Φώτη τρία συμβάντα ή καταστάσεις του εικοσιτετραώρου που που πρέπει να μάθεις. Θα στα πω με συντομία.
Πρώτο.
Κοιτάχτηκα σε ολόσωμο καθρέφτη πρώτη φορά σήμερα μετά από χρόνια. Είμαι χάλια. Τώρα καταλαβαίνω γιατί η Δήμητρα φέρθηκε όπως φέρθηκε. Έμενα τότε κάτω από τ’ αυλάκι στην Τρίπολη. Η Δήμητρα έμενε στην ίδια πολυκατοικία με μένα και λάτρευε κυριολεκτικά την ποίησή μου. Μια μέρα τη συνάντησα στο δρόμο. Ήταν με κάποιον άλλο. Μου τον σύστησε και είπε στον τύπο με θαυμασμό «δεν ξέρεις τι ποιήματα γράφει!» και αμέσως μετά γύρισε προς εμένα, στράβωσε το πρόσωπό της σε μια έκφραση απέχθειας και συνέχισε δείχνοντάς με στον τύπο «και κοίτα τον πώς είναι…»
Φαίνεται πως από τότε είμαι έτσι. Να μη στα πολυλογώ έτρεξα και πήρα ένα καινούργιο μπουφάν μήπως κρύψει τίποτα.
Δεύτερο.
Διαπίστωσα πως ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΧΑΖΟΣ. Πώς το διαπίστωσα;
Δυο μέρες, Πέμπτη και Παρασκευή, για να μη σου πω δυο μερόνυχτα, αγωνιζόμουν να βρω στον κομπιούτερ μου πώς θα βάλω μερικές λέξεις αυτόματα σε αλφαβητική σειρά. Δεν τα κατάφερα. Είχα καταλήξει πως είμαι χαζός αφού δεν μπορώ να βρω κάτι που ξέρουν ως και παιδάκια πέντε χρονών. Ξαγρυπνισμένος και με πόδια να πονάνε πήρα τον κομπιούτερ υπό μάλης και επισκέφτηκα με τη σειρά έναν ειδικό στα κομπιούτερς, μία κυρία γειτόνισσα που η δουλειά της είναι να δουλεύει τον κομπιούτερ εννιά ώρες την ημέρα επί τριάντα χρόνια και ένα ίντερνετ καφέ. ΔΕΝ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑΝ ΟΥΤΕ ΑΥΤΟΙ! Πήγα στο φαρμακείο της γειτονιάς που είμαι πελάτης. Εκεί υπάρχει μια κοπέλα που είναι επαγγελματίας του θέματος και προσωρινά εργάζεται στο φαρμακείο. Έλειπε. Η φαρμακοποιός «ήξερε από αυτά» Προσπάθησε για μισή ώρα. ΔΕΝ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕ! Καταλαβαίνεις, αφού τόσοι άνθρωποι που δεν είναι χαζοί δεν κατάφεραν να το κάνουν, άραγε ούτε κι εγώ είμαι χαζός. Γύρισα σπίτι με ανικανοποίητη την ανάγκη μου αλλά με αγαλλίαση: δεν είμαι χαζός.
Τρίτο.
Χες βράδυ, για να ξεδώσω από την παραπάνω προσπάθεια, βγήκα έξω για μια βόλτα. Στο τραπεζάκι του καφενείου της πλατείας ένας παλιός συνάδελφος. Ενενηκοντούτης αλλά που κρατιέται ακόμα. Το βράδυ είχε έρθει και νύχτωνε γρήγορα. Ομιλίες γύρω, που ακούγονταν σαν να έρχονταν από κάπου μακριά. Ο φίλος μού ανακοίνωσε πως αυτό το καλοκαίρι θα πάει για τελευταία φορά στην ιδιαίτερη πατρίδα του γιατί από του χρόνου, μου είπε, δεν θα μπορεί να οδηγεί γιατί δεν θα βλέπει καλά. Η κοπέλα μέσα στο καφέ έτρεχε να προλάβει τους πελάτες. Δυο μικρούτσικα παιδάκια παίζαν τρέχοντας γύρω μας προφέροντας ακαταλαβίστικες λέξεις. Ένας λατερνατζής πέρασε, το μικρό κοριτσάκι του μας έτεινε το πιάτο για τις δεκάρες μας. Όλα αυτά εκτυλίσσονταν σαν μέσα σε μια χριστουγεννιάτικη νύχτα που μέσα στην ομίχλη της οι λέξεις έρχονταν πνιχτές και τα μάτια έβλεπαν θαμπά.
Και ξαφνικά, χωρίς να καταλάβω πώς, όλα φωτίστηκαν. Όλα. Σαν ένα εξώκοσμο φλας ξάφνω να άναψε. Και μέσα στη λάμψη του, τα είδα όλα. Όλα. Εκεί, λίγο πριν χωρίσουμε με το φίλο και ενώ μιλούσαμε ακόμα.Τα είδα όλα Φώτη. Τα είδα καθαρά και αναμφίβολα. Είδα την αλήθεια Φώτη. Και είδα ένα άδειο Φώτη. Είδα το τίποτα Φώτη. Όλα αφανισμένα. Είδα χαμένα όλα Φώτη. Σαν όσα δήθεν υπάρχουν να μην ήταν παρά εικόνες ασύστατες, φανταστικές, που όμως σε καμιά διάνοια μέσα δεν διαδραματίζονται και που μόνον η ανάγκη για επικοινωνία μας με κάνει να τις χαρακτηρίσω κάπως. Φώτη δεν μας ονειρεύεται καν κάποιος. Ούτε όνειρο δεν είμαστε.
Σάββατο, 22 Απριλίου 2017
Καλώς τηνε. Κάθισε. Και πριν απόλα να σε ευχαριστήσω που διάλεξες την ημέρα του βιβλίου για να έρθεις και ν’ αρχίσουμε τη δουλειά. Κατά δεύτερο λόγο να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στην κυρία Κοντού που σ’ έστειλε. Μου είπε ότι ξέρει τι είδους κοπέλα μου χρειάζεται και ότι θα μου την έβρισκε. Και το έκανε. Δε θέλει πολλά ένας άνθρωπος στην ηλικία μου για να καταλάβει κάποιον μόνο βλέποντάς τον απέναντί του. Η έκφραση του προσώπου, το σχήμα του στόματος, η στάση του σώματος, ο τρόπος που μπήκες στο δωμάτιο, η χροιά, η ένταση και η ηρεμία της φωνής σου σωστά αξιολογημένα, τα μάτια σου που για μια στιγμή κοίταξα μέσα τους, είναι υπεραρκετά στοιχεία για κάποιον που διαθέτει παρατηρητικότητα, λογικό και διαίσθηση για να εννοήσει με τι άνθρωπο έχει να κάνει.
Κάθισε.
Όταν έμαθες για μένα της είπες πως δε θέλεις χρήματα γι αυτό που θα κάνεις εδώ. Εγώ θα σου δώσω ότι μπορώ. Και αν βρίσκεσαι εδώ ώρες φαγητού, θα σου προσφέρω ένα πιάτο από το φαγητό της ημέρας μου.
Ακόμα θα σου προσφέρω τη γνώρα ενός άλλου κόσμου. Τη γνώση μάλλον ότι υπάρχει κι άλλος κόσμος εκτός από τον γνωστό για όλους. Ο δικός μου κόσμος είναι αυτοί οι τέσσερες τοίχοι που βλέπεις με ό,τι κλείνουν ανάμεσά τους. Είναι ο κόσμος των βιβλίων. Είναι ο κόσμος της ποίησης και της φιλοσοφίας. Εδώ το χρήμα είναι οι λέξεις και τα εργοστάσια είναι το Χαρτί, το Χέρι και το Μολύβι όλα κι όλα. Αυτά παράγουν συνεργαζόμενα όλα τα απαραίτητα για τη ζωή προϊόντα. Η ενέργεια για όλα τους είναι το ταλέντο, ένας ήλιος όχι με υδρογόνο και ήλιο, αλλά που είναι φτιαγμένος από σκέψη, στοχασμό και φαντασία.
Όσο βρίσκεσαι μέσα εδώ καλά θα είναι για τη δουλειά μας να ξεχνάς τον έξω κόσμο.
Η διάρκεια που θα έχει η δουλειά μας θα είναι για σένα ένα ταξίδι ενός μηνός στον κόσμο που αγαπάς και που επιθυμείς να πας χωρίς να το έχεις καταφέρει μέχρι τώρα.
Σου δόθηκε αυτή η ευκαιρία με όσα σου είπε η κυρία Κοντού και συ δεν την άφησες να χαθεί.
Και ήρθες.
Πάντοτε ήθελα να πάω στο Παρίσι. Δεν τα κατάφερα. Εσύ ήρθες στο δικό σου Παρίσι. Και αν δεν δεις όλα τα μικρά και μεγάλα, κρυφά και φανερά θαύματά του, και αν δεν το ρουφήξεις όλο, όμως θα γευτείς κάτι από το δικό σου Παρίσι με το ακροχείλι σου. Φτάνει η γεύση που για λίγο θα απλωθεί στη γλώσσα σου μετά από αυτή την στιγμιαία επαφή για να μπορείς να λές πώς είδες το Παρίσι και για να το ανακαλείς στη μνήμη σου όποτε επιθυμείς, θυμώντας τη γεύση εκείνη, όπως δεν ξεχνάς την γεύση του κρπουζιού όσα χρόνια κι αν περάσουν. Και όπως θυμάμενη το άρωμα του καρπουζιού ξεχύνεται μέσα σου το καλοκαίρι όλο, έτσι και από δω και ύστερα θα γεμίζεις με το Παρίσι μας, αναθυμώντας τον ένα μήνα που θα περάσουμε μαζί.
Εκείνο που θα κάνουμε είναι να βάλουμε σε τάξη το χάος των χαρτιών που βλέπεις ολόγυρά σου, παναπεί να βάλουμε σε τάξη τη ζωή μου. Ταξινόμηση και καταγραφή όλων των γραφτών μου. Τελειώνοντας θα έχουμε βάλει σε μια σειρά όλον αυτό τον όγκο ασπρόμαυρων επιφανειών που είναι η περιουσία μου, όλων αυτών που έκανα στη ζωή μου περιγράφοντάς την.
Ξέρεις, αυτό δεν το κάνω για εκείνους που θα μπουν στο δωμάτιο αυτό όταν εγώ θα λείψω. Όχι. Εκείνοι, ο σπιτονοικοκύρης δηλαδή, θα μπει μέσα με μια καθαρίστρια, θα δει τα χαρτιά και τα βιβλία, θα στραβώσει τα μούτρα του και την ψυχή του και θα ψιθυρίσει «τι στο διάολο είναι όλα τούτα;» και μετά δυνατά στην καθαρίστρια «πέταξέ τα όλα αυτά στα σκουπίδια. Αύριο θέλω να είναι το δωμάτιο καθαρό!» Και η καθαρίστρια αυτό ακριβώς θα κάνει. Όχι λοιπόν για κανέναν άλλο παρά για μένα. Μαζί εδώ οι δυο μας θα βάλουμε Τάξη στο Χάος. Και μετά από αυτό θα κρατώ όμορφα ταχτοποιημένα τα πεπραγμένα μου και έτοιμος να τα δείξω στον πρώτο που θα μου πει «Για δείξε μου τι στο διάολο έκανες εκεί κάτου;» Γιατί τι να του έλεγα; «Ψάξε και δες μόνος σου»; Αυτός δεν θα έχει χρόνο να ψάξει εκεί που έχω ασφαλισμένα τα γραφτά μου-και τόσο μακριά αλήθεια-, αυτός θα θέλει να του δείξω τη δουλειά μου εκεί και τότε. Θέλει μασημένο φαί. Γιατί πίσω θα περιμένουνε κι άλλοι για εκτίμηση. Μια ατέλειωτη σειρά.
Λοιπόν… Με συγχωρείς, δεν σε ρώτησα αν θέλεις έναν καφέ, ένα ποτήρι νερό πριν αρχίσουμε. Όχι; Καλά. Λοιπόν βλέπεις εκείνη τη στοίβα;.. Όχι αυτή, δεξιά… πιο δεξιά… αυτή! Φέρτην εδώ.
Εκείνο που κάνει εντύπωση σχετικά με τις λεγόμενες «τρομοκρατικές» ανά τον κόσμο επιθέσεις, είναι που εκλαμβάνονται από τους λαούς των κρατών που τις υφίστανται σαν άδικες και άνανδρες, και που οι λαοί αυτοί δηλώνουν πως δεν θα πτοηθούν από αυτές και ότι ούτε εξαιτίας αυτών θα αλλάξει κάτι στη συμπεριφορά τους απέναντι στους λαούς των κρατών από τα οποία προέρχονται οι «τρομοκράτες».
Το «άνανδρος» είναι ένας ατυχής εξωπραγματικός και κωμικοτραγικός χαρακτηρισμός, που λόγω του ορισμού του θα έπρεπε να αποφεύγεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Γιατί τι θα ήθελαν οι παθόντες; Να ενημερωθούν από τους «τρομοκράτες» για την ώρα που σκοπεύουν να χτυπήσουν και για τον τρόπο με τον οποίο θα το κάνουν; Δεν ξέρουν ότι το κυριότερο στοιχείο μιας επιτυχούς επίθεσης είναι ο αιφνιδιασμός;
Ως για το αν είναι άδικη μία «τρομοκρατική» επίθεση, έχω αντί απάντησης να ρωτήσω τους παθόντες λαούς: αν μια χώρα καταδυνάστευε, καταλήστευε και δολοφονούσε τη δική σας χώρα και τον δικό σας λαό, θα θεωρούσατε εκείνους από το λαό σας που θα σκότωναν μερικούς ανθρώπους της χώρας που σας έκανε τα ίδια με αυτά σαν άδικους και άνανδρους;
Το εντυπωσιακότερο στην περίπτωση είναι που την την ίδια ώρα που θρηνούν τους νεκρούς τους οι παθόντες, σπεύδουν να δηλώσουν ότι αυτό δεν πρόκειται να τους σταματήσει να φέρονται όπως πρώτα στους λαούς των «τρομοκρατών», ενώ την ίδια ώρα οι λαοί των «τρομοκρατών» γιορτάζουν για κάθε επιτυχές «τρομοκρατικό» χτύπημα.
