Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

 ΖΉΤΗΜΑ ΜΕΣΤΏΜΑΤΟΣ
(ή Ο ΣΟΦΟΣ ΜΑΣ ΠΡΟΕΔΡΌΣ ΜΑΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ ΜΑΣ)

Όλα τα πράγματα στη γη αργούνε να μεστώσουν
και τον που έχουν προορισμό στη γη να ξεπληρώσουν.
Η ρίζα αργεί οδυνηρά να δώσει ανθούς και κλώνια.
Για να γενούν βασίλισσες θέλουν καιρούς τα πιόνια.
Με μιας μόν’ ώρας χιόνισμα τα όρη δε θ’ ασπρίσουν
και τα κορμιά θέλουν καιρό απ’ τον ήλιο να μαυρίσουν.
Θέλει καιρούς τα κάρβουνο για να δεθεί διαμάντι.
κι η Ποίηση δεν δόθηκε αδάκρυτα στον Δάντη.
Το μπουμπουκάκι όσο γλυκό, μ’ ακόμα δε μυρίζει.
Ο ήλιος ο κρύος το πρωί, το γιόμα τσουρουφλίζει.
Ο σκύμνος παίρνει τέρμινα ως να μεστώσει λιόντας
και η σοφία για να ’ρθει γερνάει περπατώντας.
Αχ! θέλει πάτημα πολύ να δώσει η ρόγα μούστο
κι οι κοπελιές πίκρα πολλή ως να μεστώσουν μπούστο.
Θέλει αστραπές ο ουρανός; Όχι ως να συννεφιάσει.
Και δίχως ίδρωτα κανείς ψωμί δε θα χορτάσει.
Για να φουσκώσει ποίημα ψυχής προζύμι θέλει.
Κι η αγουρίδα με καιρούς γλυκό θα γίνει μέλι.
Ε! Έτσι είναι κι οι Πρόεδροι σ’ όποιες Δημοκρατίες:
Την πείρα θέλουν από δυο τουλάχιστον θητείες
για να μεστώσουν και να πουν τα λόγια τα σοφά τους
που τύφλα οι δέκα εντολές να έχουνε μπροστά τους.

Έτσι λοιπόν και ο σοφός κι έντιμος πρόεδρός μας
που έτρωγε χρόνια ως βουλευτής και ως πολιτικός μας
κι απ’ το φαί μεγάλωσε κι έπηξε το μυαλό του
κι αντάξιο έγινε πολύ ενός Πολίτου Πρώτου,
είπε: «όλοι ξέρουμε γιατί εδώ έχουμε φτάσει-
που λίγο έλειψε να ’χαμε των πληρωμών μας στάση»,
πως: «πρέπει να συλλάβουμε κάθε φοροφυγάδα
να σώσουμε αν θέλουμε την έρμη την Ελλάδα»,
πως: «πρέπει στις συναλλαγές να έχουμε διαφάνεια»,
και με σοφία περισσή κι ορθοφροσύνη σπάνια,
το :«πόθεν», το :«έσχες», δήλωσε, πως :«πρέπει ν’ ακλουθάει».

Αλήθεια η σοφία του σκληρά καρύδια σπάει!-
Πού οι έλληνες να ξέρανε όπως αυτές σοφίες!…
Ακόμα κι οι αχώριστα Ενωμένες Πολιτείες
Που ως γνωστόν απόθεμα σοφίας δεν έχουν διόλου,
Στ’ άκουσμα των πρωτάκουστων ρήσεων του Καρόλου,
Μεγάλη μία ένιωσαν να τους κατέχει λύπη
Που απ’ τον Λευκό τον Οίκο τους μια τέτοια διάνοια λείπει.

Και πράγματι άλλο ποιο μπορεί μυαλό στην οικουμένη
τόσο να βλέπει καθαρά; Σε ποιον είναι δοσμένη
τέτοια ικανότητα- με δυο ή τρεις εκεί φρασούλες
τόσα πρωτάκουστα να λέει που ευθύνης αναγούλες
να φέρνουν κι εντιμότητας σ’ αυτόν που τις ακούει;
Ω! καμπανούλες ηχηρές, τόσο, ποιος άλλος κρούει!..

Αλλά γι αυτό και Πρώτο μας τον κάναμε Πολίτη
και στο Λευκό τον βάλαμε-που λεν κι οι ΗΠΑ-σπίτι-
ώστε απερίσπαστος εκεί να σκέπτεται αδιακόπως
που ό,τι εν τέλει και να πει να μη το λέει ασκόπως,
μα να ’ναι αυτό  μιας χτίσης νιας το στέριο αγκωνάρι
που όλα θα φέρει τα καλά και τα κακά θα πάρει.

Όχι, να μη κανείς θαρρεί πως άδικα πληρώνεται
(δηλαδή τι πληρώνεται, απλά χαρτζιλικώνεται).

Λοιπόν, οι χαμερπείς εμείς ας μεταρσιωθούμε
από τα λόγια, που-όλβιοι!-τύχη έχουμε ν’ ακούμε,
και ας δημιουργήσουμε την ευτυχή Ελλάδα,
κι όχι να πούμε: «Χέστηκε στ’ αλώνια η φοράδα…»

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2025

 ΦΩΛΙΑΣΕ Η ΘΛΙΨΗ

Φώλιασε η θλίψη στο ξερό ακροκλώναρο της μέρας.
Ο τρόμος καταμάδησε τα ρόδα τ’ ουρανού
Τ’ ατσάλινα τα δίχτυα του ακονάει το νύχτιο τέρας.
Η ελπίδα νεκρολούλουδο στο λείψανο του νου.

Μια ησυχία απόκοσμη ετύλιξε την Πλάση
Και μοναχά ακούγεται μέσα στη σιγαλιά
Το τρεμοκάρδισμα πουλιού που άφησε τα δάση
Και μακριά εβρέθηκε απ’ τ’ άλλα τα πουλιά.

«Μείνε μαζί μας απαλό μικρόφτερο πουλάκι
οι σκοτεινοί σφού σ’ έστειλαν κοντά μας οι Καιροί.
Και δωσ’ ν’ ακούμε το γλυκό-θλιβό σου τραγουδάκι
Του κόσμου που αφήσαμε τα πάθη να ιστορεί.

Στο μονοπάτι το μικρό που έχεις περπατήσει
Όλους τους δρόμους γνώρισες-όλα τα μυστικά
Αν έχεις ζήσει μια στιγμή μία ζωή έχεις ζήσει.
Των γερατειών τα όνειρα είναι τα παιδικά.»

Έτσι απαλά εμίλησε το άλικο το ρέμα-
Ως η Αλήθεια μοναχά γνωρίζει να μιλά.
Και το πουλάκι άφησε της Ζωής το μέγα ψέμα
Και μες στο ρέμα αθάνατα τώρα κι αυτό κυλά.

                   -----

 "ΟΙ ΓΑΤΕΣ"


Θέατρο. Διάλειμμα."ΟΙ ΓΑΤΕΣ".
Πάω να πιω μια κόκα κόλα.
Ειν' τα καθίσματα άδεια όλα
κι οι τουαλέτες ειν' γεμάτες.

Κι ενώ οι άντρες τελειώνουν
ως να μετρήσεις μέχρι τρία,
στα καμπινέ τα γυναικεία
ουρές ατέλειωτες πυκνώνουν.

Έτσι οι γυναίκες-είναι δήλα-
πάνω τους πρέπει να ουρήσουν
κι όταν στις θέσεις τους γυρίζουν
μυρίζει η σάλα κατουρλίλα.






ΒΑΡΗΚΟΪΑ…

Ένα ζευγάρι ηλικιωμένο.
Εκείνος σκύβει προς αυτή
κι εκείνη μ' ύφος οργισμένο
του ξεφωνίζει μες στ' αυτί.

"Τ' είπες;" ρωτάει πάλι ο γέρος
κι αυτή για τέταρτη φορά
μες στου αυτιού το μέσα μέρος
τα ίδια λόγια του ιστορά.

Με περηφάνεια το σκυμμένο
κεφάλι ορθώνει τότε αυτός
και σκούζει μ' ύφος οργισμένο:
¨σιγά, δεν είμαι και κουφός.."





ΞΕΡΩ ΚΑΠΟΙΟΝ

Ξέρω κάποιον που όπου πάει
τα παπούτσια μου φορά
και τα ρούχα μου ταιριάζει
σα θα βγει κάθε φορά.

Είναι πράος -είμαι οργίλος
είναι ξύπνιος ειμ' αργός
γίνομαι εύκολα εγώ φίλος
μ' όλους κείνος είναι εχθρός.

Το ταγκό εγώ χορεύω
του αρέσει αυτού το ροκ
ροκοκό εγώ διαλέγω
κείνος θέλει το μπαρόκ.

Για γυναίκες αν ρωτήσεις
του αρέσουν οι ξανθές'
κι οι δικές μου προτιμήσεις;
προτιμώ μελαχρινές.

Δε θα μ' ένοιαζε για κείνον
πώς περνάει και πώς ζει
στην οδό Ακανθοκρίνων
αν δε μέναμε μαζί

κι αν δεν είχαμε το ίδιο
να μοιράζουμε ποτό
κι αν δεν είχαμε μερίδιο
απ' το ίδιο φαγητό.

Ξέρω κάποιον που όπου πάει
τα παπούτσια μου φορά
και τα ρούχα μου ταιριάζει
σα θα βγει κάθε φορά.

Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

 ΤΟ ΚΑΜΑΚΙ ΤΟΥ ΤΖΙΤΖΙΚΑ

-Τζι τζι τζι και τζι τζι τζι
πεταλούδα πλουμιστή
έλα δίπλα μου και στάσου-
σε ποθώ-σε θέλω-βιάσου.

-Φρου φρου φρου και φρου φρου φρου
τζίτζικα βρωμιάρη-φτου-
πώς μπορεί μια πεταλούδα
να φιλεί σου τη μουσούδα;

-Και τι έχω το στραβό
όπου τόσο σ'  απωθώ;
-Είσαι γκρίζος. Εγώ λάμπω
και στολίδι είμαι στον κάμπο.

-Κι εγώ πάντα τραγουδώ.
Το βιολί μου έχω εδώ
και τον κόσμο ξετρελαίνω
στα μεράκια όταν μπαίνω.

-Όλο τρέχω και πετώ
και δε στέκω ούτε λεφτό.
Συ συνέχεια τεμπελιάζεις-
δε σου μοιάζω-δε μου μοιάζεις.

-Είμαι  εγώ τραγουδιστής
είσαι εσύ ο χορευτής-
απ’ των δυο μας την παρέα
τι θα ταίριαζε πιο ωραία;

-Ω!  Αταίριαστοι πολύ
’μεις οι δυο: εγώ έχω βγει
από άσπρο ένα κουκούλι.
Συ θα το 'χεις για κιβούρι.

-Όμοια ειν'  τα δυο αυτά:
η ζωή όταν τελευτά
ή δεν έχει ακόμα  αρχίσει
πράγμα ίδιο για τη φύση.

-Μία φλόγα εγώ ζητώ
για να πέσω να καώ.
Τζιτζικάκι μου καημένο
μόνο αυτό σε κάνει ξένο…

-Μια φορά εσύ αν καείς
η φωτιά μου συνεχής.
Αχ!  με καίει κάθε ματιά σου
πιο πολύ από τη φωτιά σου.

Τζι τζι τζι και τζι τζι τζι
πεταλούδα μου ακριβή
έλα σβήσε το καμίνι
που από σε μονάχα σβήνει.

-Φρου φρου φρου και φρου φρου φρου
τζίτζικά μου έρχομαι  εφτού-
α!  με σένα είμαι ίδια
σα μου βγάλεις τα στολίδια.    

 ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΕΡΜΑ!

Ο προπάππος μας Αδάμ
και η προγιαγιά μας Εύα
τζάμπα νάνι τζάμπα μαμ
και καθόλου δε δουλεύαν.

Ξάπλα βράδυ και πρωί
ζούσαν όμορφη ζωή.
Δίχως κόπους και ιδρώτα
πέρναγαν ζωή και κότα.

Και δεν πλήρωναν ΟTΕ
δεν πληρώναν εφορία
κι ούτε είχανε ποτέ
με τα μπίλια φασαρία-

με αγγέλους συντροφιά
και με το θεό παρέα
όλα ήτανε καλά
κι όλα ήτανε ωραία.

Ώσπου η Εύα βιαστική
στον Αδάμ πάει μια μέρα
που τον φρέσκο του εκεί
κάπου έπαιρνε αέρα,

και κραδαίνοντας σφιχτά
μες στο χέρι ένα ξύλο
στο κεφάλι τον χτυπά
και του λέει: «θέλω μήλο!»

«Βρε καλή μου-βρε χρυσή
τι κουβέντα είν' αυτή
κι έτσι άξαφνα πώς σου 'ρθε;
κι από ποιόνε; κι από πούθε;

ξέρεις τι ο κραταιός
μας εδιάταξε ο θεός:
τ' άλλα δέντρα να τρυγάμε
αλλά μήλο να μη φάμε».

«Ξέρω τι μας έχει πει
μα εγώ έμαθα ακόμα
το γιατί τέτοια εντολή
του 'χει βγει από το στόμα-

είναι γιατί αν γευτούμε
από κείνο τον καρπό
σαν και κείνον θα γινούμε-
δηλαδή θεοί: γι αυτό!».

«Τι ιδέα μα το ναι,
ποιος σου το 'πε αυτό μωρέ;
ζώο θα 'λεγα πως θα 'ναι'
μα τα ζώα δε μιλάνε...»

«Να που έγινε κι αυτό
και μου μίλησε ένα ήδη-
το μεγάλο μυστικό
μου το σφύριξε το φίδι».

«Τι απρόσμενο κακό
είναι τούτο που ακώ!
ένα φίδι να τολμάει
στους ανθρώπους να μιλάει...

και γιατί παρακαλώ;
για να βάλει στο μυαλό

μιας κουτής όπως εσένα
λόγια ψεύτικα ένα ένα...

τι θα γίνω εγώ με σε;
ρε Ευάκι άκου και ’μέ-
ο θεός όταν το μάθει
θα μας δώσει χίλια πάθη..»

«Συ θα πεις εμέ κουτή;
άρπα' τη λοιπόν κι αυτή!»
και το ξύλο που κρατάει
στο κεφάλι του το σπάει.

«Και να ξέρεις-μήλο εγώ
θες δε θέλεις θα γευτώ:
στο μυαλό μου ό,τι βάνω
δε 'συχάζω αν δεν το κάνω!

όμως συ ’σαι ο κουτός
γιατί ακόμα κι αν ο θεός
θέλει να μας τιμωρήσει
γι αυτό που 'χουμε τολμήσει

δε θα το μπορεί αφού
θα 'μαστε θεοί βρε ζώο!..»
«Τι ξερό κεφάλι! φτου!
Φάει συ-εγώ δεν τρώω!»

Έτσι είπε ο φτωχός.
Όμως έφαγε κι αυτός.
Κι ο θεός απ' το πανώριο
τους κυνήγησε φυτώριο.

Η συνέχεια είναι γνωστή:
μια ζωή μόχθου μεστή
και ταλαιπωριών περνούνε
έκτοτε όσοι ανθρώποι ζούνε.

Κι από τότε όλες κρατάνε
οι γυναίκες ένα ξύλο
και τους άντρες τους χτυπάνε.
Κι αντίς φίδι, έχουν φίλο.

