροτομείο, όπου κάναμε το μάθημα της Ιατροδικαστικής. Ήπιαμε έξη καραφάκια ούζο συνοδεύοντάς το με ολίγο τζατζίκι! Φύγαμε πρωί μεθυσμένοι. Πηγαίνοντας προς τη Σχολή τρεις το πρωί και τρεκλίζοντας, σταθήκαμε κάτω από το παράθυρο της Φλοράνς και της κάναμε καντάδα παραποιώντας το «Νανίτα Νινέτα Νινόν κα Νανά…» σε «Φλορέτα Φλορίτα Φλωρόν και Φλοράνς…». Η Φλοράνς ήτανε η σποτονοικοκυράς μας για το δωμάτιο που είχαμε νοικιάσει στο σπιτι εκείνο για να έχουμε ένα μέρος να αλλάζουμε τα στρατιωτικά μας ρούχα με πολιτικά. Η Φλοράνς ήταν μεγάλης ηλικίας καλή γυναικα και που φαινόταν ότι στα νιάτα της θα ήταν πολύ όμορφη. Μας διηγόταν πολλά περιστατικά από τη ζωή της. Μας έλεγε μεταξύ άλλων ότι σε μια δεξίωση ο πρίγκηπας Αλέξανδρος ειχε πιεί σαμπάνια από το γοβάκι της.Την πιστεύαμε.
Είχα ένα φίλο συμφοιτητή πολίτη-όχι στρατιωτικό. Ήταν από την Καστοριά. Πήγαινα στο σπίτι του και βγαίναμε μαζί βόλτες. Είχα γνωρίσει μια κυρία από την Κομοτηνή και πηγαίναμε όταν αυτός έλειπε, στο σπίτι του φίλου μου, Σωτήρη τον λέγανε, που ήτανε στην πλατεία Ναυαρίνου και που ο Σωτήρης μου είχε δώσει τα κλειδιά του. Λίγο πριν χωρίσουμε με τη φίλη αυτή, έμαθα από την ίδια ότι όταν ήτανε στην Κομοτηνή (από εκεί καταγόταν), την φλέρταρε ο θείος μου ο Πότης, αδερφός της μητέρας μου. Εκείνη δεν υπέκυψε κι έτσι δεν είχα γίνει …αιμομίκτης…
Μια μέρα, αφού είχαμε αποχαιρετιστεί με τη φίλη μου και ενώ πήγαινα προς τη Σχολή, βλέπω μια ωραία γυναίκα στο δρόμο. Την πλησίασα,της μίλησα. Ήταν από τη Γιουγκοσλαβία. Πρόσεξα ότι κρατούσε μια ζακέτα στο δεξί της χέρι που δεν την μετανίκησε όσο περπατούσαμε, ούτε και όταν χρειάστηκε να χρησμοποιήσει για κάτι το δεξί της χέρι. Λίγο μετά πήγαμε στο σπίτι του φίλου μου από όπου είχα βγεί πριν μια ώρα και της πρόσφερα έναν καφέ. Τότε πρόσεξα ότι της έλειπε ο αντίχειρας του δεξιού της χεριού.Την επόμενη μέρα ο φίλος μου μου είπε ότι ο θυρωρός της πολυκατοικάς του, ήθελε να μάθει πώς και πήγα με δυο γυναίκες την ίδια μέρα στο σπίτι του. Για μέρες είχαμε «πλάκες», λέγοντας διάφορα στον καλό γεράκο-θυρωρό για να εξηγήσουμε το γεγονός. Γελούσε κι αυτός μαζί μας.
Ο φίλος μου ο Σωτήρης, πέθανε ενώ ήμουν στην Αμερική. Υπέφερε από οισοφαγική παλινδρόμηση για χρόνια. Ήταν ο πραγματικός μου αδερφός.
Καθημερικά περιστατικά μιας νεανικής ζωής.
Με το Σωτήρη είχαμε πάει σε ένα ζαχαροπλαστείο πολυτελείας και παραγγείλαμε καφέ. Ώσπου να έρθει ο καφές, ο Σωτήρης περιεργαζόταν τον κατάλογο. Μου λέει δες εδώ, και μου δείχνει το σημείο του κατάλογου που έγραφε: ψωμάκια. Βγάζει το στιλό του και το μι το κάνει λάμβδα. Γέλια. Μετά μου δείχνει δίπλα από τα «ψωμάκια» που έγραφε εντός παρενθέσεως «αρτίδια». Και κάνει το ταυ τους χί. Έτσι ήτανε ο Σωτήρης. Χρυσό παιδί, καλός φίλος, με καθαρό μυαλό, πλακατζής. Και δεν χάθηκε ο κόσμος επειδή έκανε ένα αστείο με το οποίο μάλιστα θα γέλασαν και όσοι μετά είδαν τον κατάλογο. Ο ιδιοκτήτης, όταν το είδε θα άλλαξε τον κατάλογο-μικρό το κακό. Ο Σωτληρης ζούσε τη ζωή όπως νόμιζε. Ήξερε τάχα ότι δεν θα είχε πολλή ζωή, πως δεν είχε περιθώρια να ζήσει για πολλά χρόνια όπως ήθελε;
Μιαν άλλη φορά, στο Συντριβάνι της Καμάρας, ένα αυτοκίνητο οδηγούμενο από μια γυναίκα παρά λίγο να μας πατήσει. Δε χάνει καιρό ο Σωτήρης-δεν έχω λόγο να πω γι αυτόν Θεος σχωρέστονε, σίγουρα βρίσκεται στον Παράδεισο-, «σιγά μωρή χαμούρα!», της κάνει. Γίνεται έξαλλη αυτή, σταματάει, κατεβαίνει, και βρισκόμστε στο αστυνομικό Τμήμα όλοι μαζί. Ο Σωτήρης να μη ζητάει συγνώμη όπως τον συμβούλεψε ο αστυνόμος, γιατί είχε δίκιο. Η κυρία να επιμένει να ζητάει ικανοποίηση, μισή ώρα παλεύαμε, ώσπου τελικά η γυναίκα είδε ότι δεν έχει να περιμένει συγνώμη, και μη θέλοντας να μπλέξει και στα δικαστήρια, υποχώρησε.
