Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

     ΜΙΑ ΣΕΜΝΗ ΚΟΠΕΛΑ

(Εκείνη και Εκείνος κάθονται σε ένα καφενείο. Εκείνη με ένα ύφος αναμονής και εκείνος διστακτικά εξομολογητικός.
Το γκαρσόνι φέρνει τα ποτά. Εκείνη πίνει μια γουλιά, αφήνει το κύπελλο και τον βλέπει. Εκείνος αρχίζει να μιλάει με δισταγμό στην αρχή, σαν να κάνει μπροστά σε άλλον κάτι άπρεπο.)

Σας ευχαριστώ που δεχτήκατε να με ακούσετε... Είναι φυσικό να περιμένετε να σας πω ξεκάθαρα και γρήγορα ό,τι έχω να σας πω... και δεν θέλω να κάνω κατάχρηση της ευγένειας που μου δείξατε αποδεχόμενη την παράκληση μου να σας απασχολήσω για λίγο. Δεν ξέρω όμως πώς, αλήθεια, ν’ αρχίσω... Ίσως ακόμα ακόμα δεν ξέρω τι θέλω να σας πω.
Ξέρω, ακούγεται παράξενα, όμως έτσι είναι...
Γιατί μιλώντας ένας άντρας με μια γυναίκα, πάντοτε αυτός θα βάλει μέσα στα λόγια του, χωρίς διόλου να το θέλει και χωρίς να μπορεί να το ελέγξει, εκτός από τον θαυμασμό και μιαν ερωτική απόχρωση, κάτι σαν μια ροζ πινελιά στον γκρίζο τοίχο ενός δωματίου.
Ίσως έτσι να είναι από τη φύση ορισμένο, να γίνεται φανερή η αναπαραγωγική σχέση που υπάρχει ανάμεσα άντρα και γυναίκας σε κάθε συνάντηση τους, ακόμα και άσχετης με την αναπαραγωγή, όπως σε συναντήσεις επαγγελματικές, φιλικές, κοινωνικές, sx;eseiwnκάθε είδους. Σας έγινε φαντάζομαι αμέσως φανερό πως δύσκολα θα βρω τα λόγια που θα εκφράζουν την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι αποφασίζοντας να σας μιλήσω.
Αν θα θέλατε... αν αλλάξατε ίσως γνώμη.. .ίσως να βιάζεστε... αν θέλατε να μη συνεχίσω...

(Εκείνη κινεί αρνητικά το κεφάλι ενώ κάθεται αναπαυτικότερα στην καρεκλά της και το πρόσωπο της παίρνει μιαν έκφραση κατανόησης)

Ξέρετε, μένω απέναντι από το σπίτι σας-εννοώ από το διαμέρισμα σας. Ίσως εσείς δεν θα με έχετε προσέξει.
Βέβαια η απόσταση των διαμερισμάτων μας είναι μεγάλη, ώστε να μην μπορεί να ξεχωρίσει κανείς παρά μόλις τη σιλουέτα κάποιου ενοίκου της απέναντί του πολυκατοικίας.
Αυτό συνέβαινε και με μένα. Βλέποντας σας όμως πολλές φορές την κάθε ημέρα, άθελά μου, μπόρεσα να αποτυπώσω τις κινήσεις και τη συμπεριφορά σας τόσο καλά, ώστε να τα γνώριζα όταν τα έβλεπα και σε κάποιαν γυναίκα.

Ίσως έχετε προσέξει πως ένα παράθυρο της απέναντι σας πολυκατοικίας μένει πάντοτε με ανοιχτές  και στην ίδια πάντοτε θέση τις κουρτίνες του. Αυτό το παράθυρο είναι το δικό μου. Ζω μόνος και ένας άντρας που ζει μόνος, δεν δίνει μεγάλη προσοχή σε θέματα νοικοκυροσύνης. Ακόμα η μοναξιά γίνεται πιο υποφερτή αν εκείνος που μένει μόνος κρατεί ελεύθερα από κουρτίνες τα παράθυρά του γιατί έτσι έρχεται σε ενός είδους επαφή με τον έξω κόσμο, κάτι που του δίνει την εντύπωση ότι έχει κάποια συντροφιά.
Ο Θεός καταδικασμένος στην αιωνιότητα, υπέφερε από την ερημιά και τη μόνωση, και δημιούργησε τον κόσμο για να κατευνάσει την οδύνη του. Εγώ δημιούργησα ένα άνοιγμα στο παράθυρό μου.

Έχω λοιπόν για δυο χρόνια τώρα τις κουρτίνες του παραθύρου μου ορθάνοιχτες νύχτα μέρα.
Θα έχετε καταλάβει πως σε κείνο το διαμέρισμα μένει ένας άντρας βέβαια. Ποια γυναίκα θα έδειχνε τόσην ανεμελιά για κάτι τόσο βασικό γι αυτήν-τις κουρτίνες, που η νοικοκυρεμένη φροντίδα ενός σπιτιού τις θέλει κλειστές το βράδυ ώστε να μη φαίνεται τότε τι κάνει κανείς μέσα στο σπίτι του...
Εδώ θα είχα μόνο μιαν αντίρρηση, ή μια δικαιολογία αν θέλετε, για την ατσάλιά μου αυτή, μια δικαιολογία που στηρίζεται στην αντρική πρακτική, που δεν γνωρίζει από γυναικείες συνήθειες και προστατευτικές τακτικές. Και αυτή η δικαιολογία είναι ότι από πουθενά δε φαίνομαι όταν είμαι μέσα στο δωμάτιο και κάθομαι στη θέση όπου εργάζομαι. Και όταν χρειάζεται να μετακινηθώ μέσα στο δωμάτιο μου τις νυχτερινές ώρες, προσέχω να μη φανώ από όποιον θα μπορούσε κατά τύχη να βλέπει προς το παράθυρό μου. Αντιθέτως εγώ καρπώνομαι τα πλεονεκτήματα της κατάστασης αυτής-των ανοιχτών κουρτινών μου εννοώ-, όποια ώρα του εικοσιτετραώρου.
Η πρώτη φορά της ημέρας που θα κοιτάξω έξω, είναι η στιγμή που σηκώνομαι το πρωί. Ένας άνθρωπος της ηλικίας μου θέλει να επιβεβαιώνει την ύπαρξή του κάθε τόσο, προϋπόθεση απαραίτητη για τη συνέχιση της επίγειας ζωής του. Και η καλύτερη επιβεβαίωση γι αυτό είναι η σιγουριά της διαπίστωσης ότι ο κόσμος εξακολουθεί να κινείται, να ζει, να υπάρχει. Ξέρετε, μιλώ για τον κόσμο μας αυτόν. Τον κόσμο που μέσα του ζω και ζείτε, τον κόσμο που αποτελείται από πράγματα, πράγματα χειροπιαστά, από αντικείμενα που βρίσκονται πιο κοντά ή πιο μακριά μας, από άλλους ανθρώπους, από τόσα γνωστά μας έμψυχα και άψυχα-τον κόσμο στον οποίο κατοικεί η μοναξιά.
Βλέποντας λοιπόν τον κόσμο σιγουρεύομαι ότι ζω και ότι και πάλι θα πρέπει να προετοιμαστώ για μια δύσκολη ημέρα. Ότι θα ζήσω και αυτή την ημέρα δηλαδή.

Πολλές φορές αμέσως με την πρώτη μου αυτή ματιά, σας βλέπω.
Τα παράθυρα!
Τα παράθυρα!
Πόσο μεγάλη η προσφορά τους στους ανθρώπους!.. Και τι δεν δίνουν τα παράθυρα... Αέρα και φως μέσα σε ένα σπίτι με κλειστές πόρτες, οδούς διαφυγής όταν οι πόρτες για κάποιο λόγο δεν προσφέρονται  ή δεν επιλέγονται για την έξοδο από αυτές , κουβέντες με κάποιον που βρίσκεται απέξω σταυρώνοντας αυτός που βρίσκεται μέσα τα χέρια του πάνω στο περβάζι του παραθύρου. Κυρίως όμως προσφέρουν θέα.
Θέα! Πόσα μάτια που βρίσκονταν μέσα σε ένα δωμάτιο δεν έχουν καθηλωθεί από ένα θέαμα που αντικρίζουν όταν κοιτάξουν έξω από ένα παράθυρο! Πόσα τοπία δεν έχουν αιχμαλωτίσει τα μάτια αυτά! Τοπία θαλασσινά, τοπία βουνήσια, τοπία κάμπων ανθόσπαρτων, ποτάμια, λίμνες, δάση, και τι δεν έχει ποζάρει έξω από ένα ανοιχτό παράθυρο... Μα και πόσοι ζωγράφοι δεν έχουν βάλει ένα παράθυρο στα πορτραίτα τους ώστε να δουν οι άλλοι μέσα από αυτό ό,τι η μαγευτική τους δύναμη της αναπαράστασης της φύσης τους οδηγεί να πραγματώσουν;! Και πόσοι ζωγράφοι δεν έχουν βάλει τριαντάφυλλα είτε μέσα σε ένα βάζο που βρίσκεται πάνω σε ένα παράθυρο, είτε στο τοπίο που απλώνεται μπροστά στα μάτια εκείνου που θα κοίταζε έξω από αυτό...
Λοιπόν μπροστά στα δικά μου μάτια καθώς κοιτούσα έξω, βρισκόταν η εικόνα σας.
Μια εικόνα λίγο μακρινή, λίγο θαμπή, λίγο ακαθόριστη. Μια εικόνα πολύ φωτεινή, πολύ θηλυκή, πολύχρωμη. Μια εικόνα ζωντανή, νεανική. Μια οπτασία.
Ξέρω, κάθε γυναίκα όταν ακούει να την περιγράφει ένας άντρας, διαλογίζεται ότι αυτός υπερβάλλει, ιδίως όταν η γυναίκα αυτή ακούει η ίδια την περιγραφή της. Γιατί και είναι στις συνήθειες του άντρα η υπερβολή, όταν μιλάει για μια όμορφη γυναίκα.
Μα εγώ μιλώντας για σας δεν υπερβάλλω. Γιατί όλα αυτά είστε.
Ύστερα δεν έχω ανάγκη να νιώσω ποιητής γιατί είμαι ποιητής.
Είμαι δηλαδή ο αυτοφυής μεσολαβητής ανάμεσα ζωής
και Θανάτου.
Είμαι ο σύντροφος του ζώου, ο έμπιστος του δέντρου, ο
φίλος του ορυκτού, ο σπουδαστής των Πραγμάτων.
Είμαι ευαίσθητος, οραματιστής, διαισθητικός.
Και αντιμετωπίζω τον εξωτερικό κόσμο με δέος, με
συστολή, με άγχος.
Έλεγα λοιπόν ότι βλέποντας μια τέτοια εικόνα-την εικόνα σας-δε χρειάζεται κανείς περισσότερο για να νιώσει ζωντανός κι αυτός, παίρνοντας από τη δική σας όση ζωντάνια του χρειάζεται για να περάσει την ημέρα. Γιατί η ζωντάνια που οι ωραίες γυναίκες ακτινοβολούν είναι ανεξάντλητη.
Ποιο θέαμα ποιου άνθους θα γεννούσε μεγαλύτερη ευτυχία στην ψυχή ενός άντρα από τη θέα μιας όμορφης γυναίκας;
Ποιος ζωγράφος θα ήταν ικανός να δώσει στο μάτι να δει πρωί πρωί κάτι ομορφότερο από σας;
Αφήστε μου το δικαίωμα να εκθειάζω την ομορφιά σας, όταν δεν το κάνω με σκοπό να κερδίσω την ερωτική σας εύνοια.
 
Μα δεν είναι μόνο η ομορφιά σας που έχει δώσει στη
ζωή τόσες δυνατότητες ευμενούς αντιμετώπισης μου
από αυτήν.
Είναι ακόμα και το γεγονός ότι ζείτε μόνη.
Και όλα όσα πιο πάνω είπα δεν θα τα έλεγα αν δεν
συνυπήρχε αυτό το χαρακτηριστικό της δικής
σας περίπτωσης.
Συγχωρείστε μου ό,τι θα πω, που ίσως αντιβαίνει στους τρόπους καλής συμπεριφοράς απέναντι σε μια γυναίκα, όμως το γεγονός αυτό πολλαπλασιάζει την αξία που έχετε για μένα.
Μια μονάχη γυναίκα είναι το δυνητικό ταίρι όλων των
αντρών.
Μια μόνη γυναίκα είναι το στημόνι για να πλέξει κάποιος μ’ αυτό όλα του τα όνειρά του.  

Έχει πολλά διαμερίσματα η πολυκατοικία στην οποία
μένετε.
Μα σε κανένα διαμέρισμα δεν μένει μια γυναίκα μόνη.
Έχετε έτσι εσείς όλες τις ιδιότητες που γυρεύει μια φαντασία από την πραγματικότητα, για να απογειωθεί.
Μα θα προχωρήσω και σε μιαν άλλη ιδιαιτερότητα που
σας κοσμεί.
Και είναι αυτή ότι δεν έχετε δεσμό-έτσι δε τον λένε;
Αλήθεια, κάποιος άντρας κάνει την εμφάνιση του στο
σπίτι σας πού και πού, μα η συμπεριφορά σας απέναντι
του δεν είναι η συμπεριφορά γυναίκας που χαίρεται τη
ζωή και, περισσότερο, τον ερωτά μαζί του.
Ποτέ δεν του μιλήσατε, ποτέ δεν σας είδα κοντύτερα σ’
αυτόν πέρα από όσο επιβάλλουν οι συνθήκες ζωής σε
ένα μικρό κοινόχρηστο διαμέρισμα, και το σπουδαιότερο, ποτέ δεν τον έχετε αφήσει να βγει έξω στο μπαλκόνι, ώστε να φανεί από όλους.
Και οι κινήσεις σας είναι πάντοτε βαριεστημένες όταν
είστε μαζί του.
Δεν έχω δει ποτέ σε σας το ευτυχισμένο χαμόγελο της γυναίκας που απολαμβάνει τον έρωτα.
Είστε μόνη, ακόμα και όντας πολύ κοντά του ή για πολύ
μαζί του.
Ποιος ξέρει ποια έξω από σας ανάγκη σάς τον έχει επιβάλει, σκέπτομαι, και φρικιώ στη σκέψη αυτή, που η αλήθεια της θα σήμαινε ότι η δυστυχία είναι ο κοινός τόπος μας και η αιτία που αυτή την ώρα με ευωχείτε με την παρουσία σας.

Είτε έτσι είτε αλλιώς όμως, υποθετικά, είστε διπλά δική καθενός που σας γνωρίζει.
Είναι κάπως όπως πηγαίνει κάποιος μόνος στα "καφέ" της πόλης, γυρεύοντας να περάσει ευχάριστα την ώρα του.
Και δεν πηγαίνει εκεί για τον καφέ, πηγαίνει μόνο και
μόνο για να έχει την ευκαιρία να του προσφέρει τον
καφέ η σερβιτόρα, που τη στιγμή εκείνη είναι δική
του, όπως δική είναι σε καθέναν που πηγαίνει εκεί.
Και αυτό είναι το ζητούμενο από μια γκαρσόνα, να κάνει όλους να νομίζουν ότι είναι δική τους.
Εγώ δεν έχω τέτοιαν ανάγκη, όσα μου προσφέρετε εσείς
είναι πολύ περισσότερα από όσα μια υπάλληλος ενός καταστήματος μαζί με τον καφέ προσφέρει.

Και σας έχω μόνιμη συντροφιά όλες τις ημέρες. Και ζώντας κοντά σας, ζω από τη ζωή σας.
Σας βλέπω που πλένετε τα πιάτα σας. Σας βλέπω που
στρώνετε το κρεβάτι σας. Σας βλέπω που πλένετε το
σπίτι σας. Σας βλέπω που ξεσκονίζετε, που τρώτε, που
κουβεντιάζετε με καμιά φιλενάδα σας, που απλώνετε
τα πλυμένα ρούχα, που λιάζετε και τινάζετε τις
κουβέρτες.
Τι άλλο από αυτό θα ήθελα;
Κι όμως, μου δίνετε κι άλλα. Πολλές βραδιές κοιμάμαι αργά. Κοιτάζοντας έξω τις τέτοιες νύχτες, δεν βλέπω παρά μόνο στο παράθυρο σας φως, λες και με νοιώθει και το κάνει για να μου κρατήσει συντροφιά στις μοναχικές ξάγρυπνες νύχτες μου.
Ευχαριστώ διπλά τότε την τύχη μου που με έφερε να
κατοικήσω κοντά σας.
Και πολλές φορές το φως στο δωμάτιο σας μένει
ανοιχτό όλη τη νύχτα.
Αναρωτιέμαι γιατί.
Ίσως ,λέω, να εργάζεστε νύχτα.
Ίσως πάλι, λέω, το αποξεχνάτε διαβάζοντας και κοιμάστε με ανοιχτό το φως.
Πάλι μπορεί να φοβάστε σαν γυναίκα και το φως διώχνει το φόβο σας.
Και άλλοτε πάλι σκέφτομαι πως δεν κοιμάστε από τη στενοχώρια σας που είστε μόνη.
Δε σας έχω δει ποτέ να γελάτε. Είναι τάχα η θλίψη που σας επιβάλλει τη σοβαρότητα αυτή, ή τάχα η σοβαρότητα είναι αναπόσπαστο επακολούθημα του κλίματος του τόπου προέλευσής σας;

