ΚΑΤΙ ΜΑΥΡΟΙ
(στο ξενοδοχείο το απέναντι από το ΙΚΑ του Πειραιά
τη δεκαετία του ογδόντα)
Είναι κάτι μαύροι απ’ την Αφρική
που στο απέναντί μας πανδοχείο μένουν-
που σαν κάτι πάντα λες και περιμένουν
δεν κινούν να φύγουν-μένουν πάντα εκεί.
Στου πεζοδρομίου τις λερές τίς πλάκες
σιγοπερπατάνε και βροντογελούν
δύο δυο με λέξεις άγνωστες μιλούν
και τραγούδια λένε που μιλούν γι αγάπες.
Με τους μαύρους μοιάζω: περιμένω κάτι
που ποτέ δε θα ’ρθει’ και να καρτερώ
τόσο έχω μάθει, που για να το δω
θα ’χω όταν πεθάνω ανοιχτό το μάτι.
Η ΠΕΙΝΑ
Όταν στ’ αδρά πλοκάμια της γερά μ’ αδράχνει η πείνα
που σύντροφος αχώριστη μου ’χει προσφάτως γίνει
τότε νωρίς ξαπλώνομαι στην πενιχρή μου κλίνη
πως θα ξανάδω βέβαιος τα όνειρα εκείνα,
που σ’ ένα κέντρο κοσμικό βρίσκομαι στην Αθήνα
και πάνω στο τραπέζι μου που ’χει πολύ πλατύνει
ο μαιτρ θαυμάσια φαγητά κάθε λογής αφήνει
ενώ ποτάμια αργοκυλούν η μπύρα κι η ρετσίνα.
Αργοκυλούν και μπαίνουνε ίσα στα σωθικά μου
κι ανακατεύονται εκεί με τ’ άλλα φαγητά μου.
Κι απ’ το γεμάτο φαγητό κι οινόπνευμα στομάχι
τόσο η κοιλιά μου η ισχνή αφύσικα φουσκώνει
που το ’δρωμένο χέρι μου στον ύπνο μέσα ψάχει
και της πιζάμας τα κουμπιά με βιάση ξεκουμπώνει.
ΑΣΕ ME
Άσε με να γυρίζω όπως θέλω
δε μ’ αρέσει να φορώ καπέλο
δε μ’ αρέσει να φορώ γραβάτα
και παπούτσια τριζάτα.
Άσε με να γυρίζω όπως θέλω
μισώ κάθε νέο μοντέλο
και θέλω απλά και σκέτα
του σακακιού τα πέτα.
Άσε με να γυρίζω όπως θέλω
αλλιώς γοργά σε ξαποστέλλω
σιχαίνομαι αρώματα και τέτοια
ρεβέρ και μανικέτια.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Απ’ όσους εις τον δρόμον συναντώ
ελάχιστοι είναι που μ’ αρέσουν-
που θα χαιρόμουν να τους έχω συντροφιά.
Εις χαιρεκάκους λέω καλημέρα
εις ψευδοϋπερηφάνους καλησπέρα
σε βαρετούς ανθρώπους
τους τυπικούς χαιρετισμούς μου λέω.
Ποτέ μου δεν ξεχνώ να χαιρετίσω.
Στα πρόσωπά των χαιρετώ εγώ τον ήλιο
τα βουνά, τ’ αστέρια...
ένα κομμάτι από τη φύση είναι κι αυτοί.
Στα πρόσωπά των βλέπω εγώ τον ήλιο τα βουνά, τ’ αστέρια:
μικροί θεοί κι αυτοί
πώς να τους αγνοήσεις;
TO ΣΩΜΑ
Ό,τι πολύ επιθύμησες ψυχή,
μπροστά σου το ’χεις.
Νάτα τα μάτια με το λάγνο βλέμμα
να τα τα χείλια τα μισά ανοιγμένα
να το γυμνό το σώμα που ωνειρεύθης-
πλήρες επιθυμίας ερωτικής
και σπαρταρά το βλέμμα σου ως τ’ αγγίζει.
