ΣΤΙΧΟΙ ΠΟΥ ΠΙΘΑΝΟ ΝΑ ΧΡΕΙΑΣΤΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ Ή ΣΤΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΡΙΕΣ ΤΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ
Ω! ΚΙ ΕΓΩ!
Μ' αγαπάει-και το ξέρω-ο καλός μου.
Το διαβάζω στη ματιά του τη θολή
όταν όμορφος σαν ζώο στέκει μπρος μου
λίγο πριν μου ξεριζώσει το φιλί.
Μ' αγαπάει ο καλός μου-και το ξέρω-
το διαβάζω στου κορμιού του τη φωτιά
σα με κόβει σαν το στάχυ μες στο θέρο
σα με καίει όπως κλαδάκι η πυρκαγιά.
Μ΄ αγαπάει ο καλός μου δίχως άλλο-
αν σηκώσω τη φουστίτσα μου ψηλά
κάτι ανάμεσα στα πόδια του μεγάλο
με ορμή το παντελόνι του ζουλά.
Κι αν το μπούστο μου λιγάκι ξεκουμπώσω
πρέπει πρώτα δυο φορές να το σκεφτώ
αν δε θέλω πριν την κίνηση τελειώσω
από κάτω απ' τον καλό μου να βρεθώ.
Σας το είπα-ο καλός μου μ' αγαπάει.
Μα κι εμένα-και ας ειμ' εγώ μικρό
α! κι εμένα ίδιο νέκταρ με μεθάει
ω! κι εγώ ίδια πολύ τον αγαπώ.
ΑΡΡΩΣΤΗ
Έχετε δει αηδονάκι βραχνιασμένο;
Άγγελο ίσως με πυρετό;
Φεγγάρι σε κουβέρτες διπλωμένο;
Ήλιο με τάση για εμετό;
Έχετε δει δυο μαύρα καρβουνάκια
ενώ γελάνε μαζί να κλαιν;
Δυο του γιαλού ροζ κοχυλάκια
κόκκινα να 'ναι και να καιν;
Α! Η αγάπη μου είναι κρυωμένη!
Ό,τι μου έδινε ρίγος ριγεί.
Και θα υποφέρει για πολύ η καημένη
γιατ' η ανάρρωση θα 'ναι αργή:
ένα μικρόβιο μέσα της εμπήκε
με το γνωστό του σφρίγος κι ορμή
και πώς θα φύγει τώρα που εβρήκε
τέτοια αγκαλίτσα-τέτιο κορμί..
ΣΕ ΛΙΓΟ
Μου 'ρθε στο νου να μη μετρώ
με μέρες τη ζωή σου
αλλά με όσα όνειρα
που βλέπω είμαι μαζί σου.
Μ' άλλαξα γνώμη στη στιγμή
μικρούλα μου γλυκούλα
γιατί έτσι θα γινόσουνα
σε λίγο μια γριούλα.
ΕΣΥ..
Μου' παν πως ήρθες. tι μ' αυτό;.. για με είσαι πάντα εδώ.
Ανάγκη με τα μάτια μου δεν έχω να σε δω
με το καθένα κύτταρο σε νιώθω του κορμιού
με κάθε σκέψη του σ' εσέ δοσμένου μου του νου.
Στα δυο σου χέρια με κρατείς και πάνω τους πατώ
σε κόσμο έναν από σε γεμάτον περπατώ
έχω από σένα ποτιστεί τόσο βαθιά πολύ
που ζω σαν να 'μαι πάντοτε μαζί σου σε φιλί.
Με μια υπερκόσμια με κρατάς αιχμάλωτον ισχύ
όλη μου μια νικήτρα σου η ζήση ειν' ιαχή
σαν κάποιο άρωμα βαρύ έχεις εντός μου μπει
με καταυγάζεις σα διαρκής φωτός αναλαμπή.
Εσύ ’σαι η μόνη αιτία μου κι ο μόνος μου σκοπός
στη δημοσιά σου οδηγεί κάθε μου ατραπός
είσ' η πνοή που δίχως της η ζωή μου σταματά
για μένα είσαι συ το πριν, το τώρα, το μετά.
Σαν μια ιδέα με δονείς-σαν πυρκαγιά με καις
το όραμά μου η όψη σου είναι το διαρκές
εσύ με χάνεις και με ζεις, με κλαις και με γελάς
συ κόσμους χτίζεις μέσα μου, εσύ και τους χαλάς.
