Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

 Η ΓΙΟΡΤΑΣΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ        ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΜΕΣΙΝΙΩΤΩΝ ΦΕΝΕΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ Της 26-7-08

Ωραία ν’ ανεβαίνεις σκεφτικός
και στ’ αυτοκίνητό σου καθιστός
μες στο ελατοδάσος που σε ζώνει
και φιλικά το χέρι σού απλώνει…

Κι ωραίο, φτάνοντας στο Μεσινό,
το μισοπέδινο-μισο-ορεινό-
στο πανηγύρι του να παίρνεις μέρος-
θα πει Δροσιά να δρέπεις μες στο Θέρος.

Να ’τος ο κύκλος του Φενεού-πράσινο δαχτυλίδι,
και πάνω του το Μεσινό, μικρό λαμπρό στολίδι.
Και τ’ άλλα εννέα τα χωριά του κύκλου, το κοιτάζουν,
και πότε το ζηλεύουνε και πότε το θαμάζουν.

Να κι η πλατεία  που αυτή το γλέντι θα βαστάσει.
Όλα στην τρίχα οι κάτοικοι τα έχουν ετοιμάσει.
Και όλα πεντακάθαρα και φωτεινά κι ωραία.
Κι ο κόσμος νάτος που έρχεται, αργά, παρέα παρέα.

Και τέσσερα κορτσόπουλα δροσάτα
τυφλά στου Ωραίου υπάκουα τη διάτα
κουβάδες κουβαλούνε τα καημένα
με μπύρες και με πάγο γεμισμένα.

Μ’ αχ! γρήγορα ο πάγος που τελειώνει!
…Κι ο νέος που βάζουνε, αμέσως  λιώνει!
Κι αχ! Διόλου στ’ όλαγνο δεν πάει μυαλό τους
πως τόνε λιώνει η θέρμη και το φως τους…

Και η ορχήστρα ξεκινάει τα όμορφα τραγούδια
και στ’ άκουσμά τους η καρδιά ευώδη ανθεί λουλούδια
που της φυλής μας μέσα τους η λεβεντιά πλαντάζει
και που των λόγων η έννοια τους γλυκά γλυκά μας σφάζει.

Και να το «καλαματιανό» αθάνατο «μαντήλι»
και να το «χαδεμένο του» που τού είχε «παραγγείλει»…
και να η σουλιμιώτισσα που αυτή για όλα φταίει…
Και να η Αγάπη που γι αυτήν κάθε πνοή μας λέει…

Κι ο Όλβιος (και πώς όλβιος να μην είναι
σε τέτοιας μιας κοιλάδας την αγκάλη;)
το μούρμουρό του το απαλό να γίνε-
ται συνοδειά στων τραγουδιών τη ζάλη…

Και μία μελαψή μαυροφορούλα
με μιά μαλώνει αψηλή ξανθούλα:
να μπούνε στο χορό;-  μα ή μπουν ή όχι,
του θαυμασμού μας κιόλας γίναν στόχοι…

Γέλια, χαρούμενες φωνές, φιλιά, κουβέντες ίσιες,
πλήθος ωραίων γυναικών, φωνούλες παιδιακίσιες,
όλα όσα γύρω έβλεπα με κάναν να νομίσω
σ’ αγγέλων πως  βρισκόμουνα γλεντάκι παραδείσιο.

Κι ολαχνιστή ερχότανε στα πιάτα η γουρνοπούλα,
που κι άλλη τόση ο πάγκος της αν είχε θα ‘ξεπούλα.
Κι ο ζύθος ρέει άφθονος και τα αίματα ξανάβουν
κι η Φύση τις ψυχές καλεί Χαρά να μεταλάβουν.

Στιγμές χρυσές, στιγμές αβροφροσύνης
στιγμές όπου όλα παίρνεις κι όλα δίνεις
στιγμές που αν και λίγες μες στη ζήση
μ’ αυτές η ανθρωπιά θα μας μετρήσει.

Και η πρόεδρος πιο πέρα του Συλλόγου
των φενεατισσών-ύφους αψόγου:
στους τυχερούς κατοίκους του Φενεού
το δώρο του Φενεάτικου θεού.

Χέρι το χέρι κρατητά, καρδιά καρδιά χτυπώντας
κι απ’ το μαντήλι πιάνοντας και αψηλά πηδώντας
χορεύουν νιοι, χορεύουν νιες, χορεύουν γριές και γέροι
χορεύει ο άντρας-ουρανός με τη γυναίκα-αστέρι.

Κι ο ζύθος ρέει σε χρυσά που μοιάζουνε ποτήρια
κι απ΄τους ατμούς του έρχεται στο κέφι και η Ζήρεια.
Και του  λαμπρού λέει τ’ ουρανού: «κι εγώ να! συννεφιάζω!
Κι ας είμαι χώμα, μα ουρανέ, όλο και πιο σου μοιάζω!»

