Ν
ΝΟΜΑΣ
Εγώ λοιπόν Γιωργία, που κυριολεκτικά στύλωσα τα πόδια μου όταν ήμουν πέντε χρόνων και δεν ήθελα να πάω στον Παιδικό Σταθμό, και η μάνα μου με έσερνε ελπίζοντας να υπερισχύσει, και με έσερνε για τριάντα μέτρα ώσπου είδε κι απόειδε, εγώ που πήγα μια Κυριακή στο Κατηχητικό Σχολείο και που δεν δευτέρωσα, εγώ έμεινα για χρόνια μέσα σε μια Στρατιωτική Σχολή, όταν η φοίτηση σε αυτήν ήταν τότε ακόμα βάρβαρη, έχοντας να βαστάω δύο καρπούζια στην αμασκάλη-το στρατό και την ιατρική, που και τα δύο με απωθούσαν. Εκτός από τα ιατρικά μαθήματα, διάβαζα και βιβλία πολιτικά, φιλοσοφικά και ποίηση. Κρυφά όλα αυτά. Τότε διάβασα και το Κεφάλαιο του Μαρξ, το οποίο φύλαγα στο σπίτι του Σωτήρη.
Βγαίνοντας από τη Σχολή άρχισε η περιπλάνηση που στη στρατιωτική ορολογία λέγεται μεταθέσεις. Νομαδική ζωή για είκοσι χρόνια. Έτσι βρέθηκα σε διάφορες πόλεις κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου ζωής. Αθήνα, Ελευθερούπολη, Κομοτηνή, Χίο, Μυτιλήνη. Δεν προλάβαινες να βολευτείς σε ένα μέρος, ερχόταν η νέα μετάθεση.
Η στρατιωτική ζωή έξω από τη Σχολή δεν διέφερε πολύ από αυτήν της Σχολής. Μόνο που οι αλυσίδες της σκλαβιάς ήσαν τώρα μακρύτερες. Ίδια πρόσωπα και έξω από τη Σχολή, μάλιστα τώρα χωρίς την κάποια άμβλυνση της βιαιότητας του Στρατού που στη Σχολή έδινε η ιατρική, επειδή τώρα ο στρατιωτικός γιατρός είχε να κάνει με συναδέλφους αμιγώς στρατιωτικούς και επόμενα πιο δεμένους με τους τύπους του Στρατού και την πειθαρχία του. Και καθώς και στις ώρες τις εκτός στρατώνα ο στρατιωτικός δεν παύει να βρίσκεται εν υπηρεσία, δική μου ζωή δεν είχα. Ελεύθερες, δικές μου ώρες δεν χάρηκα. Αυτός είναι ο λόγος που αν ήθελα να ζήσω έπρεπε να ζήσω από τις ζωές των άλλων. Και αυτό έκανα και στο στρατό μέσα, αλλά και όταν αποστρατεύτηκα, μέχρι και σήμερα. Επειδή όποτε αποφάσιζα να συνδιαλαγώ με τους ανθρώπους, ενώ το έκανα πηγαίνοντας προς αυτούς ανοιχτός τελείως, με καθαρή καρδιά, με ντόμπρα διάθεση, ανυστερόβουλα, γρήγορα έμαθα ότι αυτός ο τρόπος συμπεριφοράς που ακολουθούσα δεν έχει καμία ελπίδα επιτυχίας. Και όχι πως ήτανε κάποιου είδους προμελετημένη τακτική αυτή μου η διαγωγή, ήταν απλά η διάθεσή μου για ανθρώπινη επικοινωνία, χωρίς να επιδιώκει κανενός είδους όφελος παρά μόνο την ικανοποίηση της έμφυτης σε όλους τους ανθρώπους επιθυμίας για επικοινωνία με όντα του είδους του. Έμαθα όμως με τον καιρό πως πηγαίνοντας έτσι κανείς στους ανθρώπους, μοιάζει σαν να πηγαίνει στον Βόρειο Πόλο ντυμένος με ανοιξιάτικα ρούχα ή σαν όπως ο ποντικός πηγαίνει προς τη γάτα. Παγωνιά και επικινδυνότητα ήταν ό,τι αποκόμιζα από την αντίδραση των άλλων κάθε φορά που τους πλησίαζα. Πιστεύω ότι δεν μου φέρονταν έτσι οι άνθρωποι επειδή είναι «κακοί», αλλά επειδή έχουν μάθει με τον καιρό πως όποιος άνθρωπος τους πλησιάζει, τους πλησιάζει με υστεροβουλία.
Όταν το κατάλαβα θα έπρεπε να διορθώσω κι εγώ τη συμπεριφορά μου και να πηγαίνω στους ανθρώπους μόνο για να κερδίσω κάτι από αυτούς. Δεν τα κατάφερα. Μου ήταν και μου είναι αδύνατο να πλησιάσω άνθρωπο για να του πάρω κάτι, έξω από τη χαρά που θα νιώθαμε και οι δύο για μια ωραία συζήτηση ή απλά από μια συνάντηση. Αλλά μου είναι και αδιανόητο, όταν δω άνθρωπο να με πλησιάζει, να σκεφτώ ότι έρχεται κοντά μου για να με βλάψει με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Μέχρις αποδείξεως του εναντίου, θεωρώ ότι έρχεται κοντά μου αθώα και ανυστερόβουλα. Όταν όμως αποδειχτεί το εναντίον, έχει χαθεί μαζί και η ικανότητά μου να διαχειριστώ το θέμα που δημιουργήθηκε, επειδή είναι τόσο μεγάλη η απογοήτευση που μου προκαλεί η καινούργια κάθε φορά εξαπίνης κατάληψή μου.
Μη όντας λοιπόν προετοιμασμένος για μια άσχημη συμπεριφορά απέναντί μου των ανθρώπων οι οποίοι έρχονται σε επαφή μαζί μου, αιφνιδιάζομαι κάθε φορά από τη στάση τους, με αποτέλεσμα να φεύγω σαν να είμαι φταίχτης-σαν πράγματι αυτοί να είδαν σε μένα μια ιδιοτέλεια, έναν καιροσκοπισμό. Στην αρχή προσπαθούσα να εξηγήσω το αγαθό της προσέγγισής μου, να τους πω ότι έκαναν λάθος, πως δεν ζητώ τίποτε από αυτούς. Μάταιος κόπος, που μάλιστα επιβάρυνε την θέση μου απέναντί τους. Και έφευγα από αυτούς σαν πραγματικός ένοχος για ό,τι υπολόγιζαν πως τους πλησίαζα.