Η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω στην όλη αυτή κατάσταση, είναι πως οι λαοί που υφίστανται την «τρομοκρατία» έχουν περάσει σε έναν τρόπο σκέψης και έχουν μπολιαστεί τόσο βαθιά με την αίσθηση ότι ορισμένοι λαοί πρέπει να υφίστανται αγόγγυστα όσα υφίστανται από άλλους λαούς, ώστε τους φαίνεται αδιανόητη οποιαδήποτε αντίδραση ή αντίσταση από μέρους τους.
Ίσως αυτό να είναι το σωστό και εμείς έχουμε μείνει πίσω στο διαρκές έμπρακτο μάθημα για τις ανέκαθεν απόψεις περί διεθνών σχέσεων, ή ακόμη να έχουμε γεννηθεί με διαφορετικά γονίδια και όχι με γονίδια άνευ όρων υποταγής σε δυνάστες. Και ίσως να μας διαφεύγει το αξίωμα ότι στους μεταξύ τους αγώνες, και ο «τρομοκρατών» και ο «τρομοκρατούμενος», έχουν το καθήκον να θεωρούν καθένας ότι το δίκιο είναι με το μέρος του.
ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΙΗΤΕΣ
δ.
Άλλες φορές ο ποιητής λέει για κάτι που τον ευαισθητοποίησε: «θα γράψω ένα ποίημα γι αυτό!»
Όταν όμως δεν έχει αρκετόν χρόνο ελεύθερο, τότε τα «θα γράψω ένα ποίημα για το τάδε» λέγεται και για ένα άλλο πράγμα και για ένα άλλο. Και στο μυαλό και στην ψυχή του ποητή μαζεύονται πολλές φορές τρία ή τεσσερα θέματα που περιμένουν να μπουν στο χαρτί.
Ίσως ένα ή δυο-τα πιο ελαφρά- πετάνε. Είναι μια απώλεια που μετράει, μα δεν γινόταν αλλιώς. Και μετράει, όσο μια έκτρωση μετράει για τη γυναίκα και για τον πατέρα. Τόσο πολύ.
Όσα θέματα μείνουν, θα έρθει η ώρα που θα «ποιηθούν». Άλλο γρηγορότερα άλλο πιο αργά, θα δουν το φως της λογοτεχνικής ημέρας.
Αυτοί είναι οι δυο κύριοι τρόποι δημιουργίας ενός ποιήματος.
{Στο τεράστιο εργοστάσιο υφασμάτων όπου δούλευα στην Αμερική, μια μέρα, αψηφώντας τον δαιμονικό θόρυβο των πλεκτικών μηχανών, μπήκε ένα πουλάκι. Όλοι, μεξικάνοι, έλληνες αλλά και αμερικάνοι, άφησαν τις δουλειές τους και γεμάτοι χαρά τρέχανε να το πιάσουν. Το γεγονός έγινε ένα ποίημα από μένα που αν το βρω θα το βάλω εδώ αύριο.
Μερικά ποιήματα δεν τελειώνουν ποτέ. Γιατί το λέω: Έχω γράψει ένα ποίημα εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, το παρακάτω.
ΣΤΟ ΧΩΜΑ
Ωρθώθη ο γίγαντας στα δυο τα πόδια τ’ ατσαλένια
και με το χέρι εχάιδεψε τ’ ατσάλινά του γένια.
Τ’ όπλο του το γιγάντινο στα χέρια του αρπάζει
κι ενός νιοπέταχτου πουλιού τα δυο φτεράκια σπάζει.
Κι ως το ’δε ο γίγας τ’ ατσαλιού να σπαρταράει μπροστά του
επόνεσε η ατσάλινη κι απόνετη καρδιά του
κι έκλαιγε πάνω απ’ του πουλιού το πληγωμένο σώμα
με δάκρυα από σίδερο που βρόνταγαν στο χώμα.
Ωραίο; Για μένα είναι πολύ καλό. Γιατί δίνει εκείνο που θέλω: πως όχι τα μικρά παιδάκια μόνο τέρπονται στη θέα ενός μικρού πουλιού, όχι οι μεγάλοι μόνον θλίβονται όταν αυτό κάτι παθαίνει, αλλά ακόμα και ένας ατσάλένιος γίγαντας κλαίει όταν κακοπάθει ένα πουλάκι-πόσο μάλλον όταν αυτός έχει προκαλέσει αυτό του το πάθος.
Με λιγότερα λόγια: αλάφρωσε η ψυχή μου όταν έγραψα αυτό το ποίημα γιατί έτσι μίλησα σε κάποιον ή σε κάποιους γι αυτό και τους έδωσα να εννοήσουν πώς νοιώθω με τα πουλάκια.
Και όμως, χρόνια έκανα να το βγάλω έξω αυτό το ποίημα από τα «συρτάρια» μου.
Και όταν το έκανα (ακόμα και τώρα), από τη μια χαίρομαι που παρουσιάζω ένα καλό ποίημα, από την άλλη νιώθω σαν πατέρας που αναγκάζεται να βγάζει σε κοινή θέα ένα παιδί του, που όμως ενώ όλα του είναι όμορφα, το ένα αυτί του είναι λίγο πιο μεγάλο από το άλλο, ή ας πούμε το ένα του χέρι έχει τέσσερα δάχτυλα αντίς για πέντε.
Το ανώμαλο αυτί ή το λειψό δάχτυλο του ποιήματός μου αυτού είναι το «σπάζει» του τέταρτου στίχου. Δεν ταιριάζει σε ένα πουλάκι να «σπάζουν» τα φτερά του.
Από καιρού σε καιρό ξαναπροσπαθώ να βρω ποια λέξη θα μπορούσε να αντικαταστήσει το «σπάζει». Μια πιο λεπτή διεργασία από ένα «σπάσιμο» ισχύει για το φτερό ενός μικρού πουλιού.
Εκείνο που έχω βρει πιο ταιριαστό είναι το «πληγώνει»-ναι, ένα πουλάκι μπορεί να πληγωθεί οπουδήποτε, όπως μπορεί να πληγωθεί και μια «καρδιά», μια ψυχή, ένας εγωισμός, κάτι το αιθέριο και το άυλο. Μα όχι «σπάζει»!.. .και κείνο το ζήτα… βάρβαρο. Ενώ το λάμδα, τι ταιριαστό με τα πουλιά!
Στην απελπισία μου σκεφτηκα διάφορα κατά καιρούς. Μα το ένα ήτανε χειρότερο από το άλλο. Χώρια που θα έπρεπε να αλλάξει τότε και το «αρπάζει», που τόσο ταιριάζει σε έναν ατσάλινο γίγαντα. Και μαζί η όλη έννοια και δομή του ποιήματος θα άλλαζε.
Και όχι πως με το «πληγώνει» θα ήμουν απόλυτα ικανοποιημένος. Γιατί το «πληγώνει» πάλι, δεν δίνει τη σοβαρότητα του χτυπήματος ώστε το πουλάκι να πέσει κάτω. Γιατί υπάρχουν και μεγάλες και μικρές πληγές.
Θα μπορούσα να συνεχίσω μα νομίζω καταλάβατε περί τίνος πρόκειται: πρόκειται για το βάσανο του ποιητή στο ζενίθ του-ούτε να απαρνηθεί το ποίημα μπορεί, ούτε να είναι υπερήφανος γι αυτό.
Μού έρχεται τώρα η σκέψη να γράψω την ιστορία πίσω από κάθε μου ποίημα, μικρό ή μεγάλο. Θα ήταν η αυτοβιογραφία μου. Και θα βαριόσασταν να διαβάζετε.}
Ποιήματα γράφονται και κατά παραγγελίαν.
Κατά παραγγελίαν και επί αδρά αμοιβή έγραφε ο Πίνδαρος τις περίφημες Ωδές του.
Για να διαβαστούν με την παρέα του τα βραδάκια για να διασκεδάσουν με αυτά, έγραφε και ο Σολωμός ποιηματάκια της παρέας όπως τα έλεγε, εκτός από τα άφταστα και γνωστά σε όλους ποιήματά του.
----------
Τι είναι η ποίηση
Οι ποιητές είναι σαν εκείνα τα γράμματα που από λάθος διεύθυνση ή από αφηρημάδα του ταχυδρόμου πηγαίνουν σε λάθος προορισμό, τη γη, που είναι τελείως διαφορετικός από εκείνον για τον οποίο ήσαν προορισμένοι. Και πνιγμένοι από τις κοροϊδίες και τις προσβολές των γήινων όπως το ασχημόπαπο του Christian Andersen, και ώσπου να ξαναβρεθούν στα πάτρια εδάφη, μπορούν μόνο να επιζούν μέσα στη γήινη κόλαση, αναλογιζόμενοι σαν μέσα σε όνειρο τον άλλο, τον δικό τους κόσμο.
Αυτός ο αναλογισμός και αυτό το όνειρο είναι ότι λένε οι γήινοι ποίηση.
Κατέβηκα από το αεροπλάνο. Αμερική! Η πατρίδα της τσίχλας και της ελευθερίας, η πατρίδα των διαστημόπλοιων και της παγκοσμιοποίησης! Μα πού προσγειώθηκε το αεροπλάνο; Σε ένα γήπεδο μπάσκετ; Τόσο έχουν προχωρήσει; Μπράβο! Ας είναι. Τώρα πρέπει να πάω στο σπίτι. Δυο μέρες θα μείνω άλλωστε, για να ξεφύγω λιγάκι ταξίδεψα. Μα ποιο σπίτι; Στάσου. Πού να πάω; Μόνος στην Αμερική, στο Λός Άντζελες, πώς θα πάω εκεί που θέλω; Και πού θέλω; Μα ναι, θα πάω στο Μπελ Κάνιον, στου Τάσου. Μα πού είναι τα λεωφορεία; Γιατί δεν έχω το αμάξι μου μαζί μου; Λοιπόν ας αρχίσω να ρωτάω για τα λεωφορεία. Σταματώ έναν διαβάτη και ρωτάω από πού θα πάρω τα λεωφορείο για Μπελ Κάνιον; Με κοιτάει παράξενα από πάνω ως κάτω και συνεχίζει το δρόμο του λούζοντάς με με ένα ειρωνικό χαμόγελο. Γύρω μου όμως η λαμπρότητα της Αμερικής σφύζει. Ομορφιά, καθαριότητα, απαστράπτοντα κτίρια, και μια ευφρόσυνη διάθεση ποτίζει ως και τους πλατιούς δρόμους. Θα ρωτήσω άλλον. Μα εδώ που βρέθηκα κάνοντας μόνο δύο μολις βήματα τι είναι; Τι παράξενη γειτονια! Γύφτοι είναι αυτοί; Ναι, γύφτοι. Μα στην Αμερική γύφτοι; Όμως γύφτοι ξεγύφτοι θα ξέρουν πώς να πάω στο Μπελ Κάνιον. Ρωτάω. Και αυτοί όμως με βλέπουν σαν αρειανό. Τι έχω επάνω μου και ξενίζει τους ανθρώπους και εδώ; Τους κοιτάζω καλλίτερα. Ναι, τα ρούχα τους είναι τρύπια και βρώμικα, οι φούστες των γυναικών τους μακριές και παιδιά, πολλά παιδιά γύρω από κάθε γυναίκα μυξοκλαίνε-γύφτοι είναι. Και λοιπόν; Πώς θα πάω στο Μπελ Κάνιον παρακαλώ; Γελάνε μαζί μου και ούτε να μου πουν ένα δεν ξέρω δεν καταδέχονται. Θα πάρω ταξί! Πώς δεν το σκέφτηκα ως τώρα; Οι ταξιτζήδες όλα τα ξέρουν. Μόνο που το ταξί στην Αμερική είναι ακριβό. Βέβαια η καθαριότητα, η ασφάλεια, η ευγένεια, η γρήγορη μεταφορά που προσφέρουν τα ταξί εδώ αξίζει τον κόπο να πληρωθούνε έξτρα. Αξίζουν λίγα λεφτά πιο πάνω. Λεφτά; Λεφτά είπα; Για να δω. Ας βγάλω τα λεφτά μου να δω πόσα έχω. Από την αριστερή μου τσέπη βγάζω κάτι σκισμένα χαρτιά. Το ίδιο και από τη δεξιά. Τώρα; Πώς βρέθηκα χωρίς λεφτά στην Αμερική; Και μάλιστα χωρίς να θυμάμαι να έχω φύγει από την Ελλάδα ούτε ότι μπήκα σε αεροπλάνο; Και τώρα τι γίνεται; Ωραία, στην ελλάδα ήμουνα ξένος. Στη Αμερική; Α! Να! Θα πάω στου Δημήτρη! Πού μένει όμως; Και αφού δεν έχω ούτε ένα σέντσι πώς θα πάω εκεί; Μα με τα πόδια φυσικά. Μα που μένει… α! θα του τηλεφωνήσω. Μα πού θα βρω τον αριθμό; Χωρίς λεφτά για λεωφορείο και ταξί, χωρίς τηλέφωνο, μόνο με τα πόδια μπορώ να πάω. Θα ρωτήσω πού μένει ο Δημήτρης. Ένα υπερφυσικά μεγάλο παιδί μου γνέφει πίσω από ένα παράθυρο. Πηγαίνω. Θα είναι πάνω από εκατόν πενήντα κιλά, με κοιλιά και πρόσωπο σαν του Βούδα. Μια ελπίδα-για να με καλέσει κάτι θα έχει να μου πει. Πλησιάζω. Σήκωσέ με στην αγκαλιά σου μου λέει να σου πω τη διεύθυνση του Δημητρη. Προσπαθώ, ούτε να μετακινήσω όμως δεν μπορώ τον υπερφυσικό μπεμπέ. Μα γιατί ήρθα στην Αμερική; Μια εκδρομή μόνο ήθελα να κάνω. Και τώρα; Πού θα κοιμηθώ, πού θα φάω, τι τέλος πάντων θα κανω εδώ που ήρθα; Και το σπουδαιότερο, πώς θα ξαναπάω στην Ελλάδα όπου έχω πιθανότητες να βρω ένα σπίτι και κάποιον γνωστό; Καθώς σκέφτομαι αυτά ένα αυτοκίνητο έρχεται κατεπάνω μου και με σκοτώνει. Αλλά πώς καταλαβαίνω ότι είμαι πεθαμένος αν έχω πεθάνει; Ανοίγω τα μάτια μου να δω τι συμβαίνει και βλέπω το μάτι μιας ηλεκτρικής σόμπας. Μάλιστα. Βρίσκομαι στο κρεβάτι μου στην ελλάδα.
ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ
Στο Γύθειο η θάλασσα κάθε πρωί φουσκώνει, μπαίνει μες στα σπίτια, σκεπάζει τους ανθρώπους και αφήνει το χρυσάφι της επάνω στα κορμιά τους. Όταν απέλθει, εκείνοι ανάβουν ένα σπίρτο και στεγνώνουν. Και πλέον αρχίζουνε τη μέρα τους μ’ ένα στρώμα χρυσαφιού περσότερο ντυμένοι.
Στη ζώνη των παραλίων ταβερνών ισχνές κοπέλλες, διασχίζοντας το πλάτος του δρόμου κουβαλούν επάνω σε τεράστιους δίσκους φαγητά για τους απολαμβάνοντες τη θαλάσσιαν αύρα. Η σαλάτα πλέει μέσα στο λάδι. Από την πρώτη μπουκιά της σε λιγώνει. Μαρίδες. Λιθρίνι. "Δοκιμάστε, είναι καλό...", "Μμμ πράγματι ωραίο..." Ο πίθηκος: "Not for me please, thank you".
Τα καταστήματα διαθέτουν πλήθος μικροαντικειμένων κατάλληλων για δώρα. Παίρνουν οι ξένοι για τους δικούς τους, αγοράζουν οι ντόπιοι για τους ξένους. Η αγορά κινείται. Μπρος στο ηρώο της πόλης δύο κορίτσια έχουν θρονιαστεί πάνω στο μάρμαρο. Ωραία κορίτσια. Το σώμα τους κρύβει τα σκαλισμένα στο μάρμαρο λόγια του εθνικού ποιητή. Κρύβουν τη θέα προς το λιμάνι, κρύβουν το μισό Αιγαίο, κρύβουν σχεδόν όλη την πατρίδα. "Τι κάνετε εδώ;" "Τιμούμε το ηρώο" "Κάτι άλλο το κάνετε έτσι που είστε καθισμένες" Θυμός. Κάτι άλλο κάνουμε όλοι μας αλήθεια την πατρίδα σήμερα. Το φοβερό είναι πως της αξίζει.
Οι Καρυές εύθραυστες, αρωματισμένες, κρατώντας μέσα σ’ ένα σπίτι τους την Ομορφιά. Την ώρα που φτάσαμε η Καλή ήταν ξαπλωμένη. Σιέστα. Το μαγαζί του αδερφού της ανοίγει μ’ ένα σπρώξιμο της πόρτας. Κανείς μέσα. Τόσα πράγματα πώς δε φοβούνται μη τους τα κλέψουνε; "Lets go for a walk around!" "Πηγαίνετε, έρχομαι."
Φως στο μαγαζί δεν μπαίνει παρά όσο χρειάζεται να βλέπω. Οικονομία του ήλιου πίσω από κλειστά παντζούρια. Προχωρώ μέσα στο χώρο του καταστήματος
ανάμεσα στα εμπορεύματα που ήσυχα ήσυχα, σαν
πόρνες αποσταμένες ολημέρα, περιμένουν ακόμα ν'
αγοραστούν. Τα χταπόδια βγαίνουν από τα κουτιά
τους και χορεύουν μπροστά μου έναν πηδηχτό,
οχταπλόκαμο χορό. Οι ντομάτες ξαναρριζώνουν
και μπροστά μου ντοματιές γεμίζει ο τόπος ,
τόσο, που δυσκολεύομαι ανάμεσα από τα
τρυφερά, πενταπράσινα ευωδιαστά κλαδάκια τους
να προχωρώ. Οι μπακαλιάροι ξαναπαίρνουν το
στρογγυλό τους σχήμα και κολυμπούν στον αέρα.
Όλα αναστατώθηκαν και αρχίσανε να ζουν μέσα
στην αίθουσα. Πιάνω στο χέρι μου ένα λεμόνι. Έτσι
μικρό θα είναι το στήθος της κοιμωμένης.
Χορταίνω μυρωδιές σκότους και κλεισίματος σε δροσερό παντοπωλείο με τον ήλιο ένα βήμα μακριά μου.Τίμια οσμή-οσμή όλων των εξ ων συνέτέθημεν. "Είναι κανείς εδώ;" Απάντηση καμμία.
Μολύβι και χαρτί. Γράψιμο σημειώματος που θ’ αφεθεί πάνω στον πάγκο ή θα χωθεί μες στο συρτάρι με την άκρη του να προεξέχει λίγο, καθώς προεξέχει στους αγενείς το θράσος στις κουβέντες τους. Λοιπόν- "Γεια σου. Πέρασα να σε δω" Όχι. Δε λέγεται έτσι ωμά η αλήθεια σήμερα που τόσο αδηφάγα στόματα κυκλοφορούν καραδοκούντα.
Άλλο χαρτί- "Πηγαίνοντας προς Μολάους πέρασα να σε
δω και με την ευκαιρία να δω και την πατρίδα σου…" Λάθος. Παρεμπιπτόντως θα την έβλεπα; Κι αν δε μετράει το ένα ή το άλλο για κείνη, μετράει για μένα όμως, που η τήρηση των λεπτών ισορροπιών τέτοιας φύσης έχουνε γίνει τ’ οξυγόνο μου. Άλλο σημείωμα. "Πόσος καιρός πάει από το θέατρο; Ένας μήνας; Μου φάνηκε πολύ και είπα να 'ρθω να σε δω και με την ευκαιρία να δω και την πατρίδα σου." Τρίτο χαρτί σχισμένο. Ένα μου μένει από το μπλοκάκι. Ας μη ρισκάρω. "Γεια σου Ηλία. Πέρασα να σε δω μα ήσουν κλειστός. Η πόρτα όμως ανοιχτή. Είπαμε να κλέψουμε τίποτα με την παρέα μου, όμως σου τη χαρίσαμε γι αυτή τη φορά. Θα τα πούμε. Χαιρετίσματα στις αδερφές σου." Καλό. Και πότε γράφει ή λέει κανείς εκείνο που θα ήθελε;
Πάτησα ένα πλήκτρο του ταμείου. Όλα ξαναπήραν τις πρώτες τους θέσεις. Τα χταπόδια, οι ντομάτες, οι μπακαλιάροι, οι σκούπες στη γωνιά τους, τα μανταλάκια στη σειρά τους πάνω στο χαρτόνι περασμένα. Βγαίνω. Στο τζάμι της εξώπορτας ακόμα η διαφήμιση του θεάτρου πριν ένα χρόνο στη Σπάρτη. Με το μολύβι μου αλλάζω την ημερομηνία της παράστασης. Την κάνω μια βδομάδα μετά. Όλα είναι τόσο εύκολα. Λοιπόν σε μια βδομάδα θα ξαναδώ το πρόσωπο της σοβαρό στο ρόλο του, το βάδισμά της κάθε βήμα κι ένας κόσμος, το διάγραμμα του στήθους της δυο ορόσημα της ύπαρξης μου. Έξω οι άλλοι στέκουν μπρος στο σπίτι του ποιητή. Ο Βλάκας: "Έλα να το δεις. Αυτό το θέαμα είναι για σένα." Πήγα. "Πράγματι!" Τι να ’λεγα-πως οι ποιητές είναι οι χαραμοφάηδες της γης; Πως αηδιάζω ακούγοντας ένα ωραίο ποίημα; Πως κείνο που κάνουνε οι ποιητές είναι να προσπαθούνε ν’ ανοίξουνε μια πόρτα με λάθος κλειδί και στο τέλος χαλάνε την κλειδωνιά; Λέγονται τέτοια; Ούτε στον εαυτό μου δε θα τα ’λεγα. Γιατί πια πάει, θα διασαλεύονταν του σύμπαντος η τάξη που θέλει να θωρεί όλους βαλμένους όπου αυτή όρισε. "Θ’ αγοράσω ένα σπίτι εδώ. Εδώ θα μείνω!" “O! No George, don’t do that, we need you closer…” «Καλά, μια σκέψη ήτανε.» Πετάξαμε στο καπό τις εντυπώσεις μας των Καρυών,στριμώξαμε καμπόσες κάτω από τα καθίσματα και προχωρήσαμε. Πως ήμασταν σε αγαπημένο μέρος μόνο μια δυστροπία του αυτοκινήτου να ξεκινήσει το ’δειξε, κι ένας αγέρας που σηκώθηκε, αντίθετος στην πορεία μας. Δεν είδαμε τα περίφημα αρχαία λατομεία, δεν είδαμε το ναο με τις ωραίες αγιογραφίες, δεν είδαμε το Πνευματικό Κέντρο και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Δεν είδαμε ούτε την εκκλησία την ψηλή και κουκλίοτικη όπως Εκείνη. Λιγάκι θα λιγόστευε η λαχτάρα μας. Είδαμε όμως το πιο αξιοθέατο-το σπίτι της. Όμως πόσο Καρυάτιδα θα ήσουνα Καλή μου αν δεν καταγόσουν από τις Καρυές; (πολύ βολεύει αυτό το όνομα: Καρυάτιδες! Όλου του κόσμου οι ποθητές Καρυάτιδες με κεφαλαίο καππα δεν είναι;)
Η βίλλα του Ηρώδη του Αττικού. Σοφιστής. Γεννήθηκε στον Μαραθώνα. Και με τα περισσέματά του έφτιαχνε "έργα". Κανείς δε σκέφτεται πας τα περισσέματά του ήτανε στερήματα εκατοντάδων χιλιάδων λαού. Κάτι μάρμαρα σπασμένα έξω από τη βίλα. Μάρμαρα. Και τα τέτοια μαρμαρά λέει, είναι η δόξα των ελλήνων (ποιων ελλήνων;) Βόσκουν ανάμεσα τους σαύρες. Μερικές κάνουνε σπίτι τους κάτι τρύπες που έχουνε τα μάρμαρα. Και αυτή είναι η μόνη χρησιμότητα των μάρμαρων. Τέχνη λέει, υψηλές έννοιες και ιδανικά λέει, Παρθενώνας λέει, ανεπανάληπτος και μοναδικός... Στο φως που σκορπίζει ο Παρθενώνας (εις δόξαν του ανθρώπου), μπορείς να δεις παιδιά στην Αφρική να ψοφούν σαν μύγες από την πείνα, μπορείς να δεις τη δυστυχία του κόσμου χτισμένη απάνω στα μαρμαρά του. Και μια γέφυρα εκεί δίπλα, που έφερνε νερό για να πίνει και να λούζεται ο Ηρώδης. Και κοιτάνε οι σύγχρονοι το "υδραγωγείο" σα να ’τανε κάτι σπουδαίο, σαν να θαυμάζουνε που και οι τότε άνθρωποι επίνανε νερό. Ο Τατούλης, ας ειν’ καλά, θα αναδείξει αυτή την κόπρο του Αυγεία. Τι καλά που θα ήτανε αντίς για βίλες να μάθει γράμματα τους έλληνες! Ας ελπίσουμε σε κάποιον επόμενο υφυπουργό πολιτισμού, όχι γελοίο. Τόσες χιλιάδες χρόνια ήταν αγράμματοι οι έλληνες, κι αν μείνουν άλλες μερικές σπουδαίο είναι; Ας χάνονται ψυχές. Χρήματα να κερδίζονται.
Απέναντι, το μοναστήρι του (της;) Λουκούς. Ας πάμε κι εκεί. Άλλο κτίσμα καταστροφικό του ανθρώπου για τον Άνθρωπο. Ο Γκαίτε είπε πως ο χριστιανισμός θα πάει τον κόσμο δέκα χιλιάδες χρόνια πίσω. Μα ύστερα ίσως κάτι άλλο να φανεί αγαπημένε ποιητή και πάλι ο κόσμος να τραβήξει προς τα πεπρωμένα της εντροπίας αμαχητί. Εκκλησία. Εκατομμύρια στρέμματα γης στα νύχια της. Χιλιάδες κτίρια στα δόντια της ανάμεσα. Εκατομμύρια "πιστών" άχρηστων για την κοινωνία. Πίσω, πίσω, πίσω, πίσω. Καλά ίσως κάνει και ίσως εμείς να έχουμε άδικο. Πτώση! Αυτό δεν είναι η μοίρα όλων; Ίσως η εκκλησία να είναι ένας ελεήμων επιταχυντής. Καλόγρηες που χαίρονται επειδή μαζί με τη βίλα του Ηρώδη θα γίνουν επισκευές και στις τοιχογραφίες του ναού. Ωραίες μάντρες και λουλούδια, ωραίοι κοιτώνες μοναχών, ωραία βρύση... κι εγώ φαντάζομαι πόσο καλλίτερα θα ήταν να λέγαμε: Ωραία αναγνωστήρια φοιτητών, ωραίοι κοιτώνες φοιτητών, ωραία βρύση Γνώσης το κτίριο ολόκληρο. Προτού τη σκέψη μου τελειώσω έρχεται μια άλλη να κονταροχτυπηθεί μαζί της: λοιπόν όχι στη θρησκεία; όχι στην εκκλησία; όχι στα μοναστήρια; Μα δε χρειάζεται κονταροχτύπημα. Βέβαια κι όχι. Παραδίνομαι ανάστροφα και η δεύτερη σκέψη γίνεται ευθύς ριψίδορυς. Μοναστήρι της Λουκρύς-την απανθρωπιά του ακούς; Ωραίο δίστιχο ομοιοκατάληκτο. Μα αυτά είναι για τους άπιστους. Να! τώρα οι πιστοί προσέρχονται στο μοναστήρι για τη λειτουργία της Αγάπης. Δεύτερη μέρα του Πάσχα βλέπεις. Αγάπη! Τι μεγάλη λέξη για να χωρέσει στο ναό του μίσους! Μοναστήρι Λουκούς. Στο προαύλιο αρχαίες μαρμάρινες στήλες από τη βίλα του Ηρώδη του Αττικού. Μια μαρμάρινη καρέκλα. Παιδιά κάθονται στην κοιλότητα του μάρμαρου όπου είχε κάτσει ίσως και ο Ηρώδης. Αυτό ήτανε. Και τι άλλο εκτός της μνήμης είναι που συντηρεί τέτοιες σκέψεις και επόμενα τέτοιους "θαυμασμούς"; Μαρμάρινες στήλες λοιπόν. Ειδωλολατρικές. Και πάνω τους θυμιατά. Χριστιανικά. Συνύπαρξη δυο κόσμων. Μάλλον συνύπαρξη των συντριμμιών ενός κόσμου νικημένου, με ένα κόσμο νικητή χωρίς το φόβο να του αμφισβητηθεί η νίκη. Νίκησε ο χριοτιανισμός, κατάστρεψε κάθε τι παλαιό και τώρα συνυπάρχει με τα συντρίμμια του κόσμου που κατάστρεψε. Όπως οι πλούσιοι συνυπάρχουν αρμονικά με τους προλετάριους, όπως οι αμερικάνοι συνυπάρχουν αρμονικά με τους ινδιάνους.
