ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΤΣΙΠΡΑΣ ΣΤΟΝ ΟΜΠΑΜΑ
Δώστε μας-δώστε-δώστε μας-δώστε μας κύριε Ομπάμα
το νέο εμείς να κάνουμε εις την Ελλάδα θάμα.
Δώστε μας όπως κάποτε μάς έδινε κι ο Κλίντον
και σώσατε τους έλληνας απ’ την καταστροφήν των.
Χρωστούν παντού κι ’άλλος κανείς δεν τους δανείζει πλέον
κι εγώ ο τάλας ας χτυπώ τις πόρτες όλες κλαίων.
Τους τρόπους τους απέναντι σε μας καλούς μας δέστε
και πράσινα δολλάρια κύριε Ομπάμα πέστε
(τα προτιμάμε απ’ τα ευρώ κατά το μάλλον και ήττον)
γιατί αλλιώς οι έλληνες θα χάσουν την βολήν των.
Μας δίνει η Ευρώπη βέβαια, όμως αυτά δε φτάνουν.
Έχουνε τόσα πράγματα οι έλληνες να κάνουν…
Μα για να κάνουν όλ’ αυτά να φάνε πρώτα πρέπει
και για να φάνε να ’χουνε πρέπει λεφτά στην τσέπη.
Πρέπει να φάω πρώτα εγώ που ’μαι πρωθυπουργός
Κι αμέσως ύστερα να φάει ο κάθε υπουργός.
Πρέπει να φαν οι εκδότες μας, να φάνε οι βιομήχανοι,
πρέπει και οι μεσάζοντες να φαν οι πολυμήχανοι.
Πρέπει να φάει ο ΟΤΕ, να φάει κι η ΔΕΗ μας,
οι άρχοντες οι δημόσιοι και οι δημοτικοί μας,
να φάνε οι χοντρέμποροι, οι έφοροι να φάνε,
κι αλί-να φαν κι οι τράπεζες που αδιάκοπα πεινάνε.
Και πρέπει φίλε πρόεδρε να δώσετε γενναίως
γιατί άλλα χρόνια ειν’ αυτά και άλλα ήσαν τα τέως.
Τώρα δεν τρώνε σε φτηνό οι έλληνες κεντράκι.
Τώρα όλοι τρων σε ρέστωραντς που ’χουν μπουφέ και τζάκι.
Τώρα μετάξινο φορεί ο κάθε έλλην σώβρακο
και θέλει με το σκούπισμα το τζάμι να ’ναι αόρατο.
Αρώματα πανάκριβα αι νέαι μας αγοράζουν
και το ύστατο εσώρουχο σ’ επαύλεις μόνο βγάζουν.
Τώρα δυο αυτοκίνητα καθένας έλλην έχει-
για τις λιακάδες το ’να τους, τ’ άλλο για όταν βρέχει.
Και τα παιδιά μας, η ελπίς η ελληνική του αύριο
για να ντυθούν και για να φαν ξοδεύουν ένα Λαύριο.
Γι αυτό σας λέω-δώστε μου δολλάρια πρόεδρέ μου
να διαψευστούν οι δεξιολι σφοδροί επικριταί μου
που άπρακτος στη χώρα μας διαδίδουν πως θα πάω-
δώστε μας για να φαν κι αυτοί αλλά κι εγώ να φάω.
Και μη ποτέ νομίσετε λέξεις ότι θ’ αρθρώσω
από τας λίαν δουλοπρεπείς εκείνας-να μη σώσω.
Είμαστε υπερήφανος λαός και επαιτούμε
όχι σαν άθλιοι ζήτουλες, αλλά σαν ν’ απαιτούμε.
Όταν με χέρι απλωτό οικτρά διακονιαρίζομεν
την κεφαλή έχουμε ψηλά και πόρρω ατενίζομεν.
Κι όταν γυρίσουμε μετά κι άδεια παλάμη δούμε
τότε αυτόν αφήνουμε κι από άλλονε ζητούμε.