Γιατί με όλα αυτά που ξέρω για σας, υπάρχουν και πολλά άλλα που δεν τα ξέρω.
Όπως είπα και μόλις πριν, αν είστε ελληνίδα ή όχι.
Ας πούμε για παράδειγμα, ότι η ξανθή, λευκόδερμη ομορφιά σας παραπέμπει στις ρωσίδες που ήρθαν από την παλιά ΣοβιετικήΈνωση και γέμισαν ομορφιά και αγνό έρωτα την ανέραστη χώρα μου.
Ύστερα δεν ξέρω πώς σας λένε-σας έχω δώσει το όνομα Σόνια-ποιον έχετε συγγενή εδώ, ποιοι είναι οι φίλοι και οι φιλενάδες σας, αν εργάζεστε και πού.
Μα όποια και να είναι η απάντηση στις απορίες μου αυτές, δε μετράει για την αιτία που με έσπρωξε να σας μιλήσω.
Και η αιτία είναι πως θέλω να σας πω ότι χωρίς εσάς θα ήμουν έρημος στη ζωή. Χωρίς τη συντροφιά που μου έκανε το φως του παραθύρου σας θα ήμουν βυθισμένος σε ωκεανούς θλίψης. Χωρίς τη θέα σας από το παράθυρο μου θα ήμουν ο Αδάμ πριν από το πλάσιμο της Εύας. Όταν όλα τα φώτα σβήνουν στις γύρω πολυκατοικίες και μόνος εγώ ξαγρυπνώ, στρέφω με αγωνία τα μάτια μου προς το παράθυρό σας. Έχετε φως; Είμαι ευτυχισμένος. Δεν έχετε φως; Πέφτω στα δίχτυα της πιο μαύρης δυστυχίας. Νιώθω τότε σαν χαμένος μέσα σε ένα σκοτεινό αφιλόξενο σύμπαν που ο μόνος κάτοικος του είμαι εγώ.
Και ας αναρωτιέμαι: πώς γίνεται ένα μικρό πλάσμα όπως εσείς να μπορείτε να μου δίνετε τόση σιγουριά, τόση θαλπωρή, τόση ευδαιμονία να με κάνετε να αισθάνομαι;  Όμως γρήγορα παύω τις ερωτήσεις και απολαμβάνω την ηδονή-ναι, αυτή είναι η λέξη-της ύπαρξης σας μαζί μου στη γη αυτήν επάνω.
Δεν σας κρύβω πως αλλιώς θα ήσαν τα πράγματα εάν στο διαμέρισμα που τώρα μένετε δεν μένατε εσείς, αλλά μια γυναίκα όχι όμορφη ή νέα. Αναλογιστείτε μόνο το γεγονός πως είμαι ποιητής, ότι ο ποιητής αναγνωρίζει πως υπάρχει αναλογία και αντιστοιχία ανάμεσα στο ρυθμό του σύμπαντος και στους χτύπους της καρδιάς του, και ότι ο θίασος του Διόνυσου με κισσούς και σμίλακα, αναπαριστάνει και δοξολογεί την κραιπάλη του σύμπαντος.
Μα δεν θα υμνήσω τα κάλλη σας.
Το έχω κάνει σε ποιήματα που ποτέ δεν θα σας
ενοχλήσω με αυτά.
Μα θα ήθελα, μιας και έχετε την καλοσύνη να με ακούτε, να σας πω ορισμένα πράγματα με την πείρα που έχω σαν μεγαλύτερος. Επειδή δεν χρειάζεται να έχει γνώσεις ψυχολογίας κάποιος για να δει τη θλίψη που σας κατέχει εξαιτίας της μοναξιάς σας.
Σας παρακαλώ ακούστε με.
Μη θλίβεστε γιατί ακόμα δεν ήρθε η ώρα της χαράς σας.
Δεν θα πει αυτό ότι σας ξέχασε.
Η χαρά που η φύση σας χρωστάει δεν θα χαθεί.
Θα σας δοθεί αργά ή γρηγορότερα.
Και όσο αργεί τόσο θα είναι πιο επιθυμητή.
Ίσως πρέπει να ωριμάσει μέσα σας το δέντρο του πόνου πρώτα, για να δώσει τον καρπό της χαράς που ως τώρα δεν γνωρίσατε και που γι αυτό θλίβεστε.
Πιστέψτε με όμως-θα έρθει.
Θα έρθει φορώντας ίσως ρούχα άλλα από εκείνα που
φαντάζεστε. Μα έτσι έτοιμη που θα είσαστε πια να την
δεχθείτε, θα την γνωρίσετε αμέσως.
Και θα είναι όλη δική σας.
Η χαρά του έρωτα θα έρθει και για σας μικρή μου κυρία. Και αν είστε μια γυναίκα για την οποία το ερωτικό φαινόμενο είναι περιορισμένο, τότε τα όριά του θα συμπέσουν με τα όρια της ψυχής σας. Τότε ο έρωτας θα έχει το πρόσωπο ενός ταιριαστού στην αγωνία σας αρσενικού. Εάν πάλι σε σας ο έρωτας διανοίγεται και ξεφεύγει στην απλωσιά της απεριόριστης έκτασης, τότε ερωτεύοντας θα γονιμοποιήσετε όλη την περιοχή που συμπίπτει με το χώρο μιας άγνωστής σας μέχρι τώρα θηλυκότητας.
Έτσι ή αλλιώς, είναι γυναίκες σαν και σας που θα σώσουν τον άνθρωπο. Γιατί το τιμιότερο έργο που θα είχε να παρουσιάσει αυτός σαν απολογία μπροστά στο θεό την ώρα της έσχατης κρίσης-και να το επικαλεστεί για να μαρτυρήσει την αγωνιστική προθυμία του-, δεν είναι ούτε η αρχιτεκτονική, ούτε ή μουσική και η ποίηση, αλλά μια ερωτευμένη γυναίκα που ατενίζει ήρεμα από το παράθυρο της τη νύχτα και διαλέγεται με τα σκοτάδια της ερωτικής απουσίας.
Στα χέρια σας κυρία, στα χέρια που καίγονται από την  φωτιά που δεν μπορεί να ζεστάνει τίποτα, κλείνεται, σαν φτερούγισμα περιστεριών, η ταραχή του κόσμου.
Και η αδυναμία σας ακριβώς αυτή είναι η παντοδυναμία σας.
Αποδεχτείτε την σα δώρο που θα χαρίσετε με τη σειρά
σας στην ανθρωπιά του ανθρώπου.

Σαν γυναίκα κατέχετε τον έρωτα κυρία.
Και ο έρωτας είναι το πιο ισχυρό όπλο του ανθρώπου-η
σημαντικότερη δυνατότητα που του δόθηκε από τη
φύση στον αγώνα του να προσεγγίσει την Αλήθεια, να
κατακτήσει την καθαρή, την απλή βεβαιότητα, υπερβαίνοντας τα σχετικά με την ουσία του δεσμά.
Και αν τώρα κάθομαι εδώ και σεις απέναντι μου και σας μιλώ, το θεωρώ αυτό σαν μια προσευχή μου στη Γυναίκα, την πρέσβειρα του ανθρώπινου πόνου στην χαμένη μας Χαρά.

Βλέπω στα μάτια σας ένα λαμπύρισμα που έχει το χρώμα της ελπίδας.
Βλέπω να έχει φύγει από μέσα τους η θλίψη και να βαθαίνει σ’ αυτά η αυτοεκτίμηση.
Αν κάτι από όσα σας είπα βοήθησαν σ’ αυτό, ας θεωρηθεί το γεγονός αυτό μικρή μου κυρία σαν μια ελάχιστη ανταπόδοση για όσα εσείς μου έχετε δώσει μέχρι τώρα.
Αυτά είχα να σας πω, και να σας ευχαριστήσω για μια ακόμα φορά που με ακούσατε.
 (Εκείνη σηκώθηκε με ήρεμες κινήσεις, στάθηκε όρθια περιμένοντας να πληρώσει εκείνος και ύστερα προχώρησε μαζί του προς την έξοδο.)

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

 ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ

Στο μικρό το λιμάνι
ένα κότερο φτάνει
στο λιμάνι αράζει
την πόλη κοιτάζει.

Με χαρωπά λικνίσματα
της στέλνει χαιρετίσματα
και στοργικά εκείνη
φιλιά γλυκά του δίνει.


ΓΑΙΟΚΤΗΜΩΝ

Ιδιοκτήτης επιτέλους
έγινα κι εγώ ακινήτου.
Είναι βέβαια μονάχα
ένα τόσο δα κομμάτι
κι ασφαλώς σπουδαίο δεν είναι
αλλά όμως είναι κάτι.
Eπιτέλους ιδιοκτήτης
έγινα κι εγώ ακινήτου.

Επιτέλους! Είν' αλήθεια!
Έχω γίνει γαιοκτήμων!
Ένα οικόπεδο επήρα
γύρω στα τρακόσα μέτρα
χώμα αφράτο-όσο κι αν ψάξεις
δε θα βρεις ούτε μια πέτρα.
Επιτέλους! Ειν' αλήθεια-
έχω γίνει γαιοκτήμων.

Ματαιοδοξία τόση
έκρυβα λοιπόν εντός μου-
πόσο χαίρομαι μονάχα
οι δικοί μου το 'χουν δει
(ντρέπομαι να δουν οι ξένοι
ότι κάνω σαν παιδί).
Mαταιοδοξία τόση
έκρυβα λοιπόν εντός μου...

Μ' αφού όλοι αγοράζουν
δε θ' αγόραζα κι εγώ;
Τώρα ξέρω πως κατέχω
τόσο χώμα όλο δικό μου
τόσα μέτρα γης ορίζω
κι όλο λέω στον εαυτό μου:
αφού όλοι αγοράζουν
δε θ' αγόραζα κι εγώ;

Λύπη μόνοn με κατέχει
που επλήγωσα τη γη.
Με δοκάρια σιδερένια
που της έμπηξα βαθιά
την εξέσκισα κομμάτια
όπως σώμα τα σπαθιά.
Λύπη μόνο με κατέχει
που επλήγωσα τη γη.

…Και στο βάθος μια απορία:
τι τη θέλω τόση γη;
όλο κι όλο αυτό που θέλω
δύο μέτρα είναι χώμα-
τι τ' αγόρασα διακόσα
και ογδόντα τόσα ακόμα;
Και στο βάθος μι' απορία:
τι τη θέλω τόση γη;


Ο ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ

Στο σπίτι όχι-δε χορεύαμ
ζεϊμπέκικο χορό. Αυτόν τον γνώρισα
σε κάτι ταβερνάκια μυστικά
σε κάτι ταβερνάκια στενωπά
που όταν έρχονταν η ώρα
που όταν έφτανε η ώρα
που όταν έπρεπε
σηκώνονταν ο άντρας
μέριαζε τις καρέκλες τα τραπέζια και το σύμπαν
και μόνος
άγνοια όλος και άφεση
εχόρευε πατώντας πα’ στο πάτωμα της οικουμένης-
στο άϋλο το πάτωμα του κόσμου εχόρευε πατώντας.

Και μέσα στην αυτάρκεια του κλεισμένος
ήτανε πια ανοιχτός σε όλα
και καλόδεχτος
κι ωραίος
κι αυτός και ο χορός του.
Και ο χορός του γίνονταν θρησκεία
και ο χορός του έχτιζεν απ’ τήν αρχή τον κόσμο
ευθύν κι ατρόμητον
και σταθερόν
κι αντρίκιον
με μέσα του όλα τα καλά και καμιά θέση-
καμία πρόβλεψη
για υποκρισίες γι ατιμίες και για δόλους.

'Έτσι εγνώρισα εγώ-
έτσι εγνώρισα εγώ ετούτον το χορό
που ας τον λέω χορό γιατί δε βρίσκω
γιατί δεν ξέρω άλλα λόγια πιο καλά
να ζωγραφίσω με μια λέξη την Αγιότητα
να ζωγραφίοω την Αγνότητα με μία λέξη-
γιατί δεν ξέρω άλλα λόγια πιo καλά-
γιατί άλλο λόγο οι άνθρωποι δεν έχουν
για το Αληθινό.

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

     ΘΕΙΑ

Η ύπέργηρη Θεία κάθεται στην πολυθρόνα στο δωμάτιό της, με αδημονία να διαγράφεται στις αδιόρατες κινήσεις ή στο βλέμμα της που συχνά γυρνάει προς το παράθυρο, από όπου φαίνεται ο χωματόδρομος.
Τα παλαιικά μισοσάπια έπιπλα του δωματίου μοιάζουν σαν να στέκονται μόλις στα πόδια τους.
Ακούγεται το σαράκι που δουλεύει στις σανίδες
του ταβανιού.
Χτυπάει η πόρτα.
 Η Θεία πηγαίνει ως αυτήν και την ανοίγει. Στο έμπα της στέκει ο Στύμφαλος.
Σαν να ήταν αυτό που περίμενε η Θεία, αρχίζει να μιλάει με φωνή σιγανή αλλά ξεκάθαρη.

ΘΕΙΑ

Καλώς τονε.
Πέρασε.
Μου είπανε ότι μπορεί να ερχόσουν.
Οι εκδρομές με το σχολείο έχουν κι αυτά τα ευχάριστα, να ξαναβλέπει κανείς συγγενείς που είχε χρόνια να δει.
Κάτσε αγαπητό μου παιδί.

(Ο Στύμφαλος κλείνει την πόρτα και κάθεται με το κορμί στητό στην πολυθρόνα απέναντι στη Θεία)

Πόσα χρόνια έχω να σε δω; Δέκα; Εκατό; Εκατό χιλιάδες; Τι σημασία έχει; Τι αλλάζει; Τίποτα δεν αλλάζει. Όλα είναι ίδια, τόσο ίδια που δεν ξέρεις αν ζεις στο τώρα ή στο τότε. Δεν ξέρεις καν τι θα πει τότε και τι τώρα. Και ο όρος επανάληψη έχει χάσει κάθε έννοια. Λες και ο χρόνος δεν υπάρχει.  
Τότε παιδιά παίζανε με ψεύτικα τόξα, τώρα παίζουνε με ψεύτικα περίστροφα. Τότε οι μεγάλοι τσακώνονταν ποιος θα γίνει βασιλιάς, τώρα ποιος θα γίνει πρωθυπουργός. Κι εγώ ανάμεσα σε δύο κόσμους, ίδια μακριά και ίδια κοντά από τον ένα και με τον άλλο-κι εγώ ανάμεσα σε δυο κόσμους, τόσο μεγάλη και τόσο μικρή...
Έχω ξεχάσει πια πόσων χρονών είμαι.
Νομίζω πως έχω πεθάνει κιόλας και πως και όλοι οι άλλοι είσαστε πεθαμένοι και πως ετούτος είναι ο Άδης και όλα γίνονται σ' αυτόνε μέσα.
Και βουίζουν στ' αυτιά μου οι φωνές από τα γλέντια και από τους θρήνους του παλατιού μας τότε, και βουίζουν τ' αυτιά μου από τα τραγούδια στο μαγνητόφωνο και από το θόρυβο των αυτοκινήτων σήμερα. Και να ζυγιάζω σε μια ζυγαριά τη ζωή του τότε και τη ζωή του σήμερα και διαφορά να μη βρίσκω. Τόσοι πόλεμοι, τόσοι θάνατοι, τόση δυστυχία, τόσος πόνος για τι; Γιατί έπρεπε να γίνουν όλα εκείνα; Για να πετάνε με αεροπλάνα οι Αρκάδες σήμερα και να γεμίζουν οι νέοι μας τα καφενεία; Γι αυτό ο πατέρας μου ο Λυκάονας έγινε λύκος; Γι αυτό ο γάμος του Πελασγού με τη Μελίβοια, το χτίσιμο της Παρρασίας από αυτόν, η γέννα του Αρκάδα από την Καλλιστώ με τον Δία και η μεταμόρφωσή των δυο τους σε αστερισμό, γι αυτό το κεραυνοβόλημα των αδερφών μου, ο γάμος του Αρκάδα με την Ερατώ που γέννησε τον πατέρα σου, η γέννα η δική σου για να γίνεις και συ βασιλιάς της Αρκαδίας-αλήθεια γι αυτό δεν προετοιμάζεσαι;-γι αυτό όλα αυτά-για να ζούνε σήμερα στο ίδιο αυτό μέρος άνθρωποι ίδιοι σαν και μας, με τα ίδια πάθη και με τις ίδιες ψεύτικες και πεθαμένες από τη γέννα τους χαρές;
Επανάληψη, επανάληψη, τίποτα χειρότερο, τίποτα καλλίτερο... Τίποτα προς τα εμπρός, τίποτα προς τα επάνω. Όλο προς τα κάτω, κάτω, κάτω, κάτω... Και μέσα σ' αυτόνε το βάλτο να πρέπει να ζούμε και να πεθαίνουμε… και να ξαναζούμε...

Μα σε άρχισα με όλα αυτά και θα αναρωτιέσαι για την παράξενη προγιαγιά σου. Νέο παιδί εσύ κι εγώ κάθομαι και σου λέω τι;
Μα δε μου έμεινε μυαλό παρά για να σκέφτομαι τέτοια.
Και σ' έχω μπροστά μου εσένα παιδί του εγγονού μου, που μόνο μια φορά σ' είδα λίγο μετά τη γέννα σου και, η ξεμωραμένη εγώ, άρχισα τα δικά μου.
Μα πόσο μεγάλος και πόσο όμορφος έχεις γίνει καλέ μου Στύμφαλε!
Αν δεν ήξερα πως θα ’ρθεις δε θα σε γνώριζα.
Και μοιάζεις περισσότερο του παππού σου παρά του πατέρα σου έτσι που έχεις και συ αφήσει μακριά τα μαλλιά σου και το ίδιο πείσμα και την ίδια δύναμη βλέπει κανείς στο στόμα και στο πηγούνι σου.
Έχω την εντύπωση ότι αν δε σ' έστελναν δε θα ερχόσουν από μόνος σου να με δεις, κι ας έφτασε το πούλμαν κοντά στο προγονικό σπίτι σου, κι ας ξέρεις πως βρίσκομαι εδώ εγώ, η προγιαγιά σου, που ζει μονάχη της τόσα και τόσα χρόνια τώρα.
Μα όπως και να ’χει είσαι εδώ.