Ένα θυμιατό πάνω σε μια αρχαία μαρμάρινη στήλη! Πού καταντάνε τα μάρμαρα! Και στο δάπεδο του προαύλιου, ανάμεσα στις πλάκες του, μη λογαριάζοντας τι λέει κανένας για όλα αυτά, μη δίνοντας σημασία σε πολιτισμούς και μάχες και καταστροφές, χορταράκια ζωηροπρασινούλια που ρίζωσαν εκεί. Η ζωή σε όλο της το μεγαλείο. Και το νόημα όλων αυτών; Τίποτα. Μηδέν. Ο κόσμος είναι μια α-νοησία. Και καλλίτερα. Γιατί αν είχε νόημα ο κόσμος θα ήμασταν δούλοι του νοήματος αυτού. Ενώ τώρα διαλέγουμε οι ίδιοι τη δουλεία μας.
Και τούτη είναι η κληματαριά του Παυσανία. Παυσανίας. Μαθητής του Ηρώδη του Αττικού! Μικρός που είναι ο κόσμος! Αυτός ταξίδευε και έγραφε ό,τι έβλεπε. Και πια εμείς χαιρόμαστε γιατί περιγράφει πράγματα που είδε στην αρχαία Ελλάδα. Ε και λοιπόν; Και μεις βλέπουμε ένα σωρό πράγματα και μάλιστα τώρα, σημερινά, φρέσκα. Μα να! τώρα περνάνε οι κάτοικοι της τότε Ελλάδας και "θαυμάζουν". Ένας γέρος επισκέπτης με πλησιάζει. "Την άλλη φορά που ήρθα το κλίμα ήτανε μακρύ δύο χιλιόμετρα. Τι έγιναν;.. Είμαι απ’ την Κρήτη ξέρετε… μόνάχα στη Μάνη και στα Σφακιά δεν πάτησε τούρκος... η κόρη μου είναι αγροτική γιατρίνα εδώ... θα κόψω ένα κλαρί να το φυτέψω στον κήπο μου και θα γράψω πάνω του πως είναι από την κληματαριά του Παυσανία..." Τον ακούω σκεπτικός. Όλα εγίνανε για να μπορεί αυτός ο βάτραχος να κοάζει; Και σκέπτομαι πως από τα βιβλία που έγραψε ο Παυσανίας εσώθηκαν μονάχα όσα μιλούσανε για την Ελλάδα. Και βέβαια κουβέντα ας μη γίνεται πως οι αρχαίοι έλληνες ήσαν ρατσιστές. Ας καταστρέψανε όλα τ’ άλλα τα βιβλία του Παυσανία και ας άφησαν μόνο όσα μιλούσαν για Ελλάδα. Κι ας ήτανε προμετωπίδα στο βιβλίο της ελληνικότητας τους το "πας μη έλλην βάρβαρος". Και ο Πλάτωνας είναι "θείος" και ο μέγιστος των φιλοσόφων κι ας ήθελε να κάψει τα βιβλία του Δημόκριτου. Η δόξα αποκτάται με φωτιά, καταστροφές και αποσιωπήσεις. Καταλαβαίνει πια κανείς τι δόξα είναι αυτή. Α! Να ’τανε να ’χε μυαλό ο άνθρωπος! Και αντί για Χριστούς και Βούδες και Ζωροάστρες να ’χε γιορτή μιας μέρας κάθε χρόνο για το λουλούδι του αγρού! Κι αντί για Παυσανίες να ευχαριστεί τη γη που δίνει το μελάνι! Και να θυμάται αντί ποιος έγραψε τις μεγαλύτερες βλακείες, ποιος βόηθησε τον άνθρωπο ν’ ανέβει...
Γεύμα στον Ισθμό. Η θάλασσα φαίνεται πόσο μεγάλη είναι μόνο όταν βλέπεις ένα μικρό κομμάτι της. Πόσο μικροί εμείς μπροστά στον Ισθμό!
Φαγητό. Οι σερβιτόροι γελαστοί όπως σε κάθε ευημερούσα πόλη. Μαρίδες. Λίγο μεγάλες αλλά πάντα νόστιμες. Σαλάτα, φέτα, λιθρίνι ψητό. Ένα καράβι περνάει. Κάποιο μικρό πλεούμενο το οδηγεί. Η γέφυρα όπου περάσαμε για να βρεθούμε από την Πελοπόννησο στη Στερεά εξαφανισμένη τώρα. Μήπως δε βλέπουμε καλά; Μήπως κοιτάμε λάθος κατεύθυνση; Όχι, η γέφυρα είχε καταδυθεί για να επέρναγε το πλοίο. Σε λίγο η γέφυρα βρισκότανε πάλι σχη θέση της στάζοντας νερά. Να υπάρχουν ψάρια άραγε ή πεταλίδες που να ’χουνε στα σίδερά της τις φωλιές τους; Κι αν ναι, θα ξέρουνε να εξηγήσουν το ανεβοκατέβασμα αυτό, ή οι επιστήμονές τους θ’ αποφαίνονται: «Ό κόσμος είναι κάτι σίδερα μέσα σε υγρό, που ανεβοκατεβαίνουνε σε άτακτα χρονικά διαστήματα»; Άγνωστο τι από τα δυο, όπως άγνωστα θα είναι πάντοτε για μας τα ψάρια και η θάλασσα και ο εαυτός μας. "Έχετε ερωμένη;" "Μα πώς..." "He always has one…" Πέφτουν τα λόγια σαν βροχή στη θάλασσα και η αρμύρα της τα πίνει-δεν ειπώθηκαν. Τσιγάρα δίπλα μας που κάπνιζαν ανθρώπους. Όλη η Ελλάδα ένα στόμα που καπνίζει τους κατοίκους της. "Πάμε σιγά σιγά;" "Πάμε; What do you think? Shall we go?” “O! Yes. Its already three!”
Εφύγαμε με αρμύρα στο μυαλό και στο στομάχι μας μαρίδες.
Δεν μπήκαμε στο Ξηροκάμπι. Ξηροκάμπι... η Γιωργία της Ποτίτσας… δασκάλα, που έφυγε νέα... Η Γιωργία! Η αγία για όλους όσοι την εγνώριζαν. Μνήμες... ζωηρά θυμάμαι το πάντοτε γελαστό πρόσωπο της. Έλαμπε ολόκληρο από μια φλόγα εξωγήινη αγνή. Τα λόγια της, γρήγορα όκαθώς βγαίναν απ’ το στόμα της αρχίζαν και τελειώνανε με γέλιο. Τ’ "όχι" δεν ήξερε τι θα ειπεί-ποτέ δεν το ’πε σαν απάντηση σε ό,τι της ζητούσαν. Η αγία Γεωργία... Ας μείνει εδώ, σε τούτο το βιβλίο η ανθρώπινη ουσία της κι η θύμηση της.
Τρίπολη,πλατεία του Άρεος. Πρωί Πάσχα. Βόλτα στις δέκα. Ψήνονται αρνιά. Στέκω μπροστά τους. Η σούβλα να βγαίνει από το στόμα τους σαν μια τεράστια μυτερή γλώσσα. Γυρίζουνε αυτόματα με έναν ηλεκτρικό στροφέα. Σε κάθε στροφή τους τα αθώα μάτια καθενός τους να με βλέπουν επιτιμητικά και με υπόσχεση εκδίκησης. Δεξά κι αριστερά ονόματα που δείχνουν το "δικό μου" καθενός. ΚΑΠΗ, Ορειβατικός Όμιλος, Πρόσκοποι, Φιλοτεχνικός, Λύκειο Ελληνίδων. Όλοι οι κατέχοντες (χρήματα) και μη κατέχοντες (ψυχή). Φεύγω. Νωρίς είναι ακόμα για να έρθουν ο Βλάκας και ο πίθηκος. Θα κοιμούνται ακόμα. Επάνοδος στη μία. Ο Δήμος μοιράζει κόκκαλα και λίπος. Οι φτωχοί τα παίρνουν και με ευλάβεια τα μεταφέρουν στο σπίτι τους για να κάνουν Πάσχα με αυτά. Ο δήμαρχος με τους ημέτερους θα φάει τα ψηνόμενα αρνιά. Με το κρέας τους μαζί αυτά. Σε χωριστό τραπέζι, άλλο από εκείνο των δημοτών. Ας μην κάτσουμε να πούμε τώρα, μέρα χαράς (γιατί;) και ανάστασης (ποιανού;), πως τα αρνιά του δήμαρχου τα ’χουν πληρώσει κείνοι που φάγανε κρύα κόκκαλα και λίπος. Ας δούμε όμως ποιοι μπορεί να είναι άλλοι στο τραπέζι του δήμαρχου. Ό αντιδήμαρχος ο επιφορτισμένος με την εκδίωξη από το δημαρχείο των ανεπιθύμητων στο δήμο πολιτών, ο "επί των πολιτιστικών", νεκροθάφτης με τις ευλογίες του δήμου του πολιτισμού της Τρίπολης, ο ΕΚΚΕάτης Τατούλης, αρχιερέας της τελετής ενταφιασμού του πολιτισμού και κλέφτης από τους επιφανέστερους μαζί με άλλους μεγαλοκυβερνητικούς, ο Ρέππας, σοβαροφανής υπουργός και μέγας λήσταρχος, ο Σπυρόπουλος, μπαλώνοντας το πορτοφόλι του για να ’ναι έτοιμο να το ξαναγεμίσει κλεψιμέϊκα, ο Κωστόπουλος, οπορτουνιστής, μασώντας με τρεις μασέλες και ανοιχτά κοροϊδεύοντας την κοινωνία, ο Λυκουρέντζος, ανερχόμενο μπουμπούκι της Δεξιάς, πρόεδροι Συλλόγων, Ομίλων, Οργανισμών, Λυκείων, νομάρχες, έπαρχοι, και διάφοροι άλλοι, όλοι χίτες και ταγματασφαλίτες και διάφορες άλλες όλες χίτισσες και ταγματασφαλίτισσες, που πάντα ευδοκιμούν στην πόλη αυτή και που αγαστά συνεργάζονται στην καταλήστεψη του λαού της. Η παρέα καταφτάνει. Μια βόλτα ακόμα στην πλατεία και αντίο αρνιά-πάμε για αρνί.
Μαηθανασάκος. Καλά τα φαγητά του όλα. Καλός ο κόσμος που ήτανε κεί-όχι επίσημοι. Εκεί γινόντανε δεκαετίες πριν οι εκδρομές του σχολείου μου. Εκεί, μπροστά στην εκκλησία στήνονταν το τραπέζι των καθηγητών. Από κει επέβλεπαν τους μαθητές. Στο Μαηθανασάκο στις μέρες μας κάνουν συγκεντρώσεις και συνεστιάσεις οι λαοβόροι, λαότροφοι, λαοκατάρατοι, λαοφόνοι, λαοθαμβείς, λαοπλάνοι, λαοφθόροι, συλλυσώντες συλλοίδωροι, συλληστές και συλλήστριες του λαού,οι συλλαγνεύοντες, οι συλλαφήσσοντες και συλλειώντες το λαό, συλλεσχηνεύοντες. Κρασί ροζέ. Ο Γιωργάκης, το παιδάκι της διπλανής παρέας, όλο βγαίνει έξω και προσπαθεί να ανοίξει με ένα κλειδί αυτοκινήτου την εκκλησία. Δικοί του τρέχουν κάθε φορά από πίσω του. Η μητέρα του παιδιού ευσταλής, ευόμιλος και καλή ευνάστρια.
Τρίπολη. Βράδυ. Πλατεία του Άρεος. Νύχτα. Συζήτηση ανάμεσα σε δύο φίλους. "Γράψε αυτά που μου λες. Είναι τόσο πρωτότυπα". "Τίποτε δεν είναι πρωτότυπο. Όλα έχουν ειπωθεί." "Αυτά που μου είπες για το Χρόνο μόλις τώρα. Πες τα και σε άλλους-γράψε ένα βιβλίο." " Ό,τι κι αν γράψουμε κι ό,τι κι αν πούμε είναι άχρηστα. Καθένας άνθρωπος είναι ένα διαφορετικό ον που δεν έχει τίποτα κοινό με κανέναν άλλον. Ό,τι σκέφτεται κανείς μπορεί να έχει κάποια σημασία μόνο για τον εαυτό του. Αφόντας γεννηθήκαμε όλα είναι άσκοπα."
Στην Κάρτσοβα, που άλλοτε παίρναμε νερό, πάμε τώρα με μιαν ανύποπτη παρέα. Τι και αν έλεγα στην πιθηκίνα πως εκεί πηγαίναμε να πιάσουμε νερό για τις ανάγκες του σπιτιού; Τι αξία θα είχε γι αυτήν μια τέτοια ενημέρωση; Θα με κοίταζε παράξενα-κι αυτή παίρνει νερό από κάποια βρύση… Έτσι λέω μόνο: μια βρύση απ’ τις πολλές της Τρίπολης. "It’s dirty, don’t drink!"- δεν πίνω. Κάποτε όμως έπινα κι ας ήταν "ντέρτι".
Ας φύγουμε. Μια ακόμα βρύση! Γιατί τους πήγα εκεί;
Και η τελειωτική και τελευταία συνάντηση στο DOZEN DONUTS. Εκεί που τελείωσε ο πόλεμος προτού χρειαστεί ν’ αρχίσει ούτε μια μάχη. Εγώ: «Θα έρθω όταν μπορέσω να σας δω για λίγες μέρες» Ο Βλάκας: «You want him to com to America to see us?» Ο πίθηκος: «O! No! Not at all!» Ο Βλάκας: «Το άκουσες. Να μην έρθεις. Δε σε θέλει.» Ύστερα όλα γίνανε χωριστά, όπως οι λογαριασμοί στο εστιατόριο.
