Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021

 

SHERRY   ΚΑΙ  ΦΩΣ

 

Ως στήλη υψώνεσαι έσωθεν φέγγουσα.

Αδιάθλαστες οι αείφωτες ακτίνες προς τα νεφελώματα εκφεύγουν.

Επίπλαστος χρόνος την αιωνιότητά σου σηματοδοτεί κλεψιτύπως.

Διατράνωσις γιγαντιαίων δημιουργημάτων οι αντίπερα ενοικούσες ρίζες σου

(η διαφάνειά σου δικαιώνει την παρομοίωση).

 

Κενά διευρυνόμενα αναμένουν την πλήρωση του αίματός σου.

Ρόδινο φέγγος δακτύλων ενσκήπτει σε κάθε ενατένισή σου.

Δια μέσου του σεπτού σου σώματος τα αντικείμενα απαστράπτουν.

Κλειστή αιχμή διαρκείας αναπαράγει το στήθος σου

κάθε φορά που αυτό φωτεινά αναλώνεται.

 

Ευωχία ανεκφράστως συντηρουμένη και αναιτίως αλγούσα

η ενθύμησις των πρώτων σου ερώτων

όταν, μόνον, μηδέν ήσουν.

Παιδί ελαφροντυμένο γεννούσες σφαδάζοντα σύμπαντα.

Μετρούσες από το δύο έως την έξαψη

και ενέσκηπτε το μέχρι τότε ανύπαρκτο.

Οι κόσμοι οφείλουν σε σε την απρόσκοπτη πανδαισία τους΄

και κάθε γυμνός γαλαξίας αντλεί τη σπαργή του

από την αστείρευτη ανακαίνισή σου.

 

Ιδού ο αλάθητος νεανίας

της διαστίκτου από κηλίδας φωτός νυκτός τα όρη περιέρχεται

προς συνάντησιν του πρώτου αστέρος.

Διανθίζουσαι τας σελίδας ψυχρών βιβλίων

φαιαί αποχρώσεις υπεισέρχονται.

Κράσπεδα ισορρόπου πτώσεως και ανόδου διαπλέουν το μάγμα δακρύοντα.

 

Στην άρνηση μέσα όλα αντιστρέφονται και σε διανθίζουν

Περίβλεπτη Ερωμένη.

Ανήκουστοι περιπαικτικοί μονόλογοι

υμνούν τη στρογγυλή μαλθακότητα των γλουτών σου.

Στρωματοβάμονες κλεψίτυποι αλγηδόνες σε προκαλούν

χωρίς ελπίδα όμως.

Διαχεομένη δέχεσαι όλα τα ερχόμενα

και προσβλέπουσα

κρύπτεσαι υπό το σεληνόφως.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

SHERRY…

 

Η σταχτιά επιφάνεια των τοίχων του έρωτά μου

από σε παίρνει το χρώμα-

σταχτιά-σταχτιά είσαι.

 

Τα πόδια σου δρασκελούν τους κόσμους που αυτά έχτισαν'

ένα βήμα ένας γαλαξίας

ένα πήδημα το "σύμπαν".

Βγαίνοντας από τα όριά τους

υπόσχεσαι επάνοδο και μάλιστα επαφή.

Αργά κατανοείς το άτοπο της υπόσχεσης

γιατί, κιόλας, έχεις οριστικά φύγει.

 

Τι χωρίς πόδια ν'  αγαπήσω;

Τι χωρίς χέρια;

Τι χωρίς κορμί;

Γιατί όλα φεύγουν χορεύοντας στον όρθρο.

Ένα άρωμα μένει μόνο

και μια φωτογραφία ιδανική:

λίγο ανασηκωμένο το φουστάνι

τεντωμένο από το άνοιγμα των γονάτων'

οιμωγές...υλακές...

και αντιστρέφονται τα σημάδια της αφοσίωσης-

εγώ πρέπει στην κλειστή πόρτα απέξω

να κάθομαι και να γαυγίζω.

 

Ο κύκλος ακόμα δεν κλείνει.

Εντός του οκνά και αβίαστα συνωθούνται

μέλη ακόμα ανάξια για γιορτές.