                   -----

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

 Διορίστηκα στο ΙΚΑ Τρίπολης.
Διοικητής του ΙΚΑ ο κύριος Νεκτάριος.
Όταν πήγα να εργαστώ την πρώτη μέρα, ούτε καλημέρα δεν μου είπε κανείς. Και στο που θα ήτανε γραφείο μου, βρήκα το έγγραφο του …ξεδιορισμού μου!
Έφτασα μέχρι τον ιδιαίτερο του υπουργού και τον ρώτησα γιατί με ξεδιόρισαν.
«Πολιτικοί λόγοι!», μου είπε νέτα σκέτα.
Έφυγα.
Τι είχα τι έχασα.
Ξέχασα μόνο να τον ρωτήσω με ποιους είμαι, για να ξέρω.
Αφορμή όλο αυτό όμως στάθηκε να γράψω κάτι και για τον κύριο Νεκτάριο.

Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΓΥΦΤΩΝ
ή
ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΠΟ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΙΚΑ ΓΙΑΤΡΩΝ
(συνταχθέν από τον ίδιο τον διοικητή του ΙΚΑ κύριο Νεκτάριο)

1. Κατά τη γνώμη σας έχουν λόγο ύπαρξης στην Ελλάδα άλλα κόμματα πλην του κυβερνώντος; ΝΑΙ-ΟΧΙ

2. Όταν θέλετε να πείτε μία λέξη που αρχίζει από ΠΑ-καταβάλλετε προσπάθεια για να μη τη συνεχίσετε με -ΣΟΚ;
ΝΑΙ-ΟΧΙ

3. Ποια ήταν η τέταρτη λέξη του λόγου που εκφώνησε ο Α. Π. στο Σύνταγμα στις 8-10-88; (αν δεν ξέρετε τι σημαίνει το Α. Π, είναι περιττό να συνεχίσετε να απαντάτε στο παρόν ερωτηματολόγιο)

4. Αν προσληφθείτε, θα χορηγείτε στους ασθενείς σας και φάρμακα που έχουν άλλο χρώμα εκτός από το πράσινο;
ΝΑΙ-ΟΧΙ

5. Αντικειμενικά κρίνοντας, ο Λεφτέρης Βελιζέλος μεγάλωσε περισσότερο την Ελλάδα ή ο Κώστας Σημίτης (υπογραμμίστε το σωστό-μη συμπεριλάβετε στην εκτίμησή σας βραχονησίδες)
(Βενιζέλος-Κώστας Σημίτης)

6. Όταν ακούτε λέξεις που περιέχουν συνεχόμενα τα γράμματα "νου" και "δου", κάνετε εμετό ή απλά νιώθετε ναυτία; (υπογραμμίστε το σωστό)
(εμετός-ναυτία)

7. Προσεύχεστε στον Θεό ή στον άγιο Νεκτάριο; (υπογραμμίστε το σωστό)
(Θεός-άγιος Νεκτάριος)

8. Πιστεύετε στις φήμες για την ύπαρξη στο παρελθόν κάποιου πολιτικού με το όνομα Κωνσταντίνος Καραμανλής;
ΝΑΙ-ΟΧΙ

9. Όταν οδηγείτε στην πόλη, στρίβετε ποτέ δεξιά, έστω και αν επιτρέπεται, ή διαλέγετε να κάνετε το γύρο του τετραγώνου και να βρεθείτε στο μέρος που θέλετε να πάτε στρίβοντας όλο αριστερά; (υπογραμμίστε αναλόγως)
(δεξιά-αριστερά)

10. (Ερώτηση μόνο για όσους γράφουν ποίηση. Οι υπόλοιποι παρακαλούνται να αγνοήσουν την ερώτηση)
Έχετε ριμάρει ποτέ το ΙΚΑ με "κλίκα";
ΝΑΙ-ΟΧΙ

11. Έχει κάποιος συγγενής σας - μέχρι τρίτου βαθμού συγγενείας- γαλανά μάτια;
ΝΑΙ-ΟΧΙ

12. Σας έχει περάσει ποτέ, έστω και σαν απλή υποψία από το μυαλό, ότι στο ΙΚΑ γίνονται προσλήψεις με κομματικά κριτήρια;
ΝΑΙ-ΟΧΙ


 ΔΥΑΡΧΙΑ
(Σημίτη-Παπανδρέου)

Βρε τι μπέρδεμα είναι τούτο
που τη νέα χρονιά μας βρήκε!
Άτσαλα ο νέος χρόνος
στην απλή ζωή μας μπήκεΙ

Ένας ξέραμε ως τα τώρα
πως το αίμα μάς ρουφάει,
πως ρουφιάνους εκκολάπτει
κι ότι σκάνδαλα γεννάει.

Ένας ξέραμε κρατάει
της Ελλάδας τα ηνία
και στο βάραθρο πως λαύρος
τήνε σέρνει με μανία.

Έναν είχαμε προδότη
και χαφιέ της ανθρωπιάς μας
έναν είχαμε δυνάστη
και φονιά κάθε χαράς μας.

Κι είμασταν συνηθισμένοι
ένας να 'ναι ο μαφιόζος
που στα σκάνδαλα ήταν άσσος
και στη διαφθορά βιρτουόζος.

Αλλά τώρα τι σκοτούρα!
Δε μας φτάναν τα μεγάλα
που 'χαμε τα βάσανά μας,
έπρεπε να 'ρθούνε κι άλλα…

Και θα έχουμε από τώρα
έγνοιες κι άλλες στο κεφάλι
λες και λίγο ήταν όσο
μέχρι τώρα είχαμε χάλι.

Εναν ξέραμε βρωμιάρη
και παλιάνθρωπο και κλέφτη
τώρα δυο-λες εσκεφτήκαν
λίγος ο ένας πως μας πέφτει.

Και αρχίζουν οι απορίες:
Τώρα ποιος θα κυβερνάει;
Ο Κινέζος ή ο Γιωργάκης;
Και τον άλλο ποιος θα φάει;

Και ο ένας θα νικήσει
στον αγώνα σα θα μπούνε,
ή θα 'ρθούνε ισοπαλία
και θ' αλληλοφαγωθούνε;

Στη γελοία αυτήν παράτα
που 'χουνε κι οι δυο διαλέξει
ποιος περσότερο απ' τους δύο
χρόνο άραγε θ' αντέξει;

Και ποιανού ήταν ιδέα
δυο μαζί να κυβερνάνε
σ' ένα τόπο που έναν μόνο
δέχεται αφέντης να 'ναι;

Θα εμφανίζονται κι οι δυο τους
σε μπαλκόνι πάνω ένα
ή θα βγαίνουν ένας ένας
σα σε δίδυμων τη γέννα;

Και οι δυο θα χαιρετάνε
στο μπαλκόνι όταν βγούνε
ή εναλλάξ τα δυο τους χέρια
χαιρετώντας θα κινούνε;

Κι αν κι οι δυο τους χαιρετάνε –
αν αυτό τέλος διαλέξουν-
τότε εκτός από τα μπούτια
και τα χέρια δε θα μπλέξουν;

Ποιος θα πλέκει το εγκώμιο
της Ευρώπης τώρα; Εκείνος
που εκεί μας έχει χώσει
ή ο άλλος-ο δελφίνος;

Και σε ποιον θα πρωτοτρέχουν
οι υπουργοι και οι συμβούλοι
πρωι πρωί για τον καφφέ τους
και σε ποιον θα είναι δούλοι;

Ποιος θα βγαίνει στην τι-βι μας
για να λέει τα δικά του-
ο Σημίτης με τη Δάφνη
ή ο μικρός με τη μαμά του;

Ποιόν δουλόπρεπα ο Χυτήρης
να υμνεί θα επιλέξει-
για ποιον μέλι από κερήθρα
κάθε του θα στάζει λέξη;

Ποιον ο Ρέππας θα εκθειάζει
κι απ' τους δυο ποιόνε θα γλύφει
και σε ποιόνε σαν κοτούλα
παστρικιά θα κάτσει νύφη;

Ποιον η Βάσω κι ο Ευθυμίου
απ' τους δύο θα στηρίζει;
Ποιον θα προσκυνάει ο Άκης;
Ποιον ο Πάγκαλος θα βρίζει;

Ποιος και ποιόνε θα διορίζει;
υπουργό και σύμβουλό του;
Ποιος θα κάνει ό,τι του ’ρθει
κι ό,τι λέει το μυαλό του;

Τώρα ποιος θα συμμαζεύει
τ' ασυμμάζευτα του τόπου;
Ποιος θα σύρει μετά τόσου
της Ελλάδος το άρμα κόπου,

που ζεμένα τώρα θα 'χει
όχι ένα μα δυο ζώα
κεντροαριστερά πλην όμως
και αριστεροκεντρώα;

Κι αν δεξά τραβάει ο ένας
και αριστερά ο άλλος
δε θα γίνεται βαβούρα
και κακό και μέγας σάλος;

Ποιος περσότερο θα τρώει;
Ποιος περσότερο θα κλέβει;
Ποιος θα έχει των αιώνων
μεγαλύτερη τη χλεύη;

Ποιος της διαφθοράς θα υφαίνει
γρηγορότερα το σάλι;
Ποιος βαθύτερα στη δίνη
της Ευρώπης θα μας βάλει;

Κι ο Γιωργάκης στο Σημίτη
ανανέωση θα δώσει
ή ο Γιώργος μες στην ήττα
του Σημίτη θα λασπώσει;

Και τρανότερος ποιος είναι
καραγκιόζης απ' τους δύο-
ο παλιός που έχει βάλει
κάθε τσίπα στο αρχείο,

ή ο νέος που κομπάζει
ότι νέο κάτι φέρνει,
στου παλιού μέσα το έλος
αφού κιόλας παραδέρνει;

Και περσότερο το λαό μας
απ' τους δυο ποιος ονειδίζει-
ο παλιός που τη φυγή του
νίκης πλάνο την βαφτίζει,

ή ο νέος που ως τα τώρα
σ' όλα μέσα ήταν τα κόλπα
και τα κόλπα του εκείνα
τώρα νέα τα λέει όπλα;

Εγώ κάθομαι εδώ χάμου
και τους φαύλους καυτηριάζω
και αυτοί όταν μ’ ακούνε
σαν συνείδησή τους μοιάζω.

Και περνάει ο καιρός μας
κείνοι οι δύο ν' αδικούνε
κι εγώ εδώ να ξαναγράφω
και αυτοί πάλι ν' ακούνε...

 

ΤΑ ΧΑΡΤΑΚΙΑ

 

Ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια

που έβγαλε σωρό από την τσάντα.

 

Άσπρη ανάμεσα στις κόκκινες καρέκλες και σοβαρή

ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια.

 

Το breakfast διπλωμένο πάνω στο τραπέζι

κι αυτή έβαζε σε τάξη τα χαρτιά.

 

Όταν τελείωσε

ήρθ’ ένας εξηντάρης

κοκκινοπρόσωπος

 μ’ ένα καφέ ριγέ κουστούμι

κρατώντας στο ’να χέρι τον καφέ

και τ’ άλλο έχοντάς το μες στην τσέπη

και την πήρε.

 

Fallbrook Mall

22-5 89

 ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
(Τα Τέμπη)

ΜΗΤΡΟΣ
Γιάννο μου γεια σου. Έρχομαι πολύ νωρίς να σ’ έβρω
όχι για φράχτη κάποινε  που χτίστηκε στον Έβρο,
αλλά για ό,τι ειπώθηκε κι έγινε για τα Τέμπη:
τι στον αέρα αυτό βρωμιές ή ευωδιές εκπέμπει.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Ότι νωρίς εκόπιασες δεν είναι δα και νέο.
Πάντα πρωί μου έρχεσαι με σίφουνα μια βιάση
και μου χαλάς τον ύπνο μου τον ήσυχο  κι ωραίο-
το δώρο τ’ ομορφότερο μέσα σ’ αυτή την πλάση.

ΜΗΤΡΟΣ
Με συγχωρείς Γιαννάκο μου, μα έτσι είμαι πλασμένος.
Όποια απορία στον κουτό μυαλό μου γεννηθεί,
Να θέλω αυτή αποκλειστικά από σένα να λυθεί,
Που ο φίλος μου είσαι από παλιά ο πιο αγαπημένος.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Λέγε ρε Μήτρο φίλε μου. Πες μου γιατί απορείς;
Γιατί κι αυτήνε τη φορά πρωί πρωί μου ήρθες,
Και πέφτεις με όση δύναμη στη ζήση μου μπορείς-
σαν όπως πέφτουν τα παιδιά μες στις νεροτσουλήθρες;

ΜΗΤΡΟΣ
Να Γιάννο μου. Και πρώτα αυτό: Φταίει ο Καραμανλής
Για το φριχτό δυστύχημα που έχει στα Τέμπη γίνει;

ΓΙΑΝΝΟΣ
Μήτρο μου εκτός απ’ το λαό δε φταίει άλλος κανείς.

ΜΗΤΡΟΣ
Αυτό που λες Γιαννάκο μου κατάπληκτον μ’ αφήνει.
Την ώρα εκείνη ο λαός ο  πιο πολύς  κοιμόταν,
Κάποιοι ίσως θα εδούλευαν ή άλλοι θα γλεντούσαν.
Στο μέρος δεν ευρίσκονταν αυτοί, όταν γινόταν,
Το δράμα που όλοι χτες γι αυτό μες στη Βουλή μιλούσαν.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Την ώρα εκείνη ναι. Αλλά, την ώρα που ψηφίζαν
Όπως κι εγώ Μητρούση μου, και συ, κι αποφασίζαν
Ποιος κουτεντέ Μητρούση μου θα βγει πρωθυπουργός,
Τότε και φταίχτης έγινε Μητρούση μου ο λαός.

Δε φταίει ούτε ο Καραμανλής, ούτε κανένας άλλος,
Πλην του λαού. Κι αν γίνεται τώρα μεγάλος σάλος,
Γίνεται ώστε οι μιαροί κλέφτες πολιτικοί μας
Που με την ψήφο δύναμη επήραν τη δική μας,

Να μη μας δώσουν τον καιρό ούτε τώρα να σκεφτούμε
Ότι εμείς εφταίξαμε, ώστε να διορθωθούμε.
Έτσι όταν πάλι εκλογές Μητρούση μου θα γίνουν
Εις του κορόιδου την υγειά πάλι αυτοί να πίνουν.

ΜΗΤΡΟΣ
Και το κορόιδο Γιάννο μου ποιο θαναι; Ο λαός;

ΓΙΑΝΝΟΣ
Μπράβο που το κατάλαβες Μήτρο μου. Σε συγχαίρω.
Έγινες όπως πάντοτε ήθελα να σε ξέρω:
Δεν είσαι πια ηλίθιος, αλλά μόνον κουτός!

ΜΗΤΡΟΣ
Σ’ ευχαριστώ Γιαννάκο μου που μ’ έχεις κατατάξει
Σε υψηλότερο σκαλί στη σκάλα του νοός.
Και φεύγω πριν η γνώμη σου και πάλι ίσως αλλάξει
Και τότε πεις ότι είμαι εγώ ολότελα χαζός.

( Κι έφυγε ο Μήτρος χαρωπός που είχε μάθει κάτι,
Κι ο Γιάννος πήγε βρίζοντας γραμμή για το κρεβάτι. )

Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

 ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
από «ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ 2006»

Καλά Χριστούγεννα.
Ξέρετε ότι το άτομο είναι μικρογραφία του ηλιακού μας συστήματος;
Προφανώς όλοι το ξέρουμε αυτό.
Ξέρετε πως το ηλεκτρόνιο σε μεγέθυνση έχει διαμόρφωση παρόμοια με της γης, δηλαδή έχει όρη και κοιλάδες;
Αυτό θα το ξέρουν λιγότεροι.

