ΘΑΝΑΤΟΙ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΙ
-…Αυτά η αδερφή του.
-Ο αδερφός του;
-Αυτός μιλούσε με το γιατρό ψιθυριστά. Δίπλα στον άρρωστο. Πλησίασε και η αδερφή του. Ο γιατρός τους εξηγούσε ψιθυριστά κουνώντας αργά το κεφάλι και τα χέρια του. Ο άρρωστος βόγκηξε. Η αδερφή του τον πλησίασε. «Τι λέτε;», της είπε. «Όλα καλά λέει ο γιατρός, σε δυο μέρες θα είσαι στο πόδι». Ξαναπήγε στους άλλους. Η σιγανή συζήτηση συνεχίστηκε για λίγο. Τέλος ο γιατρός βγήκε. Τον πήγε ως έξω ο αδερφός. Η αδερφή ήτανε όρθια, πιασμένη από τα κάγκελα του κρεβατιού και κοίταζε τον άρρωστο αμίλητη. «Τι είπε ο γιατρός;» τη ρώτησε. «Σου είπα. Περίεργος είσαι.» «Ο Αντρέας ήρθε;» Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο αδερφός. Εκείνη τον πλησίασε: «Έγραψες το τηλεγράφημα από το γιό του; Ξαναρωτάει αν θα έρθει.» Της έδωσε ένα χαρτί και πλησίασε στο κρεβάτι. Ακούμπησε το χέρι του αρρώστου: «Ησύχασε, όλα θα πάνε καλά. Θα έρθω να σε δω αύριο το βράδυ». Πήγε προς την πόρτα. «Έχεις την υπογραφή του;», ρώτησε σιγά την αδερφή του βγαίνοντας. Η αδερφή του έγνεψε «ναι». «Και για το σπίτι;» «Ναι».«Ωραία. Τι άλλο πια…γεια σου. Κοίτα, αν ητήσει να δει το ίδιο το τηλεγράφημα, πες του ότι το έσκισε η μικρή παίοντας» «Καλά.» Ο αδερφός βγήκε. Η αδερφή πήγε πάνω από τον άρρωστο και του διάβασε: «Πατέρα πήρα άδεια. Αύριο το μεσημέρι θα είμαι εκεί. Αυτά γράφει ο γιος σου. Κάνε λίγη υπομονή… Λοιπόν να φύγω. Θα στείλω τη Μαρία». «Κάτσε ώσπου να ’ρθει…» «Μπορεί ν’ αργήσει και έχω να πάω τη Χρυσούλα στα Αγγλικά.» Του άγγιξε το χέρι και βγήκε. Ο άρρωστος πέθανε σε λίγα λεφτά. Αυτά. Αντίθετα από τον άλλον που σου έλεγα.
-Τι έκανε αυτός;
-Αυτός, όταν κατάλαβε πως πεθαίνει, σύρθηκε έξω και ξάπλωσε στο χορτάρι. Μπροστά του ανοίγονταν ο κάμπος και πέρα τα βουνά. Μυρμήγκια ανέβηκαν επάνω του, ζωύφια. Η γάτα του νιβότανε πιο πέρα. Γύρισε προς αυτήν. «Καλή τύχη», της είπε. Άπλωσε το χέρι του και χάδεψε τη γη. «Σ’ ευχαριστώ Μητέρα», ψιθύρισε. Πήρε λίγο χώμα και το έριξε πάνω του. Και έκλεισε τα μάτια του.
-Ας έχει χώμα ελαφρό. Με είχε βοηθήσει πολύ.
-Ξέρω.