Ένα μεγάλο μέρος της περιόδου της Θεσσαλονίκης συνέπεσε με την περιβόητη οκταετία του Καραμανλή. Οι άγγλοι μας είχαν πια παραδώσει στους αμερικάνους, οι φασίστες με αρχηγό τον Καραμανλή κυβερνούσαν κλέβοντας, ο λαός ακόμα ζούσε τα τραύματα των πολέμων του. Ο Καραμανλής θεοποιήθηκε από τους δικούς του. Ήτανε μια ευκαιρία να αρχίσουν όλα από την αρχή στην Ελλάδα τώρα που όλα είχαν καταστραφεί. Ήτανε ευκαιρία να γίνει η Ελλάδα μια ευνομούμενη χώρα. Μα ποιος να γνιαστεί γι αυτό; Ο φαύλος κύκλος δούλεψε πάλι: πώς θα έχτιζαν μια σωστή Παδεία άνθρωποι που δεν είχαν παιδεία; Ποιοι άνθρωποι θα υποχρέωναν το λαό να υπακούει στους νόμους, να είναι συνεπής στις δοσοληψίες του, να φροντίζει για το καλό του τόπου, όταν οι κυβερνώντες έπρατταν τα εντελώς αντίθετα; Και όμως, οι οπαδοί της Δεξιάς θεωρούν ότι στην οκταετία η Ελλάδα έκανε μεγάλες προόδους κάτω από μια χρηστή διοίκηση! Μα και ένα παιδάκι να γινόταν ρωθυπουργός την εποχή εκείνη, τα ίδια με όσα «πέτυχε» ο Καραμανλής θα πετύχαινε κι αυτό. Η Ελλάδα είχε φτάσει στο ναδίρ της. Άλλο δεν γινότανε να πάει πιο κάτω. Φυσικό ήτανε να «προοδέψει». Για την «πρόοδό» της, χρησιμοποιήθηκαν όσα-λίγα-λεφτά έμειναν από την κλοπή του Καραμανλή και της παρέας του. Δηλαδή ο λαός που δεν είχε σπίτι άρχισε να χτίζει σπίτια, ο λαός για να φάει έσπερνε, για να μην κρυώνει έφτιαχνε ρούχα και παπούτσια. Από το μηδέν με άριστα το είκοσι, ο λαός έφτασε ως το δύο την Ελλάδα. Αυτή ήτανε η οκταετία του Καραμανλή.
Και μέσα σ’ αυτό το χάος ένας φοβισμένος μαθητής σε μια στρατιωτική Σχολή, πάσκιζε να επιβιώσει. Με άλλες λέξεις ένας ευαίσθητος, συναισθηματικός, αισθαντικός νεαρός, πάσκιζε να επιβιώσει μέσα στην πεζότητα, στον κυνισμό, στη σκληρότητα, στην ωμότητα.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ-2
Πανεπιστήμιο. Μαθήματα, στρατιωτική ζωή. Και παράλληλα προσπαθεια να καταλάβω τους συμμαθητές μου. Τον χαρακτήρα τους, τις συνήθειές τους, τη συμπεριφορά τους, έτσι ώστε να κατορθώσω να συμπλεύσω και νοητικά μαζί τους στη διάρκεια των σπουδών μου που αναγκαστικά θα συμπορευόμασταν. Δεν το κατόρθωσα. Πάντοτε άγνωστοι μου μέναν. Ένας άλλος κόσμος ο καθένας τους. Και εγώ στον δικό μου κόσμο.
Και πώς να συλέπλεα μαζί τους; Κάθε Κυριακή μετά τον ποδοσφαιρικό αγώνα της ημέρας, άρχιζαν οι συζητήσεις γι αυτόν. Και κρατούσαν αμιγείς μέχρι την Τετάρτη. Από κει και πέρα συμπλέκονταν με τις συζητήσεις για το αγώνα της ερχόμενης Κυριακής. Τι να έλεγα εγώ για τους αγώνες που το ποδόσφαιρο για μένα ήτανε ένα άγνωστο όσο και άχρηστο αντικείμενο; Μήπως αν προσπαθούσα να το γνωρίσω θα το αγαπούσα; Προσπάθησα.Ο καλλίτερος μου φίλος, Ναυπάκτιος, ανέλαβε να με μυήσει στα μυστικά του ποδοσφαίρου, με την ελπίδα πως η ομάδα του-ήταν φανατικός Ολυμπιακός-θα αποκτούσε έναν οπαδό ακόμα. Με πήγαινε στα ματς τις Κυριακές, όποτε είχαμε χρόνο μου έκανε μάθημα περί του ποδοσφαίρου. Αν και έμαθα πολλά γι αυτό το άθλημα, εντούτοις ποτέ δεν εγινα οπαδός ή ποδοσφαιρόφιλος. Το κατ’ εμέ α-νόητο του πραγματος, με απωθούσε κάθε που προσαθούσα να το πλησιάσω. Άργησα να καταλάβω-άλλωστε ακόμα τότε δεν ήτανε φανερό- ότι αυτό το άθλημα και γενικοτερα ο αθλητισμός, προορίζονταν να γινει το νέο όπιο των λαών, που αποκοιμίζοντάς τους λάτρεις του θα άφηνε στην ησυχία τους τους πλούσιους να κυβερνάνε.