Η Ελάτεια πρέπει να είναι όμορφη πόλη. Ο πατέρας σου θα είναι πολύ υπερήφανος που έκανε εκεί μια αποικία που ρίζωσε και άνθισε.
Δεν έχω πάει.
Πουθενά δεν έχω πάει.
Μένω πάντα εδώ, σ' αυτό το μεγάλο σπίτι το μισογκρεμισμένο πια, παρέα με τις κουκουβάγιες που έχουν χτίσει στα χαλάσματα του τις φωλιές τους.
Και κανείς δε με ξέρει, ούτε ποτέ με ήξερε κανείς. Ω! ναι, με ήξεραν σαν κόρη του Λυκάονα. Εμένα, τη Θεία, για τον εαυτό μου, κανείς δε μ’ ήξερε ουδέ με ξέρει. Όλοι γνωρίζουν όμως την Καλλιστώ. Βλέπεις εκείνη ήταν η όμορφη, η ζωηρή, η τολμηρή, εκείνη διάλεξε ο θεός να κάνει έρωτα μαζί της.
Μα κάτσε πιο βολικά στην καρέκλα σου. Εσείς οι νέοι, πάντοτε έτοιμοι για κίνηση, για τίναγμα, για φευγιό.
Όπως βλέπεις μου βρίσκονται καρέκλες ακόμα.
Μα και τι τις θέλω;..
Τις βλέπω κάθε μέρα έτσι έρημες μπροστά μου και λέω να δω ποιος θα βαστάξει περισσότερο, εγώ ή αυτές...
Όμως χώρος υπάρχει εδώ μέσα για πολλά έπιπλα. Κάποτε ζούσαν σ' αυτό το σπίτι πενήντα παιδιά, χώρια το υπόλοιπο σόι.
Θα στα ’χουν πει.
Οι άνθρωποι και όχι ο χώρος λείπουν από το σπίτι ετούτο που  κάποτε πλαντούσε από ζωή.
Δεν θα πετάξω τις καρέκλες όσο κι αν παλιώσουν. Κάποτε μπορεί τα κουρασμένα σώματα των πεθαμένων να ζητάνε να ξεκουραστούνε. Και πού αλλού θα πήγαιναν παρά στο σπίτι τους;
Όταν έχει συννεφιά πώς ξέρω ότι ο παππούς σου ή η μητέρα του δεν έρχονται για να ξεκουραστούν λίγο εδώ μέσα;
Καμιά φορά έχω την αίσθηση πως κιόλας είναι εδώ, και ανοίγω κουβέντα μαζί τους, ίδια καθώς τώρα κουβεντιάζω με σένα.
 Το καταλαβαίνω πως είναι εδώ γιατί οι πολυθρόνες που κάθονται πάνω τους λάμπουν μ’ ένα χρυσό αστροφώς.
Και κάποτε ήρθε ο πατέρας μου ο ίδιος και κάθισε σε κείνην εκεί την καρέκλα.
Το κατάλαβα από τον τρόμο που πήραν οι γάτες που μαζεύονται στην εξώπορτα και από τα ανήσυχα γαυγίσματα των σκύλων γύρω από το σπίτι.
Ποιος ξέρει, μπορεί να έρχονται και τα πενήντα αδέρφια μου, μοιάζοντας σαν ανθρακωρύχοι που έχουν γίνει ένα με το κάρβουνο, έτσι καθώς τους άφησε με τις σάρκες καρβουνιασμένες από τους κεραυνούς του ο μεγάλος μας θεός. Μας ρήμαξε αλήθεια ο θεός αυτός.
Έδωσε λέει θεϊκή ρίζα στο γένος μας. Ποιος του το ζήτησε; Ύστερα θεϊκή ρίζα δεν έλειπε από το γένος μας. Η Γη, ο Πόντος, ο Ωκεανός, η Τηθύς, ήτανε προγονοί μας.
Ναι, μιλάω τόσο ελεύθερα για τους θεούς γιατί είμαι τόσο γριά που σχεδόν είμαι αθάνατη κι εγώ. Τίποτε άλλο δεν ξεχωρίζει τους θεούς από τους ανθρώπους παρά η αθανασία τους. Γι αυτό οι γέροι και οι γριές τους πλησιάζουν κι έχουν το δικαίωμα να μιλάνε γι αυτούς άφοβα. Μετριούνται σαν ίσοι προς ίσους πια με κείνους. Γιατί βλέπουν πως δεν είναι οι θεοί αθάνατοι, μόνο οι άνθρωποι είναι θνητοί και δεν προλαβαίνουν να δουν τους θεούς να πεθαίνουν.

Σου έλεγα πριν πως έρχονται και τα πενήντα αδέρφια μου εδώ μέσα. Μια μυρουδιά σερνικού γεμίζει τότε το σπίτι. Και μπορεί η δύσπνοια που με πιάνει τις ημέρες εκείνες να είναι από το συνωστισμό με τόσους νεκρούς που μαζεύονται τότε, καθώς κουβαλούν μαζί τους και την άπνοια και μένουν εδώ για κάμποσο.
Α! Πόσο διαφορετικά ήταν όταν όλοι αυτοί ήσαν ζωντανοί και το παλάτι έμοιαζε σαν μια μεγάλη κυψέλη που χαρούμενες μέλισσες το γέμιζαν…
Ναι, μου ’ρχονται στη θύμηση μου τέτοια κάποτε, σαν τώρα που σε είδα.
Τι αίσθηση και κείνη, να είμαστε μαζί με την προγιαγιά σου την Καλλιστώ οι μόνες αδερφές μέσα σε πενήντα αγόρια!
Είσαι μοναχογιός και δεν ξέρεις τι θα πει αδερφός και αδερφή.
Δεν μπορείς να ξέρεις πόσο θα καμάρωνες να βγαίνεις με την αδερφούλα σου στο παζάρι ή για να μαζέψετε ξύλα και να μην μπορεί να την πειράξει κανείς επειδή εσύ θα την προστάτευες.
Και βέβαια δεν θα ήξερες ούτε τότε, πόσο ήσυχες, αμέριμνες, ασφαλείς από κάθε κακό και πόσο περήφανες αισθάνονται δυο αδερφές με πενήντα αδέρφια.
Αν φτιάχνανε αυτοί ένα γύρο και μεις καθόμασταν δίπλα του, θα ήμασταν τα πολύτιμα πετράδια σ’ αυτό το δαχτυλίδι.

Όλοι μας ζήλευαν να έχουμε αδέρφια τόσα.
Αλλά κι αυτά μας αγαπούσαν.
Κι η πιο παράξενη πεθυμιά μας ήτανε διαταγή γι αυτούς.
Η Καλλιστώ πολλές φορές τους είχε ζητήσει χάρες, κάτι  που εγώ δεν τόλμησα ποτέ να κάνω.
Μια φορά θυμάμαι-πόσο μακρινές θύμησες!-τους απαίτησε να της φέρουνε τρία λιοντάρια μέσα σε κλουβιά.
Ήθελε, τους είπε, να νιώσει βασίλισσα των λιονταριών έτσι που θα τα έκανε ότι ήθελε καθώς αυτά θα ήσαν φυλακισμένα.
Το έκαναν. Πενήντα θεριά τι ήτανε γι αυτούς να πιάσουνε τρία άλλα θεριά ζωντανά;
Και στάθηκαν μετά όλα τ’ αδέρφια στη σειρά να περάσει και να τους φιλήσει έναν έναν μετά το κατόρθωμα τους η Καλλιστώ, για να τους δείξει την αγάπη της και για να τους ανταμείψει για την υπακοή τους.
Για μέρες παίδευε τα κακόμοιρα τα λιοντάρια.
Πόσα δεν είχανε κάνει τ’ αδέρφια της γι αυτήν!
Δε λέω, και μένα μ’ αγαπούσαν, όμως εγώ δεν τους γύρεψα τίποτε άλλο παρά την ήρεμη και σίγουρη αγάπη τους. Και είναι αλήθεια πως ποτέ δεν με ρώτησαν και μένα αν θέλω κάτι.
 Επειδή δεν ήμουν αρκετά όμορφη σαν την Καλλιστώ; Επειδή ήξεραν πως θα τους έλεγα πως δε θέλω τίποτα; Ποιος ξέρει.
Η ντροπαλή-έτσι μ’ έλεγαν.
Και ήμουνα.
Πάλι ποιος μπορεί να ξέρει τι έχει μέσα του το μυαλό πενήντα νέων που τους ενώνει το ίδιο αίμα και που αυτό το αίμα βράζει από νιάτα, από δύναμη, από ομορφιά και εξουσία;
Κυρίως το τελευταίο.
Και είχανε μεγάλη περηφάνια να είναι πριγκιπόπουλα της Αρκαδίας.

Και καθότανε με τις ώρες ο πατέρας μας να τους διηγιέται την καταγωγή μας και την ανωτερότητα τους απέναντι σε άλλους, άσημους βασιλιάδες. Τα βράδια μπρος στο τζάκι, στη μεγάλη πίσω αίθουσα, ό πατέρας έλεγε κι έλεγε, ενώ με περιέργεια και με ενδιαφέρον τον ακούγανε πηγαινοέρχοντας τα παιδιά και τσιμπώντας την ίδια στιγμή από τα ανθρώπινα κρέατα που ψήνονταν στο μεγάλο τζάκι. Κι αν έχαναν κάποιο κομμάτι από τη διήγηση δεν τα πείραζε. Στην αυριανή ή στην παραυριανή μάζωξη θα τα ξανάκουγαν. Δε βαριότανε-τι λέω δε βαριότανε, ευκαιρίες γύρευε να τα λέει και να τα ξαναλέει ο παππούς σου.
Και με τη μυρωδιά από ψημένα κρέατα να γεμίζει την αίθουσα, τους έλεγε για τον πατέρα του τον Πελασγό, πόσο γενναίος και έξυπνος ήταν ανάμεσα στους συμπατριώτες του και πόσο ένιωθε να μη τον χωράει ο τόπος που ζούσε, ώστε έχτισε δική του πόλη, την Παρρασία, και έγινε βασιλιάς της για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια.

Είμαι σίγουρη πως ξέρεις τα ονόματα όλων των προγόνων και συ, μα μπορεί και να τους μπέρδευες καμιά φορά. Γιατί βλέπω πως κάποτε πρέπει να σκέφτεσαι για λίγο, ώστε να μπορέσεις να παρακολουθήσεις τα λεγόμενα μου. Και αυτό το βρίσκω φυσικό μιας και ζεις μακριά από την Αρκαδία.
Γι αυτό θα ακούσεις κι από μένα λίγα για του σογιού μας την γενεαλογία-έτσι δεν τη λέτε στο σχολείο σας;
Ο Πελασγός ήτανε ο παππούς μου. Πατέρας του πατέρα μου του Λυκάονα.
Ο πατέρας μου λοιπόν, διηγιόταν συχνά τα κατορθώματα και τις νίκες που είχε κάνει ο δικός του πατέρας, ο Πελασγός, σε τοπικούς πολέμους, ώσπου να επικρατήσει στην περιοχή χτίζοντας την Παρρασία.
Τους έλεγε ακόμα για τον παππού του τον Αρέστορα, πατέρα του Πελασγού, που είχε την καταγωγή του από τον Φόρκυ, γιο του Πόντου και της Γης, για τη μητέρα του τη Μελίβοια, που ήτανε παιδί του Ωκεανού και της Τηθύς, και τους έλεγε ιστορίες που ο πατέρας και η μητέρα η δική του του είχαν διηγηθεί.
Εκείνο όμως που περισσότερο χαιρόταν να λέει και να ξαναλέει ήτανε για τη ζωή του σαν πριγκιπόπουλου της Παρρασίας-πριν γίνει βασιλιάς ολόκληρης της Αρκαδίας.
Και έλεγε... και έλεγε...
Και αν κάποιος απ’ όλους τον ρωτούσε πώς αυτός που ήτανε γέννημα της θάλασσας από πατέρα και μάνα κατάντησε να ζει σε μια χώρα πετρωτή και βουνίσια, τότε σταμάταγε τη διήγηση, έμενε για λίγο σκεφτικός και ύστερα σήκωνε το μεγάλο χοντρό του κεφάλι προς εκείνον που τον ρώτησε και ξύνοντας το πηγούνι του έκανε απορημένος: "Έλα ντε!"
Όλοι γελούσαν κι εκεί τελείωνε η διήγηση για
κείνο το βράδυ.

Η ζωή ήταν δική μας τότε. Και τι την κάναμε;
Τίποτα.
Η ζωή είναι δική σας τώρα.
Και τι θα την κάνετε;
Τίποτα.
Πού είναι όλα εκείνα που πέρασαν; Χάθηκαν μέσα στο Κενό που όλα στο τέλος καταπίνει.

Θύμησες...
Μα τι άλλο είναι η ζωή παρά θύμησες;
Ως και το που κάτι σου είπα μέχρι τώρα, μόνο να το θυμάμαι μπορώ. Γιατί κι αυτό περασμένο πια είναι.
Ώρες ώρες λέω πως ο άνθρωπος είναι άνθρωπος μόνο επειδή έχει μνήμη. Μα ας έλειπε τέτοια βασανιστική ανθρωπιά.
Α! Και τι δε θα είχα να θυμηθώ! Τα παιχνίδια μας στο δάσος; Το σκαρφάλωμα στα γύρω βουνά;

Όλοι με πρόσεχαν και με περιποιόνταν τότε.
Έψαχνα να βρω το γιατί.
Ούτε που μου πήγαινε στο μυαλό πως στο πρόσωπο μου τιμούσαν τον Λυκάονα που φοβόνταν, και τ’ αδέρφια μου και την αδερφή μου.
Όταν ο Δίας κεραύνωσε τ’ αδέρφια μου, έχασα όλη τη χαρά μου. Τα παιχνίδια σταμάτησαν, η περηφάνια που έκρυβα κι εγώ μέσα μου για την καταγωγή μου έχασε τα φτερά της. Μόνο η αδερφή μου εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται σαν να μην έγινε τίποτα. Γι αυτήν σα να μην χάθηκαν σαράντα εννέα αδέρφια της, κρεμάστηκε τώρα από το λαιμό του Νύκτιμου, του μόνου που μας άφησε ζωντανόν ο Δίας και που ανάλαβε τη βασιλεία της χώρας όταν τον παππού σου τον Λυκάονα τον μεταμόρφωσε ο Δίας σε λύκο. Δεν ξέρω αν σου έχουν πει την αιτία αυτής της μεταμόρφωσης, όμως θα στην πω εγώ έτσι κι αλλιώς, γιατί πρέπει να ξέρεις όλα για την οικογένεια σου που είναι και δική μου.
Βασιλιάς λοιπόν όντας ο Λυκάονας, κάλεσε σε τραπέζι το Δία. Νέος θεός τότε ο Δίας και με την ανάγκη όλων για να σταθεί στο θρόνο του, δεχόνταν προσκλήσεις τέτοιες από ισχυρούς θνητούς.
Είναι όπως όταν σήμερα οι βουλευτές σας κάνουνε κουμπαριές.
Μα στην Αρκαδία τρώγαμε ακόμα ανθρώπινο κρέας. Είτε των εχθρών που πιάνονταν αιχμάλωτοι, είτε εχθρών του βασιλιά. Και ενώ είναι η αλήθεια ότι πρόσφερε πολλά καλά στην Αρκαδία ο πατέρας, όπως ας πούμε ημέρεψε τους κατοίκους και τους έμαθε να ζούνε σε πόλεις και όχι ένας ένας σαν τα θηρία, όμως δεν είχε αλλάξει τη συνήθεια της ανθρωποφαγίας.
Πρόσφερε λοιπόν και στον Δια κρέας ανθρώπινο.
Αυτό είναι και η αιτία που όταν το έμαθε ο Δίας εξαγριώθηκε κι έκανε λύκο τον πατέρα μου και κατακαρβούνιασε με τους κεραυνούς του τα παιδιά του και αδέρφια μου.

Όταν λοιπόν ο πατέρας μου έγινε λύκος και πήρε τα βουνά και ο Νύκτιμος έγινε βασιλιάς της Αρκαδίας, ακόμα ο κόσμος με σέβονταν και με θεωρούσε κάποια με αξία. Μα όταν ανάλαβε ο ανηψιός μου και παππούς σου, ο Αρκάδας, που όπως ξέρεις έγινε βασιλιάς της Αρκαδίας σκοτώνοντας τον Νυκτιμο, τα πράγματα άλλαξαν προς το χειρότερο για μένα.
Δεν με ήθελε διόλου.

Κανείς δε νοιάζονταν για μένα τότε.
Με ενοχλούσε αυτό στην αρχή, όταν δεν είχα καταλάβει ακόμα την αιτία της αλλαγής τους.
Περίμενα να παραμερίζουν στο δρόμο όταν περνούσα, όμως αυτοί ούτε που έβλεπαν ότι υπάρχω. Επίτηδες πήγαινα στην αγορά μόνη μου και γύριζα κουβαλώντας δυο τρεις γεμάτες μεγάλες τσάντες για να δω αν κανείς θα προθυμοποιόνταν να με βοηθήσει.
Τίποτα. Ούτε σα γριά που σχεδόν ήμουν κιόλας.
Κι αν τους εμπόδιζα στο διάβα τους με βρίζανε από πάνου.
Θα πεις πως οι μεγάλοι που με γνώριζαν για χρόνια είχανε λείψει οι περισσότεροι ή σε μάχες σκοτωμένοι ή, σε μετανάστεψη, ή έχοντας πεθάνει νέοι.
Μα έμεναν ακόμα αρκετοί. Κι αυτοί όμως σα να μην με γνώριζαν έκαναν.
Μερικοί περπατώντας με χαιρετούσαν μόνο βιαστικά.
Ένιωσα πως δεν άξιζα πια τίποτα στην Αρκαδία μέσα.

Το πράγμα χειροτέρεψε όταν ο παππούς σου άφησε αυτό το σπίτι για να φτιάξει το καινούργιο του παλάτι "μακριά από τις γριές" όπως έλεγε. Η άλλη γριά ήτανε η Μαία, η γυναίκα που τον ανάθρεψε όταν η Καλλιστώ έγινε αστερισμός. Κι όταν κι αυτόν οι θεοί τον κάνανε αστερισμό και ανέβηκε κι αυτός να κάνει παρέα με τη μητέρα του μέσα στα κρύα πλάτη του ουρανού, ένιωσα τέλεια μόνη και αδύναμη.
Με παρακολουθείς βλέπω με προσοχή.
Νοιάζεσαι για το σόι μας.
Ο παππούς σου θα μπορούσε να είχε αλλάξει μερικά πράγματα σ' αυτό το σπίτι που κάποτε ήτανε παλάτι, αν τα πήγαινε καλά μαζί μου.
Όμως δεν ξέρω γιατί, ποτέ δεν με συμπάθησε.
Ίσως γιατί δεν πέθανα κι εγώ καθώς η μητέρα του.
Ή κι ίσως επειδή ήτανε παιδί θεού είχε μεγάλη περηφάνια και δεν ανεχότανε να ζει κοντά σε παρακατιανούς συγγενείς. Μου ’λεγε όταν τον πιάνανε τα νεύρα του «εκτός που είμαι βασιλιάς είμαι και μισός θεός-τι συγγένεια έχεις εσύ με μένα;"
Δεν τον παρεξηγούσα. Μάλιστα τον καταλάβαινα. Δεν υπήρχαν πολλά τα παιδιά θεών στον κόσμο.

Κοιτάζω από το παράθυρο τα βράδια και τον βλέπω στον ουρανό. Τα πέντε αστέρια του λάμπουνε σχεδόν σαν της μητέρας του. Κι έτσι όπως είναι βαλμένοι οι δυο τους μοιάζει σαν να τον πιάνει από το χέρι η μητέρα του και γιαγιά σου.
Και ο προπάππος σου, όταν αυτοί βγαίνουν σον ουρανό, εκείνος αρχίζει τις σπαραχτικές κραυγές του μέσα από τα δάση, σαν να τους καλεί να ξανάρθουν ή σαν να θέλει κάτι να τους πει-λες και θα τον άκουγαν εκεί πάνω,
Κι εγώ τον ακούω να αλυχτάει φρικώδικα μέσα στο σκοτάδι και η καρδιά μου σπαράζει.
Μα έτσι το θέλησε ο Δίας. Και ποιος μπορεί να πάει κόντρα στη θέλησή του;
Μας βάζει νόμους και μεις τους τηρούμε και ζούμε μ’ αυτούς.
Και ξαφνικά η βουλή του αλλάζει. Πώς θα έπρεπε να ξέρει ο πατέρας μου πως δεν πρέπει πια να τρώει ανθρώπινο κρέας;
Μα όταν οι θεοί θέλουνε να χαλάσουνe κάποιον, δεν λογαριάζουν νόμους κι ας τους είχανε οι ίδιοι βάλει.

