Ο μονόλογος του Ελβυτέρ
(από το μονόπρακτο ΕΡΙΛΗ)
(Δωμάτιο του Ελβυτέρ. Φτωχικό. Αριστερά για τους θεατές, πόρτα που οδηγεί στο χoλ. Ο Ελβυτέρ στέκεται όρθιος μπροστά στο μικρό τραπέζι που βρίσκεται στη μέση του δωματίου. Δίπλα του μία καρέκλα. Πάνω στο τραπέζι ένα ποτήρι μ' ένα κόκκινο υγρό μέσα και η φωτογραφία της Εριλή)
ΕΛΒΥΤΕΡ
Έρωτα παντοδύναμε, θεέ, όλων Πατέρα
γιατί χαράς δε μου 'δωσες να δω και γω μια μέρα;
Πέτρα την πέτρα το βουνό δένεις και δε χαλιέται.
Το κύμα κάνεις στο γιαλό άπαυτα να χτυπιέται.
Δένεις αέρα, γη, νερό, σε μία σφαίρα στέρια
τηνε κεντάς κι ανάμεσα από τ' άλλα σου τ' αστέρια
τρέχει αυτή ακράτηγη. Για τι; Για πού; Ποιος ξέρει
παρά το που την έπλασε αλύπητό σου χέρι…
Στου σπόρου μέσα το κορμί, χωμένο μες στο χώμα
συνάζεις μύρα, σχήματα, σταλάζεις φως και χρώμα
και κάθε χρόνο απα' στης γης τα μέρη τα σκορπίζεις'
τάχα για ποιον; τάχα για τι; Μόνον εσύ γνωρίζεις.
Μέσα στη θάλασσα οδηγάς και χύνεις τα ποτάμια,
τον πόθο για το ψήλωμα φυτεύεις στα καλάμια.
Δένεις τη μέρα με το φως, τη νύχτα με τα μάγια,
τη δυστυχιά με τη ζωή, τον πλούτο με τ' αρπάγια.
Το φλόγινο το κόκκινο ταιριάζεις με τη Δύση
τον ερχομό της άνοιξης με το γλυκό μεθύσι
τη νοστιμιά του χταποδιού με του χελιού την πείνα
τη νύχτα με τ' αστέρια της και με τη λάμψη εκείνα,
τα ψάρια με τη θάλασσα, πουλιά με τον αέρα,
και με το μαύρο θάνατο της ερημιάς την ξέρα.
Τ' αρνί οδηγάς προς τη σφαγή, το φως προς το σκοτάδι,
τα ρόδα προς το μάραμα, τη ζήση προς τον Άδη.
Βαθιά ποτίζεις το χαρτί με δίψα για μελάνι
και του σωστού τ’ ακρόριζα ποτίζεις με την πλάνη.
Την πεταλούδα στη φωτιά ρίχνεις, και το μικρούλι
σε τρομερό ένα θάνατο σπρώχνεις αγκαθοπούλι.
Τις αίστησες εγέννησες και κάνοντας να νιώθουν,
τη δυστυχιά την ίδια τους τις έβαλες να κλώθουν.
Κι ό,τι εγέννας το 'στειλες μονάχο του να πάει
μες στα ψυχρά, παντέρημα και σκοτεινά σου χάη
και να ζητάει αιώνια χωρίς ποτέ του να 'βρει
το ταίρι του, που του 'κρυψε η βούλησή σου η μαύρη.
Έσμιξες, εξεχώρισες, σμίγεις κι ξεχωρίζεις
συγκλόνισες, ετάραξες, ταράζεις, συγκλονίζεις
και μέσα στην ασύγκριτη σύγχυση και τη βία-
και μέσα σ' όλων των στοιχειών τη φοβερή μανία
και μας μαζί μας στροβιλάς και μας μαζί μας δέρνεις
κι απ' το 'να γκρεμοτσάκισμα στ' άλλο γοργά μας φέρνεις.
Και στης ψυχής μας τ' άμετρα, τ' αβυσσαλέα βάθη
ολέθρια εφύτεψες και ψυχοφθόρα πάθη-
μικρά και μεγαλύτερα, μέγιστα και ακόμα
πάθη που αν είναι να τα πει δειλιάει κάθε στόμα.
Το πάθος για του ιππόδρομου έβαλες τ' αλογάκια,
το πάθος για τ' αλκολικό ποτό, για τα χαρτάκια,
για τα ταξίδια, τα όμορφα ρούχα και τα στολίδια,
την τέχνη, την κολύμβηση, τα δάση, τα βιβλία,
κι ακόμα πάθη χίλια δυο μπορώ να ονομάσω
χωρίς στο τέλος του μακριού κατάλογου να φτάσω.
Τόσο τα πάθη που σκορπάς πολλά και δίχως τέλος.
Τόσα. Και για καθένα τους ένα μικρό σου βέλος.
Κι οι άνθρωποι τα πάθη τους υπηρετούν. Και όλοι
άλλος πιο λίγο, άλλος πολύ, κάθε αργία και σκόλη
την αφιερώνουν δουλικά στο πάθος που τους πάει
και με το πάθος του καθείς στον κόσμο αυτόν μεθάει.