Διαλέγω την πρώτη ύλη

και μαντεύω την κατοπινή διαμόρφωσή της.

Αυτό μου δίνει τη δυνατότητα να ευωχούμαι

κραδαίνοντας ένα αρχέγονο πόδι

ή τον δακρυικό ασκό.

 

Ίσως να είναι η τελευταία φορά που σε γνωρίζω.

Μα, SHERRY, πώς έγινες έτσι;

Τα μάτια σου μαύροι κύκλοι και συ μέσα τους.

Τ΄ αυτιά σου λαβύρινθος και συ στους κύκλους τουχαμένη.

Το αιδοίο σου οπή κλεισμένη και συ αγέννητη ακόμα.

 

SHERRY πώς μετράς την αγωνία;

Με ξύλινα μέτρα ή με σίδερο πυρακτωμένο;

Και με όλη την τιμιότητα του στήθους σου πες μου-

οι νύχτες για σένα σα μέρες ευφρόσυνες είναι;

 

Μόνο εγώ απ'  όλα νιώθω την παρουσία σου.

Σε προσκαλώ

αλλά μόνο των μηχανών ο ξερός κρότος μου απαντάει

καθώς αυτές ξυπνώντας

γυμνές ακόμα

ανακλαδίζονται νυσταγμένες.

 

Ανούσια όλα χωρίς το αλάτι των δυο κρυφών χειλιών σου.

SHERRY εν τίνι αλισθήσωμαι;

Εν τίνι ζήσωμαι SHERRY;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΑ  ΒΙΒΛΙΑ

 

Πολλές εισαγωγές βιβλίων από τις υπερπόντιες κτήσεις.

Τα ρομπότ τα αγοράζουν και τα χρησιμοποιούν

στο χτίσιμο εξοχικών οικιών

αφού πρώτα τα τσιμεντώσουν γύρω.

 

Τα γράμματα τότε μέσα τους πλαντάζουν.

Μερικά επαναστατούν-

σπάζουν το περίβλημα και χύνονται έξω.

Η γυναίκα-ρομπότ λέει τότε: ο τοίχος μπάζει νερά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΙΣ ΚΟΙΝΉΝ  ΘΕΑΝ

 

Οι κνήμες σου SHERRY έπρεπε να εκτίθενται εις κοινήν θέαν.

Έστω το εκμαγείο τους (οι γυναίκες θα επαναστατούσαν

για να σταματήσει η επίδειξη).

 

SHERRY έχεις δει ποτέ τις κνήμες σου;

Μα πώς θα τις έβλεπες αφού

τα μάτια σου είναι πάνω τους.

Η προς τα πάνω προέκτασή τους συμβάλλει

στη μετωπιαία έλικα του εγκεφάλου μου.

Με το στόμα τους σε φιλώ.

Με τους πόρους του δέρματός τους αναπνέω.

Δέσμιος του αρώματός τους ενεργώ και μ'  αυτές

διασχίζω του στερεώματος τις δεντροστοιχίες.

 

Λοιπόν SHERRY πρόσεχε τις κνήμες σου.

Σε αλαβάστρινα βάζα μέσα θέσε τες

και υπερύψωσέ τες

σεπτές και ήπιες έτσι καθώς

υποβαστάζουν την απελπισία μου.

 

Και πάνω στην πήλινη πινακίδα γράψε: «πολυεύθραυστον».

 

Για να περπατάς θα σου βρω εγώ άλλες.

Εκείνες για μένα φύλαξέ τες.

 

Για να  'ρθεις εδώ πέτα-

ύστερα θα σου πω

(ξέρεις

υπήρξα πριν απ'  αυτές).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η  ΑΠΟΠΕΙΡΑ

 

Εντύπωση δεν κάνει η απόπειρα αλλά η εξοικείωση μαζί της.

Πολύν χρόνο θα προετοιμαζόσουν.

Και το στόμα σου εκηβόλο λίαν.

