ΜΗΤΡΟΣ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Ο Μήτρος θέλει σ’ εκκλησιά να κάνει τον σταυρό του
Κι Γιάννος του το εύχεται, μα μόνο στ’ όνειρό του.)
-Μην παίρνεις φόρα κι άκου με. Δίνοντας κάθε χρόνο Σκαστά στην ενορία σου δολάρια εφτακόσα-
Όσα οι ραγιάδες στον πασά πληρώνανε σε γρόσια-
Και τότε Μήτρο εκκλησιάς γίνεσαι μέλος μόνο.
-Μα Γιάννο μου, είμαι πιστός. Όπου λοιπόν κι αν πάω
Δεν έχω το δικαίωμα κι εγώ να προσκυνάω,
Σ’ όποια εκκλησιά κοντά μου
Βρεθεί στη γειτονιά μου;
-Να προσκυνήσεις; Πώς θα μπεις; Οι εκκλησιές ανοιούν Πρωΐ ως δείλι Κυριακής. Μετά και πάλι κλειούν.
-Και δεν μπορώ θέλεις να πεις ολόκληρη εβδομάδα
Να πάω μες στην εκκλησιά ν’ ανάψω μια λαμπάδα;
-Άκου λοιπόν να σου τα πω γιατί εδώ είσαι νέος,
Ώστε αν άλλος σου τα πει να μην τ’ ακούς με δέος:
Στ’ ωραίο το Λος Αντζελες μα τον ωραίο καιρό
Που των Ελλήνων η βρωμιά στέκι κρατεί γερό
Να τι στις εκκλησίες του συμβαίνει
Που κάθε γήινο ιερό ρυπαίνει:
Αν θέλεις υπακούοντας στον Κύριο
Να κάνεις οποιοδήποτε Μυστήριο
Πρέπει της εκκλησιάς μέλος να είσαι αισίως
Ήτοι παράν πολύ να δίνεις ετησίως.
Έτσι τρανά θ’ αποδειχτεί ότι τα θεία σέβεσαι
Κι ένα χαρτάκι μαγικό αμέσως προμηθεύεσαι.
Μ’ αυτό μπορείς σ’ όποια βρεθείς Ελληνική εκκλησία
Με όλα τα Μυστήρια να βολευτείς τα θεία.
Αν όμως Μήτρο φουκαρά μέλος λαμπρό δεν είσαι
Και των λεφτάδων το χαρτί το μαγικό στερείσαι,
Να κάνεις γάμο αν και καλά το έχεις βάλει πίκα
Πρέπει να δώσεις στον παπά καημένε μου την προίκα.
Κι αν να βαφτίσεις μόνο θες, για του ναού το νοίκι
Το σπίτι σου θα έπρεπε να βάλεις υποθήκη.
Κι όπως σου είπα και πιό πριν, αν θες να βρείς γαλήνη
Μες στης ζωής της σημερνής την ψυχοφθόρα δίνη-
Αν θες να πας κάποια βραδιά, ή έστω κάποια μέρα
Και να ζητήσεις του θεού λίγο να σ’ αλαφρύνει
Από το άγχος το βαρύ που του διωγμού σου φέρνει
Η σπάθη η Δαμόκλειος που πάνω σου αργογέρνει,
Η' από την παλιανθρωπιά Ελλήνων δικηγόρων
Που βρίσκοντάς σε αδύναμον τελείως ν’ αντιδράσεις
Καθώς πιασμένος βρίσκεσαι στου Νόμου την παγίδα
Έρχονται και με διάφορες αντίχριστες προφάσεις
Του αίματός σου πίνουνε και τη στερνή ρανίδα,
Η' αν να ξεφύγεις προσπαθείς μονάχος προσευχόμενος
Από το πολυκέφαλο του νόστου το θηρίο
Ώστε να σ’ έβρει ζωντανόν ο χρόνος ο επόμενος
Να τρέμεις μες στης ξενιτιάς το φοβερό το κρύο,
Η' αν την ανάγκη ένιωθες για λίγο να μιλήσεις
Σε γλώσσα που ο που του μιλάς να σε καταλαβαίνει-
Πράγμα που δέκα χρόνια εδώ καθόλου δεν συμβαίνει-
Ήγουν αν θες με τον Θεό να επικοινωνήσεις
Για να Του πεις τον πόνο σου, ν’ ακούσεις τον δικό Του
Και να ηρεμήσεις βλέποντας το Θείο πρόσωπό Του,
Και αν να νιώσεις προσπαθείς ότι δεν είσαι μόνο
Άψυχο χώμα που βορά ερίχτηκε στο Χρόνο,
Παρά και κάτι αιώνιο εντός σου πως υπάρχει
Που του θεού σου δώρησαν τα φρένα τα παντάρκη-
Αν θες όπως σου έλεγα λοιπόν, να βρεις γαλήνη
Μες στης ζωής της σημερνής την ψυχοφθόρα δίνη
Κι αναζητήσεις εκκλησιά για να προσευχηθείς,
Όλες χωρίς εξαίρεση κλεισμένες θα τις βρεις.
-----