Εγώ βαθιά μου δεν πολυπίστευα πως οι θεοί κανονίζουν όλα τα ανθρώπινα. Και αυτό ο παππούς σου το είχε καταλάβει και ήταν ένας άλλος λόγος αυτό να μην με ανέχεται. Γιατί ήταν σαν έτσι να αμφισβητούσα την αξία της καταγωγής του από το Δία από τη μια, και από την άλλη να πρόσβαλα την τιμή της μητέρας του.

Βέβαια θα σου έχουν μάθει όλες τις ιστορίες σχετικά με την καταγωγή σου, με τους προγόνους, με τις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους.
Μα ξέρω πως οι νέοι θέλουν ν' ακούνε οικογενειακές ιστορίες από κάποιον που ο ίδιος τις έχει ζήσει. Και περισσότερο όταν πρόκειται για ιστορίες πολύ δικών του προσώπων.
Και μένα μου άρεσε αυτό όταν ήμουνα μικρή.
Μικρή! Ποιος ξέρει πόσον καιρό πριν... Από μια ηλικία κι ύστερα δεν παίζουν ρόλο τα χρόνια, όσα κι αν περάσουν.
Φτάνει να καταλάβει κανείς μερικά πράγματα για
να είναι όλα ίδια από κει και πέρα.
Αυτό ίσως δίνει μιαν άλλη όψη στα πρόσωπα και στα γεγονότα, και γι αυτό μπορεί οι νέοι να θέλουν ν' ακούνε τα ίδια πράγματα κι από άλλους. Μπορεί να ’χουν μια κρυφή ελπίδα να μάθουν κάτι που οι γονείς τους τους το έκρυψαν, ή ότι κάποιο περιστατικό δεν έγινε ακριβώς έτσι όπως τους το έχουν πει.
Και καμιά φορά αυτό αλλάζει πολλά πράγματα στη ζωή των νέων.
Και ακόμα όντας νέοι, το μυαλό τους είναι στα παιχνίδια, ξεχνάνε συχνά ό,τι ακούνε και πρέπει να το ακούσουν πολλές φορές για να το θυμούνται.
Ενώ εμένα κάθε ρυτίδα μου είναι κι ένα αυλάκι στο χωράφι της γνώσης. Βλέπεις, όλο τ’ όργωσα.
Εσένα υνί δε βυθίστηκε ακόμα στο δικό σου χωράφι.
Είσαι τόσο νέος!...
Είσαι το μέλλον, είμαι το παρελθόν.
Α! Οι γριές έπρεπε να πεθαίνουν.
Ο πατέρας σου είμαι σίγουρη θα με είχε σκοτώσει και ίσως να μ' έτρωγε αν δε φοβόταν την εκδίκηση του Δία.
Οι γέροι και οι γριές έπρεπε να πεθαίνουν.
Γιατί κανείς δεν τους υπολογίζει.
Ούτε πια και η ζωή.
Είναι γι αυτήν όπως ένα ρούχο παλιό, χιλιοφορεμένο, που όμως δεν το πετά γιατί της θυμίζει την παλιά της εποχή.

Οι γέροι άνθρωποι είναι σαν τα χιόνια τα βρώμικα και μισοπαγωμένα που μένουν σε κάτι σκιερές γωνιές όταν όλα τα άλλα έχουν λιώσει.
Κανείς, ούτε και τα φοβάται πια, ούτε και χαίρεται
μαζί τους.
Οι πόρτες κλείνουν γι αυτούς όπως κλείνουν για έναν άγνωστο ή για έναν αλήτη.
Γιατί τι να πει κανείς μ’ ένα γέρο;
Για να μιλήσει ένας γέρος σε κάποιον πρέπει να τον πληρώσει ώστε αυτός να τον ακούσει.

Και ποιος θα πάει να μου ψωνίσει εμένα; Εγώ μόλις που μπορώ να πηγαίνω ως το κρεβάτι μου την ώρα του ύπνου.
Περνάει κανένα γειτονοπούλα και του δίνω να μου φέρει κάτι. Αλλιώς περνάω με παξιμάδια που έχω πάντοτε κοντά μου.
Και έτσι που ο παππούς σου με έχει εγκαταλείψει, όταν πεθάνω, θα με βρουν από τη βρώμα που θα αναδίνει το λιωμένο σώμα ή όταν έρθει το παιδί για να δει αν θέλω τίποτα.

Μα ήμουν συνηθισμένη στην τέτοια ζωή από μικρή.
Κανείς νέος δε ζήτησε να χορέψει μαζί μου στα γλέντια μας, ενώ γύρω από την Καλλιστώ σχηματίζονταν ένας φράχτης από αντρικά κορμιά που ποθούσαν ν' αγγίξουν το δικό της.
Τότε...
Τα πρωινά, όταν ακόμα ένας κρύος αχνός σκέπαζε τις σπορές, συνήθιζα να βγαίνω έξω απ’ το παλάτι και να κάνω βόλτες στον κήπο και στα γύρω χωράφια.
Άκουγα το τραγούδι των δροσοπηγών μέσα στη βαθιά γαλήνη της φύσης.
Τα γύρω βουνά μοιάζανε σαν τεράστιοι βωμοί με την ομίχλη μυρωμένη κνίσα να χαϊδεύει ερωτικά τις κορφές τους.
Το τελευταίο αστέρι έσβηνε στον ουρανό αφήνοντάς τον όλον άδειο, για να φανερωθεί σε όλη του τη βασιλική μεγαλοπρέπεια ο μεγάλος άρχοντας, ο ήλιος.
Τότε αυτός γινόταν ένα με την ψυχή μου.
Τέτοια πρωινά η θλίψη ήτανε ποτισμένη από τη δροσιά, που δεν ήτανε νερό αλλά δάκρυα χυμένα για κάποιο συντριμμένο ειδύλλιο. Οι μαργαριτούλες των πράσινων λιβαδιών-μικροί ήλιοι-τέντωναν τα φυλλαράκια τους σαν αχτίδες γύρω από το κροκάτο κίτρινο κέντρο τους.
Το παλάτι πίσω μου έμοιαζε μες στην πρωινή πάχνη σαν ένα πλοίο χωρίς κατάρτια και πανιά.
Μα ήταν ένα καράβι με άξιον κυβερνήτη, τον Λυκάονα, τον άγιο πατέρα μου.  
Ένα καράβι που οι γύρω θάλασσες το σέβονταν.
Κι όταν μέσα από το παλάτι ακούγονταν ο θόρυβος των τετζερέδων, οι θόρυβοι του αρμέγματος και οι φωνές από τα αλληλοπειράγματα των αδερφών μου καθώς πλένονταν για να διώξουν από πάνω τους τα όνειρα και τις σκιές του ύπνου, τότε ήξερα πως είναι ώρα να γυρίσω.
Μετά το φαγητό τ’ αδέρφια μου σκορπίζονταν με τα κοπάδια στα γύρω χωράφια και οι δούλες ξανασυγύριζαν την αυλή από την αντρική αναστάτωση, στη γυναικεία τάξη.
Τον χειμώνα κλεινόμασταν όλοι μέσα στο παλάτι και τρώγαμε τραχανά το πρωί και παστό χοιρινό το μεσημέρι.
Τα ψωμιά ψήνονταν κάθε μέρα στους φούρνους που είχε χτίσει ο πατέρας.
Τριζοβολούσανε τα ξύλα στο τζάκι.
Η Μαία μάζευε γύρω της τις γυναίκες του σπιτιού και λέγαμε τις γυναικείες μας κουβέντες με χάχανα και με ιστορίες για αγόρια.
Οι άντρες γυρίζοντας κουβαλούσανε ξύλα και ταχτοποιούσανε στο τζάκι το κρέας.
Το κρασί έτρεχε από τα γένια τους καθώς έπιναν ρίχνοντας ξαναμμένα βλέμματα στις καλόβολες δούλες.
Και τα καλοκαίρια περνούσαν, και οι χειμώνες και
τα χρόνια περνούσαν.

Και ήρθε η ώρα να έρθει ο Δίας στο παλάτι μας και να ταϊστεί το απαίσιο φαγητό. Και πάνε οι αδερφοί μου, εκτός από τον Νύκτιμο στον Άδη, και πάει ο πατέρας μου ο Λυκάονας στα βουνά ν’ αλυχτάει.
Η Καλλιστώ αργότερα έφυγε από το σπίτι.
Την ξεμυάλισε μια φίλη της να αφιερωθεί στην Άρτεμι. Και κείνη, με τόση ζωή και με τόση πεθυμιά μέσα της επήγε, κι ας ήξερε πως η Άρτεμι δε συγχωρεί τους παραβάτες των κανόνων της.
Και σε μια πομπή προς τιμήν της θεάς την είδε ο Δίας και την ερωτεύτηκε.
Λέω πως δε θα δυσκολεύτηκε να τηνε κατακτήσει.
Μα όταν έμαθε η Ήρα ότι η Καλλιστώ εγέννησε από το Δία τον παππού σου τον Αρκάδα, φρένιασε.
Και περίμενε την ευκαιρία να εκδικηθεί.
Ήτανε ρημαγμένο το σπίτι μας, θα του ’ρχονταν κι άλλα κακά.

Ο Νύκτιμος δεν είχε τη δύναμη που χρειάζονταν το παλάτι και η Αρκαδία για να κυβερνηθούνε. Οι δούλοι και οι δούλες το ’σκασαν. Και οι γύρω χωρικοί, που ο πατέρας μου είχε συμμαζώξει και τους έβαλε να ζουν σαν άνθρωποι μέσα σε πόλη κι όχι ένας ένας σαν αγρίμια, να δουν ότι ο Νύκτιμος δεν ήξερε από διοίκηση, αρχίσανε να ξεσηκώνονται και να ζητάνε.
Ως για τον Αρκάδα, μικρός ακόμα ήτανε για βασιλιάς. Κι όταν μεγάλωσε κι αυτός και είχε βγει κάποια μέρα για κυνήγι, η Ήρα, για να εκδικηθεί μέχρι τέλους, τού έστειλε μπροστά του τη μάνα του και αδερφή μου, την Καλλιστώ μεταμφιεσμένη σε αρκούδα, ώστε ο ίδιος της ο γιος να την τοξέψει. Μα ο Δίας πρόλαβε, την πήρε από κει, κι αστερισμό την έκανε στον ουρανό. Κι έχετε σεις σήμερα τη Μεγάλη Άρκτο που βοηθάει τους ναυτικούς να βρίσκουνε το δρόμο τους.
Και σαν έφτασε σε ηλικία ο Αρκάδας κι ήρθε η ώρα κι έγινε ο ίδιος βασιλιάς, έδιωξε τον ανάξιο θείο του κι η Αρκαδία βασίλειο έγινε πάλι ισχυρό.
Και παντρεύτηκε ο παππούς σου εσένα και μένα τ’ ανίψι μου, ο Αρκάδας, την Ερατώ, κι έκανε τρεις γιους-τον πατέρα σου και τους δυο θείους σου, τον Αζάν και τον Αφείδαντα.
Αυτά πια είναι κοντινά, τα ξέρεις.
Το γιο του Αζάν τον Κλείτορα έχει η Αρκαδία τώρα βασιλιά, αφότου οι θεοί κάμανε αστερισμό και τον παππού σου τον Αρκάδα, και δίπλα τον εβάλανε στη μάνα του να μένει σαν η Άρκτος η Μικρή.
Μόνο στον ουρανό θα γλίτωναν οι δυο τους από της Ήρας τη μανία.
Μα κι εκεί ήσυχους δεν τους άφησε η μανιασμένη γυναίκα του ερωτύλου του θεού.
Είπε στους θεούς των θαλασσών να μην αφήνουν τις δυο ουράνιες αρκούδες να βουτάνε μέσα τους και να δροσίζονται.
Έτσι εξηγιέται που και οι δυο αυτοί, μόνοι από τους άλλους τους αστερισμούς, μένουνε πάντα φανεροί στον ουρανό.
Κι απέ ο Αφείδαντας κι ο γιος του ο Αλεός πιάσανε την Τεγέα, ενώ εσένα ο πατέρας σου σου ’καμε δώρο την Ελάτεια στη Φωκίδα. Μα ξέρω και ας μη κανείς να μου το πει, πως ζήτημα χρόνου είναι της Αρκαδίας τα γκέμια συ να τα πάρεις.
Εμείς οι γριές μπορούμε να διαβάζουμε.
 Όταν έχεις ζήσει τόσα χρόνια κι έχεις δει τόσα πράγματα να γίνονται και να ξαναγίνονται ίδια και ίδια, τότε μ’ ένα βλέμμα που θα ρίξεις σε έναν άνθρωπο καταλαβαίνεις τα πάντα γι αυτόν.
Από τον τρόπο που μιλάει, από το ύφος που παίρνει για να ξεστομίσει την κάθε λέξη, από τα συναισθήματα που διαβάζεις σαν σε βιβλίο ανοιχτό μέσα στα μάτια του, από τον τρόπο που κινεί τα χέρια του ή το κορμί του ολόκληρο μιλώντας, από ένα μικρό σπασμό της γωνίας του στόματος του, οι γέροι άνθρωποι, από το καθένα απ’ αυτά και από όλα μαζί, οι γέροι μπορούν να σου πουν τα πάντα για κάποιον άλλο.
Οι γύφτισσες που λένε τη μοίρα στης Τρίπολης τα σπίτια, οι καφετζούδες που βλέπουν το μέλλον στο φλιτζάνι, οι χαρτορίχτρες, οι πεντοβολατζούδες και τόσες άλλες γυναίκες που λένε τη μοίρα στην πόλη σου ή στην Αρκαδία ή στα παζάρια της Ανατολής, δεν είναι παρά έξυπνες και εξασκημένες γυναίκες, που με μια ματιά που θα ρίξουν στον άνθρωπο που πάει να μάθει τη μοίρα του, μπορούν να πουν τα πάντα-πίστεψέ με: τα πάντα-για τον άνθρωπο αυτόν. Και όλα να βγουν αληθινά. Και το που ρίχνουν τα χαρτιά και τα πεντόβολα, και το που κοιτάνε το φλιτζάνι, είναι για τους ευκολόπιστους μονάχα.
Έτσι κι εγώ που βλέποντάς σε ξέρω τα πάντα για σένα, σου δίνω τη σίγουρη πρόβλεψη ότι θα βασιλέψεις στην Αρκαδία.
Και σου αξίζει.
Και της αξίζει.
Έχει πολύν δρόμο να κάνει ακόμα η Αρκαδία-κι ένα της βήμα θα είσαι εσύ.
Εγώ θα σε βλέπω από εδώ μέσα, από το σπίτι-παλάτι από όπου ξεκίνησε η πορεία των βασιλιάδων της Αρκαδίας και θα μαθαίνω από τ’ αστέρια πώς προοδεύει η βασιλεία σου, κοιτάζοντάς τα από το παράθυρό μου μέσα.

Και τι δεν μπορεί να δει κανείς από το παράθυρο του!
Τον Απρίλη να φτάνει φορτωμένον ελπίδες κι αρώματα, τα δέντρα να φιλιούνται στο μισοσκόταδο, τη χλόη κάθε μέρα και πιο ζωντανή, τη φρεσκάδα των ολοκόκκινων λουλουδιών, το άσπρο φεγγάρι, τα μαραμένα φύλλα του χινόπωρου, τη γαλήνια λευκότητα του χιονιού το χειμώνα.
Και ακούς...
Ακούς τους λυγμούς των δέντρων για τα πουλιά που τους έφυγαν, τον αντίλαλο των κραυγών των πουλιών που τρομάζουν από τα γεράκια, τα καμπίσια σκυλιά να γαυγίζουν τους περαστικούς, τον αγέρα να καρφώνει τα κρύα του δόντια στα παράθυρα, το μονότονο και θλιβερό τραγούδι της βροχής.
Κάποιες φορές το δείλι,  κάποιο παιδί με βοηθάει να κατέβω στον κήπο.
Τότε παίρνω μια βέργα και χαράζω γραμμές στο χώμα. Γραμμές που δεν ξέρω γιατί, αλλά μου μοιάζουνε σαν οι εικόνες τους να βγαίνουν από την ψυχή μου. Κάθομαι και τις κοιτάζω ώρα πολλή.
Και τότε νιώθω ελαφριά την ψυχή μου σαν να έβγαλε πολύ βάρος από μέσα της και γίνομαι εγώ το μελτέμι που περνάει μέσα από τα τραχιά δέντρα, και γίνομαι εγώ τα πέταλα τα άλικα των ανθών, και είμαι εγώ κι όχι οι πηγές που αναβλύζουν το δροσερό νερό, και είμαι εγώ ο μεταξένιος ιστός της αράχνης που χωρίζει το γαλάζιο τ’ ουρανού από το γαλάζιο της θάλασσας. Και πέφτοντας ο ήλιος, βλέπω τον κάμπο πέρα να θρηνεί και βλέπω τον πράσινο βάλτο να σβήνει τα φώτα του και ν’ ανάβει τις πράσινες φωνές των βατραχιών του, και βλέπω να μεθάει όλη η φύση με πιοτό καμωμένο από δάκρυα…

Μιλάω και συ αγαπητό μου παιδί δεν με διακόπτεις.
Με ακούς με προσοχή και θα έλεγα όλο και με περισσότερο σέβας.
Μα παιδί μου, ολοζωής κι αν μιλάει ο άνθρωπος δεν καταφέρνει να πει όσα ένα πράγμα με την ύπαρξη του μόνο λέει.
Α! Τα πράγματα!
Και με την ανάσα μας μόνο τα βεβηλώνουμε!
Τα πράγματα!
Που μόνο επειδή αυτά μας ανέχονται υπάρχουμε! Κοίτα αυτές τις ξεχαρβαλωμένες καρέκλες που ρήμαξαν από τα βλήματα της κακίας και της ψευτοπερηφάνιας μας!  
Πότε άραγε θα πάψουμε να πληγώνουμε την αγιότητα της σιγής τους με επινοημένα βλήματα λέξεων που δε ζουν παρά ώσπου να διαγράψουν την τροχιά τους στον έρημο αέρα και που ποτέ δεν βρίσκουν το στόχο τους; Αχ! Θα μπορέσουν ποτέ να μας συγχωρήσουν όλα αυτά που, προσπαθώντας να γνωρίσουμε τους εαυτούς μας, περιγράφουμε;
Μα σε κρατώ και ίσως θέλεις να πας κάπου με τους φίλους σου, να δεις την πόλη.

(Ο Στύμφαλος κυττάζει το ρολόι του και το πρόσωπό του παίρνει μια καθησυχαστική έκφραση. Σιωπή.)