Η κατάσταση ήτανε πολλές φορές απελπιστική. Με τόσους ομηλίκους γύρω μου και να μην έχω καμμία επαφή. Και όμως αυτό ταίριαζε με την ιδέα που είχα για την πολιτική τοποθέτηση των παιδιών εκείνων: δεξιοί ήσαν, τις νοοτροπίες εκείνων υιοθετούσαν και στήριζαν.
Αλλά ούτε και κολύμπι έμαθα, αν και το ήθελα και αν και αυτό μάλιστα το προσπάθησα με ζήλο, επειδή τις Κυριακές πολλοί συμμαθητές πήγαιναν για μπάνιο και ήτανε μια ευκαιρία να περάσω ευχάριστα με παρέα. Όμως ποτέ δεν κατάφερα να επιπλεύσω. Μέχρι σε δασκάλους πήγα να με μάθουν, σε κάποιον Σύλλογο που είχε τέτοιες αρμοδιότητες και τέτοιες επιδιώξεις. Μετά από λίγα μαθήματα απογοητεύτηκαν αυτοί απο μένα κι εγώ από αυτούς. Όταν με άφηναν, βούλιαζα σαν μολύβι.
Τι να πρωτοθυμηθώ από τη ζωή στη Σχολή… Ήταν τόσα πολλά!
Τρία περιστατικά της ζωής μου που εγώ τα λέω θαύματα, θα τα περιγράψω όταν έρχεται καθενός η σειρά του. ΄Ήρθε λοιπόν η σειρά του πρώτου. Ήμουν στο πρώτο έτος. Για το μάθημα της Ανατομίας μας χρειάζονταν οστά ανθρώπινα. Ο Διοικητης της Σχολής φρόντισε και έφερε στη Σχολή ένα κιβώτιο με κόκαλα. Τα έβαλε στον κήπο δίπλα στον τενεκέ των σκουπιδιών και οποιος ήθελε από τους πρωτοετείς πήγαινε και έπαιρνε. Ένας συμμαθητής είχε διαλέξει μερικά και τα είχε βάλει στο αναλόγιό του. Όμως κάποιος άνοιξε το αναλόγιό του και του τα πήρε. Αυτος το ανάφερε στον Αξιωματικό Υπηρεσίας. Ο αξιωματικός μάζεψε την τάξη και διέταξε να παρουσιαστεί ο «κλέφτης». Αυτός δεν παρουσιαζόταν. Μετά από αυτό, ζήτησε από όποιον ξέρει ποιος το έκανε, να τον ονομάσει. Οι μισοί από την τάξη, μεταξύ των οποίων και εγώ, ξέραμε ποιος το έκανε. Ήταν ένας κερκυραίος, που μάλιστα ήταν παρών και άκουγε όσα έλεγε ο Αξιωματικός. Δεν λέω ονόματα για λόγους ευνοήτους. Κανένας όμως δεν τον μαρτύρησε, μιας και το «συναδελφικό πνεύμα» απαιτούσε να μην προδίδουμε συνάδελφο, όπως οι ίδιοι οι αξιωματικοί μας έλεγαν.
Ο Αξιωματικός ύστερα από αυτό αποφάσισε να τιμωρήσει όλη την τάξη. Μας διάταξε να πάμε και να φορέσουμε χλαίνη, κράνος, όπλο, και να φορτωθούμε τον γυλιό με μία κουβέρτα γύρω του. Όταν συγκεντρωθήκαμε πάλι κατάφορτοι, μας διέταξε να φέρνουμε γύρω το κτίριο των θαλάμων τρέχοντας, κρατώντας το όπλο ψηλά. Και αυτό κάναμε.
Ήταν καλοκαίρι και ο ήλιος έκαιγε. Σε λίγους γύρους είχαμε κιόλας καταϊδρώσει και η καρδιά μας χτύπαγε σαν κανόνι. Σε κάποιον από τους ασταμάτητους γυρους, κι ενώ όλοι μας πια με το ζόρι στεκόμασταν στα πόδια μας, όντας έτοιμος να λοπιθυμήσω, πήρα μιαν απόφαση. Όταν τελείωνε η ατελείωτη τρεχάλα μας, θα πήγαινα στο θάλαμο, θα έπαιρνα το όπλο μου, θα το όπλιζα με σφαίρες που είχα ακόμα από την σκοπιά της προηγούμενης νύχτας, και θα αυτοκτονούσα. Δεν ήτανε απόφαση μιας στιγμής μιας και πολλές φορές μέχρι τότε την στριφογύριζα στο μυαλό μου. Η στιγμή εκείνη όμως ήταν η στιγμή της οριστικής και της τελειωτικής απόφασης. Μπορώ να πω πως η απόφασή μου αυτή ήτανε και εκείνη που μου έδινε δύναμη να στέκομαι ακόμα όρθιος, κολυμπώντας στον ιδρώτα, στην αδικία, στο παράπονο, και όλα αυτά για να σπουδάσω μια επιστήμη που δεν την ήθελα. Πόσους γύρους θα κάναμε ακόμα; Πόσους είχαμε κάνει κιόλας; Κανείς δεν ήξερε, μόνο έτρεχαν όλοι με όση δύναμη μπορούσε ο καθένας.
