ΠΕΣ ΜΟΥ SHERRY
Ο πρωινός ήλιος κοκκινίζει ξάφνου και αμέσως κρύβεται.
Έτσι η νύχτα φέρνει νύχτα και όλα μέσα της συντελούνται.
Οι πεταλούδες ξεχνούν να γεννήσουν και του χρόνου δε θα ’χω φτερά.
Μονάχα σκουλήκια θα έρπουν
γύρω από τα φύλλα μου-
τερπνά σκουλήκια φυτοφάγα.
Τα κουβάρια όλα θα 'χουν τελειώσει
και αδιάπτωτα το σφύριγμα
των κωνοειδών σκελετών τους θα σκαρφαλώνει στ' αυτιά μου.
Και κάθε σκελετός πλήρης φωσφόρου.
…Κ αι συ SHERRY τι θ' ανεμίζεις
σ' ανταπόδωση;
Ένα κρύο χλωμό φεγγάρι ή το φρυγμένο δέρμα σου;
…Και συ SHERRY πού θα κατοικείς τότε;
Πού θα κυλάς μαύρα περιστέρια πάνω σε σιδηροτροχιές;
Πού θα κάθεσαι να ενδυναμώνεις την ύπαρξή σου;
(Όλες οι καρέκλες ήταν εδώ-
γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι
ή ανάμεσα σε παλινδρομικά κινούμενα σίδερα).
Πού θα κοιτάζεις SHERRY; Και πού θα σκέφτεσαι;
Καθισμένη ανάμεσα σε δύο πλήκτρα γραφομηχανής
ή στον χώρο του Velpeau;
Μα πες μου SHERRY
τα μάτια σου
τόσους φιλόφρονες ήλιους πού τους βρήκαν
και σπιθοβολούν και κατακαίνε;
Τα όρη της Ανδαλουσίας μιμείσαι;
Πες μου SHERRY Ολόκληρη και Μυστική πώς χωρίς στόμα περπατάς;
Πες μου SHERRY Ακλόνητη και Ωραία
γιατί αλλάζεις φίδια κάθε φορά στα μαλλιά σου;
Επιτεινόμενη όλη των χαδιών σου η λαίλαπα με απειλεί.
Πλήγωσέ με μα δεν αντέχω θωπείες ανίσχυρες.
Αφουγκράσου SHERRY!
Είναι των σπαθιών μου το ρίπισμα που σκίζει τον αέρα.
Είναι της επλιπάρησής μου η κατάπτωση
Είναι το φρούδο φίλημά μου που έτσι αντηχεί.
Πιάσε τον ήχο και κλείστον στο άσπρο σου χέρι-
θυμάσαι, που, κρύον, μ' άγγισε;
SHERRY διατρυπώσα
SHERRY απαστράπτουσα,
μετρίασε τους παράταιρους ήχους.
Με την ευπαθή παλλομένη ευαισθησία μου συντονίσου.