Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

ΓΕΝΙΚΏΣ ΠΟΛΙΤΙΚΆ
Τετάρτη, 31 Ιανουαρίου 2018
(παλιότερα)   

 ΣΤΟ ΦΙΛΟ ΜΟΥ ΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ

Δημήτρη,καλή πόλη το Λουτράκι.
Κι απ’ όλους τους θεούς ευλογημένη.
Από μικρό που ήμουνα παιδάκι
μες στην ψυχή την είχα εγώ κλεισμένη.

Γιατί όταν οι γονείς μου εκεί ερχόνταν
για τα ρευματικά κι αρθριτικά τους-
η αφεντιά μου πηγαινοερχόνταν
στης πόλης τους χαρούμενους δρομάκους.

Μετά η ζωή στα νύχια της με πήρε΄
κι αφού απ’ ό,τ’ ήμουν άφησ’ ένα ράκος
«Τώρα»,μού είπε, «όπου θέλεις σύρε...»
Κι εγώ,ένας αξιολύπητος γεράκος,

γυρνώ και βλέπω τα παλιά μου μέρη
για τελευταία θωρώντας τα φορά μου
προτού το σπλαχνικό του Χάρου χέρι
κι αυτή την ύστατη κόψει χαρά μου.

Αλλ’ ας τελειώνω-γρήγορα τους νέους
τα λόγια των μεγάλων τους κουράζουν.
Σειρήνες άλλου τους καλούνε Χρέους-
άλλες φωνές Χαμού αυτούς τους κράζουν.

Μα θέλω να σου πω προτού σ’ αφήσω
πως σ’ όποια κι αν φωνή εσύ απαντήσεις,
ό,τι κακό θα το αφήσεις πίσω
κι όλο καλά στη ζωή σου θα τρυγήσεις.

Παιδιού ενός έξυπνου καθώς εσένα,
και θαρραλέου,και με καθάρια μάτια,
η ζωή του δε θα πάει στα χαμένα
σε όποια κι αν βαδίσει μονοπάτια:


*


ΣΤΟ ΧΩΡΙO

Να το κερί. Το βλέπω καθώς λιώνει
φωτίζοντας αχνά την κάμαρά μου.
Κάποιο αόρατο για τη ματιά μου
το κόβει αργά και σταθερά πριόνι.

Και όλο λιγοστεύοντας δω χάμου,
χαρτιά μου δείχνει, ξύλα, ένα κασόνι...
να! τώρα του θερμού του γάμου
η σμίξη με τη φλόγα τελειώνει.

Δυο λαμπυρίσματα προτού να σβήσει
και τέλος. Σαν μια σκότους δίνη
στο δωμάτιό μου ένας καπνός θα πλέει
ενώ από μένα μοναχά θα μείνει
μιαν απουσία, πως πέθανα να λέει
χωρίς να έχω τίποτα φωτίσει.


*


Ο ΓΆΜΟΣ ΤΗΣ ΝΤΑΝΙΈΛΑΣ
(Μάρτης ’10, 2010)

Ήταν δεκαεξάχρονη
τώρα είναι παντρεμένη.
Ήταν αγριολούλουδο
ανθός σε βάζο τώρα.
Ήταν αδέρφι του ηλιού
τώρα σβηστό φεγγάρι.
Ήταν  τραγούδι και μιλιά
βουβό είναι τώρα στόμα.
Ήταν αστέρι λαμπερό
κι είναι κερί σε τάφο.
Ήταν δεκαεξάχρονη
και τηνε ξεπουλήσαν.




*



ΤΟ ΣΠΊΤΙ ΠΟΥ ΑΓΆΠΗΣΑ

Το σπίτι που αγάπησα
 κι έχει χτιστεί για μένα-
το σπίτι που αγάπησα
το πήραν χέρια ξένα.

Και χρήματα το γέμισαν
και κρύα χρυσά το ντύσαν
και χρήματα  το γέμισαν
και κάθε ωραίο τού σβήσαν.

Και κείνο κλαίει και πονεί
και άχαρο όλο μένει-
και κείνο κλαίει και πονεί
και η ψυχή του βγαίνει.

Το σπίτι που μ’ αγάπησε
θλιμμένο με ζητάει
το σπίτι που μ’ αγάπησε
στον τάφο μ’ ακλουθάει.


*



Ο ΞΥΛΕΜΠΟΡΟΣ

Ερπετό που ξέφυγε απ' την Ιουράσιο
και μυαλό έχει λιγοστό και μασά σανό
κι ένα πρόχειρο έφτιαξε ξύλινο εργοστάσιο
κι ανεπίπλωτο έστησε σπίτι σε βουνό.

Και απάνου χέστηκε στα στρεβλά του πόδια
γιατί κάθε Σάββατο σπίτι κουβαλεί
σαν και κείνονε φυτά, σαν και κείνον βόδια
να 'χει ολοβδόμαδα συντροφιά καλή.

Μες στο λιλιπούτειο του άθλιο μετερίζι
τη σημαία μιας δύναμης ύψωσε κενής
κι υπηκόους του κράτους του όλους τους νομίζει
όμως δε νομίζει αυτόν άρχοντα κανείς.

Αλλ' αυτός-ψώνιο γερό-κάτω δεν το βάζει-
στην κορφή του κοτετσιού πάει κι από κει
το λειρί του σείοντας κικιρί φωνάζει
κι αφού άλλο δεν μπορεί κάνει κριτική.

Και ιδέα έχοντας άντρα πως τον κάνει
τη φτωχή γυναίκα του να ταλαιπωρεί
κάθε του μικρότητα πάνω της ξεσπάνει
και νευρώσεις της γεννά όσο το μπορεί.

Τη μικρόνοια μόνη του έχοντας παρέα
όλα με το μέτρο της το αχαμνό μετρά
κι όσα έχει άσχημα τα θαρρεί ωραία
και δικό του γέννημα όλα τα φερτά.

Καμαρώστε τον! Ιδού! Από τη δουλειά του
βιαστικός στο σπίτι του πάντοτε τραβά
και βαφτίζει αρμοστά κι ίσια όσα κοντά του
κουβαλεί ανάρμοστα και κρατεί στραβά.




*




ΤΑ ΚΟΡΊΤΣΙΑ ΣΤΑ ΔΙΌΔΙΑ

Ένα Χαμόγελο στα Διόδια
και της Χαράς ανοιούν τα ρόδια
τ’ Αηδόνι πάλι τραγουδάει
πάλι η Ζωή χαμογελάει.

Και η Ευχούλα«καλό Δρόμο»
απ’ την Ψυχή διώχνει τον Τρόμο
και το Αμάξι λες μεθάει,
και δεν κυλάει στη Γη-πετάει.

Κι αχ! ένα βλέμμα όλο γλύκα
το «εν Τούτω» μας θα είναι «νίκα»
σ’ όποια κι αν μάχη οδηγάει
ο Δρόμος που άφευγα μας πάει.



*


ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΌ ΤΡΑΓΟΎΔΙ
ΤΗΣ ΓΙΟΥΡΟΒΊΖΙΟΝ

Το γελοίο τραγούδι του Αλκαίου
και ο ίδιος ο γελοίος ο Αλκαίος.
Και τριγύρω οι ανόητοι κι οι γλύφτες
γαυριώντες για το «ΟΠΑ» να γιορτάζουν,
για τα λόγια τα μεστά φιλοσοφίας,
για τη δύναμη, το κέφι, τη ζωντάνια,
για τα λόγια ελληνικά που όλα είναι
κι η Ευρώπη πέρα ως πέρα θα λατρέψει.
«Περασμένα ξεχασμένα…» και κρατάει
στα γερά η προπαγάνδα η αχρεία
ότι όλα ο λαός θα τα πληρώσει
κι άλλων χρέη με χαρά θα ξεπληρώσει.
Και ακούμε τα ίδια πάλι και τα ίδια
σαν την κάθε τη χρονιά τέτοιες ημέρες:
αίνους πάλι απ’ της τιβί τους λυμεώνες
που ξερνάνε ό,τι τους πουν τ’ αφεντικά τους.
Και η λόξα της φυλής ξανά πετιέται
και η λύρα όπως χτυπάει κι αυτή χτυπιέται
και ακούς πως θεία είναι η μελωδία,
πως οι στίχοι  αυτοί πηγαίνουνε για Νόμπελ,
ότι έχει ομοιογένεια ολ’ η παρέα
και μαζί δεμένα είν’ όλα της τα μέλη,
και σκοπό πως έχουν μόνον, όλ’ η Ευρώπη,
ως τα ουράνια ένα «ΟΠΑ» να φωνάξει-
επιδιώξεις ευγενείς, ελλήνων ίδιες,
στο δικό της σπίτι μόνο κατοικίδιες…
Κι οι χαζά γελώντας νέοι μας και νέες
ιαχές χαράς γεμίζουν τους αιθέρες
γιατί πάλι μεγαλούργησε η Ελλάδα
επειδή στα τελικά έχει περάσει
κι επειδή με πόζα οδεύει και με βιάση
την πρωτιά την ποθητή να καταλάβει
που την έχει κιόλας να! μες στο τσεπάκι.
Κι οι πιο ξύπνιοι απ’ τους χαζούς ελληνολάτρες
για να έχουν άλλοθι ένα για την ήττα
που μπορεί-παρά την τόση σιγουριά τους-
οι πανάξιοι να υποστούν τραγουδιστές μας,
«είδες;», λεν, «ο σκηνοθέτης, πόσο χάλια
παρουσίασε κινήσεις και φωνές μας;…
…αν τα ίδια και τη μέρα κάνει εκείνη…»
και με νόημα εκεί η φωνή τους σβήνει.




*




ΓΙΆΝΝΗΣ,
                Ο ΓΛΎΠΤΗΣ
        ΤΗΣ ΞΥΛΟΚΈΡΙΖΑΣ

Τάχατες ξέρει η Ξυλοκέριζα τι έχει;
Τάχα η Κόρινθος ξέρει τι χάνει;
Όχι, καμιά δεν ξέρει, αλλιώς Γιάννη,
ως τώρα θα ’σουνα ο Εκλεκτός τους.

Ξέρουν τα Μάρμαρα όμως, που βαθιά τους
Ψυχές Ατέλεστες βουβά πλαντούσαν,
με Αγωνία ’παντέχοντας τον Πλάστη
τη Ζωοδότρα Πνοή που θα τους δώσει.

Ξέρουνε τ’ Άτια που έχεις κιόλας ζήσει,
ξέρουν η Σφίγγα και η Κόρη που ήρθαν
για να δικιώσουν την Kαλαισθησία
κι αιώνια για να μείνουνε στον Κόσμο.

Ξέρουν τα όντα που τυφλά θα ήσαν
αν μάτι κανενός δεν τα θωρούσε
και που υμνώντας σε καυχιούνται τώρα:
 «Υπήρξαμε κι εμείς κάτω απ’ τον ήλιο!»

Γιάννη, αφότου είδαμε το θάμα,
η σκέψη μας πλανιέται στην αυλή σου
από ’να σ’ άλλο άγαλμα πετώντας
μην ξέροντας ποιο να πρωτοδοξάσει.

Ευλογημένη, κι η ώρα που σ’ εγέννα,
κι αυτή στο σπίτι σου όπου μ’ έχει φέρει:
οι δυο τους σμίξανε και γίναν στέριο,
νύχι καθώς με κρέας είναι, ταίρι.

5-6-10



*


                      ΑΘΩΟΤΗΣ
Το σύμπαν είναι ο θεός.
Οι γαλαξίες τα κύτταρα του σώματός του.
Ο ήλιος ο πυρήνας σ’ ένα του άτομο.
 Η γη ένα ηλεκτρόνιο του ατόμου αυτού.

Έτυχε τώρα το ηλιακό μας σύστημα
να είναι άτομο σ’ ένα απ’ τα κύτταρα
του πεπτικού συστήματος του θεού.
Δε φταίμε εμείς που είμαστε σκατά.







Ο ΔΆΦΝΗΣ

Ο Δάφνης, στη γωνιά, πουλάει αρώματα
φτηνά για τις γυναίκες φτιασιδώματα.
Μπαίνουνε μέσα πλούσιες οι καημένες
και βγαίνουν για μπογιές ξεπουλημένες.

Απέναντι το «ΞΈΡΟΞ» πάντοτε άδειο
με το ξεκουρντισμένο του το ράδιο
και παραπέρα το «ΌΡΚΕΣΤΡΑ», γεμάτο
με ρούχα παιδικά από πάνω ως κάτω.

Κρίση. Κανένας ρούχα δεν ψωνίζει
κι ούτε με γράμματα κόλλες γεμίζει.
Στου Δάφνη μόνο το θρασύ το χάνι
πληθαίνει το ζουρλό γυναικομάνι.

Γυναίκες. Με μυαλό πάνω απ’ την κόμη
που αλλάζουν τρίχωμα μα όχι γνώμη.
Γυναίκες. Όντα αλλόκοτα ενός κόσμου
που φευ! έτυχε να ’ναι ο δικός μου…
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 12:29 μ.μ.
(παλιότερα)

Ρε γαμότο, μη ξέροντας από ίντερνετ, δεν ξέρω τι σχέση έχει ο Τσιλιμίδης μ’ αυτό το μπλογκ, στο οποίο βάζω σήμερα αυτά τα γραφτά. Ελπίζω οι σχέσεις του με αυτό να είναι ότι το διαβάζει πού και πού, γιατί έτσι θα διαβάσει και αυτά τα λόγια που γράφω εδώ γι αυτόν. Και τα γράφω γιατί αλήθεια ο άνθρωπος αυτός με έχει ενθουσιάσει με της εκπομπή του «Ξάγρυπνος στη ΝΕΤ». Έχω λοιπόν μείνει κατάπληκτος πρώτα από όλα με την ευγένειά του. Δεν διακόπτει ποτέ τους ανθρώπους που μιλάνε, παρά μόνο όταν κάποιος ή κάποια από αυτούς συνομιλεί μαζί του.
Και είναι αξιοθαύμαστο ότι ο κύριος Τσιλιμίδης δεν χάνει τον πολύτιμοι χρόνο του να εξηγεί στους διακοπτόμενους γιατί τους διακόπτει. Και δεν καταλαβαίνουμε ούτε εμείς γιατί διακόπτονται οι τηλεφωνούντες. Καταλαβαίνει όμως κανείς ότι πρέπει να έχουν παραβιάσει οι άνθρωποι αυτοί κάποιον ιερό και σε όλους γνωστόν κανόνα, τέτοιον, που δε χωράει εξηγήσεις και ούτε η παραβίασή του διορθώνεται με κάποια συγνώμη. Γιατί αλλιώς ο κύριος Τσιλιμίδης θα τους διέτασσε να ζητήσουν συγνώμη και να τελείωνε έτσι το θέμα. 
Αυτά όμως όλα δεν γίνονται συχνά επειδή όποιος παίρνει ξέρει από πριν τα γούστα του κυρίου Τσιλιμίδη και φροντίζει να συμπλέει με αυτά.

Και δεν ζητάει και πολλά ο κύριος Τσιλιμίδης:να μην του κατηγορήσουν την εκπομπή του, να του λένε ότι με τόσα προβλήματα ψυχολογικά που λύνει κάθε βράδυ έχει κόψει τη δουλειά των ψυχιάτρων, να του λένε πως είναι η καλλίτερη παρέα τους  και ότι τον ακούνε ανελλιπώς, ότι τα ποιήματα τα διαβάζει δέκα φορές καλλίτερα από τον Δημήτρη Χορν, και άλλα τέτοια. Απλά πράγματα δηλαδή. Ε! αν ούτε γι αυτά είναι ικανός κανείς, ας μην επιχειρήσει να πάρει τηλέφωνο, γιατί με όλο του το δίκιο θα τον έκοβε κάθε ένας παρουσιαστής μιας εκπομπής.
Ακόμα ο κύριος Τσιλιμίδης τους κλείνει το τηλέφωνο όταν του μιλήσουν για ένα θέμα που δεν ανήκει στα επιτρεπόμενα από αυτόν. Και επειδή τα απαγορευμένα θέματα είναι σχετικώς πολλά, οι περισσότεροι τηλεφωνούντες λένε μόνον πόσο ωραία βρίσκουν την εκπομπή του κυρίου Τσιλιμίδη και κλείνουν γρήγορα γρήγορα το τηλέφωνο πριν προλάβει ο κύριος Τσιλιμίδης να τους το κλείσει αυτός. Αλλίμονο, τόσες έγνιες έχει στο μυαλό του αυτός ο πολυτάλαντος άνθρωπος, δε θα τον αποπροσανατολίσουν μερικοί που μη έχοντας ύπνο του τηλεφωνούε γιατί; για να πουν τη γνώμη τους!
Πάντως πολύ ευγενικά φέρεται σε όλους ο κύριος Τσιλιμίδης.
Εκτός από κείνους που είπαμε-και αυτό όταν εκείνοι τον αναγκάζουν τον άνθρωπο.
Ένα άλλο πράγμα που έχουμε προσέξει εγώ και οι φίλοι μου στον κύριο Τσιλιμίδη, είναι πως, όπως κάθε σοβαρός άνθρωπος, δεν δίνει πολύ θάρρος στον συνομιλητή του. Κοφτές οι κουβέντες του, αδιαπραγμάτευτες οι απόψεις του και δε λέει πολλά αφήνοντας και τον συνομιλητή του να μιλήσει για δέκα είκισι δευτερόλεπτα. Αυτό το τελευταίο ο Μάκης, ένας από την παρέα μας, το εξηγεί λέγοντας ότι αφήνει τον συνομιλητή του να μιλάει, γιατί σου λέει όλο και κάπου προς το απαγορευμένο θα το πάει κι έτσι θα τονε κλείσω αμέσως! Ο Μάκης όμως όλοι στην παρέα ξέρουμε ότι το παρακάνει στις κρίσεις του και δεν του δίνουμε και πολλή σημασία όταν λέει κάτι τέτοια.
Ύστερα από όσα είπα μέχρι τώρα, θα αναρωτιόταν κανείς γιατί οι άνθρωποι παίρνουν τηλέφωνο τον κύριο Τσιλιμίδη. Ο Μάκης λέει ότι όσοι τον παίρνουν στο τηλέφωνο είναι μαζοχιστές. Ότι θέλουν να τους αγνοούν, να τους φέρονται περιφρονητικά, να τους κλείνουν το τηλέφωνο κατάμουτρα, να τους μιλάνε σκαιά. Αυτή την άποψη του Μάκη τη συζητάμε λίγο, προς θεού όμως, κανένας στην παρέα δεν έφτασε να γίνει οπαδός της θεωρίας αυτής για τον μαζοχισμό των τηλεφωνούντων. Καταλήξαμε ότι μάλλον οι άνθρωποι αυτοί, μόνοι τους και χωρίς μια κουβέντα όλη μέρα, θέλουν να ακούσουν μία φωνή, χωρίς να τους νοιάζει αν αυτή θα τους βρίζει, θα τους διώχνει, θα τους ταπεινώνει.
Το έργο όμως του κυρίου Τσιλιμίδη κανένας μας δεν το χαρακτήρισε (και πώς θα μπορούσε) άσκοπο, άχρηστο ή ότι δεν αιτιολογεί πλήρως την ύπαρξή του, γιατί έστω και για τέτοιους ανθρώπους χρειάζεται κάποιος να τους συμπεριφερθεί έτσι όπως τους αρέσει. Ύστερα όλα πάνω στη γη δεν έχουν ένα σκοπό;
Προκαταβολικά όμως έχει φροντίσει ο κύριος Τσιλιμίδης να ξεπληρώνει όλα όσα κάνει στους ανύποπτους (ή και υποψιασμένους όπως είπαμε) συνομιλητές του, με τον τρόπο που τους υποδέχεται στην αρχή του τηλεφωνήματος, όταν τους χαιρετάει. Γιατί τους καλωσορίζει  βάζοντας στη φωνή του δύναμη και θαυμασμό. Ακούς ας πούμε ένα ηχηρό «Γεια σου κύριε Τάκη!»,  σαν να ακούει ένα λατρευτό πρόσωπο που έχει χάσει για χρόνια. Ναι, πρέπει να πούμε την αλήθεια ο κύριος Τσιλιμίδης καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να πείσει ότι αυτό είναι ένα ζεστό καλωσόρισμα. Είναι, λέει ο Μάκης, σαν κάποιος να σε υποδέχεται όταν χτυπήσεις την πόρτα του με χαρούμενη έκπληξη, και αμέσως μετά να παίρνει το ύφος του το σκυθρωπό και το εχθρικό, και να σου λέει να φύγεις, και μάλιστα δυνατότερα από όσο πριν σε καλωσόρισε.  Ε, ας μην τα θέλουμε και τέλεια όλα στον κύριο Τσιλιμίδη και την εκπομπή του! Άνθρωπος είναι κι αυτός. Στο κάτω κάτω η πρόθεση μετράει. Και ώσπου να μάθουμε την πρόθεση δεν μπορούμε να καταδικάζουμε κάποιον.
Τούρκος γίνεται όμως κυριολεκτικά ο κύριος Τσιλιμίδης και όταν του ζητάνε να βάλει κάποιο αγαπημένο τους τραγούδι. Και έχει απόλυτο δίκιο, γιατί αφού τους το έχει πει τόσες φορές ότι δε βάζει τραγούδια κατά παραγγελίαν, αυτοί πάλι του ζητάνε.
Της ίδιας εθνικότητας κάτοχος γίνεται ο κύριος Τσιλιμίδης και όταν του λένε «προσπαθώ να σας πάρω δυο μέρες…» ή «…όλο το βράδυ…».
Δεν ξέρω γιατί, μη με ρωτάτε, αυτό κανένας από την παρέα που με τόση προσήλωση ακούμε την εκπομπή του κυρίου Τσιλιμίδη δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ούτε και ο Μάκης. Και εδώ που τα λέμε ποιας μεγαλοφυίας μπόρεσε κανείς να κατανοήσει όλες τις συνιστώσες;
Απαγορεύει και τα πολιτικά ο κύριος Τσιλιμίδης από την εκπομπή του. Μόνο επιτρέπει να βρίζουν-και βρίζει κι αυτός, τους αμερικάνους και τον Μπους. Μάλιστα προχτές καταράστηκε τους αμερικάνους να πιουν το πετρέλαιο του Ιράκ που εξαιτίας του πήγαν εκεί και σκότωσαν ιρακινούς. Και όλοι εμείς οι αμερικανοί νιώσαμε άσχημα, επειδή κανένας μας βέβαια δεν έχει δοκιμάσει να πιει πετρέλαιο, και σκεφτήκαμε ότι θα είναι πολύ άσχημη αυτή η εμπειρία. Και η παρέα μας αποφάσισε να κάνει ένα διάβημα προς την αμερικανική κυβέρνηση και προς τον πρόεδρο, ώστε να φύγει γρήγορα από το Ιράκ, γιατί ποιος ξέρει τι άλλο θα μας βάλει να πιούμε στην οργή του επάνω ο κύριος Τσιλιμίδης… Ο Μάκης λέει ότι το λέει αλλά δεν το εννοεί, όμως μπορεί κανείς να το ρισκάρει; Και λέει ακόμα ο Μάκης ότι βρίζει και ο ίδιος και αφήνει να βρίζουν και οι τηλεφωνούντες τους αμερικάνους, επειδή αυτό δεν έχει καμία συνέπεια γι αυτόν, ενώ αν τους άφηνε να βρίζουν τους ντόπιους πολιτικούς γρήγορα θα βρισκόταν χωρίς εκπομπή. Κακοήθειες του Μάκη, τον ξέρουμε καλά πια όχι μόνον εμείς, αλλά και σεις από τα λίγα που σας είπα γι αυτόν θα τον έχετε μάθει.
Και σε όλους μας κάνει μεγάλη εντύπωση που όποτε διαβάζει ποιήματα ο κύριος Τσιλιμίδης, τον παίρνει η κυρα-Μαρία και του λέει τσ-τσ-τσ κύριε Τσιλιμίδη, τι ωραία διαβάζετε τα ποιήματα και αυτός δε μιλάει από σεμνότητα.
Και που και που μιλάει για στίχους τραγουδιών που αυτός έχει γράψει. Και φαίνεται θα είναι πολύ δύσκολο να γράψεις στίχους τραγουδιών γιατί όσους γράψανε στίχους για τραγούδια φαίνεται ότι ο κόσμος τους έχει περί πολλού.  Και από τότε που, ακούγοντας τον κύριο Τσιλιμίδη το κατάλαβα κι εγώ αυτό, κάθε βράδυ στην προσευχή μου παρακαλώ το θεό να με κάνει άξιο να γράψω κι εγώ στίχους ενός τουλάχιστον τραγουδιού.
Για όλα αυτά εγώ εκτιμώ τον κύριο Τσιλιμίδη.
Αλλά και ο ίδιος μοιάζει να νιώθει πολύ υπερήφανος που κάθεται πίσω από ένα τηλέφωνο και κακομεταχειρίζεται τους ανθρώπους. Ή πάλι μπορεί να μην κατάλαβα καλά και να μη νιώθει υπερήφανος αλλά να λέει από μέσα του «αφού αυτό θέλουν ας το έχουν, αρκεί εγώ να τσεπώνω το παραδάκι…»  Και πολύ σωστά, γιατί οι άλλοι τηλεφωνητές και τηλεφωνήτριες τι παίρνουν- κανένα χιλιάρικο μόνο το μήνα…


*

(στο Βασίλη που επειδή έγραψα
στο μπλογκ του θύμωσε)

Φίλε Βασίλη μου προς τι
η φασαρία όλη;
Για κάποιο σπίτι ερείπιο
γκρεμίζεις μία πόλη!