Και τότε έγινε το θαύμα. Όταν, σε κάποιο γύρο, περνούσαμε πάλι από μπροστά του, και όταν εγώ βρισκόμουν σχεδόν στο ύψος του, ο αξιωματικός άπλωσε το χέρι του γρήγορα γρήγορα, έπιασε το δικό μου και με τράβηξε έξω από τη φριχτή μισολιπόθυμη παρέα. Και χωρίς ούτε να με κοιτάξει, και χωρίς να διακόψει την παρακολούθηση με τα μάτια του της ασθμαίνουσας τάξης, μου είπε: Τράβα στο θάλαμό σου.
Έτσι δεν πέθανα τότε.
Και δεν απαιτείται θάρρος για να πεθάνει κανείς. Ούτε ζύγιασμα των πθανοτήτων που υφίστανται πριν ή μετά το θάνατο. Ο θάνατος είναι ένα περιστατικό ασήμαντο στο σύμπαν μέσα, όπως είναι και η ζωή.
Για το περιστατικό του θανάτου δεν ξέρω τίποτα παραπάνω εκτός ότι κάποτε θα πρωταγωνιστήσω σ’ αυτό. Όπως δεν ξέρω τίποτα για το κάθε τι. Μου δίδαξαν την ύλη που κάποιοι ήθελαν. Μου απάντησαν χωρίς να διατυπώσω ερώτηση. Άκουγα γιατί δεν μπορούσα να το αποφύγω. Ό,τι γνωρίζω έμεινε στη μνήμη μου με τη θέληση της τύχης. Δεν γνωρίζω τίποτε από μόνος μου, γνωρίζω απλά για το θάνατο, αυτό που άλλοι ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν γι αυτόν.
Αλλά ξέρω ότι ο θάνατος, δεν είναι αυτός η τιμωρία. Η τιμωρία του ανθρώπου για τη βρώση του μήλου είναι όχι ο θάνατος, αλλά η γνώση ότι υπάρχει ο θάνατος.
Aν δεν γνωρίζαμε πως υπάρχει θάνατος δεν θα φοβόμασταν να πεθάνουμε. Κι όταν πεθαίναμε δεν θα ξέραμε πως πεθάναμε. Άραγε θάνατος δεν θα υπήρχε ποτέ για μας. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα ζώα. Τότε θα ήσαν αληθινά ευτυχισμένοι οι άνθρωποι όπως είναι τα ζώα.
Η ζωή του ανθρώπου δεν έχει κάποιον σκοπό, ο άνθρωπος δεν έχει καποιον προορισμό, τον οποίο για να πραγματοποιήσει πρέπει να ζήσει και να κάνει αυτό ή εκείνο. Διασκεδάζω με τους φιλοσόφους που θέλουν να δείξουν ότι ο άνθρωπος έχει κάποιον προορισμό πάνω στη γη. Φιλοσοφούν για να έχουν να κάνουν κάτι στη ζωή τους. Και όλη η φιλοσοφία καθενός τους, από την εποχή του Σωκράτη μέχρι σήμερα, δεν είναι παρά η προσωπική τους γνώμη για το θέμα. Γράφουν για να καταπολεμήσουν την ανία τους, κάτι που καθένας το κάνει με τον δικό του τρόπο. Οι ίδιοι οι φιλόσοφοι και τα γραφτά τους έχουν την ίδια αξία που έχει μια ιδέα ενός, ακόμα και τελείως αμόρφωτου ανθρώπου για το θέμα, όπως κι αν απαντάει στην ερώτηση αν έχει ακοπό η ζωή του ανθρώπου.
