Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

Τρίτη, 13 Μαΐου 2014

ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ

(Σε δάσος. Φτωχικό ένα σπιτάκι
και στο πεζούλι της εξώπορτάς του
μεσόκοπη ζητιάνα καθισμένη
άσαρκη και παλιόρουχα ντυμένη.
Την πλησιάζει ένας πεζοπόρος)


-Γεια σου κυρά. Γυρεύω την Ελλάδα.
Την ξέρεις; Να τη βρω θα με βοηθήσεις;

-Και βέβαια και ξέρω αυτή πού μένει
και θα σου πω. Μα πες μου πρώτα κάτι.
Τι τηνε θες;

-Να τη ρωτήσω αν θέλει
να γίνει όπως τη θέλει και ο Τσίπρας
κι όπως κι ο Σαμαράς την πεθυμάει-
αν θέλει δηλαδή ΝΈΑ να γίνει.

-Αυτό μονάχα θέλεις ή και συ…

-Τι «ή και συ…»; κι εγώ να θέλω τι;

-Το σώμα της αυτή να σου χαρίσει…
ερωτικά θα πει να τη γνωρίσεις…

-Τι λες; Τη θέλουν κι άλλοι; Και ο λόγος
είναι να κάνουν έρωτα μαζί της;

-Κι όχι με το καλό, μα με τη βία.

-Όχι, δε θέλω τέτοια γνωριμία.
Θέλω σαν άνθρωπο να τη γνωρίσω
και αν θα ήθελε, να τη ρωτήσω,
να ΞΑΝΑΝΙΩΣΕΙ, όπως πολλοί ζητάνε.


-Και ποιος δε θα ''θελε να ξανανιώσει;



-Μα θέλω αυτή να μου το πει: η ίδια.


-Αυτήν έχεις μπροστά σου. Ειμ’ η Ελλάδα.

-Μα με σκισμένα ρούχα; Και βρωμιάρα;
Μονάχη κι έρημη; Και πεινασμένη;

-Και πια μεσόκοπη. Αν και δεν το ’πες.

-Ο πλούτος περισσεύει μες στη χώρα.
Υπάρχουν πλούσιοι που ευρώ έχουν μάσει
εκατομμύρια… δισεκατομμύρια…

-Δεν ειμ’ εγώ αυτοί. Εγώ οι φτωχοί ’μαι!
Οι πλούσιοι κλέβουν από το κορμί μου
ενώ οι φτωχοί ειν’ αυτοί που με ταϊζουν.
Φτωχοί αυτοί, φτωχό το δόσιμό τους
γι αυτό με βλέπεις κι είμαι κατσιασμένη.
Αλλά τι έλεγες; Ποιος να μ’ αλλάξει
και να με ξανακάνει ΝΈΑ θέλει;
κι όποιος το θέλει αυτό λωλός δεν είναι;
Πώς νέα μια, μεσόκοπη θα γίνει;
Λοιπόν ποιος είναι αυτός, πες μου να ξέρω…

-Πολλοί το θέλουν. Σαμαράς και Τσίπρας
και όλοι όσοι ακόλουθοί τους είναι.

- Αυτοί έχουν ερθεί εδώ κύριέ μου
με τους δικούς του οπαδούς καθένας
κι όλοι περάσαν πάνω απ’ το κορμί μου.
Με κοιμηθήκαν όλοι ένας κι ένας:
πρωθυπουργοί, δημάρχοι, νομαρχαίοι,
κι οι βουλευτές κι οι υπουργοί και όσοι
παρατρεχάμενοι όλων τούτων είναι.
Αυτοί με γέρασαν και τώρα θέλουν
ΝΙΆ να με κάνουν; Λάστιχο μην είμαι;
Όλοι πως ΝΈΑ μου λέγαν θα με κάνουν
και όταν «πώς θα γίνει;» τους ρωτούσα,
μου λέγαν «πάψε, μη μιλάς για λίγο,
για να μ’ ακούσουν οι έλληνες το λέω
κι αν δε με μαρτυρήσεις, σα θα φύγω,
μετά τις εκλογές, θα σου αφήσω
δυο-τρία ευρώ λίγο ψωμί να παίρνεις
να μην ψοφήσεις κιόλας απ’ την πείνα.
Γιατί στις άλλες εκλογές ποια θα ’χω
να λέω ότι ΝΈΑ θα την κάνω
ώστε οι έλληνες να με ψηφίσουν;»
Κι εγώ μαθές καθόλου δε μιλούσα
και προτιμούσα λίγο έστω να τρώω
παρά απ’ την πείνα η έρμη να πεθάνω.
Καλά το λέτε σ’ ένα σας τραγούδι
πως δεν πεθαίνω, μα πώς ζω δε λέτε…
 
-Από τους τόσους που σε κοιμηθήκαν
δε σ’ άρεσε κανείς να τον κρατήσεις
και σπιτικό να ταίριαζες μαζί του;

-Α μπα! Κανένας τους μπέσα δεν έχει.
Καθένας έρχεται, μου τάζει πλούτη
κι αφού γλεντήσει φεύγει παίρνοντάς μου
κι όσες οικονομίες έχω κάνει.
Μπορείς να πας και να τους καταφέρεις
πάλι να μην ερθούν γυρεύοντάς με
παρά στη φτώχεια μου να με αφήσουν
και στην που μ’ έρεψε κακιά μου μοίρα;

-Πώς να μπορώ; Εγώ ακούγοντάς τους
ήρθα να δω μήπως συμφωνημένα
τα ’χες μαζί τους ΝΈΑ να σε κάνουν.

-Επίστεψες κι εσύ ότι μπορούνε
το πράγμα αυτό οι αχρείοι αυτοί να κάμουν;
Ότι αυτό στο νου αλήθεια έχουν
κι όχι να με χαρούν και να με κλέψουν;

-Θα σε ρωτήσω κάτι… μη θυμώσεις…

-Και ποια είμ’ εγώ που τάχα θα θυμώσω;

-Να… κι εσύ ξέρεις ότι νέα δεν είσαι…
Και-βέβαια  όμορφη δε λέω, είσαι,
μα υπάρχουν ομορφότερες πιο πέρα…
γιατί αυτοί σε σένα έρχονται όλο;

-Από τις άλλες γύρω, άλλοι τρώνε.
Αυτοί από μένα μοναχά μπορούνε.
Και δε θα σταματήσουνε οσότου
νεκρή να πέσω-αν και τότε ίσως
και στο κουφάρι μου πάνω θα πέσουν
και κόκαλα μονάχα θα μ’ αφήσουν…
Λοιπόν τι θέλεις; Πες μου την αλήθεια.
Μήπως και συ για να με κλέψεις ήρθες;
Να εκεί η κουβέρτα για τις κρύες νύχτες,
να και το κύπελλο νερό που πίνω,
να κι η που πλένομαι λεκάνη όταν εκείνοι
από το πάθος τους ξαλαφρωμένοι
και φορτωμένοι μ’ ό,τι μου ’χουν πάρει
τραβούν τη «νίκη» τους για να χαρούνε.

-Εγώ δεν είμαι δυνατός και πλούσιος.
Ειμ’ ένας από κείνους που σου δίνουν.
Και βέβαιη να ’σαι, όταν σε πεθάνουν
(μόνο αυτό μπορώ κι εγώ να κάνω)
ένα κερί όσο ζω θα σου ανάβω.