Και ούτε λέμε «τον πτωχόν, άρχοντα, ελεήστε»,
παρά «θα ημπορούσατε κύριε να μας δανείστε…»
Αισθάνεστε την διαφοράν του «άρχοντα» απ’ το «κύριε»΄
Ανάμεσά των εγωισμού φωναί ηχούσι μύριαι.
Και την αξιοπρέπεια που κλείει το «δανείστε»
Δεν ημπορείτε βέβαια να μας την αγνοείστε.
Μα έχουμε υπέρ ημών και άλλο ένα ατού
που έχει μεγάλη πέραση πάντοτε και παντού:
πως δώσαν τον πολιτισμόν οι έλληνες σε όλους.
Και διόλου αυτό εγωισμούς δεν κρύβει ούτε δόλους.
Αλλ’ ας αφήσουμε αυτά τα χιλιοειπωμένα
και μην κοιτάτε τους παλιούς, κοιτάξτε νέον κανένα-
Κοιτάξτε τον πώς κάτισχνος είναι και πάει να ρέψει.
κι όπως αυτός δεν το μπορεί καλά να τα πορέψει,
έτσι είναι φίλε πρόεδρε και η Ελλάς: πεινάει
και αν δε την βοηθήσετε η δόλια πώς θα φάει;
Κοκκάλινη και άσαρκη θα μείνει, δίχως ξύγκι
και κρίμα γιατί πέρασε κι η μόδα της Τουϊγκυ.
Δώστε μας-δώστε-δώστε μας-δώστε μας πρόεδρέ μας
έδαφος πλούσιο να εβρούν αι ρίζαι αι κοιναί μας
και με καρπούς το δέντρο μας και φύλλα να γεμίσει-
γιατί ένα δέντρο άρριζο ποτέ δε θα καρπίσει.
Λίγα δολλάρια φίλε μου Ομπάμα δώσετέ μου
και «θέλω» πλέον δε θα πω εγώ σε σας ποτέ μου.
Και, φίλε κύριε πρόεδρε, Ομπάμα αγαπητέ μου
αν όλ’ αυτά τα στείλετε που είπα, κατ’ ανέμου,
όμως αχάριστος εσείς ποτέ δε θα φανείτε.
Γιατί στα χρόνια τα παλιά, τα προιστορικά,
η Ελλάδα σας εδάνεισε, όπως ευθύς θα δείτε,
σαρκώνοντας τα όνειρα τ’ αμερικανικά.
Όταν ο Οδυσσέας μας έφυγε από την Κίρκη
αυτή η περιπέτεια φαίνεται δεν του ήρκει,
και με χρυσόν γεμίζοντας πλοιάρια καμπόσα
προς των Βερμούδων τα νησιά επήγε τα τρακόσα.
Εκεί δε βρήκε τίποτε πλην γλάρων και φασών
κι μόνη που στην πείρα του προστέθηκε ωφέλεια
ήταν να δει στη θάλασσα μέσα των Σαργασσών
τ’ αυγά τους ν’ αποθέτουνε εκατομμύρια χέλια.
Μετά (να μην αναμασώ γνωστά σας πρόεδρέ μου),
έφτασε στην Αμερική (ω! Όλβιε πρόγονέ μου).
Και τότε οι αμερικανοί μεγάλες είχαν φτώχειες
Γιατί ούτε βέλη είχαν αυτοί ακόμα, ούτε λόγχες.
Ε! Όλο το χρυσάφι του τότε ο Οδυσσέας
εις τους κατοίκους το ’δωσε της γης που ’βρε της νέας.
Και λόγχες τους εχάρισε κι ακόντια ουκ ολίγα
που εφανήκανε σ’ αυτούς καρρέ σα να ’χαν Ρήγα.
Και πια ορθοποδίσανε και πάνω τους επήραν
και ανοιγμένην έκτοτε βρίσκουν την κάθε θύραν-
κι αν όχι, την ανοίγουνε με νέα όπλα τώρα
μα που έχουν για προγόνους τους του Οδυσσέως τα δώρα.
