ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ…
«Την Κυριακή ο λαός θα γράψει ιστορία»
Τσίπρας
Για να γράψεις φυσικά θέλεις μολύβι.
Και χαρτί. Και κάπου βέβαια ν’ ακουμπήσεις.
Μ’ αν για λίγο το κεφάλι σα γυρίσεις
το μολύβι κάποιος παίζοντας σου κρύβει
ή, χειρότερο απ’ αυτό, αν στο πετάξει,
πώς τη ρήση σου ο λαός θα κάνει πράξη;
Και καλά, έστω μολύβι πως υπάρχει,
μ’ αν σου λείψει το χαρτί τότε πού γράφεις;
Κι αν δεν έχεις ν’ ακουμπήσεις ούτε ράχη;-
τοίχους πάλι με συνθήματα θα βάφεις;
Κι άντε, πες, έστω ο λαός όλα τα βρήκε
και στην τάξη του γραψίματος εμπήκε.
Μα λιγάκι η Νου Δυο να τον σκουντήξει
στο χαρτί μόνο γραμμές δε θα τραβήξει;
Ή ο Κουτσούμπας εάν όλο το μελάνι
(και το ξέρεις, το ΚουΚουΕ τέτοια τα κάνει)
σ’ ό,τι γράψει ο λαός πάνω το χύσει,
η σελίδα όλη πια δε θα μαυρίσει;
Ή, αν δίπλα ο Βενιζέλος τραγουδάει,
το μυαλό του ο λαός θα ’χει στην κόλλα-
ή βροντώντας τα κι εκείνος κάτου όλα
στο σκοπό του τραγουδιού μήπως πηδάει;
Κι αν οι ΑΝΕΛ την Κουντουρά δίπλα τού ρίξουν
και τα μάτια του απ’ τις κόγχες τους πηδήξουν,
των γραμμάτων θα τα νοιάζει πια το πλήθος,
ή της Έλενας τα χείλια και το στήθος;
Κι άντε, όλα τα στραβά που ’χω αραδιάσει,
ας ειπούμε ο λαός τα ’χει μεριάσει-
κι ότι τα ’χουν σφραγισμένοι κλείσει τάφοι.
Όμως Τσίπρα: Ο ΛΑΟΣ ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙ;!;
CERN-ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ
ΤΗΣ ΓΕΝΕΥΗΣ
10-9-08
Τι άσκοπα τα λεφτά τους που χαλάνε
αυτοί οι ανεκδιήγητοι Ευρωπαίοι!
Το Σύμπαν θέλουνε να δούνε λέει
πώς άρχισε! Και χρόνια κουβαλάνε
και χτίζουν ένα τούνελ στη Γενεύη
που στην αρχή του κόσμου θα τους πάει-
πριν απ’ του χάους τα πηχτά ερέβη
κι ο Χρόνος πριν αρχίσει να μετράει…
Επιστημονικές, χαζές σπατάλες…
δε ρώταγαν και κατά δω κανέναν
να μάθουν τις αλήθειες τις μεγάλες
που τώρα θα τους πει αυτή η πέννα:
Γιατί, το Σύμπαν μας, ω! προφεσόροι
από έλληνα έναν είχε ξεκινήσει,
το πάμμικρο όταν Σύμπαν είχε-a priori-
με το ποδάρι του αυτός κλοτσήσει.
Όλα απ’ τους έλληνες δεν ξεκινήσαν;
Κάτι αντίθετο έχετε να πείτε;
Πού πρώτοι οι έλληνες-πέστε!- δεν ήσαν;
Βλέπετε; Δεν μιλάτε: συμφωνείτε!
Κι έσπασε αυτό κι απλώθηκε και τρέχει
κι από κοντά ο έλληνας το έχει
γιατί εκτός που ξέρει να κλοτσάει
πολύ καλά κατέχει κι από χάη…
Και μη φοβόσαστε πως μαύρη τρύπα
το CERN που ίσως γεννούσε, θα σας χάσει-
το ξέρω και ως τώρα ας μην το είπα:
όλες ο έλληνας τις έχει μάσει
και τις κουβάλησε μες στην Ελλάδα
και από τότε εκείνες καταπίνουν
κάθε που είχε ο λαός ικμάδα
τόσο, που αρχίσανε πλέον να κλείνουν…
Λοιπόν την τέτοιαν αναζήτησή σας
αφήστε την και άλλο κάτι πιάστε.