Μα ένα πάθος διάφορο υπάρχει από τ' άλλα
που πιο μεγάλο είναι μαζί απ' όλα τα μεγάλα:
για το γυναίκειο το κορμί το ακοίμητο το πάθος
που πλάτος έχει άσωστο κι αμέτρητο έχει βάθος.
Ποιος που δεν είναι ανόητος μπορεί να θεωρήσει
πως με το χρόνο αυτό εδώ το πάθος θα ξεφτίσει;
Ποιος η ύστερή του η πνοή προτού το σώμα αφήσει
του πάθους τούτου η ορμή πως θα γνωρίσει δύση-
πως από μέσα του η ορμή αυτού του πάθους φεύγει
προτού η στερνή του η πνοή απ' το κορμί του έβγει;
Ποιος θα τολμούσε να 'λεγε Κόλαση πως υπάρχει
που απ' το γυναίκειο το κορμί αιτίαν άλλη να 'χει;
Ποιος ότι τάχα μια φωτιά υπάρχει πιο φλογάτη
από τη φλόγα που σκορπάει το γυναικείο μάτι;
Ποιος πως βασανιστήριο πιο μέγα έχει γίνει
παρά να μη τον αγαπά-να μη τον θέλει Εκείνη;
Όμως οι άθλιοι άνθρωποι με κάτι ξεγελιούνται
όταν Αυτή δεν τους κοιτά-κάπως παρηγοριούνται.
Τη μια με κάποιο γέλιο Της, άλλη με μια ματιά Της
και άλλοτε μ' εν' άγγιγμα 'π' τα χέρια τ΄ ακριβά Της.
Για όλους μες στη δυστυχιά υπάρχει μια ελπίδα-
για όλους έχει μια αστραπή μέσα στην καταιγίδα.
Ένα λογάκι, μιας μικρής υπόσχεσης η σπίθα
λαφρώνει το πλεούμενο που αλλιώτικα θα εβύθα.
Για όλους πλην για μένανε. Κλειστοί για μένα είναι
οι δρόμοι όλοι. Ανοιχτός μονάχα μ' απομένει
και ολορθάνοιχτος, αυτός του οριστικού χαμού μου-
χαμού κορμιού που ακολουθά εκείνονε του νου μου.
Η καθ' ελπίδα είναι για με ολότελα σβησμένη.
Κάθε χαρά ερωτική πριν γεννηθεί πεθαίνει.
Και τι ελπίδα, τι χαρά μπορώ να περιμένω
αφού η αγάπη μου γι αυτήν της είναι κάτι ξένο…
αφού δεν ξέρει τίποτα-και πώς μπορεί να ξέρει
αφού της είναι αφάνταστο πως αγαπούν κι οι γέροι..
Αφού τα δίχτυα αν μέριαζα για μια στιγμή του τρόμου
και αν Της εφανέρωνα μια μέρα τον καημό μου,
ξέρω, το γέλιο θ’ άρχιζε και δεν θα σταματούσε
παρά μονάχα επειδή απ΄το γέλιο θα πονούσε.
Ναι! Είμαι γέρος! Και λοιπόν; Τι κι αν παλιά η βάρκα
σαν ταξιδεύει μέσα της μια μεθυσμένη σάρκα;
Τι κι αν τοιχώματα σκληρά φτιάχνουνε την κυψέλη
αφού πλαντάζει μέσα της η γλύκα από το μέλι;
Τι κι αν μεγάλο το δεντρί αφού κλωνάρια απλώνει
χλωρά, κάθε που Άνοιξη την ξέρα του ζυγώνει;
Και το κρασί γλυκύτερο γίνεται όσο παλιώνει.
Κι αν πάγοι σκέπουνε τη γη, ολάκερη πυρώνει.
Ίδια σοφία το παλιό βιβλίο εντός του κλείνει,
ίδια τη μάθηση σκορπά, ίδια τη γνώση δίνει.
Κι έχει ο γερο-πλάτανος μυριάριθμα κλαδάκια
όπου απαλότερ' από δυο χαϊδεύουνε χεράκια.
Πολύ καλά συ Έρωτα ξέρεις γιατί μιλάω
όσο καλά ξέρω κι εγώ πως άπαυτα πονάω.
Μάρτυρες άλλους δεν ζητώ σ' αυτήν τη συφορά μου'
δω έχουμε να κάνουμε 'γω, συ και η Κυρά μου.
Εσύ όπου με λάβωσες, Αυτή που με σκοτώνει
και γω που η πληγίτσα Της τώρα με ξεματώνει.
Γιατί καιρός μ' απόμεινε λίγος για πόνο ακόμα.
’Τι θα δεχτεί τον πόνο μου το άπονο το χώμα.
Τι να Της ζήταγα λοιπόν; Ούτε αυτή τη χάρη
έχω, ενός όχι Της σκληρού να μ' έκοφταν οι χάροι.
Στέκομαι μόνο αδύναμος, πιασμένος μες στο δίχτυ
που μέσα του η λατρεία Της δεμένονε με ρίχτει.
