SHERRY
Σε δυο μερη
Μερος πρωτο
ΜΕ ΔΙΑΧΩΡΙΖΕΙ
Κύπελλο λευκό στα χέρια μου
παίρνω τη μετάληψή σου την Αγία
γη μου αστέγαστη και απωθούσα.
Από χώμα άλλου πλανήτη είμαι πλασμένος'
το εδώ χώμα με απορρίπτει.
Με μεθυστικό νερό άλλου στερεώματος ζυμώθηκα'
το εδώ νερό με διαχωρίζει-
ως έλαιον επιπλέω αγόμενος.
SHERRY ΑΝΎΠΟΠΤΗ
Το απόγευμα πέφτει κάπως βαρύ στους λεπτούς ώμους σου
και το σχήμα τους παίρνει.
Οι κλείδες δύο σκιερές αιχμές της επερχομένης εσπέρας
(οι αστυνόμοι περιπολούν άτεγκτοι και αδηφάγοι εδώ).
Γιορτινά σε κρατώ από το σφύζον χέρι σου.
Η βασιλική φλέβα σου
πορφύραν αιδούς περιβαλλομένη
πάλλει φαιδρά στο αδρό κράτημά μου.
Ενύπνια τρόμου εποφθαλμιούν τους κοιμωμένους.
Διάσπαρτοι ευτυχείς βόμβοι μελισσών
γεμίζουν τη θλίψη της ώρας με αδιάπτωτο παράπονο.
Το μονοπάτι με τις πέτρες, τις επιγραφές, τις πεταλούδες
και με τα πουλιά κατιόντα πάνω στα στίλβοντα βατόμουρα
δικαιώνει τη γέννησή μας και επιτείνει
την απόφαση βαδίσματος.
Σαν τόξο πάνω μου γέρνεις.
Βέλη ευφρόσυνα εκτοξεύεις κάθε τόσο
που τις αυστηρές μορφές απαλύνουν.
Σε κάθε λουλούδι που βλέπεις φεύγεις και έρχεσαι.
Γερτός σε δέχομαι και σε προπέμπω.
Οι ασθενείς άνεμοι του μετεωρολογικού δελτίου
δε θα ταράξουν το κάλλος του απογεύματος
που με σένα απούσα
μέσα του περιδιαβαίνω.
Η ΣΤΡΌΦΙΓΓΑ
Και ξαφνικά από δέρμα αποτελούμαι μόνον.
Εντός του, όπου θα 'πρεπε
τα Όργανα και τα Συστήματα να βρίσκονται
κενό το απόλυτο
χωρίς ελαστικότητα-χωρίς επιείκεια.
Από συνήθεια κάνω τις κινήσεις της αναπνοής-
τίποτα μέσα μου δεν μπαίνει'
χωρίς εγκέφαλο πώς σκέφτομαι;
χωρίς οστά πώς κινούμαι;
Και το δέρμα μου το διατηρεί ζεστό κάποιος μηχανισμός
που πάνω στο ίδιο το δέρμα εδράζεται.
Στη θέση των ματιών
δυο ιριδιζουσών πομφολύγων το τοίχωμα έρπει.
Κινήσεις γραφής το δεξί μου χέρι κάνει
και το αριστερό πλήρες κενού το χαρτί σφίγγει.
Ώρες ώρες θαρρώ πως έτοιμος να σηκωθώ είμαι
αλλά του μολυβιού το βάρος έρμα και με συγκρατεί.
Και ενώ από μήνες έχεις φύγει
χωρίς να δώσεις έκτοτε σημεία ζωής
ανοίγεις τώρα την πόρτα του δωματίου μου
και με μαλώνεις: "πάλι τα ίδια;
άνοιξε τη στρόφιγγα αμέσως!"
Προσποιούμαι πως δε σε άκουσα ή δε σε είδα.
Αποφασιστικά έρχεσαι και κατεβάζεις ένα μικρό μοχλό
που τώρα καταλαβαίνω ότι υπάρχει στο σημείο
που αντιστοιχεί στη μετωπιαία πηγή'
με στήνεις ύστερα όρθιον και με γεμίζεις
με θλίψη μέχρι τα ριζομήρια
από κει μέχρι το λαιμό με αγάπη
και ύστερα με αμφιβολία ως επάνω.
