Χτές νύχτα. Κοιμάμαι. Το δωμάτιο κρύο. Το ραδιόφωνο δίπλα μου πάνω στην καρέκλα ξεχασμένο ανοιχτό. Προσπαθώ να κάνω να δουλέψει μία μεγάλη σόμπα που θα έβγαζε ζεστόν αέρα. Γυρίζω ένα της κουμπί. Τίποτα δεν γίνεται. Πατάω το διπλανό του. Μηδέν. Στέκομαι σκεφτόμενος καθώς εξετάζω τα κουμπιά της. Η σόμπα μού λέει με μια βαριά αντρική φωνή: «Μήπως αν δοκιμάζατε το μικρό κουμπάκι δεξιά σας;..» Το δοκιμάζω. Τζίφος. «Τίποτα δεν έγινε» λέω της σόμπας. Η σόμπα: «Το βλέπω. Κοιτάξτε σας παρακαλώ αν είμαι στην πρίζα.» Κοιτάζω, «Είσαι.» της λέω. «Σηκώστε τον μικρό μοχλό που βρίσκεται στη δεξιά μου πλευρά χαμηλά.» Τον σηκώνω. Πάλι η σόμπα δεν δουλεύει. Η σόμπα: «Περίεργο. Δεν μπορώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει. Λυπάμαι.» Εγώ: «Κι εγώ λυπάμαι που ψήφισα να σε αγοράσω. Και τώρα;» Η σόμπα: «Τελευταία μου ελπίδα, κοιτάξτε τον δείκτη μου αν δείχνει πως είμαι γεμάτη.» Κοιτάζω, ήτανε γεμάτη από κάτι. Της το λέω. «Τι να σας πω… μήπως έχετε στο σπίτι καμία ηλεκτρική σόμπα;» «Έχω.» «Δοκιμάστε την. Και αν δουλέψει αυτή, αύριο βλέπετε τι θα κάνετε με μένα.» Την κοιτάζω θυμωμένος. Μη έχοντας όμως κάτι καλλίτερο πηγαίνω και δοκιμάζω μια παλιά ηλεκτρική σόμπα. Τα δυο μπαστουνάκια της άναψαν αμέσως.
Ξύπνησα. Στο ραδιόφωνο κάποιος δημοσιογράφος προσπαθούσε να εκμαιεύσει λύση σε κάποιο δημοσιονομικό πρόβλημα από έναν υπουργό, σε νυχτερινή επανάληψη μιας εκπομπής της προηγούμενης ημέρας. Ο υπουργός του απαντούσε με βαριά φωνή…