ΤΟ ΤΖΑΚΙ
(στους έλληνες πολιτικούς)
Σα βγεις στον πηγαιμό να «χτίσεις» «τζάκι»
να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος
γεμάτος πράξεις άνομες και ατιμίες.
Τους Προλετάριους και τους Κόκκινους
Την άγια την Ελευθερία μη φοβάσαι.
Τέτοια στο δρόμο σου ποτέ δε θα βρεις
αν η βρωμιά σου υψηλή, αν διαφθορά
κι αναλγησία το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Προλετάριους και τους Κόκκινους
Την άγια την ελευθερία μη φοβάσαι
αν δεν τα κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τα στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νά ναι μακρύς ο δρόμος.
Και τα κλεμμένα πλεούμενα πολλά να είναι
που με τι σκληρότητα, με τι απονιά
θα μπαίνεις σε λιμένες ματωμένους,
και σταματώντας σε φτωχά νοικοκυριά
τες λιγοστές πραγμάτειες τους θα λεηλατήσεις
τες συναγμένες με ίδρωτα,
τη μπουκιά ’π’ το στόμα θα τους πάρεις
κι αιματοστάλαχτα μυρωδικά κάθε λογής
όσο μπορείς πιο άφθονα αιμοστάζοντα μυρωδικά.
τραβώντας προς το τζάκι θα μαζέψεις.
Κι εις πόλεις που ειν’ ελληνικές πολλές να πας
να πάρεις και να πάρεις απ’ τους πεινασμένους.
Πάντα στο νου σου να κρατάς το «τζάκι».
Το «χτίσιμόν» του ναν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
κι ας πας αργά στη βίλλα τη χρυσή…
στις εταιρίες οφ-σορ… στα κότερά σου…
κροίσος πια μ’ όσα έκλεψες στον δρόμο-
τόσα που δε χωράει μέσα του άλλα πια το «τζάκι».
Το «τζάκι» σ’ έδωσε το αισχρό ταξείδι.
Χωρίς αυτό δε θα ’βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι ας θέλεις κι άλλα, όμως το «τζάκι» δε σε γέλασε
κι ας μη το νιώθεις ίσως συ, που ανόητος είσαι:
δυστυχισμένον σ’ έκανε-ρήμαξε την ψυχή σου.
(στους έλληνες πολιτικούς)
Σα βγεις στον πηγαιμό να «χτίσεις» «τζάκι»
να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος
γεμάτος πράξεις άνομες και ατιμίες.
Τους Προλετάριους και τους Κόκκινους
Την άγια την Ελευθερία μη φοβάσαι.
Τέτοια στο δρόμο σου ποτέ δε θα βρεις
αν η βρωμιά σου υψηλή, αν διαφθορά
κι αναλγησία το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Προλετάριους και τους Κόκκινους
Την άγια την ελευθερία μη φοβάσαι
αν δεν τα κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τα στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νά ναι μακρύς ο δρόμος.
Και τα κλεμμένα πλεούμενα πολλά να είναι
που με τι σκληρότητα, με τι απονιά
θα μπαίνεις σε λιμένες ματωμένους,
και σταματώντας σε φτωχά νοικοκυριά
τες λιγοστές πραγμάτειες τους θα λεηλατήσεις
τες συναγμένες με ίδρωτα,
τη μπουκιά ’π’ το στόμα θα τους πάρεις
κι αιματοστάλαχτα μυρωδικά κάθε λογής
όσο μπορείς πιο άφθονα αιμοστάζοντα μυρωδικά.
τραβώντας προς το τζάκι θα μαζέψεις.
Κι εις πόλεις που ειν’ ελληνικές πολλές να πας
να πάρεις και να πάρεις απ’ τους πεινασμένους.
Πάντα στο νου σου να κρατάς το «τζάκι».
Το «χτίσιμόν» του ναν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
κι ας πας αργά στη βίλλα τη χρυσή…
στις εταιρίες οφ-σορ… στα κότερά σου…
κροίσος πια μ’ όσα έκλεψες στον δρόμο-
τόσα που δε χωράει μέσα του άλλα πια το «τζάκι».
Το «τζάκι» σ’ έδωσε το αισχρό ταξείδι.
Χωρίς αυτό δε θα ’βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι ας θέλεις κι άλλα, όμως το «τζάκι» δε σε γέλασε
κι ας μη το νιώθεις ίσως συ, που ανόητος είσαι:
δυστυχισμένον σ’ έκανε-ρήμαξε την ψυχή σου.