Και πάντοτε, ύστερα από κάθε τέτοιο περιστατικό, λες και μια βροχή ξεπλένει κάθε προηγούμενη παρεξηγημένη από αυτούς συνάντησή μου μαζί τους, πάντοτε λέω, πλησιάζω τους ανθρώπους ακόμα και σήμερα σαν να έχω την ιδέα ότι όλα έχουν αλλάξει στην ανθρωπότητα και οι άνθρωποι δεν θα παρεξηγήσουν το πλησίασμά μου προς αυτούς. Από την άλλη όμως μια κάποια αντίστροφη παρόρμηση, θρεμμένη με τα χρόνια, με έχει κάνει με τον καιρό να περιορίζω τις επαφές μου με τους ανθρώπους στις άκρως απαραίτητες, και μάλιστα όταν τώρα τους πλησιάζω, να ξέρω τι με περιμένει, αν και χωρίς πάλι να είμαι έτοιμος να το αντιμετωπίσω.
Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που με έχει κάνει να μην έχω δική μου ζωή, να κλείνομαι στον εαυτό μου και να ζω με τις ζωές των άλλων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι γίνομαι κισσός, και περιπλέκομαι γύρω τους. Όχι. Μένω σε μια απόσταση από αυτούς τέτοια που να τους ακούω, να τους βλέπω κάποτε, να μυρίζομαι, χωρίς να τους εμποδίζω καθόλου στη ζωή τους και τις περισσότερες φορές χωρίς να γίνομαι καθόλου αντιληπτός από αυτούς.
Μου αρκεί αυτό. Συνήθως ζω από τους ανθρώπους που ζουν σε διπλανά διαμερίσματα από το δικό μου. Νιώθω ότι είμαι ζωντανός όταν ακούω τους θορύβους που κάνουν, τις ομιλίες τους, όταν τους βλέπω στις σκάλες η στο ασανσέρ. Γιορτάζω με τις γιορτές τους, λυπάμαι με τις λύπες τους. Αυτοί δεν ξέρουν αυτό που αντιπροσωπεύουν για μένα, ούτε και ποτέ τους το λέω. Με ζουν χωρίς να το ξέρουν. Και όποτε τυχαία έρθω σε άμεση επαφή μαζί τους, προσπαθώ να δείχνω ένας ουδέτερος και τυπικός γείτονας, που κοιτάει τη ζωή του χωρίς να ενοχλεί κανέναν.
Να μιλήσω για την νομαδική ζωή μου; Εξωτερικά ήταν ίδια με όλων των συναδέλφων. Δουλειά πρωί πρωί, καμιά έξοδος τις Κυριακές, άδεια το καλοκαίρι. Και μιας και μιλάω για άδεια, ποτέ στη ζωή μου δεν πήγα κάπου για διακοπές. Κάθε χρόνο βλέπω μόνο στην τηλεόραση να φεύγουν καραβάνια αδειούχων για τα νησιά, και να φρακάρουν αυτοκίνητα στα διόδια σχηματίζοντας ουρές χιλιομέτρων. Αλλά μ΄αυτά που βλέπω, ζήτημα είναι αν θα πήγαινα για διακοπές και αν ακόμα είχα τα χρήματα που απαιτούνταν γι αυτό.
Οι βαθμοί στη στρατιωτική ζωή έρχονται μόνοι τους. Ο Αϊνστάιν είπε μια φορά όταν τον ρώτησαν τι ιδέα έχει για τους αξιωματικούς: «δεν ξέρω, ξέρω όμως ότι αν βάλεις σε ένα γαϊδούρι ένα αστέρι, σε λίγα χρόνια θα έχει πέντε αστέρια.» Έτσι και σε μένα έρχονταν οι προαγωγές.
Χρόνια γεμάτα με υποχρεώσεις, με τρεξίματα, με αλλαγή Μονάδων και Διοικητών κάθε τόσο, ομονόηση ή διαπληκτισμοί μεταξύ συναδέλφων.
Έγινα χειρουργός. Υπηρέτησα σε διάφορες πόλεις και Μονάδες.
Και ενώ εγώ εργαζόμουν κλεισμένος μέσα σε ένα στρατόπεδο κάθε φορά, έξω η ζωή άλλαζε, η τεχνική πρόοδος έκανε άλματα, οι άνθρωποι πασκίζοντας να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο που τους έκλεψε ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (που στην Ελλάδα ακολουθήθηκε από τον Εμφύλιο Πόλεμο) είχαν αρχίσει να αφηνιάζουν. Άνθρωποι είχαν σταλθεί στο φεγγάρι, δορυφόροι είχαν αρχίσει να διασχίζουν τον ουρανό. Ο κόσμος άλλαζε αφήνοντάς με ήσυχον στην μέσω των άλλων ζωή μου.
Την περίοδο αυτή, του νομάδος, περίπου εικοσαετή όπως σου είπα και πιο πάνω, έζησα και τη δικτατορία.
Κατά τη διάρκειά της οι άνθρωποι δεν μιλούσαν. Κοίταζαν τις δουλειές τους. Έξω ο Παπανδρέου ετοίμαζε την φανφαρόνικη επάνοδό του, μέσα μερικοί καιροσκόποι έβαζαν γκαζάκια εδώ κι εκεί, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για να κυβερνήσουν όταν η δικτατορία πέσει. Η Αμερική στήριζε, οι δυτικές χώρες λούφαζαν, το πολύ φιλοξενώντας κανέναν «δημοκράτη» φυγάδα. Στην ουσία όλοι περίμεναν πότε θα πέσει ώριμο το φρούτο της δικτατορίας για να θριαμβολογήσουν ότι το έριξαν και για να καλύψουν την κενή θέση της στην εξουσία ή, οι ξένοι, για να επωφεληθούν από αυτήν. Όσο για μένα, η δικτατορία λες έγινε για να με κάνει να κρύβω με μεγαλύτερη προσοχή την ιδεολογία μου, από το φόβο μήπως οι δικτάτορες θα αποφάσιζαν να «ξεκαθαρίσουν» και το Στρατό από πιθανά αντίθετους.
Κατά τη γνώμη μου η δικτατορία δεν χρειάζονταν. Οι έλληνες πολιτικοί, πειθήνια πάντοτε όργανα των εκάστοτε ισχυρών, θα υποτάσσονταν χωρίς πολλά στη θέλησή τους. Η δικτατορία έγινε για να μην ασχοληθούν οι ισχυροί ούτε καν κουβεντιάζοντας με την Ελλάδα-έβαλαν τους ανθρώπους τους να κάνουν αυτό που ήθελαν χωρίς περιττές κουβέντες.