Να τα τα στήθη τα λαχταριστά
σχεδόν εγγίζοντα το πρόσωπόν σου
να οι μακροί μηροί κι οι ωραίες κνήμες
το πρόσωπο προπάντων το ιδανικό
το παιδικά ωραίο
νάτο!
μεστό υποσχέσεων ηδονής
κι ερώτων ως σ’ αρέσουν.
Να το τό σώμα που ωνειρεύθηκες
Ψυχή.
Η ΠΟΡΝΗ
Δίπλα στο σπίτι μου μια πόρνη μένει.
Την βλέπω κάθε βράδυ να στολίζεται
με μυρωδιές βαριές ν’ αρωματίζεται
κι έξω απ’ την πόρτα της να περιμένει.
Πολλοί πελάτες έρχονται να τη χαρούνε
με όλους ζωηρά καλησπερίζεται
με όλους τους για λίγο χαριεντίζεται-
όλοι τα ίδια βλέπουνε κι ακούνε.
Μα πάντοτε στις έντεκα τους διώχνει.
Μες στον καθρέφτη της επίμονα κοιτάζεται
τα ρούχα της αλλάζει, ετοιμάζεται
κι όλους εκείνους απ’ το νου αποδιώχνει.
Στις δώδεκα απ’ το σπίτι της περνάει
αυτός που την αγάπη της μοιράζεται.
Στην αγκαλιά του λίγο ξεκουράζεται,
λίγο της μέρας την ντροπή ξεχνάει.
ΠΟΙΗΣΗ
Ευλογημένο μου χαρτί
και άγιο μου μολύβι
θεούς σας λέω κι ακριβούς
φίλους κι αγαπημένους.
Μαζί σας λύπη δε χωρεί
και σκέψη οργισμένη
χαρά μαζί σας, θαλπωρή,
κι η λύπη περασμένη.
Εσείς μητέρα κι αδερφός
και κόρη αγαπημένη
εσείς αέρας δροσερός
σε γη ηλιοκαμένη.
Εσείς δροσιά, εσείς πηγή,
στης έρημου τα πλάτη
σεις της ελπίδας η αυγή
στου σκότους τ’ άγρια βάθη.
Χαρτί μου και μολύβι μου
και τη ζωή χρωστώ σας
και το μικρό καλύβι μου
σας το χρωστώ δικό σας.
Μπορείτε να ’χετε οίηση
και παίνεμα γιατί
χωρίς εσάς η ποίηση
δε θα ’ταν δυνατή.
ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟ
Άφαντο ένα χέρι
μου ’σβησε τ’ αστέρι
που οδηγό το είχα
μες στη μαύρη νύχτα.
Ποιος θα μου γελά
τώρα εκεί ψηλά;
Στης ζωής τη δίνη
ποιος χαρά θα δίνει;
Δίχως του να ζω-
όχι-δεν μπορώ
τη ζωή θ’ αφήσω
σαν κι αυτό θα σβήσω.
ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ
Μ’ αδημονία, βιασύνη, πάθος,
με ανύπαρκτο στα λόγια μας το βάθος
στα χιλιοπάτητα γνωστά παρτέρια
πατάμε της ζωής. Τα καλοκαίρια,
ξερό κι ανίδρωτο-σκληρό το χώμα
ολάσπρο τους χειμώνες όλα χρώμα
χειμώνες-καλοκαίρια οι ανθρώποι
καθένας φουσκωτό της μοίρας τόπι.
’δρώνοντας κι ανασαίνοντας με βάρος
χωρίς να ξέρουμε τι είναι το θάρρος
μ’ αδημονία οδεύουμε-τι κρίμα!-
και με βιασύνη τόση σ’ ένα μνήμα.
ΑΝΙΔΕΟΙ
To φιλάργυρον κοινόν ας ξεφωνίζει
και τα χρήματά του ας αιτεί-
είναι πολύ ανίδεοι να λεν
πως δεν τους ήρεσεν η κωμωδία αυτή.