Και πια τον άχρηστο επιταχυντή σας
σε μας παρακαλώ να τον περάστε:
έχει πολλά εδώ να επιταχύνει-
όπως μ’ αυτό το ποίημα κάνει τώρα
που στο τετράστιχο ετούτο κλείνει
αλλιώς πολλά θα έλεγε ακόμα.
ΟΜΠΑΜΑ ΑΞΙΟΛΥΠΗΤΟΣ
Σάββατο, 29 Μαρτίου 2014
Μετά από τη συνάντηση της Μέρκελ με Ομπάμα
ο Ομπάμα για τους έλληνες γνώμη άλλαξε εν τω άμα.
κι ενώ εκείνοι ήσαν γι αυτόν του χτύπα και του βάρα
να υπολογίζει άρχισε την ελληνίδα φάρα.
Γιατί η Μέρκελ του είπε πως έκπληκτη έχει μείνει
απ’ το που μέγα οι έλληνες θαύμα έχουν κατορθώσει:
παρά την Κρίση να ’χουνε τη χώρα ανορθώσει
σ’ ύψος που μόνο στα παλιά τα χρόνια είχε εκείνη.
«Με αρχηγό έναν Σαμαρά», του είπε, «έχουν πετύχει
κάτι που δεν θα γίνονταν καν ούτε κατά τύχη.»
Και για συντάξεις του ’λεγε, για φάρμακα, μισθούς,
για την Παιδεία,, για φορτηγά, για Υγεία, για ταξί…
και με τον Πρόεδρο άφωνο να ’ναι στο μεταξύ,
εκείνη έλεγε πράγματα θαυμάσια να τ’ ακούς
Κι όπως το Bloomberg είχε αυτός κοιτάξει λίγο πριν,
όπου τα ίδια έλεγε ωραία για την Ελλάδα,
κι ας πάσκιζε, δεν έβρισκε στην τόση του ζαλάδα
η χώρα αυτή ότι μπορεί να έχει κι ένα πλην.
«Έτσι», αναρωτήθηκε, «να είναι η κατάσταση;
Κι όλα με μιαν ειρηνική να γίναν επανάσταση;»
Κι ακόμα έκπληκτος ου μην μα και συνεπαρμένος
απ’ την περίπτωση ολ’ αυτά να ειν’ αληθινά,
στον εν Αθήναις πρέσβη του με ες εμ ες μηνά
να τσακιστεί και να τον βρει να τρέξει εσπευσμένως,
για να του πει αν πράγματι τα όσα είχε μάθει
είναι σωστά ή παράκρουση η Μέρκελ είχε πάθει,
κι αν κάποια μύγα τσίμπησε του Bloomberg τον εκδότη
και την Ελλάδα ανεύθυνα παρουσιάζει πρώτη.
Τρέχει ευθύς ο Ντέιβιντ Πιρς και στον Ομπάμα φτάνει.
Όταν τον είδε ο Μπαράκ μια καρέκλα πιάνει
σε μία κάθεται ωχρός του δωματίου γωνία
και «πες μου Πιρς» ρωτάει ευθύς, γεμάτος αγωνία
"πες μου για ό,τι γίνεται στη χώρα των ελλήνων-
των απογόνων των γνωστών ηρώων τους εκείνων.
Πώς οι ένοπλες δυνάμεις τους εξοπλισμένες είναι;
πώς είναι τα εσωτερικά; τα εξωτερικά τους;
πώς είναι η μεγάλη τους πρωτεύουσα-αι Αθήναι;
Πώς είναι η Υγεία τους; τα Εκπαιδευτικά τους;..."