Όταν οι αμερικάνοι γεωπόνοι αποφάσισαν ότι το φρούτο ωρίμασε, μεταβίβασαν την πληροφορία στους νέους δικούς τους-τους παπαντρεϊκούς και εκείνοι μπήκαν στο Πολυτεχνείο αρχηγοί, συμπαρασύροντας μαζί τους και τους κουτούς «δημοκράτες» και «πατριώτες», εγγράφοντας έτσι υποθήκες για μέλλουσα κυριαρχία τους στο πάντοτε ξέφραγο αμπέλι που λέγεται Ελλάδα. Οι αμερικάοι δεν είναι χαζοί. Ξέρουν να κουμαντάρουν τα πράγματα. Όταν βλέπουν ότι ο λαός της Ελλάδας δεν είναι ευχαριστημένος με κάποιον πρωθυπουργό του ναι ότι θέλει να τον αλλάξει με κάποιον συγκεκριμένον άλλο, δεν ασχολούνται με τον ελληνικό λαό. Πιάνουν τον καινούργιο πολιτικό που οι έλληνες επιθυμούν να έχουν, τον ρυθμίζουν σύμφωνα με τις επθυμίες τους, οαι τον κάνουν πρωθυπουργο.
Και εγώ σε όλα αυτά απλός θεατής. Αδύναμος και άτολμος να επιχειρήσω μια έξοδο, ανίκανος να κερδίσω τα προς το ζην χωρίς ένα μισθό, ζούσα με τον εαυτό μου, τον μόνο σίγουρο συμπαραστάτη μου. Ζούσα χωρίς να χρησιμοποιώ τις κουμουνιστικές μου πεποιθήσεις για καλό ούτε και για κακό. Που σημαίνει απλώς υπήρχα. Μερικοί ομοϊδεάτες ήξεραν μόνο τις πεποιθήσεις μου και κάποτε τις συζητούσα μαζί τους. ΄Ήμουν το ασχημόπαπο που δεν βρήκε τους αληθινούς του γονείς. Μόνο όταν πήρα μετάθεση για τη Μυτιλήνη σαν διοικητής Μονάδας, «ανοίχτηκα» στους στρατιώτες μου, που όλοι τους ήσαν κουμουνιστές, επειδή εκεί, στο «κόκκινο νησί», στέλνονταν οι κουμουνιστές στρατιώτες. Σ’ αυτό το «ξάνοιγμά» μου συνέβαλε και το γεγονός ότι είχε πριν λίγο φτιάξει κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, χωρίς βέβαια ακόμα να έχει και την εξουσία. Είχα υπό τις διαταγές μου και ένα δόκιμο γιατρό, μετέπειτα βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, που τα λέγαμε. Εκεί γνώρισα και τον Δημήτρη Βουνάτσο, που τρωγοπίναμε μαζί τα βραδάκια και είχαμε πολύωρες συζητήσεις μέχρι πρωίας. Με εντυπωσίαζαν οι άκρως επαναστατικές του ιδέες, και το ξάστερο μυαλό του, που και τα δυο ήσαν στο ζενίθ τους την περίοδο εκείνη. Εκτός από αυτό, είχα δεθεί με τους στρατιώτες τόσο, που με καλούσαν στα φαγοπότια τους τα εκτός Μονάδος σαν καλό τους φίλο. Ο ταξίαρχος, ο αρχαιότερος αξιωματικός του νησιού, έλεγε όταν έφυγα από εκεί ότι «είχα κάνει τη Μονάδα μου γιάφκα». Ο μόνος τίτλος που μετράει για μένα. Θα μπορούσα να σου γράψω πολλά για την περίοδο εκείνη, μα πού χρόνος.
Την περίοδο του Πολυτεχνείου υπηρετούσα στην Αθήνα και περνούσα κάθε μέρα από μπροστά του πηγαίνοντας στη δουλειά. Τις μέρες εκείνες είχαμε πάρει τη διαταγή να μη φοράμε τη στολή αλλά να κυκλοφορούμε με πολιτικά για να μην γίνουμε στόχος των «επαναστατών».
Μου είχε περάσει η ιδέα να μπω στο Πολυτεχνείο. Το σκεφτόμουν σοβαρά. Ευτυχώς δεν το έκανα γιατί αργότερα θα με θεωρούσαν και μένα σαν έναν από κείνους που κατάστρεψαν την Ελλάδα, αν εν τω μεταξύ εγώ, βλέποντας την κατάντια του ΠΑΣΟΚ δεν είχα αποχωρήσει καταγγέλοντάς το από τις κλίκες του.
Μετά την πτώση της δικτατορίας οι πολιτικοί κάλεσαν τον Καραμανλή, που ήταν ο αίτιος της δικτατορίας, να κυβερνήσει την Ελλάδα, συνεχίζοντας το έργο του της οκταετίας. Μετά από αυτόν οι αμερικάνοι μας έφεραν τον αμερικανόδουλο Αντρέα Παπανδρέου, που έκανε «αντίσταση» έξω ως τότε, το γιο του άλλου Παπανδρέου, του Γεωργίου, του «κουμουνιστοφάγου», που αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο παράδωσε την Ελλάδα αλυσοδεμένη και αιμόφυρτη στους εγγλέζους.
Ο Αντρέας Παπανδρέου άρχισε να σκορπίζει το χρήμα που ερχόταν από την Ευρώπη σε δικούς του, για να καυχηθεί, λες και αυτό ήταν καλό για τον τόπο, ότι πέτυχε το χρήμα να αλλάξει χέρια, δηλαδή να πάει στους φίλους του, αφήνοντας έτσι τους «αντίθετους» φτωχούς. Ως για τις ανισότητες τις πέραν των οικονομικών (κοινωνικές, εκπαιδευτικές, Υγείας, πνευματικές), σε αυτές έφερε πράγματι την ισότητα, κόβοντας ό,τι υπερείχε έτσι, ώστε όλα να ισοϋψήσουν προς τα κάτω.
Όταν βγήκα από τη Σχολή, νεαρός γιατρός, πληρωνόμουν με μισθό που δεν έφτανε να ζήσω. Για το λόγο αυτό πήγα και εργάστηκα τα απογεύματα σαν εφημερεύων σε μια Κλινική, του Κοέν, στην Αθήνα, πίσω από το Θησείο. Αργότερα εργάστηκα στην Κλινική του Θωμά, στο Περιστέρι. Ήταν η πρώτη φορά που ήμουν υπεύθυνος για το περιστατικό που θα ερχόταν στην Κλινική. Να είσαι για πρώτη φορά υπεύθυνος για κάποιον άρρωστο, που σημαίνει να είσαι υπεύθυνος για τη ζωή του! Απορώ πώς αντέχει ένας οργανισμός σε τέτοιο άγχος, στο βάρος μιας τόσο τρομερής ευθύνης. Και τότε, και σε μετέπειτα παρόμοιες περιστάσεις.