Γέρος. Και με ποια πρόφαση μπορώ να Την αγγίξω;
Πάνω Της ούτε θαυμασμού βλέμμα μπορώ να ρίξω
Στο νου δεν το 'χει-αμήχανα κι αφύσικα θα νιώσει.
Πάλι μπορεί να προσβληθεί κι ίσως και να θυμώσει
που τέτοια μια, γέρος εγώ, έχω τολμήσει τόλμη.
Μπορεί και να το έλεγε στους γύρω Της ακόμη.
Έτσι αδιάφορο πολύ το βλέμμα πρέπει να 'χω
σαν, σπάνια, συναντιόμαστε. Και μια ευκαιρία να ψάχω
θα πρέπει για πολύν καιρό μέχρι να καταφέρω
χωρίς αυτή να με θωρεί-εμένανε, τον γέρο-
να Τηνε κλείσω μες σε μιας ματιάς μου την απόχη-
και πάλι γρήγορη ματιά, ρηχή, σαν πρωτοβρόχι.
Και μήπως τάχατε συχνά Τη βλέπω; συ το ξέρεις:
όποτε πλάϊ μου θα 'θελες τυχαία να Τη φέρεις.
Κι ίσως καλλίτερο ειν' αυτό γιατί βαθιά πληγώνει
να μου μιλάει σαν να 'πλεκε, να ράβει η να ζυμώνει.
Γιατί μου είναι αβάσταγο ψυχρά να με κοιτάνε
τα μάτια Εκείνης που 'πρεπε δική μου όλη να 'ναι.
Την τελευταία τη φορά θυμάμαι που Την είδα.
Πριν λίγες μέρες ήτανε. Στο σπίτι Της επήγα.
Μα ποιο το κέρδος; Σ' όποιο πριν να πάω ήμουνα χάλι
στο ίδιο και χειρότερο σαν έφυγα ήμουν πάλι.
(τα φώτα σβήνουν και ανάβουν πάλι. Σπίτι της Εριλή. Η Εριλή μισο- ξαπλωμένη στον καναπέ ακούει μοντέρνα τραγούδια από το ραδιόφωνο. Είναι ντυμένη με ακριβά ρούχα. Μπαίνει ο Ελβυτέρ ντυμένος φτωχικά και φορώντας αδιάβροχο)
ΕΡΙΛΗ
Γεια σου Ελβυτέρ.
ΕΛΒΥΤΕΡ
Γεια σου Εριλή.
ΕΡΙΛΗ
Σήμερα λεν θα βρέξει.
ΕΛΒΥΤΕΡ
Ναι. Στις ειδήσεις το είπανε που άκουσα στις έξη.
ΕΡΙΛΗ
Ω! Τη βροχή τηνε μισώ!.. με βρέχει… με λασπίζει…
ΕΛΒΥΤΕΡ
Μ’ αν δε θα βρέξει Εριλή το ρόδο δεν ανθίζει.
ΕΡΙΛΗ
Τότε ας βρέξει στους αγρούς. Γιατί κι εδώ στην πόλη;
ΕΛΒΥΤΕΡ
Και συ τι θα γινόσουνα που εν' άνθος είσαι όλη;
ΕΡΙΛΗ
Α! Ελβυτέρ! Δε λείπουνε απ' το στόμα σου τ' αστεία.
(ζωηρά)
Ξέρεις; Σχολείο αύριο δεν έχουμε-ειν' αργία.
Και θέλω να 'βγω. Κι ο μπαμπάς δε θέλει να μ' αφήσει.
Πες του δυο λόγια Ελβυτέρ. Ίσως αυτό τον πείσει.
ΕΛΒΥΤΕΡ
Αν θα μου πεις πού θες να πας, μπορεί να του μιλήσω.
ΕΡΙΛΗ
Θέλω να πάω στην Υλγώ. Για λίγο, δε θ' αργήσω.
ΕΛΒΥΤΕΡ
Καλά.
ΕΡΙΛΗ
Ωραία!... κάνε μου ακόμα μία χάρη…
ΕΛΒΥΤΕΡ
Ακούω.
ΕΡΙΛΗ
Το βιβλίο μου δώσε μου απ' το συρτάρι.
(Ο Ελβυτέρ σηκώνεται και της το δίνει. Η Εριλή ξαπλώνει στον καναπέ και αρχίζει το διάβασμα σαν να μην υπάρχει κανείς άλλος στο δωμάτιο. Τα φώτα σβήνουν και ξανανάβουν. Δωμάτιο του Ελβυτέρ όπως πριν)
ΕΛΒΥΤΕΡ
Από την άλλη πάλι αν δεν Την ιδώ για μέρες
απ' την ψυχή μου πιο χλωρές είναι οι έρμες ξέρες.
Αυτά τραβώ. Δεν ξέρω τι να πω ή τι να κάνω.
Ξέρω πως ένα μοναχά μου μένει: να πεθάνω.
Ξύπνιος Την έχω στο μυαλό. Κοιμάμαι; στ' όνειρό μου.
Δε θα τη δω μόνο ποτέ ο δόλιος στο πλευρό μου.
Κι όχι μονάχα αδιαφορεί αλλά κι ακόμα μοιάζει
και σαν πολύ να με μισεί ή σαν να μ' αηδιάζει.