Πρώτο.
Κοιτάχτηκα σε ολόσωμο καθρέφτη πρώτη φορά σήμερα μετά από χρόνια. Είμαι χάλια. Τώρα καταλαβαίνω γιατί η Δήμητρα φέρθηκε όπως φέρθηκε. Έμενα τότε κάτω από τ’ αυλάκι στην Τρίπολη. Η Δήμητρα έμενε στην ίδια πολυκατοικία με μένα και λάτρευε κυριολεκτικά την ποίησή μου. Μια μέρα τη συνάντησα στο δρόμο. Ήταν με κάποιον άλλο. Μου τον σύστησε και είπε στον τύπο με θαυμασμό «δεν ξέρεις τι ποιήματα γράφει!» και αμέσως μετά γύρισε προς εμένα, στράβωσε το πρόσωπό της σε μια έκφραση απέχθειας και συνέχισε δείχνοντάς με στον τύπο «και κοίτα τον πώς είναι…»
Φαίνεται πως από τότε είμαι έτσι. Να μη στα πολυλογώ έτρεξα και πήρα ένα καινούργιο μπουφάν μήπως κρύψει τίποτα.
Δεύτερο.
Διαπίστωσα πως ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΧΑΖΟΣ. Πώς το διαπίστωσα;
Δυο μέρες, Πέμπτη και Παρασκευή, για να μη σου πω δυο μερόνυχτα, αγωνιζόμουν να βρω στον κομπιούτερ μου πώς θα βάλω μερικές λέξεις αυτόματα σε αλφαβητική σειρά. Δεν τα κατάφερα. Είχα καταλήξει πως είμαι χαζός αφού δεν μπορώ να βρω κάτι που ξέρουν ως και παιδάκια πέντε χρονών. Ξαγρυπνισμένος και με πόδια να πονάνε πήρα τον κομπιούτερ υπό μάλης και επισκέφτηκα με τη σειρά έναν ειδικό στα κομπιούτερς, μία κυρία γειτόνισσα που η δουλειά της είναι να δουλεύει τον κομπιούτερ εννιά ώρες την ημέρα επί τριάντα χρόνια και ένα ίντερνετ καφέ. ΔΕΝ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑΝ ΟΥΤΕ ΑΥΤΟΙ! Πήγα στο φαρμακείο της γειτονιάς που είμαι πελάτης. Εκεί υπάρχει μια κοπέλα που είναι επαγγελματίας του θέματος και προσωρινά εργάζεται στο φαρμακείο. Έλειπε. Η φαρμακοποιός «ήξερε από αυτά» Προσπάθησε για μισή ώρα. ΔΕΝ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕ! Καταλαβαίνεις, αφού τόσοι άνθρωποι που δεν είναι χαζοί δεν κατάφεραν να το κάνουν, άραγε ούτε κι εγώ είμαι χαζός. Γύρισα σπίτι με ανικανοποίητη την ανάγκη μου αλλά με αγαλλίαση: δεν είμαι χαζός.
Τρίτο.
Χες βράδυ, για να ξεδώσω από την παραπάνω προσπάθεια, βγήκα έξω για μια βόλτα. Στο τραπεζάκι του καφενείου της πλατείας ένας παλιός συνάδελφος. Ενενηκοντούτης αλλά που κρατιέται ακόμα. Το βράδυ είχε έρθει και νύχτωνε γρήγορα. Ομιλίες γύρω, που ακούγονταν σαν να έρχονταν από κάπου μακριά. Ο φίλος μού ανακοίνωσε πως αυτό το καλοκαίρι θα πάει για τελευταία φορά στην ιδιαίτερη πατρίδα του γιατί από του χρόνου, μου είπε, δεν θα μπορεί να οδηγεί γιατί δεν θα βλέπει καλά. Η κοπέλα μέσα στο καφέ έτρεχε να προλάβει τους πελάτες. Δυο μικρούτσικα παιδάκια παίζαν τρέχοντας γύρω μας προφέροντας ακαταλαβίστικες λέξεις. Ένας λατερνατζής πέρασε, το μικρό κοριτσάκι του μας έτεινε το πιάτο για τις δεκάρες μας. Όλα αυτά εκτυλίσσονταν σαν μέσα σε μια χριστουγεννιάτικη νύχτα που μέσα στην ομίχλη της οι λέξεις έρχονταν πνιχτές και τα μάτια έβλεπαν θαμπά.
Και ξαφνικά, χωρίς να καταλάβω πώς, όλα φωτίστηκαν. Όλα. Σαν ένα εξώκοσμο φλας ξάφνω να άναψε. Και μέσα στη λάμψη του, τα είδα όλα. Όλα. Εκεί, λίγο πριν χωρίσουμε με το φίλο και ενώ μιλούσαμε ακόμα.Τα είδα όλα Φώτη. Τα είδα καθαρά και αναμφίβολα. Είδα την αλήθεια Φώτη. Και είδα ένα άδειο Φώτη. Είδα το τίποτα Φώτη. Όλα αφανισμένα. Είδα χαμένα όλα Φώτη. Σαν όσα δήθεν υπάρχουν να μην ήταν παρά εικόνες ασύστατες, φανταστικές, που όμως σε καμιά διάνοια μέσα δεν διαδραματίζονται και που μόνον η ανάγκη για επικοινωνία μας με κάνει να τις χαρακτηρίσω κάπως. Φώτη δεν μας ονειρεύεται καν κάποιος. Ούτε όνειρο δεν είμαστε.
Σάββατο, 22 Απριλίου 2017
Καλώς τηνε. Κάθισε. Και πριν απόλα να σε ευχαριστήσω που διάλεξες την ημέρα του βιβλίου για να έρθεις και ν’ αρχίσουμε τη δουλειά. Κατά δεύτερο λόγο να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στην κυρία Κοντού που σ’ έστειλε. Μου είπε ότι ξέρει τι είδους κοπέλα μου χρειάζεται και ότι θα μου την έβρισκε. Και το έκανε. Δε θέλει πολλά ένας άνθρωπος στην ηλικία μου για να καταλάβει κάποιον μόνο βλέποντάς τον απέναντί του. Η έκφραση του προσώπου, το σχήμα του στόματος, η στάση του σώματος, ο τρόπος που μπήκες στο δωμάτιο, η χροιά, η ένταση και η ηρεμία της φωνής σου σωστά αξιολογημένα, τα μάτια σου που για μια στιγμή κοίταξα μέσα τους, είναι υπεραρκετά στοιχεία για κάποιον που διαθέτει παρατηρητικότητα, λογικό και διαίσθηση για να εννοήσει με τι άνθρωπο έχει να κάνει.
Κάθισε.
Όταν έμαθες για μένα της είπες πως δε θέλεις χρήματα γι αυτό που θα κάνεις εδώ. Εγώ θα σου δώσω ότι μπορώ. Και αν βρίσκεσαι εδώ ώρες φαγητού, θα σου προσφέρω ένα πιάτο από το φαγητό της ημέρας μου.
Ακόμα θα σου προσφέρω τη γνώρα ενός άλλου κόσμου. Τη γνώση μάλλον ότι υπάρχει κι άλλος κόσμος εκτός από τον γνωστό για όλους. Ο δικός μου κόσμος είναι αυτοί οι τέσσερες τοίχοι που βλέπεις με ό,τι κλείνουν ανάμεσά τους. Είναι ο κόσμος των βιβλίων. Είναι ο κόσμος της ποίησης και της φιλοσοφίας. Εδώ το χρήμα είναι οι λέξεις και τα εργοστάσια είναι το Χαρτί, το Χέρι και το Μολύβι όλα κι όλα. Αυτά παράγουν συνεργαζόμενα όλα τα απαραίτητα για τη ζωή προϊόντα. Η ενέργεια για όλα τους είναι το ταλέντο, ένας ήλιος όχι με υδρογόνο και ήλιο, αλλά που είναι φτιαγμένος από σκέψη, στοχασμό και φαντασία.
Όσο βρίσκεσαι μέσα εδώ καλά θα είναι για τη δουλειά μας να ξεχνάς τον έξω κόσμο.
Η διάρκεια που θα έχει η δουλειά μας θα είναι για σένα ένα ταξίδι ενός μηνός στον κόσμο που αγαπάς και που επιθυμείς να πας χωρίς να το έχεις καταφέρει μέχρι τώρα.
Σου δόθηκε αυτή η ευκαιρία με όσα σου είπε η κυρία Κοντού και συ δεν την άφησες να χαθεί.
Και ήρθες.
Πάντοτε ήθελα να πάω στο Παρίσι. Δεν τα κατάφερα. Εσύ ήρθες στο δικό σου Παρίσι. Και αν δεν δεις όλα τα μικρά και μεγάλα, κρυφά και φανερά θαύματά του, και αν δεν το ρουφήξεις όλο, όμως θα γευτείς κάτι από το δικό σου Παρίσι με το ακροχείλι σου. Φτάνει η γεύση που για λίγο θα απλωθεί στη γλώσσα σου μετά από αυτή την στιγμιαία επαφή για να μπορείς να λές πώς είδες το Παρίσι και για να το ανακαλείς στη μνήμη σου όποτε επιθυμείς, θυμώντας τη γεύση εκείνη, όπως δεν ξεχνάς την γεύση του κρπουζιού όσα χρόνια κι αν περάσουν. Και όπως θυμάμενη το άρωμα του καρπουζιού ξεχύνεται μέσα σου το καλοκαίρι όλο, έτσι και από δω και ύστερα θα γεμίζεις με το Παρίσι μας, αναθυμώντας τον ένα μήνα που θα περάσουμε μαζί.
Εκείνο που θα κάνουμε είναι να βάλουμε σε τάξη το χάος των χαρτιών που βλέπεις ολόγυρά σου, παναπεί να βάλουμε σε τάξη τη ζωή μου. Ταξινόμηση και καταγραφή όλων των γραφτών μου. Τελειώνοντας θα έχουμε βάλει σε μια σειρά όλον αυτό τον όγκο ασπρόμαυρων επιφανειών που είναι η περιουσία μου, όλων αυτών που έκανα στη ζωή μου περιγράφοντάς την.
Ξέρεις, αυτό δεν το κάνω για εκείνους που θα μπουν στο δωμάτιο αυτό όταν εγώ θα λείψω. Όχι. Εκείνοι, ο σπιτονοικοκύρης δηλαδή, θα μπει μέσα με μια καθαρίστρια, θα δει τα χαρτιά και τα βιβλία, θα στραβώσει τα μούτρα του και την ψυχή του και θα ψιθυρίσει «τι στο διάολο είναι όλα τούτα;» και μετά δυνατά στην καθαρίστρια «πέταξέ τα όλα αυτά στα σκουπίδια. Αύριο θέλω να είναι το δωμάτιο καθαρό!» Και η καθαρίστρια αυτό ακριβώς θα κάνει. Όχι λοιπόν για κανέναν άλλο παρά για μένα. Μαζί εδώ οι δυο μας θα βάλουμε Τάξη στο Χάος. Και μετά από αυτό θα κρατώ όμορφα ταχτοποιημένα τα πεπραγμένα μου και έτοιμος να τα δείξω στον πρώτο που θα μου πει «Για δείξε μου τι στο διάολο έκανες εκεί κάτου;» Γιατί τι να του έλεγα; «Ψάξε και δες μόνος σου»; Αυτός δεν θα έχει χρόνο να ψάξει εκεί που έχω ασφαλισμένα τα γραφτά μου-και τόσο μακριά αλήθεια-, αυτός θα θέλει να του δείξω τη δουλειά μου εκεί και τότε. Θέλει μασημένο φαί. Γιατί πίσω θα περιμένουνε κι άλλοι για εκτίμηση. Μια ατέλειωτη σειρά.
Λοιπόν… Με συγχωρείς, δεν σε ρώτησα αν θέλεις έναν καφέ, ένα ποτήρι νερό πριν αρχίσουμε. Όχι; Καλά. Λοιπόν βλέπεις εκείνη τη στοίβα;.. Όχι αυτή, δεξιά… πιο δεξιά… αυτή! Φέρτην εδώ.
Εκείνο που κάνει εντύπωση σχετικά με τις λεγόμενες «τρομοκρατικές» ανά τον κόσμο επιθέσεις, είναι που εκλαμβάνονται από τους λαούς των κρατών που τις υφίστανται σαν άδικες και άνανδρες, και που οι λαοί αυτοί δηλώνουν πως δεν θα πτοηθούν από αυτές και ότι ούτε εξαιτίας αυτών θα αλλάξει κάτι στη συμπεριφορά τους απέναντι στους λαούς των κρατών από τα οποία προέρχονται οι «τρομοκράτες».
Το «άνανδρος» είναι ένας ατυχής εξωπραγματικός και κωμικοτραγικός χαρακτηρισμός, που λόγω του ορισμού του θα έπρεπε να αποφεύγεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Γιατί τι θα ήθελαν οι παθόντες; Να ενημερωθούν από τους «τρομοκράτες» για την ώρα που σκοπεύουν να χτυπήσουν και για τον τρόπο με τον οποίο θα το κάνουν; Δεν ξέρουν ότι το κυριότερο στοιχείο μιας επιτυχούς επίθεσης είναι ο αιφνιδιασμός;
Ως για το αν είναι άδικη μία «τρομοκρατική» επίθεση, έχω αντί απάντησης να ρωτήσω τους παθόντες λαούς: αν μια χώρα καταδυνάστευε, καταλήστευε και δολοφονούσε τη δική σας χώρα και τον δικό σας λαό, θα θεωρούσατε εκείνους από το λαό σας που θα σκότωναν μερικούς ανθρώπους της χώρας που σας έκανε τα ίδια με αυτά σαν άδικους και άνανδρους;
Το εντυπωσιακότερο στην περίπτωση είναι που την την ίδια ώρα που θρηνούν τους νεκρούς τους οι παθόντες, σπεύδουν να δηλώσουν ότι αυτό δεν πρόκειται να τους σταματήσει να φέρονται όπως πρώτα στους λαούς των «τρομοκρατών», ενώ την ίδια ώρα οι λαοί των «τρομοκρατών» γιορτάζουν για κάθε επιτυχές «τρομοκρατικό» χτύπημα.