"Ένα ένα κύριε υπουργέ- μη τόσο αδημονείτε
και τόσο ανυπόμονος μας δείχνεστε-σταθείτε!
«Με τη σειρά θα έλεγα, όπως κι ο Γεωργιάδης…»
«Ποιος ειν’ αυτός; Ο νεαρός-εκείνος ο αυθάδης;»
«Μη Πρόεδρέ μου! Πιο σιγά! Αυτιά έχουν κι οι τοίχοι
και είναι διαπεραστικοί της ομιλίας οι ήχοι…
Γιατί αν αυτός εμάθαινε πως ίσως τον υβρίζετε
αλί! Γιατί υβριζόμενος μεγάλως εξοργίζεται!»
«Αν όσα η Μέρκελ μου ’λεγε μου πεις ότι είναι αλήθεια,
τότε μεγάλο πράγματι καημό θα ’χω στα στήθια.
Μα έλα Ντέιβιντ, άρχισε τα νέα να μου λες.
και δίχως να μου τα μασάς ό,τι γνωρίζεις πες!
Ξέρω πολύ πως βιάζομαι, αντιλαμβάνεσαι όμως
πως μ’ ολ’ αυτά που άκουσα μέγας με πιάνει τρόμος.
Τόσα που ακούγονται γι αυτούς...εμπρός λοιπόν, πες… πες μου…
Και πρώτα για τις ένοπλες δυνάμεις μίλησέ μου...»
«Πρόεδρε και πώς να σας το πω… τόσο μπροστά έχουν πάει
που ο στρατός μας δίπλα τους για νήπιο μετράει,
Μ’ αερομεταφερόμενες μπορούνε μεραρχίες
σε δύο μέρες να 'χουνε δικές τους τις Ινδίες.
Αεροπλάνα έχουνε τόσο εξοπλισμένα
που τέσσερα εφ δεκάξι μας δε φτιάχνουνε ούτε ένα.
Οι πεζοναύτες τους μπορούν μ' ένα περίπατο τους
να κάνουνε τη χώρα μας υπάκουο φέουδο τους»
«Και πώς τα καταφέρανε οι έλληνες όλα τούτα-
κράτη να τρώνε ως εάν ήθελε τρώνε φρούτα;»
«Έχουνε αυτοί έναν υπουργό-κάποιονε Αβραμόπουλο
που με τα όπλα παίζει αυτός αφότου ήταν παιδόπουλο-
που παιχνιδάκι είναι γι αυτόν και πόλεμοι και όπλα-
σαν με χαρτιά της τράπουλας να κάνει άλλος κόλπα.»
«Θεέ μου τ' είναι που ακώ;.. και μη σκοπό έχει βάλει
στη χώρα μας η χώρα αυτή-πες να χαρείς-να εισβάλει;"
Όχι ακόμα ευτυχώς. Γιατί έχουν κάποιον Μίκη
που λεν πως είναι μουσικός και που όλοι τον ακούνε,
κι αυτός τους λέει του ωκεανού να μη διαβούν τα μήκη
γιατί απ' τον σοσιαλισμό μπορεί να μολυνθούνε."
«Κι οι τούρκοι πώς τα βγάζουνε μ' αυτούς τους ήρωες πέρα;»
«Τους τούρκους τους στριμώξανε και με μια νέα φοβέρα
καθημερνά τους άμοιρους κατατρομοκρατούνε.
Άνετα σουλατσάρουνε στους τούρκικους αιθέρες
πόλεις των τούρκων παίρνουνε χωρίς να τους ρωτούνε
κι η Θράκη η ανατολική μετράει μάλλον μέρες...»
«Θεούλη μου! Ας λες εσύ-αυτοί και μας θα φάνε!...
Μα πες μου ακόμα φίλε Πιρς, από Παιδεία πώς πάνε;»
«Από την εξυπνάδα τους δυο δυο περνάν τις τάξεις
κι από τη μια στην άλληνε δε δίνουν εξετάσεις.
Μια στο βιβλίο ρίχνουνε ματιά και το 'χουν μάθει.