Το τότε των προγόνων σας το χρέος θυμηθείτε
και στου Οδυσσέα τον εγγονό δεόντως ξηλωθείτε.
Κι οι Τούρκοι παραβαίνοντες τας διεθνείς συμβάσεις
Οι άθλιοι όλο πιο πολλές μας κάνουν παταβιάσεις
κι η Ελλάδα μας ό,τι και αν δοκίμασε να κάνει,
αυτούς ούτε ζεϊμπέκικο ούτε χαλβάς τους πιάνει.
Κι οι άθλιοι κάμνουν ελιγμούς ξεύρετε επικινδύνους.
Μα ίσα δε θα βάλουμε τώρα εσάς με κείνους.
Γιατί σεις είστε κύριοι και όπου και να πάτε
(μου το ’λεγε ο θείος μου) γενναίως τ’ ακουμπάτε.
Και στείλετε κι επενδυτάς εις την πτωχήν Ελλάδα
που μία κάνει η συννεφιά και δέκα η λιακάδα
κι όρους εμείς ευνοϊκούς για κείνους θα θεσπίσωμεν.
Τέλος, ελάτε σεις εκεί και ύστερα τα βρίσκομεν.
Και μη επειδή μας δίνουνε οι ευρωπαίοι χρήμα
θαρρήστε πως εγίναμε δικοί τους παραχρήμα-
Αφόνταν δεν ψηφίσανε το Σάκη κι ήρθε τρίτος,
άσπονδοι εχθροί μας έγιναν αυτοί αναντιρρήτως.
Δώστε μου χρήμα αγαπητέ ο δόλιος να στεριώσω
χωρίς να πρέπει ύδωρ και γην σε δεξιούς να δώσω.
Μα ελάτε δέστε και κεινούς που χάσανε από μένα:
Όλα μου τα ’χουνε λειψά στο κράτος αφημένα.
Πεντέξη χρόνια μείνανε στην εξουσία επάνω
και μόνος μου ο άμοιρος εγώ τι να προκάμω;
Καμμένη γη μού έδωσαν για να ’βγουν κείνοι λάδι
που πλέον δεν είναι γη αυτή μα είναι παξιμάδι.
Και για να μη κάρβουνο εγώ δώσω στους επομένους-
βοηθήσετε τους έλληνας να σώσω τους καημένους.
Κι εγώ, θέλετε πέρασμα για τα στρατεύματά σας;
Ελάτε! Όλ’ η Ελλάς χαλί κάτω απ’ τα πέλματά σας!
Θέλετε και στο Σύνταγμα σεις Βάσεις ν’ αποκτήσετε;
Άλλο δεν έχετε παρά μόνο να το απαιτήσετε.
Κι όπου στρατιώτες θέλετε να στείλω, να μου πείτε.
Ας φωνασκεί το ΚουΚουΕ-αυτοί είναι αλήται.
Έχω λαό που ανέχεται όσα και να του κάνουν.
Με συγκεντρώσεις το άχτι τους οι άμοιροι μόνο βγάνουν.
Με δρόμους που άφτιαχτους κρατώ αβέρτα τους σκοτώνω
κι αυτοί μετράνε τους νεκρούς-χιλιάδες κάθε χρόνο-
γράφουνε στις φυλλάδες τους, γκαρίζουν στις πλατείες,
σε ομάδες συγκεντρώνονται και κάνουνε πορείες,
μα όσο κι αν φωνάζουνε και όσο κι αν γκαρίζουν.
πάλι εμέ στις εκλογές οι άμυαλοι θα ψηφίζουν.
Αυτά Ομπάμα αγαπητέ επόθουν να σας είπω.
Και σεις ακούστε της καρδιάς της άθλιας μου τον χτύπο
και δώσατέ μου χρήματα ώστε όταν πάω πίσω
από αυτά βοηθούμενος σοφά να κυβερνήσω.