Εσύ κυλάς στις φλέβες μου σαν δυνατό κρασί.
Σύ οδηγείς τη σκέψη μου-τη θέλησή μου εσύ!
Συ μέσα μου παθιάζεσαι όταν εγώ ριγώ-
εσύ-εσύ-εσύ-εσύ-εσύ είμαι εγώ!..
Μου' παν πως ήρθες κι έχασα που έλειπα από κει.
Απ' τους εαυτούς τους κρίνοντας νομίζουν μερικοί
με του κορμιού τα μάτια μου πως πρέπει να σε δω-
πού να 'ξεραν πως πάντοτε για μένα εισαι εδώ…
ΣΤΗΣ ΑΜΜΟΥ
Τάχα του Χρόνου την κλεψύδρα ποιος κρατεί
και να 'ρθεις γρήγορα κοντά μου δε σ' αφήνει-
ποιος τάχα τον ισθμό της τονε κλείνει
κι ο χρόνος δεν πετά μα περπατεί…
Κι ήθελα να 'ξερα ποιος σπάζει το γυαλί
της αμμοδόχου όταν βρίσκεσαι κοντά μου
κι οι κόκκοι δραπετεύουνε της άμμου
κι εγώ δε σου χορταίνω το φιλί…
ΜΙΚΡΟ
Που σ’ αγαπώ τη γειτονιά αγαπάω.
Και όλο η αγάπη μου απλώνει
και πόλη, γη και σύμπαν μας αλώνει-
πιο σ’ αγαπώ-μ’ αγάπη πιο μεθάω.
ΜΙΚΡΟ
Φεγγάρι μια μπλούζα της δώσε μου μόνο
να βάλω μέσα τις γροθιές μου
να τις δαγκώνω ως να ματώσουν.
ΕΙΣ ΚΟΙΝΉΝ ΘΕΑΝ
Οι κνήμες σου έπρεπε να εκτίθενται εις κοινήν θέαν.
Έστω το εκμαγείο τους (οι γυναίκες θα επαναστατούσαν
για να σταματήσει η επίδειξη).
Έχεις δει ποτέ τις κνήμες σου;
Μα πώς θα τις έβλεπες αφού
τα μάτια σου είναι πάνω τους.
Η προς τα πάνω προέκτασή τους συμβάλλει
στη μετωπιαία έλικα του εγκεφάλου μου.
Με το στόμα τους σε φιλώ.
Με τους πόρους του δέρματός τους αναπνέω.
Δέσμιος του αρώματός τους ενεργώ, και μ' αυτές
διασχίζω του στερεώματος τις δεντροστοιχίες.
Λοιπόν πρόσεχε τις κνήμες σου.
Σε αλαβάστρινα βάζα μέσα θέσε τες
και υπερύψωσέ τες
σεπτές και ήπιες έτσι καθώς
την απελπισία μου υποβαστάζουν.
Και πάνω στην πήλινη πινακίδα γράψε: «πολυεύθραυστον».
Για να 'ρθεις εδώ πέτα-
ύστερα θα σου πω
(ξέρεις
υπήρξα πριν απ' αυτές).
ΠΟΝΗΡΟΥΛΑ
Είσαι καλή, είσαι γλυκειά, είσαι κομψή κι ωραία
έχεις χαρές αρίθμητες και ομορφάδες πλήθος.
Είσαι σεμνή κι υπάκουη, καλοφτιαγμένη, νέα
κι η ίδια του Έρωτα η θεά σου έπλασε το στήθος.
Όμως αν ήσουν φαγητό, όπως σ' έχω περιγράψει,
ανάλατη θα ήσουνα-θα 'φερνες αναγούλα.
Μα όχι-θεός ή διάβολος, όποιος κι αν σ' έχει πλάσει
σου έβαλε το αλάτι σου:λίγο είσαι πονηρούλα.
ΤΑ KΕΦΑΛΑΚΙΑ
Σαν την ψυχή νιογέννητου παιδιού πριν τη μολύνει
ούτε της πείνας τ' άγγιγμα, πριν τη λερώσει ακόμα
ο πόθος για το νιώσιμο της ρόγας μες στο στόμα,
έτσι αγνά τα στήθη σου μου μοιάζουνε με κείνη.
Χαρτί που μόλις έχει βγει απ' το τυπογραφείο
λευκό, ακόμα πριν το δει ούτε ποιητή το μάτι
και να 'χει ο νους του πάνω του σκεφτεί να γράψει κάτι
τα πάλλευκα έτσι στήθη σου φαντάζουνε τα δύο.