Να… με τον κοριτσίστικον, αθώο Της αέρα
κάθε γιορτή, κάθε χαρά, μα και την κάθε μέρα
που ένας γνωστός στο σπίτι Της μετά 'πο μέρες πάει
αυθόρμητα, όταν τον δει, Εκείνη, τον φιλάει.
Δεν αξιώθηκα φιλί να πάρω απ' Αυτήνε.
Για μένα κι ένα τέτοιο Της φιλί, όνειρο είναι.
Κι ενώ για μένα έχουν πλαστεί τα δύο Της τα χείλια
τώρα στων άλλων τα φιλιά με κατακαίει η ζήλεια.
Ζήλεια για τι; Ζήλεια για ποιον; Τι έχει να ζηλέψει
αυτός π' ουτ' ένα λόγο Της γλυκόν δεν έχει γέψει;
Κι όμως με λιώνει, με πονά, με καίει, με πεθαίνει
η ζήλεια ως και για τον ψυχρόν αέρα που ανασαίνει.
Γι Αυτήν δε θα 'ταν τίποτα ένα φιλί ακόμα.
Για μένα όμως θα 'τανε το παν. Θεοί! Το στόμα
το λατρευτό θ' ακούμπαγε στο δέρμα μου επάνω…
Όλα μ' αυτό το φίλημα θα μπόρεια να τα κάνω.
Κι αν όχι όλα, μες σ' αυτήν που τώρα είμαι θέση
δε θα 'χα φτάσει-η ίδια μου η ζωή να μη μ' αρέσει.
(μικρή παύση. Χαμογελάει πικρά)
Μα είχα με το μέρος μου πάντα τη φαντασία.
Αυτή παρέα μου 'κανε αληθινά εξαισία.
Έζησα τις καλλίτερες στιγμές εγώ κι Εκείνη
(ένα μικρό κομμάτι τους αλήθεια μόνο αν γίνει
θα 'μαι ο ευτυχέστερος απ' τους ανθρώπους όλους).
Τους ωραιότερους μ' Αυτήν παρέα έπαιξα ρόλους.
Εκείνη την αγάπη μου μού έφερνε κοντά μου
και νύχτες έζησα μ' Αυτήν χιλιάδες πρώτες γάμου.
Φορές, ενώ εζούσαμε μια ζήση όπως τώρα
ξάφνου βαρύ θανατικό έπεφτε μες στη χώρα
Τι λέω στη χώρα; σ' όληνε τη γη-κι όλοι πεθαίναν
κι οι μόνοι οι δυο μας ήμασταν πάνω στη γη που μέναν.
Τότε Αυτή όχι χαίρονταν μονάχα, μα ευτυχούσε
το βήμα μου σαν άκουγε κοντά Της που ηχούσε
κι απρόσκλητη τοτ' έρχονταν και μου ζητούσε αγάπη
και με πολυεπρόσεχε πολύτιμο σαν κάτι.
Α! Δεν μπορώ να πω εδώ τα όσα Αυτή για μένα
πράγματα μόνη έκανε γλυκά κι ευτυχισμένα..
Άλλοτε ταξιδεύοντας μ' ένα μεγάλο πλοίο
ύστερ' από ναυάγιο σωζόμασταν οι δύο
πάνω σ' ένα έρημο νησί. Τη μέρα μακριά μου
την πρώτη εκαθότανε. Μα ζύγωνε κοντά μου
όταν η νύχτα έπιανε να πέφτει. Σαν Θεό Της
με είχε και μ' αγάπαγε κάλλιο κι απ' τον εαυτό Της.
Φορές πάλι άλλες γιορτινά η πόρτα μου εχτύπα
(πόσο πολλή στο χτύπημα εκείνο υπήρχε γλύκα!),
την άνοιγα και, ω! θεοί! ήταν στ' αλήθεια Εκείνη
με στριμωγμένα γύρω Της νυμφών, σατύρων σμήνη.
Και κάθονταν. Και όλη Της ξέχυνε την αγάπη
που ως τότε-άραγε γιατί;-κρυφήνε την εκράτει.
Κι έπεφτε μπρος στα πόδια μου στο δάκρυ βουτηγμένη
και να Της πω επρόσμενε ότι συχωρεμένη
ήταν για όσα μ' έκανε μαρτύρια να τραβήξω.
Εγώ κρατιόμουν την τρελή χαρά μου να μη δείξω.
Μα όταν καταλάβαινα τι αληθινά συμβαίνει
τίποτα πια δεν έκρυβα κι όλα τα μαρτυρούσα
κι απ' την πολλή μου τη χαρά επέθαινα-δεν ζούσα.
Α! Το μικρό Της το κορμί το 'χω γνωρίσει τόσο
που αν γι αυτό κάτι θα πω θαρρώ θα το προδώσω.
Α! Το φιλί Της μ' έκαιγε τόσο πολύ, που φλόγα
θα έσπερνε το στόμα μου τη γλύκα του αν 'μολόγα.
