Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

ΜΕ ΑΠΛΟΤΗΤΑ

Το σπίτι είχε παραβρωμίσει, τα άπλυτα πιάτα ήτανε στοίβα, η σκόνη πήγαινε σύννεφο, είπα λοιπόν να βάλω μιαν αγγελία για καθαρίστρια.
Εφτά μου απάντησαν την επόμενη μέρα. Οι τρεις απορρίφτηκαν γιατί ήσαν παντρεμένες. Δυο άλλες γιατί ήτανε γριές και μία γιατί έμενε πολύ μακριά.
Διάλεξα την έβδομη που ήταν ανύπαντρη και νέα.
Αν ήτανε και όμορφη θα ήταν σχεδόν ό,τι ήθελα.
Και ήτανε.
Την έφερε η μητέρα της από το χωριό.
Μπήκε στο σπίτι με ζεστασιά και με απλότητα και αμέσως εζήτησε να  δουλέψει. Της είπα να καθίσει λίγο να κουβεντιάσουμε με τη μητέρα της. Κάθισε και έτσι είχα όλη την άνεση να την καλοπροσέξω.
Κοντή, απλή σε τρόπους και εκφράσεις, λεπτή, με στόμα μεγάλο και συμπαθητικά χειλάκια, με γαλανοκάστανα μάτια γελαστά, με μια γαλλική μυτούλα, με κορμάκι σε σωστές αναλογίες. Με κοίταζε όσο μιλούσα με τη μητέρα της νομίζοντας ότι δεν τη βλέπω και όταν την κοιτούσα κατέβαζε απλά τα ματάκια της.
Η μητέρα της έφυγε σε λίγο.
Μόνος εγώ κι εκείνη.
Χαμογελώντας «να αρχίσω από το υπνοδωμάτιο;», με ρώτησε. Της είπα ναι και κείνη εξαφανίστηκε αμέσως πίσω από τα πλυμένα ρούχα που για εβδομάδες στοιβάζονταν εκεί, ριγμένοι ανάκατα στο δεύτερο, αχρησιμοποίητο κρεβάτι του σπιτιού.
Σε δυο ώρες εμφανίστηκε μπροστά μου πίσω από δυο στήλες καλοσιδερωμένων ρούχων που άχνιζαν ακόμα.
«Ξεκουράσου λίγο», της είπα και αμέσως έκατσε απλά στην καρέκλα δίπλα μου, σαν να ζούσαμε χρόνια μαζί και να της είχα ζητήσει το μολύβι που ήτανε πάνω στο τραπέζι.
Συζητήσαμε για ένα σωρό θέματα. Ήτανε γεμάτη ευαισθησία και τρυφερότητα. Μιλούσε τόσο αβίαστα και απλά όσο ανάπνεε.
Ανοίξαμε τις καρδιές μας ο ένας στον άλλο και ταξιδέψαμε μαζί στις πιο  όμορφες περιοχές που μπορεί να προσφέρει μια πρώτη γνωριμία. Και έτσι απλά, κουβεντιάζοντας και ενώ ήμασταν σκυμμένοι πάνω από τον χάρτη της πατρίδας της όπου κιόλας είχαμε αποφασίσει να ζήσουμε μαζί, φιληθήκαμε.
Δεν την άφησα να κάνει άλλες δουλειές γιατί είχε πια νυχτώσει για τα καλά και οι δουλειές της νύχτας είναι οι αιτίες για το γέλιο της ημέρας.
Έτσι, αφού πολύ απλά σαν να το είχε κάνει πολλές  φορές πριν με ρώτησε αν θέλω καφέ ή τσάι, αν θέλω να τσιμπήσω κάτι και αν είμαι άνετα στην πολυθρόνα μου, έκανε το μπάνιο της και έπεσε για ύπνο.
Δεν έκρινα σωστό να πάω από την πρώτη νύχτα στο κρεβάτι μαζί της, έτσι έπεσα κι εγώ στο δικό μου και κοιμήθηκα.
Είδα στο όνειρό μου το ποτάμι που περνάει δίπλα από το σπίτι της στην πατρίδα της και άκουγα τα τιτιβίσματα των πουλιών, που μέσα στο σούρουπο κουβέντιαζαν μεταξύ τους πάνω στις χρυσαφένιες λεύκες τα νέα της ημέρας.
Με την ίδια οικεία απλότητα πέρασε και η επόμενη μέρα ως την ώρα που ήρθε η μητέρα της να την πάρει όπως είχαμε από την προηγούμενη μέρα κανονίσει, για μια δουλειά που έπρεπε να γίνει στο χωριό από την ίδια.
Μα η μητέρα της δεν ήξερε πως άλλο κορίτσι είχε αφήσει μια μέρα πριν και άλλο έπαιρνε σήμερα μαζί της-ένα κορίτσι που είχε βρει την αγάπη και είχε καταστρώσει σχέδια για όλη την υπόλοιπη ζωή του…
Δεν με πείραξε που έφυγε από κοντά μου γιατί αυτό μου έμοιαξε σαν το φευγιό που κάνουν όλα τα ερωτευμένα ζευγάρια, να χωρίζουν δηλαδή κάθε μέρα πηγαίνοντας καθένας τους στη δουλειά τους. Και η ευτυχία, όσο μεγάλη, πρέπει να αποδέχεται ορισμένες αναγκαιότητες.
Εξάλλου δεν θα μου έλειπε για πολύ-την επόμενη μέρα θα πήγαινα να την πάρω για να την φέρω στο σπίτι μου όπου θα άρχιζε να δουλεύει για μένα συνεχώς και όχι για μια ή δυο μέρες μόνο.
Η μητέρα της είχε πει ότι θα την έφερνε εκείνη, όμως με ανακούφιση δέχτηκε την πρότασή μου να πήγαινα ο ίδιος να πάρω την κόρη της από το χωριό για να μην κάνει δύο κοπιαστικά πράγματι δρομολόγια εκείνη, σε διάστημα μάλιστα μόλις δυο τριών ημερών.

Και πήγα.
Καθώς μου είπε η μητέρα της, την είχε στείλει να με περιμένει σε ένα σταυροδρόμι που μου είχε περιγράψει ώστε να το αναγνωρίσω, καθώς πήγαινα για πρώτη φορά εκεί.
Και αλήθεια την είδα να στέκει εκεί περιμένοντάς με.
Όμως δεν ήταν μόνη. Δίπλα της στεκόταν ένας άντρας.
Όταν τους έφτασα εκείνη με σύστησε με μεγάλη απλότητα: «Ο τάδε, ο φίλος μου».
Πριν τελειώσει τα λόγια της είχα αποφασίσει: με μια δικαιολογία που δεν θα δυσκολευόμουν να βρω και που θα την έλεγα κι εγώ τόσο απλά όσο εκείνη, δε θα την ξανάβλεπα.
Κι έτσι έγινε.
Καλά λένε ότι οι γυναίκες είναι πόρνες…