Αν δε σ’ αρέσει ό,τι σου πω
σβήστο και πάει-τέρμα!
Τώρα φωνές απ’ το πρωί
ως του ηλιού το γέρμα…

Να κάναν όλοι όπως εσύ
το γκουγκλ θα ’χε γεμίσει
από αρές  για μένανε
κι από βρισιές και μίοη.

Μήπως αυτό  ειν’ αφορμή
για σένα για κουβέντα;
Αν ναι, να είσαι σίγουρος
πως έχεις κάνει κέντα.

Γιατί εγώ, αφού κανείς
ποτέ δε με διαβάζει,
κουβέντες έστω η μάπα μου
με κάποιον ας αλλάζει.

Αλλ’ ως εδώ.. Να σε κρατώ
δε θέλω απ’ τη δουλειά σου.
Γι αυτό Βασίλη…ριμικώς
αντίο σου και γεια σου.


*

 (Όταν ο Χατηδάκις αποφάσισε να φτιάξει ποδηλατοδρόμους σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, επαρχία)

Α! Τι καλή απόφαση ο Χατζηδάκης πήρε
και πώς μ’ αυτήν, τη δυστυχιά της χώρας όλης ήρε!
Ω! πώς πια όλοι ευτυχείς θα ’μαστε στην Ελλάδα,
που μία κάνει η συννεφιά και δέκα η λιακάδα!..

Ω! Τι μεγάλες αλλαγές στη χώρα που θα γίνουν
τώρα που τ’ αυτοκίνητα οι έλληνες αφήνουν
και ποδηλάτου εφεξής τιμόνι θα κρατούνε-
ήγουν τουτέστιν δηλαδή που θα ποδηλατούνε.!..

Γιατί σαφώς εδήλωσε ο ρέκτης υπουργός μας
πως πλέον να! θα πληρωθεί ο πόθος ο κρυφός μας:
πως η κυβέρνηση εκτός απ’ τους γνωστούς τους δρόμους
θα φκιάσει –το αποφάσισε- και ποδηλατοδρόμους.

Κι αυτό ας γίνει μάθημα σε κάθε αμφισβητία:
η εμβέλεια θα είναι πια της χώρας τεραστία
σε αλκή, σε δόξα, σε ηθική και σε πολιτισμό-
σε όλων τέλος των υγιών πραγμάτων τον εσμό.

Αισίως λοιπόν τα τέσσερα θα γίνουν τώρα δύο
και των τρικύκλων χάνεται το ντούρο ως τώρα τρίο
(κι αν ο Κωστάκης βουληθεί να φάει κανα Λαμπράκη
δε θα χρειάζεται παρά ένα ποδηλατάκι).

Ο έλλην δε θα χρειάζεται πλέον για να τρακάρει
παρά ένα ποδήλατο στην αγορά να πάρει.
και θα συναγωνίζονται οι νέοι μας οι μόρτες
όχι με μηχανών αλλά με ποδηλάτων κόντρες.

Και ο μικρός Γιωργάκης μας πολύ θα καμαρώνει
που από καιρό πολύν κρατεί ποδήλατου τιμόνι
και σαν ο πρώτος μας σ’ αυτά διδάξας θα επαίρεται
και κάτι θα ’χει έτσι κι αυτός ο δύστυχος να χαίρεται.

Μόνο θα πρέπει ο καψερός μαθήματα να πάρει
σ’ έν’ απ’ τα τόσα τα σχολεία που η χώρα θα φουλάρει
ώστε στα κόλπα να μυηθεί όλα του ποδηλάτου
μη κι αστοχία του καμμιά τον ρίξει πάλι κάτου.

Και τη φορά σπάσει αυτή όχι κανένα χέρι
μα πάθει κάποιο κάταγμα στου κεφαλιού τα μέρη
και ότι άδειο είναι αυτό, μάθει η Ελλάδα όλη,
του μισθωτού καθώς Ρωμιού είναι το πορτοφόλι.

(Ξέρω-υπερβάλλω: σ’ όσα πριν είπα, μη δώστε βάση
γιατί όσο να ’ναι, αρχηγός κόμματος για να φτάσει
να ξέρει πρέπει πού ακριβώς μπαίνει το δαχτυλίδι-
στον μέσο; στον παράμεσο; στον λιχανό; στον δείκτη;)

Α! Τα καλά ειν’ αμέτρητα στον τόπο που θα ’ρθούνε
σε σέλλα όταν ποδήλατου οι πολίτες ανεβούνε.
κι όταν κινούν τα πόδια τους σε κύκλους στον αέρα
χωρίς τις σόλες τους ως πριν να φθείρουν κάθε μέρα.

Τότε αυτοκίνητου ακριβού δε θα ’χουμε τη χρεία
και ζέστα θα παράγουμε στης χειμωνιάς τα κρύα-
μόνο με το ποδήλατο-τις ρόδες του γυρνώντας-
ενέργεια θα παράγουμε, ως οικολόγοι ζώντας.

Και ίσως απ’ τη φούργια μας που θα ’χουμε την τόση
το ιερό της ράτσας μας φιλότιμο φουντώσει
και τότε –όλα γίνονται…- η Ελλάς φύγει απ’ τον πάτον
και βιοτεχνία ίσως κι αυτή μα φτιάξει ποδηλάτων!

Τότε οι κλέφτες –οι υπουργοί κι οι βουλευτές μας λέω-
λιγότερα θα κλέβουνε,ποδήλατου ελέω,
γιατί πού θα τα βάζουνε σπίτι για να τα πάνε;-
οι σκάρες τόσα χρήματα πολλά δεν τα χωράνε.

Καλά το λέγαν μερικοί μεγάλοι εθνικόφρονες
ο Θεός πως την Ελλάδα μας δε θα την εγκατέλειπε.
Και όσοι λεν δε θεωρώ πολύ πως είναι σώφρονες:
«όλα τα είχε η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε».


Ποδήλατο! Ποδήλατο! Σωτήρα της Ελλάδος!
Με τα στραβά μας θα πλησθεί των σκουπιδιών ο κάδος
κι όλα τα νέα κι ωραία μας τώρα θα ζωντανέψουμε!
Τεταρτοκοσμικότητα! Στον κάδο θα σε πέψουμε!

Η Υγεία κτήμα θα γινεί του κάθενός πολίτη,
όλοι κι από ’να δεύτερο θα ’χουμε τώρα σπίτι,
οι τούρκοι ευθύς θα πάψουνε το Αιγαίο να ζητάνε
και οι φτωχοί να εκλιπαρούν δυο ευρώ κάτι να φάνε.

Γραμματισμένοι οι νέοι μας θ’ αφήνουν τα θρανία
και των πλουσίων για κλοπή θα κορεστεί η μανία.
Τα δομημένα ομόλογα θ’ αποξεδομηθούνε
και τα που εγίναν σκάνδαλα θα ξεσκανταλωθούνε.

Οι Τούρκοι θα μας δώσουνε πίσω τη Βόρεια Κύπρο,
το γάλα θα ’χει λιανική δέκα λεπτά το λίτρο,
οι Σκοπιανοί θα πάψουνε λοξά να μας κυττάνε
και Ήπειρο οι Αλβανοί κι Άρτα δε θα ζητάνε.


Ω! Κώστα Χατζηδάκη μας! Θερμά σ’ ευχαριστούμε
που από τούδε και στο εξής πανευτυχείς θα ζούμε!
Κι αν κάποιοι, και ύστερ’ απ’ ΑΥΤΟ, αρχίσουν πάλι γκρίνια,
δε χάνεις-ξανασκέψου το: υπάρχουν και πατίνια.

*


ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ-ΓΙΑΤΡΟΙ-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΣ-ΑΡΡΩΣΤΟΙ-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ

Έλληνα αρρώστησες; Εχάθης!
Γιατί μες στα νοσοκομεία
γιατρειάς ελπίδα δεν θα έχεις
έστω κι αν θέση βρεις καμία.

Δίχως ευθύνη νοσοκόμες,
γιατροί που άφαντοι είναι όλοι
και που ορατοί γίνονται μόνο
αν θα μυρίσουν πορτοφόλι,

και υπουργός που όλο εγκαίνια
νοσοκομείων άδειων κάνει
κι ισορροπίες τηρεί μονάχα
ώσπου αισίως να…την κάνει…

Γελοίε κι άμοιρε έλληνά μου
κοίτα φτωχέ μην αρρωστήσεις
γιατί ούτε σάλιο σου αφήσαν
κακόμοιρε, για να «τα φτύσεις»…


*

Κύριε Χατζηνικολάου
σας άκουσα να λέτε ότι όταν ετοιμάζαμε τους Ολυμπιακούς αγώνες εσείς γεμίζατε περηφάνια και αποκτούσατε όραμα.
Μα και ο πιο ανόητος ήξερε ότι για να κάνουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες  θα πουλιόμαστε οικονομικά, ότι από τα λεφτά για τα έργα θα έτρωγαν τα περισσότερα οι συνήθεις φαταούλες, ότι η ασφάλεια των Αγώνων, που οι ξένοι θα ήσαν οι εργάτες της και οι υπεύθυνοι γι αυτήν, θα έτρωγε ό,τι θα απόμενε από τις σάρκες μας.
Πώς αυτά κατάφεραν να σας γεμίζουν περηφάνια και μεταρσίωση μόνο ο θεός το ξέρει.

Σας άκουσα ωρυόμενον να υπεραμύνεστε του Πάγκαλου που είπε στους γερμανούς για τις αποζημιώσεις που μας χρωστάνε.
Απόρησα γιατί έπρεπε να το ακούσετε από τον Πάγκαλο για να ξεσηκωθείτε με τον τρόπο αυτόν και δεν το κάνατε όταν το ακούσατε από στόματα άλλων πολιτικών, όπως για παράδειγμα του Καρατζαφέρη.
Το μυαλό μου δεν πηγαίνει αλλού από την εξήγηση ότι έτσι πράττοντας θέλατε να γλύψετε τον Πάγκαλο.
Για να μη σας πω ότι σαν δημόσιο πρόσωπο και με την τέτοια θέση που κατέχετε είχατε πολλές αφορμές και αιτίες να μιλήσετε έτσι και δεν το κάνατε.

Μα το σπουδαιότερο είναι όταν «πιέζατε» την κυρία Παπαρήγα να σας απαντήσει στην επίμονη ερώτησή σας: «γιατί λέει πως πρέπει να πληρώσουνε όσοι τα έκλεψαν», αφού, όπως εσείς της είπατε: «πώς να βρουν τους κλέφτες και πού να βρουν τα χρήματα που τώρα προέχει η σωτηρία της χώρας» «και γι αυτήν τη σωτηρία πρέπει όλοι οι έλληνες να πληρώσουν»;
Μα κύριε Χατζηνικολάου, κι εσείς κι εγώ και ολόκληρος ο ελληνικός λαός (και πολλοί μη έλληνες) ξέρει ποιοι έκλεψαν τα λεφτά που μας λείπουν. Φτάνει μόνο ο πρωθυπουργός και οι πολιτικοί να θελήσουν να τα πάρουν πίσω. Και για ευκολία δε θα είχαν παρά να κοιτάξουν σ’ έναν καθρέφτη και να βάλουν το χέρι τους στην τσέπη τους.
Επιτρέπεται λοιπόν σεις να κάνετε τέτοιες ερωτήσεις;
Ως για το να πληρώσουν όλοι οι έλληνες, θα σας πω γιατί θα αρνιόμουν εγώ να πληρώσω-και διαβάζοντας τα παρακάτω θα ξέρετε πολύ καλά ότι μιλάω στο όνομα τεσσάρων εκατομμυρίων περίπου ελλήνων.
Γιατί να πληρώσω-τι έχω να χάσω αν δεν πληρώσω και η Ελλάδα βουλιάξει-χαθεί-φτωχέψει; Τίποτα
Με το μηνιάτικό μου μόνον επιζώ.
Θα χάσω το σπίτι μου; νοικιάζω.
Θα χάσω τις ταβέρνες, τις δεξιώσεις, τα μπουζούκια; Σε ταβέρνα μόνο απέξω περνάω.
Θα χάσω τις διακοπές μου; Ποτέ δεν κατόρθωσα να πάω.
Θα χάσω τις μετοχές μου, τις διασκεδάσεις μου, τη βίλλα μου; Ποτέ δεν είχα.
Ένα κομμάτι ψωμί, δηλαδή ό,τι έχω και τώρα, πάντοτε θα βρω να φάω, είτε με τη χώρα φτωχή είτε «πλούσια».
Τι θα έχανα λοιπόν αν δεν συνεισέφερα στη σωτηρία (λες και υπάρχει σωτηρία γι αυτήν!..) της Ελλάδας.
Δεν έχουμε κι εμείς όμως ένα βήμα από το οποίο να μιλάμε βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους, επειδή τα τέτοια βήματα δίνονται σε ανθρώπους όπως εσάς, που με γνώση, τέχνη, μαστοριά, πονηριά, υποκρισία, ύφος, μαεστρία, υπηρετείτε τους κλέφτες με ανάλογα (ή δυσανάλογα) ανταλλάγματα.

*

ΓΙΑ ΤΗ ΒΟΥΛΤΕΨΗ
Σοφία, σε είδα σήμερα, 6-3-10, στην ΕΤ3. Και έλεγες τι πρέπει να γίνει, ότι φταίνε εκείνοι που κλέψανε και άλλα παρόμοια.
Μα αυτά Σοφάκι, τα ξέρει και τα λέει και ένα γειτονάκι δωδεκάχρονο που ξέρω. Τι ΠΡΈΠΕΙ μας λέει κάθε τόσο και ο έντιμος και επιτυχημένος Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας, ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί μας, οι βουλευτές μας (παραθυρωμένοι και εκπαραθυρομένοι),και γενικά κάθε δημόσιος άντρας της χώρας μας, επειδή το ΠΡΈΠΕΙ έχει αντικαταστήσει το παλαιό , τετριμμένο και ασύμφορο πλέον ΘΑ.
Αναρωτιέμαι αν έτσι λέγοντας εις επήκοοον των πανελλήνων, έχεις την εντύπωση ότι θεραπεύεις την δημοσιογραφία ή ότι έστω δεν προκαλείς την κοινή λογική των θεατοακροατών σου. Θέλω να πω αν δεν καταλάβες, πως πράγματα που όλοι ξέρουμε, να τα ακούμε γι άλλη μια φορά είναι τουλάχιστον περιττό...
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 10:13 π.μ.
Τρίτη, 30 Ιανουαρίου 2018
(παλιότερα)

Γιάννη γεια.
Αυτό είναι το ποίημα.
Σου το στέλνω γρήγορα γιατί όσο το έχω εδώ όλο και θα το «διορθώνω». Ύστερα το καλλίτερο είναι εχθρός του καλού.
Κι αν βγήκε λίγο μεγαλούτσικο, όμως δε μου πάει καρδιά να του κόψω ούτε λέξη. Θα ‘τανε σαν να έκοβα ένα χέρι ή ένα πόδι ενός παιδιού. Εσύ, αν οι ανάγκες της εφημερίδας σε υποχρεώνουν, μπορείς να αφαιρέσεις ό,τι χρειάζεσαι. Το ποίημα είναι έτσι φτιαγμένο ώστε μπορούν να αφαιρεθούν στροφές.
Γεια χαρά
Γιώργης Χολιαστός


Η ΓΙΟΡΤΑΣΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ        ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΜΕΣΙΝΙΩΤΩΝ ΦΕΝΕΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ Της 26-7-08

Ωραία ν’ ανεβαίνεις σκεφτικός
και στ’ αυτοκίνητό σου καθιστός
μες στο ελατοδάσος που σε ζώνει
και φιλικά το χέρι σού απλώνει…

Κι ωραίο, φτάνοντας στο Μεσινό,
το μισοπέδινο-μισο-ορεινό-
στο πανηγύρι του να παίρνεις μέρος-
θα πει Δροσιά να δρέπεις μες στο Θέρος.

Να ’τος ο κύκλος του Φενεού-πράσινο δαχτυλίδι,
και πάνω του το Μεσινό, μικρό λαμπρό στολίδι.
Και τ’ άλλα εννέα τα χωριά του κύκλου, το κοιτάζουν,
και πότε το ζηλεύουνε και πότε το θαμάζουν.

Να κι η πλατεία  που αυτή το γλέντι θα βαστάσει.
Όλα στην τρίχα οι κάτοικοι τα έχουν ετοιμάσει.
Και όλα πεντακάθαρα και φωτεινά κι ωραία.
Κι ο κόσμος νάτος που έρχεται αργά, παρέα παρέα.

Και τέσσερα κορτσόπουλα δροσάτα
τυφλά στου Ωραίου υπάκουα τη διάτα
κουβάδες κουβαλούνε τα καημένα
με μπύρες και με πάγο γεμισμένα.

Μ’ αχ! γρήγορα ο πάγος που τελειώνει!
…Κι ο νέος που βάζουνε, αμέσως  λιώνει!
Κι αχ! Διόλου στ’ όλαγνο δεν πάει μυαλό τους
πως τόνε λιώνει η θέρμη και το φως τους…

Και η ορχήστρα ξεκινάει τα όμορφα τραγούδια
και στ’ άκουσμά τους η καρδιά ευώδη ανθεί λουλούδια
που της φυλής μας μέσα τους η λεβεντιά πλαντάζει
και που των λόγων η έννοια τους γλυκά γλυκά μας σφάζει.

Και να το «καλαματιανό» αθάνατο «μαντήλι»
και να το «χαδεμένο του» που τού είχε «παραγγείλει»…
και να η σουλιμιώτισσα που αυτή για όλα φταίει…
Και να η Αγάπη που γι αυτήν κάθε πνοή μας λέει…

Κι ο Όλβιος (και πώς όλβιος να μην είναι
σε τέτοιας μιας κοιλάδας την αγκάλη;)
το μούρμουρό του το απαλό να γίνε-
ται συνοδειά στων τραγουδιών τη ζάλη…

Και μια μελαψή μαυροφορούλα
με μια μαλώνει αψηλή ξανθούλα:
να μπούνε στο χορό;-  μα ή μπουν ή όχι,
του θαυμασμού μας κιόλας γίναν στόχοι…

Γέλια, χαρούμενες φωνές, φιλιά, κουβέντες ίσιες,
πλήθος ωραίων γυναικών, φωνούλες παιδιακίσιες,
όλα όσα γύρω έβλεπα με κάναν να νομίσω
σ’ αγγέλων πως  βρισκόμουνα γλεντάκι παραδείσιο.

Κι ολαχνιστή ερχότανε στα πιάτα η γουρνοπούλα,
που κι άλλη τόση ο πάγκος μας αν είχε θα ‘ξεπούλα.
Κι ο ζύθος ρέει άφθονος και τα αίματα ξανάβουν
κι η Φύση τις ψυχές καλεί Χαρά να μεταλάβουν.

Στιγμές χρυσές, στιγμές αβροφροσύνης
στιγμές όπου όλα παίρνεις κι όλα δίνεις
στιγμές που αν και λίγες μες στη ζήση
μ’ αυτές η ανθρωπιά θα μας μετρήσει.

Και η πρόεδρος πιο πέρα του Συλλόγου
των φενεατισσών-ύφους αψόγου:
στους τυχερούς κατοίκους του Φενεού
το δώρο του Φενεάτικου θεού.

Χέρι το χέρι κρατητά, καρδιά καρδιά χτυπώντας
κι απ’ το μαντήλι πιάνοντας και αψηλά πηδώντας
χορεύουν νιοι, χορεύουν νιες, χορεύουν γριές και γέροι
χορεύει ο άντρας-ουρανός με τη γυναίκα-αστέρι.

Κι ο ζύθος ρέει σε χρυσά που μοιάζουνε ποτήρια
κι απ΄τους ατμούς του έρχεται στο κέφι και η Ζήρεια.
Και του  λαμπρού λέει τ’ ουρανού: «κι εγώ να! συννεφιάζω!
Κι ας είμαι χώμα, μα ουρανέ, όλο και πιο σου μοιάζω!»

Κι ο Ιπποκράτης έστειλε δυο του θεραπαινίδες
που τέτοια χάρη κι ομορφιά σ’ άλλα κορμιά δεν είδες΄
μα κι όλες αν κατέχαμε τις γιατρικές τους γνώσεις,
άντε απ’ της ομορφάδας τους τα βέλη να γλιτώσεις…

Κι ως της αυλής ο πλάτανος, με το ύψος που ’χει ρίξει
την καρυδιά τη δίπλα του έχει τη δόλια πνίξει,
έτσι το κέφι που ’χει εδώ ακράτητο ανάψει,
κάθε μια πίκρα της ζωής σαν μαγικά έχει πάψει.

Από το σάλο ξυπνητή έβλεπε η εκκλησία
μιαν άλλη τώρα, του χορού, ιερή γονυκλισία.
Και ήσυχη και  γελαστή εγλυκοχαιρετούσε.
Και στων ανθρώπων τη χαρά χαιρόνταν. Κι ευλογούσε.

Α! Θε μου και να ’ρχόσουνα σ’ αυτήν τη μάζωξή μας
θα ’πινες, θ’ αστειεύοσουν, θα χόρευες μαζί μας!
Και τα παιδάκια βλέποντας-τη σκέψη την αγνή τους-
θα ’φερνες το Χριστούλη σου να έπαιζε μαζί τους!

Μα κι αν δεν ήρθες ‘Συ εδώ, ο Αη Λιας και το Βουνάκι
άδεια απ’ τη Ζήρεια πήρανε κι ήρθανε για λιγάκι.
Κι από ένα σ’ όλους χάρισαν κλωνί γεμάτο μόσκο
στις βρώμικες τις πόλεις μας να μας κεντάει το νόστο.

Κι αν κάποιος θα μου έλεγε πως ίσως υπερβάλλω
κι υπέρ το δέον τούτο ’δω το πανηγύρι ψάλλω
χωρίς κανείς στην πέννα μου  καθόλου να έρθει κόπος,
μόνο ένα δυο θα του ’λεγα για να τον έπειθα-όπως:

η γουρνοπούλα πού αλλού-κοιτάξετε εναγύρα-
με αγάπη και με χωρατά θα ’ρχόνταν για γαρνίρα;
Πού αλλού οι μπύρες θα ’ρχονταν, μ’ εκτός από τη μέθη
και με φιλία αληθινή γι αυτόν εδώ που ευρέθη;

Γι αυτό σας λέω-πολύ καλά τα γράφω. Όπως ’γίναν.
Και τ’ άρωμα άφησα εδώ εκείνα που αναδίναν,
για να θυμόμαστε όλοι μας νυχτερινό ένα γλέντι
που είχε το Κέφι για ψυχή και τη Χαρά γι αφέντη.

Κι όλων αυτών δημιουργός ο Γιάννης ο Λαλιώτης
που μ’ ό,τι να καταπιαστεί, αστράφτει η βεβαιότης
πως με απόφαση, με νου, γέλιο και καλοσύνη,
η ιδέα πράξη θα γενεί-καρπούς θα δώσ’ η ευθύνη.

Κι ενώ ανέμελα η γιορτή για όλους εμάς κυλούσε,
ο Γιάννης εσυντόνιζε, διάταζε, περκαλούσε
κι αεικίνητος μες στης γιορτής τον εύθυμο το σάλο
τόσο καλά όλα τα ’καμε που δε γινόνταν άλλο.

Και βοηθοί του άξιοι, από τη μια ο Πανάγος
που με καθέναν φρόντιζε να σπάει ευθύς ο πάγος
κι από την άλλη ο σεμνός ο Γραμματέας-υφάδι
στης ευθυμίας τον καμβά τ’ ωραίο εκείνο βράδυ.

Όμως για φέτος τέλειωσε αυτό το πανηγύρι
Οι άχαροι τώρα της ζωής μας καρτερούν οι γύροι.
Αλλά με ό,τι εκδήλωσες όπως αυτές, μας δίνουν,
λιγότερο ψυχόφθοροι κι εκείνοι θενα γίνουν.

Ας πάτε φίλοι το λοιπόν καθένας στις δουλειές του
κι αφήστε εμένα δέσμιον στις ρίμες του αναπαίστου.
Κι όλοι να δώσει ο θεός του χρόνου ίδια μέρα
να μαζευτούμε υγιείς και πάλι εκεί πέρα.


…Ωραία να κατεβαίνεις σκεφτικός
και στ’ αυτοκίνητό σου καθιστός
κι απ’  το ελατοδάσος που σε ζώνει
να γνέφει σου ο θεός σε κάθε κλώνι.

Γιώργης Χολιαστός
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 1:02 μ.μ.
(παλιότερα)

REBECCA

You were, in your dream, sitting
On the side of foamy Euphrates
That cPTJ.ed stones and woods.
And girls ran and tock them
And placed them between their breasts.
One a stone, a rotten wood another one,
Another a handful of mud;
And this was marriage's happiness for them.
And you watched them sitting there
Calm and quiet, as if
You knew something they did not.
Aad there! Euphrates became a man.
Beautiful. Rich. Young.
And in front of you he came.
And two diamonds
He put between your breasts.
And then he took you by the hand
And looking at you friendly, "Let's go",
He said, "to water the world."
And you both entered his dry bank
And you became water with him.
And now, full of life-giving fruits
The river kept on its path. 
At night this you saw in your dream.
And the next day arrived
The impatient messenger.