Μπορείτε να αποκλείσετε ότι το ηλιακό μας σύστημα είναι άτομο ενός πράγματος ή μιας ύπαρξης ασυλλήπτως υπερμεγέθων διαστάσεων για τα δικά μας μέτρα;
Μπορείτε να αποκλείσετε, η να αποκαλέσετε εμένα που δεν μπορώ να το αποκλείσω φαντασιόπληκτον, για την πιθανότητα το σύμπαν μας να είναι μια ρόγα σταφυλιού που ένα ον κρατεί στο χέρι του έτοιμο να την καταπιεί;
Ή ότι βρισκόμαστε κιόλας μέσα στο στομάχι ενός τέτοιου όντος;
Ή πως το ηλιακό μας σύστημα είναι μόριο ενός ανυπολόγιστα μεγάλου δέντρου ή ενός παρεμφερούς και ανάλογου με όσα ξέρουμε ουράνιου σώματος;

Και μήπως το ίδιο συμβαίνει προς τα κάτω-προς την κλίμακα του ηλεκτρονίου αν αυτό εκληφθεί σαν ένα ηλιακό σύστημα όπως και είναι σε μικρογραφία;
Και ξέρετε μήπως αυτή η τόσο όμορφα ειπωμένη λέξη "μικρογραφία" πόσο σχετική μπορεί να είναι;
..."Καλά Χριστούγεννα!"- δηλαδή να περάσετε καλά την ημέρα που γεννήθηκε ο Σωτήρας μας, ή οι Σωτήρες όλων των Συμπάντων και όλων των ως άνω πλασμάτων.
“Μα να ζήσουμε τη ζωή που μας δόθηκε!”
Συμφωνώ, αν πρώτα μου εξηγήσετε τι σημαίνει "ζω", "ζωή", "δίνομαι", και τι είναι αυτό το "μα", το "να" και όλα αυτά τα "μόρια" της γλώσσας μας. Ποιος ζει; Τι είναι αυτό που "ζει"; Και ποιος του "έδωσε" τη ζωή εκείνου που "ζει"; Τι θα πει "δίνω"; Και ποιος είναι αυτός που δίνει; Και πώς δίνεται η ζωή;…
Και τι γίνεται τέλος αυτή η ζωή; Και πού είναι- και τι ήτανε οι ημέρες που πέρασαν και όλα όσα είμαστε σίγουροι δα ότι περάσανε, ότι τα ζήσαμε; Πού είναι αυτές οι στιγμές, αυτές οι παλαιότερες πράξεις μας;  Χτές περπατήσαμε μέχρι την αγορά. Πού είναι αυτό το περπάτημα; Τι είναι ο χρόνος; Πώς μετράει; Το ίδιο για όλους; Ο τεράστιος γίγαντας που κρατεί στο χέρι του έτοιμος να φάει τη ρόγα του σταφυλιού εκείνου, έχει άραγε ένα ρολόϊ περασμένο στον καρπό του χεριού του; Και αν ναι, ο χρόνος του (του ρολογιού και του όντος εκείνου) έχει την ίδια σχέση που έχει ο χρόνος με τη ζωή μας όπως τον μετράμε με το ρολόι μας, ή ο χρόνος του πλάσματος εκείνου έχει για ένα του δευτερόλεπτο ένα δισεκατομμύριο δικούς μας αιώνες;

"Α! Δεν αναγνωρίζεται η αξία των γραφτών μου!.."
Πώς σας φαίνεται αυτή η πρόταση;
Γραφτών;.. Ποιων γραφτών;.. Ποιος γράφει;.. Και σε ποιο σύστημα πλανητικό ποιου γαλαξία, ποιου σύμπαντος και λοιπά και λοιπά... Και τι σημαίνει "γράφω"; Και ποιος είναι αυτός που γράφει;
Και τι θα πει "αξία"; Αξία για ποιον; Και από ποιον;
Μέσα στη λαίλαπα των κοσμογονικών μετεξελίξεων και μεταβολών του Πολυ-Μεγα- Σύμπαντος, κάποιος γράφει...

..."Και καλή πρωτοχρονιά αν δεν σας δω μέχρι τότε"
Υπάρχετε;
Σας ρωτώ: υπ-άρ-χε-τε;
Κι αν προχωρήσουμε τη σκέψη μας σε θεωρίες τύπου "Big Bang" και υποθέσουμε πως είναι σωστές, για ποιαν έκρηξη μιλάμε; Σταματάει ποτέ αυτός ο υποπολλαπλασιασμός και αυτή η υπερμεγέθυνση των αναλογιών, ή ατερμόνως υπάρχουν όλο και πιο μεγάλα και όλο και πιο μικρά "άτομα" (και άτομα) και το Big Bang δεν υπήρξε ποτέ και ακόμα ποτέ δεν θα υπάρξει;
"Μα, ζούμε. Υπάρχουμε. Πονάμε και χαιρόμαστε, έχουμε κράτη και κυβερνήσεις, γράφουμε, διαβάζουμε, κινούμαστε, σκεφτόμαστε, παρατηρούμε, φιλοσοφούμε, υπάρχουμε πάλι.
Τι θα πρέπει; Να αυτοκτονήσουμε επειδή κάποιος μεγάλος άνθρωπος ίσως μας τρώει και επειδή ίσως εμείς με κάθε μπουκιά που κατεβάζουμε τρώμε μερικά δισεκατομμύρια Σύμπαντα;"

Ποιος είπε να αυτοκτονήσετε; Εγώ δεν είμαι που σας ευχήθηκα "Kαλά Χριστούγεννα";
Και για να είστε σίγουροι γι αυτό, πάλι θα σας το πω: ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ Ο ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΧΡΟΝΟΣ!

 

ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ


 21-11-2013: ΚΑΤΑΤΕΘΗΚΕ
ΤΟ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟ
ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ
(οι εφημερίδες)

-Πότε και το αντικλεπτικό;
-Ποτέ! Αντιβουλευτικό!

-Και το αντιδιαφθορικό;
-Ούτε! Αντιϋπουργικό!

-Αμέ το αντιλαμογιακό;
-Α πα! πα! Αντιπασοκικό!

-Μήπως το αντιμιζικό;
-Ποτέ! Αντιζημενσιακό!

Απέ το αντιμνημονιακό;
Τι λέτε!.. Αντιμερκελικό!

Ίσως το αντισαμαρικό;..
Προς Θεού! Αντιφασιστικό!

Το διακοσιοβουλευτικό;
Α μπα! Αντιβολευτικό!

Κάποτε το αντιβλακικό;
Ποτέ! Αντιπαπανδρεϊκό!
    

Γιατί το αντιρατσιστικό;
Γιατ’ είναι αντιχρυσαυγικό!




ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΌ ΚΑΙ ΆΛΛΑ ΚΟΥΡΑΦΈΞΑΛΑ

Μ’ αρέσει η Αυγή η Χρυσή
γιατί τους άλλους βουλευτές μισεί
(όπως και κείνοι αυτούς
μεγάλους και μικρούς)

και τους το δείχνει χύμα
απ’ της Βουλής το βήμα.
Και αν ακόμα μένει στα λόγια
όμως δεν το βάζει και στα πόδια

και αν ακόμα δεν προχωρεί σε πράξεις
ε, πρέπει πρώτα το πράγμα να το ψάξεις.
Γιατί όλοι οι άλλοι πρέπει να πληρώσουν
και λόγο στο λαό κάποτε να δώσουν

για τα μέχρι τώρα απλήρωτα εγκλήματά τους
που κάνουνε ακόμα απ’ τα φασκιά τους.
Γι αυτό και έπρεπε η Χρυσή Αυγή να ’ρθει
και στη Βουλή να μπει

και ό,τι δεν μπορούμε εμείς
στους ληστές να πούμε
να τους το λένε της Χρυσής Αυγής
οι βουλευτές ν’ ακούμε.

Οι άλλοι πάλι δε μένουνε αργοί.
Κάνουνε ό,τι το κεφάλι τους τούς πει
για να ξαναστείλουνε τους Χρυσαυγίτες
στις φτωχικές τους σκήτες.

Και μέσα στη βιάση τους
να τους καταπιούν αμάσητους,
ξεχνάνε ότι λένε πως έχουνε δημοκρατία
και εναντίον τους κάνουνε κάθε φασιστεία.

Όπως το νομοσχέδιο το αντιρατσιστικό
το διαταγμένο και πολύ βιαστικό-
σαν ντολμαδάκια να τυλίγανε-
που στη Βουλή επήγανε.

Και όπως η άρνησή τους
να συζητήσουν μαζί τους.
Άρνηση των κομμάτων απάντων.
Ή σχεδόν τέλος πάντων.

Αγνόηση δηλαδή λαού εκατοντάδων χιλιάδων
που τους αψήφισαν,
λες και ήτανε συρφετός φαύλων
όσοι Χρυσή Αυγή εψήφισαν.

Μα εγώ ξέρω ότι σήμερα
στα πράγματά μας τα εφήμερα
δυο κατηγορίες πολιτικών υπάρχουν:
αυτοί που και τώρα άρχουν-

οι καταστροφείς της χώρας-οι αλήτες-
και οι απέναντί τους: οι Χρυσαυγίτες.
Και οι δύο κακοί
αλλά βλέποντας κι εδώ κι εκεί

το λιγότερο κακό διαλέγω
και το περισσότερο κακό το ψέγω.
Αφού αυτούς τους δυο έχουμε
κάποιον απ’ αυτούς πρέπει να προσέχουμε.

Και ποιος είναι περισσότερο ρατσιστής
από τον άλλο; ρωτιέμαι.
και όχι πως είμαι εγώ ο καλλίτερος κριτής
αλλά να, κάτι για να λέμε.

Και απαντάω ότι χειρότερος
είναι ο στα πολιτικά παλαιότερος.
Αυτός έδινε στους ξένους ένα ξεροκόμματο
για να δουλεύουνε μεροκάματο μονοκόμματο

και να του χτίζουν αεροδρόμια, μετρό, δρόμους,
συναλλαγές κάνοντας μαζί τους παρανόμους
εξαναγκάζοντάς τους να υπογράφουν για εικοσιπέντε
ενώ τους δίνανε πέντε.  

Λοιπόν ποιος έχει φασιστική συμπεριφορά;
Όχι οι Χρυσαυγίτες μια φορά
αφού αυτοί δεν ξέρανε ακόμα
η Βουλή ούτε τι έχει χρώμα.

…Και τους εργοδότες οι κλέφτες βουλευτές αφήνανε
να αγκαζάρουν ξένους για εργασία
ξέροντας ότι λεφτά δεν τους δίνανε
και ότι όταν η δουλειά τελειώσει
αυτούς, σαν κερί που έχει λιώσει
θα τους διώξουνε με συμπεριφορά απαισία.

Λοιπόν ποιος έχει φασιστική συμπεριφορά;
Όχι οι Χρυσαυγίτες μια φορά
αφού αυτοί δεν ξέρανε ακόμα
η Βουλή ούτε τι έχει χρώμα.

…Αυτοί που στων ξένων τα παιδιά που εδώ γεννιούνται
υπηκοότητα ελληνική αρνούνται
ενώ οι αμερικάνοι,
σε αεροπλάνο παιδί να γεννηθεί
που πάνω από τις ΗΠΑ πετάει
τόσο αυτό μετράει
ώστε του δίνουν μάνι μάνι
υπηκοότητα αμερικανική.

Λοιπόν ποιος έχει φασιστική συμπεριφορά;
Όχι οι Χρυσαυγίτες μια φορά
αφού αυτοί δεν ξέρανε τότε ακόμα
η Βουλή ούτε τι έχει χρώμα.

Μέχρι που είπανε με γινάτι
να βγάλουνε παράνομη τη Χρυσή Αυγή
χωρίς να βλέπουν πως αυτό ήτανε κάτι
που εναντίον τους μπορεί να βγει.

Γιατί τον εαυτό τους θα χτυπήσουνε
με το αντιρατσιστικό
κι όχι τους Χρυσαυγίτες που τότε θ’ αναστήσουνε
και μάλιστα με γλέντι γιορταστικό.

Και θέλοντας να δείξουν ότι δεν ξέρουνε
πως ο ρατσισμός μόνο με δημοκρατία χτυπιέται
ζητάνε ηρεμία να φέρουνε
χωρίς ν’ αποκηρύξουνε το «φάτε-πιέτε».

Μ’ άλλα λόγια και το λύκο χορτάτο θέλουνε
της διαφθοράς και της παραλυσίας
και την προβατίνα να βλέπουνε
ακέρια της κοινωνικής ησυχίας.

Θα τους δικαιολογούσα αν φτιάχνανε
όχι έναν αντι-χρυσαυγητικό νόμο
μα έναν αντι-«δημοκρατικό» νόμο αν κάνανε,
στης «δημοκρατίας» τους ενάντια τον τρόμο.

Και νόμο αντικλεπτικό αν έφερναν
που όμως να τον τηρούσαν, θα τους τιμούσα.
Και αν τα χρήματα που ως τώρα έκλεβαν
τα γύριζαν πίσω, θα τους προτιμούσα.

Μα ποιος να τα γυρίσει;
Και ποιος τέτοιο νομοσχέδιο να ψηφίσει;
Ο δοτός Σαμαράς που την πρωθυπουργία ξοφλά
τη Μέρκελ υπηρετώντας τυφλά;

Ο Βενιζέλος
που στο πασόκ έδωσε τέλος
(ούτε με κεφαλαία γράμματα το χέρι δεν πάει
να γράψει ένα κόμμα που τόσο ντροπερά ξιοφλάει);

Ο Κουβέλης, προδότης της αριστεράς
που σκοπό του τόχει-
όπως έχει το Φθινόπωρο το πρωτοβρόχι-
σαν πληρωμένος παλληκαράς

να κάνει τον καμπόσο σαν πρόεδρος δημοκρατίας
για πληρωμή της προδοσίας;
Ο Λοβέρδος, που το γενόσημο
(που τόσα κακά έχει
όσο άσκεπο σπίτι όταν βρέχει)
της ύπαρξής του έκανε ορόσημο

και που νομίζει πως ο λαός ξεχνάει
ότι αυτός τον έκανε να πεινάει;
Και για να μην τους πιάσουμε έναν έναν
δε βρίσκω κανέναν
που να μπορεί ρότα ν’ αλλάξει
και άλλος Αρχιμήδης «εύρηκα» να φωνάξει.

Για να μην πω για τον Παπαντρέου το Γιωργάκη
που αφού διάλυσε το δικό μας τσαρδάκι
πάει τώρα με τρόπο πάλι βλακικό
να διαλύσει και το διεθνή σοσιαλισμό…

(Μα να μην έχει φτιάξει τίποτα αυτό το παιδί…
πού είναι ο πατέρας του να χαρεί όταν  δει
πως αποτέλειωσε το έργο του ο γιος του
που ο αμοραλισμός δεν έκανε ο δικός του…)

Έχει έξαρση ο ρατσισμός, λένε.
Ο ρατσισμός δεν έχει έξαρση. Πάντα
ο μαύρος που ζει στην Ουγκάντα
θα απορεί που και οι λευκοί κλαίνε.

Και στην πατρίδα μας ο ρατσισμός
είναι κληρονομιά παλιά όπως ο αστερισμός.
«Πας μη έλλην βάρβαρος» σύμφυτος
ο ρατσισμός με τη χώρα μας
έτσι το ήθελε ο ύψιστος-
αυτή είναι η ψώρα μας.