Η ΣΆΛΠΙΓΞ
Βάναυσα ηχεί το ξυπνητήρι πρωί πρωί.
Η διάρκεια αφυπνίζεται και ετοιμάζει την ετικέτα της.
Ο καθρέφτης δικά μου ενθυμήματα και φαντασιώσεις
προβάλλει όταν τον κοιτάζω.
Ένας αναστεναγμός ακούγεται από την
όλη τη νύχτα βαστάζουσα το βάρος
των βιβλίων και των ενδυμάτων μου καρέκλα.
Την αδειάζω και της χαϊδεύω απαλά την παρειά.
Αυτή κάθεται κουρασμένη.
Άλλων δωματίων όψεις αναβλύζουν
από το μέσον του πατώματος
και διαχέονται σαν βεντάλια
ασπρόμαυρη
λόγω παλαιότητος.
Στους τοίχους αποχρώσες ταπετσαρίες παρελαύνουν.
Η κρεμαμένη λάμπα αλλάζει κάθε τόσο θέση και περίγυρο.
Διαλέγω ένα σχέδιο που μ' αρέσει και το κρατώ.
Είναι διακοσμημένο με κεραυνούς εν αιθρία
και με υπεκφυγές αναγνώρισης και οικειοθελούς παραδοχής.
Νυστάζω ακόμα.
Το χτεσινό μου σώμα πάλι ξαπλωμένο είναι.
Πρέπει να το κεντρίσω για να με ακολουθήσει.
Στη δεξιά τω εισερχομένω γωνία του δωματίου μου κρέμεται ο νιπτήρας.
Καθώς πλένω τα πρόσωπά μου σταματώ στο δικό σου.
Παιδικό, αχνορόδινο ύφασμα
τριγυρισμένο με ηλιαχτίδες.
Εν τω μέσω δύο σμαραγδένιες εκλάμψεις.
Η ακραία κορυφογραμμή της ρινός
εκφεύγει των ορίων του πέτρινου προσώπου
και νήχεται στο πύρινο κάλλος αντλούσα.
Περιδεής ενασχόλησις της δεξιάς γωνίας του στόματος.
Νηνεμία.
Πουλιά ανάλαφρα οι παρειές-
προφανώς άδοντα αλλά μη ακουόμενα-
υπερίπτανται της πωγωνίου γόνδολος.
Ελικοειδείς ζωγραφικαί παραστάσεις ήπιες και νουνεχείς
στιβαρά άπτονται ένθεν και ένθεν κροταφικώς.
Ότι πάντοτε με κατέχεις SHERRY
σου είναι αδιανόητο.
Ότι ενίοτε με απασχολείς εσύ μόνον ξέρεις.
Μία γέφυρα, μία οδός, μία συνδέουσα αύλαξ απαιτείται.
ΣΑΝ ΦΡΟΎΤΟ
Η βραδινή δραστηριότητα αρχίζει το πρωί.
Καμία βελόνα σπασμένη.
ΟΙ κλωστές όλες δουλεύουν.
SHERRY χάνομαι!
Το ύφασμα θα κοπεί στις δώδεκα.
Γράψιμο αμέσως μετά.
Σε ποια κερασιά ανθείς SHERRY;
Ή καρποδένεις; Ή μήπως κιόλας τρώγεσαι
SHERRY αναπάντεχη;
Εγώ όμως σε κρατώ μέσα στην αδιαφορία μου
σαν φρούτο ανύποπτο.
ΕΑΡ
Έαρ αντίξοον και κνησμώδες
έαρ αντίστροφον και δυσώδες-
έτσι το έαρ μου κατάντησες'
και γιατρειά δε βρίσκεται γιατί
πληθυντικό το έαρ δεν έχει-
ενικό λεπτεπίλεπτον και πρισματικόν έχει.
