ΣΤΟ ΓΙΑΝΝΗ
(καλό φίλο, απόστρατο υπαξιωματικό,
που πέθανε στο LΑ- στην εξορία- το 1995)
Γιάννη, χρυσές οι θύμησες που φεύγοντας αφήνεις.
Να 'ταν κακές, να 'ταν πικρές, να 'ταν φαρμακεμένες
θα σβηούσαν-μα σταλάγματα μελίρροης είναι κρήνης
κι-έρωτας Κάλλους κι Αρετής τις έχει γεννημένες.
Κι έτσι τρανές κι ως δε βολεί-κι ας θέλουν-να κρυφτούνε
στολίδι του ο κόσμος μας τις έκανε δικό του
και σαν αστέρια λάμπουνε-σαν άνθη ευωδούνε
κι αυτός που νιώθει, απαντοχή τις έχει και σκοπό του:
Ευαισθησία, σεμνότητα, ευγένεια, τιμιότη,
αγνότητα και αρετή και ηθική και κρίση,
κι ανάμεσό τους ρήγισσα και σ' όλες ολοπρώτη
η Ανθρωπιά, που δίχως της τρόμο γεμάτη η ζήση.
Και κάτεχες την αρετή την πιο βαριά του άντρα:
να 'ναι μονάχη ολοζωής έγνοια σου το καθήκον
είτε κει πέρα, στο στρατό,-μες στων αμνών τη
μάντρα-
ή στο εργοστάσιο, εδωδά, μες στη μονιά των λύκων.
Γιάννη, με βιάση έφυγες σαν κάποιος εκεί πέρα
να 'χε από την ακοίμητη έγνοια σου ξάφνω χρεία.
Όμως για μας, σα μίσεψες, σκότισε εδώ η μέρα,
και η χαρά είναι πιο πικρή κι η νύχτα είναι πιο κρύα.
Στο δέντρο πάνω του Καλού ανατρίχιασαν τα φύλλα.
ή Λεβεντιά τ' ολόρθο της έσκυψε λίγο σώμα.
Άδειασε η κούπα η αργυρή που Ελπίδα πριν 'ξεχείλα
και η Φιλία δε μετρά πιο πάνω από το χώμα.
Έφυγες Γιάννη. Σύντροφος, παιδιά και συγγενείς σου,
εικόνα σ' έχουν στην ψυχή κι όχι στο μάτι τωρα.
Κι οι φίλοι, που το δάκρυ τους εστέρευε μαζί σου,
κάθε τους θλίψη θάνατος-κάθε βροχούλα μπόρα.
(Η απαρηγόρητη Μαρία, σκάλισε το ποίημα αυτό
σε μέταλλο και το έβαλε να συντροφεύει τον
τάφο του πατέρα της)
ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ
(την εκπάγλου καλλονή ελληνίδα,
κόρη του πιο πάνω Γιάννη)
Το διάφανο Μαρία το πρόσωπό σου
Ας μη του πόνου δάκρια το υγραίνουν-
Μη τον πατέρα κλαις τον λατρευτό σου-
Άνθρωποι σαν και κείνον δεν πεθαίνουν.
Ειν' ο πατέρας σου λαμπρό αστέρι.
Ο Θάνατος μικρούλι συγνεφάκι.
Μπροστά σου ζωντανό θα σου τόν φέρει
Το πρώτο απαλοφύσητο αγεράκι.
Μην κλαις Μαρία. Γύρω σου ευωδάνε
Ανθώνες ορθωμένοι απ' την ψυχή του.
Οι αιθέριες τους οσμές δε σε μεθάνε;
Δε σεργιανίζεις μέσα τους μαζί του;
Ειν' ο πατέρας σου-δεν το ’χεις νιώσει;-
Ο αθέρας της Ζωής. Κι αυτός δε σβηέται,
Όταν ο Χάρος το κορμί ξαπλώσει.
Παντοτινός Αυτός. Και δε χαλιέται.
Γιατί η Ζωή ό,τι πιο ωραίο έχει
Με Αθανασίας φόρεμα το ντύνει
Και κείνο σ' όλους τους Χαμούς αντέχει
Και λάφυρο του Χρόνου δεν θα γίνει.
Κλάψε αν θες-αν σου περσεύουν δάκρια-
Γι αυτούς που όταν ο Χάρος τους αδράξει
Στου Μηδενός τους ρίχνει κάποιαν άκρια
Και πια δεν είχανε ποτέ υπάρξει.
Δεν πέθανε ο πατέρας σου Μαρία.
Ειν' άσμα της Χαράς. Μαγεία τ' Ονείρου.
Καρπών εξαίσιων ειν’ η ευφορία.
Η παλμοδότρα είναι πνοή του Απείρου.
ΝΑ ΛΟΙΠΟΝ
Να λοιπόν που ένα ποίημα από τα τόσα που 'χω γράψει
άστεγο να τριγυρίζει δω και κει τώρα θα πάψει
και τη θέση του εβρήκε και το χώρο που του πρέπει-
ένα χώρο που κανένας ζωντανός δε θα το βλέπει.
Σε νεκροταφείου μέσα τα στενά νωπά δρομάκια
όπου μόνο οι πεθαμένοι σεργιανάνε τα βραδάκια
μέσα κει, σε μία πλάκα ενός τάφου μαρμαρίνη
θα βαλθεί το ποίημά μου και για πάντα εκεί θα μείνει.
Κι οι νεκροί καθώς διαβαίνουν θα το βλέπουν με συμπόνια
και τους στίχους του απέξω θα τους μάθουν με τα χρόνια.
Και μοτίβο τους θα γίνει και τραγούδι αγαπημένο
όπως κάθε σαν και κείνο θλιβερό κι αγαπημένο.
-----