And I wanted to see you, Rebecca,
As, riding on the camel,
You were going to the groom's house.
With your flowing dress of delft blue
And with the young woman's
Headdress of scarlet and purple
Golden necklace, bracelet, earrings
The dress neckline stripped in gold
To match the golden jewels.
A profile of a beautiful patrician
With broadly arched eyebrows
With eyes full of expression and gentleness
With a slightly aquiline nose
And a tight yet innocent mouth.
And God watched from above
What he had prepared
Happen in front of his eyes -
God, all-powerful and just
Who wanted to show us Beautiful
To be a child always of Difficult,
To make his nation
Populous as the grains of sand
And uncountable -s the sky's stars
Infertile chose two women.
I wonder, God, had you put
In the virgin woman's mind,
A suspicion of how grand
Within her a destiny had
Her desire that became an act
The foreigner and his animals to water?
How much strength of yours
Had gone into her body
So that with no fear or hesitation
He/ lips told the decision
That her soul had instantly taken
To now leave home and family
And until then a homebound virgin
In a new country to start a new life?
And oh! I'd like to see the journey
The daughter took on the camel

Driven by God's opinion.
And oh! I'd like to see the journey
That the festive caravan made
That held as an embryo within it
The bright future of mankind –
That started as a marital procession
And left anything earthly on the way
And to its much-desired destination
Arrived as a holy worship and faith.
And I'd like to be a part
Of this God-made journey
Or I'd like to be a cloth of those
That night's cold sent away
From the bodies of those who traveled.
Or I'd like to be a camel's bridle
Or a grain of the desert's sand
In.a camel's ear firmly placed.
Ah! I'd like to be something
In the story of that journey
To now proudly say
Thai I w .s no; born in vain;
That something - albeic small -I have done
That deserved to remain immortal.
And the procession starts from Nahor;
And transversed Balikh's valley;
And Euphrates' passes the banks
And into the sunburnt desert
The one with not one path,
Enters as it heads to Damascus;
And over Lebanon's hills It comes,
and in the green hills Of Galilee,
full of dust arrives; And then
the yellow valleys Around Beer-Sheba await it 
And finally into the fertile it falls
Valleys of Canaan Where the groom awaits. 
And next Egypt and her evils.
And Moses. And Exodus. And then
Judges, kings, and prophets.
And Assyrians, Egyptians, Persians, Romans;
And Adrian that laid waste to the land.
And then life in "civilized"
And Christian nations of the world.
And persecutions from Spain,
England, Italy, Hungary,
Czarist Russia, and finally
The recent great horror. 
And all this journey is full of blood
And pain, and injustice difficult to bear
Like every people, or man,
That alone is on the earth
And that has no land of b;s own.
Like every people, or man,
That is considered a foreigner everywhere.
But also a journey full of hope
But also a journey full of faith
But also a journey full of light
That makes a spoken phrase
Not be contrary to nature:
A life with such Pain is worth it
Since it begets hope, faith, and light.
And the procession starts from Nahor;...
And after so many sufferings and many more
Here it is! In America it arrived;
Here it is! In Los Angeles it has entered;
With Rebecca at the heed
And with followers anything divine and beautiful.
And here it is! Invading this land
With her unique arms
Of which one is bigger than the other -
Of which one follows rightly from the other:
Hope, Faith, Light - the same arms
That arr.jiig centuries the bridal
Procession and Rebecca have made
Ideals of her indestructible people. 
And here is Rebecca, having become an idea
That shakes and shocks
The poor pen of a small poet
And to make him, being a chrysalis,
Gain wings and fly.
Let your name be blessed,
As well as the time of your birth, Rebecca.
And let the time from which you came
Out of the Holy Bible be triply blessed
When you became enthroned into my heart
Chasing from it everything foreign
And making your values its own. 
This is how we see you, Rebecca. However
No matter how high our thought goes
No matter how much you shake and possess us
No matter if we are your children
Every time our soul
Must appear before you -
Every time thai thirsting it shall seek
To refresh itself from the jug of your soul -
Every time, Rebecca, when our
Soul must come in front of you,
Before, we shall also take, Rebecca,
The vail, to cover ourselves
So that we shall not appear naked before you,
(Even though it might deserve it,)
Just like you, when you saw Isaac,
From far away you had covered your face. 
And our next step shall be -
And there our attempts shall be
When we see you again, Rebecca,
Not to have to cover our soul
But to stand naked before you.
Which will be that time, I wonder?
This, only you know to declare
But, Rebecca, we do not want you to reveal it.
Not at all. We shall find it alone
When the blessed/time for this shall come.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 12:50 μ.μ.
(παλιότερα)

ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΑΙ ΒΑΤΟΠΕΔΙΟ
ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΟ

(Ο Μήτρακας αχάραγα σπίτι του Γιάννου πάει
και το κουδούνι δυνατά της πόρτας του χτυπάει)

-Τι θες ρε Μήτρο και χτυπάς χαράματα την πόρτα
προτού το πράσινο φανεί ακόμα από τα χόρτα;
-Γιάννο μου ξύπνα και κακό μεγάλο έχει γίνει
που ξάγρυπνον και μ’ άφησε και λύπηση μου δίνει.
-Τ’ είναι μωρέ; Για πες το μου να δω τι ιδέες πάλι
το αδειανό κατέβασε κουτό σου το κεφάλι…
-Γιάννο μου τούτη τη φορά θα δεις πως δίκιο έχω
που πριν τα ξημερώματα γοργά να σ’ έβρω τρέχω.
-Λέγε λοιπόν.
-                        Γιαννάκο μου όταν αυτό θα μάθεις
ίδια με μένα ταραχή κι ελόγου σου θα πάθεις.
-Λέγε μωρέ και μ’ έσκασες. Τι έγινε επί τέλους;
-Γιαννάκο να τι έγινε- έγιν’ η αρχή του τέλους
για κράτος, για κυβέρνηση, για έθνος, για πατρίδα.
-Ακούω-να δω πρωί πρωί ποια σου ’χει στρίψει βίδα.
-Γιάννο μου ο πρωθυπουργός στο σκάνδαλο μπλεγμένος
είναι του Βατοπέδιου. Και πάει πια ο καημένος…
-Αυτό μωρέ ήρθες να μου πεις; Αυτό δεν είναι νέο.
-Χτές βράδυ εγώ το άκουσα Γιαννάκο μου, δε φταίω.
Ώστε λοιπόν ξέρεις και συ τι τρέχει στου Μαξίμου;
-Το ξέρω γιατί από χτες το πήρε το αυτί μου.
-Γιάννο μου κι έτσι αδιάφορος μπορείς και κρύος να  μένεις;
-Και τάχα τι να έκανα ρε Μήτρο περιμένεις;
-Γιάννο μου ο εκλεγμένος μας πρωθυπουργός μάς κλέβει!
-Κι αυτό γιατί τον άνοα το νου σου να παιδεύει;
Ούτε ο πρώτος ειν’ αυτός ούτε ο τελευταίος.
Ή αγνοείς πως κλέβανε ασύστολα κι οι τέως;
-Η Σωτηροπούλου Γιάννο μου το ’πε-μια δικηγόρος.
Λοιπόν μη το όλο ζήτημα το βλέπεις αδιαφόρως.
Είπε πως ο Καραμανλής διάταξε τον Ψωμιάδη
να υπογράψει τα χαρτιά χωρίς ούτε να τά ’δει.
-Ε και λοιπόν; Θα βγάλουνε ψεύτρα τη δικηγόρο.
Μπορεί και να της δώσουνε κανα μεγάλο δώρο
και η υπόθεση εκεί μια δια παντός θα κλείσει.
Νομίζεις να τον πιάσουνε ο Καραμανλής θ’ αφήσει;
-Μα τ’ όνομά του ακούστηκε. Το είπε ο Ψωμιάδης.
-Μήτρο μου ο Κέρβερος φυλάει τα όσα κρύβει ο Άδης.
-Αυτό δεν το κατάλαβα Γιαννάκο, πέστο πάλι.
-Λέω πως ο Καραμανλής λάδι θα τηνε βγάλει.
-Μα φως φανάρι Γιάννο μου είναι πως έχει κλέψει
και ο λαός ολόκληρος το έχει αυτό πιστέψει.
-Τώρα καζάντησες! Ρε συ λαό έχει η Ελλάδα;
-Αλλά τι έχει Γιάννο μου; Τ΄ είμαστε όλοι αράδα;
-Μήτρο η Ελλάδα συρφετό κι όχι λαό ειν’ γεμάτη.
Μια μάζα ανέμυαλη, δειλή και στο μυαλό φευγάτη.
Αλλιώς θα τους καθάριζε όλους αν είχε γνώση
κι άλλους στη θέση τους, αγνούς, θα ’χε στη χώρα δώσει.
-…Και λένε το Ρουσόπουλο γι αυτό τον είχαν διώξει…
-Τον έδιωξε ο Καραμανλής. Κι ως βλέπει το καράβι
νερά πως κάνει, κι αλλουνούς θα φάει το σκοτάδι.
Για να γλιτώσει αυτός, πολλούς Μήτρο θα «παραιτήσει»
Ποιος ένανε Καραμανλή  θα τονε σταματήσει;
-Τόσο μεγάλη δύναμη έχει αυτός Γιαννάκο;
--Μήτρο η Ελλάδα έχει αυτόν και η ελιά το δάκο.
Πέντε ειν’ τα που ’φαγε αυτός τα δισεκατομμύρια.
κι αν λέει χιλιάδες είκοσι πως έχει και δυο κτίρια.
Kι αν ζει «σεμνά και ταπεινά» κει πέρα στη Ραφήνα
είν’ για να κάνει εσένανε που άμυαλος είσαι Μήτρο
να λες πως δεν κρατεί αυτός του πλούτου τ’ άθλιο σκήπτρο
κι ότι όσο υποφέρουνε οι άλλοι, έτσι κι εκείνος-
κι ας είναι όχι άνθρωπος σαν κείνους, αλλά κτήνος.
Έχεις ιδεί το βλέμμα του από μάτια γουρουνίσια;
Έχεις ιδεί τα χέρια του τους λόγους του όταν βγάζει,
που τα κουνάει σαν τη στιγμή και κείνηνε ν’ αρπάζει;
 Έχεις προσέξει τι πολλή προσπάθεια καταβάλλει
να δείξει ότι δίκαια θέση έχει αυτός μεγάλη;
Τον βλέπεις πόση σαν αετός που ’χει αρπάξει αηδόνι
ασφάλεια νιώθει κι ηδονή το στόμα όταν μπουκώνει;
Και πες, καμιά μήπως φορά τον είδες να γελάει;
Όχι! το δώρο που άνθρωπος κρατεί, σ’ αυτόν δεν πάει;
-Γιαννάκο μου λες δηλαδή για όσα έχει κλεμμένα
πως λόγο αυτός δεν πρόκειται να δώσει σε κανένα;
Ρε Μήτρο έδωσε ποτέ λόγο σ’ ανθό το φύτρο;
Λόγο λοιπόν σε ποιον αυτός να δώσει μωρέ Μήτρο;
Ύστερα φίλε μου καλέ αν και λίγο βαρεμένε,
αφού δεν ξέρεις, άκουσε κι αυτό λοιπόν καημένε:
Ποιος,  υπουργός ή βουλευτής έχει ποτέ πληρώσει
για όσα έχει ολοζωής κλεμμένα χλαπακώσει;
Μήτρο μου, εκείνοι κλέβουνε, αυτοί νομοθετούνε
αυτοί αλληλοδικάζονται-και δε θ’ αθωωθούνε;
-Και ο Ψωμιάδης Γιάννο μου σ’ αυτά τι ρόλο παίζει;
-Του ανθρώπου που όντας σίγουρος ότι γερά πατάει
ξάφνω μια πεπονόφλουδα βαδίζοντας πατάει
κι η για τον Κώστα που ’χτιζε εικόνα τόσα χρόνια
έλιωσε ως τρύπα όζοντος τ’ άλιωτα λιώνει χιόνια.
Τώρα ν’ ακούσει έχει αυτός τόσα από τον Μεγάλο
που θα φωνάζει έντρομος: «φτάνει!» και «όχι άλλο!».
Μ’ αν θ’ αρπαχτούνε  δυο Νονοί, ή νύχτας είναι ή μέρας
το μεγαλύτερο απ’ τα δυο θα επιβιώσει Τέρας.
Και ο Ψωμιάδης ο πολύς με όλα τα στραβά του
πάει Μήτρο μου-τον χάνουμε-τα ’φαγε τα ψωμιά του.
Θα τονε φάει ο χοντρός που τόσους έχει φάει
και που όλο ρεύεται, ξερνά, και πάλι όλο μασάει.
-Γιάννο μου ήρθα ο καψερός νέο ένα να σου φέρω
κι απ’ όσα ερχόντας ήξερα πιότερα τώρα  ξέρω…
-Θα φύγεις Μήτρο; Ευτυχώς. Έτσι θα ξαναπέσω
τον ύπνο που μου έκοψες, να τονε ξαναδέσω
και ως τις δέκα ή έντεκα μιας και Σαββάτο είναι
θα κοιμηθώ μιας κι έχω πού την κεφαλήν μου κλίναι.
-Ύπνο καλό Γιαννάκο μου και όταν θα ξυπνήσεις
αν θες να πάμε για καφέ, να μου τηλεφωνήσεις.
-Ναι βρε Μητρούση μου, γιατί, αν και λειψός λιγάκι
είσαι το πιο καλλίτερο που έχω φιλαράκι.

(Και χωριστήκανε οι δυο κι ο ένας πάει για ύπνο
ενώ ο άλλος-δυστυχώς-κοιμάται και στο ξύπνιο)
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 12:08 μ.μ.
(παλιότερα)

ΤΟ ΜΑΡΑΚΙ ΜΟΥ
(η ερωμένη μου 2010-2012)

Το βλέμμα μου στο στήθος του
σα θα γυρίσω
το λάγνο μάτι σβήνει του
το κορακίσ’ο.

Αν κάτι στο αυτάκι του
ψιθυρίσω
το αίμα του σπέρμα γίνε-
ται ταυρίσ’ο.

Κι όταν στο πόδι μου
το χέρι βάλει
το κιλοτάκι του
αμέσως βγάλει

και με ολόφλογο
τώρα το μάτι
βραχνά ψελλίζει: «πά-
με στο κρεβάτι!»




ΝΤΕΙΒΙΝΤ
(Γεωργιανός, φίλος)

Καθισμένοι στη φτωχική αυλή του βλέπαμε στον κομπιούτερ την πατρίδα του, τη Γεωργία.
Έτρωγε τα γλυκά που του πήγα απολαμβάνοντάς τα.
«Μπορώ μη τρώω…αλλά γκλυκά όλο τρώω όσα έχω…»
Τετραγωνισμένο πρόσωπο, αδρά χαρακτηριστικά, ψηλός και δυνατός. Μου θυμίζει τον Στάλιν. Ο Στάλιν πιο γεμάτος. Δεν δείχνει να έχει καμιά περηφάνια για την κοινή του καταγωγή με αυτόν.
Μορφωμένος. Χορογράφος και χορευτής στην πατρίδα του ήρθε να δουλεύει για δεκαπέντε ευρώ όλη την ημέρα στους έλληνες.
Δεν παραπονείται.
Μου βρίσκει και μου δείχνει στον κομπιούτερ του χορούς γεωργιανούς και ρώσικους.
Υπέροχο θέαμα. Όλο χάρη και όμορφο και θεμιτό νάζι από τις κοπέλες και αντρίκια δύναμη και αγωνιστικότητα από τους άντρες.
Μια μύγα κάθεται μια επάνω στα πρόσωπά μας μια επάνω στο στήθος της χορεύτριας.
Τα έντομα, που μας υπενθυμίζουν πάντοτε ότι υπήρχαν πριν από εμάς και ότι θα υπάρχουν και μετά.
Ο Νταβίντ μου δείχνει την εκκλησία της Κολχίδας. Εκατό μέτρα ύψος, χωρητικότητα πέντε χιλιάδες άτομα «μέσα μόνο…» Κι εμείς περηφανευόμαστε για το μέγεθος του Άγιου Παντελέημονα.
Μου δείχνει τα ποτάμια της Γεωργίας με τα αλλόκοτα ονόματά τους. «Όλα πάει Μαύρη θάλσσα και ένα Κασπί… Μεγάλα ποτάμι και πολύ πολύ γρήγορο…»
Βλέπω τα ποτάμια στον χάρτη και τα νιώθω να κινούνται, να τρέχουν ορμητικά μέσα μου και να με δροσίζουν στο καυτό απόβραδο.
Οι χορεύτριες ντυμένες τα πολύχρωμα ρούχα της πατρίδας τους και ανεμίζοντας πανέμορφα μαντήλια. «Μαντήλι!», του λέω, δείχνοντάς του ένα μέσα στη μικρή οθόνη.
Γεμάτος άδολο ενθουσιασμό: «Μαντήλι! Και Γεωργία μαντήλι λέμε!...»
«Γιατί άραγε λέμε και οι δύο το μαντήλι μαντήλι;» τον ρωτάω. Αφού καταλάβει τι εννοώ, με απόφαση και σιγουριά αρχίζει να μου μιλάει για την αργοναυτική εκστρατεία. Μου δείχνει την Κολχίδα και το Βένι, συνοικία της Κολχίδας όπου, χωρίς καμία αμφισβήτηση, εκεί πήγαν και έδρασαν οι αργοναύτες.
Από κει ίσως το «μαντήλι», συμπεραίνει. Δεν συμφωνώ, όμως πολύ μου αρέσει η ιδέα της γεφύρωσης μιας τέτοιας χρονικής και εδαφικής απόστασης με μια λέξη…
«…Ιάσων…ήρθε πάρει το χρυσόμα…το golden…πώς λένε…το golden…Βένι!» (Ψάχνει αμίλητος υπομονετικά στον χάρτη, το βρίσκει) Εδώ ήρθαν! Πήραν γυναίκα Μεντέα… Χίλια εννιακόσα ογδοντα δύο ήρθαν έλληνες Κολχίδα με ίδιο καράβι…»
Περιττό να του πω ότι δεν έχουν οι σημερινοί έλληνες καμία σχέση με τους έλληνες τους τότε. Η φήμη δεν υποχωρεί σε καμία λογική.
Δέκα παρά είκοσι. Σηκώνομαι και με αλαφρή αλλά και βαριά καρδιά τον αφήνω. «Είναι ώρα να πας να πάρεις την Άννα.»
Σηκώνεται. Χαιρετιόμαστε. «Χτες είχα οικογένεια γιορτή…εγώ σαράντα οκτώ χρόνια…» Φεύγοντας μου το λέει…Του εύχομαι χρόνια πολλά και βγαίνω στην κάψα και στην βρωμιά.







ΣΤΙΣ ΕΛΕΝΑ ΚΑΙ ΚΕΛΛΥ
(δυο αδερφάκια 4 και 6 χρόνων που γνώρισα στο Ναύπλιο κάποτε, σε μια συνάντηση με τους γονείς τους. Ευγενέστατα και τετραπέρατα.)

Αφ’ ότου σάς αντίκρισα γυρεύω
το μέτρο που σωστά θα σας μετρήσει.
Μα όσο το μυαλό μου κι αν παιδεύω
στο πρόβλημά μου αυτό δε βρίσκω λύση.

Απ’ όλα περισσεύετε. Κι ακόμα
μικρό μοιράδι σας όταν μετρούσα
της ξαστοχιάς πάλι έπινα το πιόμα
κι όλος απελπισιά τ’ απαρατούσα.

Κακία όμως γι αυτό δε σας κρατάω
καλοδεχούμενη μια τέτοια ήττα:
βιβλίο είστε που φυλλομετράω
κι εγώ η ταπεινή είμαι αλφαβήτα.

Το Παιδικό σε σας αντιπαλεύει
με το Υψηλό που μέσα σας πλαντάζει-
τ’ αδύνατα όμως το φτωχό γυρεύει-
ως κυματάκι πα’ σε βράχο σπάζει.

Μια σοβαρότητα χαριτωμένη-
έν’ απ΄ της Τύχης τα ευτυχή καπρίτσια-
έχει τη δυάδα σας ευλογημένη
μικρά, κουκλίστικα, γλυκά κορίτσια!

Στα μάτια σας η φλόγα της Ευθύνης
και το, μωράκι ως σεις ακόμα, Πνεύμα.
Και -όσοι-, βλέπουν της Μεγαλωσύνης
κιόλας να σας καλεί το θείο γνέμα.

Το χώρο η παρουσία σας γεμίζει
τόσο που εμείς χανόμαστε κοντά σας.
Η γλώσσα σας χρυσάφι αναβλύζει
σε κάθε ευωδιαστήν ανασαιμιά σας.

Ο Χρόνος, που δικά του να ’ναι ξέρει
όλα της ηλικίας σας τα παιδάκια
του Νου ζηλεύει να σας βλέπει ταίρι
και ξένα του τα λίγα σας χρονάκια.

Ματιών σπιρτάδα, λέξεις μεγαλίσιες,
οξύνοια, ευστροφία, χιούμορ, πάθος,
και ας μην είναι προίκες παιδιακίσιες
μα δε μετρούν-όχι-σε σας για λάθος.

Ακόμα και το κλάμα σας σαν έρθει
ναζιάρικο δεν είναι ή πεισμωμένο-
ωραία μια το πάει κι εκείνο μέθη
κι είναι με λογική λες ζυμωμένο.

Όταν θα μεγαλώστε τους γονείς σας
και θα ‘ρθει η ώρα και για σας να ζήστε,
δέομαι, οι οιωνοί να ’ναι μαζί σας
και ό,τι ωραίο να το κατακτήστε.

Με λόγια παιδικά δεν το μπορούσα
τα όσα ήθελε σας πω να γράψω.
Μα όσα έγραψα, αντάξιά σας πλούσια.
Λοιπόν να γνοιάζομαι γι αυτό θα πάψω.

Σεις τώρα αυτό το ποίημα ας τ’ αγνοήστε-
τον ποιητή εβόηθησε η γραφή του
να λυτρωθεί απ’ όσα οι δυο σας είστε
που άδοτα γλυκοπνίγαν την ψυχή του.

Κι αφού οι στροφές ειν’ δεκατρείς ως τώρα
ας φτιάξω και μια δέκατη τετάρτη
της Τύχης πάντα να ’χετε τα δώρα
ως η Σαρακοστή έχει το Μάρτη.