Το δάσκαλο διορθώνουνε-αυτός κάνει τα λάθη.
Στα χέρια παίζουν φυσική και τριγωνομετρία
και δείχνουν μια για το σκολειό αφύσικη λατρεία.
Και πια επιστήμονες λαμπροί βγαίνουνε κατά δέσμας
με τέτοια φόρα που εμείς δεν είδαμε ποτέ μας.
Τι άλλο κύριε Πρόεδρε για κείνους να ειπούμε
που όποιον τομέα πιάσουμε μ' αυτούς να μετρηθούμε,
μπροστά τους δε θα πιάναμε μπάζα που λέει ο λόγος
κι όλος δικός μας θα 'τανε στα τελευταία ο ψόγος...»
«Την ανεργία, μη κι αυτή την έχουνε μειώσει;»
«Τι να μειώσουνε;-αυτοί την έχουν χαντακώσει.
Αφού σκεφτείτε, ο υπουργός αυτό που 'χει πετύχει
δεν κάνει πλέον τίποτα κι όλο πασιέντζες ρίχνει.
Και για να μη του πει κανείς πως το 'χει παρακάνει
κάνει ανακλήσεις διορισμών άνεργους για να φτιάχνει…»
«Δε θα μπορούσαμε αυτόν τον θαυματοποιό τους-
της Εργασίας εννοώ τον άξιον υπουργό τους-
στις ΗΠΑ να τόνε φέρναμε μήπως κι εδώ μπορέσει
και μας την ανεργία μας να βγάλει από τη μέση;
Θα ‘λεγες να τολμήσουμε να του το πούμε ή μήπως
έτσι θα εφερόμασταν κάνοντας,παρατύπως;»
«Δεν ξέρω κύριε Πρόεδρε αλήθεια τι να πω…
αυτός ένα καλάμι
άλογο έχει κάμει
και από κει να κατεβεί δεν το ’χει πια σκοπό…
δε βλάφτει όμως να του ’κανα με τρόπο καμιά νύξη…»
«Κάν’ το. Ελπίζω η τόλμη μας πως δε θα τόνε θίξει…»
«Πολύ καλά. Όμως Πρόεδρε, μήπως καλλίτερα είναi
να πάτε ο ίδιος σεις εκεί και να του το ζητήστε;»
«Τι λες εκεί; Αδύνατο! Το πράγμα αυτό δε γίνε-
ται- ειν’ όλοι τους εκεί επιτυχίας μύσται
κι εγώ τι θα ’χα αντίβαρο αντάξιο να δείξω;..
κι αφού μας ξεδοντιάσανε τι δόντια πια να τρίξω;…
Αφού-στο λόγο μου-αυτή που σας μιλάω την ώρα
και μόνο που το σκέπτομαι, ντρέπομαι από τώρα.
Πώς ένας από μας εδώ που είχαμε τη γνώμη
πως πρώτοι είμαστε παντού, μπορεί εκεί να πάει;
Πώς θα δεχτούμε χώρα μια μπροστά μας να μετράει;
…Και μη μας επεράσανε και στην Υγεία ακόμη;»
"Εκεί κι αν είναι πια μπροστά! Κάθε νοσοκομείο
δε νοσηλεύει ασθενείς πιο πάνω από δύο.
Κι όλα τα μέσα έχουνε σε κάθε τέτοιο μέρος.
Για την υγεία του λαού τέτοιος τους ειν' ο έρως
που αν άρρωστους δεν έχουνε, παίρνουν γερούς ανθρώπους
και στα νοσοκομεία τους τα δίκλινα τους βάνουν
κι αφού οι γιατροί με χίλιους δυο τους περποιηθούνε τρόπους
με πάρτι αποχαιρετισμού και πάλι έξω τους βγάνουν.»
«Αυτό ήτανε! Τελείωσε! Δεν πάω στη χώρα εκείνη!
Ρεζίλι-όχι!- ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δε θα γίνει!»
«Δε σας επίεσε κανείς Πρόεδρε-μην αγχώνεστε.