Α! Το φιλί μου το πικρό Την εδονούσε τόσο
που άλλη φορά ενόμιζε πως δε θα Της το δώσω…
Και στο ζευγάρωμα είχαμε αναισθησία τόση
που αναρωτιόμαστε ύστερα: "έχουμε ζευγαρώσει;"
Και τα κορμιά ως έσμιγαν δε λέγαν να χωρίσουν
σαν να 'θελαν στο ένωμα εκείνο εκεί να σβήσουν.
Μα κάποτε-πότε;-αργά, εζούσαμε και πάλι
με δίχως νεύρο στο κορμί και νου μες στο κεφάλι-
τοσο άδειοι απ' όλα είμασταν ή τόσο γεμισμένοι
που ήτανε η πεθυμιά τότε για μας σαν ξένη.
Μα όσο κι αν μου φτέρωνε η φαντασιά τις ώρες
με τις πολλές που μου 'δινε της ομορφιάς Της γνώρες
τόσο η ζήση ώρθωνε στο διάβα μου εμπόδια
κι έλιωνε κάθε μου χαρά με τα βαριά της πόδια.
Όλα Της τότε μ' έκαιγαν κι όλα με τυραννούσαν-
όλα Της τότε σ' άβυσσο βαθιά μια με τραβούσαν:
Η απουσία Της. Το φιλί που δε μου είχε δώσει.
Η απονιά Της που σφιχτά με είχε περιζώσει
και που με σπάνια αγκάλιαζε τ' άθλιο κορμί μου ζέση
και μ' έσφιγγε και μου 'σπαζε πλευρά, λαγόνια, μέση.
Άπονη! Αν ήμουνα σκυλί θα είχα την ελπίδα
να με φωτίσει ενός χαδιού ζεστού Της η αχτίδα.
Αν ήμουνα η χτένα Της μία φορά τη μέρα
στη δροσερή Της των μαλλιών θα έμπαινα τη σέρα.
Αν ήμουν η γατούλα Της κι έλειπα για ημέρες
για να με βρει θα έμπαινε σε βάλτους και σε ξέρες.
Κι εμέ, βδομάδες να με δει ενώ έχει, κάποιο "γεια σου"
μου λέει, που στα έρμα μου τ' αυτιά ηχεί σαν "χάσου"
Τα τόσα, που, πολύτιμα Της έχω κάνει δώρα
σε ποια γωνιά να βρίσκονται παραριγμένα τώρα;
Τόσα διαμάντια και χρυσά. τόσα φωτολουσμένα
ποτέ Της δεν τα κοίταξε-τα παραπονεμένα.
Καθόλου την μαρμάρινη δεν έχουνε καρδιά Της
αγγίξει τα δοσίματα που έχουν τ' όνομά Της.
Όση κι αν φλόγα έβαλα μέσα τους λες εχάθη-
καθόλου από την πύρα τους Εκείνη δεν ’ζεστάθη.
Τέτοια μαρτύρια με κρατάν και τέτοιοι πόνοι μ' έχουν-
τέτοια τα μαύρα δάκρυα στα μάτια μου που τρέχουν.
Και η αιτία ειν' Αυτή που 'χω αποφασίσει
ν’ αφήσω μ' ένα πήδημα τη μαύρη μου τη ζήση.
Τέλος θα βάλω στη ζωή που 'χει μαρτύριο γίνει.
Θα κλείσω αυτό το στόμα μου που όλο φαρμάκια πίνει.
Τα μάτια που όταν Τη θωρούν πονούν, και που πονούνε
το ίδιο κι αν δε θα Τη δουν, πια δεν θα ξαναδούνε.
Τα χέρια που την ηδονή τη μόνη τους-ν' απλώσουν
επάνω στ' άσπρα στήθη Της-δεν μπόρεσαν να νιώσουν
άσπρα θ' αφήσω κόκκαλα. Μαύρη θα κάνω στάχτη
του' το κορμί που απ' τον κρυφό τον πόνο Της 'ρημάχτη.
Άλλο δε μένει τίποτα. Χωρίς Αυτήν η ζήση
έρμο σκυλί 'ναι κι άμοιρο, που χάρη να ψοφήσει.
Είναι στολίδι άχρηστο και δώρο για κανένα.
Κορμιού είναι νεκροστόλισμα με ρόδα μαραμένα.
Ελπίδα μια να με κρατεί δεν έχω. Δεν με δένει
πια τίποτε με τη ζωή που 'ναι απ' Αυτήν χαμένη.
Τέτοιο μαρτύριο δεν μπορώ άλλο να υποφέρω:
πως ειν' Αυτή στην ίδια γη πάνω με με να ξέρω
αλλά μακριά μου… πώς μπορεί-ο νους πώς να το βάλει
σε άλλο το κεφάλι Της να γέρνει προσκεφάλι;
Πώς τα δυο χείλια Της μπορούν τα ζαχαρογραμμένα
που για τα δυο τα χείλια μου τα 'χει ο Θεός πλασμένα
σε άλλους μόνο να μιλούν… σε άλλους να γελούνε
και-λυπηθείτε με θεοί-και άλλους να φιλούνε…
Τέτοιο μαρτύριο δεν μπορώ-δεν φτάνω να τ' αντέξω-
να μην μπορώ μες στ' απαλά μαλλάκια Της να πλέξω,
μόνο αυτά να γίνονται φίδια και να με τρώνε
όταν τα χέρια τ' ακουμπούν ανθρώπων αλλωνώνε'
κι αντίς φιλάκια τρυφερά πάνω τους ν' αποθέτω
καθώς το κεφαλάκι Της θα γέρνει μου στο πέτο-
κι αντίς για ρίγη ηδονικά μύρια να τους χαρίζουν
τα δάχτυλά μου μέσα τους όταν θα λαχταρίζουν,
τώρα μια να 'ναι θάλασσα που στ' άφωτά της βύθη
των άμοιρων ελπίδων μου μαραίνονται τα πλήθη.
