Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

ΤΟ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ

Το Ορφανοτροφείο της πόλης μετρούσε κιόλας διακόσια χρόνια ύπαρξης.
Για χρόνια και χρόνια δεχόταν στους κόλπους του παιδιά είτε στερημένα από τους γονείς τους είτε αγνώστων γονέων, τα ανάτρεφε, τα μάθαινε γράμματα και τέχνες και τα απέδιδε στην κοινωνία με εφόδια ικανά για την αυτοδύναμη ύπαρξή τους μέσα σ’ αυτήν.
Ήταν αρκετά μεγάλο. Καταλάμβανε μια έκταση περίπου πενήντα στρεμμάτων. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως ήταν μια μικρή πόλη μέσα σε μια μεγαλύτερη.
Το είχε ιδρύσει κάποιος πλούσιος ομογενής από λύπηση για τα ορφανά της περιοχής. Το οικόπεδο ήταν δική του δωρεά προς το Δήμο και αυτός επίσης ανήγειρε μέσα σε αυτό τα κτήρια και τις απαραίτητες για τη λειτουργία του εγκαταστάσεις.
Σαν όρο της χρηματοδότησης για την ίδρυσή του ήταν αυτό να διοικείται από αυτόν όσο θα ζούσε και όταν αυτός πέθαινε από τους απογόνους του.
Και οι απόγονοι τηρούσαν με μεγάλο ζήλο τον όρο αυτόν της ιδρυτικής πράξης του Ορφανοτροφείου, συνεπικουρούμενοι από υπαλλήλους πιστούς σε αυτούς, που τους διάλεγαν ανάμεσα στα μεγαλύτερα σε ηλικία ορφανά.
Ξεχώριζαν ανάμεσα στους έξυπνους και εργατικούς τροφίμους τα κατάλληλα πρόσωπα, τα εκπαίδευαν, στέλνοντας μερικά και στο εξωτερικό για να σπουδάσουν τα σχετικά με τη διοίκηση παρόμοιων Ιδρυμάτων, και κατόπιν τα χρησιμοποιούσαν στις Υπηρεσίες του Ιδρύματος.
Πολλά από αυτά τα κρατούσαν σαν υπαλλήλους τους, δίνοντάς τους έναν καλό μισθό και εξασφαλίζοντάς τους έτσι μια καλή ζωή ως τα γεράματά τους.
Και αυτά τα παιδιά γίνονταν οι καλλίτεροι υπάλληλοι των απόγονων-διοικητών. Ήταν ιδανικοί διαχειριστές των Υπηρεσιών και των δοσοληψιών του Ιδρύματος αλλά και των σχέσεών του με τα καταστήματα της πόλης και γενικότερα με την κοινωνία της.    
Κοντά σ’ αυτούς, από την ίδρυση κιόλας του Ορφανοτροφείου βρίσκονταν, βοηθώντας τους στη Διοίκηση, φίλοι τους τρόφιμοι, που δεν παρέλειπαν να ανταλλάζουν τις υπηρεσίες που πρόσφεραν με εύνοιες που μεταφράζονταν στην απόκτηση είτε στο δικαίωμα χρήσης περισσότερων αγαθών από εκείνα που απολάμβαναν οι ένοικοι που δεν ανακατεύονταν στη Διοίκηση ούτε άμεσα ούτε έμμεσα, ούτε φανερά ούτε κρυφά.
Και όσο τα οικονομικά του Ιδρύματος ήσαν ανθηρά ή, κατά περιόδους, υποφερτά, η κατάσταση αυτή λίγο ή καθόλου απασχολούσε τις συζητήσεις των τροφίμων. Μάλιστα μερικοί δικαιολογούσαν το φαινόμενο αυτό υποστηρίζοντας πως το Ίδρυμα χρειάζονταν αλήθεια εκτός από καλούς διοικητές και καλούς βοηθούς, αλλά και συνεργάτες των τελευταίων. Πόσο μάλλον σε ένα Ίδρυμα σαν κι αυτό που οι κάτοικοί του δεν είχαν γνωρίσει το αίσθημα της τάξης μέσα σε οικογένεια και που όσο πήγαιναν και πλήθαιναν. Γιατί λίγο οι πόλεμοι, λίγο τα ήθη που όσο πήγαινε γίνονταν και πιο ελεύθερα, λίγο η όψιμη επιθυμία των γονιών «να ζήσουν τη ζωή τους», ο αριθμός των οικότροφων όλο και μεγάλωνε.