Τα βλήματά σου SHERRY πώς δεν τα  ’χα δει καθόλου;

Βαθιά σου σα σπέρμα ήσαν;

 

Πες μου, σημάδευες πολλήν ώρα για να βρεις την επιφάνειά μου;

Μα όλην σε είχε καλύψει..

Όπου και να χτυπούσες εγώ θα ήμουν.

Και κάθε κομμάτι μου καρδιά.

Και το χέρι μου στο χέρι σου καρδιά στην καρδιά.

Και ο ιδρώτας στο μαντήλι σου αίμα και λέμφος

(να μην ξεχνάμε και τη λέμφο…)

 

 

 

 

 

 

SHERRY  ΑΝΤΊΣΤΡΟΦΟΣ

 

Μέχρι τώρα των κλασμάτων τους όρους αντέστρεφα

και καμιά φορά

το πάνω στα μαλλιά μου ξεχασμένο πανωφόρι του ήλιου.

Η αντιστροφή βεβαίως πάντοτε με έθελγε

σε άλλα όμως δε την τολμούσα

εξ αιτίας της απνοίας που επιφέρει.

 

Των δοντιών σου το έρκος προς τα έσω κυρτούται.

Τα στήθη σου δύο κοιλάνσεις ένθεν και ένθεν της προσθίας

θωρακικής επιφανείας, με κορυφάς αντιστοιχούσας

εν ορθία ακινησία

εις το ύψος του έκτου θωρακικού σπονδύλου

(Θήτα εξ κατά την ιατρικήν σύντμησιν).

Οι ρώθωνες υπερκεράζουν τα ζυγωματικά.

 

Στο ύψος των ώμων τα δάχτυλά σου καλά κρατημένα

από το ακρωμιακό άκρο της κλειδός,

ενώ αιμάσσουσαι αι κεφαλαί των βραχιονίων κρέμανται κάτω.

Ο ομφαλός στην ιερά χώρα και έτσι να περπατάς-

προς τα πίσω φυσικά, αφού τα πέλματα δακρύουν αντιθέτως.

 

Πηχτές λέξεις εκβλαστάνουν από το μικρό σου στόμα:

"Ιστέ ωλέθ αν ιαμίε".

Έτσι και σε δέχομαι SHERRY

εντελώς αντίστροφη

σαν το σκοτεινό κοίλο φαιάς σφαίρας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΑΞΙΔΕΎΩ

 

Σε θάλασσες ήλιων και ατέλειωτης αγάπης ταξιδεύω.

Ξιφίες παράλληλοι και φωτεινοί εφάπτονται της σχεδίας μου ενδιαθέτως.

Μέδουσες διαφανείς και πολύπλαγκτες

το στρογγυλό πρώτο ευωδιάζουσες με προσπερνούν ευένδοτες και χαρίεις.

Μουσική αναπληρώνουσα τον απόντα χρόνο ακούγεται

από αθέατα υποθαλάσσια μουσικά συγκροτήματα μελλοντικών κόσμων.

 

Ανεστραμμένη επιμήκης και αιμάσσουσα η μνήμη

με ακολουθεί μένοντας πάντα πίσω μου ανίσχυρος.

Φαιδραί απεικονίσεις ιδεατών μορφών υπερίπτανται ως κινούμενοι στόχοι.

Πρωί είναι

και το πρωί άλλο τρυφερό πρωινό

σε μια διαρκή ανεύθυνη ανανέωση οδηγεί.

Χρυσίζοντα τα φύλλα της θαλάσσης

και οι αρμοί των βραχιόνων της αργυροί.

 

Στον αφρό του παφλάζοντος ύδατος

ζωγραφείται διάστικτος και κατανεύουσα

η ανομοιομερής κατανομή σου SHERRY.

Εδώ το στόμα σου

εδώ τα χείλη των αναισχύντων κνημών σου.

Εκεί ένα περιπαικτικό χαμόγελο

Εκεί ένα ηδυπαθώς περιφερόμενο και καραδοκούν βλέμμα.

 

Στερουμένη και στερούσα τέως

παρέχουσα και λαμβάνουσα νυν και αεί υπάρχεις…

Και όλα κείνται υπτίως τα μέλη σου

πληρούντα τα θαλασσινά επίπεδα διαμετρικώς.