Στο κάτω κάτω αν δεν εγέλασαν
ο συγγραφεύς ουδόλως είς τούτο πταίει
όλας τας δυνάμεις του έβαλεν αυτός
δια να δημιουργηθούν διάλογοι νέοι.
To φιλάργυρον κοινόν ας ξεφωνίζει
και τα χρήματά του ας αιτεί-
είναι πολύ ανίδεοι να λεν
πως δεν τους ήρεσε η κωμωδία αυτή.
ΜΟΝΟΣ
Διέσχισα τον μεγάλον δρόμον μόνος όλως
μάτην αναμένων των ανθρώπων ο δόλος
που υπό τα σοβαρά πρόσωπά των εκρύπτετο
να φανερωθεί.
Και ως υπό το βάρος μιας σφοδράς
αμηχανίας εχανόμην
αίφνης ο νους μου εφωτίσθη
και αντελήφθην ότι και ο ιδικος μου ρόλος
δεν ήτο των ανθρώπων ο δόλος-
η αναμονή της φανερώσεώς του-
αλλ’ ως εκείνων,
η δολία συμπεριφορά.
ΠΙΣΤΙΣ
Η μέρα αργοκύλησε
κι η νύχτα αρχινά
γεμάτη τρόμο κι ερημιά
σαν πίσσα αναλυωμένη
με ουρανό που προμηνά
ναυάγια και φουρτούνες.
Τα ζώα ετρομάξανε
και τρέμουν τα κλαριά
και μόνη μέσα στη νυχτιά
καμιά ψυχή δεν μένει
κι ακούς πιο κει αριά-αριά
να κρώζουν οι κουρούνες.
Νύχτα που κάνει σαν τρελή
να πάλλεται η καρδιά σου
νύχτα που κάνει στεναγμό
τον πιο μικρό σου πόνο
και την ψυχή κάνει βαριά
και την καρδιά ματώνει.
Όμως εμένα θα με δεις-
τι τρέλα αληθινά-
να περπατώ στην ερημιά
παντέρημον και μόνο
και να ζητώ μες στη νυχτιά
εν’ ανθισμένο κλώνο.
ΟΥΤΟΠΙΑ
Ο έρως ο αγνός! Τι ουτοπία!
Να πάρεις μιαν ιδέα του αν θες
στα παλιωμένα ψάξε τα βιβλία-
μην ψάξεις μες στο σήμερα-ψάξε στo χτες.
Ρωμαίοι δεν υπάρχουν κι οι Ιουλιέττες
εγίνανε ανάμνηση θολή
της φούστας τους κοιτάζουνε τις πιέτες
απ’ την δική αγάπη πιο πολύ.
Περάσαν οι καιροί που κάποια λέξη
επλήθαινε τους χτύπους στην καρδιά
και δάκρυ έχει στα μάπα μας να τρέξει
αφότου μας μαλώνανε-παιδιά.
Περάσαν οι αγάπες.Τώρα πόθοι.
Στους δρόμους, στα σοκάκια, στις αυλές.
Αγνή αγάπη πια κανείς δεν νοιώθει
κι ο έρως έχει γίνει να τον κλαις.
Μοντέρνα εποχή. Έτσι τη λένε.
Κι αλήθεια αφού το λεν τόσοι πολλοί
κι αφού τη ζουν, τη βλέπουν και δεν κλαίνε
να κλάψω μόνο εγώ δεν ωφελεί.
Μοντέρνα είναι-ναι, η εποχή τους.
Μοντέρνα κι η δικιά μου εποχή.
Μα αν έγινε μοντέρνα κι η ψυχή τους
δεν έγινε η δικιά μου η ψυχή.
Μια μέρα απ’ την αγάπη θα πεθάνω.
Εκείνη δε θα δώσει σημασία.
Και γράψτε εις τον τάφο μου επάνω:
" ο έρως ο αγνός-τι ουτοπία!"