Τέτοιο μαρτύριο δεν μπορώ. Εκείνα τα χεράκια
όχι στου πόθου μου να καιν την εκκλησιά κεράκια,
μ' αλλού αγκαλιές να δίνουνε και χάδια να σκορπάνε'
χάδια και δώρα κι αγκαλιές που όλα χαμένα πάνε...
Κι αυτά τα στήθη δεν μπορώ τη φλόγα τους να δίνουν
σ' άλλες χαρές. Δεν το μπορώ τη μέθη τους να πίνουν
άλλοι καιροί. Δεν το μπορώ-δεν το μπορώ να μένω
έξω απ' τ' αφροπανήγυρο αυτό το μαγεμένο.
Δεν το μπορώ τα πόδια Της μ' άλλα να σμίξουν πόδια.
Δεν το μπορώ η ροδίτσα μου αλλού να δώσει ρόδια.
Δεν το μπορώ η μέση Της μ' άλλη να σμίξει μέση.
Δεν το μπορώ γι άλλη καρδιά η καρδιά Της να πονέσει.
Δεν το μπορώ το θάμα αυτό που γίνηκε για μένα
ούτε να το κοιτάζουνε βέβηλα μάτια ξένα.
Δεν το μπορώ η ανάσα Της άλλονε να ζεσταίνει.
Δεν το μπορώ απ' αλλουνού τον πόθο να χλωμαίνει.
Δεν το μπορώ-δεν το μπορώ με τη ζεστή μιλιά Της
να νανουρίζει άλλες μορφές μέσα στην αγκαλιά Της.
Ας φύγω! Τρις καλλίτερα! Του Άδη ας με ζώσουν
τα σκότη κι οι μεγάλες του φλόγες ας με πυρώσουν'
Πιο σκοτεινά τα μάτια Της. Πιο φλογερό το σώμα.
Πιο πυρωμένη μια πνοή απ' το δικό Της στόμα.
Θα φύγω. Να μην πνίγομαι στον πόνο Της. Θα φύγω.
Κάθε κακό μπροστά σ΄ αυτό που μ' ήβρε, είναι λίγο.
Ας φύγω, πια να μη θωρώ το βελουδένιο στόμα
και για το που το γεύεται να μη ζηλεύω πιόμα.
Να μη την εικονίτσα Της κοιτάζω κάθε τόσο
για να 'βρω δύναμη πιο κει το βήμα μου ν' απλώσω.
Να μη με τη φωνούλα Της ξεσχίζει την ψυχή μου
να μη με το γελάκι Της βραδιάζει την αυγή μου.
Να μη θωρώντας σαν ξυπνώ το μοναχό μου στρώμα
για μοναχή ελπίδα μου να στρέφομαι στο χώμα.
Να μη το κάθε χτύπημα στην πόρτα μου με σφάζει
να μη κάθε περπάτημα σαν Εκεινής μου μοιάζει.
Να μη της ζήλειας τα φριχτά πλοκάμια με τυλίγουν
να μη τα χάδια τ' άδοτα ολημερίς με πνίγουν.
Να μη όλη μου την ύπαρξη το Άδειο να γεμίζει
να μη, δίπλα σε Κείνηνε, η μοναξιά ν’ ανθίζει.
Μα όμως κι ένας μυστικός φόβος το νου μου παίρνει:
τη λύτρωση ούτε ο θάνατος μήπως και δεν τη φέρνει.
Μ' ακόμα κι αν στο θάνατο πονούν όσοι αγαπάνε
κάθε άλλος πόνος απ' αυτόν, εδώ, πιο λίγος θα 'ναι.
Κι ακόμα ίσως ο θάνατος κοντά Της να με φέρει.
Πιο σπλαχνικό ίσως εκεινού να 'ναι μπορεί το χέρι.
Ίσως αγέρας γίνω εκεί κι η μ' όλα ταιριασμένη
μυτούλα Της μεθυστικά, πρωί, να μ' ανασαίνει.
Ίσως φωνή γενώ αηδονιού και τα χαριτωμένα
τ' αυτάκια Της προσέξουνε τότε λιγάκι εμένα.
Ή πάλι ένα εσώρουχο σφιχτούλια κολλημένο
σε ό,τι, τώρα απρόσιτο, με κάνει και πεθαίνω.
Ίσως σταυρός χρυσός γενώ με τέχνη σκαλιγμένος
και-γιατί όχι-να βρεθώ ανάμεσα σφιγμένος
στα δύο απερίγραπτα του στήθους Της λοφάκια
κι όλα μου μες στη γλύκα τους να σβήσουν τα φαρμάκια.
