ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΡΩΡΕΡΚΑΡ
σε δύο μέρη
μερος δεύτερο
ιβ.
Όχι-της λύπης δρόμο μη μου ανοίξεις.
Μη θρήνου μού γεννήσεις συ αιτία.
Μη στης απελπισιάς συ τη θητεία-
στο ζωντανό το θάνατο-με ρίξεις.
Τ' "όχι" σου το φρικτό μη μου πετάξεις-
δλητηριασμένο στην ψυχή μου βέλος'
καλλίτερα στην ύπαρξή μου τέλος
παρά όντας ζωντανή να τη ρημάξεις.
Καλό είναι το μαχαίρι όταν σκοτώνει
κι όχι αν αγιάτρευτες πληγές αφήνει.
Καλή ’ναι η κατάρα σαν πετρώνει
κι όχι σε δυστυχιάς ειρκτή που κλείνει.
Του Άδη κάλλιο οιμωγές ν’ ακούω
πόρτα παρά ολόκλειστη να κρούω.
ιγ.
Κουβέρτες στο μπαλκόνι της κρέμασε ν’ αεριστούνε.
Στεκόμουν και τους έλεγα και τις παρακαλούσα
για του κορμιού της τις κρυφές τις χάρες να μου ειπούνε-
για όσα ντύνουν το κορμί, γυμνό σαν είναι, λούσα.
«Πράμα ζητάς αδύνατο φτωχέ μου ερωτεμένε.
Να πουν κεράκια του ηλιού το λαμπροφώς μπορούνε;
Τη δυστυχιά μπορούν να πούν τα μάτια όσο κι αν κλαίνε;
Το μεγαλείο του θεού ψαλμοί να δι’γηθούνε;
Τα μάγια και τα θάματα που στο κορμί της δένουν,
όσα πολλά κι αν στόμα ειπεί, τρανά κι αν χείλι ψάλει,
μικρά γινόνται τα τρανά και τα πολλά λιγαίνουν-
ανείπωτη ειν’ η ομορφιά στο σώμα αυτό που θάλλει.
Μονάχα αν κάτω από μας γλυκοβρεθείς μαζί της
τ’ άγια θα βρεις και τα ιερά που κλει’ τ’ αβρό κορμί της.»
ιδ.
Φτωχά τα όπλα που 'χει η ποίησή μου
την ομορφιά σου για να τραγουδήσουν.
Στη λάμψη σου τα λόγια τους θα σβήσουν
ως σβει η χαρά στον πόνο τον βαθύ μου.
Γέννα μιας εξωγήινης είσαι Τάξης-
και πώς να τήνε πει μπορεί κανένας.
Λόγια ομορφότερα από κάθε πέννας
θα δεις αν στον καθρέφτη σου κοιτάξεις.
Μπροστά τραβάς του κάθε Ωραίου πρώτη
και κάθε κάλλους ψυχικού Ηγερία.
Κι οι δυο σου οδηγοί, Αιδώς κι Αγνότη
μοναδική σε κάνουνε κυρία.
Ποια πέννα όσο γενναία κι αν πολεμήσει
μπορεί τα τέτοια σου όπλα να νικήσει;
ιε.
Φεγγάρι
μια μπλούζα της δώσε μου μόνο
να βάλω μέσα τις γροθιές μου
να τις δαγκώνω ως να ματώσουν.
ιστ.
Γεμάτη θέλγητρα γλυκιά κυρία,
θαρρείτε ότι ψέματα μιλάω
λέγοντας βλέποντάς σας πως μεθάω;
Θαρρείτε πως δεν είστε η αιθερία
που θέλοντας, σε μία ομηρεία
δίπλα σας με κρατείτε όπου πάω;
Άλλος Νουμάς εγώ δε σας κρατάω
για οδηγό σε όποια μου πορεία;
Ποιήματα τέτοια γι άλλην θα ’χα γράψει;
Αν σεις δε μου οδηγούσατε το χέρι
το τέλος μου αυτό δε θα ’χε φέρει;
Και, λαμπερό του έρωτά μου αστέρι,
θ' αφήσετε τη φλόγα να με κάψει
που σεις μες στην ψυχή μου έχετε ανάψει;
ιζ.
Μεριάστε το ιώδιο σας κυρία.
Εδώ κυρία δεν έχουμε εκδορές.
Ήπατος ρήξη εδώ η αβαρία.
Χειρουργικές χρειάζοντ’ εδώ τομές.
Για την αρρώστια μου αν έχετε έγνοια
βάλτε στην άκρη τα ηρεμιστικά.
Εδώ κυρία έχουμε σχιζοφρένια-
βαριά εδώ απαιτούνται γιατρικά.
Φουρτούνα ωκεανού τη βάρκα χάνει.
Σταγόνα την ατμίζει η πυρκαγιά.