ΜΑΣ ΗΡΘΕ ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Μας ήρθε χειμώνας
φαί κατά μόνας
νυχτιές επιμήκεις
το φως χασοδίκης
γυμνά τα κλαδιά
σφιγμένη η καρδιά
το κρύο αφέντης
κανένας λεβέντης
ρυάκια στο χώμα
σταλίτσα το γιόμα
στο τζάκι φωτιά
τα ζα στη φωλιά.
Μας ήρθε χειμώνας.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 9:39 π.μ.
(παλιότερα)

(όπου ο Μήτρος πάλι απορεί
Κι ο Γιάννος τον φωτίζει όσο μπορεί)

-Ρε Μήτρο, ‘συ είσαι που χτυπάς; Τι θέλεις τέτοια ώρα;
-Γιάννο μου είμαι άγρυπνος μερόνυχτα δυο τώρα…
-Γιατί ρε Μήτρο; Τι έπαθες;
-                                                    Γιάννο μου να χαρείς
να με βοηθήσεις μόνο εσύ Γιαννάκο το μπορείς.
Να σου μιλήσω Γιάννο μου θέλω και να ειπώ
όσα μου καίνε το μυαλό σε φίλο έναν καλό
ώστε ο λαφιασμένος μου ο νους να ησυχάσει.
Λυπήσου το κεφάλι μου Γιάννο που πάει να σπάσει
και λίγη από την πολύτιμη ώρα σε μένα αφιέρωσε-
την ταραγμένη μου ψυχή Γιάννο μου εσύ ηρέμησε!..
-Τ’ είναι που τόσο πια πολύ σ’ έχει αναστατώσει;
Πού τάχα η στενοχώρια σου οφείλεται η τόση;
Λοιπόν σταμάτα να μιλάς αόριστα κι αρχίνα
να λες τα όσα σ’ ενοχλούν-πρόσεξε: μόνο εκείνα!
-Ναι Γιάννο μου, κι ευχαριστώ που με καταλαβαίνεις
και στην καρδιά του θέματος γρήγορα τόσο μπαίνεις,
γιατί αν δεν ήσουν έξυπνος όσο αυτό σε δείχνει…
-Μήτρο το χέρι μου αυτό και φάπες ξέρεις ρίχνει-
λοιπόν σταμάτα όσα λες και μπες στο θέμα τάχιστα!..
-Ναι Γιάννο μου, τα λόγια μου βάζω στην άκρη τ’ άχρηστα
κι ό,τι με καίει θα σου πω, αν και νομίζω…
-                                                                               ΑΡΧΊΝΑ!
-Γιάννο μου, όσα γίνονται εσχάτως στην Αθήνα
να καταλάβω δεν μπορώ. Πες μου, ο Τσίπρας θέλει
να μείνουμε ή να φύγουμε απ’ το ευρώ εντέλει;
-Να φύγουμε! Άλλο!
-                                      Γιάννο μου δε θέλω έτσι κοφτά
να μου απαντάς σε θέματα όπως αυτά καυτά.
Με λίγη σάλτσα το λοιπόν τα λόγια σου περίχυνε
και δείξε κατανόηση στο άγχος μου Γιάννο λίγηνε…
-Καλά. Λοιπόν με έπεισες πως χρειάζεσαι βοήθεια
και για τη χώρα πως καημό κρατείς μέσα στα στήθια
κι ότι αυτόν σου τον καημό, τον έστω και βλακώδη,
να τον μετριάσω πρέπει εγώ. Γιατί και σ’ ένα βόδι
αν εν’ αγκάθι έχει μπει στο χοντρουλό του σώμα,
κι ας είναι ζώ’, πρέπει κι αυτό να βοηθηθεί ακόμα.
-Γιαννάκο μου σε αγαπώ και βόδι ας με λες
και ας με λούζεις με βρισιές κι άλλες εσύ πολλές.
-Ρε Μήτρο ξέρεις πως κι εγώ πολύ σε αγαπώ
κι ας λέω πολλά επίθετα σε σένα εναλλάξ-
ας πούμε εκτός ότι κουτός είσαι μαζί και βλαξ-
μα κι ας το ξέρεις Μήτρο μου και πάλι θα στο πώ,
είσαι ο πιο καλλίτερος στον κόσμο που έχω φίλος.
-Γιαννάκο μου ο τόσος μου για το μυαλό σου ζήλος
δε θα λιγέψει όπως κι αν να με ειπείς γυρέψεις.
Γιάννο μου είμαι ζηλωτής της λαμπερής σου σκέψης.
Γι αυτό και πριν Γιαννάκο μου το χέρι σου σηκώσεις
και κάποια όπως συνηθάς καταχεριά μου δώσεις,
τ’ άλλα παραμερίζω
και να ρωτώ αρχίζω.
Πες μου Γιαννάκο μου γιατί η Ελλάδα υποφέρει;
-Γιατί η Νου Δου και το Πασόκ μακρύ απλώσαν χέρι
και κλέβανε ανελέητα του κράτους τα λεφτά
κι ενώ τα άλλα κόμματα τα έβλεπαν αυτά
ποτέ δε βγάλαν τσιμουδιά. Γι αυτό και κείνοι λέω
το ίδιο φταιν. Και θα σου πω και άλλο ένα νέο:
Δεν κλέβαν Μήτρο μόνο αυτοί αλλά και οι δικοί τους-
φίλοι, γνωστοί, πολιτευτές, λεφτάδες, συγγενείς τους.
-Κι από την κρίση Γιάννο μου όπου μας έχει βρεί
πες μου-η Ελλάδα πώς μπορεί Γιαννάκο μου να βγει;
-Ξέχνα το αυτό Μητρούση μου. Αυτό δεν το μπορεί.
Και μη τόσο το μάτι σου  έκπληκτο  με θωρεί.
-Και ώσπου να πεθάνουμε φτωχοί θα ’μαστε Γιάννο;
Θα πει θα είμαστε φτωχοί σε όλη τη ζωή μας;
-Μήτρο γι αυτό στη φτώχεια σου αρκίζομαι επάνω.
-Μα Γιάννο μου ο Βαγγέλης μας λέει πως θα μας σώσει.
-Αυτός που δεν κατάφερε να μη μας χαντακώσει;
-Τότε μπορεί ο Σαμαράς να μας πλουτήνει πάλι;
-Ο Σαμαράς; Το κόμμα του που τόσο έχει χάλι
να συμμαζέψει δεν μπορεί. Μα κι αν το συμμαζέψει
…………………………………………………………………………………..
…………………………………………………………………………………..
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 2:42 π.μ.
(παλιότερα)

ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ, 23 ΑΠΡΙΛΗ, Ο ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΗΘΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΕΡΙ. ΝΑ ΤΙ ΘΑ ΤΟΥ ΠΕΙ:
……………………………………………………………
Ο Αντώνης κύριε Κέρι μου, μάθετε μια για πάντα,
δεν είναι φιλογερμανός. Λίγο μπερμπάντης είναι
κι η Μέρκελ του εγιάλισε. Αυτή λοιπόν του είπε
πως για να πέσει θα ’πρεπε να κάνει ό,τι του λέει.
Και του ’πε ότι «ναι» να πει έπρεπε στο Μνημόνιο.
Και τι να έκανε κι αυτός τη Μέρκελ για να ρίξει;..
Τόνε καταλαβαίνετε κι εσείς… είσαστε άντρας…
Όμως δεν εσταμάτησε τις ΗΠΑ ν’ αγαπάει.
Στις ΑΠΑ δεν εσπούδασε; Και πάμπλουτος δεν είναι;
Θα του ήταν δυνατό ποτέ να μη εσάς λατρεύει-
εσάς που του εγγυόσαστε την που ’χει περιουσία;
Πρέπει ύστερα να ξέρετε πως όλο του το σόι
και πλούσιοι ήταν και Δεξοί όσο δεν παίρνει άλλο.
Γι αυτό σας λέω φίλτατε μη τον παρεξηγείτε
που στο τηλέφωνο συχνά μιλάει με τη Μέρκελ.
Γλυκόλογα ανταλλάζουνε σαν εραστές που είναι.
Αυτός μάλιστα τίποτα δε λέει-λέει εκείνη
κι αυτός μονάχα λέει «ναι, ναι ναι ναι ναι γλυκειά μου…»
Τίποτε για πολιτικά δε λένε, όρκο παίρνω!
Μα όταν είδε ο σαμαράς πως τον παραμελείτε
τα σούρτα φέρτα έπαψε που είχε στη Γερμανία
και μόνο εσάς αποζητά με περισσή μανία.
Και το Δεξό του γέρνοντας στον ώμο μου κεφάλι
κάθε ημέρα ο φουκαράς κλαίει με μαύρο δάκρυ
και μου ζητά μες σε λυγμούς να έρθω να σας έβρω
κι αφού σας δώσω τα θερμά τα χαιρετίσματά του
να έβρω οπωσδήποτε και γρήγορα έναν τρόπο
ώστε είτε να ’βλεπε εσάς είτε τον Πρόεδρό σας.
Γι αυτό και σας παρακαλώ κι εγώ με τη σειρά μου
δεχτείτε κύριε υπουργέ λιγάκι να τον δείτε…
Κι όχι πως κόφτομαι γι αυτόν, μ’ αν δεν τα καταφέρω
τότε φοβάμαι μη αυτός από υπουργό με βγάλει
και τότε και τ’ αυγά εγώ και τα καλάθια χάνω.
Και τι ζητάει ο φουκαράς; Πέντε λεφτάκια μόνο
ίσα για να σας πάρουνε οι φωτογράφοι πόζες.
Κι ας μην ειπείτε τίποτε σπουδαίο ή μεγάλο
μόνο ένα «γεια σου» πέστε του καλέ μου κύριε Κέρι…
Σαν το παιδάκι το μικρό μου κλαίγεται ο καημένος:
«Μήτσο», μου λέει, «γιατί κανείς να με ιδεί δε θέλει;
Τι το στραβό έχω εγώ που ο Ερντογκάν δεν έχει
και κάθε τόσο πάει εκεί ο Κέρι και τα λένε;
Κι εμένα μάνα μ’ έκανε. Κι αν δεν επηρεάζω
Συρία, Ιράκ κι Αφγανιστάν, μα κι ούτε κάτι κάνω
που να θυμώσει τις πολύ αγαπητές μου ΗΠΑ.
Ούτε Μπουργκάς κάνω εγώ, ούτε στους ρώσους πάω,
ούτε απ’ τους πλούσιους λεφτά παίρνω. Και τα αέρια,
κι όσα πετρέλαια θα βρουν δικά τους είναι όλα.
Το Ισραήλ το αγαπώ. Κι ό,τι αγαπούν οι ΗΠΑ
με την αγάπη μου κι εγώ τη φλογερή τα σκέπω.
Σ’ ό,τι μου πούνε λέω ναι κι ό,τι μου λένε κάνω.
Ε, δεν αξίζω μια ματιά ή λέξη τους καμία;
Αφότου εδεχτήκανε στη χώρα τους τον Τσίπρα
εμένα μ’ απαράτησαν σα να ’μουν αποπαίδι.
Και αν η τύχη το ’φερε κι αγάπησα τη Μέρκελ
αυτοί γιατί να μ’ αγνοούν; Από έρωτα δεν ξέρουν;
Κι ακόμα να! Ορκίζομαι, πες τους, τη Μέρκελ πάλι
να μη ούτε στον ύπνο μου την ξαναδώ ποτέ μου.
Μήτσο μου αμάν! Πέντε λεφτών ακρόαση γυρεύω!»
Και συμπληρώνει φιλικά-ξέρετε, σαν αστείο..:
«Και κοίτα μην καταπιαστείς Μήτσο μου με τη μόδα
και την ιερή αποστολή που έχεις την ξεχάσεις.
Άσε για λίγο τσάκιση σπαθί στα παντελόνια,
ξέχνα γραβάτες ασορτί με ζώνες και παπούτσια
κι όλα τα δονζουανίστικα τερτίπια σου εκείνα.
Αυτά θα τα ’βρεις σα θα ’ρθεις και πάλι στην Αθήνα.
Για τώρα έχεις ιερό στη γη προορισμό σου
να πείσεις τους αμερκανούς να με δεχτούν. Ε Μήτσο;..
Όπως ο Ανταίος πα’στη γη δυνάμωνε ακουμπώντας
έτσι να μ’ ακουμπήσουνε λιγάκι τους ζητάω
αλλιώς ο Τσίπρας-Ηρακλής να με κερδίζει βλέπω…»
Αυτά μου είπε ο Σαμαράς κλαίγοντας κύριε Κέρι.
Και να γνωρίζετε καλά πως λίγο αν τον δείτε,
μετά ό,τι κι αν ζητήσετε θα το ’χετε ορισμένως.
Την Κύπρο ας πούμε, κάντε την μετά ό,τι σας αρέσει.
Αντίρρηση η κυβέρνηση του Σαμαρά δε θα ’χει
σε ό,τι αποφασίσετε μαζί με τον Ομπάμα.
Τώρα που φτώχυνε κι αυτή κι αρχίσαν να τρωγόνται
μπορείτε να τη δώσετε ακόμα και στους Τούρκους.
Όχι κανείς δε θα σας πει. Και τα πετρέλαιά της
δικά σας κάντε τα κι αυτά. Οι ρώσοι έχουν δικά τους.
Εμείς ό,τι γυρεύουμε η προστασία σας είναι
και δυο λεφτών συζήτηση στις κάμερες μπροστά.
Σας ξαναλέω μόνο εσάς ο δόλιος αγαπάει.
Κι αν μια τον τράβηξε φροϊλάιν-αυτή η μαργιόλα η Μέρκελ,
αυτό είναι το χούι του φίλτατε κύριε Κέρι:
οι γκόμενες! Κι από μικρός, όχι μονάχα τώρα.
Greek lover τόνε λέγανε σα φοιτητή οι γυναίκες.
Και αν του κάνανε φορές πολλές ζημιά μεγάλη
δε λέει το χούι του αυτό να το απαρατήσει.
Πρόσφατα η Μέρκελ. Μα και πριν δεκαετίες δύο,
που ήταν Εξωτερικών, του είχε γιαλίσει άλλη-
μια τσαπερδόνα απ’ το Βορά, κάποια Μακεδονία

που κι ο πολύς Καραμανλής-ξέρετε, ο Εθνάρχης
είχε με δάκρυα καυτά πολύ για κείνην κλάψει.
Κι οι δυο μονομαχήσανε για χάρη της μια μέρα
κι ο Σαμαράς νικήθηκε και πάει το υπουργιλίκι.
Και τώρα δυο έχει χρονιές που αγάπησε μιαν άλλη
την Εξουσία-τι να σας πω-και τι δεν έχει κάνει
για να την έχει: φίλησε ποδιές κατουρημένες,
έκλαψε, παρακάλεσε, χαρτιά έχει υπογράψει
που ούτε τα εδιάβασε, υπόγραψε Μνημόνια,
έναν ολόκληρο λαό ψέματα τον εγέμισε,
τέλος τα εκατάφερε-την Εξουσία εκέρδισε!
Κι αυτή επειδή τη στείλατε εσείς να πάει σε κείνον,
δε σας πειράζει βέβαια που φιλενάδα του είναι.
Αχ!  Κύριε Κέρι μου! άρρωστος με τις γυναίκες είναι.
Δείξετε κατανόηση. Σας λέω και τη Μέρκελ
θα την ξεχάσει (άρχισε κιόλας να μη τη βλέπει)
όπως τελείως εξέχασε και τη Μακεδονία.
Θα την ξεχάσει σίγουρα! έχει αρχίσει κιόλας
να μην ακούει τι του λέει, λουλούδια δεν της στέλνει,
τηλέφωνο δεν απαντά. Σίγουρο είναι πλέον
(κι αυτό το παίρνω πάνω μου) τελειώνει με τη Μέρκελ.
Και για να με πιστέψετε όρκο βαρύ σας κάνω:
Να μη χαρώ την τσάκιση του μπεζ παντελονιού μου!
Να μη χαρώ τη βυσσινιά γραβάτα που φοράω!,
η Μέρκελ για το Σαμαρά παλιά είναι ιστορία.
Βαρείς κύριε Κέρι μου βλέπετε όρκους κάνω.
Τι άλλο να σας έλεγα; αυτό τα λέει όλα.
η Αμερική είναι γι αυτόν η αγάπη του η μεγάλη.
Να πούμε είναι ο σύζυγος που κι αν ξενοκοιτάει
στο τίμιο στεφάνι του πάλι ξαναγυρνάει.
Μία συμπάθειας ματιά ρίξτε του κύριε Κέρι…
Η φλόγα είναι ο φουκαράς στων ΗΠΑ τ’ αγιοκέρι
που η Δεξά η Ελληνική για δεκαετίες ανάβει.
Κλείστε του ένα ραντεβού με τον Ομπάμα ω! Κέρι!
Να πάψει να μου κλαίγεται και πια να ησυχάσει.
Κι όπως σας είπα, όσα πια θέλετε απ’ την Ελλάδα
δικά σας θα ’ναι κιόλας πριν ακόμα τα ζητήστε.
………………………………………………………
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 2:29 π.μ.
(παλιότερα)

ΤΟ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ

Το Ορφανοτροφείο της πόλης μετρούσε κιόλας διακόσια χρόνια ύπαρξης.
Για χρόνια και χρόνια δεχόταν στους κόλπους του παιδιά είτε στερημένα από τους γονείς τους είτε αγνώστων γονέων, τα ανάτρεφε, τα μάθαινε γράμματα και τέχνες και τα απέδιδε στην κοινωνία με εφόδια ικανά για την αυτοδύναμη ύπαρξή τους μέσα σ’ αυτήν.
Ήταν αρκετά μεγάλο. Καταλάμβανε μια έκταση περίπου πενήντα στρεμμάτων. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως ήταν μια μικρή πόλη μέσα σε μια μεγαλύτερη.
Το είχε ιδρύσει κάποιος πλούσιος ομογενής από λύπηση για τα ορφανά της περιοχής. Το οικόπεδο ήταν δική του δωρεά προς το Δήμο και αυτός επίσης ανήγειρε μέσα σε αυτό τα κτήρια και τις απαραίτητες για τη λειτουργία του εγκαταστάσεις.
Σαν όρο της χρηματοδότησης για την ίδρυσή του ήταν αυτό να διοικείται από αυτόν όσο θα ζούσε και όταν αυτός πέθαινε από τους απογόνους του.
Και οι απόγονοι τηρούσαν με μεγάλο ζήλο τον όρο αυτόν της ιδρυτικής πράξης του Ορφανοτροφείου, συνεπικουρούμενοι από υπαλλήλους πιστούς σε αυτούς, που τους διάλεγαν ανάμεσα στα μεγαλύτερα σε ηλικία ορφανά.
Ξεχώριζαν ανάμεσα στους έξυπνους και εργατικούς τροφίμους τα κατάλληλα πρόσωπα, τα εκπαίδευαν, στέλνοντας μερικά και στο εξωτερικό για να σπουδάσουν τα σχετικά με τη διοίκηση παρόμοιων Ιδρυμάτων, και κατόπιν τα χρησιμοποιούσαν στις Υπηρεσίες του Ιδρύματος.
Πολλά από αυτά τα κρατούσαν σαν υπαλλήλους τους, δίνοντάς τους έναν καλό μισθό και εξασφαλίζοντάς τους έτσι μια καλή ζωή ως τα γεράματά τους.
Και αυτά τα παιδιά γίνονταν οι καλλίτεροι υπάλληλοι των απόγονων-διοικητών. Ήταν ιδανικοί διαχειριστές των Υπηρεσιών και των δοσοληψιών του Ιδρύματος αλλά και των σχέσεών του με τα καταστήματα της πόλης και γενικότερα με την κοινωνία της.   
Κοντά σ’ αυτούς, από την ίδρυση κιόλας του Ορφανοτροφείου βρίσκονταν, βοηθώντας τους στη Διοίκηση, φίλοι τους τρόφιμοι, που δεν παρέλειπαν να ανταλλάζουν τις υπηρεσίες που πρόσφεραν με εύνοιες που μεταφράζονταν στην απόκτηση είτε στο δικαίωμα χρήσης περισσότερων αγαθών από εκείνα που απολάμβαναν οι ένοικοι που δεν ανακατεύονταν στη Διοίκηση ούτε άμεσα ούτε έμμεσα, ούτε φανερά ούτε κρυφά.
Και όσο τα οικονομικά του Ιδρύματος ήσαν ανθηρά ή, κατά περιόδους, υποφερτά, η κατάσταση αυτή λίγο ή καθόλου απασχολούσε τις συζητήσεις των τροφίμων. Μάλιστα μερικοί δικαιολογούσαν το φαινόμενο αυτό υποστηρίζοντας πως το Ίδρυμα χρειάζονταν αλήθεια εκτός από καλούς διοικητές και καλούς βοηθούς, αλλά και συνεργάτες των τελευταίων. Πόσο μάλλον σε ένα Ίδρυμα σαν κι αυτό που οι κάτοικοί του δεν είχαν γνωρίσει το αίσθημα της τάξης μέσα σε οικογένεια και που όσο πήγαιναν και πλήθαιναν. Γιατί λίγο οι πόλεμοι, λίγο τα ήθη που όσο πήγαινε γίνονταν και πιο ελεύθερα, λίγο η όψιμη επιθυμία των γονιών «να ζήσουν τη ζωή τους», ο αριθμός των οικότροφων όλο και μεγάλωνε.
Τέσσερες χιλιάδες αριθμούσε στην τελευταία του απογραφή. Και ποιος θα ήταν ικανός να επιβάλει την τάξη εκτός από κάποιον που ήξερε από μέσα τα πράγματα και που τις ίδιες αταξίες έκανε κι αυτός όταν ήταν ακόμα τρόφιμος;
Έτσι και όταν ακόμα μερικά από τα παρατράγουδα των υπαλλήλων γίνονταν φανερά και εξελίσσονταν σε σκάνδαλα, σκάνδαλα που δοκίμαζαν την χρηστότητα αλλά και την αντοχή των οικότροφων, οι υπόλοιποι τρόφιμοι τα ανέχονταν παρασιωπώντας τα.
Μόνον όταν το πράγμα παραγίνονταν, οι πιο θερμόαιμοι από τους οικότροφους εκδήλωναν με διάφορους τρόπους την αποδοκιμασία τους για τα φαινόμενα αυτά αλλά και για τους πρωταγωνιστές τους. Χτυπούσαν τα κουτάλια στα πιάτα τους την ώρα του  φαγητού, άφηναν τα φώτα των θαλάμων τους ανοιχτά όλη τη νύχτα ή δεν εκτελούσαν κάποια διαταγή. Όταν οι διευθυντές έβλεπαν μια τέτοια αντίδραση, έσπευδαν να καθησυχάσουν τους τροφίμους λέγοντάς τους ότι έχουν δίκιο, ότι ο υπαίτιος της ατασθαλίας θα τιμωρηθεί, και έβρισκαν πάντοτε σε τέτοιες καταστάσεις την ευκαιρία να θυμίσουν στους τροφίμους την δισαίωνη ιστορία του Ιδρύματος, το πνεύμα της ισότητας που πρέπει να διέπει τις σχέσεις όλων μεταξύ τους, και να προσπαθούν με κάθε τρόπο να τους καθησυχάσουν ώστε η τάξις «η οποία είναι απαραίτητη σε κάθε περίπτωση συμβίωσης πολλών ατόμων», να επανέλθει στο Ίδρυμα.
Όμως ποτέ δεν τιμωρούσαν τους φταίχτες του κάθε παραπτώματος, ή τους τιμωρούσαν με ποινές τόσο ελαφρές που εκείνοι περισσότερο ξεθάρρευαν και έπαιρναν το θάρρος να κάνουν χειρότερα από πριν.
Έτσι είχε το πράγμα ώσπου ένας μαθητής από τα βόρια της επικράτειας άρχισε να μάχεται υπέρ των καταπατούμενων δικαιωμάτων των τροφίμων και εναντίον των λυμεώνων, όπως τους έλεγε, του Ιδρύματος. Και γρήγορα έφτιαξε τη δική του ομάδα στην οποία πρώτοι που προσχώρησαν ήσαν οι δυσαρεστημένοι  από τον τρόπο και τις πρακτικές της Διοίκησης. Η ομάδα όλο και μεγάλωνε μέχρι που έφτασε να απαιτήσει δίκαιη μεταχείριση του πλούτου του Ιδρύματος και καθαίρεση της καταστροφικής όπως την αποκαλούσαν τα μέλη της, Διοικήσεώς του.
Σαν να μην έφταναν αυτά, ήρθε και μια οικονομική δυσπραγία στην πόλη, που είχε άμεσο αντίκτυπο και στην μικρή πόλη-κοινωνία του Ορφανοτροφείου.
Γρήγορα οι ένοικοι έφτασαν στο σημείο να αρπάζουν στα φανερά μέσα στην τραπεζαρία δια της βίας το φαγητό ο ένας του άλλου ή να έρχονται στα χέρια για ένα μικρής αξίας κέρμα.
Τα οικονομικά του Ιδρύματος πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Οι δανειστές απαιτούσαν τα χρήματά τους, η Διοίκηση δυσκολεύονταν να τα δώσει και η ζωή των παιδιών γινόταν όλο και πιο δύσκολη.
Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ο νεαρός επαναστάτης διακήρυξε πως η προεδρία του Ιδρύματος πρέπει να πάει στα χέρια των ίδιων των ενοίκων.
Αυτό θεωρήθηκε σαν αιτία πολέμου από τους ιθύνοντες.
Αποτέλεσμα ήταν οι ένοικοι του Ιδρύματος να χωριστούν και επίσημα σε Γεβρεβάτους και Χεπεφέχους, από τα ονόματα του ρηξικέλευθου νεαρού Γεβρεβά και του δοτού Προέδρου του Ιδρύματος Χεπεφέχ.
Οι Γεβρεβάτοι απέδιδαν το φταίξιμο για την κατάντια  του Ιδρύματος στην κακή, σπάταλη και όχι με απόλυτα διαφανή τρόπο λειτουργούσα Διοίκηση, ενώ οι Χαπεφέχοι δικαιολογούσαν την κατάσταση θεωρώντας υπεύθυνη γι αυτήν τη γενικευμένη οικονομική κρίση, που επηρέαζε όλες τις δραστηριότητες στην πόλη.
Γρήγορα δρομολογήθηκαν εκλογές, κάτι πρωτοφανές για τοΊδρυμα που μέχρι τότε διοικούνταν από τους απογόνους του ιδρυτή του κληρονομικώ δικαιώματι. Και όλοι μέσα στο Ίδρυμα ήσαν σίγουροι ότι οι εκλογές θα κερδηθούν από τους Γεβρεβάτους, μόνο που οι Χεπεφέχοι δεν το ομολογούσαν φανερά.
Κιόλας οι Γεβρεβάτοι, με την έμπνευση που αρύονταν από την στιβαρή αλλά και ευπροσήγορη προσωπικότητα  του ηγήτορά τους είχαν ετοιμάσει ως και τον νέο κανονισμό του Ιδρύματος.
Και αναβρασμός και έξαψη επικρατούσε μέσα στο Ορφανοτροφείο και στους ενοίκους του από τις δραστηριότητες των υποψηφίων των δύο ομάδων και από την αδημονία των μελών τους που εκδηλώνονταν με βίαιες συζητήσεις και κάποτε με μικροσυμπλοκές.
Καθώς όμως πολλές φορές κάτι που φαίνεται να υπόσχεται πολλά, για κάποιο λόγο στραβώνει, έτσι συνέβη και με το Ορφανοτροφείο και τον αγώνα του Γεβρεβά για την σωτηρία του.
Δέκα μέρες πριν τις εκλογές και ενώ ο Γεβρεβά βάδιζε από τα Αναγνωστήρια προς τα Μαγειρεία του Ορφανοτροφείου, ένα κομμάτι από τη μαρμάρινη μαρκίζα του κτιρίου της Καντίνας έπεσε πάνω στο κεφάλι του.
Η βαριά του εγκεφαλική κάκωση τον άφησε να ζήσει δυο μόνον ημέρες μετά το ατύχημα.
Το ατυχές περιστατικό αποδόθηκε στην παλαιότητα του κτιρίου και στην ανεπαρκή συντήρησή του.
Δύο αυτόπτες μάρτυρες υποστήριξαν ότι είδαν μια φιγούρα να κινείται ύποπτα πάνω στη στέγη της καντίνας πέντε λεπτά πριν από το πέσιμο της μαρκίζας, η προανάκριση όμως δεν ανέδειξε κάποιον ύποπτο και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.
Ο υπαρχηγός του κόμματος των Γεβρεβάτων αποδείχτηκε κατώτερος των περιστάσεων και στις εκλογές οι Χεπεφέχοι θριάμβευσαν.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 2:11 π.μ.
Δευτέρα, 29 Ιανουαρίου 2018
(ΠΑΛΙΟΤΕΡΑ)

Φώτη απόψε πήγα με Ντάνα σε ένα ταβερνοεστιατόριο που μου το πολυδιαφήμιζε («έχει το καλλίτερο κοτόπουλο της περιοχής», «και από την Αθήνα και από τη Λάρισα έρχονται άνθρωποι και τρώνε», «έχει μια «σως» που μόνον αυτός φτιάχνει και δεν λέει σε κανέναν το μυστικό του» κλπ παρόμοια). Μήνες ήθελε να πάει αλλά δεν είχε με ποιον.
Με λίγα λόγια όμως να περί τίνος επρόκειτο.
Κοτόπουλο χειρότερο από ότι θα το έψηνα ως κι εγώ, μια «σως» από κείνη που την πουλάνε με τους ντενεκέδες στα ψητάδικα της Αθήνας, μια ντοματοσαλάτα που και να ήθελε να την χαλάσει δεν γίνεται-ντομάτα είναι αυτή.
Ο «καταστηματάρχης» ένας Γκιωνάκης των «κίτρινων γαντιών», λίγο πιο χαζός. Βρωμερός από πάνω ως κάτω. Αφού είχαμε κάτσει, ήρθε σιγά σιγά προς εμάς και ρώτησε: Εδώ θα κάτσετε; Κατόπιν πήγαινε εδώ κι εκεί ανάμεσα στα τραπέζια κοιτάζοντας ύποπτα εκείνους που τρώγανε. 
Ο γιος του ίδιο σουλούπι, ίδια βρωμιά και ίδια γκιωνάκικη ηλιθιότητα, σερβίριζε στα τραπέζια σιγοτραγουδώντας με ηλίθιο ύφος άλλο κάθε φορά τραγούδι.
Μη φανταστείς ότι όλο αυτό από τους δυο τους ήτανε κάτι φτιαχτό επίτηδες για να αρέσουν στην πελατεία.
 Όχι.
Απλή ηλιθιότητα.
Οι πελάτες μαζέματα χαζής φτώχειας, χωριάτες από μια περιοχή διακοσίων μέτρων ακτίνας από το «κατάστημα», παρόμοιου με τον «καταστηματάρχη» διανοητικού επιπέδου, που βγήκανε σαββατόβραδο να φάνε «έξω», όπως δα κάνουν και οι πρωτευουσιάνοι-τι; καλλίτεροι είναι εκείνοι; Όχι. Kαι απόδειξη ότι να! κι αυτοί βγαίνουν τα σαββατόβραδα. 
Με δυο κουβέντες κατάστημα και πελάτες, πολύ πήγαινε ο ένας του άλλου. 
Και η πανέξυπνη Ντάνα, με μια εξυπνάδα που ολόκληρη αναλώνεται σε λούσα, γκόμενους, ψέματα και συγκάλυψή τους, αλλαγή γνώμης (για αλλαγή γνώμης και μόνο) και απόφασης για οτιδήποτε έχει προείπει ή προαποφασίσει και προσπάθεια δικαιολογίας τους, έχει πιαστεί στα δίχτυα της «εξέλιξης», του «μοντέρνου» και συνεπώς της απωλείας, από τα εικοσιδύο της κιόλας.
Σου στέλνω φωτογραφία της από το αποψινό «εστιατόριό» μας.