Και ποιος θα μπορούσε να έχει ένα σκοπό; Ένας που δεν τρώει και δεν πίνει παρά για να μπορεί εκ νέου να πεινά και να διψά, να τρώει και να πίνει, ώσπου να τον καταβροχθίσει ό τάφος, ο πάντα ανοιχτός κάτω άπ' τα πόδια του, να ξαναφυτρώνει και να ξαναβγαίνει άπό τη γη για να χρησιμέψει σαν τροφή για άλλα όντα; Ένας που δίνει γέννηση σε όντα του είδους του, για να μπορούν με τη σειρά τους να τρώνε, να πίνουν και να πεθαίνουν, και ν' αφήνουν πίσω τους όντα του είδους του που θα ξανακάνουν αυτό που έχει κάνει αυτός ο ίδιος; Αυτός που χωρίς παύση κυκλικά ανανεώνεται, αυτό το παιχνίδι, που πάντα επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο, όπου το κάθε τι γεννιέται για να πεθάνει και πεθαίνει για να ξαναγίνει απλώς το ίδιο πράγμα-αυτό το τέρας πού αύτοκαταβροχθίζεται ακούραστα, για να μπορεί να άναπαραχθεί εκ νέου, και δεν αναπαράγεται παρά για να μπορεί να καταβροχθισθεί εκ νέου, μπορεί να έχει κάποιο σκοπό;
Μπορεί να έχει ένα σκοπό ένα ον που η ανησυχία και η αποθάρρυνση του τρώνε την καρδιά; Που καταριέται το ρόδισμα της αυγής που ξημερώνει καλώντας το για μια ζωή της οποίας η αλήθεια και η σημασία έχουν γίνει αμφίβολες στα μάτια του; Που τις νύχτες ξαγρυπνάει από ανήσυχα όνειρα ζητώντας με αγωνία την αχτίδα που θα του επέτρεπε να βγει από αυτό το λαβύρινθο της αμφιβολίας, ενώ ερευνώντας εισχωρεί όλο και πιο πολύ στη δαιδαλωδη περιοχή;
Αλλά ας ξαναγυρίσω στη Θεσσαλονίκη.
Στη Θεσσαλονίκη έγινε το θαύμα που σου περίγραψα πιο πάνω. Θα μπορούσα να γράψω ένα σωρό πράγματα για τη ζωή μου σ’ αυτή την πόλη. Μα όλα κατατείνουν σε μια λέξη:ρουτίνα. Τα χρόνια της ζωής μου που θα έπρεπε να είναι τα καλλίτερα, τα πέρασα κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους και με αυστηρή πειθαρχία.
Λίγα λόγια για τη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη πολύ διαφορετική από τις γνωστές μου και γνωστές σου της Πελοπόννησος. Οι άνθρωποι ανήκουν σε άλλη ράτσα από την ελληνική. Είναι σαν τους τραχείς μακεδόνες. Βαδίζουν ίσια μη παραμερίζοντας αλλά πατώντας πάνω σε ότι εμπόδιο συναντούν, με την παιδεία πολύ μικρή έχουν σχέση, έχουν έναν αέρα ελευθερίας μέχρις ασυδοσίας, μια πραγματιστική λογική διέπει τα λόγια και τις πράξεις τους, και είναι γνώστες της διαφοράς τους από τους νότιους έλληνες. Θα ήσαν ευτυχέστεροι αν αποκόπτονταν από την χώρα στην οποία τώρα ανήκουν.
Και δεν είναι μόνιν οι θεσσαλονικείς που μισούν τους νότιους και τανάπαλι. Οι μαύροι για πάντα θα μισούνε τους άσπρους και αντίθετα, οι ανατολίτες τους δυτικούς και αντίθετα. Θα αλληλομισούνται για πάντα οι όποιοι βόριοι με τους όποιους νότιους, η μια εθνότητα με την άλλη, οι φτωχοί με τους πλούσιους. Είναι στα γονίδια των ανθρώπων το μίσος του ενός για τον άλλο. Το ίδιο ακριβώς που συμβαίνει και στη ζούγκλα. Οι άνθρωποι έχουν τη γλώσσα και προσπαθούν μ’ αυτήν να αποδείξουν με λόγια ότι αγαπάει ο ένας τον άλλο. Η υποκρισία και η βλακεία είναι και τα δύο βαθιά χαραγμένα στο χαρακτήρα των ανθρώπων. Ενώ μισούν ο ένας τον άλλονε, μιλάνε για αγάπη και για φιλία. Η ανθρωπότητα όμως δεν θα ειρηνέψει ποτέ. Ανέκαθεν, τουλάχιστον από τότε που έχουμε ιστορία γραπτή ή επιστημονικά δεδομένα, η μέχρις εξοντώσεως πάλη μεταξύ των ανθρώπων είναι καθημερινή. Και δεν κρατάει μαζί τους ανθρώπους τον ένα με τον άλλονε η αγάπη αλλά η ανάγκη. Θέλουν να βλέπουν καθένας τα χέρια των άλλων ώστε να ησυχάζουν όταν βλέπουν ότι δεν κρατάνε όπλο. Γι αυτό ανέχονται τη συνύπαρξη.
Οι χόμο σάπιενς φάγανε τους νεάντερταλς, οι ισραηλινοί ακόμα πολεμάνε να φάνε τους παλαιστίνιους, οι αμερικάνοι φάγανε τους ινδιάνους. Αμέτρητοι είναι οι λαοί και τα έθνη που αφανίστηκαν από κάποιους άλλους λαούς και έθνη. Και δεν μισούνται μόνο τα έθνη μεταξύ τους αλλά βέβαια και ομάδες εντός των εθνών-όπως έχουν καταντήσει τα έθνη όσοι τα δημιούργησαν, με τις αλλοπρόσαλλες συγχωνεύσεις και τους αποκλεισμόύς που τους επέβαλαν. Θέλεις να σου θυμίσω και το μίσος που υπάρχει μεταξύ των ελλήνων που αναφέρεται μάλιστα στην από αρχαιοτάτων χρόνων καταγωγή τους; Ιδού: οι μεσσήνιοι μισούν τους λακεδαιμόνιους, οι ηλείοι τους αρκάδες, κάθε κάτοικοι του ενός νομού τους κατοίκους των άλλων νομών, άλλους περισσότερο και άλλους λιγότερο. Χιλιάδες χρόνια πέρασαν και οι άνθρωποι που δεν θυμούνται τι έφαγαν χτες, θυμούνται τις διαφορές που τους χώριζαν τότε και τις επιστρατεύουν ώστε να έχουν ένα λόγο να μισούνται ακόμα. Μα να προχωρήσω λίγο. Οι πανωχωρίτες μισούν τους κατωχωρίτες, η μια γειτομιά της ίδιας πόλης την άλλη, ο γείτονας το γέιτονά του, και μέσα στο ίδιο σπίτι ο άντρας μισεί τη γυναίκα που κοιμάται μαζί της το βράδυ, η γυναίκα μισεί τον άντρα, ο αδερφός τον αδερφό, τα παιδιά τους γονείς και οι γονείς τα παιδιά. Είμαστε ο πλανήτης του μίσους. Όσο δεν δίνεται η ευκαιρία σε κάποιους να δείξουνε το μίσος τους ο ένας για τον άλλο, ο λαός λέει γι αυτούς ότι είναι αγαπημένοι.