Μα έλα που σήμερα οι λεφτάδες του κόσμου
θέλουν χέρια και κίτρινα και μαύρα να του δουλεύουν όμως…
και αυτό προϋποθέτει μυρωδιά όχι δυόσμου
μα ίδρωτα που η ειρήνη μεταξύ τους ο πρώτος νόμος…

Κι ας, πρώτα ξεριζωθεί η ψυχή του ανθρώπου,
κι ύστερα ο ρατσισμός του,
μα αυτοί θέλουν οι άνθρωποι κάθε τόπου
καθένας να καταπνίγει τον γενότυπό του

για να παράγουν… να παράγουν… να παράγουν…
και βέβαια και ήσυχα να διάγουν
για να πηγαίνει μπροστά η δουλειά
όπως με τα ζώα εγινόταν παλιά.

Ρωτάνε οι λεφτάδες γιατί ήρθε η Κρίση.
Κάνουν ότι δεν ξέρουν
ότι αυτοί την έχουν μαυλίσει
ώστε οι φτωχοί να υποφέρουν,

ενώ εκείνοι θα ευημερούν
είτε βρίσκονται στο Λονδίνο είτε στο Καμερούν.
Και ξεσηκώνουν λαούς σε Αφρική και Ασία
για να ζητήσουν περισσότερα χρήματα για την εργασία,

έτσι που η αμοιβή τους να εξισωθεί με των δυτικών
και να επέλθει εξίσωση των εργατικών,
ώστε ο ανταγωνισμός να πάψει
υπέρ να λειτουργεί των ανατολικών χωρών,

και το εμπόριο και πάλι να ανάψει,
μα τώρα με το συμφέρον των δυτικών παρόν.
Και να το καταφέρουνε δεν δυσκολεύονται:
αφού έπεσε η Σοβιετική Δημοκρατία,

οι λαοί από τα χέρια των λεφτάδων άγονται και φέρονται
και κάνουν ό,τι θέλει η πλουτοκρατία.
Κι αυτή λέει: «Τώρα που δεν έχετε προστάτη
ότι σας έδωσα θα σας το πάρω πίσω.
Άσπρη μέρα για να δείτε θα κάνετε μαύρο μάτι.
Ό,τι τότε έχασα, τριπλό τώρα θα το κερδίσω.»

Ως για το λαό τον ελληνικό,
τους ακούει
και όπως από γέννηση τόχει χούι
λουφάζει σαν λαδικό.

Και λένε οι ασημακοπουλίνες
και οι άλλες αγιογδύτισσες μπουμπουλίνες
ότι ο λαός ο ελληνικός έχει ωριμότητα
γι αυτό δεν ξεσηκώνεται.
Δεν παραδέχονται ότι δεν υπάρχει συλλογικότητα
κι ότι όποια ατομική
(πολιτική ή κοινωνική)
πρωτοβουλία, τον ψόφιο κοριό καμώνεται…

Οι πολιτικοί φαίνεται πως ξεχωρίζουν
όσα λένε προεκλογικά και όσα κάνουν μετεκλογικά.
Και για μεν τα προεκλογικά αποφασίζουν
πως θα αποδειχτούν αλαμπουρνεζικά,

ενώ αυτά σαν ψηφιστούν που κάνουν
όλες οι αλήθειες του κόσμου δεν τα φτάνουν.
Ο Αντρέας ας πούμε έλεγε με δυνατή φωνή
«έξω από ΝΑΤΟ και ΕΟΚ και έξω οι Βάσεις» και ύστερα
δείχνοντας αξιολύπητη επιμονή
μπήκε μέσα σε όλα αυτά βαθύτερα.

Και ο λαός έλεγε «ο Αντρέας είναι πολιτικός
που ενώ έτσι τα λέει τα κάνει αλλιώς.»
Και πάνε και Εθνάρχη να τον κάνουνε
σαν να μη μας έφτανε ο «Ανήκομεν εις την Δύσιν»
που σε όσα έφαγε δεν τον φτάνουνε
δέκα μαζί Άκηδες που θα τρώγανε παρά φύσιν.

Τελικά όσο περισσότερο κλέβεις
τόσο πιο στην Ελλάδα θ’ ανέβεις.
Ο Σαμαράς είπε ότι θα φκιάσει Επιτροπή
που να βρει πώς μπήκαμε στο Μνημόνιο
και μετά αυτό το ξεχνάει χωρίς ντροπή
λες και ήθελε να αποφύγει κάποιο Άγος Κυλώνειο.

Και το Σαμαρά τον έχουνε όλοι μη στάξει
επειδή με τη Μέρκελ τα πάει εντάξει
και επειδή έκοψε συντάξεις και μιστούς
και από τους έλληνες επιστράτεψε τους  μισούς.

Τότε ας φέρναμε πάλι έναν Παπαδόπουλο
να φορέσουμε αρβύλες και χιτώνια
και μάλιστα χωρίς κόψιμο μιστών και Μνημόνια.
Και θα είχαμε και κάθε μέρα ψητό φοινικόπουλο…

Αλλά έτσι είναι ο πανέξυπνος ελληνικός λαός:
δεν τον νοιάζει που στο Μνημόνιο τον μπάζουν
αρκεί συνεχώς να του φωνάζουν
«Όχι στο Μνημόνιο!» σθεναρώς.

Η γλώσσα!.. Οι λέξεις… Για τους έλληνες αυτά μετράνε.
Γι αυτό άλλωστε και με διάβασμα όλη τη ζωή τους περνάνε…
Και λέει ο πρωθυπουργός
που στη γλώσσα δε μένει αργός,
 
ότι οι έλληνες πάντοτε αγαπούν την ελευθερία
ενώ ο ίδιος τους έχει φυλακισμένους με μανία.
 Μνημόνιο, φίμωτρο, αλυσίδες, πείνα
έχουνε σκλαβώσει και επαρχία και Αθήνα.  

Είναι ελεύθερος ο πεινασμένος;
Θα έλεγε «ναι» κανένας μη πληρωμένος;
Κι έχεις όλους τους πολιτικούς να φωνάζουν
πως η Χρυσή Αυγή μεγάλωσε. Μα μόνο αλαλάζουν.

Δε χτυπάνε την αιτία της άνθησης στο κέντρο της-
δεν σταματάνε να ποτίζουν το δέντρο της-
παρά κάθονται γύρω γύρω και το σιχτιρίζουνε
χωρίς να σκεφτούνε
τέτοιοι χαζοί πούναι
ότι έτσι το ποτίζουνε.

Και το Κουκουέ κουρνιάζει στη γωνιά του βαυκαλιζόμενο
πως χάρη σε κείνο γίνανε όλες οι πρόοδες
ενώ οι καιροί φέρανε και το ήν το ον και το ερχόμενο
κατρακυλώντας από την κορυφή της ιστορίας στους πρόποδες.

Και κανείς δε λέει πως στην Ελλάδα ο ρατσισμός
ανθούσε πριν ακόμα του Νώε γίνει ο Κατακλυσμός.
Κι έχεις και την Πιπιλή της ΥΕΝΕΔ να διαλαλεί
πως «κτίριο της δημοκρατίας» είναι η Βουλή.
Η καημένη τα έχει χάσει εντελώς
τέτοια για να πιπιλίζει έστω αφελώς
και για να λέει τους «φασιστορατσιστές» «κότες»-
της μουσικής της φαίνεται ως εκεί μόνο φτάνουν οι νότες.

Και μερικοί χαζοί δε βλέπουνε με τη χαζομάρα τους την τόση
ότι του Τσίπρα το μπαλόνι ξεφούσκωσε πριν ακόμα φουσκώσει.
Μιλάει στους βουλευτές του και λέει τι να γίνει ΠΡΈΠΕΙ
και πως έπρεπε όλα να έχουν κιόλας γίνει δεν το βλέπει.

Και τις ιδιωτικοποιήσεις κατακεραυνώνει
και σχέδια μελλοντικά ιδεατά ξεδιπλώνει
και ξεχνώντας τι η Αριστερά πίσω της σέρνει
αυτός με φωνή ανδροπρεπή παιδοφέρνει.

Λέει «οφείλουμε να είμαστε ξεκάθαροι»
και βρωμάνε σαν κάνθαροι.
Λέει «Σύριζα και όχι νερό δεν συμβιβάζονται»
και ύστερα ησυχασμένοι ξεκουράζονται.

Λόγια… λόγια… λόγια… λόγια…
από τον Τσίπρα τον κουτομόγια
που πριν δυο χρόνια όλοι στα μάτια τον κοιτάγαμε
όμως άδεια καλάθια και τώρα κρατάμε όπως και  τότε κρατάγαμε.

Θα εφαρμόσει το πρόγραμμά του,
όμως μόνο αν θέλει κι ο ελληνικός λαός
γιατί αν δε θέλει είναι δουλειά δικιά του
κι ας κάνει τότε ό,τι θέλει αυτός.

Μα αν μπορούσε ο λαός ρε Τσίπρα χέστη
θα το ’χε κάνει αυτό χωρίς να σ’ έχει ανάγκη
όπως μονάχο του αν μπόρειγε καρπό να δέσει το σπαράγγι
δε θα περίμενε της Άνοιξης τη ζέστη.

Τράβα στο σπίτι τότε και περίμενε
καμιά διακοσαριά χρονάκια ακόμα
να ζωντανέψει του λαού το πτώμα
και αφού νιονιό αποχτήσει
να ’ρθει να σε ζητήσει-
περίμενε να σε φωνάξει ο λαός καημένε…

Αν κότσια δεν έχεις το συρφετό ν’ αρπάξεις
και λαό απ’ αυτόν σωστόν να φτιάξεις
τράβα στο καλό σου και στη γυναικούλα σου
πριν καμιά φωτιά αρπάξεις και καεί η γούνα σου…

Όμως ο Τσίπρας επιμένει: «όλ’ αυτά με το λαό μαζί θα γίνουν»
και με ύφος προϋποθέσεις καθορίζει
και μ’ αυτό καθαρίζει
ενώ οι άλλοι τον κλοιό γύρω από το λαό περισσότερο κλείνουν.

Πρέπει να εμβαθύνουνε
και να επικαιροποιήσουνε λέει την τακτική τους
και πια τη Δεξιά την έχουν στο βρακί τους
κι απ’ το χάρτη τη σβήνουνε.

Θέλει να φτιάξει λέει από τις συνιστώσες
τη νέα μεγάλη της Αριστεράς παράταξη.
Μα όμως… ουφ! ας τον αφήσω κι αυτόνε
όπως τις άλλες κλώσες
στης λογικής του τη διατάραξη.

Όμως να πιάσω και ποιόνε;…

Σάββατο 26 Ιουλίου 2025

 ΚΟΙΤΑΓΜΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ

«Τον κοιτάει στα μάτια». Αυτό, έμαθα από μικρός, σημαίνει μεγάλη αγάπη.
Και ίσως να είναι έτσι.
Τότε όμως η αγάπη είναι ανυπόφορη.

Η καινούργια μου φίλη με κοίταζε στα μάτια. Αμίλητη και με ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της, απλά με κοίταζε συνέχεια στα μάτια.
   
