Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

 ΗΤΑΝ Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ

  Ήταν η χαρά του
κι ήταν η ελπίδα.
Όταν τον θωρούσε
του ’φεγγε μι’ αχτίδα.

Σαν τον συναντούσε
κι έλεε καλησπέρα,
χάνονταν το σκότος
κι έλαμπεν η μέρα.

Κι είτε με φορμίτσα
ή έβαζε φουστάνι,
λες γι αυτόν ντυνόταν-
για να τον τρελάνει.

Και τα σταυρωτά της
πάντοτε χεράκια
τη ζωή του ήταν
που’ τρωγαν γεράκια.

Στην καρδιά του μέσα
ήτανε κλεισμένη-
κείνη τη χτυπούσε
ζωντανή να μένει.

Του ΄λεε καλημέρα,
ζούσε για ένα μήνα.
Δεν τον χαιρετούσε,
τράβαε στο μνήμα.

Σαν απ’ του σπιτιού της
πέρναγε την πόρτα
τι να πρωταγγίξει
δεν νογούσε πρώτα-

το χαλκωματένιο
πόμολο που λάμπει;
τ’ άπονο το ξύλο
με τα λάγνα θάμπη;

Κι ο κυρ-Παναγιώτης
να του λέει γι αυτήνε
πως γυναίκα τάχα
καθώς όλες είναι.

Μα γι αυτόν αθέρας
ήτανε και μέλι
κι ό,τι τον τρυπούσε,
του έρωτά της βέλη.

Κι έτσι επερνούσε
η άχαρη ζωή του
τη χαρά να παίρνει
και την εμπνοή του.

Και δεν εγνιαζόταν
για τα κείνον διόλου.
Μα κι αυτός δε γρίκαε
το θεριό του δόλου,

που ΄κρυβεν εντός της,
και γι αυτό θαρρούσε
πως να υπολογίζει
τάχα το μπορούσε,

να θαρρεί πως ίσως
και γι αυτόν μια στάλα
μιας μικρής αγάπης
θα ’χε μέσα στ’ άλλα.

Όμως μιαν ημέρα-
να μην είχε φέξει-
είδε πως με κείνον
ήθελε να παίξει.

Ότι του μιλάει
πόθο να του ανάβει
και με ιμέρου αξίνα
μέσα του να σκάβει,

για να τον λιγώνει
και να διασκεδάζει,
άπνοον να στέκει
σα θα τον κοιτάζει.

Τι της είχε κάνει
έτσι να τον παίζει
ποντικόν σα γάτα
γύρω από τραπέζι;

Ποιος μπορεί να ξέρει;
Μόνο εκείνη η ίδια
που ΄χε σαν αγάπη
τ’ άστοχα παιχνίδια.

Και γι αυτό και φεύγει
από του’ την πόλη
που γι΄’ αυτόν στα μαύρα
’βαριοεντύθη όλη.

Λυτρωμό θα έβρει
ίσως μακριά της-
μακριά ’π’ την κρύα
και πικρή καρδιά της.

Φεύγει να μη βλέπει
πια με μάτια στείρα
όσα του ‘χει γράψει
να τραβήξει η μοίρα.

Γεια σου ρόδο κι άνθος
κι ευτυχία ξένη!
Γεια σου από κείνον
τόσο αγαπημένη!

Γεια σου. Μα οι ευχές του
θα σε συνοδεύουν
όσο οι αρές σου
’κείνον θα παιδεύουν.