Σ’ αυτό τον κόσμο ζούμε, από αυτόν φεύγουμε πεθαίνοντας.
Τα καλοκαίρια, όταν , σπανίως, δεν χρωστούσα μαθήματα, πήγαινα με άδεια στο σπίτι των γονιών μου. Οι γονείς μου ήσαν πολύ χαρούμενοι που είχαν ησυχάσει από μένα και από την έγνια τι έκαναν με μένα αν δεν έμπαινα στη Σχολή, εγώ επίσης χαρούμενος που είχα γλιτώσει από τη δουλεία του σπιτιού, έστω και αν τώρα ήμουν δούλος άλλων. Εξάλλου οι άνθρωποι μπορούν μόνο να αλλάζουν αφεντικό-ποτέ δεν είναι ελεύθεροι. Και κάθε φορά που πήγαινα σ’ αυτούς, θυμόμουν την κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι όταν ήμουν υποψήφιος για τη Σχολή. Θυμάμαι ότι ήμουν υπό παρακολούθηση σε κάθε στιγμή της ζωής μου εκεί από τη μητέρα μου, που έβλεπε αν διάβαζα ή αν είχα αφήσει από τα χέρια το βιβλίο. Ήταν ένα είδος κατασκοπείας, που μάλιστα η μητέρα μου έκανε τόσο φανερά, όσο και αν ήθελε να το κάνει χωρίς να την καταλαβαίνω. Και όταν γύριζε στο σπίτι ο πατέρας, η μητέρα του έδινε αναφορά σχετικά με την «αναγνωστική» συμπεριφορά μου. Είναι κάτι που όταν ακόμα το θυμάμαι, μια κατάσταση τρόμου και ανασφάλειας με κατέχει και νομίζω ότι και σήμερα ακόμα βρίσκομαι υπό παρακολούθηση για όλα. Την περίοδο εκείνη ήμασταν στην Αθήνα. Στο δίπλα διαμέρισμα έμενε η Θαϊδα, μια λαχταριστή κοπέλα. Ήρθε μια δυο φορές να της δείξω κάτι στα μαθηματικά. Ήταν φανερό ότι ήθελε και κάτι άλλο, όπως ήθελα κι εγώ. Όμως η παρακολούθηση, η κατασκοπεία που είπα πιο πάνω, δεν με άφησε να προχωρήσω έστω και λίγο. Δεν ξεχνώ μέχρι σήμερα τη Θαϊδα και την εκ των πραγμάτων αδυναμία μας να αγαπηθούμε. Είναι από την πληθώρα εκείνων που δεν έκανα ή δεν είπα, που με καίνε μια ζωή.
Γιωργία, μιας και σήμερα που γράφω είναι η εικοστή ογδόη Οχτώβρη, ακούω όπως κάθε χρόνο τέτια μέρα, ότι πρέπει να τιμούμε όσους έδωσαν τη ζωή τους για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι. Και η ψυχή μου γεμίζει περηφάνια που αν δεν σκοτώνονταν όσοι έλληνες σκοτώθηκαν το σαράντα, οι γερμανοί θα ήσαν σήμερα κύριοι Ευρώπης και Αμερικής! Και εμείς σκλαβωμένοι ακόμα! Τι αστεία πράγματα που μηχανεύονται οι άνθρωποι για να δικαιολογούν τις συμοεριφορές τους…
Μια φορά στη ζωή μου έχω πάει σε μπαρ. Αυτό ήτανε στη Θεσσαλονίκη. Είχα έναν συμμαθητή. Γούρας λεγότανε. Κάναμε παρέα. Ήτανε από τους τυχερούς-κατάφερε και έφυγε από τη Σχολή και συνέχισε σαν πολίτης την Ιατρική. Μια μέρα μου λέει: έχεις πάει ποτέ σε μπαρ; Όχι, του λέω. Πάμε; μου λέει. Και πήγαμε στο αμερικάνικο μπαρ κάπου στο Βαρδάρη. Μετρήσαμε πρώτα τα λεφτά μας ώστε να σταματήσουμε έγκαιρα το πιόμα και μπήκαμε μέσα. Ατμόσφαιρα πολιτισμένη για μπαρ. Μακριά από το τραπέζι μας, στη «μπάρα», καθότανε μια ωραία γυναίκα από κείνες που αν τις έβλεπες στο δρόμο θα θαύμαζες την ομορφιά της και θα σου γεννούσε το θαυμασμό με τη σοβαρότητά της και με το ντύσιμό της. Ο φίλος μου είπε στη γκαρσόνα να μας τη στείλει στο τραπέζι μας. Ήρθε. Λεγότανε, μας είπε, Γιασμίν. Κουβεντιάαμε για ώρα και για διάφορα πράγματα. Οι γνώσεις και η ευγένεια του λόγου της ταίριαζε με τα υπόλοιπα που είπα πιο πάνω γι αυτήν. Μορφωμένη και με άριστη συντακτικά και γραμματικά ομιλία. Πώς βρέθηκε άραγε εκεί; Οικονομικά αντέξαμε μέχρι που εκείνη ζήτησε να της παραγγείλουμε και τέταρτο ποτό. Τότε σηκωθήκαμε και φύγαμε αφού χαιρετίσαμε δεόντως την Γιασμίν.