Και ποιος θα ήταν ικανός να επιβάλει την τάξη εκτός από κάποιον που ήξερε από μέσα τα πράγματα και που τις ίδιες αταξίες έκανε κι αυτός όταν ήταν ακόμα τρόφιμος;
Έτσι και όταν ακόμα μερικά από τα παρατράγουδα των υπαλλήλων γίνονταν φανερά και εξελίσσονταν σε σκάνδαλα, σκάνδαλα που δοκίμαζαν την χρηστότητα αλλά και την αντοχή των οικότροφων, οι υπόλοιποι τρόφιμοι τα ανέχονταν παρασιωπώντας τα.
Μόνον όταν το πράγμα παραγίνονταν, οι πιο θερμόαιμοι από τους οικότροφους εκδήλωναν με διάφορους τρόπους την αποδοκιμασία τους για τα φαινόμενα αυτά αλλά και για τους πρωταγωνιστές τους. Χτυπούσαν τα κουτάλια στα πιάτα τους την ώρα του  φαγητού, άφηναν τα φώτα των θαλάμων τους ανοιχτά όλη τη νύχτα ή δεν εκτελούσαν κάποια διαταγή. Όταν οι διευθυντές έβλεπαν μια τέτοια αντίδραση, έσπευδαν να καθησυχάσουν τους τροφίμους λέγοντάς τους ότι έχουν δίκιο, ότι ο υπαίτιος της ατασθαλίας θα τιμωρηθεί, και έβρισκαν πάντοτε σε τέτοιες καταστάσεις την ευκαιρία να θυμίσουν στους τροφίμους την δισαίωνη ιστορία του Ιδρύματος, το πνεύμα της ισότητας που πρέπει να διέπει τις σχέσεις όλων μεταξύ τους, και να προσπαθούν με κάθε τρόπο να τους καθησυχάσουν ώστε η τάξις «η οποία είναι απαραίτητη σε κάθε περίπτωση συμβίωσης πολλών ατόμων», να επανέλθει στο Ίδρυμα.
Όμως ποτέ δεν τιμωρούσαν τους φταίχτες του κάθε παραπτώματος, ή τους τιμωρούσαν με ποινές τόσο ελαφρές που εκείνοι περισσότερο ξεθάρρευαν και έπαιρναν το θάρρος να κάνουν χειρότερα από πριν.
Έτσι είχε το πράγμα ώσπου ένας μαθητής από τα βόρια της επικράτειας άρχισε να μάχεται υπέρ των καταπατούμενων δικαιωμάτων των τροφίμων και εναντίον των λυμεώνων, όπως τους έλεγε, του Ιδρύματος. Και γρήγορα έφτιαξε τη δική του ομάδα στην οποία πρώτοι που προσχώρησαν ήσαν οι δυσαρεστημένοι  από τον τρόπο και τις πρακτικές της Διοίκησης. Η ομάδα όλο και μεγάλωνε μέχρι που έφτασε να απαιτήσει δίκαιη μεταχείριση του πλούτου του Ιδρύματος και καθαίρεση της καταστροφικής όπως την αποκαλούσαν τα μέλη της, Διοικήσεώς του.
Σαν να μην έφταναν αυτά, ήρθε και μια οικονομική δυσπραγία στην πόλη, που είχε άμεσο αντίκτυπο και στην μικρή πόλη-κοινωνία του Ορφανοτροφείου.
Γρήγορα οι ένοικοι έφτασαν στο σημείο να αρπάζουν στα φανερά μέσα στην τραπεζαρία δια της βίας το φαγητό ο ένας του άλλου ή να έρχονται στα χέρια για ένα μικρής αξίας κέρμα.