Ίσως αχτίδα φεγγαριού κι απ' το παράθυρό Της
να χαδοπεριπλέκομαι στον όλασπρο λαιμό Της.
Ίσως και όνειρο γλυκό του ύπνου Της να γίνω
κι όταν κοιμάται όλες Της τις ομορφιές να πίνω.
Και πάλι ίσως μια αίστηση απ' τις γλυκές εκείνες
που μόνο στις νυχτερινές ανθούν του πόθου κλίνες
και κάθε νύχτα μες στ' αβρό, καυτό, γλυκό Της βάζο
τις στάλες της ανείπωτης λατρείας μου να σταλάζω.
Ναι! Ίσως να 'βρω το φιλί στου θάνατου τα μέρη.
Δικό μου ίσως γίνει εκεί το λατρεμένο ταίρι.
Μπορεί. Μα ό,τι να σκεφτώ, ό,τι κι αν πω ή κάνω,
προτού απ' όλα ένα-αυτό!- μου μένει: να πεθάνω.
Έρωτα, παντοδύναμε, θεέ, όλων Πατέρα,
καλή γιατί δεν έδωσες να δω κι εγώ μια μέρα;
Πάνω στη γη επέταξες τ' αθώα πλάσματά σου
και τ' άφησες να καίγονται στην άλυπη φωτιά σου.
Βαθιά βαθιά επότισες με πόθο το κορμί τους
κι απλήρωτη κι αδίκιωτη άφησες την ορμή τους.
Με του γυναίκειου του κορμιού την πεθυμιά ποτίζεις
τις ίνες του αδύναμου κορμιού που συ ορίζεις
και τους θωρείς να σπαρταρούν γυρεύοντας αγάπη
κι αχνογελάς σαδιστικά στων ουρανών τα μάκρη.
Βρωμοθεέ αναίσχυντε μας πέταξες στα σκότη
αφού έχεις βάλει μέσα μας το φως σκέψη μας πρώτη.
Μπροστά μας δρόμο διάπλατον και φωτεινόν απλώνεις
αλλά με άλυσες βαριές τα πόδια μας διπλώνεις.
Δέντρο μπροστά μας. Οι καρποί τις κλάρες του τις σπάνουν'
και διασκεδάζεις που τα δυο τα χέρια μας δε φτάνουν.
Δεν σ' άρεσε που ήμασταν άπονα ύλης μόρια
μακριά 'πο κάθε πεθυμιά και κάθε ανημπόρια-
η βρωμερή σου η βούληση θέλησε να μας έχει
μέσα στον πόνο και πικρό το δάκρυ μας να τρέχει.
Μάτια και στήθη, στόματα, χέρια και ποδαράκια
γοφοί, γλουτοί, τσακίσματα, φωνούλες και γελάκια
περνοδιαβαίνουν δίπλα μας σ’ ατέλειωτη πορεία.
Και βλέπουνε τα μάτια μας με πόθο και λατρεία
κι ακούν τ' αυτιά, κι οσμίζεται η μύτη τις οσμές τους
που ερωτικά σπιθοβολούν οι ερωτικές ορμές τους,
και μας, μας έχεις κραταιέ σ' ένα κλουβί κλεισμένους
σε όλα τούτα αμέτοχους και άχαρους και ξένους.
Όπως παιδί που τα φτερά τα δυο της μύγας κόβει
και το κορμί της ύστερα κεντά με το βελόνι
κι εκείνη στέκει ανήμπορη στον τρόμο βουτηγμένη
τέτοια μια μοίρα και για μας συ έχεις φυλαγμένη.
Ω! Συ Έρωτα! Μικρόπρεπε! Πάγκακε! Παμμισώντα!
Έτσι γιατί μας έπλασες δυστυχισμένα όντα;
Αφέντη των αστερισμών και των συμπάντων πλάστη
το πωρωμένο σου μυαλό τι πήγε κι εφαντάστη!
Από μιας σφαίρας άφωτης το κρύο και μαύρο χώμα
όντα να πλάσεις που ζητούν, που θέλουν, που ποθούνε
να σμίξουν μ' ό,τι όμορφο στο διάβα τους θα δούνε
αλλά την κάθε απόλαυση να διώχνεις μακριά τους
κι ακόρεστη και άσβεστη να 'χεις την πεθυμιά τους..
Ω! Τι τελειότητα Έρωτα το νου σου διακρίνει!
Τι άφατη αγαθότητα που η ύπαρξή σου κλείνει
και τι σοφία να ξόδεψες και πόσον τάχα χρόνο
τη θλίψη από το τίποτα να φτιάξεις και τον πόνο!..
Έρωτα, βρώμικε θεέ, αδιάντροπε, αχρείε,
τ' ανέραστά μας τα κορμιά σπάραζε, κέντα, σείε.
Αφού το θέλεις τα σφυριά χώριζε από τ' αμόνια
μα έχεις να πάρεις από με μονάχα καταφρόνια.
Κράτα μακριά 'πο τη φωτιά το δροσερό νεράκι
στέλνε να μας σπαράζουνε του μίσους σου οι δράκοι
και να 'ρχεται κάτι καλό σα δεις, διώχτο και κείνο.