*

ΘΑΝΑΤΟΣ-13
Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο παθιάζονται για το ποδόσφαιρο.
Λες και έχουν λύσει όλα τα άλλα ζωτικά τους προβλήματα και τους μένει μόνον αν μία μπάλα θα περάσει κάτω από ένα δοκάρι ή όχι.
Ο πατριωτισμός σήμερα κρέμεται όχι  από τον ιστό κάποιας σημαίας  αλλά στριφογυρίζει μαζί με τους κύκλους που κάνει μία μπάλα. Και ήρωες δεν είναι όσοι πεθαίνουν για την πατρίδα ή όσοι την ευεργετούν, αλλά όσοι μπορούνε να κλοτσάνε με υπολογισμό αυτή τη μπάλα.
Εθνικοί ύμνοι ψάλλονται πριν από κάθε αγώνα, πρωθυπουργοί δίνουν τα χέρια μετά από κάθε αγώνα, με ένα λόγο τα κράτη έχουν αντικαταστήσει τους στρατούς τους με εντεκάδες μαχόμενων πατριωτών, τη δόξα τους με ένα «τακουνάκι», τον ΟΗΕ με ένα διαιτητή.
Και αυτά θα ήταν καλοδεχούμενα αν ανταποκρίνονταν στα αληθινά αισθήματα των ανθρώπων και στην πραγματικότητα.
Όμως όλα αυτά δεν καταργούν αλλά αναβάλλουν τη σύγκρουση, η οποία όσο πιο πολύ αργεί τόσο τρομερότερη θα είναι.
Αν μία τέτοια νοοτροπία, ένας τέτοιος τρόπος σκέψης, μία τέτοια παραμόρφωση της ιστορίας δεν είναι θάνατος τότε τι είναι θάνατος;

*

{Ντυμένες με λευκά μπλουζάκια ως σύμβολα ειρήνης, εκατοντάδες γυναίκες από την Βενεζουέλα πέρασαν, το πρωί της περασμένης Τρίτης τις στρατιωτικές μπάρες στα σύνορα για να ψωνίσουν στην Κολομβία. Συγκεντρώθηκαν ώστε να μπορέσουν να περάσουν όλες μαζί και διέσχισαν τη διεθνή γέφυρα Francisco-de-Paula-Santander, τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο, σύμφωνα με τοπικό μέσο της πόλης Cúcuta της Κολομβίας όπου οι γυναίκες έκαναν κυριολεκτικά έφοδο για να ψωνίσουν.
«Τα παιδιά μας πεθαίνουν από την πείνα. Θέλουμε απλά να αγοράσουμε πράγματα που δεν υπάρχουν σε μας», δήλωσε μια από τις γυναίκες στην κολομβιανή εφημερίδα. Δείτε το συγκλονιστικό βίντεο με τις γυναίκες που έχουν ψωνίσει ακόμη και χαρτί υγείας!}
(από το ίντερνετ, 8-7-16)


Βλέπω το συγκλονιστικό βίντεο. Και βλέπω νεαρές ευτραφείς και καλοζωισμένες γυναίκες να περπατάνε καμαρωτές καμαρωτές.
Από όλες μία θα περιγράψω, γιατί όλες ίδιες είναι. Μακριά κλοχτενισμένα μαλλιά, αγέρωχο ύφος.  Η τσαντούλα που κρέμεται από τον λαιμό της και φτάνει ως το ύψος του εφήβαιου, στοιχίζει όσο διακόσα καρβέλια ψωμί. Το παντελόνι της στοιχίζει όσο τριάντα κιλά τυρί. Τα λευκά τελευταίας μόδας παπουτσάκια της εκατό κιλά κρέας.
Το ανόητο κεφάλι της, όπως αυτό καθρεφτίζεται στην παγκοσμιοποιημένη φάτσα της, δεν φαίνεται να λογαριάζει καθόλου τέτοιες αναλογίες, μόνο ένα «ΘΕΛΩ» θα έγραφε κανείς αν ήθελε να δώσει την πεμπτουσία της υπευθυνότητας αυτής της γυναίκας. 
Πώς θα την πείσει κανείς ότι η ίδια φταίει για ό,τι νομίζει ότι άδικα παθαίνει;

*

Η τέταρτη πνευμονία μου. Νύχτες δυσβάσταχτες. Παρηγοριά μου τα τηλεφωνήματά σου, το ενδιαφέρον που έδειξαν για την αρρώστια μου άγνωστοι φίλοι και η ανυστερόβουλη έγνοια  της πρόσφατης γνωριμίας της σερβιτόρας Ελβίρας, της κοπέλας του εστιατορίου. Αλλά πηγαίνω να ξαπλώσω.Από αύριο περισσότερα.

Όπως σου έγραψα προχτές η Ελβίρα με βοήθησε ίσως περισσότερο κι από σένα να συνέλθω.
Ξέροντας την ευεργετική επίδραση που θα είχε πάνω μου, στο διάστημα της αρρώστιας μου και επιδιώκοντας όχι μια ίαση αλλά κάποια ανακούφιση του πόνου, δυο μεσημέρια, αποφάσισα και παίρνοντας μια γερή δόση Tylenol σύρθηκα μέχρι την Κρύα, μπήκα στο εστιατόριο και σωριάστηκα σε μια καρέκλα του.
Το ενδιαφέρον αυτού του κοριτσιού για την κατάστασή μου, τέτοιο που πρώτη φορά βλέπω από θηλυκό, συντέλεσε στο να νιώσω καλλίτερα αυτές τις μέρες.
Γιατί είδες  ότι υπάρχει κάποιος  που ενδιαφέρεται για την αρρώστια σου. Και λες, πρέπει να γίνω καλά γι αυτόν, να μια αιτία να ζήσω.

Παρένθεση. 
Ξέρεις χωρίς να σου το πω ότι ούτε  κλάφτηκα ούτε ζήτησα τίποτε από την Ελβίρα. Φαίνεται όμως ότι η όψη μου έδειχνε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα και κίνησε το ενδιαφέρον της μικρής. Και όχι, δεν είναι για το πεντάευρο που της έδωσα μια φορά (σιγά το πράμα), δεν είναι από κάποιον υπολογισμό, σιγουρέψου και συ όπως είμαι σίγουρος κι εγώ πως όλα όσα κάνει αυτό το κορίτσι τα κάνει αυθόρμητα, πηγαία. Όταν θα είμαι καλύτερα και δεν θα νιώθω την αδυναμία της ανάρρωσης θα σου περιγράφω αυτό το κορίτσι ώστε να γίνει τελείως κατανοητό αυτό που σου λέω.
Αλλά πριν κλείσει η παρένθεση και αυτό: Γιατί την περιοχή την λένε «Κρύα»; Τι είναι αυτό; Επίθετο βέβαια, μας λέει η Γραμματική. Ποιο ουσιαστικό όμως χαρακτηρίζει; Εδώ είναι το θέμα. Όσους ντόπιους ρώτησα δεν μου έδωσαν ικανοποιητική απάντηση. Είναι τάχα τόσο έντονη και επιθυμητή το καλοκαίρι η δροσιά που τα γάργαρα νερά της δίνουν, ώστε μοιάζει το επίθετο να έγινε δικαιωματικά πιο ισχυρό από το ουσιαστικό που ήθελε να προσδιορίζει, και γι αυτό το επίθετο «Κρύα» τού έκλεψε την ουσία και ουσιαστικοποιήθηκε; Ίσως. Μα και για την ιστορία του τόπου μένει το ερώτημα, έστω και στον παρατατικό.  Εν πάσει περιπτώσει, για να μπορώ να ησυχάσω τον εαυτό μου και να μπορώ να χρησιμοποιώ τη λέξη χωρίς ενοχές, έχω συμπληρώσει μόνος μου το ουσιαστικό. Και λέγοντας «Κρύα» εννοώ από μέσα μου «περιοχή»-της πόλης. Έτσι, μισοβέζικα και πραξικοπηματικά πορεύομαι χρόνια τώρα και μ’ αυτό. 
Κλείνει η παρένθεση.

Πριν πάω να ξαπλώσω ας σου πω, αν δεν το έχεις σκεφτεί ως τώρα, τι θα πει παρηγοριά-αυτό που βρήκα στα τηλεφωνήματά σου και στα λόγια της Ελβίρας. Ετυμολογία της παρηγοριάς λοιπόν: από το στέκω «παρά» τινι και «αγορεύω»
Γεια σου Φώτη.
Μα όχι, όχι ακόμα.
Φώτη, όταν ήμουν εκεί είχα γράψει κάποιους στίχους-μερικά τετράστιχα, ένα ποίημα- που άρχιζαν κάπως έτσι:

«Στον κάμπο τον ανθόσπαρτο χτες έγινε μια μάχη.
Στεκόμουν και την έβλεπα απ’ του λόφου μου τη ράχη.»

Κάπου στο δεύτερο τετράστιχο:

«Όταν τελείωσε, θέλοντας λιγάκι να ξεσκάσω
Την ώρα μου εδιάλεξα στον κάμπο να περάσω.»
Πάω λοιπόν στον κάμπο και περιγράφω με ενάργεια και, όμορφα ποιητικά καθώς καλά γενικά θυμάμαι, βλέποντάς τα όμως  απαθώς, τα άμεσα αποτελέσματα της μάχης: αίματα, κομμένα μέλη, διαλυμένες σάρκες να έχουν γίνει ένα με τη λάσπη από χώμα και αίμα, βογγητά, (θυμάμαι να ομοιοκαταληκτώ μια τρυπημένη; τσουρουφλισμένη; ματωμένη; «χλαίνη» με έναν βαριοπληγωμένο και ετοιμοθάνατο στρατιώτη που μόλις και με κόπο ακόμα «ανασαίνει»)…………………
Και ενώ κοιτάζω αδιάφορα όλα αυτά, «ξάφνω» το μάτι μου πέφτει πάνω σε ένα δεντράκι ανάμεσα σε άλλα, πεσμένο κάτω. Τρέχω προς αυτό και με στοργή και λαχτάρα το ανασηκώνω, το αναστυλώνω, το καθαρίζω από τις σκόνες και τα αίματα, το σκαλίζω γύρω……………….

Τέλος φεύγω από τον κρανίου τόπο λυπημένος
…………………………………….
«που τόσα δέντρα (επλήγωσε; εσκότωσε; κάτι τέλος πάντων)  το μίσος των ανθρώπων.»

Και έτσι τελειώνει το στιχούργημα.
Τότε, δεν θέλησα να φανώ σκληρός προς τους ανθρώπους και δεν το κυκλοφόρησα, σιγά σιγά όμως, αυτό, χωρίς να το θέλω, δεν διατηρήθηκε ούτε στα προσωπικά μου.
Πρόλαβα όμως και το έδωσα του Έρβιν. Και εδώ σε θέλω εσένα Φώτη. Ρώτησέ τον σε παρακαλώ, του βρίσκεται ακόμα; Αν ναι, ξέρεις, στείλε το μου αμέσως. Οι ετοιμοθάνατοι θέλουν όλα τα παιδιά τους κοντά τους την ώρα του θανάτου τους. Ένα αν τους λείπει, η λύπη γι αυτό είναι μεγαλύτερη από τη χαρά για όλα τα υπόλοιπα που μετράνε σε εκατοντάδες ή και σε χιλιάδες παιδιά τους. Αναφέρομαι βέβαια στα πραγματικά, τα πνευματικά μου παιδιά. Η χαρά που θα μου δώσεις Φώτη αν το βρεις, θα είναι η μεγαλύτερη από όσες χαρές φιλίας έχω ζήσει μέχρι τώρα μαζί σου.
Αν το έχει κρατήσει αυτό ο Έρβιν, ίσως να έχει κρατήσει και
εκείνο που επίσης του είχα εμπιστευτεί και που τόσο αγαπώ, που βρισκόταν ανάμεσα στα ποιήματά μου που έκαψε το «αδελφικό» μίσος.  Ήταν από τα πρώτα-πρώτα της ξενιτιάς και θυμάμαι μόνον αυτό από το ποίημα εκείνο:
«….............................Roscoe (Blvd εννοείται)
Αντί καπνού εγώ αναθρώσκω…»
Τώρα γεια σου σίγουρα Φώτη.


*

Ακούω για χρόνια τώρα να λένε οι ιδιωτικοί υπάλληλοι και οι λογής επιχειρηματίες για τους δημόσιους υπαλλήλους: εμείς τους πληρώνουμε!
Και πάντοτε έλεγα ότι αυτό σαν επιχείρημα είναι γελοίο.
Και όμως λέγεται και λέγεται. Και από σοβαρούς ανθρώπους.
Και είναι γελοίο, γιατί το ίδιο μπορεί να πει και ο δημόσιος υπάλληλος για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους και για τους κάθε λογής επιχειρηματίες, δηλαδή να πει γι αυτούς: εμείς τους πληρώνουμε!
Γιατί λοιπόν να λέγεται αυτό κάθε τόσο αυτό από τους επιχειρηματίες; Δεν είναι τουλάχιστον ανόητο να λένε οι μεν κάτι, τη στιγμή που και ο άλλος μπορεί α πει το ίδιο γι αυτούς;
Γιατί τα λεφτά που «δίνουν» αυτοί στους δημόσιους υπαλλήλους, οι δημόσιοι υπάλληλοι τι τα κάνουν; Τα βάζουν στην Τράπεζα; Όχι βέβαια. Τι τα κάνουν λοιπόν; Μα τα δίνουν στους επιχειρηματίες: Γιατί για να περάσουν το μήνα τους δεν πληρώνονται οι δημόσιοι υπάλληλοι; Τα λεφτά που παίρνουν λοιπόν δεν τα δίνουν πίσω σ’ αυτούς που τους τα «έδωσαν» αγοράζοντας ψωμί, φασόλια, κρέας, ρούχα, έπιπλα, παπούτσια κλπ; 
Προς τι λοιπόν να λέει η θάλασσα στο σύννεφο: «εγώ σε ζω», τη στιγμή που και το σύννεφο μπορεί να απαντήσει: «παρομοίως»;


*

Φώτη πέθανε ο πατέρας της Εύας. Νέος άνθρωπος. Από ήπατος. Μου το είπε η Άντζελα του Θόδωρου. Η Εύα τράβηξε όλα της αρρώστιας του πατέρα της-η μητέρα της δουλεύει σε κείνο το Άσυλο, ως για τον αδερφό της, αυτός έχει τρία χρόνια τώρα ανοίξει δικό του τσαρδάκι με τη σύντροφό του με την οποία έχει και δύο κοριτσάκια. Η Εύα από λιανούλα που ήτανε, είχε μείνει τριανταπέντα κιλά μου λέει η Άντζελα από τα τρεχάματα για τον πατέρα της. Τώρα έχει πάρει λίγο πάλι επάνω της. Στείλτε της κάτι χοντρό Φώτη. Τη διεύθυνση θα τη βρεις από το Θόδωρο. Τη θυμάμαι οχτώ χρονών κοριτσάκι, νευρώδη και πανέξυπνο μουτράκι. Όταν πρωτοπήγα στο σπίτι τους αυτή έπαιζε έξω με τον αδερφό της. Τώρα η ζωή παίζει μαζί της. Ασχολείται, μάλλον θέλει να ασχοληθεί, με τη σκηνοθεσία και με τη συγγραφή θεατρικών. Μα τίποτα ως τώρα. Χωρίς δουλειά χωρίς ούτε καν απασχόληση. Η Τερέζα πόσα θα βγάζει από τη δουλειά της και πώς θα ζήσουνε δυο γυναίκες μόνες σε νοίκι και να δουλεύει η μία; Ξύπνησα στις τρεισήμισυ πρωί και σκεπτόμουν τον εαυτό μου άρρωστο σαν τον Ντόντο. Και έφτιαχνα διάφορα σενάρια. Θυμήθηκα ένα γιατρό σαράντα πέντε χρονών όταν δούλευα στην κλινική του Θωμά. Κιρσοί οισοφάγου. Πού το έβρισκε όλο εκείνο το αίμα που τον έβλεπα να βγάζει κάθε τόσο; Και κείνος ο βάρβαρος σωλήνας Sengstaken…  ευτυχώς ούτε ακούγεται πια σήμερα. Ο γιατρός πέθανε κάμποσες μέρες μετά που εγώ πήγα στην κλινική. Κανείς δεν ήρθε να τον δει ούτε μια φορά-πέθανε ανθρώπινα. Θέλω να υποθέτω ότι έζησε και ανθρώπινα. Σου γράφω τέσσερες η ώρα το πρωί. Γεια.


*

ΛΙΓΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

Η Ασία είναι ο παππούς.
Η Ευρώπη το παιδί.
Η Αμερική το εγγόνι. 
Ο παππούς, σοφός στο παραγώνι του, με τον πανάρχαιο πολιτισμό του, με κατασταλαγμένες απόψεις και συνήθειες, ήρεμος και σοβαρός ζει τη ζωή του.
Η Ευρώπη, άντρας τριαντάρης πάνω στο άνθος της ηλικίας του, ρίχνεται σε περιπέτειες, θέλει να κατακτήσει το σύμπαν, σπάει τα μούτρα του κάθε φορά, ξαναρχίζοντας πάλι από την αρχή. 
Το εγγόνι, νήπιο ακόμα, τριγυρνάει εδώ κι εκεί χοροπηδώντας, παίζοντας μ’ ένα μαχαίρι που κρατεί στο χέρι και χτυπώντας εδώ κι εκεί, χωρίς να ξέρει ακόμα το κακό που  αυτό μπορεί να κάνει, με τον πατέρα του να μην μπορεί να του το πάρει, λέγοντας «παιδί είναι» και περιμένοντας να μεστώσει και να καταλάβει.
Η Αφρική είναι το πατρικό σπίτι στο χωριό, που πατέρας και γιος το έχουνε ρημάξει πηγαίνοντας σαββατοκύριακα και φεύγοντας από κει με τα ζαρζαβατικά τους, τα κρέατα και τα τυριά, αλλά και ότι χάλκωμα ή πανάκριβο τιμαλφές έχει μείνει  από αμνημόνευτα χρόνια στο σπίτι.
Η Αυστραλία είναι ακόμα η ιδέα ενός σπερματοζωάριου στους ανενεργούς ακόμα όρχεις του εγγονού, που ποιος ξέρει τι τέρας κι από αυτήν θα γεννηθεί.


*


ΣΤΙΓΜΗ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Πρέπει για είκοσι πέντε μέρες να είσαι στο κρεβάτι με ισχιαλγία.
Πρέπει να έχεις είκοσι πέντε μέρες να βγεις από το σπίτι.
Πρέπει να μην έχεις δει άνθρωπο για είκοσι πέντε μέρες.
Μετά από αυτό και όταν μπορέσεις να σηκωθείς για να σε δει γιατρός, πρέπει να βγεις κουτσαίνοντας ως την εξώπορτα για να μπεις στο ταξί που έχεις καλέσει.
Πρέπει τη μέρα αυτή να ψιλοβρέχει.
Και πρέπει η ταξιτζού, όταν μπεις, κι αφού σε ρωτήσει πού πας, να βάλει μπρος τους υαλοκαθαριστήρες, και σαν να μίλαγε σε κάποιονε δικό της στο σπίτι, κοιτάζοντας έξω απ’ του παράθυρου του λιβινκγκ ρουμ το τζάμι, ή σ’ ένα καλό φίλο που μαζί του πέρασε στο σπίτι όλη μέρα ενώ, βραδάκι, πάει να κλείσει τα παράθυρα, να πει ήρεμα και σαν να ζύγιασε καλά πρώτα το πράγμα: «χιονόνερο είναι!»
Γίνεσαι συ τότε ο καλός φίλος και ο δικός, αιστάνεσαι να ξαναμπαίνει μέσα σου η ζωή, νοιώθεις της κοινωνίας μέλος πάλι.
Και δε μετράει η παραξένεψη της ταξιτζούς όταν της πεις ευχαριστώ. Πιά η στιγμή εκείνη έχει κάνει τη δουλειά της.