 

Στη γαστέρα της πολύσπερμης θάλασσας πάνω ταξιδεύω.

 

Αγέννητη γεννήτρα οδύνης και σπαραγμών κάποτε ήσουν.

Τώρα τις όχθες μου περιφέρεις ευτυχής.

Μία κίνησις όλη η ορμή των υδάτων έγινε-

μία προς τα εμπρός κυλιομένη ελικοειδής πρωινή αύρα.

 

Τα κήτη με προσπερνούν αναντιρρήτως.

Μερικά με ανυψώνουν.

Οι φωτεινές σφαίρες έτσι ολοσχερώς με καλύπτουν.

Κατερχόμενος προσκρούω βιαίως

συνήθως στη λεκάνη σου SHERRY.

Αβρά με αποθέτεις γελώντας στην προτέρα μου τροχιά.

 

Τους αγερώχους πυθμένας κύπτων εποπτεύω.

Πασιφανείς και ετερόκλητοι κάθονται πάνω στα άνθη τους και ακίνητοι.

Στα λάμποντα γυμνά στήθη των αιωρούνται μικρά

ξύλινα αθύρματα εμφανώς σαθρά'

στα εύτριχα περικλεή σκέλη των

γοργόνες αείμνηστοι και νυγμώδεις, παίζουσαι,

νωχελώς ευωχούνται.

Προσβλέπεις επιπολαία και επανερχομένη ερυθριάς.

 

Στον αφρό της σεπτής σου θαλάσσης έλπιδοφόρος ταξιδεύω.

Κεκαθαρμένη και αποκαθαίρουσα

άστεγος και στεγάζουσα

πλήρης και πληρούσα μου ανοίγεις το ένθερμον ύδωρ σου.

Με αναιρείς με καθαιρείς και με εξουσιάζεις λανθανόντως.

Οδεύων προς σε

των ατελευτήτων υδατίνων όγκων σου τους ύμνους

κατανοώ ακουομένους.

Επίπλαστα τα ψάρια και ψευδή υπάρχουν στην επάρκειά σου

 

Στα οικεία βύθη σου το χέρι μου εμβαπτίζων

το έμφρον παραίσθητο γόνυ σου SHERRY θαλασσία εγγίζω.

Ανασπάσαι βιαίως

και απροόπτως δονούν την παρειά μου

της εξάψεώς σου τα κύματα.

Ταχέως συνέρχεσαι και με νουθετείς ουδετέρα.

 

Σταθμίζων τας συνεπείας προσχωρώ ασθμαίνων

στην  Κοινωνία των Υδάτων σου.

Ρεμβάζουσα και Ακκιζομένη Θαλασσινή SHERRY,

τους ευκλεείς φραγμούς των ονείρων σου υπηρετών

εκγυμνούμαι

και άδων

εμβαπτίζομαι τοις σοις ύδασι.

 

Στους  ήλιους σου τους θαλασσινούς

και στις ατελείωτες υδάτινες αγάπες σου ταξιδεύω.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

SHERRY   ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ

 

Αι αποχρώσεις της κλίνης σφαδάζουν ομοιομόρφως υπό το κάλλος σου.

Σεπτή, αδιάβλητος, ευπροσήγορος, άμωμος, κοιμάσαι.

 

Ασπίς διαχύτου φωτός σε περιβάλλει όλην.

Γυμνή και επώδυνος κείσαι εν αιθρία.

Τα χέρια του στρώματός σου κινούνται ανερυθριάστως

προς τα πλέον αγαπητά των μελών σου

πέριξ των οποίων συσπειρούνται ανενδοιάστως.

Το βαρύ αναιρείται και φεύγει.

Ελαφρότης και διάκοσμος είσαι.

 

Τα φθίνοντα χέρια σου εκτείνονται

έξω του καθέτου σου άξονος

προς το κεφάλι.

Το δεξί ανάμεσα λήθης και ιμέρων εντρυφά.

Το αριστερό μέσα στο θερμό αβρά νήχεται.