Στην αρχή της γνωριμίας μας δεν έδωσα μεγάλη σημασία στο πράγμα. Έλεγα πως δεν θα ήτανε μόνιμο στοιχείο της προσωπικότητάς της και ότι με το πέρασμα των ημερών θα περιοριζόταν.
Έκανα λάθος.  
Το κοίταγμα στα μάτια συνεχιζόταν αμείωτο σε διάρκεια και ένταση.
Όταν, νιώθωντας ότι τα μάτια της με κοιτάζουν και γύριζα προς αυτήν, τότε εκείνη, χωρίς εντούτοις να σταματήσει να με κοιτάζει, φερνόταν τελείως απρόσμενα. Δηλαδή συνέχιζε να με κοιτάζει σαν αυτό να ήτανε τελείως φυσιολογικό αλλά και σαν να ήταν πολύ ικανοποιημένη ή σαν να περίμενε κάποια επιβράβευση γι αυτό που έκανε.
Όλοι ξέρουν ότι φυσιολογικά, μετά από μια τέτοια ανταλλαγή βλεμμάτων όπου ένας συλλαμβάνει τον άλλον να τον κοιτάζει χωρίς εμφανή λόγο ή λογική αιτία, τότε ο άλλος από ευγένεια παίρνει τα μάτια του από κείνον που μέχρι τότε κοίταζε.
Η φίλη μου όμως όχι-συνέχιζε να με κοιτάζει ακόμα και ύστερα από όσες τέτοιες τυχαίες συναντήσεις των βλεμμάτων μας.
Και ας μη φανταστεί κανείς ότι αυτό το έκανε επειδή δεν είχε τι άλλο να κάνει. Όχι. Αυτό το κοίταγμα γινόταν όχι μόνον όταν δεν είχε να κάνει τίποτε, αλλά και στη μέση της δουλειάς της, όποια κι αν ήταν αυτή. Για παράδειγμα, την είχα δει να με βλέπει έχοντας σταματήσει το πλύσιμο των πιάτων και κρατώντας το πανί που ακόμα τα σκούπιζε στο χέρι, ή στεκάμενη ακίνητη με τη σκούπα στο χέρι πάνω από ένα σύνολο σκουπιδιών, αν και αυτά αδημονούσαν να συνεχιστεί ο δρόμος τους προς την εξώπορτα και η πτώση τους στη συνέχεια στο χώμα του κήπου, από το ύψος της τσιμεντένιας βεράντας του σπιτιού στο χωριό, όπου και διαδραματίζονταν το πρωτοείδωτο για μένα, επίμονο και ανεξήγητο εκείνο κοίταγμα στα μάτια.
Μερικές φορές, μετά από κάποια από τις πολλές συναντήσεις τού μονίμως επάνω μου προσηλωμένου βλέμματός της με το δικό μου, σηκωνόμουν από τη θέση μου και, με πρόφαση πως ήθελα να πάρω κάτι από το μέσα δωμάτιο, έμπαινα μέσα σε αυτό και άφηνα να περάσει ένα διάστημα δυο-τριών λεπτών προτού να ξαναγυρίσω στην ίδια θέση μου. Έλπιζα πως στο διάστημα αυτό η φίλη μου θα είχε ξαναγυρίσει στη δουλειά της ξεχνώντας, προσωρινά έστω, την απασχόληση που τόσο έδειχνε να την ευχαριστεί, το να με βλέπει δηλαδή μέσα κι ίσια στα μάτια.
Φρούδα ελπίδα όμως. Όταν έβγαινα από το δωμάτιο, αυτή βρισκόταν στην ίδια θέση και στάση στην οποία την είχα αφήσει πριν, να κοιτάζει δηλαδή προς την πόρτα του δωματίου στο οποίο είχα μπει. Φως φανάρι ότι δεν είχε σταματήσει να με κοιτάζει ακόμα και όταν δεν με έβλεπε, λες και συνέχιζε να με βλέπει και όταν ήμουν μέσα στο άλλο δωμάτιο τρυπώντας με το βλέμμα της τον τοίχο.
Να μην πολυλογώ, ένιωθα πάντοτε το βλέμμα της να πέφτει επίμονα και εκνευριστικά πάνω μου, σαν ένα βάρος που μάλιστα δεν έπεφτε από πάνω προς τα κάτω όπως όλα τα βάρη της γης, αλλά οδεύοντας οριζόντια, από το πρόσωπό της στο πρόσωπο μου, από τα μάτια της στα μάτια μου.
Και το ένοιωθα αυτό το βάρος να με κυνηγά συνέχεια όπου και να βρισκόμουν και όπου και να πήγαινα μέσα στο σπίτι. Αλλά και όταν βρισκόμουν μόνος μακριά από το σπίτι, έπρεπε να περάσει ώρα ώσπου να νοιώσω ελεύθερος από το κοίταγμα της φίλης μου, αν και κάπου βαθιά μου υπήρχε η υποψία ότι και τότε ακόμα με ακολουθούσε αυτό το βλέμμα. Και ευλογούσα την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης που δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει ή να απορρίψει κάτι τέτοιο, θεωρώντας ότι, αν μπορούσε, θα αποδείκνυε ότι η φίλη μου με κοίταζε και τις ώρες εκείνες.
Αλλά εκείνο που θεωρούσα εγώ φυσικό, εκείνη το έβρισκε αφύσικο. Απόδειξη πώς, ενώ δεν είχε την πιο μικρή ιδέα για το πότε θα γυρίσω στο σπίτι, όμως όταν έφτανα στο σημείο, επιστρέφοντας, να έχω οπτική επαφή με αυτό, εκείνη ήταν εκεί και η ματιά της έφτανε ως εμένα, έστω και αν η απόσταση ήταν δυσανάλογα μεγάλη για να βλέπει κανείς τόσο μακριά.
Έχω πειστεί από την πείρα μου ότι οι ανθρώπινες αντιδράσεις δεν μπορούν να εξηγηθούν με τη λογική. Παρ’ όλα αυτά προσπάθησα να καταλάβω και να δικαιολογήσω τη συμπεριφορά της φίλης μου.
Μάταια όμως.
Προσπάθησα δηλαδή να δω στην αρχή το κοίταγμα αυτό σαν μια προσπάθεια της φίλης μου να με γνωρίσει φωτογραφίζοντας στιγμές μου όπου θεωρούσα πως είμαι μόνος με τον εαυτό μου και αθέατος από οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο ον, επειδή τις στιγμές εκείνες ο καθένας αφήνει τον εαυτό του ελεύθερον και δίνει με τις ενέργειες που τότε κάνει ένα μέτρο του πραγματικού του χαρακτήρα.
Μα αυτό δεν δικαιολογούσε την συνέχεια του κοιτάγματός μου από τη φίλη μου και μετά την ανακάλυψη ότι αυτή με κοιτάζει. Γιατί αν αυτή ήταν η αιτία της προσήλωσης του βλέμματος της επάνω μου, τότε θα έπρεπε, όταν την έβλεπα θα έπαιρνε το βλέμμα της από πάνω μου, περιμένοντας μια πιο κατάλληλη ευκαιρία.
Άλλες φορές αναρωτήθηκα αν κάτι παράξενο είχα  άθελά μου επάνω μου, και αυτό ήταν που η φίλη μου έβλεπε σε μένα, χωρίς και να έχει το θάρρος να μου το πει.
Και αυτό όμως το απόκλεισα γρήγορα, ρίχνοντας κάθε φορά μια βιαστική ματιά επάνω μου με ή χωρίς έναν καθρέφτη απέναντί μου, μήπως και ανακαλύψω το παράξενο ή το αταίριαστο. Κάτι που γρήγορα σταμάτησα να κάνω όταν συνειδητοποίησα ότι τα μάτια της δεν ήτανε καρφωμένα σε κάποιο σημείο πάνω στα ρούχα ή στα χέρια μου, ώστε να υποθέσω πως ίσως κάτι που βρισκόταν πάνω σ’ αυτά έφταιγε, αλλά κατευθείαν στα μάτια μου.  
Ακόμα προσπάθησα απελπισμένα να δικαιολογήσω την κατάσταση αυτή σαν μια επιθυμία της να προλάβει κάθε δική μου επιθυμία πριν αυτή εκδηλωθεί με λόγια, όταν ακόμα μόλις υποδηλωνόταν με τις ανεπαίσθητες κινήσεις του σώματός , ή με την κατεύθυνση  της ματιάς μου προς το επιθυμητό αντικείμενο της στιγμής, όπως όταν θέλουμε για παράδειγμα να φτάσουμε κάτι ή ετοιμαζόμαστε να σηκωθούμε να το πάρουμε.
Ούτε και περί αυτού επρόκειτο, γιατί, αντίθετα από την μεγάλη τάση για εξυπηρέτηση των όποιων καθημερινών μου αναγκών, η φίλη μου δεν έδειχνε να έχει την πρόθεση να προλάβει σε τέτοιες στιγμές όποια μου επιθυμία, αφού μόνος τελικά πήγαινα και έπαιρνα το αντικείμενο που ήθελα, ή που έκανα πως ήθελα, στην προσπάθειά μου να ξεφύγω από το επίπονο βλέμμα της.
Μήπως ένας κεραυνοβόλος έρωτας την είχε κυριέψει για μένα και βρήκε αυτό τον τρόπο να τον εκδηλώσει; Μα πολύ λίγες πιθανότητες έδωσα στην υπόθεση ο μικρός φτερωτός θεός να διάλεγε για πεδίο δράσης του μια τέτοια βλακώδη τακτική: να βλέπεις στα μάτια κάποιον ώστε να του δώσεις να δει μέσα στα μάτια σου την αγάπη ναι, όμως τι ζητούσε η μέθοδος αυτή ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που είχανε ήδη «βγάλει τα μάτια τους»-κατά τον Καζαντζάκη;  
Μήπως πάλι… θυμάμαι τα φοιτητικά μου χρόνια που η Τζένη, φιλενάδα του Νίκου, ήρθε μια βραδιά στο δωμάτιό μου όπου έκατσε μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Έκατσε δεν είναι τελείως αλήθεια, αφού την περισσότερη ώρα ήταν ξαπλωτή. Και όταν το πρωί έφευγε, στάθηκε στην πόρτα πριν την κλείσει πίσω της, και απαντώντας σε ένα ερώτημα που ίσως νόμιζε πως θα ήθελα να απαντηθεί, και χωρίς εγώ να την ρωτήσω, μου είπε: για το χρώμα των ματιών σου έγινε αυτό.
Δεν ξέρω τίποτε από χρώματα και τα ονόματα τους, ούτε ακόμα ξέρω τι χρώμα είχαν ή έχουν τα μάτια μου. Όμως απόρριψα και την εκδοχή αυτή, γιατί ακόμα και αν η τωρινή φίλη μου είχε τα ίδια μυαλά με τη Τζένη και εγώ τα ίδια μάτια ακόμα, θα μπορούσε απλά κι ωραία να μου το πει.
Ας προσθέσω ακόμα ότι από τότε που βγάλαμε τα μάτια μας η κατάσταση χειροτέρεψε αντί να καλυτερέψει.
Τώρα η φίλη μου όχι μόνον με κοίταζε από μακριά, αλλά ξαπλώνοντας στην αγκαλιά μου με το κεφάλι της στα γόνατά μου, είχε τώρα τα μάτια της στραμμένα πάνω στα δικά μου από την πολύ μικρή αυτή απόσταση. Και όταν ήθελε από τη θέση αυτή να μου μιλήσει, όρθωνε το κεφάλι της πλησιάζοντας το στόμα της στο δικό μου στα τρία έως τέσσερα εκατοστά απόσταση, ενώ και μιλώντας μου, συνέχιζε να βυθίζει τα όποια βέλη των ματιών της στα δικά μου μάτια.
Το βλέμμα ως τότε ήταν ένα λάμπον βλέμμα θαυμασμού και λατρείας. Τώρα προστέθηκε στο μίγμα και μια απέραντη αφοσίωση.
Έπρεπε να κάνω κάτι.
Άρχισα, ενώ με έβλεπε από μακριά, να γυρίζω ξαφνικά και να τη ρωτώ τι ήθελε που με κοιτούσε. Εκείνη, απλά απαντούσε: δε θέλω τίποτα.
Της είπα ότι είναι αγένεια να κοιτάζει κάποιος τον άλλο συνεχώς κατάματα. Σαν να μην της το είπα.
Έφτασα, ενώ δούλευα πάνω στα γραφτά μου, να βάζω την καρέκλα μου έτσι, που να έχω την πλάτη μου γυρισμένη σ' αυτήν.
Έφτασα να παίρνω τη δουλειά μου και να πηγαίνω στο άλλο δωμάτιο να συνεχίσω.
Τίποτα δεν άλλαζε.  
Αντίθετα ένα ήσυχο και θλιμμένο κλάμα μια μέρα, μου έδειξε πως την στενοχωρούσε το να μη θέλω να με κοιτάζει!...
Δεν πτοήθηκα αλλά τουναντίον ενέτεινα τις προσπάθειες να απαλλαγώ από τη μανία ή τη συνήθειά της αυτή. Το τελευταίο που σοφίστηκα, όσο βάρβαρο και όσο απάνθρωπο κι αν μοιάζει, ήταν, όταν ήτανε πολύ κοντά μου καθιστή, να βάζω ένα περιοδικό ή μια εφημερίδα ανάμεσα σε μένα και σε κείνην και μάλιστα επιδεικτικά.
Δεν την ενόχλησε ούτε αυτό, μάλιστα από κει και πέρα δεν έδειχνε καμία ενόχληση ούτε και στις άλλες προσπάθειες που ανάφερα πιο πάνω. Η λαιμαργία των ματιών της τις είχε όλες καταπιεί.
Αν ο αναγνώστης θεωρεί υπερβολική την περιγραφή, τον διαβεβαιώνω ότι δεν είναι. Και αν τον κουράζω είναι για να του δείξω πόσο αυτή η κατάσταση ενοχλούσε εμένα.
Εκείνο που άλλαξε μετά από όλες τις προσπάθειές μου ήταν πως μερικές από τις φορές που της υπόδειχνα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τη  δυσφορία μου, εκείνη έπαιρνε για μια μόνο στιγμή τη ματιά της από μένα, για να την επαναφέρει, χαμογελώντας μάλιστα, σαν αυτό να ήτανε ένα παιχνίδι, στην ίδια θέση αμέσως μετά.
Έφτασε να βλέπω εγώ τηλεόραση και κείνη να βλέπει εμένα. Έφτασε να φτιάχνω εγώ τη χαλασμένη πόρτα και εκείνη να στέκει όρθια δίπλα μου όχι για να με βοηθήσει αν χρειαζόμουν κάτι, αλλά για να με βλέπει στα μάτια.
Πριν δώσω ένα βίαιο τέλος στο μαρτύριο αυτό χωρίζοντας από τη φίλη  μου, έκατσα και σκέφτηκα σοβαρά μήπως εγώ ήμουν εκείνος που δεν αντιμετώπιζε σωστά την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Μήπως έπρεπε να μην με νοιάζει, μάλιστα μήπως έπρεπε να είμαι και ικανοποιημένος ή και να αισθάνομαι πως κολάκευε τον εγωισμό μου η συμπεριφορά της αυτή. Μα κι αν ως ένα βαθμό ήταν έτσι, το γεγονός υπερέβαινε κατά πολύ τα ανεκτά όρια της απόδειξης έστω και λατρείας, αν αυτή ήταν η αιτία του φαινομένου.
Μήπως είμαι ιδιότροπος; αναρωτιόμουν. Και στο κάτω κάτω ας το δεχόμουν. Όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και η καινούργια φιλενάδα μου είχε μερικά ελαττώματα. Ένα από αυτά ήτανε και κείνο-ας το ανεχόμουν.
Μα κι αν έπαιρνα πολλές φορές την απόφαση να το ανεχτώ, κάτι πάνω από τις δυνάμεις μου δεν με βοηθούσε να κρατήσω την υπόσχεση που έδινα στον εαυτό μου σε κάποιες στιγμές υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων μου.
Ε, ας την να κοιτάζει, έλεγα καμιά φορά, τι με πειράζει; ας κάνω πως δεν το βλέπω.
Ούτε αυτό το μπορούσα.
Επιστράτευσα τις, ισχνές άλλωστε, φιλοσοφικές μου γνώσεις. Όπως ας πούμε, μήπως δεν ανεχόμουν το βλέμμα της γιατί το βλέμμα του άλλου μας κλέβει κάτι όπως λέει ο Σαρτρ. Μα ο ίδιος λέει ακόμα πως το βαθύ μας μυστικό κανείς δεν θα το πάρει.
Ή πως όπως λέει ο εκπρόσωπος του θεϊστικού υπαρξισμού, τα βλέμματα των άλλων μάς αποκαλύπτουν τον εαυτό μας ή τον κόσμο. Μα όχι, γιατί σε πολύ λίγα συμφωνώ με τον Μαρσέλ, κι αυτό ήταν ένα από τα πολλά.
Κατάληξα ύστερα από όλα αυτά, απλά να συντονιστώ με τη λαϊκή σοφία που λέει ότι το πολύ «Κύριε ελέησον» το βαριέται κι ο Θεός, και να αντιδράσω διακόπτοντάς το βίαια.
Και χώρισα τη φιλενάδα μου-τόλμημα μεγάλο για κάποιον που δεν βρίσκει εύκολα φιλενάδες.

 ΠΑΛΙΑ ΟΙΟΝΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ENA ΜΑΤΣΑΚΙ ΑΓΚΑΘΩΤΑ ΑΓPIΟΛΟΛΟYΔA
ΑΠΟ ΚΕΙΝΑ ΠΟΥ ΑΦΘΟΝΟΥΝ
ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ
1.
Ο πρωθυπουργός κλέβει.
Μικρή καμπανούλα του αγρού
ο πρωθυπουργός κλέβει.
-Ο αγέρας με φυσά και δεν ακούω.
Πιο δυνατά καλέ μου.
-Ο πρωθυπουργός κλέβει
μικρή καμπανούλα του αγρού!
O πρωθυπουργόοοοος κλέβειειειειειειει..
-Αχ! ο αγέρας παίρνει τη φωνή σου-
τίποτα δεν ακώ κι ας βάζεις
τις απαλάμες σου γύρω απ' το στόμα.
Μα συ μ' ακούς παλληκαράκι του Βουνού.
Άκου λοιπόν τί ο αγέρας που φυσάει μου λέει:
"Ο πρωθυπουργός κλέβει" μου φωνάζει.
Άκου και κάνε κάτι
συ του λαού παλληκαράκι.
Ο πρωθυπουργός κλέβει.

2.

Στην ακρογιαλιά η αχάιδευτη μικρούλα.
Τα ποδάκια της στο νερό πλέκουν.
-Άνοιξε το βήμα σου παιδόπουλο της άνοιξης.
Κάποιονε σαν εσένα καρτερεί και λαχταράει.
-Βαριά η καρδιά μου κι άβουλο το χέρι
Εχτές ο φίλος μου αρρώστησε και πέθανε.
Θέση δεν είχε στο νοσοκομείο.

Αχ! Τα ποδάκια αχάιδευτα θα μείvουνε
του κοριτσιού με το νερό που παίζει;
Μα όχι-να, εκείνος,
που το σπίτι του
με τα κρεβάτια των νοσοκομείων έφτιαξε
πλησιάζει προς την ακροθαλασσιά.

-Φύγε μικρούλα απ' το νερό. Τρέξε στο σπίτι σου μικρούλα.
-Εγώ θέλω στ’ αυτιά μου σκουλαρίκια
και φόρεμα η μάνα μου καινούργιο.
Και ο πατέρας
από ταβέρνα οε ταβέρνα τριγυρνάει χωρίς δουλειά.
-Φύγε μικρούλα. Κάτι θα βρεθεί.
-Βρέθηκε κιόλας. Βιαστικός
έρχεται κατά μένα ο πλούσιος.
Κι εγώ τον κόρφο τον μικρό μου
τον αμεγάλωτο ακόμα ετοιμάζω.




3.
-Μικρό δεντράκι
μικρό. δεντράκι
πότε καρπό θα δώσεις;
-Σ' αυτό τον κήπο εγώ δε θα καρπίσω.
Γιατί ψηλά στου λόφου την κορφή ο κήπος μου είναι
και από δω βλέπω απλήρωτη δουλειά.
-Μικρό δεντράκι
μικρό δεντράκι
οι μίσχοι των φύλλων σου τρυφεροί
τ’ άνθη σου ολόκληρο σε σκέπασαν.
-Θα ρίξω τ’ άνθη μου άκαρπα
και φύλλα και κλαριά μου θα ξεράνω.
-Μικρό δεντράκι
μικρό δεντράκι
άσε στην μοίρα του τον άνθρωπο.
Πιες το ρυάκι
ανάσανε τον άνεμο
δώσε καρπούς σε κείνον που σε φύτεψε.
-Εκείνος που με φύτεψε
είναι που τη δουλειά σου κλέβει.
Και τα δεντράκια όπως εγώ
η ψυχούλα τους σπαράζει
να βλέπει ανθρώπους δύστυχους.