Μα καταπρόσωπο εγώ θεέ φριχτέ σε φτύνω.
Εγώ ο μικρός, το πλάσμα σου, εγώ, δεν θα σ' ανάψω
λιβάνια και στα μέρη σου κεριά δεν θα σου κάψω.
Του 'το μυαλό που μου 'δωσες για να γελάς μαζί μου
μπορεί και σκέφτεται. Σωστά-παιδεύεις το κορμί μου
μα το μυαλό που μου 'δωσες, θεέ, δεν σε πιστεύει
και όπως το κοροϊδεψες, τώρα σε κοροϊδεύει.
Ένα μες στα πειθήνια τα όντα σου τα τόσα
κοίτα-σου βγάζει θαρρετά την ταπεινή του γλώσσα.
Πάρεξ αυτό που μου 'καμες τι θα μου κάμεις άλλο…
τίποτ' από το βάσανο ετούτο πιο μεγάλο-
σαν ψάρι μισοθάνατο να σπαρταρώ στο δίχτυ
κι ενώ σαν ήλιος λάμπω εγώ, γύρω μου μεσονύχτι.
Πάρε μακριά την Εριλή. Μη στέρξεις μ' ένα βλέμμα
να μ' ανταριάσει κάποτε το κόκκινό μου αίμα.
Διώχτηνε. Χάλασέ Τηνε. Φάτην. Χαντάκωσέ Την.
Μέσα σε κάστρο άφταστο για μένα κλείδωσέ Την
μα ξέρε: από σήμερα πάνω στη γην ετούτη
κάποιος της θεοσύνης σου ποδοπατεί τα πλούτη.
και μια σημαία μ' έμβλημα δικό του τώρα στήνει:
μάθε πως από σήμερα θεός Αυτή εγίνη.
Και η σημαία "ΕΡΙΛΗ" γράφει-ετούτο μόνο
κι ειν' υφασμένη απ' της πικρής αγάπης Της τον πόνο.
Κι αυτήν κρατώντας τώρα, να! μονάχος μου διαλέγω
κι από τη ζήση μου αυτή μονάχος μου να! φεύγω.
Ποτήρι μου, χωμάτινο είδωλο του έρωτά μου
φαρμακωμένο σαν κι αυτό στέκεις και συ κοντά μου.
Αγνό, μικρούλι, διάφανο του πόνου μου αηδόνι
μη μια κρυστάλλινη Εριλή και σένα σε σκοτώνει;
Και συ φαρμάκι μου πικρό έλα μαζί να πάμε
στα μέρη απ' όπου πια ποτέ στη ζήση δεν γυρνάμε.
Γιατί γραμμένο είναι και συ μαζί με με να σβήσεις
αφού στου Άδη τα κρυφά παλάτια μ' οδηγήσεις.
Έλα, βαρκούλα μου αλαφριά να γίνεις και πανί μου.
Εμπρός αδέρφι μου ακριβό που μοιάζεις στην ψυχή μου,
ας ξανοιχτούμε στ' άφωτα του θάνατου πελάγη
απ' της ζωής ελεύθεροι τη μισητήν αρπάγη.
Μετά 'πο Κείνη, μόνο συ, φαρμάκι, θα βυθίσεις
μέσα μου κι έτσι ως βαθιά όλον θα με ποτίσεις.
Κι αφού για το ταξίδι εκεί όλα τα ετοιμάσεις
σαν οδηγός έλα καλός το χέρι να μου πιάσεις
να πάμε αντάμα, πρώτο μου κι ύστατο εσύ συντρόφι
στον τόπο που μοιράζονται τα όνειρα κι οι ζόφοι.
Κι αφού σκοτώνοντάς με συ κι εγώ θα σε σκοτώσω
έναν ωραίο θάνατο τουλάχιστο ας σου δώσω.
Ας δούμε...να βυθίσουμε στις λίμνες των ματιών Της;
Στον όλασπρο να λιώσουμε τον μύλο των δοντιών Της;
Στα ροδαλά του λάρυγγά Της βάθη να χυθούμε;
Κάτω απ' το ποδαράκι Της τ’ αβρό να πατηθούμε;
Να γκρεμιστούμε απ' την ορθή του στήθους Της τη ρόγα;
Στου ηφαιστείου Της τ΄ανοιχτού να πέσουμε τη φλόγα;
Και ποια να έχουμε άραγε για ύστατή μας σκέψη
το παγωμένο δρέπανο πριν άσκεφτους μας δρέψει;
Ο λογισμός μας να γυρνά στο στόμα Της; Στο στήθος;
Α! Ιδεών μου εσεις καυτών το ατελείωτο πλήθος!
Α! Σ' ενα τέτοιο ολόγλυκον χαμό σαν το χαμό μου
θαρρώ πως όλα σας μαζί θα 'σαστε στο πλευρό μου.
Νάτο το τελευταίο μου εδώ λοιπόν φαρμάκι!
Το πίνω στην υγεία σου γλυκό μου κοριτσάκι.
Κι αφού και τώρα ως πάντοτε δε βρίσκεσαι κοντά μου
ας σφίξω την εικόνα σου μέσα στην αγκαλιά μου.