Γιατρός ναι, να γίνεται κανείς, όμως να εκπαιδεύεται σωστά και όχι να ρίχνεται στην αρένα έχοντας μόνο διαβάσει περί ταύρων και ταυρομαχιών. Και προπάντων να του αρέσει το επάγγελμά του. Και, κύρια, να έχει θητεύσει για ένα εξάμηνο δίπλα σε έναν πεπειραμένον στα έκτακτα γιατρό. Δεν χρειάστηκε να αντιμετωπίσω κάποιο άγνωστο και επείγον περιστατικό την περίοδο της δουλειάς μου στις Κλινικές αυτές. Εκείνο που συνέβη σε κάποια απ΄αυτές τις Κλινικές είναι που κάποιος μου έφαγε ένα χιλιάρικο. Πώς-μια νοσοκόμα με παρακάλεσε μια μέρα να κάνω κάτι ενέσεις σε κάποιον της γνωστό. Ο γνωστός ερχόταν μέρα παρ’ ημέρα. Μια μέρα μου λέει, γιατρέ, θα μου κάνεις μια χάρη; Επειδή ξέχασα τα λεφτά μου στο σπίτι θα μου δώσεις να πάρω ένα ταξί για το σπίτι και θα σου το φέρω μεθαύριο; Ψιλά δεν είχα γιατί είχα πληρωθεί εκείνη την ημέρα τρεις χιλιάδες δραχμές, και δεν είχα χρειαστεί να ψωνίσω κάτι, κανείς δεν μας χάλασε χιλιάρικο, έτσι του το έδωσα ολόκληρο. Δεν τον ξανάδα. Δεν θύμωσα, θαύμασα μάλιστα τον τρόπο με τον οποίο με κορόιδεψαν νοσοκόμα και «γνωστός» της. Και έμαθα να προσέχω περισσότερο.
Μια Κυριακή την περίοδο εκείνη, που βρισκόμουν στο Χαϊδάρι, νεαρός εγώ, δεν θυμάμαι υπό ποιες συνθήκες, γνώρισα την βοηθό (σύντροφο να την πω; υπηρέτρια;) της Βέμπο. Θα ήταν γύρω στα πενήντα υπολόγισα. Ψηλή, παχουλή, ξανθή, επιθυμητή. Το βράδυ της ίδιας ημέρας εκείνης βαδίζοντας βρεθήκαμε έξω από το Δαφνί. Και ακουμπισμένοι στον τοίχο του, κάναμε αυτό που κάνουν οι άνθρωποι συνήθως στο κρεβάτι. Το ίδιο βράδυ αποχαιρετιστήκαμε και δεν ιδωθήκαμε πάλι.
Μία από τις ελάχιστες γυναίκες που γνώρισα. Η εποχή μου όταν ακόμα ήμουν μαθητής γυμνασίου, ήταν η εποχή όπου αν κάποιο αγόρι ακουμπούσε το χέρι μιας κοπέλας, καυχιόταν γι αυτό στους φίλους του κι αυτοί τον κοίταζαν με ζήλια. Η κατάσταση ολυ λίγο είχε αλλάξει και την επόμενη δεκαετία, μάλιστα για κάποιους που ο κύκλος τους ήτανε κλειστός και περιλάμβανε μαντραχαλάδες στρατιώτες και αξιωματικούς όπως αυτοί οι ίδιοι. Χωριστά από γυναίκες στο Γυμνάσιο (τότε εξατάξιο), χωριστά από γυναίκες από την είσοδο στη Σχολή και ύστερα, και λόγω της φύσεως της δουλειάς, υποχρεωτική συμβίωση με αντρικό πληθυσμό μόνον. Αν συνυπολογίσει κανείς και τον κλειστό και ντροπαλό χαρακτήρα μου, άθλος ή τύχη ήταν η εκπλήρωση από μένα του όρου που η Φύση είχε θέσει στους ανθρώπους για να τους αφήνει να ζουν.
Η σεξουαλική επανάσταση που έγινε τη δεκαετία του εβδομήντα στην Αμερική, ήταν κι αυτή ένα από τα «κατορθώματα» του ανθρώπου από κείνα που έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία στη ζωή των ανθρώπων, απαιτώντας από αυτούς ή να τον γνωρίσουν γρήγορα γρήγορα και να τον εκμεταλλευτούν, ή να συνεχίσουν να μένουν πίσω από το καινούργιο που αυτός έφερνε. Για να γνωρίσεις και να εκμεταλλευτείς όμως έναν τόσο επιθυμητό κεραυνό, αν και ήταν ο προσδοκώμενος από τα πλήθη των ανέραστων όπου γης αντρών, απαιτούνταν δύο παράγοντες. Πρώτα να επιθυμούσαν αυτό και τα θήλεα, προς τα οποία, όπως και προς τα άρρενα απευθύνονταν. Ύστερα έπρεπε να καμφθούν οι παραδοσιακές όσο και αρρωστημένες, γερά όμως ριζωμένες συνήθειες μιας γενιάς που μ’ αυτές ανατράφηκες. Και με τη σειρά τους αυτά προϋπέθεταν ένα λαό αμερικάνικο, νικητή του πολέμου, ιλιγγιωδώς αναπτυσσόμενο, με σπαργώντα μέσα του όλα τα σπέρματα των ευχάριστων καταστάσεων και με όλα τα εφόδια για το αυτόματο της αποδοχής και για το μεγάλωμα, το άπλωμα και το βάθαιμα του ποθητού καινούργιου. Στη ψωροκώσταινα, που τηνκατοικούσαν έλληνες και όχι αμερικάνοι, αυτές οι προϋποθέσεις ήσαν ανύπαρκτες. Το «having a good time», ψωμοτύρι των αμερικανών και κυρίως των αμερικανίδων από τότε, μετά από δεκαετίες μόνον έγινε στην Ελλάδα μια ευχή, κι εκείνη προς τρίτους απευθυνόμενη-«καλά να περάστε».
Έχω τη γνώμη ότι δεν είναι η δόξα η επιδίωξη των ασχολούμενων με τα κοινά και επιδιωκόντων την ηγεσία ενός κόμματος ή μιας κυβέρνησης. Ο σκοπός τους είναι η σεξουαλική ικανοποίηση που τους δίνει η θέση τους όταν την αποκτήσουν. Πλήρης απόλαυσις. Διατάζουν ή μάλλον διατυπώνουν μία επιθυμία και αυτόματα αυτή εκπληρώνεται από τους κατάλληλους γι αυτό αυλικούς. Και αποδεικνύεται αυτό από όσα μαθεύονται για τους ηγέτες όταν αυτοί πια έχουν λείψει. Γιατί όσο ζούσαν κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει γι αυτά. Τότε μαθεύεται ότι ο τάδε έτσι, ο δείνα έτσι.