Έχω καιρό να μιλήσω τόσο.
Είχα σωπάσει.
Δεν μιλούσα σε κανέναν.
Είχα αρχίσει να βυθίζομαι στην επικράτεια της αδιάλυτης ομίχλης.
Έχω τόσον καιρό να μιλήσω που αύριο, λέω, θα με πονάει ο λαιμός μου-όχι, μην ανησυχείς, ευχάριστος πόνος θα είναι.

Αναρωτιέμαι καμιά φορά τι θα είχαν απογίνει τα αδέρφια μου αν είχαν ζήσει, και δίνω μόνη την απάντηση: θα είχαν απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλο μακρύτερα από όσο οι γαλαξίες, που όπως λένε οι σοφοί σας όλο και απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο-όσοι θα προλάβαιναν να επιζήσουν από το αλληλοεξόντωμα για την εξουσία-γιατί λίγοι θα επιζούσαν.
Και γιατί άραγε θα σκότωναν ο ένας τον άλλο; Μα για τη γωνιά της γης που λέγεται Αρκαδία, Τεγέα, Παρρασία, Ελάτεια, 'Αργος…
Τι τάχα περιμένουν οι άνθρωποι διεκδικώντας μια δράκα γης; Τι περιμένουν μπαινοβγαίνοντας σαν τους τυφλοπόντικες μέσα στις τρύπες τους; Πού οδηγάει όλο αυτό το ρέμα της ασέβειας και της αναξιοπρέπειας;

(Μικρή σιωπή. Η Θεία τινάζει ελαφρά το κεφάλι της σαν για να διώξει ένα έντομο ή μια σκέψη ανεπιθύμητη)

Πού έχετε αλήθεια αφήσει το λεωφορείο; Στην πλατεία του Άρεως υποθέτω. Όλοι οι τουρίστες εκεί κατεβαίνουν. Τρώνε βιαστικά το σουβλάκι τους ενώ ο οδηγός που πάντοτε τελειώνει γρήγορα και πηγαίνει πρώτος στο αμάξι του τους φωνάζει:
"Άντε, αργήσαμε, έχουμε δρόμο!"
Δρόμο για πού; Δρόμο για τι; Και πότε τελειώνει αυτός ο δρόμος;
Και άραγε στο τέλος του θα ξαναβρούμε την αγνή μας ψυχή;

Νοιώθω πως το μυαλό σου ανταριάζει αγαπημένε απόγονέ μου από τα σχέδια και τις σκέψεις γι αυτό που έχεις βάλει για σκοπό της ζωής σου: να κερδίσεις το θρόνο της Αρκαδίας.
Όμως μην ανυπομονείς. Ξέρεις και συ αλλά και η αρχαία μου γνώση στο επιβεβαιώνει, ότι δικός σου θα γίνει ο θρόνος της.
Ο Κλείτορας δε θα σου φέρει αντίσταση. Δεν έχει άξιους βοηθούς.
Ο Αλεός, και να είχε τα κότσια να τόνε βοηθήσει, είναι τόσο τώρα απασχολημένος με τους έρωτες της κόρης του της Αυγής με τον Ηρακλή, και είναι ευκαιρία θα ’λεγα, να κάνεις τώρα κείνο που είναι να γίνει.
Άλλωστε του Κλείτορα η καρδιά χτυπάει για βόρια.
Δεν ξέρω αν έχεις γνωρίσει το γιο του το Λυκούργο που ’κανε με κάποια Νέαιρα.
Αυτός είναι ακίνδυνος, όμως ένας γιος εκείνου του Λυκούργου, Αγκαίο τόνε λένε, είναι σκληρός και τον τραβάει η δόξα.
Έμοιασε της Ευρυνόμης της μητέρας του-το θρακιώτικο πείσμα της έχει πάρει.
Αυτός μετά από σένα στης Αρκαδίας το θρόνο θα καθίσει.
Όταν εσύ θα ’χεις γεράσει πια.
Γενιά κι αυτός δικιά μας-τι να πεις...

Μα τα δικά μας τώρα ας δούμε.
Εσύ θα γίνεις βασιλιάς κι εγώ από δω όλα θα τα μαθαίνω για σένα.
Μα ακόμα βασιλιάς δεν είσαι, και τώρα για το σπίτι σου γυρνάς.
Όταν λοιπόν θα πας εκεί με το καλό, να μου φιλήσεις τη μητέρα σου. Θαρρώ απ’ όλο μας το σόι εκείνη μόνο μ’ αγαπάει.
Και οι γέροι που μονάχοι ζουν, θέλουνε κάποιος να τους δείξει πως τάχα τους αγαπάει. Κάποιος να τους ειπεί μια λέξη φιλική. Τότε νομίζουν ότι παίρνουν κάποια αξία και πως γι αυτήνε τη ζητιανεμένη αξία έχουν δικαίωμα να ζήσουν λίγο ακόμα.
Θλιβεροί δεν είναι οι γέροι;    
Α! Πόση ζωή να μου ’δωσε τάχα αυτή η επίσκεψή σου;
Βλέπεις κάθομαι εδώ και περιμένω να έρθει κάποιος να με δει. Ναι, έτσι είναι. Έτσι έκανα από μικρή. Νόμιζα πως κάποιος ωραίος και πλούσιος νέος θα ερχότανε να μου πει πόσο ωραία είμαι και δεν θα φύγει πια από κοντά μου. Θα με παίρνει από πίσω όπου πάω παρακαλώντας με να τον παντρευτώ. Και μη νομίσεις πως θ’ άλλαζα κι αν ακόμα ήξερα πως κανείς δεν πρόκειται να έρθει. Και δεν άλλαξα. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Πεθαίνει ίδιος όπως γεννιέται, μόνο τώρα με γεμάτο ζάρες το πρόσωπο.
Κι έτσι αργά, θλιμμένη και σκεπασμένη τον μανδύα της σιωπής όπως ζω, έτσι και θα περάσω την πύλη του θανάτου.
 Κι αν αργεί ακόμα ο θάνατος να έρθει είναι λέω που δεν μπορεί να με βρει εδώ μέσα χωμένη που είμαι.

Η αδερφή μου δε γνώρισε τέτοιες ανησυχίες. Το ίδιο κι ο πατέρας και τ’ αδέρφια μου. Κι αναρωτιέμαι-αυτοί ή εγώ είμαι η κερδισμένη που ζω για να με βασανίζουν όλα τούτα;
Μα τι ρωτάω; Ποιος θα μου απαντήσει;
Θα μένω μόνη εδώ βλέποντας με νοσταλγία να φεύγουν το πρωί τα κοπάδια των προβάτων σηκώνοντας κουρνιαχτό στον ήσυχο δρόμο.
Οι πηγές θα ζητούνε τα χείλια μου, τα δέντρα το άγγιγμα μου, μα εγώ θα μένω ακίνητη σ’ αυτή την ετοιμόρροπη πολυθρόνα και θα πετώ βορά στις τύψεις τη συνείδηση μου κοιτάζοντας το φεγγάρι που γυρίζει την πλάτη του στους γαλαξίες για να συντροφεύει συμπονετικά και ανυστερόβουλα τη γη.
Η αθώα ψυχή της χλόης και τα τραγούδια του νερού, θα ζευγαρώνουνε κάθε μέρα στο ζείδωρο πάντρεμά τους, πλέκοντας το πράσινο πλατύ κρεβάτι της γης, το πάντα έτοιμο για έρωτα ή για θάνατο.
Θα βλέπω τα βουνά ν’ αναπνέουν, το φως να μαραίνεται κάθε βράδυ, και θα νιώθω το μυτερό αγκάθι της θλίψης να εξερευνάει τα βάθη της ανήσυχής μου ψυχής.
Η απελπισία δεν έχει μυστικά από μένα.
Οι σταγόνες της βροχής θ' αργοπεθαίνουν στα τζάμια του παράθυρου και σκιά βαριά θα σκέπει τα δρομάκια της πικρής μου σκέψης.
Θα είμαι μια γριά που θα βλέπει να θρυμματίζεται ο ουρανός και θα νιώθει την ψυχή της γεμάτη με πόνο για ό,τι άγνωστο της μένει. Κι αυτό θα είναι το τέλος του παραμυθιού. Μόνο που κανένα παιδάκι δε θα λυπηθεί γι αυτό-κανένα δεν θα τ’ ακούσει.

(Ακούγεται κόρνα αυτοκινήτου. Ο Στύμφαλος σηκώνεται)

Στύμφαλε συ, που έδωσες τ’ όνομα σου στη λίμνη με τα σιδερένια πουλιά-και που έδωσες ζωή και πάλι σε μια ετοιμοθάνατη γριά, η ορισμένη ώρα που ήμασταν μαζί πέρασε. Ναι, πρέπει να πηγαίνεις.
Οι οδηγοί είναι ανυπόμονοι και εγωιστές. Νομίζουν πως οδηγούν τον κόσμο ολόκληρο.
Δε σε κέρασα τίποτα-τίποτα δεν μου βρίσκεται. Μα βγαίνοντας, κόψε από τον κήπο μήλα και κέρασε και τους φίλους σου, Φαίνονται ακόμα οι καρποί πάνω στα δέντρα.
Μην πεις όλα τούτα στην οικογένεια.
Πες τους πως περνώ καλά με μια μαγείρισσα και με μια υπηρέτρα.
Μπορείς ακόμα να τους πεις πως δε με βρήκες, ή πως σου είπαν ότι έχω πεθάνει.
Εξάλλου δε θα πεις και κανένα μεγάλο ψέμα.
Κράτησε για τον εαυτό σου τη συνάντηση αυτή.
Πάλι όπως θέλεις. Εσύ είσαι ο βασιλιάς, εσύ αποφασίζεις.
Μόνο, αν αποφασίσεις να πεις πως πέθανα, στη μητέρα σου να πεις την αλήθεια.
Και μην ξεχάσεις να τηνε χαιρετίσεις από μέρους μου.
Στάσου να σου κατεβάσω λίγο πίσω το πουλόβερ σου. Ίδια όπως του παππού σου τραβάει προς τα πάνω.
Σκύψε να σε φιλήσω.
Και τώρα βόηθα με να έρθω μαζί σου μέχρι την πόρτα.
Όταν φύγεις, κλείνοντάς την πίσω σου, όλα θα γίνουν πάλι ίδια εδώ μέσα. Με μιαν ανάμνηση παραπάνω μέσα σε αυτές που ακόμα δεν έχουν παραδοθεί: την επίσκεψη σου.
Στο καλό παιδί μου.

(Ακούγεται κόρνα αυτοκινήτου)

Καλά, καλά, έρχεται.

(Στον Στύμφαλο)

Καλό σου δρόμο συνεχιστή της ιστορίας της Αρκαδίας και της οικογένειας.
Και πες του οδηγού να μην τρέχει.
Οι δρόμοι μας δεν είναι οι καλύτεροι.

(Ο Στύμφαλος βγαίνει. Η Θεία κλείνει την πόρτα και κάθεται στην πολυθρόνα.  Μένει για λίγο ακίνητη. Ακούγεται η μηχανή του αυτοκινήτου. Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της και σηκώνει το χέρι της σε αργή κίνηση αποχαιρετισμού).

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

 ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ…

 «Την Κυριακή ο λαός θα γράψει ιστορία»
Τσίπρας

Για να γράψεις φυσικά θέλεις μολύβι.
Και χαρτί. Και κάπου βέβαια ν’ ακουμπήσεις.
Μ’ αν για λίγο το κεφάλι σα γυρίσεις
το μολύβι κάποιος παίζοντας σου κρύβει
ή, χειρότερο απ’ αυτό, αν στο πετάξει,
πώς τη ρήση σου ο λαός θα κάνει πράξη;
Και καλά, έστω μολύβι πως υπάρχει,
μ’ αν σου λείψει το χαρτί τότε πού γράφεις;
Κι αν δεν έχεις ν’ ακουμπήσεις ούτε ράχη;-
τοίχους πάλι με συνθήματα θα βάφεις;
Κι άντε, πες, έστω ο λαός όλα τα βρήκε
και στην τάξη του γραψίματος εμπήκε.
Μα λιγάκι η Νου Δυο να τον σκουντήξει
στο χαρτί μόνο γραμμές δε θα τραβήξει;
Ή  ο Κουτσούμπας εάν όλο το μελάνι
(και το ξέρεις, το ΚουΚουΕ τέτοια τα κάνει)
σ’ ό,τι γράψει ο λαός πάνω το χύσει,
η σελίδα όλη πια δε θα μαυρίσει;
Ή, αν δίπλα ο Βενιζέλος τραγουδάει,
το μυαλό του ο λαός θα ’χει στην κόλλα-
ή βροντώντας τα κι εκείνος κάτου όλα
στο σκοπό του τραγουδιού μήπως πηδάει;
Κι αν οι ΑΝΕΛ την Κουντουρά δίπλα τού ρίξουν
και τα μάτια του απ’ τις κόγχες τους πηδήξουν,
των γραμμάτων θα τα νοιάζει πια το πλήθος,
ή της Έλενας τα χείλια και το στήθος;

Κι άντε, όλα τα στραβά που ’χω αραδιάσει,
ας ειπούμε ο λαός τα ’χει μεριάσει-
κι ότι τα ’χουν σφραγισμένοι κλείσει τάφοι.
Όμως Τσίπρα: Ο ΛΑΟΣ ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙ;!;


CERN-ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ
ΤΗΣ ΓΕΝΕΥΗΣ
10-9-08

Τι άσκοπα τα λεφτά τους που χαλάνε
αυτοί οι ανεκδιήγητοι Ευρωπαίοι!
Το Σύμπαν θέλουνε να δούνε λέει
πώς άρχισε! Και χρόνια κουβαλάνε

και χτίζουν ένα τούνελ στη Γενεύη
που στην αρχή του κόσμου θα τους πάει-
πριν απ’ του χάους τα πηχτά ερέβη
κι ο Χρόνος πριν αρχίσει να μετράει…

Επιστημονικές, χαζές σπατάλες…
δε ρώταγαν και κατά δω κανέναν
να μάθουν τις αλήθειες τις μεγάλες
που τώρα θα τους πει αυτή η πέννα:

Γιατί, το Σύμπαν μας, ω! προφεσόροι
από έλληνα έναν είχε ξεκινήσει,
το πάμμικρο όταν Σύμπαν είχε-a priori-
με το ποδάρι του αυτός κλοτσήσει.

Όλα απ’ τους έλληνες δεν ξεκινήσαν;
Κάτι αντίθετο έχετε να πείτε;
Πού πρώτοι οι έλληνες-πέστε!- δεν ήσαν;
Βλέπετε; Δεν μιλάτε: συμφωνείτε!

Κι έσπασε αυτό κι απλώθηκε και τρέχει
κι από κοντά ο έλληνας το έχει
γιατί εκτός που ξέρει να κλοτσάει
πολύ καλά κατέχει κι από χάη…

Και μη φοβόσαστε πως μαύρη τρύπα
το CERN που ίσως γεννούσε, θα σας χάσει-
το ξέρω και ως τώρα ας μην το είπα:
όλες ο έλληνας τις έχει μάσει

και τις κουβάλησε μες στην Ελλάδα
και από τότε εκείνες καταπίνουν
κάθε που είχε ο λαός ικμάδα
τόσο, που αρχίσανε πλέον να κλείνουν…

Λοιπόν την τέτοιαν αναζήτησή σας
αφήστε την και άλλο κάτι πιάστε.
Και πια τον άχρηστο επιταχυντή σας
σε μας παρακαλώ να τον περάστε:

έχει πολλά εδώ να επιταχύνει-
όπως μ’ αυτό το ποίημα κάνει τώρα
που στο τετράστιχο ετούτο κλείνει
αλλιώς πολλά θα έλεγε ακόμα.