Κι αφήστε πια τους έλληνες στην όποια πρόοδό τους.
Καλλίτερα έτσι. Φαίνεται πως ήρθε ο καιρός τους.
Ανάμεσα σε γίγαντες, νάνος εσείς μη χώνεστε…»
«…Για δες πού καταντήσαμε… Πρέπει να το δεχτούμε
πως παρασάγγας πίσω τους πλέον εμείς μετρούμε…
Μα κοίτα Πιρς… για κοίταξε… βολιδοσκόπησέ τους…
Θα δέχονταν στρατιωτική βοήθεια να μας δώσουν;
Στο κάτω κάτω -οι μπάσταρδοι-ευθέως ρώτησέ τους!
Ή εντελώς θα ήθελαν να μας ισοπεδώσουν;
Κι αν και σε μας δώσουν καθώς στους Μεξικάνους δίνουν,
ώστε να μην μπορούν αυτοί αφέντες μας να γίνουν,
για δες ρε Πιρς-μπορείς αυτό το πράγμα να το έκα
νες,- να! δηλαδή… αν αυτό εγίνονταν αλήθεια,
η που οι Γραικοί θα έστελναν προς τα εδώ βοήθεια
Μαξικανοί προς Γιάνκηδες να ειν’ εφτά προς δέκα;...»
.
ΤO ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΚΑΙ Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Ένας πλούσιος είχε στη δούλεψή του έναν υπηρέτη.
Αυτός του γυάλιζε τα παπούτσια, αυτός του έφτιαχνε το φαγητό, τον έπλενε, του ετοίμαζε τις διασκεδάσεις του. O ίδιος ο υπηρέτης ζούσε σε μιαν αχυρένια καλύβα, σε μια γωνιά του κήπου του πλούσιου αφεντικού. Δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και ζούσε μια μίζερη, μιαν άθλια ζωή. Και δεχόταν αδιαμαρτύρητα κάθε ιδιοτροπία ή κακομεταχείριση από το αφεντικό του.
Μόνο σε ένα πράγμα ήταν απαιτητικός, πράγμα που φαίνεται παράξενο για υπηρέτη, όμως έτσι ήταν. Και μάλιστα η απαίτηση αυτή ήταν αδιαπραγμάτευτη για τον υπηρέτη. Αλλά περίεργο είναι και πως το αφεντικό σεβόταν απόλυτα τήν ιδιοτροπία του υπηρέτη του.
Η ιδιοτροπία αυτή ήταν η εξής: ό υπηρέτης ήθελε πάνω στους τοίχους της καλύβας του να βλέπει λέξεις η φράσεις που να του αρέσουν. Οι φράσεις αυτές μπορούσαν να είναι είτε γραμμένες κατευθείαν πάνω στους τοίχους, είτε γραμμένες σε χαρτιά που κρέμονταν από αυτούς.
Ποιες ακριβώς ήταν αυτές οι λέξεις δεν το ήξερε το αφεντικό, όμως καλά καλά δεν το ήξερε ούτε και ο ίδιος ο υπηρέτης. Μπορούσε δηλαδή αυτός να είναι ικανοποιημένος από τις επιγραφές του δωματίου του για λίγους μήνες ή για μερικά χρόνια και ξαφνικά περισσότερες ή λιγότερες από τις λέξεις αυτές να αρχίσουν να μη τον ικανοποιούν πια. Αυτή η έλλειψη ικανοποίησης δεν δηλωνόταν από τον υπηρέτη στον κύριό του, παρά εκδηλωνόταν με ανεπαίσθητες αλλαγές στην συμπεριφορά του προς αυτόν. Ας πούμε άφηνε αυτός αγυάλιστη την εσωτερική πλευρά ενός παπουτσιού του κυρίου του, ή όταν έστρωνε το κρεβάτι του άφηνε ακάλυπτη μια μικρή επιφάνεια κάποιας γωνίας. Άλλες φορές, υποχωρώντας από το δωμάτιο μετά από την ακρόαση πού είχε από το αφεντικό, η υπόκλισή του δεν ήτανε ακριβώς εδαφιαία, αλλά τέτοια που να αφήνει μια μικρή απόσταση μεταξύ κεφαλιού και πατώματος.
