ΤΟ ΣΤΟΜΑ
(Στην εύστομον καθηγήτρια γυμνασίου του Αιγάλεω, που ήρθε στην Τρίπολη για σκι, και που σε μια συζήτηση ενός λεπτού μαζί μου, μου παραπονέθηκε πως το χιόνι στο χιονοδρομικό κέντρο ήτανε "σούπα"!)
Απ' όση, λέω, στον πετεινό,
δίνει ομορφιά το κάλλαιο,
το στόμα σου περσότερο
ομορφαίνει το Αιγάλεω.
Κι ως για την Τρίπολη, αυτηνής,
τα θήλεα όντα όλα
μια σου να φτιάσουν δεν μπορούν λεξούλα φεγγοβόλα.
Μιλάω για το στόμα σου.
Εκείνο μόνον είδα,
εκείνο στην θεσπέσια του
μ' άδραξε την παγίδα,
εκείνο φως θα 'χω λαμπρό
στου σκότους το βασίλειο
σαν τον τη γη μας που φωτά
πάψω να βλέπω ήλιο.
Αλήθεια πρόσεξε κανείς
από τους μαθητές σου
τις που του λες ολημερίς
κουβέντες τις σοφές σου;
Βέβαια κι όχι! Κι αν σοφά
εσύ του ψάλλεις έπη
τ’ ολόγλυκο το στόμα σου
μονάχα αυτός θα βλέπει.
Τον Πάρι αν τον βάζανε
σήμερα να διαλέξει
μια από το στοματάκι σου
θ' άρκειε ν' ακούσει λέξη
που όχι το μήλο μοναχά
σε σένα θα 'χε δώσει
μα και το δέντρο ολόκληρο
θα είχε ξεριζώσει.
Πόσους οι μυ'ς σου των χειλιών
να 'χουν τρυγήσει άνθώνες-
και πόσους να μαθήτεψαν
στην Αφροδίτη αιώνες
προτού η Μοίρα η Καλή
του Κόσμου να τα στείλει
διαλαλητές του Έρωτα
στα δύο σου τα χείλη;
Στόμα, από γεναριάτικο
γλυκύτερο, φεγγάρι,
τάχα θνητού ποιανού η ματιά
τρυγάει σου τη χάρη;
Και πόσα από τη ζήλεια τους
μαραίνονται ρυάκια
όταν το ρυάκισμα απ' αυτά
τα δυο ακούν χειλάκια;
Ο Δίας όχι άλλη καμιά,
μα εσένα θα 'χε κλέψει
λίγο απ' το θαύμα που κρατείς
γυρεύοντας να γέψει.
Κι ο τρωικός ο πόλεμος
όχι για μιαν Ελένη,
αλλά για σε θα γίνονταν,
ανήκουστη ερωμένη.
Γεια σου Γλυκιά. Κι αν 'κει ψηλά
το χιόνι ήτανε σούπα
μα λίγο αν θα τ' ακράγγιζε
του στόματος σου η κούπα,
πάλι ευθύς θ' αφράτευε,
μόνο για να μπορούσε
το πόδι σου ν' αγκάλιαζε
όταν θα το πατούσε.
(Στην εύστομον καθηγήτρια γυμνασίου του Αιγάλεω, που ήρθε στην Τρίπολη για σκι, και που σε μια συζήτηση ενός λεπτού μαζί μου, μου παραπονέθηκε πως το χιόνι στο χιονοδρομικό κέντρο ήτανε "σούπα"!)
Απ' όση, λέω, στον πετεινό,
δίνει ομορφιά το κάλλαιο,
το στόμα σου περσότερο
ομορφαίνει το Αιγάλεω.
Κι ως για την Τρίπολη, αυτηνής,
τα θήλεα όντα όλα
μια σου να φτιάσουν δεν μπορούν λεξούλα φεγγοβόλα.
Μιλάω για το στόμα σου.
Εκείνο μόνον είδα,
εκείνο στην θεσπέσια του
μ' άδραξε την παγίδα,
εκείνο φως θα 'χω λαμπρό
στου σκότους το βασίλειο
σαν τον τη γη μας που φωτά
πάψω να βλέπω ήλιο.
Αλήθεια πρόσεξε κανείς
από τους μαθητές σου
τις που του λες ολημερίς
κουβέντες τις σοφές σου;
Βέβαια κι όχι! Κι αν σοφά
εσύ του ψάλλεις έπη
τ’ ολόγλυκο το στόμα σου
μονάχα αυτός θα βλέπει.
Τον Πάρι αν τον βάζανε
σήμερα να διαλέξει
μια από το στοματάκι σου
θ' άρκειε ν' ακούσει λέξη
που όχι το μήλο μοναχά
σε σένα θα 'χε δώσει
μα και το δέντρο ολόκληρο
θα είχε ξεριζώσει.
Πόσους οι μυ'ς σου των χειλιών
να 'χουν τρυγήσει άνθώνες-
και πόσους να μαθήτεψαν
στην Αφροδίτη αιώνες
προτού η Μοίρα η Καλή
του Κόσμου να τα στείλει
διαλαλητές του Έρωτα
στα δύο σου τα χείλη;
Στόμα, από γεναριάτικο
γλυκύτερο, φεγγάρι,
τάχα θνητού ποιανού η ματιά
τρυγάει σου τη χάρη;
Και πόσα από τη ζήλεια τους
μαραίνονται ρυάκια
όταν το ρυάκισμα απ' αυτά
τα δυο ακούν χειλάκια;
Ο Δίας όχι άλλη καμιά,
μα εσένα θα 'χε κλέψει
λίγο απ' το θαύμα που κρατείς
γυρεύοντας να γέψει.
Κι ο τρωικός ο πόλεμος
όχι για μιαν Ελένη,
αλλά για σε θα γίνονταν,
ανήκουστη ερωμένη.
Γεια σου Γλυκιά. Κι αν 'κει ψηλά
το χιόνι ήτανε σούπα
μα λίγο αν θα τ' ακράγγιζε
του στόματος σου η κούπα,
πάλι ευθύς θ' αφράτευε,
μόνο για να μπορούσε
το πόδι σου ν' αγκάλιαζε
όταν θα το πατούσε.