ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Βρίσκομαι στην Αθήνα.
Μπαίνω σε ένα αστικό λεωφορείο .
Κάθομαι σε ένα κάθισμα στην τύχη.
Τα μάτια μου τα έλκει ένα μελαψό ζευγάρι λοξά απέναντί μου-ένας άντρας και μια γυναίκα.
Πανέμορφοι και οι δυο.
Μετά από είκοσι πέντε χρόνια τους έχω ζωντανούς στη μνήμη μου και στην ψυχή μου.
Έντονα μελαχρινοί.
Γύρω στα τριάντα αυτός, ψηλός και αδύνατος, γύρω στα είκοσι πέντε εκείνη μεστή πανέμορφη γυναίκα.
Μιγάδες; Αιγύπτιοι; Τσιγγάνοι;
Έξυπνοι, μάτι καθάριο λαμπερό, φορώντας καθαρά ρούχα, ιλαρά σοβαροί.
Και κάτι πιο πάνω από Τσιγγάνους, Καυκάσιους, Κίτρινους ή Μαύρους: αριστοκρατικοί.
Και μια αίσθηση πηγαίας-απροσποίητης αδιαφορίας για όλα γύρω-μια αίσθηση πλήρους αυτάρκειας, πλήρους ελευθερίας.
Λες αυτοί υπήρχαν μόνο στον κόσμο.
Κατάμαυρα, λάμποντα, ζωηρά μάτια και οι δυο.
Όμορφοι και οι δύο, με όποια ομορφιά ξέρει να ταιριάζει -η φύση στους διαλεχτούς της.
Άντρας ο άντρας, γυναίκα η γυναίκα.
Κάθονταν σε διπλανές θέσεις. Η γυναίκα στα αριστερά του άντρα.
Ο άντρας δίπλα στο παράθυρο.
Όταν μπήκα, ο άντρας μιλούσε στη γυναίκα. Με το πρόσωπο ελαφρά γυρισμένο προς αυτήν, χωρίς να την βλέπει ούτε να την κοιτάζει, μα αρκετά για να δείχνει-απροσποίητα- ότι σε κείνην μιλάει.
Κάποτε, για μια μικρή στιγμή κάθε φορά, γύριζε το πρόσωπό του προς τα εμπρός, χωρίς να σταματήσει να μιλάει, σαν λες το έκανε για να δώσει στον χρόνο την δυνατότητα να χωρίσει σε μικρότερα κομμάτια την τελειότητα της εικόνας για να μπορέσει να την διαχειριστεί.
«Σαν» να το έκανε. Γιατί ο λόγος του δεν σταματούσε διόλου ούτε τη στιγμή εκείνη και ούτε απολειπότανε η ζέστα της φωνής του, ούτε έπαυε να ξέρει που απευθύνει την ομιλία του.
Εκείνη είχε πάντοτε το πρόσωπό της γυρισμένο προς αυτόν, κοιτάζοντάς τον κατάματα.
Όσο έμεινα μέσα στο λεωφορείο και μέχρις ότου βγήκα από αυτό (είκοσι πέντε λεφτά περίπου), τίποτα δεν άλλαξε στην στάση τους.
Εκείνος να μιλάει και εκείνη να ακούει κοιτάζοντάς τον χωρίς να στρέψει ποτέ στο διάστημα αυτό αλλού τα μάτια ή το κεφάλι της.
Μιλούσε ήρεμα, με μέτριας έντασης φωνή.
Μιλούσε σίγουρος για την προσοχή της γυναίκας.
Κρατούσε το κεφάλι ούτε ψηλά ούτε χαμηλά.
Γεμάτος αυτοπεποίθηση, μετάδινε στην γυναίκα-τι; Πληροφορίες; Διαλογισμούς; Της διηγόταν κάτι;
Ήρεμη, βαθιά, ζεστή αντρική φωνή. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση φιλική, ευχάριστα αδιάφορη. Πάνω από κάθε άλλο συναίσθημα όμως, το πρόσωπο αυτό έδειχνε ότι έχει τη βεβαιότητα πως έχει την αμέριστη-και παντοτινή θα έλεγα, προσοχή; υποταγή; καθυπόταξη; της γυναίκας. Οπωσδήποτε όμως την αμέριστη λατρεία. Ναι!
Η γυναίκα τον κοίταζε με τα ωραία κατάμαυρα μάτια της με λατρεία. Και με μια έκφραση στα μάτια και στο πρόσωπό της σαν να κρεμόταν από τα λόγια εκείνου που μιλούσε. Όποιος την κοίταζε ένιωθε το βλέμμα της να φτιάχνει μια φωλιά που έκλεινε μέσα της τον δίπλα της άντρα από παντού, σαν κάτι πολύτιμο και μοναδικό.
Άνθρωποι έμπαιναν και έβγαιναν στο και από το λεωφορείο, θέσεις άλλαζαν επιβάτες σε κάθε στάση. Ούτε έδειξαν και οι δυο τους ότι παρατήρησαν οτιδήποτε συνέβαινε δίπλα τους, τόσο κοντά τους.
Είπα ότι η γυναίκα κοίταζε τον άντρα με λατρεία. Δεν έχω άλλη λέξη για να χαρακτηρίσω το βλέμμα της αυτό, αν και δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο.
Τον κοίταζε με βλέμμα που ούτε για ένα μικρούτσικο κλάσμα του δευτερολέπτου δεν στράφηκε κάπου αλλού.
Αυτή τη στάση των δύο μεταξύ τους, αν ήθελε κάποιος να την αξιολογήσει με μέτρο τον έρωτα, δεν θα έλεγε πως ήταν έρωτας. Ήταν κάτι πιο πάνω από αυτόν, όπως και αν θέλει να το ονομάσει αυτό κανείς.
Μια ιδεατή διαρκής συνουσία.
Ήταν σαν να μιλούσε όχι αυτός μα η ψυχή του.
Και σαν η γυναίκα να είχε υπάρξει μόνο για να ακούει εκείνη τη φωνή από αυτόν τον άνθρωπο τις στιγμές εκείνες.
Όποτε τους θυμάμαι, σκέφτομαι πόσο ο έρωτας θα λούφαζε σαν γάτα μπροστά σε τίγρη, αν οι δυο αυτοί ξάπλωναν ποτέ μαζί στο κρεβάτι!