ΟΜΠΑΜΑ ΑΞΙΟΛΥΠΗΤΟΣ
Σάββατο, 29 Μαρτίου 2014

Μετά από τη συνάντηση της Μέρκελ με Ομπάμα
ο Ομπάμα για τους έλληνες γνώμη άλλαξε εν τω άμα.
κι ενώ εκείνοι ήσαν γι αυτόν του χτύπα και του βάρα
να υπολογίζει άρχισε την ελληνίδα φάρα.
Γιατί η Μέρκελ του είπε πως έκπληκτη έχει μείνει
απ’ το που μέγα οι έλληνες θαύμα έχουν κατορθώσει:
παρά την Κρίση να ’χουνε τη χώρα ανορθώσει
σ’ ύψος που μόνο στα παλιά τα χρόνια είχε εκείνη.
«Με αρχηγό έναν Σαμαρά», του είπε, «έχουν πετύχει
κάτι που δεν θα γίνονταν καν ούτε κατά τύχη.»
Και για συντάξεις του ’λεγε, για φάρμακα, μισθούς,
για την Παιδεία,, για φορτηγά, για Υγεία, για ταξί…
και με τον Πρόεδρο άφωνο να ’ναι στο μεταξύ,
εκείνη έλεγε πράγματα θαυμάσια να τ’ ακούς
Κι όπως το Bloomberg είχε αυτός κοιτάξει λίγο πριν,
όπου τα ίδια έλεγε ωραία για την Ελλάδα,
κι ας πάσκιζε, δεν έβρισκε στην τόση του ζαλάδα
η χώρα αυτή ότι μπορεί να έχει κι ένα πλην.
«Έτσι», αναρωτήθηκε, «να είναι η κατάσταση;
Κι όλα με μιαν ειρηνική να γίναν επανάσταση;»
Κι ακόμα έκπληκτος ου μην μα και συνεπαρμένος
απ’ την περίπτωση ολ’ αυτά να ειν’ αληθινά,
στον εν Αθήναις πρέσβη του με ες εμ ες μηνά
να τσακιστεί και να τον βρει να τρέξει εσπευσμένως,
για να του πει αν πράγματι τα όσα είχε μάθει
είναι σωστά ή παράκρουση η Μέρκελ είχε πάθει,
κι αν κάποια μύγα τσίμπησε του Bloomberg τον εκδότη
και την Ελλάδα ανεύθυνα παρουσιάζει πρώτη.
Τρέχει ευθύς ο Ντέιβιντ Πιρς και στον Ομπάμα φτάνει.    
Όταν τον είδε ο Μπαράκ μια καρέκλα πιάνει
σε μία κάθεται ωχρός του δωματίου γωνία
και «πες μου Πιρς» ρωτάει ευθύς, γεμάτος αγωνία
"πες μου για ό,τι γίνεται στη χώρα των ελλήνων-
των απογόνων των γνωστών ηρώων τους εκείνων.
Πώς οι ένοπλες δυνάμεις τους εξοπλισμένες είναι;
πώς είναι τα εσωτερικά; τα εξωτερικά τους;
πώς είναι η μεγάλη τους πρωτεύουσα-αι Αθήναι;
Πώς είναι η Υγεία τους; τα Εκπαιδευτικά τους;..."
"Ένα ένα κύριε υπουργέ- μη τόσο αδημονείτε
και τόσο ανυπόμονος μας δείχνεστε-σταθείτε!
«Με τη σειρά θα έλεγα, όπως κι ο Γεωργιάδης…»
«Ποιος ειν’ αυτός; Ο νεαρός-εκείνος ο αυθάδης;»
«Μη Πρόεδρέ μου! Πιο σιγά! Αυτιά έχουν κι οι τοίχοι
και είναι διαπεραστικοί της ομιλίας οι ήχοι…
Γιατί αν αυτός εμάθαινε πως ίσως τον υβρίζετε
αλί! Γιατί υβριζόμενος μεγάλως εξοργίζεται!»
«Αν όσα η Μέρκελ μου ’λεγε μου πεις ότι είναι αλήθεια,
τότε μεγάλο πράγματι καημό θα ’χω στα στήθια.
Μα έλα Ντέιβιντ, άρχισε τα νέα να μου λες.
και δίχως να μου τα μασάς ό,τι γνωρίζεις πες!
Ξέρω πολύ πως βιάζομαι, αντιλαμβάνεσαι όμως
πως μ’ ολ’ αυτά που άκουσα μέγας με πιάνει τρόμος.
Τόσα που ακούγονται γι αυτούς...εμπρός λοιπόν, πες… πες μου…
 Και πρώτα για τις ένοπλες δυνάμεις μίλησέ μου...»
«Πρόεδρε και πώς να σας το πω… τόσο μπροστά έχουν πάει
που ο στρατός μας δίπλα τους για νήπιο μετράει,
Μ’ αερομεταφερόμενες μπορούνε μεραρχίες
σε δύο μέρες να 'χουνε δικές τους τις Ινδίες.
Αεροπλάνα έχουνε τόσο εξοπλισμένα
που τέσσερα εφ δεκάξι μας δε φτιάχνουνε ούτε ένα.
Οι πεζοναύτες τους μπορούν μ' ένα περίπατο τους
να κάνουνε τη χώρα μας υπάκουο φέουδο τους»
«Και πώς τα καταφέρανε οι έλληνες όλα τούτα-
κράτη να τρώνε ως εάν ήθελε τρώνε φρούτα;»
«Έχουνε αυτοί έναν υπουργό-κάποιονε Αβραμόπουλο
που με τα όπλα παίζει αυτός αφότου ήταν παιδόπουλο-
που παιχνιδάκι είναι γι αυτόν και πόλεμοι και όπλα-
σαν με χαρτιά της τράπουλας να κάνει άλλος κόλπα.»
«Θεέ μου τ' είναι που ακώ;.. και μη σκοπό έχει βάλει
στη χώρα μας η χώρα αυτή-πες να χαρείς-να εισβάλει;"
Όχι ακόμα ευτυχώς. Γιατί έχουν κάποιον Μίκη
που λεν πως είναι μουσικός και που όλοι τον ακούνε,
κι αυτός τους λέει του ωκεανού να μη διαβούν τα μήκη
γιατί απ' τον σοσιαλισμό μπορεί να μολυνθούνε."
«Κι οι τούρκοι πώς τα βγάζουνε μ' αυτούς τους ήρωες πέρα;»
«Τους τούρκους τους στριμώξανε και με μια νέα φοβέρα
καθημερνά τους άμοιρους κατατρομοκρατούνε.
Άνετα σουλατσάρουνε στους τούρκικους αιθέρες
πόλεις των τούρκων παίρνουνε χωρίς να τους ρωτούνε
κι η Θράκη η ανατολική μετράει μάλλον μέρες...»
«Θεούλη μου! Ας λες εσύ-αυτοί και μας θα φάνε!...
Μα πες μου ακόμα φίλε Πιρς, από Παιδεία πώς πάνε;»
«Από την εξυπνάδα τους δυο δυο περνάν τις τάξεις
κι από τη μια στην άλληνε δε δίνουν εξετάσεις.
Μια στο βιβλίο ρίχνουνε ματιά και το 'χουν μάθει.
Το δάσκαλο διορθώνουνε-αυτός κάνει τα λάθη.
Στα χέρια παίζουν φυσική και τριγωνομετρία
και δείχνουν μια για το σκολειό αφύσικη λατρεία.
Και πια επιστήμονες λαμπροί βγαίνουνε κατά δέσμας
με τέτοια φόρα που εμείς δεν είδαμε ποτέ μας.
Τι άλλο κύριε Πρόεδρε  για κείνους να ειπούμε
που όποιον τομέα πιάσουμε μ' αυτούς να μετρηθούμε,
μπροστά τους δε θα πιάναμε μπάζα που λέει ο λόγος
κι όλος δικός μας θα 'τανε στα τελευταία ο ψόγος...»
«Την ανεργία, μη κι αυτή την έχουνε μειώσει;»
«Τι να μειώσουνε;-αυτοί την έχουν χαντακώσει.
Αφού σκεφτείτε, ο υπουργός αυτό που 'χει πετύχει
δεν κάνει πλέον τίποτα κι όλο πασιέντζες ρίχνει.
Και για να μη του πει κανείς πως το 'χει παρακάνει
κάνει ανακλήσεις διορισμών άνεργους για να φτιάχνει…»
«Δε θα μπορούσαμε αυτόν τον θαυματοποιό τους-
της Εργασίας εννοώ τον άξιον υπουργό τους-
στις ΗΠΑ να τόνε φέρναμε μήπως κι εδώ μπορέσει
και μας την ανεργία μας να βγάλει από τη μέση;
Θα ‘λεγες να τολμήσουμε να του το πούμε ή μήπως
έτσι θα εφερόμασταν κάνοντας,παρατύπως;»
«Δεν ξέρω κύριε Πρόεδρε αλήθεια τι να πω…
αυτός ένα καλάμι
άλογο έχει κάμει
και από κει να κατεβεί δεν το ’χει πια σκοπό…
δε βλάφτει όμως να του ’κανα με τρόπο καμιά νύξη…»
«Κάν’ το. Ελπίζω η τόλμη μας πως δε θα τόνε θίξει…»
«Πολύ καλά. Όμως Πρόεδρε, μήπως καλλίτερα είναi
να πάτε ο ίδιος σεις εκεί και να του το ζητήστε;»
«Τι λες εκεί; Αδύνατο! Το πράγμα αυτό δε γίνε-
ται- ειν’ όλοι τους εκεί επιτυχίας μύσται
κι εγώ τι θα ’χα αντίβαρο αντάξιο να δείξω;..
κι αφού μας ξεδοντιάσανε τι δόντια πια να τρίξω;…
Αφού-στο λόγο μου-αυτή που σας μιλάω την ώρα
και μόνο που το σκέπτομαι, ντρέπομαι από τώρα.
Πώς ένας από μας εδώ που είχαμε τη γνώμη
πως πρώτοι είμαστε παντού, μπορεί εκεί να πάει;
Πώς θα δεχτούμε χώρα μια μπροστά μας να μετράει;
…Και μη μας επεράσανε και στην Υγεία ακόμη;»
"Εκεί κι αν είναι πια μπροστά! Κάθε νοσοκομείο
δε νοσηλεύει ασθενείς πιο πάνω από δύο.
Κι όλα τα μέσα έχουνε σε κάθε τέτοιο μέρος.
Για την υγεία του λαού τέτοιος τους ειν' ο έρως
που αν άρρωστους δεν έχουνε, παίρνουν γερούς ανθρώπους
και στα νοσοκομεία τους τα δίκλινα τους βάνουν
κι αφού οι γιατροί με χίλιους δυο τους περποιηθούνε τρόπους
με πάρτι αποχαιρετισμού και πάλι έξω τους βγάνουν.»   
«Αυτό ήτανε! Τελείωσε! Δεν πάω στη χώρα εκείνη!
Ρεζίλι-όχι!- ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δε θα γίνει!»
«Δε σας επίεσε κανείς Πρόεδρε-μην αγχώνεστε.
Κι αφήστε πια τους έλληνες στην όποια πρόοδό τους.
Καλλίτερα έτσι. Φαίνεται πως ήρθε ο καιρός τους.
Ανάμεσα σε γίγαντες, νάνος εσείς μη χώνεστε…»
«…Για δες πού καταντήσαμε… Πρέπει να το δεχτούμε
πως παρασάγγας πίσω τους πλέον εμείς μετρούμε…
Μα κοίτα Πιρς… για κοίταξε… βολιδοσκόπησέ τους…
Θα δέχονταν στρατιωτική βοήθεια να μας δώσουν;
Στο κάτω κάτω -οι μπάσταρδοι-ευθέως ρώτησέ τους!
Ή εντελώς θα ήθελαν να μας ισοπεδώσουν;
Κι αν και σε μας δώσουν καθώς στους Μεξικάνους δίνουν,
ώστε να μην μπορούν αυτοί αφέντες μας να γίνουν,
για δες ρε Πιρς-μπορείς αυτό το πράγμα να το έκα
νες,- να! δηλαδή… αν αυτό εγίνονταν αλήθεια,
η που οι Γραικοί θα έστελναν προς τα εδώ βοήθεια
Μαξικανοί προς Γιάνκηδες να ειν’ εφτά προς δέκα;...»





.



ΤO ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΚΑΙ Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ
    
Ένας πλούσιος είχε στη δούλεψή του έναν υπηρέτη.
Αυτός του γυάλιζε τα παπούτσια, αυτός του έφτιαχνε το φαγητό, τον έπλενε, του ετοίμαζε τις διασκεδάσεις του. O ίδιος ο υπηρέτης ζούσε σε μιαν αχυρένια καλύβα, σε μια γωνιά του κήπου του πλούσιου αφεντικού. Δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και ζούσε μια μίζερη, μιαν άθλια ζωή. Και δεχόταν αδιαμαρτύρητα κάθε ιδιοτροπία ή κακομεταχείριση από το αφεντικό του.
Μόνο σε ένα πράγμα ήταν απαιτητικός, πράγμα που φαίνεται παράξενο για υπηρέτη, όμως έτσι ήταν. Και μάλιστα η απαίτηση αυτή ήταν αδιαπραγμάτευτη για τον υπηρέτη. Αλλά περίεργο είναι και πως το αφεντικό σεβόταν απόλυτα τήν ιδιοτροπία του υπηρέτη του.
Η ιδιοτροπία αυτή ήταν η εξής: ό υπηρέτης ήθελε πάνω στους τοίχους της καλύβας του να βλέπει λέξεις η φράσεις που να του αρέσουν. Οι φράσεις αυτές μπορούσαν να είναι είτε γραμμένες κατευθείαν πάνω στους τοίχους, είτε γραμμένες σε χαρτιά που κρέμονταν από αυτούς.
Ποιες ακριβώς ήταν αυτές οι λέξεις δεν το ήξερε το αφεντικό, όμως καλά καλά δεν το ήξερε ούτε και ο ίδιος ο υπηρέτης. Μπορούσε δηλαδή αυτός να είναι ικανοποιημένος από τις επιγραφές του δωματίου του για λίγους μήνες ή για μερικά χρόνια και ξαφνικά περισσότερες ή λιγότερες από τις λέξεις αυτές να αρχίσουν να μη τον ικανοποιούν πια. Αυτή η έλλειψη ικανοποίησης δεν δηλωνόταν από τον υπηρέτη στον κύριό του, παρά εκδηλωνόταν με ανεπαίσθητες αλλαγές στην συμπεριφορά του προς αυτόν. Ας πούμε άφηνε αυτός αγυάλιστη την εσωτερική πλευρά ενός παπουτσιού του κυρίου του, ή όταν έστρωνε το κρεβάτι του άφηνε ακάλυπτη μια μικρή επιφάνεια κάποιας γωνίας. Άλλες φορές, υποχωρώντας από το δωμάτιο μετά από την ακρόαση πού είχε από το αφεντικό, η υπόκλισή του δεν ήτανε ακριβώς εδαφιαία, αλλά τέτοια που να αφήνει μια μικρή απόσταση μεταξύ κεφαλιού και πατώματος.
To αφεντικό από τη μεριά του έπρεπε να παρατηρήσει τις μικροαλλαγές αυτές και να σπεύσει να διορθώσει τις επιγραφές.
Και πραγματικά το αφεντικό παρατηρούσε αμέσως τις αλλαγές στη συμπεριφορά του υπηρέτη απέναντί του. Και δε θα νιαζόνταν και πολύ το αφεντικό αν δεν είχε γυαλισμένη κάποια πλευρά του παπουτσιού του ή αν μια ακρούλα του κρεβατιού του ήταν άστρωτη, όμως ήξερε καλά πως αυτή η συμπεριφορά ήταν η αρχή μιας σειράς διαταραχών στις σχέσεις του με τον υπηρέτη, τέτοιας που, αν δεν έπαιρνε μέτρα να την ανακόψει έγκαιρα, αυτή θα είχε σαν κατάληξη τη φυγή του υπηρέτη από το σπίτι και την εγκατάστασή του στην καλύβα του κήπου του γείτονα. Και αυτό με τη σειρά του εσήμαινε πως οι υπηρεσίες θα παρέχονταν τώρα στο γείτονα, που μάλιστα περίμενε πως και πως να συμβεί κάτι τέτοιο, επειδή ο υπηρέτης ήτανε ο μόνος στην περιοχή.
Γι αυτό και το αφεντικό, μόλις αντιλαμβανόταν την αλλαγή αυτή στη στάση του υπηρέτη του, έσπευδε αμέσως να βρει λέξεις άλλες, που αντικαθιστώντας κάπoιες από εκείνες που μέχρι τώρα κρέμονταν στον τοίχο, θα επανέφεραν στο δρόμο τής μέχρις εξαντλήσεως προσφοράς των υπηρεσιών του τον υπηρέτη του. Ήταν μια λεπτή υπόθεση αυτή και απαιτούσε διαρκή προσοχή από το αφεντικό η διάγνωση μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η τέτοια παρατηρητικότητα του αφεντικού ήταν το μόνο προσόν που του έδινε τη δυνατότητα να διατηρεί τον υπηρέτη στη δούλεψή του, μιας και απ' αυτήν εξαρτιόταν η συνέχιση της συνεργασίας εκείνου με αυτόν.
Και το αφεντικό εργαζόταν με πάθος πραγματικό όταν επρόκειτο να αλλάξει τις λέξεις στον τοίχο της καλύβας. Στην πραγματικότητα ήταν η μόνη φορά στη ζωή του που το αφεντικό εργαζόταν, αν μπορεί κανείς να ονομάσει εργασία το ψάξιμο για λέξεις. Και τότε είναι που δούλευαν και οι φίλοι του αφεντικού, εκείνοι που μαζί του έτρωγαν τα φαγητά που ο υπηρέτης παρασκεύαζε και ωφελούνταν από τις υπηρεσίες που τους προσέφερε. Κλείνονταν τότε όλοι αυτοί μέσα σε αίθουσες ειδικά διασκευασμένες για το σκοπό αυτό, και καθένας πρότεινε και μια ή δυο διαφορετικές λέξεις ή φράσεις. Και ήσαν όλοι πολύ προσεκτικοί και έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον στη δουλειά τους, επειδή ήξεραν πως από αυτήν εξαρτιόταν όλη τους η καλοπέραση, αλλά μερικές φορές και η ίδια τους η ζωή. Γιατί ο υπηρέτης, αν το πράγμα έφτανε ως τη φυγή του από το σπίτι όπου μέχρι τότε υπηρετούσε, τότε, πάνω στη φούρια του για αλλαγή αφεντικού, μπορούσε και να σκοτώσει το παλιό αφεντικό ή κάποιον από το σινάφι του. Αλλά και αυτό να μην συνέβαινε, το αφεντικό και οι φίλοι του δεν μπορούσαν να παραδεχτούν ότι θα έχαναν έναν τόσο αφοσιωμένο υπηρέτη μόνο και μόνο επειδή στάθηκαν ανίκανοι να βρουν μερικές λέξεις, αφού αυτό ήταν όλο κι όλο που ο υπηρέτης ήθελε για να μη φύγει, και ποτέ δεν διαμαρτύρονταν για την αμοιβή του ή για τις υπερβολικά κουραστικές υπηρεσίες που προσέφερε.
Και μέσα στην αίθουσα διασκέψεων ακούγονταν διάφορες κατά καιρούς λέξεις και φράσεις, όπως "αλλαγή", "μιάσματα", "αποστασία", "σκληρός πυρήνας Ευρώπης", "ανάπτυξις", "συμμετοχική δημοκρατία", "θεσμοί", "έξοδος από τα Μνημόνια" και ό,τι μπορούσε το μυαλό του αφεντικού να υποθέσει πως θα ικανοποιούσε τον υπηρέτη του και θα έφερνε τις σχέσεις του με αυτόν στην προηγούμενή τους κατάσταση. Και τις περισσότερες φορές κάτι έβρισκε το αφεντικό που να ικανοποιεί το ιδιότροπο αυτό γούστο του υπηρέτη του. Γιατί στό βάθος ο υπηρέτης δεν ήθελε να αλλάζει αφεντικό, μόνο ήθελε να ικανοποιεί κάποια μέσα του φωνή που του έλεγε πως είναι μια ζηλευτή ιδιαιτερότητα γι αυτόν να είναι ο μόνος υπηρέτης μέσα στο σύνολο των επί γης υπηρετών, που δουλεύει αδιαμαρτύρητα και χωρίς απαιτήσεις για βελτίωση των συνθηκών της εργασίας του και της ζωής του.




ΚΟΡΙΤΣΙΑ

-Τα κορίτσια.
-Τι;
-Τα κορίτσια.
-Τι τα κορίτσια;
-Τι τι τα κορίτσια;
-Είπες τα κορίτσια-τι τα  κορίτσια;
-Είναι. Αυτά.
-Τι είναι;
-Κορίτσια.
-Σε ρώτησα για τη χτεσινή νεροποντή…
-Ναι.
-… πού ήσουνα όταν είχαν ανοίξει οι ουρανοί.
-Ναι.
-Λοιπόν;
-Τα κορίτσια.
-Τα κορίτσια;..
-Ναι.
-Από πότε, πού, πώς, γιατί έτσι;
-Από πάντα και για πάντα, εδώ και παντού και με όποιον τρόπο ξέρεις ή μπορείς να φανταστείς
-Τα κορίτσια;
-Τα κορίτσια.
-Μόνον αυτά;
-Μόνον αυτά.
-Τα κορίτσια!
-Ναι.


ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ  
ΑΜΕΡΙΚΗ-ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΕΩΣ
ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ
Υπάρχω άραγε ή δεν υπάρχω;
Απάντηση δε βρίσκω όσο κι αν ψάχω.
Όταν δουλειά ζητάω
Σκουπίδια να πετάω
Να πλένω πιατικά
Η ρούχα ή τζαμικά,

«Για εργασία», μου λένε, «αδίκως κύριε ψάχνετε.
Λυπούμεθα εκδήλως, μα όμως δεν υπάρχετε.»
«Και τόσο σίγουρος γι αυτό πώς είστε;»
«Μα σοσ' σεκιούριτυ νάμπερ στερείστε».