ΣΎΓΧΥΣΙΣ
Η ελαφρά μουσική που ασταμάτητα παίζει το ραδιόφωνο
σε μιαν απελπισμένη προσπάθεια εκτονώσεως
έρπει στο πάτωμα
και σκαρφαλώνει ως τ' αυτιά
ματώνοντας με τα δόντια της το κορμί μου.
Μερικές νότες σκαλώνουν για λίγο ή για πολύ
στις χαραματιές του δαπέδου
ενώ οι διπλανές προχωρούν κανονικά.
Το ακουστικό αποτέλεσμα τότε είναι συγκεχυμένο.
Ο ΒΡΟΝΤΌΣΑΥΡΟΣ
Στις αφύσικες καμπυλότητες του κεφαλαίου μι
είναι χτισμένο το κέντρο.
Μέσα του τα ατσάλινα ρομπότ παίρνουν τον καφέ τους.
Μπαίνω και περιμένω να περάσεις όπως κάθε μέρα.
Στους τοίχους περπατούν χορεύοντας
πολλοί μικροί road runners.
Απρόσεκτοι πέφτουν μέσα στα ποτήρια.
Οι ατσάλινοι τους καταπίνουν.
Ακόμα το χτες από δω δεν έχει φύγει.
Υγρό ιξώδες όλα τα περιβάλλει.
Οι ατσάλινοι αυτό έχουν στο μέρος της κεφαλής.
Ένα χέρι ανοίγει το ραδιόφωνο.
Ακούγεται η φωνή του αρχηγού:
"We insist.." Ζητωκραυγές.
Το ραδιόφωνο κλείνει.
Την ίδια στιγμή μπαίνεις νωχελής και εύχαρις.
Με κόβεις σε εκατό κομμάτια και με διαμοιράζεις.
Απορώ: "Γιατί SHERRY;"
Απορείς με τη σειρά σου: "Αλλιώς θα φάνε εμένα!"
Σε κατανοώ.
Άλλο ένα πρωί πέρασε.
ΕΠΑΛΛΗΛΕΣ
Σε ζητώ στους ανέμους που φύγαν.
Σε ζητώ στους ανέμους που θα ’ρθουν.
Σε ζητώ στου πιο ήπιου κυκλάμινου το άρωμα.
Σε ζητώ στον πιο φιλάσθενο ήλιο.
Σε ζητώ στου ξύλου την ελαστικότητα.
Σε ζητώ στο χαρτί που μέσα του
γράφω επάλληλες ουτιδανές συστοιχίες.
Σε ζητώ στην ανάμνησή σου.
Σε ζητώ στης Ηρώς το οφιοειδές σχήμα.
Σε ζητώ στης ανέμης το νήμα.
Σε ζητώ στο φως'
πουθενά δεν είσαι.
Κάποτε βλέπω παρόμοιες εικόνες.
Για λίγο ξεγελιέμαι και ετοιμάζω τις κληματόβεργες.
Το αρνί κοντά μου' το μαχαίρι επίσης.
Και μέσα μου η κόκκινη μπογιά-
του ισχνού επάρματός σου το χρώμα.
ΑΝ ΤΙΣ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΈΘΕΛΓΑΝ
Αν τις γυναίκες έθελγαν οι άσχημοι κι οι γέροι
αντί γι αέρα θ' ανάσαινα-ω! πόθοι μου!- τη SHERRY'
και τα φιλιά μας θα 'τανε χρυσή αστροβροχή
αν τις γυναίκες έθελγαν οι γέροι κι οι φτωχοί.
Αν τις γυναίκες έθελγαν οι άσχημοι κι οι γέροι
μέσα στο φουστανάκι της θα είχα εγώ λημέρι'
και του έρωτα θα ήτανε για μας καθ' εποχή
αν τις γυναίκες έθελγαν οι γέροι κι οι φτωχοί.
ΦΤΗΝΌΤΕΡΑ
Βλέπω ό,τι κάνεις-έχω τον καθρέφτη σου.
Το πρωί πέρασες από το σουπερμάρκετ.
Δίστασες να πάρεις τα ready pαncakes.