4.

-Από του φεγγαριού τους κύκλους
ο πρώτος είναι της αγάπης μου.
Ο δεύτερος της αγριοτριανταφυλλιάς
κι ο τρίτος του πελάγου.
-To πέλαγο ανέμελε τραγουδιστή
δε θέλει ούτε να σε βλέπει
που αφήνεις να σε λοιδορούν οι βουλευτές σου.
-Σκοτούρα μου το πέλαγο.
Μα ο κύκλος της αγριοτριανταφυλλίτσας μου
για μένα τη στροφή του γράφει.
-Εγώ νιε μου ανέμυαλε και χιλιοπροδομένε
ούτε τ’ αγκάθια μου δε χαραμίζω
για όποιον αφήνεται όμορφα άμορφα
στους υπουργούς του το αίμα να του πίνουν.
-Σκοτίστηκα για τ' άνθη σου.
Τα κάλλη όμως δικά μου όλα της καλής μου-
το γέλιο, το κελάδημα, ο κόρφος
και τ' άνθος το κρυφό της το ανοιγμένο.
-Καλλίτερα στον εγκρεμό τα κάλλη μου όλα να τα ρίξω
παρά σε σκλάβο ένανε το μύρο τους να δώσω.

-Φεύγω και όπλο ζώνομαι και βλήματα τυλιέμαι
και υπουργούς και βουλευτές στον Άδη κατεβάζω.
Κι αν το ’χει η μοίρα μου η καλή πάω κι εγώ μαζί τους.
Κάλλιο, παρά να ντρέπεται για μένανε η καλή μου.


5.

Οι νεκροί των δρόμων-
οι νεκροί των κλεμμένων χρημάτων-
οι νεκροί των σκανδάλων
τις νύχτες γίνονται ένα
με του φεγγαριού το κλάμα
και στα γύρω γυμνά χωράφια
θρηνούν.

Ο κρύος άνεμος της νύχτας
τις φωνές τους παίρνει
και τις αναπνιές μ' αυτές γεμίζει εκείνων
που θυμούνται ακόμα τους χαμένους.
Εκατομμύρια στρογγυλά χρυσά νομίσματα
κυλούνε μ' έναν θόρυβο δαιμονικό
από των αδικοχαμένων τις παλάμες
και παν και γίνονται γιοτ υπουργών,
και βίλλες εργολάβων,
και καταθέσεις βουλευτών σε τράπεζες.

6.

Κάπου κάπου
μέσα στη νύχτα
να σκάζουνε ακούς γκαζάκια.
Οι εμπρηστές μετά
‘συχάζουν ότι κάναν το καθήκον τους
και πάνε και κοιμούνται ήσυχοι.

Τα μαχαίρια, οι δυναμίτες, οι μπόμπες,
κοιμούνται μέσα στις αποθήκες.
Και τα μαχαίρια ονειρεύονται λαιμούς πολιτικών.
Κι οι μπόμπες ονειρεύονται Βουλή, βίλλες, πλοία, εργοστάσια.
Κι οι δυναμίτες υπουργεία γκρεμισμένα.

Και οι γκαζάκηδες κοιμούνται ήσυχοι
πως το καθήκον τους το κάνανε.




7.

Τα ζώα ακούσαν φασαρία από την πόλη.
"Τράβα καλή αλεπού να μας ειπείς τι τρέχει."
Επήγε, γύρισ' η αλεπού.
"Και τ’ είδες αλεπού αλεπουδίτσα;" της κάνει το λιοντάρι.
"Είδα μιλιούνια ανθρώπους να φωνάζουνε
σε είκοσι άλλους:
"Μας κλέβετε το φαί μας και πεινάμε!"
"Μετά-πέσαν στους κλέφτες πάνου να τους φάνε;"
"Oxι. Διαλύθηκαν ησύχως".
"Λοιπόν αξίζουνε την πείνα".

8.

Τα κρύσταλλα της τηλεόρασης-
μικρές πυγολαμπίδες-
μαζεύτηκαν στη χλόη του δάσους
έξω απ’ του Ύπνου την καλύβα.
"Εγώ
τώρα που μας ανακαλύψανε»
είπε η έξυπνη μικρή πυγολαμπίδα.
«θα φύγω στο Βορρά"
(αστέρια δείξετε το δρόμο στη μικρή
την αδερφούλα σας της γης)
«Έγώ στο Νότο θα τραβήξω»
είπε η σοφή πυγολαμπίδα.
(αστέρια, δείξετε το δρόμο στη μικρή
την αδερφούλα σας της γης)
Και κάθε μια εδιάλεξε το δρόμο που ήθελε να πάρει.
(αστέρια δείξετε το δρόμο στις μικρές
τις αδερφούλες σας της γης).

Ο έμπορος πυγολαμπίδων
το βράδυ εκείνο είχε βγει
χωρίς ελπίδα
πως θα 'βρισκε ούτε μια.
Kαι να μπροστά του όλες μαζεμένες!
Τις μάζεψε όλες, τις εγύμνασε,
κι όλες μαζί τις πούλησε στο μέγαρο Μαξίμου.
Kαι το γύμνασμά τους
να κάνουν είναι ό,τι
το αφεντικό του μέγαρου κάθε φορά τους λέει.



9.

Χρηματιστήριο.
Κυβέρνηση κι αντιπολίτευση κλέβουν.
To βατραχάκι πηδάει μέσα στα νερά.
Η αράχνη ετοιμάζει το δλητήριο της.

Οι νέοι βάζουνε γκαζάκια
και φαντάζονται τους εαυτούς τους ήρωες.
Και ονειρεύονται στεφάνια
στο λαιμό ανδριάντων τους μαρμάρινων
να κρεμιούνται.

Οι άλλοι κλέβουνε και κλέβουνε και κλέβουνε.
Και νεαροί
διαλέγοντας ονόματα ηχηρά,
οργανώσεων,
βάζουν γκαζάκια…

10.

-Οι πρωθυπουργοί μόνον,
κλέψανε δεκάδες δισεκατομμύρια.
Πού βρήκαν τα λεφτά αυτά
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Στη δυστυχία του ανάπηρου
στο θάνατο του τραυματία
στην πορνεία της γυναίκας.

-Οι υπουργοί μόνο
κλέψανε πέντε δισεκατομμύρια.
Πού τα λεφτά βρήκαν αυτά
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Απ' τους μιστούς και τις συντάξεις,
από την τύφλα της Παιδείας
κι απ' των βιομήχανων τις μίζες.

-Ο βουλευτής πού εβρήκε τα λεφτά
και βίλλες χτίζει κι αγοράζει νυφικό
για τη γυναίκα του εκατό χιλιάδες
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Απ’ την κλοπή στην αγορά των όπλων
κι από των θεσσαλονικιών την πεθυμιά
να 'χουν πολιτικό έναν δικό τους.

-Κι οι έλληνες τι κάνανε γι αυτό
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Τους ξαναψήφισαν.

-Και τι για όλ' αυτά
κάναν οι νέοι της χώρας μου
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Βάλαν γκαζάκια.
-Μέτρησες των ελλήνων το μυαλό
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Έψαξα-
τίποτα δε βρήκα τέτοιο να μετρήσω,
-Και η αντρεία
και το φιλελεύθερο
κι η εξυπνάδα των ελλήνων
τι έγινε-
πού πήγε,
που γι αυτήν καυχιώνται,
αφού αφήνουν να τους κλέβουνε
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-To καύχημα έχουν μόνο κι όχι τ' άλλα.
-Κι ένας λαός χωρίς μυαλό
το τέλος του πoιo θα 'ναι
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Ο γρήγορος αφανισμός.

11.

-Ογδόντα δυο νεκροί σ' ένα ναυάγιο
τι κάνουνε στον υπουργό της ναυτιλίας αδέρφι μου;
-Προαγωγή από κράτος κι από κόμμα.
-Η εκκόλαψη κλεφτών κι η κάλυψή τους
τι δίνουνε σ' έναν πρωθυπουργό αδέρφι μου;
-Σίγουρη κι άλλη μια τετραετία.
-Με τα δικά σου αν τα λεφτά
ζούνε καλά όσοι σε κλέψανε
και συ απ' την ανέχεια σου πεθαίνεις,
τι κάνεις τότε αδέρφι εσύ;
-Την ψήφο μου τους δίνω πάλι.

12.

Πήγαινε μόνος του στο δάσος ο γεωργός.
Στα δέντρα έριχνε το κρύο φεγγάρι
αχτίδες παγωμένες.
Δυο ’λάφια τον κοιτάζανε τρεμάμενα απ’ το κρύο
να κουβαλάει τ’ άθλιο κορμί του στην καλύβα του.
-Κοίτα σε χώρα ποια έχουμε γεννηθεί.
Χειρότεροι από μας οι ανθρώποι.

-Χειρότεροι...χειρότεροι…

-Κι εμάς μας τρώει το λιοντάρι,
μα είναι που εμείς όπλα δεν έχουμε.

-Δεν έχουμε... δεν έχουμε…

-Ενώ αυτοί μυαλά ίδια κι ίδια χέρια ας έχουνε,
και ίδια όπλα και oι δυο ας κρατάνε
μα δε σηκώνουνε τα όπλα τους
ενάντια στα λιοντάρια τους-γιατί;

-Γιατί.;..Γιατί;..

-Κοίτα τον πώς δουλεύει γι άλλους...
Κοίτα τον πώς σκυμμένο το κεφάλι του κρατεί...
Κι αύριο με το δρεπάνι του
θα πάει να θερίσει στάρι
αντί με κείνο τα κεφάλια τους να πάρει...

-Τα κεφάλια τους…Τα κεφάλια τους...

13.

To σχολείο σκόλασε. Βγαίνουν τα παιδιά.

-Εγώ σα μεγαλώσω θα γινώ μηχανικός
να χτίζω σπίτια.

-Πού θα πας το απόγεμα; Έλα σπίτι
να παίξουμε κρυφτό και αμάδες.

-Θέλω να διαβάσω να γίνω μηχανικός.
Αν όλο παίζω δε θα γίνω μηχανικός.

-Ο πατέρας μου λέει πως ό,τι και κανείς να γίνει
χαμένα όλα παν στη χώρα αυτή.
Καλά θα ζήσεις μόνο αν κλέψεις.
Εγώ θα μάθω να κλέβω.

-Kαι γιατί όλα πάνε χαμένα στη χώρα αυτή;

-Δεν ξέρει λέει κι αυτός, μα έτσι είναι.
Ίσως, λέει, το ’χει η μοίρα μας.

-Ο πατέρας σου είναι σοβαρός άνθρωπος.
Για να το λέει έτσι θα ’ναι.

-Και βέβαια έτσι είναι.

-Θα 'ρθω να παίξουμε.
Θα μάθεις και σε μένανε να κλέβω;

14.

Μες στη χελιδονοφωλιά,
ψηλά,
λέει το χελιδονάκι στον πατέρα του.
-Πατέρα τί είναι κλέφτης;
που όλοι λέει στη χώρα ετούτη κλέφτες είναι;
-Είναι αυτός που παίρνει τα λεφτά του άλλου.
-Και τ' είναι τα λεφτά πατέρα;
-Είναι ο ιδρώτας κι η υγεία κι η χαρά
και η διασκέδαση και το φαί και το πιοτί του ανθρώπου.
-Ό,τι είναι τα έντομα για μας
είναι και τα λεφτά για τους ανθρώπους;
-Ναι παιδάκι μου καλό. Έτσι είναι.
-Δυστυχισμένοι ανθρώποι να 'ναι κλέφτες...
Πατέρα μου, δε θέλω να τους βλέπω.
Την άλλη τη χρονιά να μην ερθούμε ’δω.
-Εδώ μας έχει τάξει ο θεός παιδί μου για να ζούμε.
-Δυστυχισμένα χελιδόνια εμείς…
με κλέφτες δίπλα μας να ζούμε...






15,
-Αυτές κυρα-πατρίδα οι ζωγραφιές στον τοίχο τ’ είναι;
-Πάρε παιδί μου τ’ όπλο αυτό.
Και άκου.
Αυτόν εκεί Δεξιό τον λένε .
Είναι ο μπροστάρης,
Τ’ άγριο λεφούσι πίσω του που σέρνει
είναι οι ληστές και oι φονιάδες μου.
Είναι οι καταχραστές και οι ληστές μου.
Αυτός ο ένας σωρός.
Αριστερά βλέπεις το άλλο πλήθος
με τις προβιές αρνιών που στάζουν αίματα;
Που πάει μπροστά τους κείνος ο ψηλός
που Αριστερό τόν λένε;
Αυτοί παιδί μου με καταματώσαν
κομμάτια κόβοντας και τρώγοντας τις σάρκες μου
αφού τα ρούχα που φορούσα πρώτα πούλησαν.
Τους δυο ετούτους τους σωρούς στόχο θα βάλεις.
Και δύσκολο να τόνε βρεις δεν είναι.
Κι όπου να ρίξεις,
εμένα σώζεις απ’ τα νύχια τους παιδί μου,
νέε μου,
που όμορφη με θέλεις ,
και κυρά στον τόπο μου,
δίπλα σου σοβαρή να στέκω
και να μην ντρέπεσαι για μένα όταν στις συντροφιές
με σεργιανάς του κόσμου.
Εμπρός παιδί μου.
Μάθε να χτυπάς.
Όσο λιγότερους αφήσεις
τόσο περσότερο καλό μου κάνεις.
Χτύπα παιδί μου.
Τ' όπλο σταθερό.
Αετίσιο μάτι.
Απόφαση για λεφτεριά.
Χτύπα παιδί μου!
-Κυρα-πατρίδα ποιος χτυπάει την πόρτα μας;
-Αυτοί παιδί μου είναι!
Ήρθαν εδώ για να σε πάρουνε και σένα στην παρέα τους
επάνω μου και συ αντάμα τους να πέσεις
και να πεθάνω και να σβήσω μια ώρα αρχύτερα,
-Σύντροφε ρίξε τ’ όπλο!
Και κοίτα!
Να ένα ξεροκόμματο!
Πάρε να φας!
Μαλάκωσέ το λίγο στο νερό και φάε να ζήσεις,
Με ξεροκόμματα οι αληθινοί πατριώτες ζούνε.
Κι έλα κοντά μας στη μεγάλη μας παράταξη.
Για μία λεύτερη πατρίδα σύντροφε!
-Έλα με μας καλό παιδί μας.
Αυτοί ρημάξαν την πατρίδα.
Εμείς θα τήνε σώσουμε.
Και κοίτα! Πάρε αυτό το ξεροκόμματο
κα μέτρα το με κείνο
αυτουνών-το δικό μας
θα δεις πως είναι-φως φανάρι-μεγαλύτερο.

-Χτύπα παιδάκι μου!
Μπρος σου τους έχεις…
Η τελευταία σου ευκαιρία είναι πριν και σένα χάσουν!
Μη!..Μην το κομμάτι παίρνεις που σου πέταξαν.
Φρέσκα καρβέλια τρων αυτοί βουτυρωμένα
που εσένανε θα βάλουν να τους ψήσεις.
Χτύπα παιδί μου! Χτύπα τους!
-Ε σεις, δικός σας είμαι.
Λίγο νερό μονάχα να ’βρω
το ξεροκόμματο να βρέξω.
-Παιδί μου αχ!
Πάει κι αυτή η γενιά μου!