Τις Κυριακές αν βγαίναμε έξω και αν είχαμε τα χρήματα για εισιτήριο, πηγαίναμε στον κινηματογράφο. Κάθε μήνα μου έστελναν από το σπίτι πενήντα δραχμές. Με αυτά τα χρήματα περνούσα το μηνα, δηλαδή έπαιρνα καμιά τυρόπιτα και αγόραζα τσιγάρα.
Στη Θεσσαλονίκη μέθυσα μια φορά. Ήμουν στο τελευταίο έτος της Ιατρικής. Πήγα με το φίλο μου Ματθαίο Θανάση σε ένα απόμερο ταβερνάκι που βρισκόταν πίσω από το Νεκροτομείο, όπου κάναμε το μάθημα της Ιατροδικαστικής. Ήπιαμε έξη καραφάκια ούζο συνοδεύοντάς το με ολίγο τζατζίκι! Φύγαμε πρωί μεθυσμένοι. Πηγαίνοντας προς τη Σχολή τρεις το πρωί και τρεκλίζοντας, σταθήκαμε κάτω από το παράθυρο της Φλοράνς και της κάναμε καντάδα παραποιώντας το «Νανίτα Νινέτα Νινόν κα Νανά…» σε «Φλορέτα Φλορίτα Φλωρόν και Φλοράνς…». Η Φλοράνς ήτανε η σποτονοικοκυράς μας για το δωμάτιο που είχαμε νοικιάσει στο σπιτι εκείνο για να έχουμε ένα μέρος να αλλάζουμε τα στρατιωτικά μας ρούχα με πολιτικά. Η Φλοράνς ήταν μεγάλης ηλικίας καλή γυναικα και που φαινόταν ότι στα νιάτα της θα ήταν πολύ όμορφη. Μας διηγόταν πολλά περιστατικά από τη ζωή της. Μας έλεγε μεταξύ άλλων ότι σε μια δεξίωση ο πρίγκηπας Αλέξανδρος ειχε πιεί σαμπάνια από το γοβάκι της.Την πιστεύαμε.
Είχα ένα φίλο συμφοιτητή πολίτη-όχι στρατιωτικό. Ήταν από την Καστοριά. Πήγαινα στο σπίτι του και βγαίναμε μαζί βόλτες. Είχα γνωρίσει μια κυρία από την Κομοτηνή και πηγαίναμε όταν αυτός έλειπε, στο σπίτι του φίλου μου, Σωτήρη τον λέγανε, που ήτανε στην πλατεία Ναυαρίνου και που ο Σωτήρης μου είχε δώσει τα κλειδιά του. Λίγο πριν χωρίσουμε με τη φίλη αυτή, έμαθα από την ίδια ότι όταν ήτανε στην Κομοτηνή (από εκεί καταγόταν), την φλέρταρε ο θείος μου ο Πότης, αδερφός της μητέρας μου. Εκείνη δεν υπέκυψε κι έτσι δεν είχα γίνει …αιμομίκτης…
Μια μέρα, αφού είχαμε αποχαιρετιστεί με τη φίλη μου και ενώ πήγαινα προς τη Σχολή, βλέπω μια ωραία γυναίκα στο δρόμο. Την πλησίασα,της μίλησα. Ήταν από τη Γιουγκοσλαβία. Πρόσεξα ότι κρατούσε μια ζακέτα στο δεξί της χέρι που δεν την μετανίκησε όσο περπατούσαμε, ούτε και όταν χρειάστηκε να χρησμοποιήσει για κάτι το δεξί της χέρι. Λίγο μετά πήγαμε στο σπίτι του φίλου μου από όπου είχα βγεί πριν μια ώρα και της πρόσφερα έναν καφέ. Τότε πρόσεξα ότι της έλειπε ο αντίχειρας του δεξιού της χεριού.Την επόμενη μέρα ο φίλος μου μου είπε ότι ο θυρωρός της πολυκατοικάς του, ήθελε να μάθει πώς και πήγα με δυο γυναίκες την ίδια μέρα στο σπίτι του. Για μέρες είχαμε «πλάκες», λέγοντας διάφορα στον καλό γεράκο-θυρωρό για να εξηγήσουμε το γεγονός. Γελούσε κι αυτός μαζί μας.
Ο φίλος μου ο Σωτήρης, πέθανε ενώ ήμουν στην Αμερική. Υπέφερε από οισοφαγική παλινδρόμηση για χρόνια. Ήταν ο πραγματικός μου αδερφός.