Στο ταμείο το τελευταίο σου φύλλο αποθέτεις.
Ενοίκιο δεν έχεις να πληρώσεις
Μετακόμιση κάπου φτηνότερα.
Προς τις δώδεκα το μεσημέρι
έσπρωξες τον τενεκέ των σκουπιδιών
με το αριστερό πόδι'
εκείνος πόνεσε και σε δάγκωσε.
Στο ημίφως
έλαμψε η μεταλλικότης του ιωδίου
και η λευκότης της γάζας.
ΑΝΑΖΗΤΉΣΕΙΣ
Σε αναζήτηση του χαμένου μου ονείρου φεύγω.
Τοπία οκνά θα περνάνε μπροστά μου
ανύποπτα και μεγαλοπρεπή.
Τη μεγάλη αψίδα για να διαβούν
θα σκύβουν ανεπαίσθητα το ισχνό τους κεφάλι.
Νεοπαγή πλοιάρια φθόνου θα διαπλέουν
το σοβαροφανές ποτάμι της υπομονής.
Πουλιά ακίνητα τα φτερά τους βιαίως θ' ανοίγουν
σε κινήσεις πετάγματος.
Όλα από μια στιγμή μακριά
στον χαμένον ορίζοντα θα εκκινούν,
θα στρέφουν προς τα επάνω,
ύστερα πλατυνόμενα
θα παρελαύνουν μπροστά μου ακκιζόμενα
(η στιγμή θ' αντιστοιχεί προς το νύχι
του μικρού δακτύλου μυθικού όντος).
Του έαρος το τοπίο θα βρίθει
θυελλών και χιονοστιβάδων διαρκών'
του τρύγου το τοπίο θα βασανίζεται από πολυδαίδαλα
μικρά, αλληλοσυμπλεκόμενα, ασύντακτα ρυάκια'
της αμφιβόλου παραδοχής θα είναι πλήρες ημιθανών
μόλις αναπνεόντων φρύνων.
ΠΡΩΙ
Διάσπαρτοι ήχοι σπουν τη μέλαινα ηρεμία.
Βαρείς πέφτουν στον πεπερασμένο ωκεανό του περιβάλλοντος
αφήνοντας στον αέρα τη φαιά τους τροχιά.
Τα δέντρα που επέζησαν του σκότους
τινάζουν την υγρασία από τα χέρια τους
και ετοιμάζουν τις απόχες του ήλιου.
Ξαφνιασμένα φεύγουν τα αδίστακτα ιπτάμενα όντα
από τα φυλλώματά τους και ανοιγόμενα
περιρρέουν το σίγμα του Σύμπαντος
(ο αέρας καλά τα κρατεί).
Το άδοξο αστέρι
από την πτώση του ζαλισμένο και άθυμο
μεγαλουργεί πάλι για τις μικρές υπάρξεις.
Πίσω του τα ομοιώματα όλων των ανθρώπων
κείνται ζεσταίνοντας το κρύο τους χνώτο.
Κραυγάζουσα η πρώτη ακτίς επιπίπτει
επί της πρώτης ασπαιρούσης δρόσου
που, αναιρομένη τώρα, υπερυψούται.
Όλα αναλύονται, διαλύονται και καταλύονται
κάτω από τον διαστέλλοντα δίσκον
του εγγύς ανέτου στερεώματος.
Τα ζώα ποικιλοτρόπως διαμαρτύρονται για τη νέα ενόχληση.
Φύλλα κλειστών ανθέων
καταρτίζουν σε άσπρο χαρτί το πρόγραμμα της ημέρας.
Οι μάζες του σκότους σιγά σιγά απωθούνται ολοένα
πέρα από την ύπαρξή τους.
Το αίμα των ουρανών μεταποιείται εις λέμφον
καθώς το οργιαστικό πρωί εκπίπτει.
Οι βράχοι
βαρείς και οκνοί
δεν ξέρουν από που να δεχτούν το φως.
Πολλοί, απρόσεκτοι, το συνθλίβουν.
Αυτό τότε αναφαίνεται αντίπερα αναλάμπον.