Μα όταν κύριοί μου
Κοιτώ στο κάτοπτρο μου
Το πρόσωπο το οικτρό μου
θα δω απέναντί μου.
Και τετρακόσα τα ’χω:
Πώς λέτε δεν υπάρχω;!

Μα πάω για ψώνια στο μπακάλη ωστόσο
Κι αφού-μέσα μου λέω-δεν υπάρχω    
Δεν πρέπει βέβαια και να πληρώσω.
Και για λεφτά στην τσέπη μου δεν ψάχω.

Όμως ο μάνατζερ με σταματάει
Κι αγριωπός δολάρια μου ζητάει.
"Υπάρχω;" τον ρωτάω "κύριέ μου;"
"Βεβαίως υπάρχετε αγαπητέ μου
Και δώσατέ μου μιαν επιταγή σας
Αν θέλετε γερή την ύπαρξη σας".

Και πάω τον καημό μου βράχο βράχο
Κι αναρωτιέμαι-υπάρχω… δεν υπάρχω;

Και όταν οι αρρώστιες μ’ επισκέπτονται
(Αυτές τουλάχιστο ευτυχώς με σκέπτονται)
Τραβάω μια και δύο
Για το νοσοκομείο:

"Κύριοι την ύπαρξη μου την άθλια διατηρήστε.
Το φλέγον μου το σώμα ταχέως θερμομετρήστε
Και δώστε μου ενέσεις και άλλα γιατρικά
Που κι όλα κι ένα ένα τον θάνατο νικά".

Εκείνοι τα σοφά τους βιβλία συμβουλεύονται
Κι ενώ τα δυό μου χείλη από τη θέρμη καίγονται
"Κύριέ μου, σας λυπούμαι, αλλά πρέπει να μάθετε
Στις άλλες σας τις γνώσεις και ότι δεν υπάρχετε".

"Και πώς και δεν υπάρχω αφού έχω τέτοια χάλια;"
"Γιατί, αγαπητέ μου, δεν έχετε ασφάλεια".

Τρέμοντας και τρεκλίζοντας
Στο φαρμακείο πάω
Και ταΐλενόλ ζητάω
Και λέω τουρτουρίζοντας:

"Να βάλω κυρ-σπετσέρη
Στην τσέπη μου το χέρι;
Πέστε μου ετούτο  μόνο:
Υπάρχω ή δεν πληρώνω;"
"Υπάρχετε.Υπάρχετε.
Διόλου μην αμφιβάλλετε".


Το δισθενές μου παίρνω
Κι εγώ πυρέσσον σώμα
Και άπρακτος το γέρνω
Επάνω εις το στρώμα.

Μετά κινώ και πάω στο Δημαρχείο
Όπου κρατούν των ζώντων το αρχείο.
Και την ανάσα μου κρατώ
Και τον αρμόδιο ερωτώ:
"Πέστε-ω! πέστε φίλε μου σ’ ένα της ζωής ξωμάχο,
Των άλλων οι κουβέντες κολοκύθια.
Σε σας θα μάθω μόνο την αλήθεια:
Πέστε μου φίλε-πέστε μου-υπάρχω ή δεν υπάρχω;"
Κι εκείνος "τάχα ποιός μιλά;
Δε βλέπω εγώ κανένανε».
Τα μάτια γύρισα ψηλά-
Όσο ψηλά πηγαίνανε
Και"θε μου" λέω στον πλάστη μας
και στον Συμπάντων Κύριο
"Μ' έπλασες ή όχι τάχατες και με τον αλιτήριο;
Όλες της γης σου οι γωνιές αγνοούν την ύπαρξη μου.
Τουλάχιστο πες μου Θεέ-Εσύ είσαι μαζί μου;"
Μ’ αντίς γι απάντηση, θωρώ τη θεϊκή παλάμη
Των ανοιχτών δαχτύλων Της το σήμα να μου κάνει.

Φαίνεται αμάρτησα πολύ στην ταπεινή μου ζήση
Γι αυτό και θύρα καθεμιά έχει για μένα κλείσει.

Η τελευταία μου ελπίς είναι ένας δικηγόρος.
"Της δικιοσύνης πες μου συ ο φύλαξ δορυφόρος.
Υπάρχω ή όχι;" Και μου λέει: "Να πάρεις όταν είναι
Είσαι ένα ον ανύπαρκτο. Μα σαν είναι να δώσεις
Υπάρχεις ασυζητητί. Και απροπό ω! ξείνε,  
Τη συμβουλή που σου ’δωσα αδρά θα την πληρώσεις".

 

ΧΡΗΜΑ

 

 «Τα όσια και τα ιερά μας είναι το χρήμα»
Στουρνάρας

Η Τράπεζα από δω κι εξής θα λέγεται εκκλησία.
και θα ’ναι  Αγία Τράπεζα το Θησαυροφυλάκιο.
Οι παραδόπιστοι γραμμή θα μπαίνουν στον Παράδεισο,
στην Κόλαση οι φτωχοί, γιατί, το Θεό τους δε θα έχουνε.

Παπάδες θαν’ οι υπάλληλοι οι τραπεζιτικοί
ενώ θα είναι ο διευθυντής ο Αρχιεπίσκοπός τους.
«Χρήμα ημών...» το οικείο μας «Πάτερ ημών…» θα λέμε,
το «παραχρήμα» ασέβεια δε κατάπτυστος θα γίνει.

Το Δισκοπότηρο-εύκολο-θα γίνει Χρυσοπότηρο
Και στο εξής πλωτός ναός θα λέγεται το κότερο.
«Γ… τον πλούτο σου» θ’ ακούς από βλασφήμων χείλη,
«Κρυφό σχολειό» οι γιατροί θα λέν τώρα το φακελάκι,

θα γίνουν οι Ιεραποστολές Χρηματαποστολές,
Κι ως ο Θεός τον Υιό γέννησε, και το Χρήμα
Χρήμα σαν πρώτα θα γεννά: εδώ αλλαγή δεν έχει.
Λεφτούγεννα στο Μπάκιγχαμ θα έχουμε ετησίως
μιας και παλάτι μόνο αυτό μας έχει μείνει αισίως,
η Εβδομάδα των Παθών θα ’ν’ Εβδομάς Πτωχεύσεων
κι η Ανάσταση Ανάκαμψη των απαισίων υφέσεων.
Κι έτσι αυτά να γίνουνε αν δεν μου γίνει η χάρη,
δέχομαι τότε φίλοι μου, η φτώχεια να με πάρει…

 ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ…

 «Την Κυριακή ο λαός θα γράψει ιστορία»
Τσίπρας

Για να γράψεις φυσικά θέλεις μολύβι.
Και χαρτί. Και κάπου βέβαια ν’ ακουμπήσεις.
Μ’ αν για λίγο το κεφάλι σα γυρίσεις
το μολύβι κάποιος παίζοντας σου κρύβει
ή, χειρότερο απ’ αυτό, αν στο πετάξει,
πώς τη ρήση σου ο λαός θα κάνει πράξη;
Και καλά, έστω μολύβι πως υπάρχει,
μ’ αν σου λείψει το χαρτί τότε πού γράφεις;
Κι αν δεν έχεις ν’ ακουμπήσεις ούτε ράχη;-
τοίχους πάλι με συνθήματα θα βάφεις;
Κι άντε, πες, έστω ο λαός όλα τα βρήκε
και στην τάξη του γραψίματος εμπήκε.
Μα λιγάκι η Νου Δυο να τον σκουντήξει
στο χαρτί μόνο γραμμές δε θα τραβήξει;
Ή  ο Κουτσούμπας εάν όλο το μελάνι
(και το ξέρεις, το ΚουΚουΕ τέτοια τα κάνει)
σ’ ό,τι γράψει ο λαός πάνω το χύσει,
η σελίδα όλη πια δε θα μαυρίσει;
Ή, αν δίπλα ο Βενιζέλος τραγουδάει,
το μυαλό του ο λαός θα ’χει στην κόλλα-
ή βροντώντας τα κι εκείνος κάτου όλα
στο σκοπό του τραγουδιού μήπως πηδάει;
Κι αν οι ΑΝΕΛ την Κουντουρά δίπλα τού ρίξουν
και τα μάτια του απ’ τις κόγχες τους πηδήξουν,
των γραμμάτων θα τα νοιάζει πια το πλήθος,
ή της Έλενας τα χείλια και το στήθος;

Κι άντε, όλα τα στραβά που ’χω αραδιάσει,
ας ειπούμε ο λαός τα ’χει μεριάσει-
κι ότι τα ’χουν σφραγισμένοι κλείσει τάφοι.
Όμως Τσίπρα: Ο ΛΑΟΣ ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙ;!;


CERN-ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ
ΤΗΣ ΓΕΝΕΥΗΣ
10-9-08

Τι άσκοπα τα λεφτά τους που χαλάνε
αυτοί οι ανεκδιήγητοι Ευρωπαίοι!
Το Σύμπαν θέλουνε να δούνε λέει
πώς άρχισε! Και χρόνια κουβαλάνε

και χτίζουν ένα τούνελ στη Γενεύη
που στην αρχή του κόσμου θα τους πάει-
πριν απ’ του χάους τα πηχτά ερέβη
κι ο Χρόνος πριν αρχίσει να μετράει…

Επιστημονικές, χαζές σπατάλες…
δε ρώταγαν και κατά δω κανέναν
να μάθουν τις αλήθειες τις μεγάλες
που τώρα θα τους πει αυτή η πέννα:

Γιατί, το Σύμπαν μας, ω! προφεσόροι
από έλληνα έναν είχε ξεκινήσει,
το πάμμικρο όταν Σύμπαν είχε-a priori-
με το ποδάρι του αυτός κλοτσήσει.

Όλα απ’ τους έλληνες δεν ξεκινήσαν;
Κάτι αντίθετο έχετε να πείτε;
Πού πρώτοι οι έλληνες-πέστε!- δεν ήσαν;
Βλέπετε; Δεν μιλάτε: συμφωνείτε!

Κι έσπασε αυτό κι απλώθηκε και τρέχει
κι από κοντά ο έλληνας το έχει
γιατί εκτός που ξέρει να κλοτσάει
πολύ καλά κατέχει κι από χάη…

Και μη φοβόσαστε πως μαύρη τρύπα
το CERN που ίσως γεννούσε, θα σας χάσει-
το ξέρω και ως τώρα ας μην το είπα:
όλες ο έλληνας τις έχει μάσει

και τις κουβάλησε μες στην Ελλάδα
και από τότε εκείνες καταπίνουν
κάθε που είχε ο λαός ικμάδα
τόσο, που αρχίσανε πλέον να κλείνουν…

Λοιπόν την τέτοιαν αναζήτησή σας
αφήστε την και άλλο κάτι πιάστε.
Και πια τον άχρηστο επιταχυντή σας
σε μας παρακαλώ να τον περάστε:

έχει πολλά εδώ να επιταχύνει-
όπως μ’ αυτό το ποίημα κάνει τώρα
που στο τετράστιχο ετούτο κλείνει
αλλιώς πολλά θα έλεγε ακόμα.



ΟΜΠΑΜΑ ΑΞΙΟΛΥΠΗΤΟΣ
Σάββατο, 29 Μαρτίου 2014

Μετά από τη συνάντηση της Μέρκελ με Ομπάμα
ο Ομπάμα για τους έλληνες γνώμη άλλαξε εν τω άμα.
κι ενώ εκείνοι ήσαν γι αυτόν του χτύπα και του βάρα
να υπολογίζει άρχισε την ελληνίδα φάρα.
Γιατί η Μέρκελ του είπε πως έκπληκτη έχει μείνει
απ’ το που μέγα οι έλληνες θαύμα έχουν κατορθώσει:
παρά την Κρίση να ’χουνε τη χώρα ανορθώσει
σ’ ύψος που μόνο στα παλιά τα χρόνια είχε εκείνη.
«Με αρχηγό έναν Σαμαρά», του είπε, «έχουν πετύχει
κάτι που δεν θα γίνονταν καν ούτε κατά τύχη.»
Και για συντάξεις του ’λεγε, για φάρμακα, μισθούς,
για την Παιδεία,, για φορτηγά, για Υγεία, για ταξί…
και με τον Πρόεδρο άφωνο να ’ναι στο μεταξύ,
εκείνη έλεγε πράγματα θαυμάσια να τ’ ακούς
Κι όπως το Bloomberg είχε αυτός κοιτάξει λίγο πριν,
όπου τα ίδια έλεγε ωραία για την Ελλάδα,
κι ας πάσκιζε, δεν έβρισκε στην τόση του ζαλάδα
η χώρα αυτή ότι μπορεί να έχει κι ένα πλην.
«Έτσι», αναρωτήθηκε, «να είναι η κατάσταση;
Κι όλα με μιαν ειρηνική να γίναν επανάσταση;»
Κι ακόμα έκπληκτος ου μην μα και συνεπαρμένος
απ’ την περίπτωση ολ’ αυτά να ειν’ αληθινά,
στον εν Αθήναις πρέσβη του με ες εμ ες μηνά
να τσακιστεί και να τον βρει να τρέξει εσπευσμένως,
για να του πει αν πράγματι τα όσα είχε μάθει
είναι σωστά ή παράκρουση η Μέρκελ είχε πάθει,
κι αν κάποια μύγα τσίμπησε του Bloomberg τον εκδότη
και την Ελλάδα ανεύθυνα παρουσιάζει πρώτη.
Τρέχει ευθύς ο Ντέιβιντ Πιρς και στον Ομπάμα φτάνει.    
Όταν τον είδε ο Μπαράκ μια καρέκλα πιάνει
σε μία κάθεται ωχρός του δωματίου γωνία
και «πες μου Πιρς» ρωτάει ευθύς, γεμάτος αγωνία
"πες μου για ό,τι γίνεται στη χώρα των ελλήνων-
των απογόνων των γνωστών ηρώων τους εκείνων.
Πώς οι ένοπλες δυνάμεις τους εξοπλισμένες είναι;
πώς είναι τα εσωτερικά; τα εξωτερικά τους;
πώς είναι η μεγάλη τους πρωτεύουσα-αι Αθήναι;
Πώς είναι η Υγεία τους; τα Εκπαιδευτικά τους;..."
"Ένα ένα κύριε υπουργέ- μη τόσο αδημονείτε
και τόσο ανυπόμονος μας δείχνεστε-σταθείτε!
«Με τη σειρά θα έλεγα, όπως κι ο Γεωργιάδης…»
«Ποιος ειν’ αυτός; Ο νεαρός-εκείνος ο αυθάδης;»
«Μη Πρόεδρέ μου! Πιο σιγά! Αυτιά έχουν κι οι τοίχοι
και είναι διαπεραστικοί της ομιλίας οι ήχοι…
Γιατί αν αυτός εμάθαινε πως ίσως τον υβρίζετε
αλί! Γιατί υβριζόμενος μεγάλως εξοργίζεται!»
«Αν όσα η Μέρκελ μου ’λεγε μου πεις ότι είναι αλήθεια,
τότε μεγάλο πράγματι καημό θα ’χω στα στήθια.
Μα έλα Ντέιβιντ, άρχισε τα νέα να μου λες.
και δίχως να μου τα μασάς ό,τι γνωρίζεις πες!
Ξέρω πολύ πως βιάζομαι, αντιλαμβάνεσαι όμως
πως μ’ ολ’ αυτά που άκουσα μέγας με πιάνει τρόμος.
Τόσα που ακούγονται γι αυτούς...εμπρός λοιπόν, πες… πες μου…
 Και πρώτα για τις ένοπλες δυνάμεις μίλησέ μου...»
«Πρόεδρε και πώς να σας το πω… τόσο μπροστά έχουν πάει
που ο στρατός μας δίπλα τους για νήπιο μετράει,
Μ’ αερομεταφερόμενες μπορούνε μεραρχίες
σε δύο μέρες να 'χουνε δικές τους τις Ινδίες.
Αεροπλάνα έχουνε τόσο εξοπλισμένα
που τέσσερα εφ δεκάξι μας δε φτιάχνουνε ούτε ένα.
Οι πεζοναύτες τους μπορούν μ' ένα περίπατο τους
να κάνουνε τη χώρα μας υπάκουο φέουδο τους»
«Και πώς τα καταφέρανε οι έλληνες όλα τούτα-
κράτη να τρώνε ως εάν ήθελε τρώνε φρούτα;»
«Έχουνε αυτοί έναν υπουργό-κάποιονε Αβραμόπουλο
που με τα όπλα παίζει αυτός αφότου ήταν παιδόπουλο-
που παιχνιδάκι είναι γι αυτόν και πόλεμοι και όπλα-
σαν με χαρτιά της τράπουλας να κάνει άλλος κόλπα.»
«Θεέ μου τ' είναι που ακώ;.. και μη σκοπό έχει βάλει
στη χώρα μας η χώρα αυτή-πες να χαρείς-να εισβάλει;"
Όχι ακόμα ευτυχώς. Γιατί έχουν κάποιον Μίκη
που λεν πως είναι μουσικός και που όλοι τον ακούνε,
κι αυτός τους λέει του ωκεανού να μη διαβούν τα μήκη
γιατί απ' τον σοσιαλισμό μπορεί να μολυνθούνε."
«Κι οι τούρκοι πώς τα βγάζουνε μ' αυτούς τους ήρωες πέρα;»
«Τους τούρκους τους στριμώξανε και με μια νέα φοβέρα
καθημερνά τους άμοιρους κατατρομοκρατούνε.
Άνετα σουλατσάρουνε στους τούρκικους αιθέρες
πόλεις των τούρκων παίρνουνε χωρίς να τους ρωτούνε
κι η Θράκη η ανατολική μετράει μάλλον μέρες...»
«Θεούλη μου! Ας λες εσύ-αυτοί και μας θα φάνε!...
Μα πες μου ακόμα φίλε Πιρς, από Παιδεία πώς πάνε;»
«Από την εξυπνάδα τους δυο δυο περνάν τις τάξεις
κι από τη μια στην άλληνε δε δίνουν εξετάσεις.
Μια στο βιβλίο ρίχνουνε ματιά και το 'χουν μάθει.
Το δάσκαλο διορθώνουνε-αυτός κάνει τα λάθη.
Στα χέρια παίζουν φυσική και τριγωνομετρία
και δείχνουν μια για το σκολειό αφύσικη λατρεία.
Και πια επιστήμονες λαμπροί βγαίνουνε κατά δέσμας
με τέτοια φόρα που εμείς δεν είδαμε ποτέ μας.
Τι άλλο κύριε Πρόεδρε  για κείνους να ειπούμε
που όποιον τομέα πιάσουμε μ' αυτούς να μετρηθούμε,
μπροστά τους δε θα πιάναμε μπάζα που λέει ο λόγος
κι όλος δικός μας θα 'τανε στα τελευταία ο ψόγος...»
«Την ανεργία, μη κι αυτή την έχουνε μειώσει;»
«Τι να μειώσουνε;-αυτοί την έχουν χαντακώσει.
Αφού σκεφτείτε, ο υπουργός αυτό που 'χει πετύχει
δεν κάνει πλέον τίποτα κι όλο πασιέντζες ρίχνει.
Και για να μη του πει κανείς πως το 'χει παρακάνει
κάνει ανακλήσεις διορισμών άνεργους για να φτιάχνει…»
«Δε θα μπορούσαμε αυτόν τον θαυματοποιό τους-
της Εργασίας εννοώ τον άξιον υπουργό τους-
στις ΗΠΑ να τόνε φέρναμε μήπως κι εδώ μπορέσει
και μας την ανεργία μας να βγάλει από τη μέση;
Θα ‘λεγες να τολμήσουμε να του το πούμε ή μήπως
έτσι θα εφερόμασταν κάνοντας,παρατύπως;»
«Δεν ξέρω κύριε Πρόεδρε αλήθεια τι να πω…
αυτός ένα καλάμι
άλογο έχει κάμει
και από κει να κατεβεί δεν το ’χει πια σκοπό…
δε βλάφτει όμως να του ’κανα με τρόπο καμιά νύξη…»
«Κάν’ το. Ελπίζω η τόλμη μας πως δε θα τόνε θίξει…»
«Πολύ καλά. Όμως Πρόεδρε, μήπως καλλίτερα είναi
να πάτε ο ίδιος σεις εκεί και να του το ζητήστε;»
«Τι λες εκεί; Αδύνατο! Το πράγμα αυτό δε γίνε-
ται- ειν’ όλοι τους εκεί επιτυχίας μύσται
κι εγώ τι θα ’χα αντίβαρο αντάξιο να δείξω;..
κι αφού μας ξεδοντιάσανε τι δόντια πια να τρίξω;…
Αφού-στο λόγο μου-αυτή που σας μιλάω την ώρα
και μόνο που το σκέπτομαι, ντρέπομαι από τώρα.
Πώς ένας από μας εδώ που είχαμε τη γνώμη
πως πρώτοι είμαστε παντού, μπορεί εκεί να πάει;
Πώς θα δεχτούμε χώρα μια μπροστά μας να μετράει;
…Και μη μας επεράσανε και στην Υγεία ακόμη;»
"Εκεί κι αν είναι πια μπροστά! Κάθε νοσοκομείο
δε νοσηλεύει ασθενείς πιο πάνω από δύο.
Κι όλα τα μέσα έχουνε σε κάθε τέτοιο μέρος.
Για την υγεία του λαού τέτοιος τους ειν' ο έρως
που αν άρρωστους δεν έχουνε, παίρνουν γερούς ανθρώπους
και στα νοσοκομεία τους τα δίκλινα τους βάνουν
κι αφού οι γιατροί με χίλιους δυο τους περποιηθούνε τρόπους
με πάρτι αποχαιρετισμού και πάλι έξω τους βγάνουν.»   
«Αυτό ήτανε! Τελείωσε! Δεν πάω στη χώρα εκείνη!
Ρεζίλι-όχι!- ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δε θα γίνει!»
«Δε σας επίεσε κανείς Πρόεδρε-μην αγχώνεστε.
Κι αφήστε πια τους έλληνες στην όποια πρόοδό τους.
Καλλίτερα έτσι. Φαίνεται πως ήρθε ο καιρός τους.
Ανάμεσα σε γίγαντες, νάνος εσείς μη χώνεστε…»
«…Για δες πού καταντήσαμε… Πρέπει να το δεχτούμε
πως παρασάγγας πίσω τους πλέον εμείς μετρούμε…
Μα κοίτα Πιρς… για κοίταξε… βολιδοσκόπησέ τους…
Θα δέχονταν στρατιωτική βοήθεια να μας δώσουν;
Στο κάτω κάτω -οι μπάσταρδοι-ευθέως ρώτησέ τους!
Ή εντελώς θα ήθελαν να μας ισοπεδώσουν;
Κι αν και σε μας δώσουν καθώς στους Μεξικάνους δίνουν,
ώστε να μην μπορούν αυτοί αφέντες μας να γίνουν,
για δες ρε Πιρς-μπορείς αυτό το πράγμα να το έκα
νες,- να! δηλαδή… αν αυτό εγίνονταν αλήθεια,
η που οι Γραικοί θα έστελναν προς τα εδώ βοήθεια
Μαξικανοί προς Γιάνκηδες να ειν’ εφτά προς δέκα;...»