To αφεντικό από τη μεριά του έπρεπε να παρατηρήσει τις μικροαλλαγές αυτές και να σπεύσει να διορθώσει τις επιγραφές.
Και πραγματικά το αφεντικό παρατηρούσε αμέσως τις αλλαγές στη συμπεριφορά του υπηρέτη απέναντί του. Και δε θα νιαζόνταν και πολύ το αφεντικό αν δεν είχε γυαλισμένη κάποια πλευρά του παπουτσιού του ή αν μια ακρούλα του κρεβατιού του ήταν άστρωτη, όμως ήξερε καλά πως αυτή η συμπεριφορά ήταν η αρχή μιας σειράς διαταραχών στις σχέσεις του με τον υπηρέτη, τέτοιας που, αν δεν έπαιρνε μέτρα να την ανακόψει έγκαιρα, αυτή θα είχε σαν κατάληξη τη φυγή του υπηρέτη από το σπίτι και την εγκατάστασή του στην καλύβα του κήπου του γείτονα. Και αυτό με τη σειρά του εσήμαινε πως οι υπηρεσίες θα παρέχονταν τώρα στο γείτονα, που μάλιστα περίμενε πως και πως να συμβεί κάτι τέτοιο, επειδή ο υπηρέτης ήτανε ο μόνος στην περιοχή.
Γι αυτό και το αφεντικό, μόλις αντιλαμβανόταν την αλλαγή αυτή στη στάση του υπηρέτη του, έσπευδε αμέσως να βρει λέξεις άλλες, που αντικαθιστώντας κάπoιες από εκείνες που μέχρι τώρα κρέμονταν στον τοίχο, θα επανέφεραν στο δρόμο τής μέχρις εξαντλήσεως προσφοράς των υπηρεσιών του τον υπηρέτη του. Ήταν μια λεπτή υπόθεση αυτή και απαιτούσε διαρκή προσοχή από το αφεντικό η διάγνωση μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η τέτοια παρατηρητικότητα του αφεντικού ήταν το μόνο προσόν που του έδινε τη δυνατότητα να διατηρεί τον υπηρέτη στη δούλεψή του, μιας και απ' αυτήν εξαρτιόταν η συνέχιση της συνεργασίας εκείνου με αυτόν.
Και το αφεντικό εργαζόταν με πάθος πραγματικό όταν επρόκειτο να αλλάξει τις λέξεις στον τοίχο της καλύβας. Στην πραγματικότητα ήταν η μόνη φορά στη ζωή του που το αφεντικό εργαζόταν, αν μπορεί κανείς να ονομάσει εργασία το ψάξιμο για λέξεις. Και τότε είναι που δούλευαν και οι φίλοι του αφεντικού, εκείνοι που μαζί του έτρωγαν τα φαγητά που ο υπηρέτης παρασκεύαζε και ωφελούνταν από τις υπηρεσίες που τους προσέφερε. Κλείνονταν τότε όλοι αυτοί μέσα σε αίθουσες ειδικά διασκευασμένες για το σκοπό αυτό, και καθένας πρότεινε και μια ή δυο διαφορετικές λέξεις ή φράσεις. Και ήσαν όλοι πολύ προσεκτικοί και έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον στη δουλειά τους, επειδή ήξεραν πως από αυτήν εξαρτιόταν όλη τους η καλοπέραση, αλλά μερικές φορές και η ίδια τους η ζωή. Γιατί ο υπηρέτης, αν το πράγμα έφτανε ως τη φυγή του από το σπίτι όπου μέχρι τότε υπηρετούσε, τότε, πάνω στη φούρια του για αλλαγή αφεντικού, μπορούσε και να σκοτώσει το παλιό αφεντικό ή κάποιον από το σινάφι του. Αλλά και αυτό να μην συνέβαινε, το αφεντικό και οι φίλοι του δεν μπορούσαν να παραδεχτούν ότι θα έχαναν έναν τόσο αφοσιωμένο υπηρέτη μόνο και μόνο επειδή στάθηκαν ανίκανοι να βρουν μερικές λέξεις, αφού αυτό ήταν όλο κι όλο που ο υπηρέτης ήθελε για να μη φύγει, και ποτέ δεν διαμαρτύρονταν για την αμοιβή του ή για τις υπερβολικά κουραστικές υπηρεσίες που προσέφερε.