ΠΡΩΙΝΗ SHERRY
Μικρή ανήκουστη νεράϊδα
επίσπευσε την ανοικοδόμησή σου.
Μάζεψε γρήγορα τα κομμάτια του ύπνου σου
και ξαναζήσε.
Τους φαγωμένους από την υγρασία της νύχτας αρμούς
λείανέ τους στον τροχό της επιείκειας
αλλιώς η συναρμολόγηση θα εμποδιστεί.
Βγάλε καμιά από τις παγίδες του σκότους
αν έτυχε να κάτσει πάνω σε κάποιο σου αστέρι.
Αν και πάλι τα κομμάτια δε σου 'ρχονται
ζέστανέ τα στο περιβόλι του ήλιου.
Αλλά, SHERRY, πρόσεξε μην αλλάξεις τη σειρά.
Όπως πάντοτε ήσουν σε θέλω.
Μια ανταρσία της γωνίας του στόματος
μπορεί να οικοδομήσει γύρω σου
το απρόσιτο θάμπος.
Μια ανώφελη κίνηση του χεριού
μπορεί να μας συντρίψει. Αυτά
δεν είναι πράγματα για ν' αστειεύεται κανείς.
Και αφού υπάρξεις πάλι μέσα στο λαμπρό πρωινό
ντύσου τη φορεσιά που σου χάρισα
(γιατί εδώ κάνει κρύο το πρωί)
πλύσου στην αστερόβρυση τη χθαμαλή
φάε λίγο ψημένο έαρ
πάρε μαζί σου την ανάμνηση και έλα'
ο τροχός μου περιμένει το φύσημά σου.
ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Κυρίαρχο εξαπτέρυγο ο ήλιος στον ουρανό.
Οι πληγές των ακτίνων του στο πρόσωπο της μεσημβρίας.
Απόσβεσις αδηφάγος για κάθε δυσβάστακτο χρέος.
Άφεσις όλων των πρωινών αμαρτιών.
Σύμμειξις, συσπείρωσις, ανάφλεξις.
Τα εορταστικά νάματα εντοιχισμένα για υστερότερες ώρες.
Οι φιλικές νύξεις του κόσμου εν ληθάργω.
Η άπνοια κλυδωνίζουσες τρικυμίες
περικλείει και αποκλείει εντός της.
Όλοι κοιμούνται οι φόβοι
και παραλύουν οι παραινέσεις εξισορρόπησης.
Παραδόξους και ανησυχητικούς σχεδιασμούς μηχανεύονται οι αμυνόμενοι
πλην ατελεσφόρως.
ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ SHERRY
Οι νύχτες απελπισμένες μένουν
στην ατέλειωτη διάρκεια του μεσημεριού.
Η γη αλλάζει από το 'να χέρι της στο άλλο
το δυσβάστακτο βάρος του.
Το βράδυ έξω από την πόρτα περιμένει τη σειρά του
ζεσταινόμενο λίγο.
Το απόγευμα πουλί μέσα στα χέρια σου
που δε λέει να πετάξει'
και συ ενσφηνωμένη στο μεσημέρι
βουβή σαν ισχνή φέτα πρωινού,
επίπεδη και κοίλη
σύννους
προβάλλεις εύκαμπτες επιφάνειες
προσδοκώντας ταχείαν αποκατάστασιν.
Διάστικτη και διάσπαρτη
από πιθανές και επιδιωκόμενες μικρές νίκες
την ανεπανόρθωτον πτώσιν ενεδύθης.
Σύννεφο πύρινο ο ενθουσιασμός
της κενής σου πομφόλυγος
σε υδάτινη δίνη εσβύστη
αφήνοντάς σε έκθετην
και σε νύξη έστω δροσιάς.
Μεσημβρινή SHERRY στους κύκλους σου υποκλίνομαι.
Δική μου, καθόλου πια δεν είσαι.
Αυτή είναι η ώρα της κατοχής σου.