Μήπως όμως πράγματι επιθυμούν τη δόξα οι ηγέτες; Ας ρωτήσουμε τους ίδιους. Κύριε Μάο, θα είχατε την καλοσύνη να μας πείτε αν σας δινόταν η εξουσία με όλα της τα πλούτη και τη φήμη-δόξα, χωρίς όμως την ικανότητα να απολαμβάνετε τις μικρές μικρές κοπελίτσες που απολαμβάνατε, θα την αποδεχόσασταν; Κύριε Κάστρο… κύριε Τσένγκις Χαν… κύριε… κύριε…
ΝΟΜΑΣ
Εγώ λοιπόν Γιωργία, που κυριολεκτικά στύλωσα τα πόδια μου όταν ήμουν πέντε χρόνων και δεν ήθελα να πάω στον Παιδικό Σταθμό, και η μάνα μου με έσερνε ελπίζοντας να υπερισχύσει, και με έσερνε για τριάντα μέτρα ώσπου είδε κι απόειδε, εγώ που πήγα μια Κυριακή στο Κατηχητικό Σχολείο και που δεν δευτέρωσα, εγώ έμεινα για χρόνια μέσα σε μια Στρατιωτική Σχολή, όταν η φοίτηση σε αυτήν ήταν τότε ακόμα βάρβαρη, έχοντας να βαστάω δύο καρπούζια στην αμασκάλη-το στρατό και την ιατρική, που και τα δύο με απωθούσαν. Εκτός από τα ιατρικά μαθήματα, διάβαζα και βιβλία πολιτικά, φιλοσοφικά και ποίηση. Κρυφά όλα αυτά. Τότε διάβασα και το Κεφάλαιο του Μαρξ, το οποίο φύλαγα στο σπίτι του Σωτήρη.
Βγαίνοντας από τη Σχολή άρχισε η περιπλάνηση που στη στρατιωτική ορολογία λέγεται μεταθέσεις. Νομαδική ζωή για είκοσι χρόνια. Έτσι βρέθηκα σε διάφορες πόλεις κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου ζωής. Αθήνα, Ελευθερούπολη, Κομοτηνή, Χίο, Μυτιλήνη. Δεν προλάβαινες να βολευτείς σε ένα μέρος, ερχόταν η νέα μετάθεση.
Η στρατιωτική ζωή έξω από τη Σχολή δεν διέφερε πολύ από αυτήν της Σχολής. Μόνο που οι αλυσίδες της σκλαβιάς ήσαν τώρα μακρύτερες. Ίδια πρόσωπα και έξω από τη Σχολή, μάλιστα τώρα χωρίς την κάποια άμβλυνση της βιαιότητας του Στρατού που στη Σχολή έδινε η ιατρική, επειδή τώρα ο στρατιωτικός γιατρός είχε να κάνει με συναδέλφους αμιγώς στρατιωτικούς και επόμενα πιο δεμένους με τους τύπους του Στρατού και την πειθαρχία του. Και καθώς και στις ώρες τις εκτός στρατώνα ο στρατιωτικός δεν παύει να βρίσκεται εν υπηρεσία, δική μου ζωή δεν είχα. Ελεύθερες, δικές μου ώρες δεν χάρηκα. Αυτός είναι ο λόγος που αν ήθελα να ζήσω έπρεπε να ζήσω από τις ζωές των άλλων. Και αυτό έκανα και στο στρατό μέσα, αλλά και όταν αποστρατεύτηκα, μέχρι και σήμερα. Επειδή όποτε αποφάσιζα να συνδιαλαγώ με τους ανθρώπους, ενώ το έκανα πηγαίνοντας προς αυτούς ανοιχτός τελείως, με καθαρή καρδιά, με ντόμπρα διάθεση, ανυστερόβουλα, γρήγορα έμαθα ότι αυτός ο τρόπος συμπεριφοράς που ακολουθούσα δεν έχει καμία ελπίδα επιτυχίας. Και όχι πως ήτανε κάποιου είδους προμελετημένη τακτική αυτή μου η διαγωγή, ήταν απλά η διάθεσή μου για ανθρώπινη επικοινωνία, χωρίς να επιδιώκει κανενός είδους όφελος παρά μόνο την ικανοποίηση της έμφυτης σε όλους τους ανθρώπους επιθυμίας για επικοινωνία με όντα του είδους του. Έμαθα όμως με τον καιρό πως πηγαίνοντας έτσι κανείς στους ανθρώπους, μοιάζει σαν να πηγαίνει στον Βόρειο Πόλο ντυμένος με ανοιξιάτικα ρούχα ή σαν όπως ο ποντικός πηγαίνει προς τη γάτα. Παγωνιά και επικινδυνότητα ήταν ό,τι αποκόμιζα από την αντίδραση των άλλων κάθε φορά που τους πλησίαζα. Πιστεύω ότι δεν μου φέρονταν έτσι οι άνθρωποι επειδή είναι «κακοί», αλλά επειδή έχουν μάθει με τον καιρό πως όποιος άνθρωπος τους πλησιάζει, τους πλησιάζει με υστεροβουλία.
Όταν το κατάλαβα θα έπρεπε να διορθώσω κι εγώ τη συμπεριφορά μου και να πηγαίνω στους ανθρώπους μόνο για να κερδίσω κάτι από αυτούς. Δεν τα κατάφερα. Μου ήταν και μου είναι αδύνατο να πλησιάσω άνθρωπο για να του πάρω κάτι, έξω από τη χαρά που θα νιώθαμε και οι δύο για μια ωραία συζήτηση ή απλά από μια συνάντηση. Αλλά μου είναι και αδιανόητο, όταν δω άνθρωπο να με πλησιάζει, να σκεφτώ ότι έρχεται κοντά μου για να με βλάψει με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Μέχρις αποδείξεως του εναντίου, θεωρώ ότι έρχεται κοντά μου αθώα και ανυστερόβουλα. Όταν όμως αποδειχτεί το εναντίον, έχει χαθεί μαζί και η ικανότητά μου να διαχειριστώ το θέμα που δημιουργήθηκε, επειδή είναι τόσο μεγάλη η απογοήτευση που μου προκαλεί η καινούργια κάθε φορά εξαπίνης κατάληψή μου.
Μη όντας λοιπόν προετοιμασμένος για μια άσχημη συμπεριφορά απέναντί μου των ανθρώπων οι οποίοι έρχονται σε επαφή μαζί μου, αιφνιδιάζομαι κάθε φορά από τη στάση τους, με αποτέλεσμα να φεύγω σαν να είμαι φταίχτης-σαν πράγματι αυτοί να είδαν σε μένα μια ιδιοτέλεια, έναν καιροσκοπισμό. Στην αρχή προσπαθούσα να εξηγήσω το αγαθό της προσέγγισής μου, να τους πω ότι έκαναν λάθος, πως δεν ζητώ τίποτε από αυτούς. Μάταιος κόπος, που μάλιστα επιβάρυνε την θέση μου απέναντί τους. Και έφευγα από αυτούς σαν πραγματικός ένοχος για ό,τι υπολόγιζαν πως τους πλησίαζα.