Παιδάκια χωρισμένα από το πλήθος

γλυκά κι ανυπεράσπιστα

ξέγνοιαστα επίσης

περιδιαβάζοντα σε δάσος από μαργαρίτες μοιάζουν.

Οι φλέβες τους δρόμοι ευθύνης και ηδονικής διαδοχής.

Το άσπρο του δέρματός τους κατάσπασις παραπετασμάτων εαρινού θάμβους.

Και τα δάχτυλα

αδιάσπαστα δεμένα με όλα γύρω, όλα τα κρατούν-

μυτερές τρίαινες, βέλη σιδερένια

τρυπούν την αδιάσπαστη αφοσίωση και εγκαρτέρηση

απωθώντας τες στα όρια του απροχωρήτου΄

χερσονήσους λατρείας

εισχωρούσες στην επίπονη θάλασσα της ασεβείας

ωρισμένως θυμίζουν.

 

Οι ώμοι εκχύνοντες χρυσίζον ρέον φως

συνωθούνται μεταξύ των επικεντρωνόμενοι

και αποδίδοντες στον κορμό

την άμεμπτη θηλυκή του οξύτητα.

 

Τα στήθη σου, καθώς γερτή μένεις

κλίνουν ελαφρά το κεφάλι.

Σαφείς αι θηλαί των το σύμπαν αμελγόμεναι τρέφουν.

Πάνω τους παιχνιδίζουν χαρούμενα μέλισσες

και ακραιφνείς ερωδιοί φλερτάρουν ακώλυτοι.

Στήθη παιδίσκης ή εταίρας ευωνύμου τα στήθη σου είναι.

 

Η μέση λίγο δεξιά στρέφει

συνεχομένη εις πασιφανείς γλουτούς οδαλίσκης ανθούσης.

Επάνω της αόρατη του Μορφέως η καφαλή ακουμπά:

εκεί αυτός, όταν θέλει, κοιμάται.

 

Το εφήβαιον συμμετρική πάνσοφος παρουσία

προτρέχουσα

και περιτρέχουσα το έναστρον δάσος-

άστεγο κοράκι που άλλες ώρες τη θέση του

σε λευκό περιστέρι τελείως παραχωρεί.

 

Μηροί και κνήμες κρυφίως διαπλεκόμενοι

στον αριθμό τέσσερα

όσα και τα συστατικά τους είναι:

Φωτιά, Κύμα, Απελπισία, Έαρ.

 

Σε λίγο

μπροστά σε όλων τα μάτια

ένας σάτυρος έρχεται και εκεί

κοιμωμένην

σε βιάζει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΤΟ  ΓΡΑΦΕΙΟ

 

Στο γραφείο εντύπωση προκαλεί ο τρόπος

που όλα συμπλέκονται και αλληλοεξαρτώνται.

Ο χαρτοκόπτης συνουσιάζεται με τη γομολάστιχα.

Το σφουγγαράκι του νερού γεμάτο υγρή κόλλα.

Ο διακορευτής αξύπνητος ακόμα.

Οι καρφίτσες αιμάσσουσες,

και όλο το γραφείο μέσα στο δεξί του συρτάρι.

 

Πάνω απ'  όλα η φωτογραφία σου.

Με τις δύο εξουσιαστικές στήλες φωτός

λάμπουσες πλήρως πριν καλυφθούν

από το αρχόμενο και ερχόμενο σκότος

της υφασμάτινης ευωχίας.

 

Η εργασία αρχίζει από το τέλος ως συνήθως.

Το αναμενόμενο γίνεται παρόν και το παρόν

μετατίθεται προς τις τρεις το μεσημέρι.

Εκεί πρέπει να βιαστώ

γιατί αν δεν το προλάβω

στις τρεις και πέντε θα συνθλιβεί.

 

Αν και (όπως σε κάθε αρχή) όλα μεγεθύνονται

γρήγορα σε διαπεραιώνω.

 

Προς τις δώδεκα

ίσως κουρασμένη πια, νυστάζεις.

Ένα φλιτζάνι καφέ σε ανανήπτει.

Και μου φέρνεις το συνηθισμένο έγγραφο.