Αδιαμαρτύρητα και άψογα την δέχομαι
πλην με υστεροβουλίαν
επειδή γνωρίζω πως ,ύστερα πάλι,
μεγαλοπρεπής και ασθμαίνουσα
σφριγώσα και ρέουσα
στης ματαιοδοξίας μου τα λεπτά ανθεκτικά πέπλα
μπλεγμένη μέχρι το άλλο μεσημέρι
πλήρως θα σ' έχω.
ΌΡΘΙΑ
SHERRY ξέρεις πόσο άβολο είναι
να γράφω πάνω σου
όχι όταν είσαι όρθια αλλά ξαπλωμένη;
Η εγγραφή δεν γίνεται απροσκόπτως.
Και αν ακόμα υπτίως κείσαι
τα λαγόνια οδηγούν τις γραμμές τους προς τα έξω
η μέση προς τα μέσα'
ο νόμος του Bernouill
βρίσκει βέβαια την εφαρμογή του
αλλά η ανάγνωσις δυσχεραίνεται.
Αν πάλι κείσαι πλαγίως, όλη η επιφάνεια
δεν είναι παρά μία ακμή
χρυσίζουσα και εκτυφλωτική
που λόγος πια για γραφή ας μη γίνεται.
Ενώ όρθια όταν είσαι τα γράμματα
σκαλώνουν γερά στις αμφιρέουσες κλείδες
κυλούν στις απαλές καμπύλες των μαστών
εισέχουν στο επιγάστριο
πλατύνονται στην σεπτή σου γαστέρα (ο ομφαλός
φροντίζω να συμπέσει μ' ένα όμικρον).
Στους λαγονίους βόθρους το μολύβι
πρέπει να πάρει μίαν έσω κλίση
δεξιά ή αριστερά αναλόγως.
Αφήνουμε το εφήβαιον γιατί σε κάθε χαρτί
πρέπει να μένει ένας χώρος άγραφος
και πια τα γράμματα φεύγουν χορεύοντα
στο δίστηλο των κάτω άκρων σου.
Γι αυτό SHERRY-χαρτί όρθια σε θέλω.
Α! ΜΕΡΕΣ...
Μοσχοκάρυα και φρύγανα ευωδιάζοντα
το καλάθι της ανεπαρκείας σου πλήρες.
Αρώματα, σχήματα, χρώματα χαριέντως συγχέεις.
Ανέμελη και άδολη αγνοείς
πού τα μοσχοκάρυα και πού τα φρύγανα ν' αποδώσεις.
Αστεϊζομένη χαρίζεις τα πάντα-και το καλάθι μαζί.
Α! Μέρες κι αυτές της δωρεάς!
Α! Μέρες του σκορπίσματος και της ωραίας νιότης!
Α! Μέρες που ανέφελες κι ανέγνοιαστες διαβαίναν!
Α! Πρωτοξύπνητη, γλυκιά, λουλουδιασμένη ζήση!
Α! Που και πέτρα να ’σπερνες σου ήθελεν ανθίσει!
Α! Μυστικόπιοτες βραδιές!
Α! Πάλλουσες πρωίες!
Α! Ηλιογέρματα ερυθρά-σαν όνειρο-σαν ψέμα'
Α! Ροδοδάχτυλες αυγές!
Α! Πόδια φτερωμένα!
ΟΛΕΣ
Η ζωή είναι ολιγαρκής.
Ένα ποτήρι νερό ξεπλένει όλες τις αναμνήσεις
Ένα χαμόγελο κοριτσιού ανοίγει μια τρύπα
στο τείχος της απνοίας.
Στην ευρύστερνη πολλαπλότητα των εναντιώσεων
το αεί νοούν φωλιάζει εφησυχάζον.
ΠΕΣ ΜΟΥ SHERRY
Ο πρωινός ήλιος κοκκινίζει ξάφνου και αμέσως κρύβεται.
Έτσι η νύχτα φέρνει νύχτα και όλα μέσα της συντελούνται.
Οι πεταλούδες ξεχνούν να γεννήσουν και του χρόνου δε θα ’χω φτερά.
Μονάχα σκουλήκια θα έρπουν
γύρω από τα φύλλα μου-
τερπνά σκουλήκια φυτοφάγα.
