TO ΠΗΓΑΔΙ
Ήταν ένα βαθύ χωματένιο πηγάδι
με τα χείλη σκληρά, ξεραμένα.
Σαν την πύλη μου έμοιαζε του Άδη
και θανάτου ιδέες και σκέψεις μου εγέννα.
Μας ελέγαν πως όποιος εκεί μέσα εκοιτούσε
θε' να έβγαινε μέγα ενα χέρι
που εντός του σφιχτά θα τον κλειούσε
και σε κάποια φρικτά θα τον πήγαινε μέρη.
Την ημέρα δειλά το πλησίαζα λίγο
μα το βράδυ αν κοντά του βρισκόμουν
εβιαζόμουν μακριά του να φύγω
και με φόβο κοντά στους μεγάλους κρυβόμουν.
(Ένα κρύο πρωί με μανία που φυσούσε
την "τρελή" βρήκαν μέσα πνιγμένη-
από μπρος δε θα ξαναπερνούσε
απ' το σπίτι μας πάλι στα μαύρα ντυμένη)
To πηγάδι αυτό κάθε πρωί που ξυπνάω
αντίκρύζω να χάσκει εμπρός μου
και χιλιάδες τα χέρια του κόσμου'
και πια τώρα εγώ για μεγάλος μετράω.