*

Φώτη γεια σου.
Έχω τρία μερόνυχτα να κοιμηθώ. Ισχιαλγία. Δεξιά.
Γράφονται τραγωδίες για να δείξουν το βάθος της ανθρώπινης δυστυχίας. Τρίχες. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τραγικότητα μέσα στο σύμπαν παρά να μην υπάρχει ένας χώρος όπου μπορείς να βάλεις το πόδι σου με κάποιον τρόπο που να μην πονάει.
Μιλάνε για το βάθος και την ποσότητα της βλακείας, της παλιανθρωπιάς, της αξίας του ανθρώπου. Λάθος. Ο πόνος είναι το βαθύτερο και το μεγαλύτερο του ανθρώπου. Άπειρος όπως το σύμπαν και βαθύς όσο ο ουρανός.
Αλλά εδώ φαίνεται και η σοφία της φύσης: να επιθυμεί ο άνθρωπος το θάνατο όταν πονάει, με άλλα λόγια όταν νιώθει το σύμπαν αυτό σε όλη του την φοβερή μεγαλοπρέπεια.
Η Αυτού Μεγαλειότητα ο Πόνος!
Γεια

*

Τη ζωή Βασίλη ή θα τη γνωρίσεις ή θα τη ζήσεις.
Διάλεξα ή διαλέχτηκα να τη γνωρίσω και αυτά που θα σου γράψω εδώ είναι ακριβώς η γνωριμία μου μαζί της.
Αφορμή για να σου γράψω ήτανε η ολιγόλεπτη κουβέντα που είχαμε μεταξύ μας τις προάλλες.
Και βέβαια δεν κάθομαι να γράφω ή να λέω σε όποιον βλέπω τη γνώμη μου για τη ζωή. Χρειάζεται θάρρος γι αυτό που δεν το έχω. Στην περίπτωση αυτή το θάρρος το παίρνω από τη γνωριμία μου με τον αγαπητό μου πατέρα σου.
Με λίγα λόγια λοιπόν, σε γενικότητες και μιλώντας μόνο για ότι ενδιαφέρει έναν νέο σήμερα:
Πριν από όλα όμως ας συμφωνήσουμε ότι οι λέξεις είναι ανθρώπινα δημιουργήματα και σαν τέτοια ελλιπή, και είναι μόνον ένας καθρέφτης της επιθυμίας ή της ανάγκης του ανθρώπου. 
Περί δημοκρατίας.
Δεν υπάρχει. Υπάρχει δικτατορία μόνον. Παντού, σε όλες τις χώρες του κόσμου. Δικτατορία ή του πλούτου ή της δύναμης ή της ηλιθιότητας. Η σημερινή δικτατορία στη χώρα μας είναι μίγμα νόθας δύναμης και ατόφυας ηλιθιότητας. Όπως ήτανε η δικτατορία του Μουσολίνι τηρουμένων των αναλογιών.
Δημοκρατία είναι το ίσο μοίρασμα των αγαθών. Όχι το μοίρασμα αφειδώς ατομικών ελευθεριών από κάθε δικτάτορα.  Οι ελευθερίες, ατομικές ή όποιες άλλες, θα ήταν το αυτονόητο επακολούθημα της ίσης κατανομής των αγαθών. Αυτό θα συμβεί με τον κουμουνισμό. Σήμερα, σε μια «δημοκρατία» όπου έχει ριζώσει γερά η πλουτοκρατία,  χορηγούνται στο λαό πλήθος (άχρηστων) ατομικών ελευθεριών. Μέσα σ’ αυτά και η ελευθεροτυπία. Λένε δηλαδή οι ισχυροί: «Λέγε ότι θέλεις, εδώ ανθεί η ελευθερία του λόγου. Μόνο μην απλώσεις χέρι στα λεφτά μου γιατί στο ’κοψα!» Και αυτό θεωρείται από τους νέους που δεν ξέρουν ή από τους πλυμένους εγκεφαλικά μεγάλους, δημοκρατία.


Περί προγόνων.
 Οι τωρινοί έλληνες δεν έχουν καμία φυλετική σχέση με τους προ Χριστού κατοίκους της ίδιας περιοχής. Η συνέχεια  της γλώσσας , που για πολλούς δείχνει τη συνέχεια της φυλετικής καθαρότητας των ελλήνων, χρωστιέται στη μετάφραση της Γραφής στα ελληνικά. Που έγινε σημειωτέον από Ιουδαίους ελληνομαθείς.

Περί Μεγάλου Αλέξανδρου.
Δεν ήταν έλληνας.

Περί της (αρχαίας) Ελλάδας σαν χώρας που έδωσε τα φώτα στην ανθρωπότητα.
Τα «φώτα» είναι ο απολογητής της πλουτοκρατίας Πλάτωνας και η «αρχή ενός ανδρός» του Περικλή.
Η Ελλάδα δεν έδωσε τα φώτα αλλά το σκοτάδι στην ανθρωπότητα. Εκτός αν θεωρείς «φωτισμένη» τη σημερινή ανθρωπότητα…

Περί ελληνικής επανάστασης του 1821.
Ήτανε ένα σάπιο παρακλάδι του  υγιούς δέντρου των Μεγάλων Δυνάμεων που μας ελευθέρωσαν. 

Περί ρατσισμού.
Η λέξη «ελλάδα» θα μπορούσε να αντικαταστήσει επάξια τη λέξη ρατσισμός. 

Περί κυβερνήσεων ελληνικών.
Για να μακροημερεύσουν,  ή θα είναι κυβερνήσεις κλεφτών (όπως όλες οι κυβερνήσεις της Δεξιάς), ή θα είναι κυβερνήσεις αλητών που κυβερνώντας έμαθαν να κλέβουν (όπως οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ).

Περί ελληνικού κοινοβουλίου.
Η ομάδα τριακοσίων ανθρώπων όπου δεν γίνεται αυτό που θέλουν οι διακόσιοι ενενήντα εννέα αλλά αυτό που θέλει ο ένας.

*

Φώτη σου έχει τύχει να ξυπνήσεις μια Κυριακή μετά από έναν απογευματινό ύπνο και να τα βλέπεις όλα γκρεμισμένα;
Εμένα μου συνέβη σήμερα
Στην αρχή νιώθεις ένα κενό
Σαν να είσαι μια φουσκωτή κούκλα
Ξέρεις ότι η επόμενη κίνησή σου είναι να σηκωθείς από το κρεβάτι
Και δεν το κάνεις γιατί δεν ξέρεις τι να κάνεις μετά
Και τι μπορεί να κάνει μια φουσκωτή κούκλα;
Με τα ψεύτικα μάτια της μπορεί να βλέπει μόνον
Και βλέπει
Και τα βλέπει όλα γκρεμισμένα
Συντρίμμια που δεν ξεχωρίζουν από το έδαφος
Όλα
Τόσο που δεν υπάρχει άνθρωπος που να σε ξέρει, που και η πιο κορακοζώητη ελπίδα έχει σβήσει, που κάποιο πράγμα που να σε συνήθισε κάποτε δεν σε αναγνωρίζει πια, γνωριμία κάποια που να στέκει στα πόδια της
Και πια πού να πας;
Τι να κάνεις;
Και πια γιατί να σηκωθείς;
Γιατί αυτή η ώρα, η έξη και δέκα της 22 του Γενάρη του 2015 να έχει φέρει μαζί της για σένα την καταστροφή; Και ποιος της καθόρισε ποιον να έβρει και ρυθμιστής και τιμητής να γίνει της ζωής σου;
Δεν είναι η πρώτη φορά που νιώθω έτσι, πολλές φορές στο παρελθόν έγιναν τα ίδια Μόνο που παλιότερα ήξερα ότι αύριο θα ήμουν καλλίτερα, θα είχα ξαναβρεί το ψευδές μου προσωπείο για να υπάρξω μέσα στο θέατρο της ζωής  Ενώ τώρα, στηρίγματα δεν βρίσκω που να πιαστώ και να χτίσω πάλι ένα αύριο
Προσπαθείς να βρεις ένα λόγο να σηκωθείς από το κρεβάτι και δεν υπάρχει
Τέλος σηκώνεσαι και αιστάνεσαι ένας θλιβερός εκβιαστής της υγείας, της ευεξίας, της ίδιας της ζωής που σε ανέχεται μόνον επειδή υποχωρεί στα φάρμακα που παίρνεις με την πονηρή πρόθεση να την ξεγελάς
Η τέτοια ώρα είναι η αληθινή μας ώρα
Έρχεται κάθε τόσο για να μας θυμίσει πως όλες οι άλλες ώρες είναι πλαστές, τεχνητά γεμάτες, βαλσαμωμένα ωραίες  Έρχεται για να μας σπρώξει να συνειδητοποιήσουμε το κενό από το οποίο ήρθαμε και στο οποίο θα πάμε και να μας κάνει έτσι να αιστανθούμε την τραγική μηδαμινότητα της «ύπαρξής» μας  Έρχεται σαν αστραπή για να μας δείξει, όσο φωτίσει, το αδιανόητο άλλοτε για μας, την ακροβασία μας δηλαδή πάνω σε ένα σχοινί που δεν υπάρχει, ανάμεσα σε δυο κορφές που είναι της φαντασίας μας  Έρχεται για να μας πει πως ότι και αν μηχανευόμαστε, ότι και αν «αιστανόμαστε», «δημιουργούμε», «λυπόμαστε», δε στέκει ούτε σαν υπόθεση εργασίας για να προχωρήσουμε προς κάτι, ούτε καν προς ένα όνειρο για να το διηγηθούμε σε κάποιον όταν ξυπνήσουμε
Η φιλοσοφία δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα
Η αιτιότητα που σε μερικούς δίνει απαντήσεις σε όλα, δεν μου επαρκεί: η ύστατη ερώτηση δεν έχει απάντηση
Η απόρριψη των ανθρώπινων αδυναμιών από τον Βουδισμό σαν μέσο ανεύρεσης της ευτυχίας, για μένα  δεν συμβάλλει καθόλου σ’ αυτό και επί πλέον είναι μία φυγομαχία, ένας ζωντανός θάνατος-λες και δε με φτάνουν τόσοι θάνατοι μέχρι τώρα- και πια γιατί όχι αντίς γι αυτό μια αυτοκτονία;
Όταν ο Χέγκελ μου λέει ότι η κοινωνία διέπεται από μια συλλογική συνείδηση η οποία κατατείνει προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, δίνοντας γραμμή στα μέλη της, δεν μου εξηγεί πρώτα τι είναι κοινωνία και γιατί εγώ πρέπει να την αποδεχτώ σαν οδηγό μου στις πράξεις μου
Ο άλλος μεγάλος γερμανός φιλόσοφος μας διδάσκει πως  ο έξω από μας κόσμος δεν υπάρχει αντικειμενικά αλλά τον δημιουργεί η βούλησή μας που είναι κομμάτι της παγκόσμιας βούλησης  Και αν έτσι είναι, ποια η διαφορά από το αν είναι δικό μας δημιούργημα ο κόσμος ή όχι, αφού αυτός αποτελεί πηγή πόνου για μας και σαν μόνη διέξοδος φυγής από αυτόν είναι και πάλι ο θάνατος;
Οι φιλόσοφοι Φώτη δεν κάνουν άλλο καθένας τους παρά να μας παρουσιάζουν τη προσωπική τους γνώμη για τον κόσμο  Κι εγώ όμως έχω γνώμη γι αυτό, όπως έχει και ο μανάβης μου και η γραμματέας μου
Δεν θα έπρεπε να διαβάζει κανείς βιβλία
Δεν θα έπρεπε να γράφονται καν βιβλία
Το λέω εγώ που έχω διαβάσει πολλά χωρίς να έχω κερδίσει τίποτε από αυτά
Μόνο κέρδισα τη γνώση πως ούτε και από τα βιβλία θα έρθει η σωτηρία
Αν είχα τη δύναμη να το κάνω, θα κατάστρεφα όλα τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά βιβλία της γης
Αυτά στα γράφω Κυριακή, σήμερα είναι η επόμενη μέρα, είπα να μη στα έστελνα, όμως γιατί όχι; Τα ξέρεις κι εσύ, όμως άλλο είναι να τα ακούς από κάποιον που τα βιώνει στην πράξη
Και η Δευτέρα έτσι κύλισε εξάλλου  Τα γεράματα αυτό έχουν, ότι οι καλές μέρες έρχονται όλο και πιο σπάνια
Όποιος έχει υπομονή ας τις περιμένει

(Βλέπω ξαναδιαβάζοντας αυτά που έγραψα, πως έχω βάλει μέσα σε εισαγωγικά κάποιες λέξεις
Τα εισαγωγικά! Που μπαίνουν σε λέξεις που η σημασία, η έννοιά τους είναι άγνωστη-τα εισαγωγικά: η απόδειξη της δυστυχίας μας
Τα εισαγωγικά θα έπρεπε να περιβάλουν  κάθε λέξη που γράφουμε Γιατί πες μου τι θα πει «η», «φως», «ιδέα», «τραπέζι», «γύμνια», «τρέχω»; )


*

Φώτη πήγα σήμερα στην εκκλησία και τους ζήτησα να κάνουν ένα μνημόσυνο για μένα σαν να ήμουν πεθαμένος Και μετά να μοιράσουμε κόλλυβα Τους εξήγησα ότι το κάνω αυτό γιατί μου αρέσει να τρώω κόλλυβα και θέλω να φάνε και άλλοι από μένα όπως τρώω εγώ από άλλους  Με ρώτησαν γιατί; Δεν θα φάνε όταν πεθάνεις; Τους  εξήγησα πως κανείς δεν θα μάθει πως πέθανα καν  Να μη στα πολυλογώ, δεν μπορούν να το κάνουν αυτό λέει, γιατί έτσι γελοιοποιούν την θρησκεία
Θα πάω και αλλού
Η Ζέτα θέλει να έρθει στην Αμερική για να σε δει  Όλα για τα παιδιά είναι τόσο απλά… 


*

ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ ΣΦΙΓΓΑ

Το αίνιγμα θα το ’λύνε οποιοσδήποτε
που Οιδίποδας θα ονομάζονταν
θα είχε τον πατέρα του σκοτώσει
και τη μητέρα του γυναίκα θα ’παιρνε

Η Σφίγγα όταν άκουσε τη λύση
ήξερε πια-ο ρόλος της τελείωσε:
ο Οιδίποδας θα χρίονταν βασιλιάς

Και 
το θηρίο 
ευθύς τόσο το στόμα του άνοιξε
που ένα στόμα έγινε όλο
και το στόμα αυτό
τον εαυτό του εκατάπιε

Και τίποτα δεν έμεινε από τη Σφίγγα
παρά η ανάμνηση της
ικανή μονάχα να γεννάει τραγωδίες 
που οι συγγραφείς
για την αξία τους θα διαγωνίζονταν



*



ΠΕΡΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΕΔΟΥΣΑ

Στο νησί πάνω που η Μέδουσα
σαν ερωμένη του να ήταν
ανέμελα τόσο αναπαύονταν,
σάμπως ο αέρας να ετρέμισε από κάτι άγνωστο
που ακόμα μακριά ’ταν
μα που αυτή βαθιά της ένοιωσε
ότι το τέλος σε κάτι
αναπότρεπτα έφερνε.

Κοίταξε Και μια κουκίδα πέρα 
στο ήρεμο είδε πέλαγο να πλησιάζει όλο
ώσπου τέλος
πάνοπλος νέος μπροστά της φανερώθη

Ευθύς εσηκώθηκε το βλέμμα του γυρεύοντας,
Μα μια κακή προαίσθηση
την είχε τόσο καταλάβει,
που λάφυρο σχεδόν ανυπεράσπιστο
στον ξένο αυτή την ίδια επρόσφερε. 

Πετώντας από πάνω της αυτός
με τα σαντάλια του τα  φτερωτά
και την ασπίδα όπου μια γοργόνα φοβισμένη εκαθρέφτιζε,
γρήγορα το κεφάλι της επήρε

Κι ένιωθε μια χαρά κρυφή που το κεφάλι αυτό
της Αθηνάς την κραταιά θα στόλιζε
τη λαμπερή,
τη θεία Αιγίδα.


*

Φώτη η σημερινή ημέρα είναι μια ευτυχισμένη ημέρα  ως τώρα απομεσήμερο που σου γράφω Και μοιάζει πως τέτοια θα μείνει ως το τέλος της
Το πρωί σήμερα ξύπνησα στις τέσσερες με το μυαλό μου να τριγυρίζει σε μια ενοχλητική υπόθεση που βγήκε τελευταία Καθώς δεν μπόρεσα να ξανακοιμηθώ σηκώθηκα και άρχισα την ημέρα μου
Κατά τις εφτάμισυ ο ύπνος ξανάρθε απαιτητικός
Έπεσα στο κρεβάτι λοιπόν και ξύπνησα στις έντεκα από ένα τηλεφώνημα που, αυτός που το έκανε, ελαχιστοποίησε την ανάγκη για μεγάλη από μέρους μου μέριμνα για την παραπάνω  υπόθεση
Βγήκα έξω για μερικές δουλειές Περπατώντας  συνειδητοποίησα ότι δεν είχα καμία ενόχληση και κανέναν πόνο από τις αρρώστιες μου
Ο ήλιος έδειχνε το καλό φθινοπωρινό του πρόσωπο: Ζεστός όσο πρέπει και δείχνοντας ό,που έπεφτε μόνο την καλή όψη των πραγμάτων
Τόσο που αν μπορούσα να σε διακτινίσω (έτσι δεν το λένε;) θα σε έφερνα στην Ελλάδα για σήμερα
Πρώτα πήγα στο ταχυδρομείο και έριξα ένα γράμμα στη Γιωργία γιατί παίρνω τηλέφωνο και δεν απαντάει ούτε αυτή ούτε ο Γιώργος
Αν επικοινωνήσετε πες της το και συ
Ύστερα γυρεύοντας ένα φάρμακο βρήκα ανοιχτά όλα τα άλλως διαφορετικές ώρες ανοιχτά κατά τη διανυκτέρευση ή διημέρευσή τους φαρμακεία
Και αυτό το χάρηκα γιατί στο τρίτο από αυτά βρήκα ότι ζητούσα
Τα κορίτσια είχαν πάει στη Λαϊκή σήμερα
Το τρίτο φαρμακείο ήταν προς τα  εκεί που γίνεται η Λαϊκή και πήγα ως αυτό με τα πόδια
Ξέρεις πως τα ωμά φρούτα και λαχανικά τα λατρεύω Περιδιαβάζοντας στη Λαϊκή λαχτάρισα σαν έγκυος να φάω φασολάκια πράσινα
Και δε θα το πιστέψεις, ζήτησα από τρεις πωλητές την άδεια να πάρω ένα φασολάκι από τον πάγκο τους και οι τρεις αμέσως μου είπαν ναι  Έτσι ένιωσα για αρκετή ώρα την αναζωογονητική γεύση και μυρωδιά που πλουσιοπάροχα μας δίνει το καημενούλι το φασολάκι
Δεν συναντήθηκα με τα κορίτσια Και αυτό το ευχόμουν πηγαίνοντας στη λαική, γιατί δεν μου αρέσει που σταματάνε κάθε τόσο σε υπαίθρια καταστήματα πώλησης γυναικείων ρούχων
Και όχι μόνον αυτό αλλά τις περισσότερες φορές θα πρέπει εγώ να φυλάω έξω το μωρό γιατί δεν χωράει παντού το καροτσάκι του
Αφού πήρα ένα κιλό ζοχούς πήρα το δρόμο για το σπίτι ανάλαφρος και με τη διάθεση να χαιρετάω όσους συναντούσα
Μετά την εκκλησία έχει ένα καφέ Πήγαινα πρόπερσι εκεί καμιά φορά με τον Κίμωνα
Με τις υποθέσεις που ξέρεις να με απασχολούν τελευταία, δεν είχα διάθεση ούτε και καιρό να πηγαίνω σε καφέ ούτε μόνος μου ούτε με τα κορίτσια 
Σήμερα όμως περνώντας από κει παράγγειλα έναν καφέ και είπα να μου τον φέρουν έξω
Έκατσα λοιπόν έξω
Είναι ένα μαγαζάκι καθαρό, μικρό, ευχάριστο να κάθεσαι σ’ αυτό μέσα ή έξω
Βγάζει και δυο τρία τραπεζάκια στο στενό πεζοδρόμιο που του αντιστοιχεί
Για να περάσουν όσοι βαδίζουν πάνω σ’ αυτό, πρέπει όποιος κάθεται στα τραπεζάκια του καφέ να μαζεύει τα πόδια του
Αυτό έκανα κι εγώ
Ο ήλιος Φώτη έκανε χαρούμενα ως και τα απέναντι τριόροφα κτίρια Θαύμαζα τα κάγκελα των μπαλκονιών τους
Κάθε μπαλκόνι και άλλο σχέδιο
Με μεράκι καμωμένο από μηχανικούς που αν ζούσαν σήμερα μόνη έγνοια θα είχαν ποιος θα φτιάξει το ψηλότερο κτίριο
Μπροστά από κάθε κτίριο και μια ααβόρα
Η κοπέλα μού έφερε τον καφέ Πόσο;
Ενάμισυ ευρώ
Ορίστε, κρατήστε τα
Και της έδωσε ένα δίευρο
Με ευχαρίστησε αληθινά και όχι με το ψεύτικο χαμόγελο ετικέτας
Αριστερά μου, στο δεύτερο από τα τρία τραπεζάκια τρεις νεαρές γυναίκες , συγγενείς ή πολύ φίλες με τους υπάλληλους του καφέ, όπως έδειχναν οι οικείες κουβέντες και οι μεταξύ τους χειρονομίες
Όλα αυτά φτιάχνανε μία καλή εγγύς ατμόσφαιρα που συμπλήρωνε την όμορφη ανοιξιάτικη ημέρα την δίχως σύννεφα στον ουρανό και στην ψυχή μου
Βάλθηκα να παρατηρώ τους περαστικούς
Τους αγαπούσα όλους
Ήθελα να τους το έλεγα Καταλάβαινα όμως πως δεν έπρεπε να φτάσω μέχρις εκεί
Έκανα όμως κάτι που τους το έδειξε αυτό πολύ καλά όπως φάνηκε από τις αντιδράσεις τους
Ας πούμε όταν περνούσαν άντρες ή γυναίκες με καροτσάκια που μέσα είχαν παιδάκια, τα χαιρετούσα κινώντας το χέρι μου προς αυτά
Και ενώ αυτά με κοίταζαν με τη χαριτωμένη βρεφική περιέργεια ή απορία, οι συνοδοί γονείς μου χαμογελούσαν με ένα χαμόγελο από την καρδιά τους
Πέρασε μια ελκυστική και καλοντυμένη κυρία σέρνοντας πίσω της το καρότσι της λαϊκής γεμάτο με χορταρικά
Καλοφάγωτα της είπα 
Ευχαριστώ, μου είπε χωρίς να ξαφνιαστεί ή να παραξενευτεί διόλου, χαμογελώντας μου πλατιά
Μήπως όλοι σήμερα ένιωθαν έτσι όπως εγώ;
Μα δεν είχα σκοπό να διερευνήσω την πιθανότητα, μου αρκούσε, ακόμα και αν ήταν έτσι, μόνο να την «εκμεταλλευτώ»
Το έκανα και με την επόμενη κυρία Ίδια απόκριση
Τόσα αρνητικά ιόντα κουβαλούσε σήμερα άραγε ο αέρας που περνούσε από την πόλη μας, που η επίδρασή τους πάνω στους ανθρώπους ξεπερνούσε κατά πολύ την ευεξία που λιγότερα αρνητικά ιόντα προκαλούν;
Πέρασε ένας ψηλός, ξερακιανός, σοβαρός σαραντάρης βοηθώντας το περπάτημά του με μια πατερίτσα Δυστύχημα;
Μου ένευσε αμέσως ναι, εμφανώς κολακευμένος θα έλεγα που κάποιος ενδιαφέρθηκε για την κατάστασή του 
Σε κάποιον άλλο: ωραία μέρα σήμερα!
Ναι! Πολύ!  Ήρθε η απάντηση
Έτσι πέρασα εκεί μιάμισυ ώρα και πάλι δεν ήθελα να φύγω
Σκέφτηκα προς στιγμήν μήπως παρεξηγηθώ από τις τρεις γυναίκες  του παραδίπλα τραπεζιού γι αυτή μου τη συμπεριφορά
Όμως όχι
Που και που κοίταζαν προς εμένα συγκατανεύοντας με το βλέμμα και την έκφραση του προσώπου τους σε ότι έλεγα και έκανα
Νομίζω ότι μου έλεγαν «Μπράβο σας
Μακάρι να μπορούσαμε να το κάναμε αυτό κι εμείς»
Αλλά κι εγώ ένοιωθα ότι κάνοντας έτσι έκανα κάτι που όλοι θα ήθελαν να κάνουν αλλά κάτι δεν τους επέτρεπε να το κάνουν
Όταν τέλος έφυγα από εκείνο το καφέ, έφευγα τελείως ανάλαφρος όπως και είχα πάει εκεί
Χορεύοντας σχεδόν έφτασα στο σπίτι
Έπλυνα τα καθαρισμένα χόρτα και τα έβρασα
Υπέροχα όπως δεν τα είχα ξαναφτιάξει ποτέ

Στο σημείο αυτό με διέκοψαν τα κορίτσια που ήρθαν να το γιορτάσουμε μαζί, μιας και σήμερα η Άννα έχει τα γενέθλιά της
Περάσαμε όλοι καλά 
Κάνοντας παρέα με τα κορίτσια αυτά δεν θέλω να φεύγω από κοντά τους γιατί είναι σαν να αφήνω τον Παράδεισο-τόση είναι η αθωότητά τους
Ας τελειώσω λέγοντάς σου πως αν ήτανε να περνάω μια τέτοια μέρα κάθε χρόνο, θα υπέμενα καρτερικά όλες τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες των τριακοσίων εξήντα τεσσάρων υπόλοιπων ημερών του

ΥΓ
Είχες δίκιο στην εικασία σου για το γιο του Αποστόλη-είναι ομοφυλόφιλος 
Και μάλιστα έχει «δεσμό» με σημαίνουσα προσωπικότητα της πόλης 
Η πηγή μου δεν ήξερε μόνον να μου πει ποιος είναι ο ενεργητικός και ποιος ο παθητικός.


Τρίτη, 27 Φεβρουαρίου 2018
ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ

ΜΑΡΤΙΟΣ 1965

22
Αποκαλύπτεται ότι οι δυνάμεις του Ν. Βιέτ Νάμ χρησιμοποιούν δακρυγόνα καί άλλα αέρια πού δεν προκαλούν το θάνατο κατά των ανταρτών Βιέτ Κόγκ.

23
Αμερικανικό διαστημόπλοιο με πλήρωμα δύο αστροναυτών εκτοξεύεται στο διάστημα και ξαναγυρίζει στη γη υστέρα από τρεις περιστροφές.

26
Τέσσερις ρατσιστές δολοφονούν στην Αλαμπάμα την κυρία Α. Λιούζο μητέρα πέντε παιδιών, γιατί μετείχε στην πορεία για τα δικαιώματα των Νέγρων.