Τα κουβάρια όλα θα 'χουν τελειώσει και αδιάπτωτα το σφύριγμα
των κωνοειδών σκελετών τους θα σκαρφαλώνει στ' αυτιά μου.
Και κάθε σκελετός πλήρης φωσφόρου.
…Κ αι συ SHERRY τι θ' ανεμίζεις σ' ανταπόδωση;
Ένα κρύο χλωμό φεγγάρι ή το φρυγμένο δέρμα σου;
…Και συ SHERRY πού θα κατοικείς τότε;
Πού θα κυλάς μαύρα περιστέρια πάνω σε σιδηροτροχιές;
Πού θα κάθεσαι να ενδυναμώνεις την ύπαρξή σου;
(Όλες οι καρέκλες ήταν εδώ-
γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι
ή ανάμεσα σε παλινδρομικά κινούμενα σίδερα).
Πού θα κοιτάζεις SHERRY; Και πού θα σκέφτεσαι;
Καθισμένη ανάμεσα σε δύο πλήκτρα γραφομηχανής
ή στο χώρο του Velpeau;
Μα πες μου SHERRY
τα μάτια σου
τόσους φιλόφρονες ήλιους πού τους βρήκαν
και σπιθοβολούν και κατακαίνε;
Τα όρη της Ανδαλουσίας μιμείσαι;
Πες μου SHERRY Ολόκληρη και Μυστική πώς χωρίς στόμα περπατάς;
Πες μου SHERRY Ακλόνητη και Ωραία
γιατί αλλάζεις φίδια κάθε φορά στα μαλλιά σου;
Επιτεινόμενη όλη των χαδιών σου η λαίλαπα με απειλεί.
Πλήγωσέ με μα δεν αντέχω θωπείες ανίσχυρες.
Αφουγκράσου SHERRY!
Είναι των σπαθιών μου το ρίπισμα που σκίζει τον αέρα'
είναι της επλιπάρησής μου η κατάπτωση'
είναι το φρούδο φίλημά μου που έτσι αντηχεί.
Πιάσε τον ήχο και κλείστον στο άσπρο σου χέρι-
θυμάσαι, που, κρύον, μ' άγγισε;
SHERRY διατρυπώσα
SHERRY απαστράπτουσα
μετρίασε τους παράταιρους ήχους.
Με την ευπαθή παλλομένη ευαισθησία μου συντονίσου.
ΟΧΙ, ΔΕΝ ΕΤΥΧΕ
Τώρα μην ξαναπείς: "εδώ είμαι" ή "ήρθα".
Ποτέ δεν ήρθες
ούτε ήσουν εδώ, αφού, τώρα, έφυγες.
Εξοικονομώ δυνάμεις για να καταλάβω
πώς εσύ που μόνο σε μένα μπορείς να χωρέσεις
με προσπερνάς.
Κροταφική επιληψία-μηνιγγίτις
αυτά μόνο μπορούν να με αποδώσουν.
Και κείτομαι νεκρός ζων.
Ομάδες περιφρούρησης θα βάλω
στο σώμα σου επάνω
να σε επιτηρούν
να περιπολούν
να μη σ' αρπάξει
να μην ταράξει
τίποτε το ωραίο δέρμα
τίποτε την ουλή από σπέρμα.
Ωραία ποιηματάκια σε περιγράφουν-πελιδνά.
SHERRY πελιδνή ελθέ'
και ο Κύριος ημών πελιδνός
σε όλες τις εκφάνσεις του βρισκόταν'
ωχρός δεν ταιριάζει να τον λέμε-να μη το λέμε…
πελιδνός και ύπτιος'
ύπτιος για να δώσει
εσύ ύπτια για να πάρεις δίνοντας.
Χριστός και SHERRY
ζευγάρι ωραίο ύπτιοι θα κάνατε-
ασυντόνιστο.
Στου σταυρού την κώχη δεν έτυχε ποτέ να σταυρωθείς'
καλά δε λέω;
Ή μήπως εκείνο το βράδυ…
Όχι, θα φαίνονταν οι πληγές σου την ώρα της γαλήνης.