Και σαν βουνά την όμορφη τη γη μας που στολίζουν
κι ενώ το ηφαίστιο μέσα τους ασίγαστα κοχλάζει
εν' αεράκι δροσερό τη ράχη τους δοξάζει
έτσι και κείνα καίγονται κι έτσι κι αυτά δροσίζουν.
Κι έτσι σφιχτά κι έτσι κρουστά κι έτσι σαν φιλντισένια
στου νου καλά το τάνυσμα μπορούν να παρομοιάσουν
λίγο προτού οι ιδέες του που πάνε να τον σπάσουν
διέξοδο στα έλη της χαράς βρούνε τα τιποτένια.
Και σαν παιδιά. Σαν δυο μικρά, λαμπρά, γλυκά παιδάκια
που μια πηδούν ακράτηγα και τρέχουν και 'λαφιάζουν,
μια βαριεστούν και στέκουνε κι άτονα ησυχάζουν,
και μια πεισμώνουν και γυρνούν αλλού τα κεφαλάκια.
ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ
Μέσα στα χέρια μου σε πήρα
όπως τη ζήση παίρνει η μοίρα.
Στα σκότια μου και κρύα βύθη
ζέστα και φως τα δυο σου στήθη.
Σαν τρομασμένο ένα πουλάκι
έτρεμε τ' άσπρο σου κορμάκι.
Και, πρωτοτάξειδη βαρκούλα
από μια χάθηκες τρυπούλα.
ΜΙΚΡΟ
Αδιάφθορη κυλάς μέσα στον φάρυγγά μου.
Με καίς περιστροφικά.
ΜΙΚΡΟ
Πόσο απούσα είσαι
μόνο κάποιος που δε σ’ έχει γνωρίσει μπορεί να το ξέρει.
Γιατί κάτι από σένα θα ήταν παρόν αν σε ήξερε.
Επειδή όλα τα έχεις.
ΜΙΚΡΟ
Παρέλαση φιλιών.
Το δικό σου πρώτο-σημαιοφόρος.
ΜΙΚΡΟ
Εαρινή περίπολος ανθεί γύρω σου.
ΜΙΚΡΟ
Αν είχα δυο φιλιά τόνα θα κάρφωνα
Στα τέσσερα τα χείλη σου τα άφωνα.
Τ’ άλλο θα το σεργιάνιζα αργοκύλητα
Στα χείλη σου τα δυο τα γλυκομίλητα.
ΜΙΚΡΟ
Απορία γεννάει στους άλλους
το γεγονός πως πάντοτε
σε ζωγραφίζω με τα πόδια ψηλά.
Δεν μπορούν να καταλάβουν
πως μόνον έτσι φαίνεσαι.
ΜΙΚΡΟ
Απ’ το νερό έκανε ο Χριστός
κρασί. Καλά. Όμως εσύ-
κάτι μας έκανε κι Αυτός-
συ με μεθάς χωρίς κρασί.
ΜΙΚΡΟ
Μόνο τα χείλη ενώ κρατούνε
Το θείο δώρο να μιλούν,
Μα όλα τ’ άλλα σου μιλούνε
Κι όταν ακόμα αυτά σιωπούν.
ΤΟ ΓΕΛΙΟ
Η πόλη κόκκινο γιορντάνι λαμπερό
στολίστηκε όλη και παντού ακούς τραγούδια-
τραγούδια που ’χαν ν' ακουστούνε για καιρό-
κι ωραίον εστήσανε χορό φως και λουλούδια.
Σήμερα ο ήλιος γελαστός έχει φανεί.
Σήμερα επιάστηκε στο δόκανο η λύπη.
Σήμερα πια η καρδιά δεν είναι ορφανή.
Σήμερα φέγγουν ανθηρά βραγιές και κήποι.
Να 'ναι που οι άρχοντες μοιράζουνε φλουριά;
Να 'ναι που διώξαν τους εχθρούς από τη χώρα;
Να 'ναι που κάθε θάλασσά μας και στεριά
της λευτεριάς της τώρα χαίρεται τα δώρα;
Ίσως γι αυτά ετούτοι όλοι να γελούν.
Μα τη χαρά μου ’χει εμένανε φερμένη
κάτι όχι τέτοιο που οι χρόνοι καταλούν,
παρά του γέλιου σου η λάμψη αγαπημένη.