Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΡΩΡΕΡΚΑΡ
σε δύο μέρη


μερος πρωτο

α.

Μη μου παινεύετε την ποίησή μου.
Το μάτι παίνεσε ποτέ του δάκρυ;
Το κύμα το ύμνησαν θαλάσσης μάκρη
και τη λευκότητα τ’ άνθος του κρίνου;

Πότε ορχήστρα εκθείασε όργανά της;
Ή μήπως είδατε μες στη ζωή σας
να πλέκει εγκώμιο το ψητό της κνίσας
ή απ’ τον Αίολο να παινιέται ο μπάτης;

Το χέρι μου η ψυχή μου αν προστάζει
και ποιημάτων γράφει αυτό σωρεία,
μα την ψυχή μου την εξουσιάζει
η Χάρη κι η Αγνότη σας, κυρία.

Κυρία, αν ό,τι γράφω σας αρέσει
εσάς ο εαυτός σας ας παινέσει.















β.

Τι περιμένεις για να 'ρθεις κοντά μου;
Τι άλλο αν σου 'λεγα γλυκιά μου ωραία
θα είχα την εξαίσια σου παρέα;
Τρέμοντας σε καλούν τα ποιήματά μου.

Τρελά ποθώντας σε στέκω εδώ χάμου.
Στων δυο ματιών σου καίγομαι τη θέα.
Κάθε που θέλει φέξει ημέρα νέα
και πιο βαθιά πληγώνεις την καρδιά μου.

Τι καρτερείς κοντά μου για να έρθεις;
Στραβό τι κάνω κι είσαι αλάργα ακόμα:
Τα βήματά μου δες-δεν είναι μέθης;

Και ξέρεις πως δεν πίνω άλλο πιόμα
παρά, κοντά μου κάποτε που εβρέθης
τα λόγια που 'βγαν απ' το θείο σου στόμα.














γ.

Αφού διαλέξατε να με σκοτώστε
το χάδι σας για με κρατώντας ξένο
ιδού κυρία! στο χαμό πηγαίνω-
πια ό,τι αν κάνατε δεν θα με σώστε.

Μόνο, αν θανάτου επιλογή μού δώστε
θα διάλεγα να πάψω ν’ ανασαίνω
απ’ το χεράκι σας το αγαπημένο:
Ναι! Θα ’θελα κυρία να το απλώστε

και μύτη να μου φράξετε και στόμα.
Κι ως μαύρο όλα θα παίρνουν γύρω χρώμα
την πυρκαγιά που μου ’χετε αναμμένη
θα τήνε στείλω εγώ να σας θερμαίνει,
αφού προτού απ’ τ’ αβρό σας χέρι σβήσω
μ’ όλη μου τη λατρεία θα το φιλήσω.
















δ.

Πόσο εγώ είμαι δυστυχής! Α! Πόσο είμαι θλιμμένος!
Πώς έτσι εγώ επιάστηκα σ’ αυτήνε την παγίδα!
Αφού καθώς την ήθελα, έτσι εχτές την είδα,
γελοίος γιατί ένιωσα και πιο δυστυχισμένος;

Να μου γελάει την ήθελα. Μου γέλασε ορισμένως.
Μα ω! Θεέ του Έρωτα! Γιατί όσην ελπίδα
το γέλιο αυτό της μου 'δωσε, μια ήρθε καταιγίδα
και την εσάρωσε; Γιατί για μένα αυτό το μένος;

Αλήθεια! Αυτό το γέλιο της, το σαν Λαμπρή ωραίο
εβύθισε στο στήθος μου μαχαίρι ένα νέο:
ποιος το θεσπέσιο γέλιο της κάθε ημέρα το 'χει;
τα χείλη αυτά-φονιά Θεέ! –ποιος… ποιος της τα φιλάει;
κι ενώ σε μένα ένα μικρό χαρίζει πρωτοβρόχι
ποιον...ποιον...ποιον...ποιον το γέλιο της-αχ! ποιόνε πλημμυράει;..














ε.

Πόσο θα ήμουνα κενός και φαύλος
αν μόνον του κορμιού σας εμετρούσα
τα όμορφα και τ’ άγια και τα πλούσ’α,
όπως μαζί σας κάνει κάθε άλλος...

Και καιροσκόπος θα ’μουνα μεγάλος
κι ανυπερθέτως θα σας αδικούσα
αν στη φωνή σας μέσα δεν γροικούσα
της Αρμονίας ν’ αντηχεί το Κάλλος.

Κι αν δεν μπορείτε να με ακολουθείστε
σ’ αυτόν, κυρία, τον συλλογισμό μου
ο φταίχτης-όχι-σεις γι αυτό δεν είστε:
είναι που μέσα στο φτωχό μυαλό μου
μέσα σας ό,τι εχώρεσε να κλείστε,
κυρία, ξεπερνάει τον εαυτό μου.
















στ.