Και πάντοτε, ύστερα από κάθε τέτοιο περιστατικό, λες και μια βροχή ξεπλένει κάθε προηγούμενη παρεξηγημένη από αυτούς συνάντησή μου μαζί τους, πάντοτε λέω, πλησιάζω τους ανθρώπους ακόμα και σήμερα σαν να έχω την ιδέα ότι όλα έχουν αλλάξει στην ανθρωπότητα και οι άνθρωποι δεν θα παρεξηγήσουν το πλησίασμά μου προς αυτούς. Από την άλλη όμως μια κάποια αντίστροφη παρόρμηση, θρεμμένη με τα χρόνια, με έχει κάνει με τον καιρό να περιορίζω τις επαφές μου με τους ανθρώπους στις άκρως απαραίτητες, και μάλιστα όταν τώρα τους πλησιάζω, να ξέρω τι με περιμένει, αν και χωρίς πάλι να είμαι έτοιμος να το αντιμετωπίσω.
Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που με έχει κάνει να μην έχω δική μου ζωή, να κλείνομαι στον εαυτό μου και να ζω με τις ζωές των άλλων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι γίνομαι κισσός, και περιπλέκομαι γύρω τους. Όχι. Μένω σε μια απόσταση από αυτούς τέτοια που να τους ακούω, να τους βλέπω κάποτε, να μυρίζομαι, χωρίς να τους εμποδίζω καθόλου στη ζωή τους και τις περισσότερες φορές χωρίς να γίνομαι καθόλου αντιληπτός από αυτούς.
Μου αρκεί αυτό. Συνήθως ζω από τους ανθρώπους που ζουν σε διπλανά διαμερίσματα από το δικό μου. Νιώθω ότι είμαι ζωντανός όταν ακούω τους θορύβους που κάνουν, τις ομιλίες τους, όταν τους βλέπω στις σκάλες η στο ασανσέρ. Γιορτάζω με τις γιορτές τους, λυπάμαι με τις λύπες τους. Αυτοί δεν ξέρουν αυτό που αντιπροσωπεύουν για μένα, ούτε και ποτέ τους το λέω. Με ζουν χωρίς να το ξέρουν. Και όποτε τυχαία έρθω σε άμεση επαφή μαζί τους, προσπαθώ να δείχνω ένας ουδέτερος και τυπικός γείτονας, που κοιτάει τη ζωή του χωρίς να ενοχλεί κανέναν.
Να μιλήσω για την νομαδική ζωή μου; Εξωτερικά ήταν ίδια με όλων των συναδέλφων. Δουλειά πρωί πρωί, καμιά έξοδος τις Κυριακές, άδεια το καλοκαίρι. Και μιας και μιλάω για άδεια, ποτέ στη ζωή μου δεν πήγα κάπου για διακοπές. Κάθε χρόνο βλέπω μόνο στην τηλεόραση να φεύγουν καραβάνια αδειούχων για τα νησιά, και να φρακάρουν αυτοκίνητα στα διόδια σχηματίζοντας ουρές χιλιομέτρων. Αλλά μ΄αυτά που βλέπω, ζήτημα είναι αν θα πήγαινα για διακοπές και αν ακόμα είχα τα χρήματα που απαιτούνταν γι αυτό.
Οι βαθμοί στη στρατιωτική ζωή έρχονται μόνοι τους. Ο Αϊνστάιν είπε μια φορά όταν τον ρώτησαν τι ιδέα έχει για τους αξιωματικούς: «δεν ξέρω, ξέρω όμως ότι αν βάλεις σε ένα γαϊδούρι ένα αστέρι, σε λίγα χρόνια θα έχει πέντε αστέρια.» Έτσι και σε μένα έρχονταν οι προαγωγές.
Χρόνια γεμάτα με υποχρεώσεις, με τρεξίματα, με αλλαγή Μονάδων και Διοικητών κάθε τόσο, ομονόηση ή διαπληκτισμοί μεταξύ συναδέλφων.
Έγινα χειρουργός. Υπηρέτησα σε διάφορες πόλεις και Μονάδες.
Και ενώ εγώ εργαζόμουν κλεισμένος μέσα σε ένα στρατόπεδο κάθε φορά, έξω η ζωή άλλαζε, η τεχνική πρόοδος έκανε άλματα, οι άνθρωποι πασκίζοντας να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο που τους έκλεψε ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (που στην Ελλάδα ακολουθήθηκε από τον Εμφύλιο Πόλεμο) είχαν αρχίσει να αφηνιάζουν. Άνθρωποι είχαν σταλθεί στο φεγγάρι, δορυφόροι είχαν αρχίσει να διασχίζουν τον ουρανό. Ο κόσμος άλλαζε αφήνοντάς με ήσυχον στην μέσω των άλλων ζωή μου.
Την περίοδο αυτή, του νομάδος, περίπου εικοσαετή όπως σου είπα και πιο πάνω, έζησα και τη δικτατορία.
Κατά τη διάρκειά της οι άνθρωποι δεν μιλούσαν. Κοίταζαν τις δουλειές τους. Έξω ο Παπανδρέου ετοίμαζε την φανφαρόνικη επάνοδό του, μέσα μερικοί καιροσκόποι έβαζαν γκαζάκια εδώ κι εκεί, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για να κυβερνήσουν όταν η δικτατορία πέσει. Η Αμερική στήριζε, οι δυτικές χώρες λούφαζαν, το πολύ φιλοξενώντας κανέναν «δημοκράτη» φυγάδα. Στην ουσία όλοι περίμεναν πότε θα πέσει ώριμο το φρούτο της δικτατορίας για να θριαμβολογήσουν ότι το έριξαν και για να καλύψουν την κενή θέση της στην εξουσία ή, οι ξένοι, για να επωφεληθούν από αυτήν. Όσο για μένα, η δικτατορία λες έγινε για να με κάνει να κρύβω με μεγαλύτερη προσοχή την ιδεολογία μου, από το φόβο μήπως οι δικτάτορες θα αποφάσιζαν να «ξεκαθαρίσουν» και το Στρατό από πιθανά αντίθετους.
Κατά τη γνώμη μου η δικτατορία δεν χρειάζονταν. Οι έλληνες πολιτικοί, πειθήνια πάντοτε όργανα των εκάστοτε ισχυρών, θα υποτάσσονταν χωρίς πολλά στη θέλησή τους. Η δικτατορία έγινε για να μην ασχοληθούν οι ισχυροί ούτε καν κουβεντιάζοντας με την Ελλάδα-έβαλαν τους ανθρώπους τους να κάνουν αυτό που ήθελαν χωρίς περιττές κουβέντες.
