ΤΟ ΤΟΠΙ
Παίζαμε ποδόσφαιρο.
Παιδιά έξη χρονών.
Κάθε ημέρα το πρωί επαίζαμε ποδόσφαιρο.
Το τόπι μας φτιαγμένο από κουρέλια
Που οι μάνες μας τα ράβανε τόνα με τάλλο.
Ήταν το σαράντα εφτά.
Στη Σπάρτη.
Κάθε πρωί κατά τις δέκα
Ένας ξανθός τριαντάρης
Με γένια χρυσοκίτρινα μακριά
Ζωσμένος φυσεκλίκια
Και τ’ όπλο του στον ώμο κρεμασμένο
Κατέβαινε την Άγιδος
Πότε σε άλογο καβάλα
Πότε πεζός
Ντυμένος ρούχα αντάρτικα.
Μια μέρα εσταμάτησε μπροστά μας.
«Τι παίζετε;
«Ποδόσφαιρο.»
«Με τέτοιο τόπι; Αύριο θα σας φέρω ένα τόπι αληθινό.»
Την επομένη μας έφερε ένα τόπι.
Σκληρό πολύ-
Από τι να ’τανε φτιαγμένο;…
Σε μέρες τρεις όλοι είχαμε σπασμένα δάχτυλα.
Μα παίζαμε με τόπι.
Στρογγυλό!
Ήταν το ’45.
Όταν ο Άρης είχε κατέβει στην Πελοπόννησο.