Διαβάζω: SHERRY ορχουμένη'

SHERRY δονούσα'

SHERRY ωδίνουσα'

SHERRY ακραγγίζουσα πόθω'

SHERRY αλγούσα'

SHERRY ασθμαίνουσα'

SHERRY ομιλούσα'

SHERRY κορυβαντιώσα εν οροπεδίω'

SHERRY σφύζουσα μνημών απαρεγκλίτων.

Το υπογράφω ταχύτατα και το αρχειοθετώ.

 

Νόημα δεν έχει η πράξις σου

όμως πάντα τέτοιαν ώρα

παίρνεις τη μεγάλη αστροφεγγιά

τινάζεις τα ετοιμόρροπα αστέρια και πλησιάζεις

αγέρωχη και κρατούσα.

Η ανένδοτη επιφάνεια των ενδυμάτων μου

καλύπτεται από ψήγματα χρυσού και αργύρου

αβαρή και αδιάσειστα.

Νήχεσαι εντός τους προς όλες τις κατευθύνσεις.

Από παντού αλλού χάνεσαι.

Σε ξαναβρίσκω όταν σε κάποιαν απότομη κίνηση

όλα αυτά πέσουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

SHERRY ΧΡΥΣΗ

 

Χρυσή βροχή πέφτοντας

με γονιμοποιεί

και με μεθά, με ζαλίζει.

Ευχές κάνω και προσπαθώ

στο στενό σου σουτιέν να χωθώ,

μια θέση να βρω στης κυλόττας σου

την υγρή επιφάνεια.

Αντιστέκεσαι και με πονάς.

Κυρίως γιατί σ' αγαπώ.

Και σ' αγαπώ γιατί έτσι.

Η αγάπη δεν έχει γιατί.

Μόνο ένα κορμί έχει

αδιάντροπο και ροδαλό

που προκαλεί.

Και την απόλαυσή του.

Τίποτ' άλλο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

SHERRY  ΜΩΒ

 

To πονεμένο σου το κλάμα,

η ευγένεια της ματιάς

δεν κάνανε το θάμα.

Της ώρας της κακιάς

 

εβλάστησε ο σπόρος

κι η μόνη έχει χαθεί

η ευκαιρία. Ο χώρος

εγέμισε σταχτί.

 

Η λάμψη του άστρου σβήνειι.

Μ' αφήνεις μοναχό

και μόνη έχεις μείνει

με ταίρι τον αχό

 

του πόθου μου που θέλει

σε σένα ν' απλωθεί

μα βρίσκει όλα τα μέλη

να σου έχουν αλωθεί

 

απ' τ' άδικα εκείνα

παιχνίδια τα φρικτά

που σου κρατούν για μένα

τα μάτια σου κλειστά.

 

 

 

 

SHERRY  ΧΑΚΊ

 

Στρατιώτης σε μάχη μεγάλη

στρατιώτης σε άνιση πάλη

έτσι μαζί σου είμαι

έτσι κοντά σου κείμαι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

SHERRY  ΙΩΔΗΣ

 

To άδειο πληρώνεις εσύ

Sherry πανταχού παρούσα.

Σκάλα χρυσή

τα μαλλιά σου τα ρούσα.

 

Πληγή μου ανοίγεις παλιά

που μόνο με φιλιά κλείνει.

Αλλά δε μου δίνεις φιλιά-

η Εύα δε σ' αφήνει.

 

Στα σκέλη σου μέσα κρατάς

κλεισμένον με όλον

χωρίς να ’μαι εκεί. Και πατάς

με αναίσχυντον δόλον

 

τους όρκους που μια νυχτιά

κρυφά είχες δώσει.

Θάλασσα είσαι πλατιά

και κύμα έχεις σηκώσει

 

που πεσμένον με χτυπά.

To καθένα σου στήθος

στο στόμα μου χωρά-

πράγμα αδύνατο συνήθως.

 

To χέρι μου πάει χαμηλά

εκεί, κάτω απ’ το φουστάνι

και ύστερα κυλά

εκεί που δε φτάνει

 

ο πόθος κανενός θνητού.