Όχι, δεν έτυχε να σταυρωθείς'
τον σταυρό σου τον σήκωσαν πολλοί άλλοι
κραδαίνοντας ξύλινα πέη σε σχήμα σταυρού
και ραίνοντας μ' αυτά την είσοδό σου στα Ιεροσόλυμα.
…Κάτι μου κρύβεις SHERRY.
ΒΡΑΔΥ
Αντίθετη μείξις υγρού σκότους και ψυχράς ανησυχίας
κλώθει μέλανες χιτώνες επαλλήλους.
Η παράγουσα μηχανή, αδιάβλητος και αλάθητος
τις ίνες του σκότους σε θολά
παραπετάσματα αδιαφάνειας μεταπλάθει.
Κρυπτογελούσα η θλίψις έρχεται
και φωλιάζει στα μέρη της.
Ο ήλιος μαζεύει ό,τι είχε απλώσει και πάει στο εργαστήρι του.
Η σαϊτα του απογεύματος κιτρινοκόκκινη τροχιά διαγράφει
πριν, γρήγορα, στο δικό της πρωινό πάει.
Οι ανεπαίσθητοι θόρυβοι των πλασμάτων της νύχτας
ακούγονται υπογείως καθώς αυτά ανεβαίνουν
παίρνοντας θέση για τη μεταμεσονύκτια ζωή τους.
Η μέρα διασταυρούμενη με το βράδυ
χαμογελάει καλωσυνάτα, ξέγνοιαστη καθώς
το βιβλίο αναφοράς πεπραγμένων της παραδίνει.
Τα δέντρα ντύνονται την επιφύλαξή τους.
Τα ελαφρά ρόδα συγκλίνουν στο ανεπαρκές κέντρο τους.
Οι δρόμοι της μεγάλης πόλης χαιρετιούνται
και κλείνουν τα βλέφαρα νυσταγμένοι
(τα φώτα μένουν ανοιχτά στα μπαλκόνια τους
για τους αργοπορημένους).
Αεριούχα ποτά εκσφενδονίζονται προς πύρινες,
διαφανείς, ζέουσες και ροδόχροες επιφάνειες
εξαεριζόμενα κύκλω.
Κάπου η αυθαιρεσία των διαπύρων σωματιδίων ευοδούται.
Ακολουθούν γρήγορες ενέργειες για την εξάλειψη
του παράδοξου φωτεινού φαινομένου μέσα στη νύχτα.
Διάχυσις.
ΤΟ ΙΔΙΟ
Χτες ήτανε που οι κόσμοι γεννήθηκαν.
Θυμάμαι την πελώρια έκρηξη
(μόριο θυμιάματος ήμουν).
Μάζες ύλης σκορπίζονταν σε κάθε κατεύθυνση
ξεκινώντας από το κέντρο της διάπυρης σφαίρας.
Τα παλλόμενα στοιχεία έφευγαν
όπως τα λαμπερά μαλλιά σου φεύγουν
από το ανοιχτό σου κρανίο.
Ένα φλεγόμενο σύστημα πρωτογενών νεφελωμάτων
επέπεσε επί των χειλέων σου και έτσι γεννήθηκε
η μικρή σχισμή του κάτω χείλους.
Άλλες μικρότερες εκρήξεις φτιάξανε
τα μάτια, τη μύτη, το στόμα.
Το έρκος των δοντιών σου μόνο δεν είδα
να καθορίζεται-το φαντάστηκα.
Αργότερα διαγράφτηκαν οι μηροί, οι κνήμες…
Έτσι σε είδα να σχηματίζεσαι όλη.
Πώς να μη σε γνωρίσω όταν σε είδα
εδώ πια
στο Λος Άντζελες
μεγάλη και καταξιωμένη πόρνη
και πώς να μην ξαναζήσω εκείνη την έξαψη
αφού το ίδιο αυτό στόμα με καταπίνει..
Κρούσε με SHERRY'
θα δεις πως οι ήχοι μου είναι οι δικοί σου.