27
Ό Κινέζος πρωθυπουργός κ. Τσου Εν Λάϊ δηλώνει ότι ή χώρα του εξόφλησε όλα τα δάνεια πού είχε πάρει από τη Σοβιετική Ένωση.

30
Βόμβα τοποθετημένη από τους Βιέτ Κόγκ έξω από την Αμερικανική πρεσβεία της Σαϊγκόν προκαλεί τρομακτικήν έκρηξη με 16 νεκρούς καί 147 τραυματίες.


ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1965

1
Δεκαεπτά αδέσμευτες χώρες αναλαμβάνουν πρωτοβουλία για την άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων είρήνης στο Βιέτ Νάμ.

2.
Αρχίζουν οί συνομιλίες ανάμεσα στον Πρόεδρο Ντε Γκώλ καί τον Βρεταννό πρωθυπουργό κ. Ουίλσον, στο Παρίσι.

4
Αεριωθούμενα του Βορείου Βιέτ Νάμ καταρρίπτουν δύο Αμερικανικά βομβαρδιστικά.


Αμερικανικές πηγές υποστηρίζουν ότι οι δυνάμεις των Βιέτ Κόγκ υποχωρούν προς την μεθόριο του Βορείου Βιέτ Νάμ.

7
Ό πρόεδρος Τζόνσον δηλώνει ότι είναι πρόθυμος για συνομιλίες «άνευ όρων» σχετικά με το Βιέτ Νάμ καί υπόσχεται βοήθεια ενός δισεκατομμυρίου   δολλαρίων  για   την   Νοτιοανατολικήν   Ασία μετά  την   ειρήνευση.

 8 
Αμερικανικά    αεριωθούμενα   συγκρούονται    με Κινεζικά  Μίγκ  στον κόλπο   του Τογκίνου.

10
Αμερικανοί πεζοναύτες αποβιβάζονται στη βάση του Ντά Νάγκ κοντά στον 17ον παράλληλο πού χωρίζει το Βόρειο από το Νότιο Βιέτ Νάμ.

12
Ή   κυβέρνηση    του   Πεκίνου    απορρίπτει   όλες
τις   προτάσεις   για   διαπραγματεύσεις   σχετικά   με
την  είρήνευση στο  Βιέτ Νάμ.

13
Ή κυβέρνηση του Β. Βιέτ Νάμ ζητεί την απομάκρυνση   των   Αμερικανικών   δυνάμεων   από    το Νότιο τμήμα της χώρας  σαν προϋπόθεση  για  την έναρξη   συνομιλιών.

14
Ανεπίσημες   πληροφορίες   από   την   Σόφια   κάνουν  λόγο  για την   αποκάλυψη   καί  την  καταστολή   φιλοκινεζικής   συνωμοσίας.

16
Σοβιετικές βάσεις αντιαεροπορικών πυραύλων ετοιμάζονται στο Βόρειο Βιέτ Νάμ, σύμφωνα με Αμερικανικές πληροφορίες.

17
Ή Ρουμανική κυβέρνηση αποφασίζει την επένδυοη μεγάλων ποσών στη γεωργία.

18
Ό πρόεδρος Τζόνσον δηλώνει ότι οι βομβαρδισμοί στο Βόρειο Βιέτ Νάμ θα συνεχισθούν έως ότου αρχίσουν συνομιλίες.

19
Ή   Τουρκική   κυβέρνηση   αποφασίζει   την   απέλαση όλων των Ελλήνων υπηκόων πού ζουν στην Τουρκία.

20
Το Πεκίνο  δηλώνει  όι  ετοιμάζει   αποστολή  εθελοντών   στο   Βόρειο   Βιέτ   Νάμ.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 3:47 μ.μ.
Τριήμερη εκδρομή θηλέων από τα Τρίκαλα.
Μόνο κορίτσια.
Στάση στο Γκούντις.
Κατεβαίνουν.
Χωρίς χαρές ή κοριτσίστικα ξεφωνητά. 
Κοριτσάκια με ρόδινα μαγουλάκια, μικρές μυτούλες, εξέχοντα ζυγωματικά, στεγνά χείλη.
Πάνε στο ταμείο. Υπομονετικά περιμένουν να έρθει η σειρά τους.
Σιγοψιθυρίζοντας παραγέλνουν.
Ύστερα διαλέγουν τα απόμακρα τραπέζια της μεγάλης αίθουσας και κάθονται τέσσερα τέσσερα.
Κολλάνε τις καρέκλες στα τραπέζια και στριμώχνονται ανάμεσα τραπεζιού και καρέκλας, ανταλλάσσοντας με φωνή όλο φροντίδα απαραίτητες μόνο προτάσεις: «Μήπως ξέχασες την τσάντα σου;» «Κάτω έχει τουαλέτα» «τι παράγγειλες;» «σου έπεσα το σκουλαρίκι».
Οι τσάντες και τα μικρά σακίδια ανάμεσα στα πόδια ή δίπλα τους πάνω στο τραπέζι.
Τα πόδια ενωμένα και το κεφάλι σκυφτό στρέφοντας συχνά δεξιά κι αριστερά, προσέχοντας μη κάποιος τα ακούει ή τα κοιτάζει.
Με δυσκολία η περιέργειά μου βρίσκει ένα μονοπάτι ανάμεσα στο πυκνό ρουμάνι της τέτοιας αποστασιοποίησης για να ρωτήσει: «από πού είστε κορίτσια;»
Στην πρώτη ερώτηση ένα γρήγορο κοίταγμα προς την παρέα μας χωρίς απάντηση.
Στη επανάληψη της ερώτησης έρχεται κοφτή η απάντηση: «Τρίκαλα».
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 3:14 μ.μ.
Δευτέρα, 26 Φεβρουαρίου 2018
ΠΑΟΚ-ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ

Ευτυχώς το παιχνίδι δεν έγινε. Γιατί ισως θα ξενικούσε ο εμφύλιος πόλεμος και θα λυνόταν το Μακεδονικό μια και καλή.
Οι παράγοντες των ομάδων, οι τηλε-και ραδιοφωνο-παραγωγοί και παρουσιαστές, οι δημόσιοι και δημοτικοί άρχοντες, αποφεύγουν σαν ο διάολος το λιβάνι να μιλήσουν για το μίσος των βόρειων για τους νότιους έλληνες και το αντίστροφο.
Όμως αυτό υπάρχει. Όπως υπάρχει το μίσος των άσπρων για τους μαύρους, των παλαιστίνιων για τους ισραηλινούς, των φτωχών για τους πλούσιους και τόσων άλλων για τόσους άλλους-και τα αντίθετα.
Και το μίσος αυτό θα υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι. Όποιος αυτό δεν το βλέπει, ή δεν έχει μάτια ή τα έχει κλειστά.
Το 1971 ήμουνα έξω από τη Νέα Βύσσα, στον Έβρο, λοχαγός γιατρός, με το 558 Τάγμα Πεζικού, απέναντι από τους τούρκους-ήταν τότε που οι τούρκοι αποβιβάστηκαν στην Κύπρο. Ένα βράδυ πήγα στο χωριό για να πάρω νερό. Μια γρηούλα ήτανε μεσα στο καφενείο του χωριού. Γυριζει και με ρωτάει: «Από πού είσαι παιδάκι μου;» «Από μακριά γιαγιά», της λέω. «Από πού;», μου ξαναλέει. «Από την Πελοπόννησο» της λέω. Απάντηση: «Ε, δεν πειράζει παιδάκι μου, από θεού είναι όλα»!
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 11:25 π.μ.
Πέμπτη, 22 Φεβρουαρίου 2018

(από τα "ΛΟΓΙΑ")

ΚΑΛΕ ΚΥΡΙΕ ΤΣΙΠΡΑ ΜΑΣ

-Καλέ κύριε Τσίπρα μας παρακαλώ ειπέτε
Της Εσπερίας διατί πάλιν εσμέν επαίται;

-Μη είπητε αύθις ποτέ τοιαύτην μίαν ρύσιν
διότι αντιστρατεύεται την ελληνίδα φύσιν.
Ο έλλην ουδεπώποτε εφέρθη ως επαίτης
Και ουδεπώποτε ήν αυτός εις άλλους οφειλέτης.
Προσέχετε τι λέγετε καλέ μοι φίλε ούν
επεί όσα λέγομεν εδώ ακροάται κι ο  Γιαρούν.

-Θα επεθύμουν πρόεδρε λίαν αριστερέ μου
Να μου ειπείτε το διατί επήγε κατ’ ανέμου
Η  τάσις που σας έφλεγε δια βροντοφώναχτα όχι;
Διατί δεν επετεύχθησαν οι αρχικοί σας στόχοι;
 Διατί ενώ υπεσχέθητε πως τας καθαριστρίας
ευθύς θα προσλαμβάνατε εις τας υπηρεσίας,
δεν το επράξατε ποσώς; Την ΕΡΑ διατί
δεν την ανασυστήσατε; Διατί καλά κρατεί
εισέτι η φοροδιαφυγή που την πατρίδα βλάπτει 
και τας ελπίδας του λαού ανενδοιάστως θάπτει;

-Φόραν θαρρώ επήρατε και με κατηγορείτε
Δια πράγματα δι ά εγώ ου πταίω ως θα ιδείτε.
Αφότου εβγήκε ο ΣΥΡΙΖΑ και κυβερνά την χώραν
εις προβλημάτων έδωκεν λύσιν αυτός πληθώραν.
Οι χώροι τώρα καθαροί οι δημόσιοι φαντάζουν
Και όσο αι καθαρίστριαι στεντόρεια κι αν φωνάζουν
Πλέον δεν έχει ο τόπος μας χρείαν καθαριστρίας
Αλλ’ αντιθέτως θα έλεγον θέλομεν βρωμιστρίας.
Τας κατοικίας ο λαός τας πρώτας του ας χάσει
Αφου γνωστόν εγένετο-πλην φευ υμών- τοις πάσι
Πως έχει ο κομμουνισμός δεόντως μεριμνήσει
Πας είς εις οίκον νεότευκτον πλέον να κατοικήσει.
Και το αφορολόγητον των δώδεκα χιλιάδων
Που είχεν ο ελληνικός λαος ελπίσει άδων
Θα το τακτοποιήσωμεν πέρας  τετραετίας
Δια  να ’χει ως τότε ο λαός διαμαρτυριών αιτίας.
Εις συνταξιούχους αν εγώ θα έδιδον το δώρον
Θα έφερον πληθωρισμόν στης αγοράς τον χώρον.
………………………………………………………….


ΓΕΝΙΚΩΣ ΠΛΙΤΙΚΑ 2018 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΔΙΑΦΟΡΑ

Είμαστε Ευρώπη αλλά μια διαφορετική, καλλίτερη Ευρώπη.
Και αυτό το διαφορετικό είναι που μας κάνει ανώτερους από τους άλλους ευρωπαίους.
Εμείς για μουσική έχουμε τα νταούλια, αυτοί όχι.
Εμείς  δεν υπακούμε στους νόμους, αυτοί ναι.
Εμείς παρκάρουμε τα αυτοκίνητά μας πάνω στα πεζοδρόμια. Αυτοί όχι.
Εμείς κλέβουμε ο ένας τον άλλο. Αυτοί όχι.
Εμείς δεν έχουμε Παιδεία. Αυτοί έχουν.
Εμείς έχουμε βρώμικες πόλεις, βρώμικα νοσοκομεία, βρώμικα σχολεία, αυτοί όχι.
Εμείς τρώμε τα δανεικά μας στα μπουζούκια, αυτοί χτίζουν εργοστάσια και σχολεία μ’ αυτά.
Εμείς τεμπελιάζουμε, αυτοί δουλεύουν.
Εμείς ειμαστε καλοί σαν γκαρσόνια, αυτοί είναι καλοί σαν τουρίστες.
Εμείς δεν παράγουμε ούτε καρφίτσες, αυτοί παράγουν από αυτοκίνητα και πάνω.
Εμείς φοβόμαστε τον ίσκιο μας, την Τουρκία, τη Μακεδονία, την Αλβανία τη Βουλγαρία, αυτοί κανέναν.
Εμείς έχουμε κλέφτες και ψεύτες πολιτικούς, αυτοί σοβαρούς ανθρώπους.
Εμείς έχουμε μυαλά μεσαίωνα, αυτοί εικοστού πρώτου αιώνα.
Εμείς έχουμε τραγούδια κοιμισμένα, αυτοί τραγούδια ζωηρά.
Εμείς δείχνουμε στις τηλεοράσεις μας σκουπίδια, αυτοί όμορφα και νέα πράγματα.
Εμείς έχουμε την ιδέα ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου, αυτόί είναι ό,τι είναι.
Αυτοί ψυχαγωγούνται, εμείς διασκεδάζουμε.
Εμείς καταστρέφουμε το περιβάλλον, αυτοί το προσέχουν.
Εμείς μισούμε τα βιβλία, αυτοί τα διαβάζουν.
 Ε, δεν πρέπει να είμαστε υπερηφανοι που ξεχωρίζουμε εμείς μόνον ανάμεσα σε τόσους άλλους;




ΑΝΑΝΔΡΙΑ!..
Οι «αριστεροί» υπουργοί χαρακτηρίζουν σαν «άνανδρες δολοφονίες» τις εκτελέσεις ατόμων από «τρομοκρατικές» οργανώσεις.
Οι φασίστες όλων των κυβερνήσεων του παρελθόντος χαρακτήριζαν άνανδρες τις παρόμοιες δολοφονίες ή επιθέσεις σε στόχους από τη 17 Νοέμβρη ή άλλες οργανώσεις και ομάδες.  Φασίστες ήτανε, αγράμματοι ήτανε. Μα οί «αριστεροί» υπουργοί να συμπεριφέρεται σαν αυτούς-σαν αγράμματοι δηλαδή;
Και δεν είνάι μόνον οι δικοί μας που μιλάνε για άνανδρη δολοφονία, αλλά και ηγέτες άλλων κρατών, όταν κι αυτοί βρεθούν σε παρόμοια θέση: να μιλήσουν για ένα παρόμοιο περιστατικό που έγινε στη χώρα τους.
Τα λέω αυτά γιατί μία δολοφονία πάντοτε είναι «άνανδρη» εξ ορισμού. Το συνθετικό «δόλος» της λέξης δολοφονία σημαίνει ότι η λέξη έχει τα χαρακτηριστικά του τεχνάσματος, της πανουργίας, του στρατηγήματος, της παρανομίας.
Στέκει  η έκφραση θαρραλέο θάρρος, άφωνη σιωπή και τέτοια;  Υπάρχει αντρίκια δολοφονία; Ανδρεία δολοφονία; Λεβέντικη δολοφονία; Όχι.
Βέβαια αυτοί μιλάνε για δολοφονία και όχι για εκτέλεση όπως την ονομάζουν οι «δολοφόνοι» και αυτό είναι η αιτία της παράλογης διατύπωσης «άνανδρη δολοφονία». Γιατί δεν θα μπορούσαν ποτέ να παραδεχτούν ότι η δολοφονία είναι εκτέλεση, γιατί τότε τι θα έλεγαν; «άνανδρη εκτέλεση»; Τέτοιο πράγμα όμως ούτε στέκει ούτε, αν έστεκε, θα τους συνέφερε. Κι έτσι διαιωνίζεται ο χαρακτηρισμός «άνανδρη δολοφονία», ένας όρος ακόμα από τους τόσους που έχει επινοήσει η πλουτοκρατία για να ξεγελάει τους χαζούς.
Γιατί τι θα ήθελαν όσοι χαρακτηρίζουν μια δολοφονία άνανδρη; Η Οργάνωση που σχεδίασε μία «δολοφονία»,  πριν τη διαπράξει να βγάλει μια τέτοια ανακοίνωση ;:
«ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΑΔΕ
Ανακοίνωσις δολοφονίας Τσίπρα (πχ)
Προς την ΕΛΑΣ
Κοινοποίηση: ΓΕΣ, ΓΕΑ, ΓΕΝ και προς πάντα ενδιαφερόμενο.
Την δεκάτην τετάρτην του μηνός Μαϊου ενεστώτος έτους και ώραν ενδεκάτην πρωινήν θέλει επιχειρηθεί υπό της Οργανώσεώς μας δολοφονία του πρωθυπουργού.
Ο τόπος που επελέγη είναι η διασταύρωσις των οδών Δ και Ε της περιοχής Τάδε, από όπου καθημερινώς διέρχεται ο κύριος πρωθυπουργός.
Θα επιχειρήσουν δύο άτομα, άρρενες. Ο εις εξ αυτών θα φέρει περούκαν πλουσίας μελαίνης κόμης και θα φορεί χακί τζάκετ. Ύψος ένα μέτρο και εβδομήκοντα τρία εκατοστά, αδύνατος. Αυτός θα φέρει το περίστροφον με το οποίον σκοπεύεται η δολοφονία του κυρίου πρωθυπουργού. Ο έτερος επιχειρών θα ευρίσκεται εις τζιπ εσταθμευμένον περί τα είκοσιν μέτρα μακράν της τοποθεσίας της δολοφονίας ίνα μετά ταύτην φυγαδεύσει τον δολοφόνον.
Εφιστώμεν την προσοχήν των ενδιαφερομένων εις το κάτωθι: Εις την διασταύρωσιν υπάρχουν δύο περίπτερα. Ο υποψήφιος δολοφόνος θα κρύπεται όπισθεν του δυτικώς ευρισκομένου περιπτέρου. Δια τους αγνοούντας τον τοιούτον-γεωγραφικόν- καθορισμόν της θέσεως του περιπτέρου, διευκρινίζομεν ότι το δυτικόν περίπτερον είναι το φέρον έξωθι αυτού ταμπέλαν ένθα ευκρινώς αναγράφεται «ΑΕΡΙΟΥΧΑ ΠΟΤΑ»
Παρακαλούμε δια τα καθ’ υμάς.
Ευελπιστούντες εις μίαν έντιμον αντιπαράθεσιν μετά της ΕΛΑΣ και ενδεχομένως των στρατιωτικών δυνάμεων άτινας η κυβέρνησις ήθελεν διατάξει έναντι ημών κατά την διάρκειαν της αποπείρας μας, διατελούμεν μετά τιμής
(ακολουθούν σφραγίδες και υπογραφές της Οργάνωσης)»
Αυτό θα περίμεναν οι κύριοι υπουργοί ώστε μία δολοφονία να μην είναι «ανανδρος»;
Ε πια!




ΑΛΛΑΓΕΣ

Παύει ο μικρός Αλέξης 
να παίζει με το τόπι
μεγαλου αρχηγού παίρνει ένα ύφος
το πλαστικό του ζώνεται το ξίφος
και λέει ζωηρά: «θα πάω
ν’ αλλάτσω την Ευλώπη!»

Πήγε. «Παρακαλώ σας»
του λεν ευγενικά
«Το ξίφος σας απέξω να τ’ αφήστε
κανέναν μη από λάθος τραυματίστε.
Δεν χρειάζονται καθόλου
όπλα καθώς αυτά.»

Και «Όσι, ζεν τ’ αφήνω»
έκανε ο Αλέξης.
«Τότε παιδί μου γύρνα στην Ελλάδα
θαρρώ έχετε ακόμα φασολάδα.
Τα ξίφη έχουν τελειώσει.
Έδώ έχουμε λέξεις.»

Έφυγε ο Αλέξης,
εγύρισε και πάλι.
«Τα χέρια Αλέξη μου πρέπει να κόψεις
πριν τις καινούργιες σου μας πεις απόψεις.
Μην κλαις. Σου μένει ακόμα
στους ώμους το κεφάλι.»

Πάει, τα χέρια κόβει,
γυρνάει και τους βρίσκει.
«Αν και τη γλώσσα σου κόψεις ευθύς
τότε στο σπίτι μας μπορείς να μπεις»,
του λένε καθώς πίνουν
σκωτσέζικο ουίσκι.

Ο Αλέξης τι να κάνει;
Αφού οι ευρωπαίοι
τα νέα του για ν’ ακούσουνε τα έπη
να τον δεχτούνε πριν κοντά τους πρέπει,
τότε θα κάνει ό,τι
κάθε ευρωπαίος λέει.

Έτσι, αφού ενθέρμως
να τους αλλάξει θέλει
και  κάνοντας αυτά που θένε εκείνοι,
χωρίς αυτιά και γλώσσα έχει μείνει.
Και πάνε και τα δύο 
τα κάτω του τα μέλη.

Κι ενώ εκεί είχε πάει
τόσο αποφασισμένος
ν’ αλλάξει την Ευρώπη δίχως άλλο
δεν ένιωσε στον τόσο μέσα σάλο
ότι αυτός ο ίδιος
εβγήκε αλλαγμένος.

Κι έτσι κουτσουρεμένος
δίχως τουπέ και νάζι
σε καροτσάκι πάνω φορτωμένος
πανώ ένα σέρνει πίσω του ο καημένος
Γερμανικά που γράφει:
«Η Ευλώπη ζεν αλλάζει!»
   






ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ
Καληνημέρα έλληνες
κι αφού είναι έθιμό μας
τα χάλια μας τ’ αδιόρθωτα
θα πω στο φτωχικό μας.

Και θα τα πω στα γρήγορα
γιατί χαρτί-μελάνι
ακρίβηναν κι αυτά πολύ
κι η σύνταξη δε φτάνει.

Καλή σου μέρα Σαμαρά
μερίδες που μοιράζεις
Δημοκρατίας,  αφού πριν
σαν το αρνί τη σφάζεις.

Γεια σου λαέ κακόμοιρε
που ότι τραβάς τ’ αξίζεις
αφού σ’  ό,τι διατάξουνε
«μάλιστα» εσύ ψελλίζεις.

Γεια σου και Τσίπρα που κι εσύ
δεν ξέρεις τι γυρεύεις
και το λαό όπως όλοι τους
κι εσύ τον κοροϊδεύεις.

Ελλάδα καλημέρα σου
που όλοι σου βάζουν χέρι
και πιότερο όποιον προχωρεί
αυτόν και κάνεις ταίρι.

Καληνημέρα σου και σε
γελοίε Χαϊκάλη
που έφερες στην πολιτική
του θεάτρου τ’ άθλιο χάλι.

Όσο για σένανε Άδωνι,
είτε πουλάς βιβλία
είτε πουλάς πολιτική
βρίθεις από βλακεία.

Γεια σου Καμμένε μου κι εσύ
που αν και σκληρός φασίστας
το παίζεις (άραγε γιατί;)
Συριζο-σαντινίστας.

Γεια σας και σεις, ω! άρχοντες
και μη σεκλετιζό’ στε:
και Τσίπρες εκατό να ρθούν
ούτε που θα το νιώστε.

Τα λέει κι ο Τσίπρας ολ’ αυτά
ψήφους για να μαζέψει
μα όταν έβγει, τους φτωχούς
κι αυτός θα κατακλέψει.

Γεια σας και πάλι τ’ αλλουνού
χρόνου καλά να είστε
αν -ίσως όχι όπως εγώ- 
μέχρι τα τότε ζήστε.
……………………………………………
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 3:29 μ.μ.
Τετάρτη, 21 Φεβρουαρίου 2018
ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1964

1
Αντάρτες Βιέτ Κόγκ καταστρέφουν πέντε Αμερικανικά βομβαρδιστικά σε αεροδρόμιο των περιχώρων της Σαϊγκόν.

2   
Ή  ηγεσία του  Ιταλικού  Κ.Κ.  αφήνει  να  εννοηθεί   ότι   δεν   ικανοποιήθηκε   από  τις   εξηγήσεις που δόθηκαν για την αποπομπή του Ν.  Σ. Χρουστσώφ.

3   
Ό  κ.  Λύντον  Μπαίηνς Τζόνσον  επανεκλέγεται   πρόεδρος  των  ΗΠΑ   με   πλειοψηφία   61,3%.   Το Δημοκρατικό Κόμμα εξασφαλίζει άνετα πλειοψηφία στή Βουλή και τη Γερουσία.

4   
Λήγουν χωρίς αποτέλεσμα οι Τούρκοσοβιετικές οννομιλίες στη Μόσχα.

5
Στρατιωτική χούντα ανατρέπει τον πρόεδρο της Βολιβίας Πάζ Έστενσόρο.

6
Ο Λ. Ι. Μπρέζνιεφ προτείνει παγκόσμια διάσκεψη των Κομμουνιστικών Κομμάτων για την εξομάλυνση των διαφορών τους.

7
Ο Κινεζικός τύπος χαρακτηρίζει «αιώνια καί αδιάσπαστη» τη φιλία ανάμεσα στον Κινεζικό καί τον Σοβιετικό λαό, κάνοντας σύγχρονα έκκληση για ίδεολογική ενότητα.
8
Ό Φιντέλ Κάστρο απειλεί ότι θα χρησιμοποιήσει αντιαεροπορικούς πυραύλους εναντίον των Αμερικανικών αναγνωριστικών αν συνεχιστούν οί πτήσεις τους πάνω από την Κούβα.

9
Ό νέος πρωθυπουργός της Ιαπωνίας κ. Εισάκου Σάτο δηλώνει ότι είναι αποφασισμένος να διευρύνει το ρόλο της χώρας του στην διεθνή σκηνή.

10
Διακόπτονται χωρίς αποτέλεσμα οι ανεπίσημες καί μυστικές συνομιλίες ανάμεσα σε διάφορα Κομμουνιστικά Κόμματα στη Μόσχα.

11
Ανεπίσημες πληροφορίες αναφέρουν ότι το Σοβιετικό Κ.Κ. άποφάσισε ν' αναβάλει την διάσκεψη των άλλων κομμάτων πού είχε συγκαλέσει για τις 15 Δεκεμβρίου ό Ν. Σ. Χρουστσώφ.