16.

Τα κουρασμένα σέρνοντας τα βήματά τους
δυο άλογα
στην πόρτα φτάνουνε του Χρόνου.
-Άνοιξε κυρ-Χρόνε την πορτίτσα σου.
Βγες από τα βάθια σου
και κάνε μας τη χάρη να μας πεις
ποιος την πατρίδα των αλόγων ρήμαξε.
-Μεγαλομάτικα άλογα
ξέρετε ότι δεν υπάρχω πια
κι όμως ζητάτε από μένα πράγματα να σας πώ.
Εγώ είμαι του Χρόνου το χοντρό νεκρό το σώμα.
Τα χέρια ετούτα έχουνε ρημάξει όχι μια,
παρά πατρίδες μετρημένες σε χιλιάδες.
Διασχίστε το τεράστιο το κορμί μου,
απάνου σε πατρίδων πτώματα πατώντας,
και στην ουρά μου τη μακριά όταν θα φτάστε
εκεί δε θα ρωτείστε μα θα δείτε
ποιος την πατρίδα σας ετούτη τη στιγμή ρημάζει.
Ένα νεκρόν ξυπνήσατε.
Στο ζωντανό κομμάτι μου τραβάτε.

Τ’ άλογα χλιμιντρίσανε,
προχώρησαν,
κι όταν στο ζωντανό κομμάτι εβρέθηκαν του Χρόνου
εκάναν ένα βήμα προς τα πίσω
που στο ανύπαρκτο και στο άχρονο ευθύς τα πήγε.
Ο Χρόνος κλείνοντας την πόρτα του
εχασμουρήθηκε τεράστιο ένα στόμα ανοίγοντας
και με τα χείλια του πρησμένα εμουρμούρισε:
Άλογα…τι περιμένεις...
έλληνες νομίζω ήσαν...




17.

Στα βορινά τα κρύα της Ευρώπης μέρη
δυο λύκοι έχοντας φάει ένα αρνί
στον κρύο ήλιο συζητάνε των πατρίδων τους.
-Τα νότια αρνιά πιο τρυφερά από τα δικά μας είναι.
Μες στις σάρκες τους
ο ήλιος της πατρίδας τους κυλάει.
Kαι στις φλέβες τους
το αίμα τρέχει γρηγορότερα.
Μας χρειάζεται η ζωντάνια και η θέρμη τους.
-Τα ελληνικά τ’ αρνιά είναι τα καλλίτερα
κι αρώτητα υπακούνε.
-Τελειώνουν όμως όπου να 'ναι.
Τώρα βουλγάρικα, ρουμάνικα,
και γιουγκοσλάβικα και ουγγρικά έχουν σειρά.
-Αυτά σκληρό έχουνε κόκκαλο
και αντιστέκονται, λένε οι φήμες,
στων λύκων τα καλέσματα.
-To 'χω ακούσει, Α! Ελληνικά,
πρόβατα που ακόμα και ακάλεστα
την πείνα μας για να προλάβετε
σερνόσαστε κοντά μας...
-…Που κοπαδιαστά οι τσοπαναραίοι σας σάς έφερναν…
ίσα στο στόμα το δικό μας μέσα...
-Και με αντάλλαγμα λίγο χορτάρι μόνο...
που και κείνο, άκουσα,
δεν το ’διναν στα πρόβατά τους,
παρά σε άλλα πρόβατα το επουλούσαν.
-Θα μας λείψουν τα ελληνικά τ' αρνιά.
-Ας ελπίσουμε
με τόσο φαί
να είναι νόστιμοι και τρυφεροί
και οι τσοπάνηδές τους...
Τι λες, πάμε για ύπνο;

18.

-Εγώ, η γριά χελώνα
χιλιάδες χρόνια σέρνομαι στη γη ετούτη
την ελληνική.
Στο καύκαλό μου σπάζουν οι αιώνες
απείραχτην αφήνοντάς με.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα, πώς ο κόσμος άρχισε;
-Με χαρές και τραγούδια
και με γιορτές των τζιτζικιών στις γέρικες ελιές.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα, πώς η πατρίδα μου γεννήθηκε;
-Όπως oι πατρίδες όλες-
απ’ το νερό, το στάρι και το πρόβατο.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα
πώς η πατρίδα μου θα τελειώσει;
-Η πατρίδα σου νεκρή.
Kαι συ ένας ίσκιος
που στο γέρμα του ήλιου θα χαθείς.


19.

Πρωθυπουργέ πρωθυπουργέ  θα μας δώσεις ψωμί να ζήσουμε και μεις;
-Αν περισσέψει από τις αποθήκες μου…
-Κλέφτες υπουργοί
ένα κομματάκι απ' το χρυσάφι σας
θα δώστε στο φτωχό λαό;
-Αν μας το πει η Ευρώπη…
-Κλέφτες βουλευτές
θα μας δώστε πίσω
το ένα στα εκατό που μας εκλέψατε;
-Αν μας αφήσουν οι ερωμένες μας…
- Πρωθυπουργέ πρωθυπουργέ  
θα μας θάψεις όταν πεθάνουμε;
Ναι, γιατί δεν αντέχει η ντελικάτη μύτη μου τη βρώμα.

20.
Στης λίμνης τα δέντρα
πουλιά κελαδούνε.
-Πού πας νέε μου εσύ;
ρωτούνε σα με δούν.

-Στο πάρκο πηγαίνω
το κόμμα μου να ’δω
που πέντε αφεντεύει
χρονιές του’ τη χώρα.

-Αυτός αρχηγεύει-
ο πρωθυπουργός;
-Αυτός-ναι ο ίδιος
του λαού εκλεκτός.

-Επήρε απ' τους πλούσιους
στη φτώχια να δώσει;
Επήρε απ' τους κλέφτες
τα που 'χαν κλεμμένα;

-Πουλιά μου δεν είναι
τόσο εύκολα όλα.
Υπάρχει το σχέδιο
μα θέλει δουλειά.

-Επήρε απ' το σόι του
τα δυο που ’χει φάει
δισεκατομμύρια
ευρώ του λαού;

-Παλιές ιστορίες
καλά μου πουλάκια.
Τα νέα γυρεύουν
προβλήματα λύση.

-Μην έκλεισε μέσα
στα σίδερα εκείνους
το χρήμα που εφάγαν
με τους γερμανούς;

-Τα ξέρετε όλα
καλά μου πουλάκια!
Μα όλα να γίνουν
γυρεύουν καιρό…

-Τις βίλλες που υψώσαν
κλεμμένα λεφτά
τις πήρε απ' όσους
παράνομα εχτίσαν;

-Πουλιά μου δεν είναι
τόσο εύκολα όλα.
Υπάρχουνε νόμοι
-του κράτους ψυχή.

-Εκρέμασε κλέφτες;
Ντουφέκισε κείνους
που πίναν το αίμα
του δόλιου λαού;

-Μα όχι καλά μου...
Αυτοί αν δολοφόνοι
και άνομοι, όμως
δεν είμαστ' εμείς…

Η δημοκρατία
που λάμπει στη χώρα
τα τέτοια δε στέργει-
ελεύτερη αυτή…

-Η ψεύτρα διαβάτη,
η δημοκρατία
σε ζάλισε κι ούτε
δεν ξέρεις τι λες.

Μα φεύγουμε τώρα.
Με ανόητους ανθρώπους
πουλιά που όλα βλέπουν
δεν έχουν δουλειά.

Κακόμοιροι ανθρώποι
φριχτά γελασμένοι!
φριχτά υποταγμένοι
σ’ ανόμων βουλές!

-Μην πάτε πουλάκια-
χωρίς σας ο τόπος
νεκρός θ’ απομείνει
και άχαρος πια,

μιας κι η δικιοσύνη
μαζί σας θα έρθει
πετώντας με τ’ άγια
δικά σας φτερά.

-Την είχαμε φέρει
τη λιώσατε κάτου
τη ζήσαμε πάλι,
μαζί μας θα ’ρθεί.

Και πήγαν. Και φύγαν.
Και όπως τραβούσα
στο μέρος το κόμμα
πou είχε γιορτή

φτερά στις χοντρές μου
τις πλάτες φυτρώσαν
και δύναμη μία
με σήκωσε πάνω

και μου 'πε: «συ φύγε
δεν πρέπει σου εδώ»΄
και τ’ άγια πουλάκια
επήγα να βρω.

21.

Ο σιδεράς χτυπάει πάνω στ' αμόνι
κι ομορφοτραγουδάει το σφυρί.
-Γερές μην κάνεις σιδερά
τις άλυσες του δούλου.

Γ ια να μπορέσει μια και δυο
να τις κατασυντρίψει
και λευτεριά έτσι να βρει
μες στην πικρή ζωή του…

Κι ο σχοινοπλέχτης γέρνοντας
στον πάγκο του επάνω
χοντρά χοντρά κάνει σχοινιά
και διπλοκαμαρώνει.

-Χοντρά μην κάνεις τα σχοινιά
γιατί τους σκλάβους δένουν
κι εύκολα πια δε λύνονται
-τα χέρια δε χωρίζουν.

Και με την πέννα του ο γραφιάς
γράμματα ωραία γράφει
που νόμους λεν και που μ’ αυτούς
τους δούλους φυλακίζουν.

-Σπάσε γραφιά την πέννα σου
παρά να δίνεις νόμους
που δυστυχούνε το λαό
και το θεό σκοτώνουν.

Μα δεν ακούει κανένας τους.
Και όλοι τους δουλεύουν
με τις δουλειές τους φέρνοντας
τον ίδιο το χαμό τους.

 ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ


(Μήτρος και Γιάννος συζητούν
τα πάτρια στο Ελ Έϊ,
ενώ και η Κυβέρνηση
κι ο Αντρέας τα λοίσθια πνέει.)


-Ρε Μήτρο βλέπεις κείνη εκεί την άθλια γυναικούλα
Που μοναχά που τη θωρείς σε πιάνει αναγούλα;
Που περπατεί σιγά σιγά γιατί τηνε βαραίνει
Ενας γεράκος που βογγά πάνω της γαντζωμένος;

-Ναι. Δεν μου είναι άγνωστη και δεν της είμαι ξένος.
Κι αμφιβολία πως και συ την ξέρεις δε μου μένει.

-Ναι. Τήνε ξέρω βέβαια. Όμως κοντά ας πάμε
Κι από τα λόγια ας μάθουμε της ίδιας πώς αισθάνεται. ..
Ε, συ! κυρα-Κυβέρνηση, απ' ώρα σε κοιτάμε
Να περπατείς ασθμαίνοντας και η ψυχή μας πιάνεται.

-Πώς θέλετε να περπατώ αφού στην πλάτη φέρω
Αυτό τον πάλαι αφέντη μου και τώρα σάπιο γέρο;
Ενώ αυτός να μ' οδηγεί πρέπει, κι εγώ να τρέχω
Από τα βάρη λεύτερη, κι άλλη έγνοια να μην έχω,
Παρά πώς για του Κράτους μας την αίγλη να φροντίζω,
Τώρα εγώ τον κουβαλώ. Για τούτο και τρεκλίζω
Κι είμαι έτοιμη να σωριαστώ- κι είμαι έτοιμη να πέσω.

-Πέτα τον κάτω το λοιπόν και τρέξε πάλι λεύτερα.

-Και γω πολύ θα τόθελα το γέρο ν’ αποθέσω
Μα τον κρατούν απάνω μου συμφέροντα υπέρτερα.
 Αλλά πολύ παρακαλώ, τραβάτε παρά πέρα
Και μη με ερωτήσεις σας μου τρώτε την ημέρα.
Οσες μου μένουν στη ζωή δυνάμεις τις κρατάω
Οχι με ασήμους ποιητάς στον δρόμο να μιλάω
Μα όσο πιό γρήγορα μπορώ η έρμη να βαδίζω
Οσο τα δύο πόδια μου ακόμα τα ορίζω.

-Και συ Αντρέα δε μιλάς; Πες μας αν το μπορείς
Γιατί γατζώθηκες εκεί κι εις πείσμα όλων μένεις;
Απ’ την Κυβέρνηση γιατί πια δεν υποχωρείς;
Τι πεθυμάς; Τί καρτερείς; Τί τάχα περιμένεις;

-Πάτε ρωτήστε τη Μιμή κι αφήσατέ με ήσυχο.
Αυτή θα δώσει απάντηση στο πνεύμα σας το ανήσυχο.
Μούπε να μείνω κι έμεινα. Και μένω και θα μένω
Ως να με πάρουν από δω νεκρόν και πεθαμένο.
Της είπα "ρε κορίτσι μου, άσε ν' αναχωρήσω".
"Πάντα" μου λέει "εγώ μπροστά πηγαίνω κι όχι πίσω.
Αν φύγεις, σαν να έφευγα κι εγώ μαζί σου είναι.
Κι αυτό ειν’ οπισθοδρόμηση. Λοιπόν Αντρέα μείνε".

-Καλά η Μιμή αγαπητέ πρωθυπουργέ, μα η χώρα
Γιατί από την αρρώστια σας να υποφέρει τώρα;"

-Τι να σας πω μωρέ παιδιά. Εγώ δεν ξέρω τίποτα
Παρά ότι μου λείψανε μονάχα τα ηδύποτα.

-Κοίταξε χάλια πούχουνε Μήτρο μου και οι δυό τους.
Λες και βαδίζουν για να μπουν μαζί στο φέρετρό τους.

-Βρε τι κουτοί που είμαστε όλοι σ’ αυτή τη χώρα..

-Γιατί ρε Μήτρο;
 
-                Το ρωτάς! Κοντά διακόσα χρόνια
Πάνε, που για πρωθυπουργούς μιλάμε όλη την ώρα.
Και πάμε και ψηφίσουμε με κρύο και με χιόνια,
Και ξελαρυγγιζόμαστε, και κόμματα στηρίζουμε,
Και συγκεντρώσεις κάνουμε, κι ένας τον άλλο βρίζουμε
Γιατί; Για να μπορέσουμε πρωθυπουργό να βγάλουμε
Και στην Κυβέρνηση αρχηγό αμέσως να τον βάλουμε
Ωσπου μια μέρα βλέπουμε πως όλα ειν’ ανώφελα-
Με άλλα λόγια δηλαδή δεν ωφελούν ολότελα.

-Και πώς αυτό;

-               Τί πώς αυτό! Δυό μήνες τώρα πάνε
Που είμαστε οι Ελληνες χωρίς πρωθυπουργό.
Αλλά ρυθμό δεν έπαψε νάχει η ζωή γοργό
Και όπως πάντοτε ήτανε όλα, δεν πάψαν νάναι.
Αυτό θα πει πως άδικα ως τώρα σκοτωνόμαστε
Σα σε δουλειά να θέλαμε να λέμε πως βρισκόμαστε
Κάθε που εγυρεύαμε πρωθυπουργό να βρούμε,
Αφού και δίχως του καλά να ζήσουμε μπορούμε.
Γιατί βεβαίως πρωθυπουργός δεν είν' εκείνος όπου
Μορφή και σχήμα και θωριά κι αρρώστιες έχει ανθρώπου,
Αλλά εκείνος που μπορεί και σκέφτεται συγχρόνως
Και τη σωστή την κρίση του δεν τη θολώνει ο πόνος.
Δε λέγεται πρωθυπουργός κάποιος θαμμένος πούναι
Στο χώρο μιας εντατικής, ο,τι και κάποιοι αν πούνε.
Δε λέγεται πρωθυπουργός εκείνος που του κρύβουνε
Ο,τι μπορώ καθημερνά κι εγώ να μάθω ακόμα.
Που ούτε τηλεόραση να βλέπει δεν του ανοίγουνε
Και που νερό μεταλλικό το μόνο του είναι πιόμα.
Γι αυτό σου λέω δεν έχουμε πρωθυπουργό, μα κι ότι:
Δε μας χρειάζεται-κι αυτό το βρήκαμε μεις πρώτοι,
Οι Ελληνες, που έχουμε και τόσα αλλά βρει,
Και στα ωραία και υψηλά είμαστε φαβορί.