Γλυκιά γυναίκα
χάρες γεμάτη
θεός ποιος σ’ έκα-
ν’ έτσι ευωδάτη

και σου επελέκα
σάρκα δροσάτη
κι άριστα δέκα
που παίρνει μάτι;

…Μα αφού δικιά μου
δε σ’ έχει κάνει-
όποιος κι αν είναι-
τότε γλυκιά μου
Χάρου δρεπάνι
για μένα γίνε.












ζ.

Που σ’ αγαπώ τη γειτονιά αγαπάω.
Και όλο η αγάπη μου απλώνει
και πόλη, γη και σύμπαν μας αλώνει-
πιο σ’ αγαπώ-μ’ αγάπη πιο μεθάω.

Κι έτσι που εσύ δεν μ’ αγαπάς, ο μόνος
μέσα στη φύση νιώθω μισημένος
σαν πάνω μου να ξέσπασε το μένος
που από γέννα κουβαλεί ο Χρόνος.

Και τόσο ξένο νιώθω τον εαυτό μου
με τα δικά σου τα όμορφα μεγάλα
που με το ίδιο αυτό το δάχτυλό μου
σαν μύγα ψόφια τον πετώ απ’ το γάλα.

Τέτοια αν τους βρίσκεται μοίρα γραμμένη
γι αυτό αυτοκτονούν οι ερωτευμένοι.














η.

Χειμάρρου έχεις δει θολά νερά
πώς αγριεύουν και χιμούν και σπούνε
πάνω στα βράχια που άφευγα τα κλειούνε
κι από δεξά τους κι απ’ άριστερά;

Κι έχεις ιδεί την πόρτα να βροντά
παιδάκι, λέγοντας: "φεύγω απ’ το σπίτι!"
και πώς στον πρώτο που θα δει αλήτη
πάλι γυρνάει στο σπίτι του ξανά;

Δεν βγήκε ο χείμαρρος απ’ τα όριά του,
και ούτε το παιδάκι απ’ τα δικά του.
Σπίτι και βράχια όρια είναι δικά
όταν μ’ αγάπης θέρμη είναι χτιστά.

Και συ μη απ’τα όριά σου λες πως βγήκες
μα όρια νέα σε με να λες πως βρήκες.











θ.

Σεμνότητα. Και Πνεύμα. Κι Ομορφιά.
Ποτέ δεν ήταν όλα συναγμένα
μες σ’ ένα πλάσμα. Έγιν’ αυτό με σένα
και μου κεντάει τον μέσα μου γραφιά.

Στα πλούτια της Σεμνότης σου βυθώ
και όλος με χρυσά γεμάτος βγαίνω.
Την Ομορφιά σου διόλου δεν λιγαίνω
και τόσην ας τρυγώ σα σε κοιτώ.

Και Πνεύμα εγώ γυρεύοντας να νιώσω
μες στην Ανοησία των Καιρών
αρκεί το χέρι μου προς σε ν’ απλώσω
για να πληστεί Αύλων Ανθηρών.

Σεμνότητα. Και Ομορφιά. Και Πνεύμα.
Κι όλα πλαντούν σ’ ένα σου μόνο βλέμμα.















ι.

Mην όσα γράφω εδώ σας κολακεύουν.
Σας πρέπoυv άμετρα κυρία ακόμα.
Κι είθε ποτέ μην τού κλειστεί το στόμα
’σάς που τα λόγια του να πουν γυρεύουν.

Κυρία η πηγή όσων γράφω είστε.
Στα νάματά σας βρέχω εγώ την πέννα.
Λοιπόν αυτά για σας δεν είναι ξένα
γι αυτό και όλα ας τα καλωσορίστε.

Είν’ η ουσία σας. Ο εαυτός σας.
Είναι αυτά κυρία ο θησαυρός σας.
Είναι ό,τι σεις να δείτε δεν μπορείτε.
Σεις άλλων πλούτια ήθελε ιδείτε.

Μα όσο κι αν ψάξτε σ’ ό,τι στέκει εμπρός σας
αντάξιό σας κάτι δεν θα βρείτε.















ια.

Ως και το φως μ’ έκανες να μισήσω.
Θαρρούσα φως στο σπίτι σου σα βλέπω
δικιώνομαι το νου μ’ αυτό να τέρπω
σε ύπνο πριν τα μάτια μου να κλείσω.

Μα συ-πώς θε μου να τo ξεστομίσω-
το φως που μου ’δινες χαρίεις να δρέπω
και νότες με αυτό χαράς να μέλπω
το σώμα σου δε φώτα’ε τ’ αγγελίσ’ο.

To φως τ' ανάβεις να με κοροϊδεύεις
πως τάχα είσαι μέσα κι όχι έξω
με την ειδή σου κι άλλους να μαγεύεις…

Δεν το μπορώ το πράγμα αυτό να στέρξω-
στο λέω κι ας μην ίσως με πιστεύεις:
ούτε το φως πια δεν μπορώ ν’ αντέξω.