2021. ΔΙΑΚΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ 1821.
ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ.
Λίγοι στίχοι για την 25 Μάρτη
α
Ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ
Τούτοι οι στίχοι γράφτηκαν το 1997 ύστερα από φιλική παράκληση των πελοποννησίων ελληνοαμερικανών. Τα ονόματα και όλα τα άλλα στοιχεία του ποιήματος, όλα πραγματικά, μπήκαν για να ακουστούν από τους εορτάζοντες και να χαρούν λίγο με τη θύμηση των προγόνων ή συχωριανών τους.
Εικοσιένα. Της Σκλαβιάς το μάτι φοβισμένο.
Οι έλληνες σηκώθηκαν. Ανταρεμένο το αίμα
κοχλάζει μες στις φλέβες τους. Το πολυπικραμένο
από χαρά της Λευτεριάς λαμποκοπάει το βλέμμα.
Τ' άγριο κοπάδι έτοιμο. Μον' ο μπροστάρης μένει
που με σοφία περισσή, με γνώση και με κρίση
τάξη θα βάλει στην ορμή που γύρω του πληθαίνει
και τιμονιέρης θα γενεί το σκάφος να οδηγήσει.
Και να! Βροντή ακούγεται από την Καλαμάτα:
"Καπεταναίοι την Τρίπολη! Την Τρίπολη!» φωνάζει.
Η Ιστορία διπλόσφιξε την πέννα όπου εκράτα
και το χρυσό μελάνι της με βιάση ετοιμάζει.
Του Γέρου άστραψε η φωνή-κοντά ειν’ ο αγώνας
κι η νίκη ακόμα πιο κοντά. Ό,τι αυτός αρχίσει
αίσιον έχει τελειωμό. Ετούτος ο αιώνας
σαν το μαργαριτάρι του τ’ όστρακο θα τον κλείσει.
Και όπως τ’ αγριόσκυλα κυκλώνουν τη δαμάλα
κι όλο στενεύουνε τον κλοιό προτού να της ορμήσουν
έτσι κι ο Γέρος του Μωρηά τα παλληκάρια τ’ άλλα
τα οδηγάει τ’ αδύνατα μαζί του να τολμήσουν.
Και Πιάνα κι Αλωνίσταινα, Στεμνίτσα, Χρυσοβίτσι,
Λουκά, Λεβίδι, Τσιπιανά, Βαλτέτσι και Πικέρμι
τα βήματα είναι του θεριού πριν στην τουρκιά χιμήσει
και πάθει ό,τι της έγραφε η μοίρα της η έρμη.
Στρατολογεί η Καρύταινα πολεμιστές γενναίους
φωτιά οι μπαρουτόμυλοι παίρνουν της Δημητσάνας
η άσβεστη ενθύμηση του πρωτινού τους κλέους
ο νικηφόρος γίνεται κάθε ψυχής παιάνας.
Και να! Οι νέοι του Μωριά σπαθί στη μέση ζώνουν.
Μοσκοβολά η αγνότη τους κάμπους, βουνά, ρουμάνια.
Κι οι αρχηγοί τους, διαλεχτοί των διαλεχτών, υψώνουν
παλληκαριάς ανάστημα που φτάνει ως τα ουράνια.
Από την Αλωνίσταινα Δημητρακοπουλαίοι.
Από το Αρκουδόρεμα Καρέλης, Κλης, Αδάμας.
Της Πιάνας οι Πετρόπουλοι κι οι Κωσταντοπουλαίοι.
Οι τρεις οι Ζυγοβιτσινοί: Ρίζος, Μπεγλής, Καρδάρας.
Ροϊνό: Αναγνωστόπουλος. Βυτίνα: Κακλαμάνος.
Νεμνίτσα: Αναγνωστόπουλος. Περθώρι: Πουρναραίοι.
Καρύταινα: Σπήλιος Λουκάς. Στον Καρδαρά ο Πάνος.
Κι απ' τον Άγιο-Βασίλειο οι δυο Δεληγιανναίοι.
Δάρα: ο Κολιός Μπακόπουλος, ο Γιάννης Παπακώστας
κι ο Γιώργης ο Λαμπρόπουλος. Πικέρμι: ο Κοκκώνης.
Απ’ το Στενό: Μπακόπουλος. Κάψα: Σκουντριάνος Κώστας.
Κι απ’ το Περθώρι ο ήρωας κληρικός: ο παπα-Γιώργης.
Απ’ τα ωραία Τσιπιανά: οι αντρείοι Ρεβελιώτες.
Πέρα, από τα Μαγούλιανα: οι Παπαγιαννοπουλαίοι.
Κι ο Σέκερης: ο αρχηγός μες στους τροπολιτσιώτες
με τη λεβέντικη ψυχή δόξας δροσιά που πνέει.