-Βρε Μητρο, στάσου μια στιγμή και σκέψου πιό καλά.
Η αλλιώς αν θες, τ' αστεία σου άφησε τα πολλά
Και πες καμία σοβαρή πάνω στο θέμα γνώμη.

-Γιάννο μου παρασύρθηκα και σου ζητώ συγγνώμη.
Δεν ειν' αυτό αιτία
για πράγματα αστεία.
Και επειδή εμίλησες πρώτος για σοβαρά
Σε σένα βρίσκω πως εδώ ταιριάζει μια χαρά
Κάτι να πεις.

-Κάτι θα πω.Και, Μήτρο μου, σ’ ευχαριστώ.
Λοιπόν δυό θέλω να ειπώ λόγια γι αυτό το θέμα
Που ανταριάζει των φτωχών πατριωτών το αίμα-
Για την κατάσταση αυτή που μας απασχολεί
Οπως σαφώς απασχολεί, Μήτρο, το Πανελλήνιον.
Για του Αντρέα λυπούμαστε το πάθημα πολύ
Οπως πολύ λυπούμαστε που χάσαμε τον Πλίνιον.
Για τον Αντρέα τον άνθρωπο μόνο-να εξηγούμαστε.
Για τον Αντρέα πρωθυπουργό καθόλου δε λυπούμαστε
Κι ευχόμαστε ολόψυχα ταχέως ν’ αποδημήσει,
Ωστε στου τόπου να βρεθεί το πρόβλημα μια λύση.
Πρωθυπουργοί που δεν μπορούν στο ύψος τους ν’ αρθούνε,
Σαν τούτες περιστάσεων, και να παραιτηθούνε,
Αφήνοντας ελεύθερο το δρόμο σ' εξελίξεις,
Καλό στον τόπο θάκανες αν μπόρειες να τους πνίξεις.
Κι ο Εβερτ το που έστειλε γράμμα να τόχει στείλει  
Ωφειλε ενωρίτερα. Κι έπρεπε οι ΠΑΣΟΚοι
Νωρίτερα ν' αρχίσουνε να στύβουν το σταφύλι-
Αργεί ο μούστος να ψηθεί-να πέσουνε οι θώκοι.
Καλός, χρυσός κι αγαπητός ήτανε ο Αντρέας
Πριν γίνει ένα ανεύθυνο κομμάτι σάπιο κρέας
Οπως ανέκαθεν εσύ κι εγώ είμαστε Μητρούση.

-Μ' αυτά που είπες Γιάννο μου μου θύμισες το σούσι.
Μυστήριο και παράξενο μες στην απλότητα του
Περίεργο στην κατασκευή, μια ανοστιά στη γεύση,
Ποτέ μου δεν εγνώρισα ποια η ταυτότητα του
Και γιατί έχει αρκετούς τόσο κατακυριεύσει.

-Ανόητη παρομοίωση. Οπως και νάχει όμως
Πες μου-υπάρχει τίποτα που έχεις να προσθέσεις
Ωστε όταν στο κρεβάτι σου ψόφιος θα πας να πέσεις
Νάναι χωρίς εμπόδια του ύπνου σου ο δρόμος;

-Τι να ειπώ παρά αυτό: Θεός να τον βοηθήσει
Τη θέση του πρωθυπουργού ευθύς να παραιτήσει
Ωστε να έβρουμε κι εμείς άλλο κανένα θέμα
Κι αλήθεια μια να λέγαμε γι αυτό και κάνα ψέμα.

(Κι αφού χαιρετηθήκανε πια πήγανε για ύπνο,
αλλ’ όμως τον καθένα τους η αυγή τον βρήκε ξύπνιο.)

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025

 ΚΑΤΙ ΜΑΥΡΟΙ
(στο ξενοδοχείο το απέναντι από το ΙΚΑ του Πειραιά
τη δεκαετία του ογδόντα)

Είναι κάτι μαύροι απ’ την Αφρική
που στο απέναντί μας πανδοχείο μένουν-
που σαν κάτι πάντα λες και περιμένουν
δεν κινούν να φύγουν-μένουν πάντα εκεί.

Στου πεζοδρομίου τις λερές τίς πλάκες
σιγοπερπατάνε και βροντογελούν
δύο δυο με λέξεις άγνωστες μιλούν
και τραγούδια λένε που μιλούν γι αγάπες.

Με τους μαύρους μοιάζω: περιμένω κάτι
που ποτέ δε θα ’ρθει’ και να καρτερώ
τόσο έχω μάθει, που για να το δω
θα ’χω όταν πεθάνω ανοιχτό το μάτι.



Η ΠΕΙΝΑ

Όταν στ’ αδρά πλοκάμια της γερά μ’ αδράχνει η πείνα
που σύντροφος αχώριστη μου ’χει προσφάτως γίνει
τότε νωρίς ξαπλώνομαι στην πενιχρή μου κλίνη
πως θα ξανάδω βέβαιος τα όνειρα εκείνα,

που σ’ ένα κέντρο κοσμικό βρίσκομαι στην Αθήνα
και πάνω στο τραπέζι μου που ’χει πολύ πλατύνει
ο μαιτρ θαυμάσια φαγητά κάθε λογής αφήνει
ενώ ποτάμια αργοκυλούν η μπύρα κι η ρετσίνα.

Αργοκυλούν και μπαίνουνε ίσα στα σωθικά μου
κι ανακατεύονται εκεί με τ’ άλλα φαγητά μου.
Κι απ’ το γεμάτο φαγητό κι οινόπνευμα στομάχι
τόσο η κοιλιά μου η ισχνή αφύσικα φουσκώνει
που το ’δρωμένο χέρι μου στον ύπνο μέσα ψάχει
και της πιζάμας τα κουμπιά με βιάση ξεκουμπώνει.



ΑΣΕ ME

Άσε με να γυρίζω όπως θέλω
δε μ’ αρέσει να φορώ καπέλο
δε μ’ αρέσει να φορώ γραβάτα
και παπούτσια τριζάτα.

Άσε με να γυρίζω όπως θέλω
μισώ κάθε νέο μοντέλο
και θέλω απλά και σκέτα
του σακακιού τα πέτα.

Άσε με να γυρίζω όπως θέλω
αλλιώς γοργά σε ξαποστέλλω
σιχαίνομαι αρώματα και τέτοια
ρεβέρ και μανικέτια.


ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

Απ’ όσους εις τον δρόμον συναντώ
ελάχιστοι είναι που μ’ αρέσουν-
που θα χαιρόμουν να τους έχω συντροφιά.

Εις χαιρεκάκους λέω καλημέρα
εις ψευδοϋπερηφάνους καλησπέρα
σε βαρετούς ανθρώπους
τους τυπικούς χαιρετισμούς μου λέω.

Ποτέ μου δεν ξεχνώ να χαιρετίσω.
Στα πρόσωπά των χαιρετώ εγώ τον ήλιο
τα βουνά, τ’ αστέρια...
ένα κομμάτι από τη φύση είναι κι αυτοί.

Στα πρόσωπά των βλέπω εγώ τον ήλιο τα βουνά, τ’ αστέρια:
μικροί θεοί κι αυτοί
πώς να τους αγνοήσεις;


TO ΣΩΜΑ

Ό,τι πολύ επιθύμησες ψυχή,
μπροστά σου το ’χεις.
Νάτα τα μάτια με το λάγνο βλέμμα
να τα τα χείλια τα μισά ανοιγμένα
να το γυμνό το σώμα που ωνειρεύθης-
πλήρες επιθυμίας ερωτικής
και σπαρταρά το βλέμμα σου ως τ’ αγγίζει.

Να τα τα στήθη τα λαχταριστά
σχεδόν εγγίζοντα το πρόσωπόν σου
να οι μακροί μηροί κι οι ωραίες κνήμες
το πρόσωπο προπάντων το ιδανικό
το παιδικά ωραίο
νάτο!
μεστό υποσχέσεων ηδονής
κι ερώτων ως σ’ αρέσουν.

Να το τό σώμα που ωνειρεύθηκες
Ψυχή.


Η ΠΟΡΝΗ

Δίπλα στο σπίτι μου μια πόρνη μένει.
Την βλέπω κάθε βράδυ να στολίζεται
με μυρωδιές βαριές ν’ αρωματίζεται
κι έξω απ’ την πόρτα της να περιμένει.

Πολλοί πελάτες έρχονται να τη χαρούνε
με όλους ζωηρά καλησπερίζεται
με όλους τους για λίγο χαριεντίζεται-
όλοι τα ίδια βλέπουνε κι ακούνε.

Μα πάντοτε στις έντεκα τους διώχνει.
Μες στον καθρέφτη της επίμονα κοιτάζεται
τα ρούχα της αλλάζει, ετοιμάζεται
κι όλους εκείνους απ’ το νου αποδιώχνει.

Στις δώδεκα απ’ το σπίτι της περνάει
αυτός που την αγάπη της μοιράζεται.
Στην αγκαλιά του λίγο ξεκουράζεται,
λίγο της μέρας την ντροπή ξεχνάει.



ΠΟΙΗΣΗ

Ευλογημένο μου χαρτί
και άγιο μου μολύβι
θεούς σας λέω κι ακριβούς
φίλους κι αγαπημένους.

Μαζί σας λύπη δε χωρεί
και σκέψη οργισμένη
χαρά μαζί σας, θαλπωρή,
κι η λύπη περασμένη.

Εσείς μητέρα κι αδερφός
και κόρη αγαπημένη
εσείς αέρας δροσερός  
σε γη ηλιοκαμένη.

Εσείς δροσιά, εσείς πηγή,
στης έρημου τα πλάτη
σεις της ελπίδας η αυγή
στου σκότους τ’ άγρια βάθη.

Χαρτί μου και μολύβι μου
και τη ζωή χρωστώ σας
και το μικρό καλύβι μου
σας το χρωστώ δικό σας.

Μπορείτε να ’χετε οίηση
και παίνεμα γιατί
χωρίς εσάς η ποίηση
δε θα ’ταν δυνατή.


ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟ

Άφαντο ένα χέρι
μου ’σβησε τ’ αστέρι
που οδηγό το είχα
μες στη μαύρη νύχτα.

Ποιος θα μου γελά
τώρα εκεί ψηλά;
Στης ζωής τη δίνη
ποιος χαρά θα δίνει;

Δίχως του να ζω-
όχι-δεν μπορώ
τη ζωή θ’ αφήσω
σαν κι αυτό θα σβήσω.


ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ

Μ’ αδημονία, βιασύνη, πάθος,
με ανύπαρκτο στα λόγια μας το βάθος
στα χιλιοπάτητα γνωστά παρτέρια
πατάμε της ζωής. Τα καλοκαίρια,

ξερό κι ανίδρωτο-σκληρό το χώμα
ολάσπρο τους χειμώνες όλα χρώμα
χειμώνες-καλοκαίρια οι ανθρώποι
καθένας φουσκωτό της μοίρας τόπι.

’δρώνοντας κι ανασαίνοντας με βάρος
χωρίς να ξέρουμε τι είναι το θάρρος
μ’ αδημονία οδεύουμε-τι κρίμα!-
και με βιασύνη τόση σ’ ένα μνήμα.






ΑΝΙΔΕΟΙ

To φιλάργυρον κοινόν ας ξεφωνίζει
και τα χρήματά του ας αιτεί-
είναι πολύ ανίδεοι να λεν
πως δεν τους ήρεσεν η κωμωδία αυτή.

Στο κάτω κάτω αν δεν εγέλασαν
ο συγγραφεύς ουδόλως είς τούτο πταίει
όλας τας δυνάμεις του έβαλεν αυτός
δια να δημιουργηθούν διάλογοι νέοι.

To φιλάργυρον κοινόν ας ξεφωνίζει
και τα χρήματά του ας αιτεί-
είναι πολύ ανίδεοι να λεν
πως δεν τους ήρεσε η κωμωδία αυτή.


ΜΟΝΟΣ

Διέσχισα τον μεγάλον δρόμον μόνος όλως
μάτην αναμένων των ανθρώπων ο δόλος
που υπό τα σοβαρά πρόσωπά των εκρύπτετο
να φανερωθεί.

Και ως υπό το βάρος μιας σφοδράς
αμηχανίας εχανόμην
αίφνης ο νους μου εφωτίσθη
και αντελήφθην ότι και ο ιδικος μου ρόλος
δεν ήτο των ανθρώπων ο δόλος-
η αναμονή της φανερώσεώς του-
αλλ’ ως εκείνων,
η δολία συμπεριφορά.

ΠΙΣΤΙΣ

Η μέρα αργοκύλησε
κι η νύχτα αρχινά
γεμάτη τρόμο κι ερημιά
σαν πίσσα αναλυωμένη
με ουρανό που προμηνά
ναυάγια και φουρτούνες.

Τα ζώα ετρομάξανε
και τρέμουν τα κλαριά
και μόνη μέσα στη νυχτιά
καμιά ψυχή δεν μένει
κι ακούς πιο κει αριά-αριά
να κρώζουν οι κουρούνες.

Νύχτα που κάνει σαν τρελή
να πάλλεται η καρδιά σου  
νύχτα που κάνει στεναγμό
τον πιο μικρό σου πόνο
και την ψυχή κάνει βαριά
και την καρδιά ματώνει.

Όμως εμένα θα με δεις-
τι τρέλα αληθινά-
να περπατώ στην ερημιά
παντέρημον και μόνο
και να ζητώ μες στη νυχτιά
εν’ ανθισμένο κλώνο.


ΟΥΤΟΠΙΑ

Ο έρως ο αγνός! Τι ουτοπία!
Να πάρεις μιαν ιδέα του αν θες
στα παλιωμένα ψάξε τα βιβλία-
μην ψάξεις μες στο σήμερα-ψάξε στo χτες.

Ρωμαίοι δεν υπάρχουν κι οι Ιουλιέττες
εγίνανε ανάμνηση θολή
της φούστας τους κοιτάζουνε τις πιέτες
απ’ την δική αγάπη πιο πολύ.

Περάσαν οι καιροί που κάποια λέξη
επλήθαινε τους χτύπους στην καρδιά
και δάκρυ έχει στα μάπα μας να τρέξει
αφότου μας μαλώνανε-παιδιά.

Περάσαν οι αγάπες.Τώρα πόθοι.
Στους δρόμους, στα σοκάκια, στις αυλές.
Αγνή αγάπη πια κανείς δεν νοιώθει
κι ο έρως έχει γίνει να τον κλαις.

Μοντέρνα εποχή. Έτσι τη λένε.
Κι αλήθεια αφού το λεν τόσοι πολλοί
κι αφού τη ζουν, τη βλέπουν και δεν κλαίνε
να κλάψω μόνο εγώ δεν ωφελεί.

Μοντέρνα είναι-ναι, η εποχή τους.
Μοντέρνα κι η δικιά μου εποχή.
Μα αν έγινε μοντέρνα κι η ψυχή τους
δεν έγινε η δικιά μου η ψυχή.

Μια μέρα απ’ την αγάπη θα πεθάνω.
Εκείνη δε θα δώσει σημασία.
Και γράψτε εις τον τάφο μου επάνω:
" ο έρως ο αγνός-τι ουτοπία!"