Και μέσα στην αίθουσα διασκέψεων ακούγονταν διάφορες κατά καιρούς λέξεις και φράσεις, όπως "αλλαγή", "μιάσματα", "αποστασία", "σκληρός πυρήνας Ευρώπης", "ανάπτυξις", "συμμετοχική δημοκρατία", "θεσμοί", "έξοδος από τα Μνημόνια" και ό,τι μπορούσε το μυαλό του αφεντικού να υποθέσει πως θα ικανοποιούσε τον υπηρέτη του και θα έφερνε τις σχέσεις του με αυτόν στην προηγούμενή τους κατάσταση. Και τις περισσότερες φορές κάτι έβρισκε το αφεντικό που να ικανοποιεί το ιδιότροπο αυτό γούστο του υπηρέτη του. Γιατί στό βάθος ο υπηρέτης δεν ήθελε να αλλάζει αφεντικό, μόνο ήθελε να ικανοποιεί κάποια μέσα του φωνή που του έλεγε πως είναι μια ζηλευτή ιδιαιτερότητα γι αυτόν να είναι ο μόνος υπηρέτης μέσα στο σύνολο των επί γης υπηρετών, που δουλεύει αδιαμαρτύρητα και χωρίς απαιτήσεις για βελτίωση των συνθηκών της εργασίας του και της ζωής του.
ΚΟΡΙΤΣΙΑ
-Τα κορίτσια.
-Τι;
-Τα κορίτσια.
-Τι τα κορίτσια;
-Τι τι τα κορίτσια;
-Είπες τα κορίτσια-τι τα κορίτσια;
-Είναι. Αυτά.
-Τι είναι;
-Κορίτσια.
-Σε ρώτησα για τη χτεσινή νεροποντή…
-Ναι.
-… πού ήσουνα όταν είχαν ανοίξει οι ουρανοί.
-Ναι.
-Λοιπόν;
-Τα κορίτσια.
-Τα κορίτσια;..
-Ναι.
-Από πότε, πού, πώς, γιατί έτσι;
-Από πάντα και για πάντα, εδώ και παντού και με όποιον τρόπο ξέρεις ή μπορείς να φανταστείς
-Τα κορίτσια;
-Τα κορίτσια.
-Μόνον αυτά;
-Μόνον αυτά.
-Τα κορίτσια!
-Ναι.
ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ
ΑΜΕΡΙΚΗ-ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΕΩΣ
ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ
Υπάρχω άραγε ή δεν υπάρχω;
Απάντηση δε βρίσκω όσο κι αν ψάχω.
Όταν δουλειά ζητάω
Σκουπίδια να πετάω
Να πλένω πιατικά
Η ρούχα ή τζαμικά,
«Για εργασία», μου λένε, «αδίκως κύριε ψάχνετε.
Λυπούμεθα εκδήλως, μα όμως δεν υπάρχετε.»
«Και τόσο σίγουρος γι αυτό πώς είστε;»
«Μα σοσ' σεκιούριτυ νάμπερ στερείστε».
Μα όταν κύριοί μου
Κοιτώ στο κάτοπτρο μου
Το πρόσωπο το οικτρό μου
θα δω απέναντί μου.
Και τετρακόσα τα ’χω:
Πώς λέτε δεν υπάρχω;!
Μα πάω για ψώνια στο μπακάλη ωστόσο
Κι αφού-μέσα μου λέω-δεν υπάρχω
Δεν πρέπει βέβαια και να πληρώσω.
Και για λεφτά στην τσέπη μου δεν ψάχω.