Αλλά και τ’ Αγιωργίτικα δε λείψανε και κείνα-
εβγήκαν από μέσα τους οι τρομεροί Σβωλαίοι.
Τον Ταμπακόπουλο έδωσε ακόμα η Βυτίνα.
Όλοι αυτοί, άντρες μεστοί άλλοι, και άλλοι νέοι,
στο κάλεσμα ετρέξανε του Γέρου Μωραϊτη
και ορκιστήκανε σ' αυτόν όλοι να υπακούνε
ώστε όχι μόνο στων τούρκων να έμπουνε τη μύτη
αλλά και στην Τροπολιτσά μαζί του για να μπούνε.
Και πάρθηκε η Τρίπολη. Και η αρχή αυτή ήταν
του Αγώνα που οδήγησε στη λευτεριά του Γένους.
Γιατί όσα εδώ γινήκανε προς την Ευρώπη εβγήκαν
και να γνοιαστούν εκάμανε για μας, όλους τους ξένους.
Το πιο γερό τους στο Μωριά οι τούρκοι κάστρο εχάσαν,
το που ο Γέρος είχε φάει σκαμπίλι επληρώθη,
την πρώτη τους οι έλληνες βαθιά πήραν ανάσα
κι οστά και σάρκα επήρανε του ελληνισμού οι πόθοι.
Την Τάπια και την Κάρτσοβα και το Μαηθανασάκο
ορμητήριά του τα ’κανε ο Γέρος μες στη μάχη
που εκοψοκεφάλιασε τον τούρκικο το δράκο
ώστε η Ελλάδα σήμερα τη λευτεριά της να ’χει.
Για βόλτα σήμερα εμείς σ' αυτά τα μέρη πάμε.
Και καλά κάνουμε. Αλλά, πρέπει αυτή τη μέρα
τη σκέψη μας να στρέψουμε σ' αυτούς που τους χρωστάμε
πως απ' τους τούρκους λεύτερο ανασαίνουμε αγέρα.
Και περηφάνια νιώθουνε δίκια οι τροπολιτσώτες
γιατί η τρανότερη ήτανε της Τρίπολης η φλόγα
στην πυρκαγιά που ο Παλαιών Πατρών άναψε τότες
που στα ιερά Καλάβρυτα το Σηκωμόν ευλόγα.
Λοιπόν καλή διασκέδαση φίλοι κι ο θεός να δώσει
ό,τι καλό σε όλους σας εδώ στα μαύρα ξένα.
Και τώρα το ποτήρι του καθείς σας ας σηκώσει
και το κρασί του ας το πιει στη γεια του Εικοσιένα.
β.
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ-ΙΟΥΛΙΟΣ 1826
Η μεγαλύτερη στιγμή του Αγώνα.
Δεν ξέρουμε την ημερομηνία.
Σκόπιμα δεν την δινει η Ιστορία-
Βαρύτητα και σημασία τόση
Μια μέρα δε θα μπόρειε να σηκώσει.
Ιούλιος ήτανε. Ο άγιος μήνας.
Ο χρυσοφόρος χορταστής της πείνας.
Μα όλα τα χωράφια χέρσα τώρα.
Πείνα και δυστυχία σ’ όλη τη χώρα.
Αιματωμένος ο Μωριάς σφαδάζει
Κατ’ απ’ τον Ιμπραήμ που τον ρημάζει.
Η Ρούμελη προσκυνημένη όλη
Κάτω απ’ το Τούρκικο σπαθί και βόλι.
Γελάει χαρούμενη τώρα η Αγγλία.
Νικήτρα μοιάζει να ’ναι η Τουρκία.
Τα όρνια μαύρους ουρανούς διασχίζουν.
Των Φιλελλήνων οι καρδιές ραγίζουν.
Τώρα βαριά στο στήθος λαβωμένη
Η Επανάσταση αργοπεθαίνει.
Τα όνειρά μας τώρα σκοτωμένα,
Τα πέντε χρόνια πριν αναστημένα.
Μα μες σ’ αυτήν τη νύχτα να! μια αχτίδα!
Μες στην απελπισιά να! μια ελπίδα!
Μέσα στο τόσο μαύρο μια εικόνα
Σαν χελιδόνι μέσα στον χειμώνα.
Μία εικόνα, η μόνη που στη μνήμη
Έχει απ’ αυτό το χάος στο νου μας μείνει.
Μία εικόνα οπού κλει’ εντός της
Το θάμα της Φυλής κι όλο το φως της:
Ανάπλι. Μπούρτζι. Μες στην ασφάλειά του,
Μες στα λιγόφωτα, υγρά κελιά του
Οι Κυβερνήτες μας κυνηγημένοι.
Και να σ' ένα από κείνα τι συμβαίνει:
Αγκαλιαστοί Ζαΐμης-Καραΐσκάκης.