Όταν οι αμερικάνοι γεωπόνοι αποφάσισαν ότι το φρούτο ωρίμασε, μεταβίβασαν την πληροφορία στους νέους δικούς τους-τους παπαντρεϊκούς και εκείνοι μπήκαν στο Πολυτεχνείο αρχηγοί, συμπαρασύροντας μαζί τους και τους κουτούς «δημοκράτες» και «πατριώτες», εγγράφοντας έτσι υποθήκες για μέλλουσα κυριαρχία τους στο πάντοτε ξέφραγο αμπέλι που λέγεται Ελλάδα. Οι αμερικάοι δεν είναι χαζοί. Ξέρουν να κουμαντάρουν τα πράγματα. Όταν βλέπουν ότι ο λαός της Ελλάδας δεν είναι ευχαριστημένος με κάποιον πρωθυπουργό του ναι ότι θέλει να τον αλλάξει με κάποιον συγκεκριμένον άλλο, δεν ασχολούνται με τον ελληνικό λαό. Πιάνουν τον καινούργιο πολιτικό που οι έλληνες επιθυμούν να έχουν, τον ρυθμίζουν σύμφωνα με τις επθυμίες τους, οαι τον κάνουν πρωθυπουργο.
Και εγώ σε όλα αυτά απλός θεατής. Αδύναμος και άτολμος να επιχειρήσω μια έξοδο, ανίκανος να κερδίσω τα προς το ζην χωρίς ένα μισθό, ζούσα με τον εαυτό μου, τον μόνο σίγουρο συμπαραστάτη μου. Ζούσα χωρίς να χρησιμοποιώ τις κουμουνιστικές μου πεποιθήσεις για καλό ούτε και για κακό. Που σημαίνει απλώς υπήρχα. Μερικοί ομοϊδεάτες ήξεραν μόνο τις πεποιθήσεις μου και κάποτε τις συζητούσα μαζί τους. ΄Ήμουν το ασχημόπαπο που δεν βρήκε τους αληθινούς του γονείς. Μόνο όταν πήρα μετάθεση για τη Μυτιλήνη σαν διοικητής Μονάδας, «ανοίχτηκα» στους στρατιώτες μου, που όλοι τους ήσαν κουμουνιστές, επειδή εκεί, στο «κόκκινο νησί», στέλνονταν οι κουμουνιστές στρατιώτες. Σ’ αυτό το «ξάνοιγμά» μου συνέβαλε και το γεγονός ότι είχε πριν λίγο φτιάξει κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, χωρίς βέβαια ακόμα να έχει και την εξουσία. Είχα υπό τις διαταγές μου και ένα δόκιμο γιατρό, μετέπειτα βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, που τα λέγαμε. Εκεί γνώρισα και τον Δημήτρη Βουνάτσο, που τρωγοπίναμε μαζί τα βραδάκια και είχαμε πολύωρες συζητήσεις μέχρι πρωίας. Με εντυπωσίαζαν οι άκρως επαναστατικές του ιδέες, και το ξάστερο μυαλό του, που και τα δυο ήσαν στο ζενίθ τους την περίοδο εκείνη. Εκτός από αυτό, είχα δεθεί με τους στρατιώτες τόσο, που με καλούσαν στα φαγοπότια τους τα εκτός Μονάδος σαν καλό τους φίλο. Ο ταξίαρχος, ο αρχαιότερος αξιωματικός του νησιού, έλεγε όταν έφυγα από εκεί ότι «είχα κάνει τη Μονάδα μου γιάφκα». Ο μόνος τίτλος που μετράει για μένα. Θα μπορούσα να σου γράψω πολλά για την περίοδο εκείνη, μα πού χρόνος.
Την περίοδο του Πολυτεχνείου υπηρετούσα στην Αθήνα και περνούσα κάθε μέρα από μπροστά του πηγαίνοντας στη δουλειά. Τις μέρες εκείνες είχαμε πάρει τη διαταγή να μη φοράμε τη στολή αλλά να κυκλοφορούμε με πολιτικά για να μην γίνουμε στόχος των «επαναστατών».
Μου είχε περάσει η ιδέα να μπω στο Πολυτεχνείο. Το σκεφτόμουν σοβαρά. Ευτυχώς δεν το έκανα γιατί αργότερα θα με θεωρούσαν και μένα σαν έναν από κείνους που κατάστρεψαν την Ελλάδα, αν εν τω μεταξύ εγώ, βλέποντας την κατάντια του ΠΑΣΟΚ δεν είχα αποχωρήσει καταγγέλοντάς το από τις κλίκες του.
Μετά την πτώση της δικτατορίας οι πολιτικοί κάλεσαν τον Καραμανλή, που ήταν ο αίτιος της δικτατορίας, να κυβερνήσει την Ελλάδα, συνεχίζοντας το έργο του της οκταετίας. Μετά από αυτόν οι αμερικάνοι μας έφεραν τον αμερικανόδουλο Αντρέα Παπανδρέου, που έκανε «αντίσταση» έξω ως τότε, το γιο του άλλου Παπανδρέου, του Γεωργίου, του «κουμουνιστοφάγου», που αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο παράδωσε την Ελλάδα αλυσοδεμένη και αιμόφυρτη στους εγγλέζους.
Ο Αντρέας Παπανδρέου άρχισε να σκορπίζει το χρήμα που ερχόταν από την Ευρώπη σε δικούς του, για να καυχηθεί, λες και αυτό ήταν καλό για τον τόπο, ότι πέτυχε το χρήμα να αλλάξει χέρια, δηλαδή να πάει στους φίλους του, αφήνοντας έτσι τους «αντίθετους» φτωχούς. Ως για τις ανισότητες τις πέραν των οικονομικών (κοινωνικές, εκπαιδευτικές, Υγείας, πνευματικές), σε αυτές έφερε πράγματι την ισότητα, κόβοντας ό,τι υπερείχε έτσι, ώστε όλα να ισοϋψήσουν προς τα κάτω.
Όταν βγήκα από τη Σχολή, νεαρός γιατρός, πληρωνόμουν με μισθό που δεν έφτανε να ζήσω. Για το λόγο αυτό πήγα και εργάστηκα τα απογεύματα σαν εφημερεύων σε μια Κλινική, του Κοέν, στην Αθήνα, πίσω από το Θησείο. Αργότερα εργάστηκα στην Κλινική του Θωμά, στο Περιστέρι. Ήταν η πρώτη φορά που ήμουν υπεύθυνος για το περιστατικό που θα ερχόταν στην Κλινική. Να είσαι για πρώτη φορά υπεύθυνος για κάποιον άρρωστο, που σημαίνει να είσαι υπεύθυνος για τη ζωή του! Απορώ πώς αντέχει ένας οργανισμός σε τέτοιο άγχος, στο βάρος μιας τόσο τρομερής ευθύνης. Και τότε, και σε μετέπειτα παρόμοιες περιστάσεις.
