ΔΙΩΝΗ
Οι μαστοί της, πλατυβάσιοι και πληθωρικοί
γάλα γεμάτοι για κάθε τι πεινασμένο.
Βαριά βήματα τραντάζοντας τη γη
τα πέλματά της περπατώντας ξανοίγουν.
Γελάει κι έρχεται Άνοιξη. Ερωτεύεται
κι οι άνθρωποι
ερωτικούς τρέχουν συντρόφους να 'βρουν.
Στη θάλασσα.
Και η θάλασσα
νερό δεν είναι
αλλά το σπέρμα του Σύμπαντος, που αυτό
ερωτευμένο,
με το τεράστιο πέος του,
στης Διώνης τον κόλπο προσβλέποντας
εκχύνει.