Η ΣΆΛΠΙΓΞ
Βάναυσα ηχεί το ξυπνητήρι πρωί πρωί.
Η διάρκεια αφυπνίζεται και ετοιμάζει την ετικέτα της.
Ο καθρέφτης δικά μου ενθυμήματα και φαντασιώσεις
προβάλλει όταν τον κοιτάζω.
Ένας αναστεναγμός ακούγεται από την
όλη τη νύχτα βαστάζουσα το βάρος
των βιβλίων και των ενδυμάτων μου καρέκλα.
Την αδειάζω και της χαϊδεύω απαλά την παρειά.
Αυτή κάθεται κουρασμένη.
Άλλων δωματίων όψεις αναβλύζουν
από το μέσον του πατώματος
και διαχέονται σαν βεντάλια
ασπρόμαυρη
λόγω παλαιότητος.
Στους τοίχους αποχρώσες ταπετσαρίες παρελαύνουν.
Η κρεμαμένη λάμπα αλλάζει κάθε τόσο θέση και περίγυρο.
Διαλέγω ένα σχέδιο που μ' αρέσει και
το κρατώ.
Είναι διακοσμημένο με κεραυνούς εν αιθρία
και με υπεκφυγές αναγνώρισης και οικειοθελούς παραδοχής.
Νυστάζω ακόμα.
Το χτεσινό μου σώμα πάλι ξαπλωμένο είναι.
Πρέπει να το κεντρίσω για να με ακολουθήσει.
Στη δεξιά τω εισερχομένω γωνία του
δωματίου μου κρέμεται ο νιπτήρας.
Καθώς πλένω τα πρόσωπά μου σταματώ στο δικό σου.
Παιδικό, αχνορόδινο ύφασμα
τριγυρισμένο με ηλιαχτίδες.
Εν τω μέσω δύο σμαραγδένιες εκλάμψεις.
Η ακραία κορυφογραμμή της ρινός
εκφεύγει των ορίων του πέτρινου προσώπου
και νήχεται στο πύρινο κάλλος αντλούσα.
Περιδεής ενασχόλησις της δεξιάς γωνίας του στόματος.
Νηνεμία.
Πουλιά ανάλαφρα οι παρειές-
προφανώς άδοντα αλλά μη ακουόμενα-
υπερίπτανται της πωγωνίου γόνδολος.
Ελικοειδείς ζωγραφικαί παραστάσεις ήπιες και νουνεχείς
στιβαρά άπτονται ένθεν και ένθεν κροταφικώς.
Ότι πάντοτε με κατέχεις SHERRY
σου είναι αδιανόητο.
Ότι ενίοτε με απασχολείς εσύ μόνον ξέρεις.
Μία γέφυρα, μία οδός, μία συνδέουσα αύλαξ απαιτείται.