.



ΤO ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΚΑΙ Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ
    
Ένας πλούσιος είχε στη δούλεψή του έναν υπηρέτη.
Αυτός του γυάλιζε τα παπούτσια, αυτός του έφτιαχνε το φαγητό, τον έπλενε, του ετοίμαζε τις διασκεδάσεις του. O ίδιος ο υπηρέτης ζούσε σε μιαν αχυρένια καλύβα, σε μια γωνιά του κήπου του πλούσιου αφεντικού. Δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και ζούσε μια μίζερη, μιαν άθλια ζωή. Και δεχόταν αδιαμαρτύρητα κάθε ιδιοτροπία ή κακομεταχείριση από το αφεντικό του.
Μόνο σε ένα πράγμα ήταν απαιτητικός, πράγμα που φαίνεται παράξενο για υπηρέτη, όμως έτσι ήταν. Και μάλιστα η απαίτηση αυτή ήταν αδιαπραγμάτευτη για τον υπηρέτη. Αλλά περίεργο είναι και πως το αφεντικό σεβόταν απόλυτα τήν ιδιοτροπία του υπηρέτη του.
Η ιδιοτροπία αυτή ήταν η εξής: ό υπηρέτης ήθελε πάνω στους τοίχους της καλύβας του να βλέπει λέξεις η φράσεις που να του αρέσουν. Οι φράσεις αυτές μπορούσαν να είναι είτε γραμμένες κατευθείαν πάνω στους τοίχους, είτε γραμμένες σε χαρτιά που κρέμονταν από αυτούς.
Ποιες ακριβώς ήταν αυτές οι λέξεις δεν το ήξερε το αφεντικό, όμως καλά καλά δεν το ήξερε ούτε και ο ίδιος ο υπηρέτης. Μπορούσε δηλαδή αυτός να είναι ικανοποιημένος από τις επιγραφές του δωματίου του για λίγους μήνες ή για μερικά χρόνια και ξαφνικά περισσότερες ή λιγότερες από τις λέξεις αυτές να αρχίσουν να μη τον ικανοποιούν πια. Αυτή η έλλειψη ικανοποίησης δεν δηλωνόταν από τον υπηρέτη στον κύριό του, παρά εκδηλωνόταν με ανεπαίσθητες αλλαγές στην συμπεριφορά του προς αυτόν. Ας πούμε άφηνε αυτός αγυάλιστη την εσωτερική πλευρά ενός παπουτσιού του κυρίου του, ή όταν έστρωνε το κρεβάτι του άφηνε ακάλυπτη μια μικρή επιφάνεια κάποιας γωνίας. Άλλες φορές, υποχωρώντας από το δωμάτιο μετά από την ακρόαση πού είχε από το αφεντικό, η υπόκλισή του δεν ήτανε ακριβώς εδαφιαία, αλλά τέτοια που να αφήνει μια μικρή απόσταση μεταξύ κεφαλιού και πατώματος.
To αφεντικό από τη μεριά του έπρεπε να παρατηρήσει τις μικροαλλαγές αυτές και να σπεύσει να διορθώσει τις επιγραφές.
Και πραγματικά το αφεντικό παρατηρούσε αμέσως τις αλλαγές στη συμπεριφορά του υπηρέτη απέναντί του. Και δε θα νιαζόνταν και πολύ το αφεντικό αν δεν είχε γυαλισμένη κάποια πλευρά του παπουτσιού του ή αν μια ακρούλα του κρεβατιού του ήταν άστρωτη, όμως ήξερε καλά πως αυτή η συμπεριφορά ήταν η αρχή μιας σειράς διαταραχών στις σχέσεις του με τον υπηρέτη, τέτοιας που, αν δεν έπαιρνε μέτρα να την ανακόψει έγκαιρα, αυτή θα είχε σαν κατάληξη τη φυγή του υπηρέτη από το σπίτι και την εγκατάστασή του στην καλύβα του κήπου του γείτονα. Και αυτό με τη σειρά του εσήμαινε πως οι υπηρεσίες θα παρέχονταν τώρα στο γείτονα, που μάλιστα περίμενε πως και πως να συμβεί κάτι τέτοιο, επειδή ο υπηρέτης ήτανε ο μόνος στην περιοχή.
Γι αυτό και το αφεντικό, μόλις αντιλαμβανόταν την αλλαγή αυτή στη στάση του υπηρέτη του, έσπευδε αμέσως να βρει λέξεις άλλες, που αντικαθιστώντας κάπoιες από εκείνες που μέχρι τώρα κρέμονταν στον τοίχο, θα επανέφεραν στο δρόμο τής μέχρις εξαντλήσεως προσφοράς των υπηρεσιών του τον υπηρέτη του. Ήταν μια λεπτή υπόθεση αυτή και απαιτούσε διαρκή προσοχή από το αφεντικό η διάγνωση μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η τέτοια παρατηρητικότητα του αφεντικού ήταν το μόνο προσόν που του έδινε τη δυνατότητα να διατηρεί τον υπηρέτη στη δούλεψή του, μιας και απ' αυτήν εξαρτιόταν η συνέχιση της συνεργασίας εκείνου με αυτόν.
Και το αφεντικό εργαζόταν με πάθος πραγματικό όταν επρόκειτο να αλλάξει τις λέξεις στον τοίχο της καλύβας. Στην πραγματικότητα ήταν η μόνη φορά στη ζωή του που το αφεντικό εργαζόταν, αν μπορεί κανείς να ονομάσει εργασία το ψάξιμο για λέξεις. Και τότε είναι που δούλευαν και οι φίλοι του αφεντικού, εκείνοι που μαζί του έτρωγαν τα φαγητά που ο υπηρέτης παρασκεύαζε και ωφελούνταν από τις υπηρεσίες που τους προσέφερε. Κλείνονταν τότε όλοι αυτοί μέσα σε αίθουσες ειδικά διασκευασμένες για το σκοπό αυτό, και καθένας πρότεινε και μια ή δυο διαφορετικές λέξεις ή φράσεις. Και ήσαν όλοι πολύ προσεκτικοί και έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον στη δουλειά τους, επειδή ήξεραν πως από αυτήν εξαρτιόταν όλη τους η καλοπέραση, αλλά μερικές φορές και η ίδια τους η ζωή. Γιατί ο υπηρέτης, αν το πράγμα έφτανε ως τη φυγή του από το σπίτι όπου μέχρι τότε υπηρετούσε, τότε, πάνω στη φούρια του για αλλαγή αφεντικού, μπορούσε και να σκοτώσει το παλιό αφεντικό ή κάποιον από το σινάφι του. Αλλά και αυτό να μην συνέβαινε, το αφεντικό και οι φίλοι του δεν μπορούσαν να παραδεχτούν ότι θα έχαναν έναν τόσο αφοσιωμένο υπηρέτη μόνο και μόνο επειδή στάθηκαν ανίκανοι να βρουν μερικές λέξεις, αφού αυτό ήταν όλο κι όλο που ο υπηρέτης ήθελε για να μη φύγει, και ποτέ δεν διαμαρτύρονταν για την αμοιβή του ή για τις υπερβολικά κουραστικές υπηρεσίες που προσέφερε.
Και μέσα στην αίθουσα διασκέψεων ακούγονταν διάφορες κατά καιρούς λέξεις και φράσεις, όπως "αλλαγή", "μιάσματα", "αποστασία", "σκληρός πυρήνας Ευρώπης", "ανάπτυξις", "συμμετοχική δημοκρατία", "θεσμοί", "έξοδος από τα Μνημόνια" και ό,τι μπορούσε το μυαλό του αφεντικού να υποθέσει πως θα ικανοποιούσε τον υπηρέτη του και θα έφερνε τις σχέσεις του με αυτόν στην προηγούμενή τους κατάσταση. Και τις περισσότερες φορές κάτι έβρισκε το αφεντικό που να ικανοποιεί το ιδιότροπο αυτό γούστο του υπηρέτη του. Γιατί στό βάθος ο υπηρέτης δεν ήθελε να αλλάζει αφεντικό, μόνο ήθελε να ικανοποιεί κάποια μέσα του φωνή που του έλεγε πως είναι μια ζηλευτή ιδιαιτερότητα γι αυτόν να είναι ο μόνος υπηρέτης μέσα στο σύνολο των επί γης υπηρετών, που δουλεύει αδιαμαρτύρητα και χωρίς απαιτήσεις για βελτίωση των συνθηκών της εργασίας του και της ζωής του.




ΚΟΡΙΤΣΙΑ

-Τα κορίτσια.
-Τι;
-Τα κορίτσια.
-Τι τα κορίτσια;
-Τι τι τα κορίτσια;
-Είπες τα κορίτσια-τι τα  κορίτσια;
-Είναι. Αυτά.
-Τι είναι;
-Κορίτσια.
-Σε ρώτησα για τη χτεσινή νεροποντή…
-Ναι.
-… πού ήσουνα όταν είχαν ανοίξει οι ουρανοί.
-Ναι.
-Λοιπόν;
-Τα κορίτσια.
-Τα κορίτσια;..
-Ναι.
-Από πότε, πού, πώς, γιατί έτσι;
-Από πάντα και για πάντα, εδώ και παντού και με όποιον τρόπο ξέρεις ή μπορείς να φανταστείς
-Τα κορίτσια;
-Τα κορίτσια.
-Μόνον αυτά;
-Μόνον αυτά.
-Τα κορίτσια!
-Ναι.


ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ  
ΑΜΕΡΙΚΗ-ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΕΩΣ
ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ
Υπάρχω άραγε ή δεν υπάρχω;
Απάντηση δε βρίσκω όσο κι αν ψάχω.
Όταν δουλειά ζητάω
Σκουπίδια να πετάω
Να πλένω πιατικά
Η ρούχα ή τζαμικά,

«Για εργασία», μου λένε, «αδίκως κύριε ψάχνετε.
Λυπούμεθα εκδήλως, μα όμως δεν υπάρχετε.»
«Και τόσο σίγουρος γι αυτό πώς είστε;»
«Μα σοσ' σεκιούριτυ νάμπερ στερείστε».

Μα όταν κύριοί μου
Κοιτώ στο κάτοπτρο μου
Το πρόσωπο το οικτρό μου
θα δω απέναντί μου.
Και τετρακόσα τα ’χω:
Πώς λέτε δεν υπάρχω;!

Μα πάω για ψώνια στο μπακάλη ωστόσο
Κι αφού-μέσα μου λέω-δεν υπάρχω    
Δεν πρέπει βέβαια και να πληρώσω.
Και για λεφτά στην τσέπη μου δεν ψάχω.

Όμως ο μάνατζερ με σταματάει
Κι αγριωπός δολάρια μου ζητάει.
"Υπάρχω;" τον ρωτάω "κύριέ μου;"
"Βεβαίως υπάρχετε αγαπητέ μου
Και δώσατέ μου μιαν επιταγή σας
Αν θέλετε γερή την ύπαρξη σας".

Και πάω τον καημό μου βράχο βράχο
Κι αναρωτιέμαι-υπάρχω… δεν υπάρχω;

Και όταν οι αρρώστιες μ’ επισκέπτονται
(Αυτές τουλάχιστο ευτυχώς με σκέπτονται)
Τραβάω μια και δύο
Για το νοσοκομείο:

"Κύριοι την ύπαρξη μου την άθλια διατηρήστε.
Το φλέγον μου το σώμα ταχέως θερμομετρήστε
Και δώστε μου ενέσεις και άλλα γιατρικά
Που κι όλα κι ένα ένα τον θάνατο νικά".

Εκείνοι τα σοφά τους βιβλία συμβουλεύονται
Κι ενώ τα δυό μου χείλη από τη θέρμη καίγονται
"Κύριέ μου, σας λυπούμαι, αλλά πρέπει να μάθετε
Στις άλλες σας τις γνώσεις και ότι δεν υπάρχετε".

"Και πώς και δεν υπάρχω αφού έχω τέτοια χάλια;"
"Γιατί, αγαπητέ μου, δεν έχετε ασφάλεια".

Τρέμοντας και τρεκλίζοντας
Στο φαρμακείο πάω
Και ταΐλενόλ ζητάω
Και λέω τουρτουρίζοντας:

"Να βάλω κυρ-σπετσέρη
Στην τσέπη μου το χέρι;
Πέστε μου ετούτο  μόνο:
Υπάρχω ή δεν πληρώνω;"
"Υπάρχετε.Υπάρχετε.
Διόλου μην αμφιβάλλετε".


Το δισθενές μου παίρνω
Κι εγώ πυρέσσον σώμα
Και άπρακτος το γέρνω
Επάνω εις το στρώμα.

Μετά κινώ και πάω στο Δημαρχείο
Όπου κρατούν των ζώντων το αρχείο.
Και την ανάσα μου κρατώ
Και τον αρμόδιο ερωτώ:
"Πέστε-ω! πέστε φίλε μου σ’ ένα της ζωής ξωμάχο,
Των άλλων οι κουβέντες κολοκύθια.
Σε σας θα μάθω μόνο την αλήθεια:
Πέστε μου φίλε-πέστε μου-υπάρχω ή δεν υπάρχω;"
Κι εκείνος "τάχα ποιός μιλά;
Δε βλέπω εγώ κανένανε».
Τα μάτια γύρισα ψηλά-
Όσο ψηλά πηγαίνανε
Και"θε μου" λέω στον πλάστη μας
και στον Συμπάντων Κύριο
"Μ' έπλασες ή όχι τάχατες και με τον αλιτήριο;
Όλες της γης σου οι γωνιές αγνοούν την ύπαρξη μου.
Τουλάχιστο πες μου Θεέ-Εσύ είσαι μαζί μου;"
Μ’ αντίς γι απάντηση, θωρώ τη θεϊκή παλάμη
Των ανοιχτών δαχτύλων Της το σήμα να μου κάνει.

Φαίνεται αμάρτησα πολύ στην ταπεινή μου ζήση
Γι αυτό και θύρα καθεμιά έχει για μένα κλείσει.

Η τελευταία μου ελπίς είναι ένας δικηγόρος.
"Της δικιοσύνης πες μου συ ο φύλαξ δορυφόρος.
Υπάρχω ή όχι;" Και μου λέει: "Να πάρεις όταν είναι
Είσαι ένα ον ανύπαρκτο. Μα σαν είναι να δώσεις
Υπάρχεις ασυζητητί. Και απροπό ω! ξείνε,  
Τη συμβουλή που σου ’δωσα αδρά θα την πληρώσεις".