Κι ο Ιπποκράτης έστειλε δυο του θεραπαινίδες
που τέτοια χάρη κι ομορφιά σ’ άλλα κορμιά δεν είδες
που όλες κι αν κατέχαμε τις γιατρικές τους γνώσεις,
άντε απ’ της ομορφάδας τους τα βέλη να γλιτώσεις…

Κι ως της αυλής ο πλάτανος, με το ύψος που ’χει ρίξει
την καρυδιά τη δίπλα του έχει τη δόλια πνίξει,
έτσι το κέφι που ’χει εδώ ακράτητο ανάψει,
κάθε μια πίκρα της ζωής σαν μαγικά έχει πάψει.

Από το σάλο ξυπνητή έβλεπε η εκκλησία
μιαν άλλη τώρα-του χορού-ιερή γονυκλισία.
Και ήσυχη και  γελαστή εγλυκοχαιρετούσε.
Και στων ανθρώπων τη χαρά χαιρόνταν. Κι ευλογούσε.

Α! Θε μου και να ’ρχόσουνα σ’ αυτήν τη μάζωξή μας
θα ’πινες, θ’ αστειεύοσουν, θα χόρευες μαζί μας!
Και τα παιδάκια βλέποντας-τη σκέψη την αγνή τους-
θα ’φερνες το Χριστούλη σου να έπαιζε μαζί τους!

Μα κι αν δεν ήρθες ‘Συ εδώ, ο Αη Λιας και το Βουνάκι
άδεια απ’ τη Ζήρεια πήρανε κι ήρθανε για λιγάκι.
Κι από ένα σ’ όλους χάρισαν κλωνί γεμάτο μόσκο
στις βρώμικες τις πόλεις μας να μας κεντάει το νόστο.

Κι αν κάποιος θα μου έλεγε πως ίσως υπερβάλλω
κι υπέρ το δέον τούτο ’δω το πανηγύρι ψάλλω
χωρίς κανείς στην πέννα μου  καθόλου να έρθει κόπος,
μόνο ένα δυο θα του ’λεγα για να τον έπειθα-όπως:

η γουρνοπούλα πού αλλού-κοιτάξετε εναγύρα-
με αγάπη και με χωρατά θα ’ρχόνταν για γαρνίρα;
Πού αλλού οι μπύρες θα ’ρχονταν, μ’ εκτός από τη μέθη
και με φιλία αληθινή γι αυτόν εδώ που ευρέθη;

Γι αυτό σας λέω-όλα καλά τα γράφω. Όπως ’γίναν.
Και τ’ άρωμα άφησα εδώ εκείνα που αναδίναν΄.
Για να θυμόμαστε όλοι μας νυχτερινό ένα γλέντι
που είχε το Κέφι για ψυχή και τη Χαρά γι αφέντη.

Κι όλων αυτών δημιουργός ο Γιάννης ο Λαλιώτης
που μ’ ό,τι να καταπιαστεί, αστράφτει η βεβαιότης
πως με απόφαση, με νου, γέλιο και καλοσύνη,
η ιδέα πράξη θα γενεί-καρπούς θα δώσ’ η ευθύνη.

Κι ενώ ανέμελα η γιορτή για όλους εμάς κυλούσε,
ο Γιάννης εσυντόνιζε, διάταζε, περκαλούσε
κι αεικίνητος μες στης γιορτής τον εύθυμο το σάλο
τόσο καλά όλα τα ’καμε που δε γινόνταν άλλο.

Και βοηθοί του οι άξιοι, από τη μια ο Πανάγος
που με καθέναν φρόντιζε να σπάει ευθύς ο πάγος
κι από την άλλη ο σεμνός ο Γραμματέας-υφάδι
στης ευθυμίας τον καμβά τ’ ωραίο εκείνο βράδυ.

Όμως για φέτος τέλειωσε αυτό το πανηγύρι.
Οι άχαροι τώρα της ζωής μας καρτερούν οι γύροι.
Αλλά με ό,τι εκδήλωσες όπως αυτές, μας δίνουν,
λιγότερο ψυχόφθοροι κι εκείνοι θε να γίνουν.

Ας πάτε φίλοι το λοιπόν καθένας στις δουλειές του
κι αφήστε εμένα δέσμιον στις ρίμες του αναπαίστου.
Κι όλοι να δώσει ο θεός του χρόνου ίδια μέρα
να μαζευτούμε υγιείς και πάλι εκεί πέρα.


…Ωραία να κατεβαίνεις σκεφτικός  
και στ’ αυτοκίνητό σου καθιστός΄
κι απ’ το ελατοδάσος που σε ζώνει
να γνέφει σου ο θεός σε κάθε κλώνι.