Όμως ο μάνατζερ με σταματάει
Κι αγριωπός δολάρια μου ζητάει.
"Υπάρχω;" τον ρωτάω "κύριέ μου;"
"Βεβαίως υπάρχετε αγαπητέ μου
Και δώσατέ μου μιαν επιταγή σας
Αν θέλετε γερή την ύπαρξη σας".
Και πάω τον καημό μου βράχο βράχο
Κι αναρωτιέμαι-υπάρχω… δεν υπάρχω;
Και όταν οι αρρώστιες μ’ επισκέπτονται
(Αυτές τουλάχιστο ευτυχώς με σκέπτονται)
Τραβάω μια και δύο
Για το νοσοκομείο:
"Κύριοι την ύπαρξη μου την άθλια διατηρήστε.
Το φλέγον μου το σώμα ταχέως θερμομετρήστε
Και δώστε μου ενέσεις και άλλα γιατρικά
Που κι όλα κι ένα ένα τον θάνατο νικά".
Εκείνοι τα σοφά τους βιβλία συμβουλεύονται
Κι ενώ τα δυό μου χείλη από τη θέρμη καίγονται
"Κύριέ μου, σας λυπούμαι, αλλά πρέπει να μάθετε
Στις άλλες σας τις γνώσεις και ότι δεν υπάρχετε".
"Και πώς και δεν υπάρχω αφού έχω τέτοια χάλια;"
"Γιατί, αγαπητέ μου, δεν έχετε ασφάλεια".
Τρέμοντας και τρεκλίζοντας
Στο φαρμακείο πάω
Και ταΐλενόλ ζητάω
Και λέω τουρτουρίζοντας:
"Να βάλω κυρ-σπετσέρη
Στην τσέπη μου το χέρι;
Πέστε μου ετούτο μόνο:
Υπάρχω ή δεν πληρώνω;"
"Υπάρχετε.Υπάρχετε.
Διόλου μην αμφιβάλλετε".
Το δισθενές μου παίρνω
Κι εγώ πυρέσσον σώμα
Και άπρακτος το γέρνω
Επάνω εις το στρώμα.
Μετά κινώ και πάω στο Δημαρχείο
Όπου κρατούν των ζώντων το αρχείο.
Και την ανάσα μου κρατώ
Και τον αρμόδιο ερωτώ:
"Πέστε-ω! πέστε φίλε μου σ’ ένα της ζωής ξωμάχο,
Των άλλων οι κουβέντες κολοκύθια.
Σε σας θα μάθω μόνο την αλήθεια:
Πέστε μου φίλε-πέστε μου-υπάρχω ή δεν υπάρχω;"
Κι εκείνος "τάχα ποιός μιλά;
Δε βλέπω εγώ κανένανε».
Τα μάτια γύρισα ψηλά-
Όσο ψηλά πηγαίνανε
Και"θε μου" λέω στον πλάστη μας
και στον Συμπάντων Κύριο
"Μ' έπλασες ή όχι τάχατες και με τον αλιτήριο;
Όλες της γης σου οι γωνιές αγνοούν την ύπαρξη μου.
Τουλάχιστο πες μου Θεέ-Εσύ είσαι μαζί μου;"
Μ’ αντίς γι απάντηση, θωρώ τη θεϊκή παλάμη
Των ανοιχτών δαχτύλων Της το σήμα να μου κάνει.
Φαίνεται αμάρτησα πολύ στην ταπεινή μου ζήση
Γι αυτό και θύρα καθεμιά έχει για μένα κλείσει.
Η τελευταία μου ελπίς είναι ένας δικηγόρος.
"Της δικιοσύνης πες μου συ ο φύλαξ δορυφόρος.
Υπάρχω ή όχι;" Και μου λέει: "Να πάρεις όταν είναι
Είσαι ένα ον ανύπαρκτο. Μα σαν είναι να δώσεις
Υπάρχεις ασυζητητί. Και απροπό ω! ξείνε,
Τη συμβουλή που σου ’δωσα αδρά θα την πληρώσεις".