Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

ΗΤΟ ΚΑΛΟΣ Ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ
27 Ιανουαρίου 2015

Ήτο καλός ο Αντώνιος.
Ως παις πεντηκοντούτης.
Καρδίαν είχεν εύμορφον.
Ψυχήν ως από χιόνος.
Γαίαν ας έχει ελαφράν
Εν ταις Αιωνίαις ταις Μοναίς,
Εκεί ένθα νυν προσφέρει
Τα νάματά του τα σοφά
Εις πλήθη αγγέλων άλλων
Με τα πτερά τα πάλλευκα,
Με τ’ άυλα σώματά των,   
την αιθερίαν των μορφήν
και τα κυανά ομμάτια.

Ήτο καλός οΑντώνιος.
Σπέρμα ενός δένδρου ευγενούς
Ούτινος κλάδοι βουλευταί
Επλούτισαν εννόμως
Πολίτας κατακλέπτοντες.
Έτεροι κλάδοι υπουργοί
Και εθνικοί ευεργέται
Οίτινες ουδεπώποτε
Έλληνας ελεηλάτησαν,
Παρά αιγυπτίους σκλάβους.
Και βάμβακα ηγόραζον
Και βάμβακα επώλουν
Κι από αγοράν εις πώλησιν
Εκέρδιζον νομίμως
Χρυσόν, ολίγον ερυθρόν
Εκ των πολλών αιμάτων
Των δούλων όπου εσφάζοντο-
Νομίμως ας τονίσωμεν-
Θυσία επάνω εις τον βωμόν
του πάππου του πλουσίου
Μπενάκη του Εμμανουήλ.

Ήτο καλός ο Αντώνιος.
Λαμπράς σπουδάς εποίησεν
Εις Αθηνών Κολλέγιον
Και είτα εις το Κολλέγιον
Του Άμχερστ το  ακμαίον,
άνευ χρημάτων πατρικών
πλην εκατομμυρίων
τινών, ώστε άρτον και τυρόν
ολίγον να αγοράζει,
ενώ χρήματα έτερα
πίτσας πωλών εκέρδιζεν
στου Άμχερστ τους πολίτας.

Και πίττας ψήνων των πιτσών,
Μεγάλως εβοηθήθη
Διότι εδιδάχθη εξ αυτού
Να ψήνει, έτη αργότερον,
και έλληνας πολίτας.

Ήτο καλός ο Αντώνιος.
Και ότε το Αμχερστ έασεν
Και ότε εντάυθα ήλθε,
Φλοξ ώσπερ Πνεύμα Άγιον
Στην κεφαλήν του έπεσεν
Και τον καλεί πολιτικός
Να γίνει ως ο προπάππος.

Και έγινεν πολιτικός
Και μη έχων αιγυπτίους
Αίμα να πίει μελαμψόν,
Και ως μη πρωθυπουργεύων
Να πίει μη δυνάμενος
Ούτε ελλήνων αίμα,
Τον Μητσοτάκην δια μιας
αποστασίας του ρίπτει
(εις της πατρίδος το καλόν
Και μόνον αποβλέπων)
Και ιδρύει μίαν Άνοιξιν  
Πολιτικήν που εβάπτισεν,
Πρωθυπυργός επιθυμών
Διακαώς να γίνει.

Αλλά μη αρκούντως ψηφισθείς
Την Άνοιξιν διαλύει
Και εις ύπνον χειμωνιάτικον
ως άρκτος περιπίπτει.

Ήτο καλός ο Αντώνιος.
Αλλ’ επειδή εις όλα
ετύγχανεν ων άριστος,
Ήτο καλός και ως ψεύστης.
Διότι ου δει τον άνθρωπον
Καλός εις εν να είναι
Μα εις πολλά-και ούτος καλός
Χωρίς φραγμόν τυγχάνει.
Και λέγων ψεύματα πολλά
Πρωθυπουργός εστέφθη.