Και σκάλα όσο ψηλή, ανθούς δε φτάνει
να δρέψει από χαράδρας την πλαγιά.
Αν θέλετε κυρία να με βοηθείστε
σας μένει μοναχά να μ' αγαπήστε.
ιη.
Θεό αόρατο οι πιστοί λατρεύουν.
Θάμα δεν έχουν δει μα το πιστεύουν.
Κι όλο κεριά στις εκκλησιές ανάβουν
και ψαλμουδιές και προσευχές δεν παύουν.
Κι εγώ που σ’ είδα δε θα σε λατρέψω;
Ύμνους στη θεία μορφή σου δε θα πλέξω;
Κι αν δε σ’ αγγίζω τι με τούτο τάχα;
Λατρεύουμε ό,τι αγγίζουμε μονάχα;
Κοντά μου κι α’ δε ρθείς, που σ’ είδα φτάνει
Θεό μου η πεθυμιά μου να σε κάνει.
Κι αν το θελήσεις κι όλη αγέρας γίνεις
θα σ’ ανασαίνω ζωή για να μου δίνεις.
Κι αν έρθεις μες στο στήθος μου μαχαίρι-
γιατί άργησες μονάκριβό μου ταίρι;
ιθ.
Κοντά μου αφού δεν είσαι σα διαβάζεις
τα που για σένα έγραψα βιβλία,
παίρνω ένα και, από δω εγώ, κυρία,
σελίδα σε θωρώ νοητά ν’ αλλάζεις.
Και φορτικά να φανταστώ πασκίζω
πώς κάθε μια θωρείς γλυκιά λεξούλα,
με τι γελάς, ποια σ’ άγγιξε φρασούλα,
πού δάκρυσες… κι όλο έτσι συνεχίζω
μέχρι όλο το βιβλίο να τελειώσω.
Και πια μετά το ξαναπιάνω πάλι
κι ασίγαστα ποθώντας να σε νοιώσω
στην ίδια πάλι ξαναπέφτω ζάλη.
Τάχα μπορείς, διαβάζοντας, γλυκιά μου,
να δεις πόσο πικραίνεις την καρδιά μου;
κ.
Όντας γιατρός έχω αρρώστιες τόσες
γιατρέψει, που ως προχτές μόνο θαρρούσα
ότι κι εγώ ατός μου αν αρρωστούσα
θα γιατρευόμουν τόσες που ’χω γνώσες.
Μα τούτη η αρρωστιά που ’χω αρρωστήσει
δε λέει να μου περάσει ό, τι κι αν κάνω
και φάρμακο στο φάρμακο επάνω
άχρηστα γιατρικά έχω γεμίσει.
Σκέψης νυχτιές και λογικής κραιπάλη
λες θέλουνε κι αυτές να με παιδέψουν-
δε στέργουν την αγάπη τη μεγάλη
για σένα που με καίει να μου μερέψουν.
Xωρίς αξία όλ’ αυτά μού μένουν
και τις πληγές που μου άνοιξες βαθαίνουν.
κα.
Λέω πως ίσως πρέπει να προσέχω
μήπως, για την αγάπη λέγοντάς σου
που ένιωσα σα μ’ είδε η ματιά σου,
γελοιότητας βροχή πάνω μου βρέχω-
μην ευτελίζω την καλή μου φήμη
τον πόνο λέγοντάς σου που με κόβει.
Μην η γραφή αυτή μου περικόβει
την παινεσιά που δίκια με αμείβει.
Μα τάχα ο νηστικός ντροπή θα λάβει
αν -ο φτωχός- ζητάει αποφαίδια;
Ή SOS αν στέλλει αδιάκοπα καράβι
που απ’ του νερού χαλιέται τα παιχνίδια;
Ίσως. Μα προσευχές στο θεό σαν πέμπεις
ποτέ μες στο γελοίο δεν θα έμπεις.
κβ.
Πόσο ζηλεύω αυτό το κύπελλό μου
στου τραπεζιού μου που βυθάει τη σκόνη!
Μια ηρεμία μέσα του απλώνει
που έχω καιρό να δω στον εαυτό μου.
Δεν ταξιδεύει όπως το μυαλό μου
στο χαμογέλιο σου που όλα πληγώνει.
Κι η σκέψη των ματιών σου δεν το λιώνει,
κι ουτ’ η ιδέα του στρογγυλού σου ώμου.
Πηλός κι εγώ πηλός κι η αφεντιά του.
Μα τόσο ο πόνος μου για σε μετράει
που μπαίγνιο μ’ έχει κάνει του θανάτου.
Αυτός για σένα ο πόνος θα με φάει.
Κι αυτό το κύπελλο, ως τραβάω κάτου,
πάλι αδιάφορα θα με κοιτάει.
---------------------