Και μένεις μονάχη.

Τις αισθήσεις φυτού

πρέπει να 'χει

 

η αδιάφορη διαγωγή σου'

ή να ’χει διαστρεβλωθεί

από την ήπειρο που μαζί σου

παίζοντας, έχει λερωθεί.

 

Όλη η Αμερική

χωράει στα σκέλη σου εντός.

Τη βλέπω εκεί

καθώς κείμαι εκτός.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

SHERRY ΜΠΕΖ

 

Δεν είχα τα χρώματα δει

της γραμμής των ώμων σου.

Tα φανταζόμουν ερυθρά

και φεύγοντα

πάνω σε μια

φωτεινή γραμμή ψευδαργύρου.

Κορμί πόρνης. Γλουτοί

που καλούν για τον στρόβιλο της αγάπης.

Στήθη ανεμίζοντα ίμερους στις άκρες τους.

Κενή μου κλίνη...

 

 

 

SHERRY ΟΥΡΑΝΙ

 

Παίρνουν τα χέρια σου τη θλίψη μου

και την περνούν απέναντι

πάντοτε περνώντας την κάτω

από τα δυο ανοιχτά σου πόδια-

το μόνο ανοιχτό

πάνω στη ματωμένη καρδιά σου.

Σε κοιτάζω με ανυπόκριτο θαυμασμό.

To εσώρουχό σου μπλε

και υγρό σαν θάλασσα.

Ματωμένη ευαισθησία σε προκαλεί.

Η καμπύλη των γοφών

και της κνήμης η αδρή παρυφή

μακραίνουν καθώς από μέσα κοιτάζω.

Είσαι ένα τριαντάφυλλο

με μακρύ μίσχο

και ζάχαρη στην κορυφή του

γεννημένο για μέλισσες οκνές

και για φιλιά θλιμμένα.

Τα πέταλά σου

την πρωινή δροσιά πίνουν.

Και τα χέρια σου τη θλίψη μου παίρνουν

και πάντοτε

απέναντι την περνούν.

 

 

 

 

 

SHERRY  ΜΑΥΡΗ

 

Μαύρη -μαύρη-μαύρη-μαύρη

μαύρη μοίρα σε κρατεί

κι ηδονής χαρά δε θα 'βρει

η ύπαρξή σου η κουτή

 

μακριά μιας και σε διώχνει

από με που σε καλώ

και σε πέη άλλα σε σπρώχνει

το άσκεφτό σου το μυαλό.

 

Αν φαντάζοσουν μονάχα

πώς μαγάλα με δονεί

η ειδή σου-πόση θα ’χα

να σου δώσω αληθινή

 

τη γλυκιά χαρά να νιώσεις,

δε θα ζήταγες αλλού

χάδια ψεύτικα να δώσεις-

δε θα ζήταγες φαλλού

 

άλλου θέα ν' αντικρίσεις.

Μαύρη μοίρα σε κρατεί

και τη ζήση σου να σβήσεις

μακριά μου σου απαιτεί.

 

 

 

 

SHERRY ΚΟΚΚΙΝΗ

 

Τεράστια παλίρροια φουσκώνει

ο πόθος απόψε. Οργά

η ύπαρξή μου. Ματώνει

το χείλι. Γοργά

 

τα κύματα πάνω μου σπάνε.

Το καίον σου σεξ προκαλεί

τα χείλη που μάταια ζητάνε

στην έρημο δρόσου φιλί.

 

To αίμα σου μέσα μου ρέει

και άναιμη μένεις εσύ.

Στις φλέβες σου ξύλινα πέη

εκχύνουνε μπρούσκο κρασί.

 

Και μέσα σου είμαι' και σ' έχω

ολάκαιρη μέσα μου εγώ.

Στ' αμπέλια τα πρώτα σου τρέχω

και μούστο δροσάτον τρυγώ.

 

Α! Κόκκινη! Κόκκινη SherryΙ

Α! Κόκκινη Sherry γιατί

σαν τρέμον σταχτί σπουργιτάκι

η θλίψη σου εδώ περπατεί…