ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ
Χαμένες στου νου τα βαθιά τα υπόγεια
χαμένες μακριά απα’ στην άπλα της γης
κι αυτές κι όσα δεν tου ψιθύρισαν λόγια
κι αυτές κι οι κενές τους ματιές οι αναιδείς.
Πώς μάκρυναν έτσι οι σκιες των Πραγμάτων-
οι άνθρωποι, οι τόποι, το Τώρα, το Εδώ...
πώς έχει θαμπώσει η υφή κι η έννοιά των
κι εγίνη η θωριά τους θολή, αναιμική…
Να είναι που τάχα ο Χρόνος περνάει
και λιώνει το σώμα και μένει η ψυχή
και τώρα αρχινάν τα δικά της τα μάτια
να βλέπουν; Τα μάτια!.. Φαιδρά που αντηχεί!...
Γιατί του τρανού Μηδενός τ’ άγια πλάτια,
στου Σύμπαντος τ’ άπειρα θρονιάζονται χάη!