Χάμου, νεκρά τα φίδια της αμάχης.
Οι σκιές των άξιων μας προγόνων γύρω
Βαθιανασαίνουν της στιγμής το μύρο.
Ο Γιος της Καλογριάς χαρτί κρατάει
Και με κλαμένα μάτια το κοιτάει.
Και το χαρτί της Αρχιστρατηγίας-
Εκείνο κεραυνός-κι αυτός ο Δίας.
Κι αυτά τα λόγια θα ’τανε γραμμένα
Πιό πριν απ’ τους δυό άντρες ειπωμένα,
Αν η εικόνα αυτή είχε λεζάντα:
«Καραϊσκάκη, στους κινδύνους πάντα
Ο Ελληνας τα πάθη του ξεχνάει.
Και τώρα η Πατρίδα μας ζητάει
Να δώσουμε τα μίση μας στη λήθη".
«Ναι. Το ζητάει.», ο ήρως του αποκρίθη.
(«Αυτό περίμενες. Λοιπόν χτικιάρη;
Να το! Κανένας δε σου τόχει πάρει.
Ας δούμε τώρα τι μ’ αυτό θα κάνεις-
Τι θα πρόλαβεις-ώσπου να πεθάνεις.
Παρ’ το. Καλογραμμένο και μεγάλο.
Αλλά, μην περιμένεις τίποτ' άλλο:
Στρατό, τροφές ή και πολεμοφόδια.
Μον' άφθονα να καρτεράς εμπόδια.
Ας δούμε τι θα γίνει και με σένα.
Παρ’ το. Έτσι κι αλλιώς όλα χαμένα.
Εδώ είναι γύφτο. Παρ’ το. Όλο δικό σου.
Και γράφει μέσα του το θάνατό σου").
Τρέμετε της Τουρκιάς τ’ άγρια τ’ ασκέρια.
Δωριείς και Αχαιοί δώσαν τα χέρια.
Τρέμετε. Ο Γιός της Καλογριάς οπλίστη
Με την Τιμή του Εθνους και την Πίστη.
Ντροπιάσματα και προσβολές αιώνων
θα ξεπλυθούν σε λίγους μήνες μόνον.
Κι ολόρθη θα σταθεί η Ελλάδα πάλι
Καθάρια και Πανώρια και Μεγάλη.
..Αλλά, μη σε κρατώ Καραϊσκάκη:
Το λαΐκό ανέμισε μπαϊράκι,
Αγνόησε τη φτωχή μου την παλέτα,
Και τρέξε. Και ροβόλησε. Και πέτα.
Μες στη χρυσή τη μοναξιά τους-άκου!
Αδημονούν Κομπότι… Σοβολάκου...
Τη συντροφιά τους σου ζητούν την άλλη
Τη Θεία, την Τιτάνια, τη Μεγάλη.
Βιάσου Καραϊσκάκη. Σού απομένει
Εννιά μηνών ζωή. Ευλογημένη
Κάν’ τηνε άθλων Ηρακλείων γεννήτρα
Την καρπερή του ηρωισμού σου μήτρα.
Μέσα της συνωστίζονται-βρυχιούνται
Παιδιά που βιάζονται ... που να! Γεννιουνται!
Να τα Δερβενοχωρια! Το Χαϊδάρι!
Να αντίς τα μαύρα όρνια οι άσπροι γλάροι.
Να η Δομπραίνα! Να! η Αράχωβά σου,
Το διαλεχτό μες σ’ όλα τα παιδιά σου.
Και να το Δίστομο! Το Τουρκοχώρι!
Καθένα πιό ακριβό από τ’ άλλα θώρι…
Μάντρα του Σαρδελλά, το Κερατσίνι
Οπου με την Καστέλα ένα εγίνη.. .
Να τα μεγαλεπήβολα σχεδιά σου
Τα ορθολογικά κι αστραφτερά σου.
Και να ξανά η Ελλάδα αντρειεμένη.
Να παλι η Ρούμελη λευτερωμένη.
Να τα όνειρα μας όλα σαρκωμένα.
Και να τα γέλια των εχθρών πα’μένα.
Να η Τουρκιά να στέκει στη γωνία
Και τ’ άστρο σου να βλέπει μ’ αγωνία
Που όσο ψήλωνε και πιό φαινόταν,
Και τόσο το δικό της θαμπωνόταν.
Και να ’σαι! ο μεγαλύτερος απ’ όλους
Τους νους του τόπου μας τους φεγγοβόλους!
Να η στρατιωτική σου ιδιοφυΐα
Που άλλη δεν ξανάδε η Ιστορία!
Και να το "όχι" σου στην προδοσία..
Και να η τραγική σου η θυσία…
Και να η Δόξα Σου ήρωα πρώτε
Ιδια και σήμερα όπως και τότε!..
---