Γιατρός ναι, να γίνεται κανείς, όμως να εκπαιδεύεται σωστά και όχι να ρίχνεται στην αρένα έχοντας μόνο διαβάσει περί ταύρων και ταυρομαχιών. Και προπάντων να του αρέσει το επάγγελμά του. Και, κύρια, να έχει θητεύσει για ένα εξάμηνο δίπλα σε έναν πεπειραμένον στα έκτακτα γιατρό. Δεν χρειάστηκε να αντιμετωπίσω κάποιο άγνωστο και επείγον περιστατικό την περίοδο της δουλειάς μου στις Κλινικές αυτές. Εκείνο που συνέβη σε κάποια απ΄αυτές τις Κλινικές είναι που κάποιος μου έφαγε ένα χιλιάρικο. Πώς-μια νοσοκόμα με παρακάλεσε μια μέρα να κάνω κάτι ενέσεις σε κάποιον της γνωστό. Ο γνωστός ερχόταν μέρα παρ’ ημέρα. Μια μέρα μου λέει, γιατρέ, θα μου κάνεις μια χάρη; Επειδή ξέχασα τα λεφτά μου στο σπίτι θα μου δώσεις να πάρω ένα ταξί για το σπίτι και θα σου το φέρω μεθαύριο; Ψιλά δεν είχα γιατί είχα πληρωθεί εκείνη την ημέρα τρεις χιλιάδες δραχμές, και δεν είχα χρειαστεί να ψωνίσω κάτι, κανείς δεν μας χάλασε χιλιάρικο, έτσι του το έδωσα ολόκληρο. Δεν τον ξανάδα. Δεν θύμωσα, θαύμασα μάλιστα τον τρόπο με τον οποίο με κορόιδεψαν νοσοκόμα και «γνωστός» της. Και έμαθα να προσέχω περισσότερο.
Μια Κυριακή την περίοδο εκείνη, που βρισκόμουν στο Χαϊδάρι, νεαρός εγώ, δεν θυμάμαι υπό ποιες συνθήκες, γνώρισα την βοηθό (σύντροφο να την πω; υπηρέτρια;) της Βέμπο. Θα ήταν γύρω στα πενήντα υπολόγισα. Ψηλή, παχουλή, ξανθή, επιθυμητή. Το βράδυ της ίδιας ημέρας εκείνης βαδίζοντας βρεθήκαμε έξω από το Δαφνί. Και ακουμπισμένοι στον τοίχο του, κάναμε αυτό που κάνουν οι άνθρωποι συνήθως στο κρεβάτι. Το ίδιο βράδυ αποχαιρετιστήκαμε και δεν ιδωθήκαμε πάλι.
Μία από τις ελάχιστες γυναίκες που γνώρισα. Η εποχή μου όταν ακόμα ήμουν μαθητής γυμνασίου, ήταν η εποχή όπου αν κάποιο αγόρι ακουμπούσε το χέρι μιας κοπέλας, καυχιόταν γι αυτό στους φίλους του κι αυτοί τον κοίταζαν με ζήλια. Η κατάσταση ολυ λίγο είχε αλλάξει και την επόμενη δεκαετία, μάλιστα για κάποιους που ο κύκλος τους ήτανε κλειστός και περιλάμβανε μαντραχαλάδες στρατιώτες και αξιωματικούς όπως αυτοί οι ίδιοι. Χωριστά από γυναίκες στο Γυμνάσιο (τότε εξατάξιο), χωριστά από γυναίκες από την είσοδο στη Σχολή και ύστερα, και λόγω της φύσεως της δουλειάς, υποχρεωτική συμβίωση με αντρικό πληθυσμό μόνον. Αν συνυπολογίσει κανείς και τον κλειστό και ντροπαλό χαρακτήρα μου, άθλος ή τύχη ήταν η εκπλήρωση από μένα του όρου που η Φύση είχε θέσει στους ανθρώπους για να τους αφήνει να ζουν.
Η σεξουαλική επανάσταση που έγινε τη δεκαετία του εβδομήντα στην Αμερική, ήταν κι αυτή ένα από τα «κατορθώματα» του ανθρώπου από κείνα που έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία στη ζωή των ανθρώπων, απαιτώντας από αυτούς ή να τον γνωρίσουν γρήγορα γρήγορα και να τον εκμεταλλευτούν, ή να συνεχίσουν να μένουν πίσω από το καινούργιο που αυτός έφερνε. Για να γνωρίσεις και να εκμεταλλευτείς όμως έναν τόσο επιθυμητό κεραυνό, αν και ήταν ο προσδοκώμενος από τα πλήθη των ανέραστων όπου γης αντρών, απαιτούνταν δύο παράγοντες. Πρώτα να επιθυμούσαν αυτό και τα θήλεα, προς τα οποία, όπως και προς τα άρρενα απευθύνονταν. Ύστερα έπρεπε να καμφθούν οι παραδοσιακές όσο και αρρωστημένες, γερά όμως ριζωμένες συνήθειες μιας γενιάς που μ’ αυτές ανατράφηκες. Και με τη σειρά τους αυτά προϋπέθεταν ένα λαό αμερικάνικο, νικητή του πολέμου, ιλιγγιωδώς αναπτυσσόμενο, με σπαργώντα μέσα του όλα τα σπέρματα των ευχάριστων καταστάσεων και με όλα τα εφόδια για το αυτόματο της αποδοχής και για το μεγάλωμα, το άπλωμα και το βάθαιμα του ποθητού καινούργιου. Στη ψωροκώσταινα, που τηνκατοικούσαν έλληνες και όχι αμερικάνοι, αυτές οι προϋποθέσεις ήσαν ανύπαρκτες. Το «having a good time», ψωμοτύρι των αμερικανών και κυρίως των αμερικανίδων από τότε, μετά από δεκαετίες μόνον έγινε στην Ελλάδα μια ευχή, κι εκείνη προς τρίτους απευθυνόμενη-«καλά να περάστε».
Έχω τη γνώμη ότι δεν είναι η δόξα η επιδίωξη των ασχολούμενων με τα κοινά και επιδιωκόντων την ηγεσία ενός κόμματος ή μιας κυβέρνησης. Ο σκοπός τους είναι η σεξουαλική ικανοποίηση που τους δίνει η θέση τους όταν την αποκτήσουν. Πλήρης απόλαυσις. Διατάζουν ή μάλλον διατυπώνουν μία επιθυμία και αυτόματα αυτή εκπληρώνεται από τους κατάλληλους γι αυτό αυλικούς. Και αποδεικνύεται αυτό από όσα μαθεύονται για τους ηγέτες όταν αυτοί πια έχουν λείψει. Γιατί όσο ζούσαν κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει γι αυτά. Τότε μαθεύεται ότι ο τάδε έτσι, ο δείνα έτσι.
Μήπως όμως πράγματι επιθυμούν τη δόξα οι ηγέτες; Ας ρωτήσουμε τους ίδιους. Κύριε Μάο, θα είχατε την καλοσύνη να μας πείτε αν σας δινόταν η εξουσία με όλα της τα πλούτη και τη φήμη-δόξα, χωρίς όμως την ικανότητα να απολαμβάνετε τις μικρές μικρές κοπελίτσες που απολαμβάνατε, θα την αποδεχόσασταν; Κύριε Κάστρο… κύριε Τσένγκις Χαν… κύριε… κύριε…