Η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω στην όλη αυτή κατάσταση, είναι πως οι λαοί που υφίστανται την «τρομοκρατία» έχουν περάσει σε έναν τρόπο σκέψης και έχουν μπολιαστεί τόσο βαθιά με την αίσθηση ότι ορισμένοι λαοί πρέπει να υφίστανται αγόγγυστα όσα υφίστανται από άλλους λαούς, ώστε τους φαίνεται αδιανόητη οποιαδήποτε αντίδραση ή αντίσταση από μέρους τους.
Ίσως αυτό να είναι το σωστό και εμείς έχουμε μείνει πίσω στο διαρκές έμπρακτο μάθημα για τις ανέκαθεν απόψεις περί διεθνών σχέσεων, ή ακόμη να έχουμε γεννηθεί με διαφορετικά γονίδια και όχι με γονίδια άνευ όρων υποταγής σε δυνάστες. Και ίσως να μας διαφεύγει το αξίωμα ότι στους μεταξύ τους αγώνες, και ο «τρομοκρατών» και ο «τρομοκρατούμενος», έχουν το καθήκον να θεωρούν καθένας ότι το δίκιο είναι με το μέρος του.
ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΙΗΤΕΣ
δ.
Άλλες φορές ο ποιητής λέει για κάτι που τον ευαισθητοποίησε: «θα γράψω ένα ποίημα γι αυτό!»
Όταν όμως δεν έχει αρκετόν χρόνο ελεύθερο, τότε τα «θα γράψω ένα ποίημα για το τάδε» λέγεται και για ένα άλλο πράγμα και για ένα άλλο. Και στο μυαλό και στην ψυχή του ποητή μαζεύονται πολλές φορές τρία ή τεσσερα θέματα που περιμένουν να μπουν στο χαρτί.
Ίσως ένα ή δυο-τα πιο ελαφρά- πετάνε. Είναι μια απώλεια που μετράει, μα δεν γινόταν αλλιώς. Και μετράει, όσο μια έκτρωση μετράει για τη γυναίκα και για τον πατέρα. Τόσο πολύ.
Όσα θέματα μείνουν, θα έρθει η ώρα που θα «ποιηθούν». Άλλο γρηγορότερα άλλο πιο αργά, θα δουν το φως της λογοτεχνικής ημέρας.
Αυτοί είναι οι δυο κύριοι τρόποι δημιουργίας ενός ποιήματος.
{Στο τεράστιο εργοστάσιο υφασμάτων όπου δούλευα στην Αμερική, μια μέρα, αψηφώντας τον δαιμονικό θόρυβο των πλεκτικών μηχανών, μπήκε ένα πουλάκι. Όλοι, μεξικάνοι, έλληνες αλλά και αμερικάνοι, άφησαν τις δουλειές τους και γεμάτοι χαρά τρέχανε να το πιάσουν. Το γεγονός έγινε ένα ποίημα από μένα που αν το βρω θα το βάλω εδώ αύριο.
Μερικά ποιήματα δεν τελειώνουν ποτέ. Γιατί το λέω: Έχω γράψει ένα ποίημα εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, το παρακάτω.
ΣΤΟ ΧΩΜΑ
Ωρθώθη ο γίγαντας στα δυο τα πόδια τ’ ατσαλένια
και με το χέρι εχάιδεψε τ’ ατσάλινά του γένια.
Τ’ όπλο του το γιγάντινο στα χέρια του αρπάζει
κι ενός νιοπέταχτου πουλιού τα δυο φτεράκια σπάζει.
Κι ως το ’δε ο γίγας τ’ ατσαλιού να σπαρταράει μπροστά του
επόνεσε η ατσάλινη κι απόνετη καρδιά του
κι έκλαιγε πάνω απ’ του πουλιού το πληγωμένο σώμα
με δάκρυα από σίδερο που βρόνταγαν στο χώμα.
Ωραίο; Για μένα είναι πολύ καλό. Γιατί δίνει εκείνο που θέλω: πως όχι τα μικρά παιδάκια μόνο τέρπονται στη θέα ενός μικρού πουλιού, όχι οι μεγάλοι μόνον θλίβονται όταν αυτό κάτι παθαίνει, αλλά ακόμα και ένας ατσάλένιος γίγαντας κλαίει όταν κακοπάθει ένα πουλάκι-πόσο μάλλον όταν αυτός έχει προκαλέσει αυτό του το πάθος.
Με λιγότερα λόγια: αλάφρωσε η ψυχή μου όταν έγραψα αυτό το ποίημα γιατί έτσι μίλησα σε κάποιον ή σε κάποιους γι αυτό και τους έδωσα να εννοήσουν πώς νοιώθω με τα πουλάκια.
Και όμως, χρόνια έκανα να το βγάλω έξω αυτό το ποίημα από τα «συρτάρια» μου.
Και όταν το έκανα (ακόμα και τώρα), από τη μια χαίρομαι που παρουσιάζω ένα καλό ποίημα, από την άλλη νιώθω σαν πατέρας που αναγκάζεται να βγάζει σε κοινή θέα ένα παιδί του, που όμως ενώ όλα του είναι όμορφα, το ένα αυτί του είναι λίγο πιο μεγάλο από το άλλο, ή ας πούμε το ένα του χέρι έχει τέσσερα δάχτυλα αντίς για πέντε.
Το ανώμαλο αυτί ή το λειψό δάχτυλο του ποιήματός μου αυτού είναι το «σπάζει» του τέταρτου στίχου. Δεν ταιριάζει σε ένα πουλάκι να «σπάζουν» τα φτερά του.
Από καιρού σε καιρό ξαναπροσπαθώ να βρω ποια λέξη θα μπορούσε να αντικαταστήσει το «σπάζει». Μια πιο λεπτή διεργασία από ένα «σπάσιμο» ισχύει για το φτερό ενός μικρού πουλιού.
Εκείνο που έχω βρει πιο ταιριαστό είναι το «πληγώνει»-ναι, ένα πουλάκι μπορεί να πληγωθεί οπουδήποτε, όπως μπορεί να πληγωθεί και μια «καρδιά», μια ψυχή, ένας εγωισμός, κάτι το αιθέριο και το άυλο. Μα όχι «σπάζει»!.. .και κείνο το ζήτα… βάρβαρο. Ενώ το λάμδα, τι ταιριαστό με τα πουλιά!
Στην απελπισία μου σκεφτηκα διάφορα κατά καιρούς. Μα το ένα ήτανε χειρότερο από το άλλο. Χώρια που θα έπρεπε να αλλάξει τότε και το «αρπάζει», που τόσο ταιριάζει σε έναν ατσάλινο γίγαντα. Και μαζί η όλη έννοια και δομή του ποιήματος θα άλλαζε.
Και όχι πως με το «πληγώνει» θα ήμουν απόλυτα ικανοποιημένος. Γιατί το «πληγώνει» πάλι, δεν δίνει τη σοβαρότητα του χτυπήματος ώστε το πουλάκι να πέσει κάτω. Γιατί υπάρχουν και μεγάλες και μικρές πληγές.
Θα μπορούσα να συνεχίσω μα νομίζω καταλάβατε περί τίνος πρόκειται: πρόκειται για το βάσανο του ποιητή στο ζενίθ του-ούτε να απαρνηθεί το ποίημα μπορεί, ούτε να είναι υπερήφανος γι αυτό.
Μού έρχεται τώρα η σκέψη να γράψω την ιστορία πίσω από κάθε μου ποίημα, μικρό ή μεγάλο. Θα ήταν η αυτοβιογραφία μου. Και θα βαριόσασταν να διαβάζετε.}
Ποιήματα γράφονται και κατά παραγγελίαν.
Κατά παραγγελίαν και επί αδρά αμοιβή έγραφε ο Πίνδαρος τις περίφημες Ωδές του.
Για να διαβαστούν με την παρέα του τα βραδάκια για να διασκεδάσουν με αυτά, έγραφε και ο Σολωμός ποιηματάκια της παρέας όπως τα έλεγε, εκτός από τα άφταστα και γνωστά σε όλους ποιήματά του.
----------
Τι είναι η ποίηση
Οι ποιητές είναι σαν εκείνα τα γράμματα που από λάθος διεύθυνση ή από αφηρημάδα του ταχυδρόμου πηγαίνουν σε λάθος προορισμό, τη γη, που είναι τελείως διαφορετικός από εκείνον για τον οποίο ήσαν προορισμένοι. Και πνιγμένοι από τις κοροϊδίες και τις προσβολές των γήινων όπως το ασχημόπαπο του Christian Andersen, και ώσπου να ξαναβρεθούν στα πάτρια εδάφη, μπορούν μόνο να επιζούν μέσα στη γήινη κόλαση, αναλογιζόμενοι σαν μέσα σε όνειρο τον άλλο, τον δικό τους κόσμο.
Αυτός ο αναλογισμός και αυτό το όνειρο είναι ότι λένε οι γήινοι ποίηση.
Κατέβηκα από το αεροπλάνο. Αμερική! Η πατρίδα της τσίχλας και της ελευθερίας, η πατρίδα των διαστημόπλοιων και της παγκοσμιοποίησης! Μα πού προσγειώθηκε το αεροπλάνο; Σε ένα γήπεδο μπάσκετ; Τόσο έχουν προχωρήσει; Μπράβο! Ας είναι. Τώρα πρέπει να πάω στο σπίτι. Δυο μέρες θα μείνω άλλωστε, για να ξεφύγω λιγάκι ταξίδεψα. Μα ποιο σπίτι; Στάσου. Πού να πάω; Μόνος στην Αμερική, στο Λός Άντζελες, πώς θα πάω εκεί που θέλω; Και πού θέλω; Μα ναι, θα πάω στο Μπελ Κάνιον, στου Τάσου. Μα πού είναι τα λεωφορεία; Γιατί δεν έχω το αμάξι μου μαζί μου; Λοιπόν ας αρχίσω να ρωτάω για τα λεωφορεία. Σταματώ έναν διαβάτη και ρωτάω από πού θα πάρω τα λεωφορείο για Μπελ Κάνιον; Με κοιτάει παράξενα από πάνω ως κάτω και συνεχίζει το δρόμο του λούζοντάς με με ένα ειρωνικό χαμόγελο. Γύρω μου όμως η λαμπρότητα της Αμερικής σφύζει. Ομορφιά, καθαριότητα, απαστράπτοντα κτίρια, και μια ευφρόσυνη διάθεση ποτίζει ως και τους πλατιούς δρόμους. Θα ρωτήσω άλλον. Μα εδώ που βρέθηκα κάνοντας μόνο δύο μολις βήματα τι είναι; Τι παράξενη γειτονια! Γύφτοι είναι αυτοί; Ναι, γύφτοι. Μα στην Αμερική γύφτοι; Όμως γύφτοι ξεγύφτοι θα ξέρουν πώς να πάω στο Μπελ Κάνιον. Ρωτάω. Και αυτοί όμως με βλέπουν σαν αρειανό. Τι έχω επάνω μου και ξενίζει τους ανθρώπους και εδώ; Τους κοιτάζω καλλίτερα. Ναι, τα ρούχα τους είναι τρύπια και βρώμικα, οι φούστες των γυναικών τους μακριές και παιδιά, πολλά παιδιά γύρω από κάθε γυναίκα μυξοκλαίνε-γύφτοι είναι. Και λοιπόν; Πώς θα πάω στο Μπελ Κάνιον παρακαλώ; Γελάνε μαζί μου και ούτε να μου πουν ένα δεν ξέρω δεν καταδέχονται. Θα πάρω ταξί! Πώς δεν το σκέφτηκα ως τώρα; Οι ταξιτζήδες όλα τα ξέρουν. Μόνο που το ταξί στην Αμερική είναι ακριβό. Βέβαια η καθαριότητα, η ασφάλεια, η ευγένεια, η γρήγορη μεταφορά που προσφέρουν τα ταξί εδώ αξίζει τον κόπο να πληρωθούνε έξτρα. Αξίζουν λίγα λεφτά πιο πάνω. Λεφτά; Λεφτά είπα; Για να δω. Ας βγάλω τα λεφτά μου να δω πόσα έχω. Από την αριστερή μου τσέπη βγάζω κάτι σκισμένα χαρτιά. Το ίδιο και από τη δεξιά. Τώρα; Πώς βρέθηκα χωρίς λεφτά στην Αμερική; Και μάλιστα χωρίς να θυμάμαι να έχω φύγει από την Ελλάδα ούτε ότι μπήκα σε αεροπλάνο; Και τώρα τι γίνεται; Ωραία, στην ελλάδα ήμουνα ξένος. Στη Αμερική; Α! Να! Θα πάω στου Δημήτρη! Πού μένει όμως; Και αφού δεν έχω ούτε ένα σέντσι πώς θα πάω εκεί; Μα με τα πόδια φυσικά. Μα που μένει… α! θα του τηλεφωνήσω. Μα πού θα βρω τον αριθμό; Χωρίς λεφτά για λεωφορείο και ταξί, χωρίς τηλέφωνο, μόνο με τα πόδια μπορώ να πάω. Θα ρωτήσω πού μένει ο Δημήτρης. Ένα υπερφυσικά μεγάλο παιδί μου γνέφει πίσω από ένα παράθυρο. Πηγαίνω. Θα είναι πάνω από εκατόν πενήντα κιλά, με κοιλιά και πρόσωπο σαν του Βούδα. Μια ελπίδα-για να με καλέσει κάτι θα έχει να μου πει. Πλησιάζω. Σήκωσέ με στην αγκαλιά σου μου λέει να σου πω τη διεύθυνση του Δημητρη. Προσπαθώ, ούτε να μετακινήσω όμως δεν μπορώ τον υπερφυσικό μπεμπέ. Μα γιατί ήρθα στην Αμερική; Μια εκδρομή μόνο ήθελα να κάνω. Και τώρα; Πού θα κοιμηθώ, πού θα φάω, τι τέλος πάντων θα κανω εδώ που ήρθα; Και το σπουδαιότερο, πώς θα ξαναπάω στην Ελλάδα όπου έχω πιθανότητες να βρω ένα σπίτι και κάποιον γνωστό; Καθώς σκέφτομαι αυτά ένα αυτοκίνητο έρχεται κατεπάνω μου και με σκοτώνει. Αλλά πώς καταλαβαίνω ότι είμαι πεθαμένος αν έχω πεθάνει; Ανοίγω τα μάτια μου να δω τι συμβαίνει και βλέπω το μάτι μιας ηλεκτρικής σόμπας. Μάλιστα. Βρίσκομαι στο κρεβάτι μου στην ελλάδα.
ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ
Στο Γύθειο η θάλασσα κάθε πρωί φουσκώνει, μπαίνει μες στα σπίτια, σκεπάζει τους ανθρώπους και αφήνει το χρυσάφι της επάνω στα κορμιά τους. Όταν απέλθει, εκείνοι ανάβουν ένα σπίρτο και στεγνώνουν. Και πλέον αρχίζουνε τη μέρα τους μ’ ένα στρώμα χρυσαφιού περσότερο ντυμένοι.
Στη ζώνη των παραλίων ταβερνών ισχνές κοπέλλες, διασχίζοντας το πλάτος του δρόμου κουβαλούν επάνω σε τεράστιους δίσκους φαγητά για τους απολαμβάνοντες τη θαλάσσιαν αύρα. Η σαλάτα πλέει μέσα στο λάδι. Από την πρώτη μπουκιά της σε λιγώνει. Μαρίδες. Λιθρίνι. "Δοκιμάστε, είναι καλό...", "Μμμ πράγματι ωραίο..." Ο πίθηκος: "Not for me please, thank you".
Τα καταστήματα διαθέτουν πλήθος μικροαντικειμένων κατάλληλων για δώρα. Παίρνουν οι ξένοι για τους δικούς τους, αγοράζουν οι ντόπιοι για τους ξένους. Η αγορά κινείται. Μπρος στο ηρώο της πόλης δύο κορίτσια έχουν θρονιαστεί πάνω στο μάρμαρο. Ωραία κορίτσια. Το σώμα τους κρύβει τα σκαλισμένα στο μάρμαρο λόγια του εθνικού ποιητή. Κρύβουν τη θέα προς το λιμάνι, κρύβουν το μισό Αιγαίο, κρύβουν σχεδόν όλη την πατρίδα. "Τι κάνετε εδώ;" "Τιμούμε το ηρώο" "Κάτι άλλο το κάνετε έτσι που είστε καθισμένες" Θυμός. Κάτι άλλο κάνουμε όλοι μας αλήθεια την πατρίδα σήμερα. Το φοβερό είναι πως της αξίζει.
Οι Καρυές εύθραυστες, αρωματισμένες, κρατώντας μέσα σ’ ένα σπίτι τους την Ομορφιά. Την ώρα που φτάσαμε η Καλή ήταν ξαπλωμένη. Σιέστα. Το μαγαζί του αδερφού της ανοίγει μ’ ένα σπρώξιμο της πόρτας. Κανείς μέσα. Τόσα πράγματα πώς δε φοβούνται μη τους τα κλέψουνε; "Lets go for a walk around!" "Πηγαίνετε, έρχομαι."
Φως στο μαγαζί δεν μπαίνει παρά όσο χρειάζεται να βλέπω. Οικονομία του ήλιου πίσω από κλειστά παντζούρια. Προχωρώ μέσα στο χώρο του καταστήματος
ανάμεσα στα εμπορεύματα που ήσυχα ήσυχα, σαν
πόρνες αποσταμένες ολημέρα, περιμένουν ακόμα ν'
αγοραστούν. Τα χταπόδια βγαίνουν από τα κουτιά
τους και χορεύουν μπροστά μου έναν πηδηχτό,
οχταπλόκαμο χορό. Οι ντομάτες ξαναρριζώνουν
και μπροστά μου ντοματιές γεμίζει ο τόπος ,
τόσο, που δυσκολεύομαι ανάμεσα από τα
τρυφερά, πενταπράσινα ευωδιαστά κλαδάκια τους
να προχωρώ. Οι μπακαλιάροι ξαναπαίρνουν το
στρογγυλό τους σχήμα και κολυμπούν στον αέρα.
Όλα αναστατώθηκαν και αρχίσανε να ζουν μέσα
στην αίθουσα. Πιάνω στο χέρι μου ένα λεμόνι. Έτσι
μικρό θα είναι το στήθος της κοιμωμένης.
Χορταίνω μυρωδιές σκότους και κλεισίματος σε δροσερό παντοπωλείο με τον ήλιο ένα βήμα μακριά μου.Τίμια οσμή-οσμή όλων των εξ ων συνέτέθημεν. "Είναι κανείς εδώ;" Απάντηση καμμία.
Μολύβι και χαρτί. Γράψιμο σημειώματος που θ’ αφεθεί πάνω στον πάγκο ή θα χωθεί μες στο συρτάρι με την άκρη του να προεξέχει λίγο, καθώς προεξέχει στους αγενείς το θράσος στις κουβέντες τους. Λοιπόν- "Γεια σου. Πέρασα να σε δω" Όχι. Δε λέγεται έτσι ωμά η αλήθεια σήμερα που τόσο αδηφάγα στόματα κυκλοφορούν καραδοκούντα.
Άλλο χαρτί- "Πηγαίνοντας προς Μολάους πέρασα να σε
δω και με την ευκαιρία να δω και την πατρίδα σου…" Λάθος. Παρεμπιπτόντως θα την έβλεπα; Κι αν δε μετράει το ένα ή το άλλο για κείνη, μετράει για μένα όμως, που η τήρηση των λεπτών ισορροπιών τέτοιας φύσης έχουνε γίνει τ’ οξυγόνο μου. Άλλο σημείωμα. "Πόσος καιρός πάει από το θέατρο; Ένας μήνας; Μου φάνηκε πολύ και είπα να 'ρθω να σε δω και με την ευκαιρία να δω και την πατρίδα σου." Τρίτο χαρτί σχισμένο. Ένα μου μένει από το μπλοκάκι. Ας μη ρισκάρω. "Γεια σου Ηλία. Πέρασα να σε δω μα ήσουν κλειστός. Η πόρτα όμως ανοιχτή. Είπαμε να κλέψουμε τίποτα με την παρέα μου, όμως σου τη χαρίσαμε γι αυτή τη φορά. Θα τα πούμε. Χαιρετίσματα στις αδερφές σου." Καλό. Και πότε γράφει ή λέει κανείς εκείνο που θα ήθελε;
Πάτησα ένα πλήκτρο του ταμείου. Όλα ξαναπήραν τις πρώτες τους θέσεις. Τα χταπόδια, οι ντομάτες, οι μπακαλιάροι, οι σκούπες στη γωνιά τους, τα μανταλάκια στη σειρά τους πάνω στο χαρτόνι περασμένα. Βγαίνω. Στο τζάμι της εξώπορτας ακόμα η διαφήμιση του θεάτρου πριν ένα χρόνο στη Σπάρτη. Με το μολύβι μου αλλάζω την ημερομηνία της παράστασης. Την κάνω μια βδομάδα μετά. Όλα είναι τόσο εύκολα. Λοιπόν σε μια βδομάδα θα ξαναδώ το πρόσωπο της σοβαρό στο ρόλο του, το βάδισμά της κάθε βήμα κι ένας κόσμος, το διάγραμμα του στήθους της δυο ορόσημα της ύπαρξης μου. Έξω οι άλλοι στέκουν μπρος στο σπίτι του ποιητή. Ο Βλάκας: "Έλα να το δεις. Αυτό το θέαμα είναι για σένα." Πήγα. "Πράγματι!" Τι να ’λεγα-πως οι ποιητές είναι οι χαραμοφάηδες της γης; Πως αηδιάζω ακούγοντας ένα ωραίο ποίημα; Πως κείνο που κάνουνε οι ποιητές είναι να προσπαθούνε ν’ ανοίξουνε μια πόρτα με λάθος κλειδί και στο τέλος χαλάνε την κλειδωνιά; Λέγονται τέτοια; Ούτε στον εαυτό μου δε θα τα ’λεγα. Γιατί πια πάει, θα διασαλεύονταν του σύμπαντος η τάξη που θέλει να θωρεί όλους βαλμένους όπου αυτή όρισε. "Θ’ αγοράσω ένα σπίτι εδώ. Εδώ θα μείνω!" “O! No George, don’t do that, we need you closer…” «Καλά, μια σκέψη ήτανε.» Πετάξαμε στο καπό τις εντυπώσεις μας των Καρυών,στριμώξαμε καμπόσες κάτω από τα καθίσματα και προχωρήσαμε. Πως ήμασταν σε αγαπημένο μέρος μόνο μια δυστροπία του αυτοκινήτου να ξεκινήσει το ’δειξε, κι ένας αγέρας που σηκώθηκε, αντίθετος στην πορεία μας. Δεν είδαμε τα περίφημα αρχαία λατομεία, δεν είδαμε το ναο με τις ωραίες αγιογραφίες, δεν είδαμε το Πνευματικό Κέντρο και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Δεν είδαμε ούτε την εκκλησία την ψηλή και κουκλίοτικη όπως Εκείνη. Λιγάκι θα λιγόστευε η λαχτάρα μας. Είδαμε όμως το πιο αξιοθέατο-το σπίτι της. Όμως πόσο Καρυάτιδα θα ήσουνα Καλή μου αν δεν καταγόσουν από τις Καρυές; (πολύ βολεύει αυτό το όνομα: Καρυάτιδες! Όλου του κόσμου οι ποθητές Καρυάτιδες με κεφαλαίο καππα δεν είναι;)
Η βίλλα του Ηρώδη του Αττικού. Σοφιστής. Γεννήθηκε στον Μαραθώνα. Και με τα περισσέματά του έφτιαχνε "έργα". Κανείς δε σκέφτεται πας τα περισσέματά του ήτανε στερήματα εκατοντάδων χιλιάδων λαού. Κάτι μάρμαρα σπασμένα έξω από τη βίλα. Μάρμαρα. Και τα τέτοια μαρμαρά λέει, είναι η δόξα των ελλήνων (ποιων ελλήνων;) Βόσκουν ανάμεσα τους σαύρες. Μερικές κάνουνε σπίτι τους κάτι τρύπες που έχουνε τα μάρμαρα. Και αυτή είναι η μόνη χρησιμότητα των μάρμαρων. Τέχνη λέει, υψηλές έννοιες και ιδανικά λέει, Παρθενώνας λέει, ανεπανάληπτος και μοναδικός... Στο φως που σκορπίζει ο Παρθενώνας (εις δόξαν του ανθρώπου), μπορείς να δεις παιδιά στην Αφρική να ψοφούν σαν μύγες από την πείνα, μπορείς να δεις τη δυστυχία του κόσμου χτισμένη απάνω στα μαρμαρά του. Και μια γέφυρα εκεί δίπλα, που έφερνε νερό για να πίνει και να λούζεται ο Ηρώδης. Και κοιτάνε οι σύγχρονοι το "υδραγωγείο" σα να ’τανε κάτι σπουδαίο, σαν να θαυμάζουνε που και οι τότε άνθρωποι επίνανε νερό. Ο Τατούλης, ας ειν’ καλά, θα αναδείξει αυτή την κόπρο του Αυγεία. Τι καλά που θα ήτανε αντίς για βίλες να μάθει γράμματα τους έλληνες! Ας ελπίσουμε σε κάποιον επόμενο υφυπουργό πολιτισμού, όχι γελοίο. Τόσες χιλιάδες χρόνια ήταν αγράμματοι οι έλληνες, κι αν μείνουν άλλες μερικές σπουδαίο είναι; Ας χάνονται ψυχές. Χρήματα να κερδίζονται.
Απέναντι, το μοναστήρι του (της;) Λουκούς. Ας πάμε κι εκεί. Άλλο κτίσμα καταστροφικό του ανθρώπου για τον Άνθρωπο. Ο Γκαίτε είπε πως ο χριστιανισμός θα πάει τον κόσμο δέκα χιλιάδες χρόνια πίσω. Μα ύστερα ίσως κάτι άλλο να φανεί αγαπημένε ποιητή και πάλι ο κόσμος να τραβήξει προς τα πεπρωμένα της εντροπίας αμαχητί. Εκκλησία. Εκατομμύρια στρέμματα γης στα νύχια της. Χιλιάδες κτίρια στα δόντια της ανάμεσα. Εκατομμύρια "πιστών" άχρηστων για την κοινωνία. Πίσω, πίσω, πίσω, πίσω. Καλά ίσως κάνει και ίσως εμείς να έχουμε άδικο. Πτώση! Αυτό δεν είναι η μοίρα όλων; Ίσως η εκκλησία να είναι ένας ελεήμων επιταχυντής. Καλόγρηες που χαίρονται επειδή μαζί με τη βίλα του Ηρώδη θα γίνουν επισκευές και στις τοιχογραφίες του ναού. Ωραίες μάντρες και λουλούδια, ωραίοι κοιτώνες μοναχών, ωραία βρύση... κι εγώ φαντάζομαι πόσο καλλίτερα θα ήταν να λέγαμε: Ωραία αναγνωστήρια φοιτητών, ωραίοι κοιτώνες φοιτητών, ωραία βρύση Γνώσης το κτίριο ολόκληρο. Προτού τη σκέψη μου τελειώσω έρχεται μια άλλη να κονταροχτυπηθεί μαζί της: λοιπόν όχι στη θρησκεία; όχι στην εκκλησία; όχι στα μοναστήρια; Μα δε χρειάζεται κονταροχτύπημα. Βέβαια κι όχι. Παραδίνομαι ανάστροφα και η δεύτερη σκέψη γίνεται ευθύς ριψίδορυς. Μοναστήρι της Λουκρύς-την απανθρωπιά του ακούς; Ωραίο δίστιχο ομοιοκατάληκτο. Μα αυτά είναι για τους άπιστους. Να! τώρα οι πιστοί προσέρχονται στο μοναστήρι για τη λειτουργία της Αγάπης. Δεύτερη μέρα του Πάσχα βλέπεις. Αγάπη! Τι μεγάλη λέξη για να χωρέσει στο ναό του μίσους! Μοναστήρι Λουκούς. Στο προαύλιο αρχαίες μαρμάρινες στήλες από τη βίλα του Ηρώδη του Αττικού. Μια μαρμάρινη καρέκλα. Παιδιά κάθονται στην κοιλότητα του μάρμαρου όπου είχε κάτσει ίσως και ο Ηρώδης. Αυτό ήτανε. Και τι άλλο εκτός της μνήμης είναι που συντηρεί τέτοιες σκέψεις και επόμενα τέτοιους "θαυμασμούς"; Μαρμάρινες στήλες λοιπόν. Ειδωλολατρικές. Και πάνω τους θυμιατά. Χριστιανικά. Συνύπαρξη δυο κόσμων. Μάλλον συνύπαρξη των συντριμμιών ενός κόσμου νικημένου, με ένα κόσμο νικητή χωρίς το φόβο να του αμφισβητηθεί η νίκη. Νίκησε ο χριοτιανισμός, κατάστρεψε κάθε τι παλαιό και τώρα συνυπάρχει με τα συντρίμμια του κόσμου που κατάστρεψε. Όπως οι πλούσιοι συνυπάρχουν αρμονικά με τους προλετάριους, όπως οι αμερικάνοι συνυπάρχουν αρμονικά με τους ινδιάνους.