Τα οικονομικά του Ιδρύματος πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Οι δανειστές απαιτούσαν τα χρήματά τους, η Διοίκηση δυσκολεύονταν να τα δώσει και η ζωή των παιδιών γινόταν όλο και πιο δύσκολη.
Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ο νεαρός επαναστάτης διακήρυξε πως η προεδρία του Ιδρύματος πρέπει να πάει στα χέρια των ίδιων των ενοίκων.
Αυτό θεωρήθηκε σαν αιτία πολέμου από τους ιθύνοντες.
Αποτέλεσμα ήταν οι ένοικοι του Ιδρύματος να χωριστούν και επίσημα σε Γεβρεβάτους και Χεπεφέχους, από τα ονόματα του ρηξικέλευθου νεαρού Γεβρεβά και του δοτού Προέδρου του Ιδρύματος Χεπεφέχ.
Οι Γεβρεβάτοι απέδιδαν το φταίξιμο για την κατάντια  του Ιδρύματος στην κακή, σπάταλη και όχι με απόλυτα διαφανή τρόπο λειτουργούσα Διοίκηση, ενώ οι Χαπεφέχοι δικαιολογούσαν την κατάσταση θεωρώντας υπεύθυνη γι αυτήν τη γενικευμένη οικονομική κρίση, που επηρέαζε όλες τις δραστηριότητες στην πόλη.
Οι Γεβρεβάτοι ξεσήκωσαν το πλήθος, κάτι που σε τέτοιες καταστάσεις πετυχαίνεται εύκολα και οι Χεπεφέχοι θέλοντας και μη υποχώρησαν στην απαίτηση για εκλογές που θα έκριναν το μέλλον του Ορφανοτροφείου.
Γρήγορα δρομολογήθηκαν οι εκλογές, κάτι πρωτοφανές για Ίδρυμα που μέχρι τότε διοικούνταν από τους απογόνους του ιδρυτή του κληρονομικώ δικαιώματι.
Και όλοι μέσα στο Ίδρυμα ήσαν σίγουροι ότι οι εκλογές θα κερδηθούν από τους Γεβρεβάτους, μόνο που οι Χεπεφέχοι δεν το ομολογούσαν φανερά.
Κιόλας οι Γεβρεβάτοι, με την έμπνευση που αρύονταν από την στιβαρή αλλά και ευπροσήγορη προσωπικότητα  του ηγήτορά τους είχαν ετοιμάσει ως και τον νέο κανονισμό του Ιδρύματος.
Και αναβρασμός και έξαψη επικρατούσε μέσα στο Ορφανοτροφείο και στους ενοίκους του από τις δραστηριότητες των υποψηφίων των δύο ομάδων και από την αδημονία των μελών τους που εκδηλώνονταν με βίαιες συζητήσεις και κάποτε με μικροσυμπλοκές.
Καθώς όμως πολλές φορές κάτι που φαίνεται να υπόσχεται πολλά, για κάποιο λόγο στραβώνει, έτσι συνέβη και με το Ορφανοτροφείο και τον αγώνα του Γεβρεβά για την σωτηρία του.
Δέκα μέρες πριν τις εκλογές και ενώ ο Γεβρεβά βάδιζε από τα Αναγνωστήρια προς τα Μαγειρεία του Ορφανοτροφείου, ένα κομμάτι από τη μαρμάρινη μαρκίζα του κτιρίου της Καντίνας έπεσε πάνω στο κεφάλι του.
Η βαριά του εγκεφαλική κάκωση τον άφησε να ζήσει δυο μόνον ημέρες μετά το ατύχημα.
Το ατυχές περιστατικό αποδόθηκε στην παλαιότητα του κτιρίου και στην ανεπαρκή συντήρησή του.
Δύο αυτόπτες μάρτυρες υποστήριξαν ότι είδαν μια φιγούρα να κινείται ύποπτα πάνω στη στέγη της καντίνας πέντε λεπτά πριν από το πέσιμο της μαρκίζας, η προανάκριση όμως δεν ανέδειξε κάποιον ύποπτο και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.
Ο υπαρχηγός του κόμματος των Γεβρεβάτων αποδείχτηκε κατώτερος των περιστάσεων και στις εκλογές οι Χεπεφέχοι θριάμβευσαν.