Κι εστράφη στους προγόνους του
Κι εις το βαθύ των μνήμα
Με υγρούς προσβλέπων οφθαλμούς
Κύπτει και ερωτά τους:
Ειπέτε μοι ω! πρόγονοι:
Βάμβαξ εδώ δεν φύεται
Και πώς θα κυβερνήσω
Και εκ της κυβερνήσεως
Τα μάλα να πλουτίσω;
Και πώς να κάμω δυστυχείς
Τους έλληνας ο τλήμων
 Αφού ουδόλως δύναμαι,
Ως τότε υμείς, να κλέπτω;
Σήμερον νόμους έχομεν
Που τιμωρούν το κλέπτειν.

Και οι πρόγονοι του απήντησαν:
Βαμβακα μη φυτεύσεις.
Οι ασθενεις που εισέρχονται
Εις τα νοσοκομεία
Αυτοί ας ευρίσκουν βάμβακα
Να θέτουν στας πληγάς των.
Και αν οι νόμοι είναι σφικτοί,
Θέσε καινούς συ νόμους
Και κλέπτε, ω! παι μας, με αυτούς.

Και έπλασεν ο Αντώνιος
νόμους πολλούς, και εισέτι
έπλασεν και διατάγματα.
Και περιέκοψεν μισθούς,
κατηργησεν συντάξεις,
έκλεισεν καταστήματα ,
επτώχευσεν οικίας,
και μερικούς απέστειλεν
έλληνας εις τον Άδην
εις τους προγόνους να είπωσιν
τα κατορθωματά του.

Ήτο καλός ο Αντώνιος.
Μα είς ευρέθη Τσίπρας
(και τις θα το ανέμενεν;)
Του Αντωνίου ισάξιος.
Και οι δυο μονομαχήσαντες
Ο Αντώνης ενικήθη
Και χάμω έπεσεν πλατύς
Και πάλιν δεν σηκώθη.

Ήτο καλός ο Αντώνιος.
Τώρα μια φούχτα στάχτη.
Εν τω Λευκώ αιωνίως μηνί
Ο Αντώνιος εκοιμήθη.

Ήτο λουλούδι της αυγής
Τώρα μυρίζει χώμα.
Και εις βαθύ τον έθαψον
Οι έλληνες μνημούριον.
Ήτο καλός ο Αντώνιος.
Νάρκισσοος κι ελαιόπρινος
Εφύησαν εις το μνήμα.
Και λάπις λάζουλι, τυρκουάζ,
Ζιρκόνιο, τανζανίτης
Είναι οι λίθοι που κοσμούν
Τον τάφον του Αντωνίου.

Εις μήνα έθανες ψυχρόν
Όσον θερμός κι αν ήσο.
Συνταξιοκόπτη επέθανες!
Μισθοφονιά εχάθης!
Ποίος θα κόπτει τους μισθούς
και τας συντάξεις τώρα;
Ποίος θα κλείνει τας τιβι;
Ποιος θα βάζει φόρους;
Ποίος εις δοσεις εκατόν
Φόρους θα διαμοιράζει;
Τις έσεται τόσον αβρός
Ως συ Οικοδεσπότης
Να δέχεται τας τρόικας
Και την σκελέαν βγάζων
Ως δώρον να την χορηγεί
Εις τροϊκοεπισκέπτας;
 
Ήτο καλός ο Αντώνιος.
Μα έθανεν και άγει.
Δεν θα ορώσιν οι έλληνες
Το λάγνον τώρα βλέμμα
Που εις Άμχερστ τόσας έριψεν
Εις κλίνας φοιτητρίας.
Δεν θα απολαμβάνωσιν
Τον έναν του να κλείει
Τον οφθαλμό ότε ομιλεί
Μαγκιόρως εις τονΤσίπραν.
Και πάλιν δεν θα ίδωσιν
Εις την Βουλήν να εισέρχεται
Με φορεμένον μόνον το εν
Του σακακίου μανίκιον
Και με αυτό το μάγκικον
Και ασίκικόν του το ύφος
Να υβρίζει τον Αλέξιον.

Ψεύδη έτερα θα παύσωσιν
Να ακούωνται εις τα Ζάπεια.
Και πάλιν δεν θα ίδωσιν
Ο Αντώνιος να κύπτει
Οσφύν, κορμόν και κεφαλήν
Εις το καθ’ εν παιδάριον
Που εξ Ευρώπης εξορμόν
Ενταύθα καταφθάνει.

Ήτο καλός ο Αντώνιος.
Εις άπαντας θα λείψει.