Καθημερικά περιστατικά μιας νεανικής ζωής.
Με το Σωτήρη είχαμε πάει σε ένα ζαχαροπλαστείο πολυτελείας και παραγγείλαμε καφέ. Ώσπου να έρθει ο καφές, ο Σωτήρης περιεργαζόταν τον κατάλογο. Μου λέει δες εδώ, και μου δείχνει το σημείο του κατάλογου που έγραφε: ψωμάκια. Βγάζει το στιλό του και το μι το κάνει λάμβδα. Γέλια. Μετά μου δείχνει δίπλα από τα «ψωμάκια» που έγραφε εντός παρενθέσεως «αρτίδια». Και κάνει το ταυ τους χί. Έτσι ήτανε ο Σωτήρης. Χρυσό παιδί, καλός φίλος, με καθαρό μυαλό, πλακατζής. Και δεν χάθηκε ο κόσμος επειδή έκανε ένα αστείο με το οποίο μάλιστα θα γέλασαν και όσοι μετά είδαν τον κατάλογο. Ο ιδιοκτήτης, όταν το είδε θα άλλαξε τον κατάλογο-μικρό το κακό. Ο Σωτληρης ζούσε τη ζωή όπως νόμιζε. Ήξερε τάχα ότι δεν θα είχε πολλή ζωή, πως δεν είχε περιθώρια να ζήσει για πολλά χρόνια όπως ήθελε;
Μιαν άλλη φορά, στο Συντριβάνι της Καμάρας, ένα αυτοκίνητο οδηγούμενο από μια γυναίκα παρά λίγο να μας πατήσει. Δε χάνει καιρό ο Σωτήρης-δεν έχω λόγο να πω γι αυτόν Θεος σχωρέστονε, σίγουρα βρίσκεται στον Παράδεισο-, «σιγά μωρή χαμούρα!», της κάνει. Γίνεται έξαλλη αυτή, σταματάει, κατεβαίνει, και βρισκόμστε στο αστυνομικό Τμήμα όλοι μαζί. Ο Σωτήρης να μη ζητάει συγνώμη όπως τον συμβούλεψε ο αστυνόμος, γιατί είχε δίκιο. Η κυρία να επιμένει να ζητάει ικανοποίηση, μισή ώρα παλεύαμε, ώσπου τελικά η γυναίκα είδε ότι δεν έχει να περιμένει συγνώμη, και μη θέλοντας να μπλέξει και στα δικαστήρια, υποχώρησε.
Ένα μεγάλο μέρος της περιόδου της Θεσσαλονίκης συνέπεσε με την περιβόητη οκταετία του Καραμανλή. Οι άγγλοι μας είχαν πια παραδώσει στους αμερικάνους, οι φασίστες με αρχηγό τον Καραμανλή κυβερνούσαν κλέβοντας, ο λαός ακόμα ζούσε τα τραύματα των πολέμων του. Ο Καραμανλής θεοποιήθηκε από τους δικούς του. Ήτανε μια ευκαιρία να αρχίσουν όλα από την αρχή στην Ελλάδα τώρα που όλα είχαν καταστραφεί. Ήτανε ευκαιρία να γίνει η Ελλάδα μια ευνομούμενη χώρα. Μα ποιος να γνιαστεί γι αυτό; Ο φαύλος κύκλος δούλεψε πάλι: πώς θα έχτιζαν μια σωστή Παδεία άνθρωποι που δεν είχαν παιδεία; Ποιοι άνθρωποι θα υποχρέωναν το λαό να υπακούει στους νόμους, να είναι συνεπής στις δοσοληψίες του, να φροντίζει για το καλό του τόπου, όταν οι κυβερνώντες έπρατταν τα εντελώς αντίθετα; Και όμως, οι οπαδοί της Δεξιάς θεωρούν ότι στην οκταετία η Ελλάδα έκανε μεγάλες προόδους κάτω από μια χρηστή διοίκηση! Μα και ένα παιδάκι να γινόταν ρωθυπουργός την εποχή εκείνη, τα ίδια με όσα «πέτυχε» ο Καραμανλής θα πετύχαινε κι αυτό. Η Ελλάδα είχε φτάσει στο ναδίρ της. Άλλο δεν γινότανε να πάει πιο κάτω. Φυσικό ήτανε να «προοδέψει». Για την «πρόοδό» της, χρησιμοποιήθηκαν όσα-λίγα-λεφτά έμειναν από την κλοπή του Καραμανλή και της παρέας του. Δηλαδή ο λαός που δεν είχε σπίτι άρχισε να χτίζει σπίτια, ο λαός για να φάει έσπερνε, για να μην κρυώνει έφτιαχνε ρούχα και παπούτσια. Από το μηδέν με άριστα το είκοσι, ο λαός έφτασε ως το δύο την Ελλάδα. Αυτή ήτανε η οκταετία του Καραμανλή.
Και μέσα σ’ αυτό το χάος ένας φοβισμένος μαθητής σε μια στρατιωτική Σχολή, πάσκιζε να επιβιώσει. Με άλλες λέξεις ένας ευαίσθητος, συναισθηματικός, αισθαντικός νεαρός, πάσκιζε να επιβιώσει μέσα στην πεζότητα, στον κυνισμό, στη σκληρότητα, στην ωμότητα.