Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019



ΞΕΝΗΤΕΊΑ
(καλβικό)

Η πολιτεία κοιμήθηκε.
Τα κλεισμένα μάτια της
μανταλωμένες θύρες
που ποτέ δε θ' ανοίξουν
στην κρύα νύχτα.

Ο φόβος τα φωτά όλα
με το λαμπρόν του σκότος.
Τα όνειρα ταραγμένα
των ψυχών ταλαιπώρων
και των σωμάτων.

Κι αν σκυλιά αλυχτήσουνε
ή θηρία μουγκρίσουν
θ' ακουστούν τόσο αλάργα
σα σε άλληνε πλάση
ανθρώπων άλλων.

Τα πέλματα την χλόην
διψασμένην, κύπτουσαν
θα σεβάσουν απόψε
το πάτημα ευπρόσδεκτον
έτι εάν ήτο.

Τέθριππον άρμα φλογών
εν τω μέσω του σκότους
η σελήνη ιππεύει.
Πυρ το αργυρόν της
στόμα εμέσσει.

Η αύρα φλογωδών άστρων
το θαλερόν λαμπύρισμα
αδυνατεί να φέρει
επί των ακαμάτων της
άλλοτε ώμων.


Εις την κλίνην του ο Δίκαιος
ύπνov πνιγηρόν κοιμάται.
Στο όνειρόν του η πατρίς
ερυθρόν ρόδον εύοσμον
του φέρει νέον.

Δρόσου δάκρυ ερύει
η παρειά που εκείνη φιλεί.
Όμως εις αυτόν όλη
ή βαθεία οδύνη
άπαυστος μένει.

Τo κάλλιστον άνθος θεωρεί
και διστάζουσα μένει
προσπαθούσα να έβρει
θέσιν κάποιαν περίοπτον
να το αποθέσει.

Ας ιδώ ολίγον πάλιν
τα χείλη τα πλέον εύμορφα
που την δρόσον χαρίζουν
στα πρωινά Ανοίξεων
της πλάσης όλης.

Μέσα εις το λαμπρόν φέγγος
του τυφλώνοντος άστρου
της χρυσής ευμορφιάς της,
ας σηκώσω το χέρι μου
στο φως του αντήλιον.

Ειρηνικές θάλασσες,
έρημες, νωθρές, άπλευστες,
οι οφθαλμοί της.
Κακοί θαλασσινοί δράκοι
της τα φυλάσσουν.

Καθώς τα ξηρά χώματα
από μίαν εις άλλην ημέραν
εις καιρόν της Ανοίξεως
κάτωθεν ανθέων κρύπτονται
ευμορφισμένα,

και ο ξένος διαβάτης
πού να πατεί δεν ηξεύρει,
και ο σέβων εντόπιος
προσκυνάει της φύσεως
τον νουν ο άνους,

έτσι η πατρίς πάντοτε
κάθε νέαν ημέραν
χωρίς προσπάθειαν καμίαν
εστολισμένη τελείως
με χάριν είναι.

Όπως στην πρωινήν αύραν
τα στάχυα αθέριστα
τρέμουν, έτσι στο ρίγος
του παλαιού της σφρίγους
τα όρη της τρέμουν.

Τα ρίγη της τρομάσσουν
την ψυχήν γαλήνιον
και ρέουν απ' επάνω της
ωσεί ξένα, πίστις, θάρρος,
χαρά, ευγένεια.

Δρόσος ρέει επίλυπος
στα σεπτά επάνω μέλη
που σα δει ο Απόλλων
εις αυτήν το χρυσό του
σκήπτρον θα δώσει.

Λάμπουσιν στο φως, λάμπουσιν
τα μαλλιά μετάξια.
Φέρτε λοιπόν να γεμίστε
ποταμοί τις κοίτες σας
θεϊκόν φέγγος.

Πρόσωπο πιο γλυκύτερον
από μισοκρυμμένην
πίσω από αραιά σύννεφα
σελήνην, βήμα θοός
υπερηφάνου.

Η φωνή της σειρήνος
που όσες αν προφυλάξεις
είχεν ο πολυμήχανος
αδίκως-δέσμιος θα είχε
πλησίον αυτής μείνει.


Άνεμε, αν σου τύχει
εκεί που πας ν' ακούσεις
πικρά αναστενάγματα
από νόστου πόνον,
τώρα που ηξεύρεις,

δώρησον εκεί, περνώντας,
με το ψιθύρισμά σου,
λόγια ηδέα παρήγορα
εις όσους άθυρμα έγιναν
πλού οδυσσείου.

Ειπέ τους πως εδώ εβρήκες
κάποιον που κόβει
του απέλπιδου νόστου
η λεπίδα, και το φως
όλον του κρύβει.

Και ποτέ μην πιστέψεις
αν κανείς θα σου πει
το φιλί της πατρίδος
με τι μοιάζει, αγέρα,
ούτε το χάδι.

Διότι ουδείς γνωρίζει
εις του βίου του τον ρουν
κανείς παρ' από μένα
τη γλύκα του φιλιού της
κι ας μην το πήρα.

Διότι ουδείς γνωρίζει
άλλος από εμένα
του κορμιού την φοβεράν
φλόγα κι ας μη-αλλί μου-
μ' έχει κάψει.

Να ’την! πλήρης αγνότητος
αναποφασιστος στέκει -
πού το άνθος ταιριάζει;
στα μαλλιά μου; στο στόμα;
ή μη στο αυτί;

Εν τέλει οίμοι! συνέρχεται
από σκέψιν προδομένη:
κάτω το άνθος ρίχτει
και το τσαλαπατά.
Ήτο τ' άνθος μου.