Ένα θυμιατό πάνω σε μια αρχαία μαρμάρινη στήλη! Πού καταντάνε τα μάρμαρα! Και στο δάπεδο του προαύλιου, ανάμεσα στις πλάκες του, μη λογαριάζοντας τι λέει κανένας για όλα αυτά, μη δίνοντας σημασία σε πολιτισμούς και μάχες και καταστροφές, χορταράκια ζωηροπρασινούλια που ρίζωσαν εκεί. Η ζωή σε όλο της το μεγαλείο. Και το νόημα όλων αυτών; Τίποτα. Μηδέν. Ο κόσμος είναι μια α-νοησία. Και καλλίτερα. Γιατί αν είχε νόημα ο κόσμος θα ήμασταν δούλοι του νοήματος αυτού. Ενώ τώρα διαλέγουμε οι ίδιοι τη δουλεία μας.
Και τούτη είναι η κληματαριά του Παυσανία. Παυσανίας. Μαθητής του Ηρώδη του Αττικού! Μικρός που είναι ο κόσμος! Αυτός ταξίδευε και έγραφε ό,τι έβλεπε. Και πια εμείς χαιρόμαστε γιατί περιγράφει πράγματα που είδε στην αρχαία Ελλάδα. Ε και λοιπόν; Και μεις βλέπουμε ένα σωρό πράγματα και μάλιστα τώρα, σημερινά, φρέσκα. Μα να! τώρα περνάνε οι κάτοικοι της τότε Ελλάδας και "θαυμάζουν". Ένας γέρος επισκέπτης με πλησιάζει. "Την άλλη φορά που ήρθα το κλίμα ήτανε μακρύ δύο χιλιόμετρα. Τι έγιναν;.. Είμαι απ’ την Κρήτη ξέρετε… μόνάχα στη Μάνη και στα Σφακιά δεν πάτησε τούρκος... η κόρη μου είναι αγροτική γιατρίνα εδώ... θα κόψω ένα κλαρί να το φυτέψω στον κήπο μου και θα γράψω πάνω του πως είναι από την κληματαριά του Παυσανία..." Τον ακούω σκεπτικός. Όλα εγίνανε για να μπορεί αυτός ο βάτραχος να κοάζει; Και σκέπτομαι πως από τα βιβλία που έγραψε ο Παυσανίας εσώθηκαν μονάχα όσα μιλούσανε για την Ελλάδα. Και βέβαια κουβέντα ας μη γίνεται πως οι αρχαίοι έλληνες ήσαν ρατσιστές. Ας καταστρέψανε όλα τ’ άλλα τα βιβλία του Παυσανία και ας άφησαν μόνο όσα μιλούσαν για Ελλάδα. Κι ας ήτανε προμετωπίδα στο βιβλίο της ελληνικότητας τους το "πας μη έλλην βάρβαρος". Και ο Πλάτωνας είναι "θείος" και ο μέγιστος των φιλοσόφων κι ας ήθελε να κάψει τα βιβλία του Δημόκριτου. Η δόξα αποκτάται με φωτιά, καταστροφές και αποσιωπήσεις. Καταλαβαίνει πια κανείς τι δόξα είναι αυτή. Α! Να ’τανε να ’χε μυαλό ο άνθρωπος! Και αντί για Χριστούς και Βούδες και Ζωροάστρες να ’χε γιορτή μιας μέρας κάθε χρόνο για το λουλούδι του αγρού! Κι αντί για Παυσανίες να ευχαριστεί τη γη που δίνει το μελάνι! Και να θυμάται αντί ποιος έγραψε τις μεγαλύτερες βλακείες, ποιος βόηθησε τον άνθρωπο ν’ ανέβει...
Γεύμα στον Ισθμό. Η θάλασσα φαίνεται πόσο μεγάλη είναι μόνο όταν βλέπεις ένα μικρό κομμάτι της. Πόσο μικροί εμείς μπροστά στον Ισθμό!
Φαγητό. Οι σερβιτόροι γελαστοί όπως σε κάθε ευημερούσα πόλη. Μαρίδες. Λίγο μεγάλες αλλά πάντα νόστιμες. Σαλάτα, φέτα, λιθρίνι ψητό. Ένα καράβι περνάει. Κάποιο μικρό πλεούμενο το οδηγεί. Η γέφυρα όπου περάσαμε για να βρεθούμε από την Πελοπόννησο στη Στερεά εξαφανισμένη τώρα. Μήπως δε βλέπουμε καλά; Μήπως κοιτάμε λάθος κατεύθυνση; Όχι, η γέφυρα είχε καταδυθεί για να επέρναγε το πλοίο. Σε λίγο η γέφυρα βρισκότανε πάλι σχη θέση της στάζοντας νερά. Να υπάρχουν ψάρια άραγε ή πεταλίδες που να ’χουνε στα σίδερά της τις φωλιές τους; Κι αν ναι, θα ξέρουνε να εξηγήσουν το ανεβοκατέβασμα αυτό, ή οι επιστήμονές τους θ’ αποφαίνονται: «Ό κόσμος είναι κάτι σίδερα μέσα σε υγρό, που ανεβοκατεβαίνουνε σε άτακτα χρονικά διαστήματα»; Άγνωστο τι από τα δυο, όπως άγνωστα θα είναι πάντοτε για μας τα ψάρια και η θάλασσα και ο εαυτός μας. "Έχετε ερωμένη;" "Μα πώς..." "He always has one…" Πέφτουν τα λόγια σαν βροχή στη θάλασσα και η αρμύρα της τα πίνει-δεν ειπώθηκαν. Τσιγάρα δίπλα μας που κάπνιζαν ανθρώπους. Όλη η Ελλάδα ένα στόμα που καπνίζει τους κατοίκους της. "Πάμε σιγά σιγά;" "Πάμε; What do you think? Shall we go?” “O! Yes. Its already three!”
Εφύγαμε με αρμύρα στο μυαλό και στο στομάχι μας μαρίδες.
Δεν μπήκαμε στο Ξηροκάμπι. Ξηροκάμπι... η Γιωργία της Ποτίτσας… δασκάλα, που έφυγε νέα... Η Γιωργία! Η αγία για όλους όσοι την εγνώριζαν. Μνήμες... ζωηρά θυμάμαι το πάντοτε γελαστό πρόσωπο της. Έλαμπε ολόκληρο από μια φλόγα εξωγήινη αγνή. Τα λόγια της, γρήγορα όκαθώς βγαίναν απ’ το στόμα της αρχίζαν και τελειώνανε με γέλιο. Τ’ "όχι" δεν ήξερε τι θα ειπεί-ποτέ δεν το ’πε σαν απάντηση σε ό,τι της ζητούσαν. Η αγία Γεωργία... Ας μείνει εδώ, σε τούτο το βιβλίο η ανθρώπινη ουσία της κι η θύμηση της.
Τρίπολη,πλατεία του Άρεος. Πρωί Πάσχα. Βόλτα στις δέκα. Ψήνονται αρνιά. Στέκω μπροστά τους. Η σούβλα να βγαίνει από το στόμα τους σαν μια τεράστια μυτερή γλώσσα. Γυρίζουνε αυτόματα με έναν ηλεκτρικό στροφέα. Σε κάθε στροφή τους τα αθώα μάτια καθενός τους να με βλέπουν επιτιμητικά και με υπόσχεση εκδίκησης. Δεξά κι αριστερά ονόματα που δείχνουν το "δικό μου" καθενός. ΚΑΠΗ, Ορειβατικός Όμιλος, Πρόσκοποι, Φιλοτεχνικός, Λύκειο Ελληνίδων. Όλοι οι κατέχοντες (χρήματα) και μη κατέχοντες (ψυχή). Φεύγω. Νωρίς είναι ακόμα για να έρθουν ο Βλάκας και ο πίθηκος. Θα κοιμούνται ακόμα. Επάνοδος στη μία. Ο Δήμος μοιράζει κόκκαλα και λίπος. Οι φτωχοί τα παίρνουν και με ευλάβεια τα μεταφέρουν στο σπίτι τους για να κάνουν Πάσχα με αυτά. Ο δήμαρχος με τους ημέτερους θα φάει τα ψηνόμενα αρνιά. Με το κρέας τους μαζί αυτά. Σε χωριστό τραπέζι, άλλο από εκείνο των δημοτών. Ας μην κάτσουμε να πούμε τώρα, μέρα χαράς (γιατί;) και ανάστασης (ποιανού;), πως τα αρνιά του δήμαρχου τα ’χουν πληρώσει κείνοι που φάγανε κρύα κόκκαλα και λίπος. Ας δούμε όμως ποιοι μπορεί να είναι άλλοι στο τραπέζι του δήμαρχου. Ό αντιδήμαρχος ο επιφορτισμένος με την εκδίωξη από το δημαρχείο των ανεπιθύμητων στο δήμο πολιτών, ο "επί των πολιτιστικών", νεκροθάφτης με τις ευλογίες του δήμου του πολιτισμού της Τρίπολης, ο ΕΚΚΕάτης Τατούλης, αρχιερέας της τελετής ενταφιασμού του πολιτισμού και κλέφτης από τους επιφανέστερους μαζί με άλλους μεγαλοκυβερνητικούς, ο Ρέππας, σοβαροφανής υπουργός και μέγας λήσταρχος, ο Σπυρόπουλος, μπαλώνοντας το πορτοφόλι του για να ’ναι έτοιμο να το ξαναγεμίσει κλεψιμέϊκα, ο Κωστόπουλος, οπορτουνιστής, μασώντας με τρεις μασέλες και ανοιχτά κοροϊδεύοντας την κοινωνία, ο Λυκουρέντζος, ανερχόμενο μπουμπούκι της Δεξιάς, πρόεδροι Συλλόγων, Ομίλων, Οργανισμών, Λυκείων, νομάρχες, έπαρχοι, και διάφοροι άλλοι, όλοι χίτες και ταγματασφαλίτες και διάφορες άλλες όλες χίτισσες και ταγματασφαλίτισσες, που πάντα ευδοκιμούν στην πόλη αυτή και που αγαστά συνεργάζονται στην καταλήστεψη του λαού της. Η παρέα καταφτάνει. Μια βόλτα ακόμα στην πλατεία και αντίο αρνιά-πάμε για αρνί.
Μαηθανασάκος. Καλά τα φαγητά του όλα. Καλός ο κόσμος που ήτανε κεί-όχι επίσημοι. Εκεί γινόντανε δεκαετίες πριν οι εκδρομές του σχολείου μου. Εκεί, μπροστά στην εκκλησία στήνονταν το τραπέζι των καθηγητών. Από κει επέβλεπαν τους μαθητές. Στο Μαηθανασάκο στις μέρες μας κάνουν συγκεντρώσεις και συνεστιάσεις οι λαοβόροι, λαότροφοι, λαοκατάρατοι, λαοφόνοι, λαοθαμβείς, λαοπλάνοι, λαοφθόροι, συλλυσώντες συλλοίδωροι, συλληστές και συλλήστριες του λαού,οι συλλαγνεύοντες, οι συλλαφήσσοντες και συλλειώντες το λαό, συλλεσχηνεύοντες. Κρασί ροζέ. Ο Γιωργάκης, το παιδάκι της διπλανής παρέας, όλο βγαίνει έξω και προσπαθεί να ανοίξει με ένα κλειδί αυτοκινήτου την εκκλησία. Δικοί του τρέχουν κάθε φορά από πίσω του. Η μητέρα του παιδιού ευσταλής, ευόμιλος και καλή ευνάστρια.
Τρίπολη. Βράδυ. Πλατεία του Άρεος. Νύχτα. Συζήτηση ανάμεσα σε δύο φίλους. "Γράψε αυτά που μου λες. Είναι τόσο πρωτότυπα". "Τίποτε δεν είναι πρωτότυπο. Όλα έχουν ειπωθεί." "Αυτά που μου είπες για το Χρόνο μόλις τώρα. Πες τα και σε άλλους-γράψε ένα βιβλίο." " Ό,τι κι αν γράψουμε κι ό,τι κι αν πούμε είναι άχρηστα. Καθένας άνθρωπος είναι ένα διαφορετικό ον που δεν έχει τίποτα κοινό με κανέναν άλλον. Ό,τι σκέφτεται κανείς μπορεί να έχει κάποια σημασία μόνο για τον εαυτό του. Αφόντας γεννηθήκαμε όλα είναι άσκοπα."
Στην Κάρτσοβα, που άλλοτε παίρναμε νερό, πάμε τώρα με μιαν ανύποπτη παρέα. Τι και αν έλεγα στην πιθηκίνα πως εκεί πηγαίναμε να πιάσουμε νερό για τις ανάγκες του σπιτιού; Τι αξία θα είχε γι αυτήν μια τέτοια ενημέρωση; Θα με κοίταζε παράξενα-κι αυτή παίρνει νερό από κάποια βρύση… Έτσι λέω μόνο: μια βρύση απ’ τις πολλές της Τρίπολης. "It’s dirty, don’t drink!"- δεν πίνω. Κάποτε όμως έπινα κι ας ήταν "ντέρτι".
Ας φύγουμε. Μια ακόμα βρύση! Γιατί τους πήγα εκεί;
Και η τελειωτική και τελευταία συνάντηση στο DOZEN DONUTS. Εκεί που τελείωσε ο πόλεμος προτού χρειαστεί ν’ αρχίσει ούτε μια μάχη. Εγώ: «Θα έρθω όταν μπορέσω να σας δω για λίγες μέρες» Ο Βλάκας: «You want him to com to America to see us?» Ο πίθηκος: «O! No! Not at all!» Ο Βλάκας: «Το άκουσες. Να μην έρθεις. Δε σε θέλει.» Ύστερα όλα γίνανε χωριστά, όπως οι λογαριασμοί στο εστιατόριο.