12   
Ό   Άντονίν   Νοβότνυ-ανεπιφύλακτος  υποστηρικτής του  Ν.   Σ.  Χρουστσώφ-επανεκλέγεται πρόεδρος  της  Τσεχοσλοβακίας.

13   
Αψιμαχίες   ξεσπούν   στήν  μεθόριο   Συρίας-Ισραήλ.

14   
Το  Σοβιετικό  περιοδικό  «Προβλήματα της Ειρήνης  καί  του  Σοσιαλιαμού»,   εξαπολύει   όξύτατην επίθεση  εναντίον της Κίνας.

15
Νέα συμφωνία στενής στρατιωτικής Άμερικανογερμανικής συνεργασίας υπογράφεται στην Ουάσιγκτον.

16
Ό Βρεταννός πρωθυπουργός επιτίθεται εναντίον της πολιτικής «ανεξαρτησίας» του στρατηγού Ντε Γκώλ.

17
 Ή ηγεσία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων προβαίνει σε απειλητικό διάβημα προς την Εθνοσυνέλευση.

18 
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφασίζουν να καταργήσουν 95 βάσεις σε διάφορα σημεία του κόσμου.

19   
Ή Αμερικανική Κυβέρνηση δέχεται να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Κογκολέζους επαναστάτες για την τύχη των λευκών ομήρων.

20   
Αποφασίζεται   ή   διάλυση   των   22   ταγμάτων της Κυπριακής εθελοντικής εθνοφρουράς.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 7:39 π.μ.
Τρίτη, 20 Φεβρουαρίου 2018

ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1963

21   
Οι  αρχές  του  Ανατολικού  Βερολίνου  επιτρέπουν στούς κατοίκους του Δυτικού να επισκεφθούν τους συγγενείς τους στον ανατολικό τομέα.
Τούρκοι προκαλούν αίματηρές συμπλοκές στη Λευκωσία.

22   
Οι   Τούρκοι   εξτρεμιστές   καταλαμβάνουν   το Αρχηγείο της Κυπριακής Χωροφυλακής.

23   
Ή   πρωταρχική   ανάγκη   του  κόσμου   είναι   να τραφούν οί πεινασμένοι, λέει ό Πάπας ατό Χριστουγεννιάτικο μήνυμα του.  Παρά την συμφωνία καταπαύσεως του πυρός συνεχίζονται οι συμπλοκές στήν Κύπρο.

24   
Ή Κυπριακή  Αστυνομία άνακαταλαμβάνει τον Αστυνομικό σταθμό  Όμορφίτσας.

25   
Παρά την συμφωνία εκεχειρίας Τουρκικά αεροσκάφη  καί  πολεμικά  πλοία  κάνουν  επίδειξη  δυνάμεως  πάνω  από  τη  Λευκωσία  καί  στα  ανοικτά  της Κύπρου.

26
 Ή διοίκηση των Ελληνικών καί Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων της Κύπρου ανατίθεται στον Βρεταννό στρατηγό Γιάγκ, πού αναλαμβάνει να εποπτεύσει την εκεχειρία. Βρεταννικά στρατεύματα στέλνονται στην Κύπρο.

27
Αντιαμερικανικές διαδηλώσεις οτή Σόφια μετά την καταδίκη Βούλγαρου διπλωμάτη για κατασκοπεία προς όφελος της Αμερικής. Ηρεμία επικρατεί στην Κύπρο.

28
Οι Ελληνικές καί οί Τουρκικές ένοπλες δυνάμεις κινητοποιούνται για να επέμβουν, αν χρειαστεί, στην Κύπρο.

29 
Ό Κινέζος πρωθυπουργός Τσου Εν Λάϊ επισκέπτεται το Μαρόκο.

30
Ό αντιπρόεδρος Κιουτσούκ δηλώνει ότι Κυπριακό Σύνταγμα δεν υφίσταται πια.

31
Πλήρης αποκατάσταση της τάξεως οτήν Κύπρο.


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1963
1
Τούρκοι εξτρεμιστές επιτίθενται εναντίον της Μονής Γαλακτοτροφούσας καί εκτελούν πέντε μοναχούς.

2
Αποφασίζεται  ή  σύγκληση  πενταμερούς  δια-σκέψεως για το Κυπριακό, στο Λονδίνο.

 3
Οι Τούρκοι  καί  οι Τουρκοκύπριοι προβάλλουν καί  πάλι  το  αίτημα της διχοτομήσεως.

4   
Ό  Πάπας  Παύλος  Στ'   έπισκέπτεται  την   Ιερουσαλήμ.

5   
Ή Αμερικανική κυβέρνηση δηλώνει ότι θα υποστηρίξει την Μαλαισία απέναντι  στις  Ινδονησιακές αξιώσεις.

6   
Ό Πάπας Παύλος συναντάται με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Άθηναγόρα στό Όρος των Έλαιών.

7
 Βρεταννική εταιρία αναγγέλλει την πώληση 400 λεωφορείων στην Κούβα.

8.
Ο Ό πρόεδρος Τζόνσον καταθέτει ατό Κογκρέσσο προϋπολογισμό 97,9 δισεκατομμυρίων δολλαρίων, εξαγγέλλοντας πόλεμο κατά της πείνας στόν κόσμο.

9
 Ό πρωθυπουργός της Κίνας Τσου Εν Λάϊ επισκέπτεται την Τυνησία.

10
 Βιαιότατα αντιαμερικανικά επεισόδια στην ζώνη της διώρυγας του Παναμά.

11 
Γενική απεργία διαμαρτυρίας κηρύσσεται στον Παναμά.
12   
Ό   Φιντέλ   Κάστρο   επισκέπτεται   αίφνίδια   τη Μόσχα.

13   
Αραβική   διάσκεψη   κορυφής   συνέρχεται   στο Κάιρο   για   να   αντιμετωπίσει   το   ισραηλινό   σχέδιο διαρρυθμίσεως των νερών του Ιορδάνη.

14   
Οι    Τουρκοκύπριοι    οχυρώνουν    τίς   συνοικίες τους.

15   
Αρχίζει στο Λονδίνο ή Πενταμερής Διάσκεψη για  το  Κυπριακό.

16
Ό Τούρκος υπουργός των Εξωτερικών δηλώνει ότι ή χώρα του δεν πρόκειται ν' άποσύρει τα στρατιωτικά τμήματα της από την Κύπρο.

17
 Ή Γαλλική Κυβέρνηση ειδοποιεί την Αμερικανική ότι θα προχωρήσει σε αναγνώριση της Λαϊκής Κίνας.

18
 Ό Σοβιετικός πρωθυπουργός εξαπολύει βίαιη επίθεση εναντίον της Ουάσιγκτον για την πολιτική της στην Λατινική Αμερική.

19
Ή Ζανζιβάρη  ανακηρύσσεται Λαϊκή Δημοκρατία.

 20   
Στρατιωτική   στάση   καί   αντι-ιμπεριαλιστικές διαδηλώσεις στην Ταγκανίκα.

Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 2:42 μ.μ.






ΟΙ ΠΈΝΤΕ ΚΡΊΣΙΜΕΣ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΈΣ ΜΈΡΕΣ
Τρίτη, 1-5-12
Ο Βενιζέλος βλέπει στον ύπνο του την Παναγία που του ζητάει να μετανοήσει δημόσια. Ύστερα απ’ αυτό ο Βενιζέλος αρχίζει από το πρωί να εξομολογείται τα όσα στραβά έκανε ένα ένα, και το ίδιο να κάνει και με όσα καλά δεν έκανε. Αυτό γίνεται στο Σύνταγμα, μπροστά σε μία εικόνα του Χριστού φερμένη από την Παναγία τη Σουμελά γι αυτόν το σκοπό. Κάθε εξομολόγηση ακολουθείται από μια μετάνοια προς την εικόνα.
Ο πρωθυπουργός λαβαίνει ένα γράμμα με την περίεργη φράση: Φτιάξτε κι άλλα ενενήντα δύο.
Τετάρτη, 2-5-12
Ο Καρατζαφέρης θεάται ντυμένος νύφη στην οδό Φυλής και ακούγεται από περαστικούς να ψιθυρίζει λυπημένα: «Εμένα κανένας δεν με θέλει…»
Ο Βενιζέλος συνεχίζει τις μετάνοιες.
Ο Σαμαράς κυκλοφορεί ντυμένος με πορφύρα που έχει στάμπα το πρόσωπο του Καραμανλή.
Γίνεται μεγάλη διαδήλωση στην Αθήνα με το σύνθημα: «Φτιάξτε κι άλλα ενενήντα δύο».

Πέμπτη, 3-5-12
Οι αθηναίοι ξυπνώντας βλέπουν στην Ακρόπολη ένα τεράστιο πανό: «ΦΤΙΆΧΤΕ ΚΙ ΆΛΛΑ ΕΝΕΝΉΝΤΑ ΔΎΟ».
Ο Βενιζέλος εξομολογείται.
Ο Σαμαράς τιμωρείται από τον Καραμανλή με πέντε βουρδουλιές γιατί μπαίνοντας στη Συγγρού δεν έκανε πρώτη του δουλειά γονατιστός τις τρεις μετάνοιες με το πρόσωπο στραμμένο προς τη Ραφήνα.

Παρασκευή, 4-5-12
Ο Λοβέρδος πλησιάζει τον Βενιζέλο: Πρόεδρε κοντεύεις; Ο Βενιζέλος: Μη με υπολογίζετε, έχω πολλή δουλειά ακόμη. Βγάλτε άλλον αρχηγό. Ο Λοβέρδος: Πρόεδρε, μη φοβάσαι, θα πω και για σένα πως θα γίνει μακελειό αν σε πειράξουν. Ο Βενιζέλος επιμένει και ο Λοβέρδος προαναγγέλλει Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ για τις έξη το απόγεμα με θέμα εκλογής νέου Προέδρου.
Ο Σαμαράς αποκηρύσσει την προγιαγιά του Πηνελόπη Δέλτα γιατί δεν λεγόταν Πηνελόπη Άλφα, σχολιάζοντας:  «Οι Σαμαράδες είναι πάντοτε πρώτοι. Γι αυτό και το κόμμα μου θα βγει πρώτο κι εγώ θα γίνω πρωθυπουργός».
Η τρόικα ζητάει υπογραφές από την ΈΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΏΩΝ του Λεβέντη, από τη ΔΗΜΙΟΥΡΓΊΑ ΞΑΝΆ του Γλάύκου Τζήμερου και από τη Φ.Α.Γ.Ε.  Η εξήγηση για την περίπτωση της Φ.Α.Γ.Ε. δίνεται από τον Τσοχατζόπουλο μέσα από τις φυλακές: «Νομίζουν πως Φ.Α.Γ.Ε. είναι προστακτική του «τρώω».
Γράμμα στον Πρόεδρο της Βουλής με τη σιβυλλική φράση: Φτιάξτε κι άλλα ενενήντα δύο.

Σαββάτο, 5-5-12
Σιωπή τάφου βασιλεύει στην Ελλάδα. Τα κανάλια εκπέμπουν υπέρυθρα και οι πολίτες μιλάνε υπεριωδώς.

Κυριακή, 6-5-12
Ο Λαός πιάνει τους τρακόσους της Βουλής και τους πετάει στο Κέντρο Υποδοχής Μεταναστών της Αμυγδαλέζας. Οι πολιτικοί φωνάζουν: Διαμαρτυρόμαστε! Τα δωμάτια είναι διακόσια οκτώ κι εμείς είμαστε τριακόσιοι! Από τον γεμάτο λαό δρόμο ακούγεται από το μεγάφωνο: Εμείς σας το λέγαμε. Αλλά πότε ακούσατε εσείς το Λαό;










ΠΟΡΤΡΑΊΤΑ

ΛΑΌΣ
Τρία…όχι…δύο…δυόμισυ…
τρία…ωραία! μπαίνω!
Μα πάλι…τρία…δυόμισυ…
…Γαμότο, έξω μένω…


ΔΗΜΑΡ
Βέβαια κι ειν’ Αριστερά
αφού ειν’ Δημοκρατία.
Πλεονασμοί…Σπαρτιατική
πού είσαι λιγολογία;\..


ΚΟΥΒΈΛΗΣ
Τόσο πολύ εταύτισε
σιωπή με αξιοπρέπεια
που μένοντας αμίλητος
του ’χουν φυτρώσει λέπια…


ΔΗΣΥ
«Δημοκρατία» πάει με Ντόρα;
Όχι βεβαίως. «Συμμαχία»;
Ούτε. Τι κρίμα! Ως κι ο τίτλος
του Κόμματος, αποτυχία…


ΛΟΥΚΑ ΚΑΤΣΕΛΗ
«Άλλα εγώ στη ζωή μου κάνω
κι άλλα τάζω-
Καθρέφτης σου ΠΑΣΟΚ μου είμαι
και σου μοιάζω»…


ΠΑΣΟΚ
Ήλθον-έφαγον-απήλθον-
με λεξούλες τρεις
του ΠΑΣΟΚ να! η ιστορία
στο Βιβλίο της Γης.


ΝΈΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑ
Είτε με οκταετίες
ή με Ράλλη ή Σαμαρά,
τον φασιστικό ρυθμό της
η Παράταξη τραβά.


ΚΟΥ-ΚΟΥ-Ε
Στη θεωρία άσφαλτο.
Στην πράξη αποτυχόν.
Κι όμως! Το μόνο είναι Βαθύ
στον Κόσμο το Ρηχόν.


ΣΎΡΙΖΑ
Αριστερό αριστερό!
Κι αν με λαχτάρα το θωρώ
καθώς μπεκρής τον τρύγο,
τι κρίμα… είναι λίγο…



ΤΡΟΤΣΚΙΣΜΟΣ
Ο Τρότσκυ αν δεν σκοτώνονταν
άλλος θα ήτανε ο Κόσμος τώρα-
η γη θα ήτανε για τους Λαούς
γεμάτη όλη δώρα…δώρα…δώρα…


ΠΑΠΟΥΤΣΉΣ
Έφαγε ογδόντα δύο
και τον έχουν υπουργό.
Κάν’  τον πάλι Ναυτιλίας
να τον δεις πρωθυπουργό.


ΣΚΑΝΔΑΛΙΔΗΣ

Ο…σκεπτόμενος…ο σύννους!..
Μα δεν είδε ούτε αυτός
ότι ήταν ο Γιωργάκης
βαρεμένος και χαζός

κι ότι σπρώχνει τους πολίτες 
στο γκρεμό για να χαθούν,
και να φύγει; Μα σιωπούσε
αποστάτη μη τον πουν,

ήγουν μη της Συμμορίας
του ΠΑΣΟΚ τον πουν προδότη.
Και γι αυτόν λοιπόν αξία
το Συμφέρον είχε πρώτη.




ΕΥΘΥΜΊΟΥ
Ευθυμίου! Η ξινή του
και η χαζοβιόλα φάτσα
φανερώνει του μυαλού του
την ολέθρια μπουνάτσα.


ΚΑΚΛΑΜΆΝΗΣ
Ο αχρείος! Όλο πάθος
το ΠΑΣΟΚ υποστηρίζει
ακριβώς ως γλύφει ο σκύλος
όποιο χέρι τον ταϊζει.

Πρόεδρος Βουλής ΠΑΣΟΚων.
Καπιταλιστής αλήτης.
Κι αν του πεις: «Για όλα ποιος φταίει;»
σου απαντάει: «ο πολίτης!»..


ΛΟΒΈΡΔΟΣ
Ο Ιταλός. Διδάκτωρ τέλειος
στων μαφιόζων το σκολειό-
το Νονό του αν του πειράξουν
απειλεί με «μακελειό»!..


ΧΡΤΣΟΧΟΪΔΗΣ
ο αλλοπρόσαλλος νταής.
Ο πιο γελοίος των γελοίων.
Αξία παίρνει μοναχά
λόγω υπάρξεως Εξαρχείων.



ΜΠΕΓΛΊΤΗΣ
Απ’ τους «συμβούλους» του Γιωργάκη.
Ο «σοβαρός» με τα γυαλάκια.
Αλλά δεν του ’πε να μην παίζει
με Δου Νου Του και Μνημονιάκια…


ΦΓΑΡΜΆΚΗ
Τάχα μιλάει με πειθώ
γι αυτό αργά μιλάει.
Κι ας πάει καλό κάτι να πει
μα όλο μας τη σπάει.


ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΥ
Κακομοίρικο το ύφος
κακομοίρικος κι αυτός.
Ό,τι έπρεπε για χώρας
μίας, σκλάβας, υπουργός.


ΒΕΝΙΖΈΛΟΣ
Καταστροφέας των ελλήνων.
Χοντρός καθώς τα ψέματά του.
Μικρός καθένας μας μπροστά του
όπως αυτός μπρος στ’ άπλυτά του.


ΓΙΑΝΝΑΚΆ
Η σεξουαλικότητα
αν ήταν υποψήφια
Θα ’βγαζε η Σοφούλα μας
νούμερα εξαψήφια.


ΓΑΠ
Άκουσα κάποιονε γι αυτόν
να λέει, μιλώντας, «το ζαβό»!
Τι λέξη αλήθεια ταιριαστή-
Γλώσσα μου εσύ να σε χαρώ…


ΠΕΤΣΆΛΝΙΚΟΣ
Πρωθυπουργό αν τον έκανε
ο Γιώργος τον γελοίο,
σαν πιο γελοίος θα ’μπαινε
στου Γκίνες το βιβλίο.


ΝΤΙΝΌΠΟΥΛΟΣ
Φασιστάκος ζωηρός.
Η Νου Δυο καλά διαλέγει:
Τη Δημοκρατία χτυπά
και τη χώρα του αρμέγει.


ΤΡΑΓΆΚΗΣ
Αυτόν αν άνθρωπο τον πεις
είναι σα να θελήσεις
του Καραγκιόζη το τσαρδί
σαράϊ να βαφτίσεις.


ΚΑΝΤΕΡΈΣ
Μάλιστα! Αυτού του πρέπουνε
αξιώματα μεγάλα:
να λέει «αυτά!» πως θα γινούν
και να γινόνται άλλα…


ΓΚΙΟΥΛΕΚΑΣ
Αστέρι ανερχόμενο
της φασιστο-οικογένειας.
Διαστρεβλωτής κάθε σωστής
λαοσωτήριας έννοιας.


ΛΥΚΟΥΡΈΝΤΖΟΣ
Τροπολιτσώτικο γουρούνι.
Δοσιλογοχιτοφασίστας.
Προστάτης της πλουτοκρατίας,
της προπαγάνδας της αρτίστας.


ΠΑΠΑΔΌΓΓΟΝΑΣ
Ο ταγματασφαλίτης τους
ή κάποιο του βλαστάρι;
Ό,τι και να ’ναι, μόνο αυτό:
Πού ’σαι καημένε Άρη…


ΠΑΥΛΌΠΟΥΛΟΣ
Ο επιστήμων μαστροπός
της λαϊκής αγνοίας.
Αυτός με λόγια τυραννάει
και όχι δια της βίας.


ΑΝΤΏΝΑΡΟΣ
Ο μονοκόμματος τζουτζές,
νερό που κουβαλάει
στο μύλο του Καραμανλή.
(Και δίχως κείνον, πάει).


ΜΕΪΜΑΡΆΚΗΣ
Απ’ το φυτώριο της ΟΝΝΕΔ,
ήτοι των δοσιλόγων,
εχθρός Λαού και φίλτατος
νουδαίων παραλόγων.

ΑΒΡΑΜΌΠΟΥΛΟΣ
Φασίστας σαν την Τρίπολη
κι όπως και κείνη χίτης.
Κατά μάνα κατά τάτα
κατά Τρίπολη κι αλήτης.





ΧΡΥΣΉ ΑΥΓΉ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑ

Τ’ ειν’ αυτή η Δημοκρατία
που στη χώρα μας υπάρχει!
Τι μυαλό λίγο που έχει!
Τι μικρό έχει στομάχι!

Κι επειδή λεπτούλα είναι
δε χωράει η καημένη
όσα κόμματα η χώρα
είν’ εσχάτως φορτωμένη.

Και κυρίως το μικρό της
το στομάχι δε χωράει
της Χρυσής Αυγής το κόμμα
που καθόλου δεν το πάει.

Της αρέσει το ΠΑΣΟΚ της
που την έχει διαφθείρει,
της αρέσει η νου δου της
που απ’ αυτήν έχει φαλίρει,

της αρέσει ο Καμένος
που φασίζει ασυστόλως
η Αυγή όμως η Χρυσή της
δεν την συγκινεί ουδόλως.

Τι καλή Δημοκρατία
που η Ελλάδα κουβαλάει
ώστε κάποια απ’ τα παιδιά της
γι αποπαίδια να μετράει…

Να το χαίρεστε ρωμιοί μου
το φρικιό που ’χετε φκιάσει
και καλά να το φυλάτε
μη κανείς σάς το ματιάσει…





ΆΚΗΣ ΦΥΛΑΚΙΣΜΈΝΟΣ

Αχ! Τους μεγάλους άνδρες της η Ελλάς τους φυλακίζει.
Η φυλακή όμως εμέ καθόλου δεν μ’ αγγίζει
γι αυτό κι εγώ σαν να ’μουνα ελεύθερος μιλάω
και σαν απ’ το Ιερό Πιοτί του Δίκιου να μεθάω:

Πολύ μεγάλη προσβολή στο πρόσωπό μου έγινε
που ούτε ο Βαρδάρης μου ακόμα δεν την ξέπλυνε.
Γιατί ιδού –αλίμονο- τι μου ’γραφε η μοίρα:
Είπαν για με πως τ’ άρπαξα!  Ψεύδος! Κακώς: τα πήρα!
Κι είναι μεγάλη η διαφορά του παίρνω απ’ το αρπάζω.
Κάτι κι εγώ από γράμματα-το βλέπετε- σκαμπάζω.
Δεν είμαι τόσο αγροίκος πια κι ας είμαι μακεδόνας-
τόπου καθ’ όλα ελληνικού ως λέω (κατά μόνας,
γιατί αν το πω κι απόξω μου θα γίνει μέγας σάλος
καθώς μου το απαγόρεψε αυστηρώς και ο Μεγάλος.)
Κι αν πήρα στη γυναίκα μου χλιδάτο νυφικό
ε, τι; Χιλιάδες έκανε μονάχα εκατό.
Το νυφικό εστοίχισε τριπλά της Σαρκοζίνας-
είμαστε ή δεν είμαστε κι εμείς σκληρός πυρήνας;
Κι αφού αμπέλι ξέφραγο είναι η χώρα ετούτη
τι;  θα φοβόμουν να γευτώ τα τόσα της τα πλούτη;

Κι ούτε οφ σορ ίδρυσα εγώ -καθώς ο Βουλγαράκης
παρά ησύχως τα έβαλα στην τσέπη κατευθείαν!
Οδούς εγώ αγνοώ σκολιάς. Εγώ είμαι ο Άκης!
Πολιτικός ου μην αλλά κι αγνός και τίμιος λίαν.
Στο τέλος αν δε φάμε εμείς οι Εθνικής Αμύνης,
θα ’τρωγε ο Οικονομικών απ’ τους μιστούς της πείνης;
Τι κάθομαι όμως τώρα εγώ και λέω και τσαμπουνάω;
σα να μην είχα τάχατες δικαίωμα να φάω…
Αφού στην κλίκα του ΠΑΣΟΚ η τύχη μ’ είχε πάει
ήτανε σα να μου ’λεγε: Άρπαζε! Κλέψε! Φάει!
Με τα όπλα που αγοράζουμε σώζουμε την Ελλάδα:
σωτήρες της πατρίδας τους να τρώνε φασολάδα;
Το είχε πει κι ο Πρόεδρος ο πολυαγαπητός μου-
είχε ο ίδιος τότε πει: «ε, όχι και πεντακόσα!»
γι αυτό κι εγώ εβούτηξα μονάχα τετρακόσα.
Του αρχηγού μου τη γραμμή εγώ δε θα τηρούσα-
εγώ που για τον αρχηγό μονάχα εκείνον ζούσα;
Και φυσικά ο πρόεδρος μιλούσε για δραχμές,
μα αν ζούσε τώρα για ευρώ θα μίλαγε βεβαίως.
Γι αυτό σας λέω άδικες μου άφησαν αιχμές ΄
σαν να ισχυρίζονταν κανείς ότι δεν είμαι ωραίος…
Κι αν είμαι τώρα φυλακή αντί για υποψήφιος,
κι αν λεν πολλοί πως  είμαι βλαξ ή ίσως και ηλίθιος,
αλλά δεν είμαι απ’ αυτά τίποτε ορισμένως
είμαι ως τα μπούνια μονάχα-το ξαναλέω-θιγμένος.
Ταύτα είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω
κι όταν ακούω εισαγγελεύς σαν το λαγό ας τρέχω.








ΤΙΣ ΠΤΑΊΕΙ….

Ω! Γραικοί μου εσείς μη σκάτε
και το κέφι σας χαλάτε:
Ή την ψήφο αγνοήστε
ή φορές δέκα ψηφίστε,

κι όποιον φέρτε, ίδιο χάλι
τουτ’ η χώρα θα ‘χει πάλι.
Φίλοι μου οι εκλεγμένοι
δε σας φταίνε –οι καημένοι!-




ΛΑΌΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΊ
Ψοφίμι ο λαός. Πάνω κοράκια
που ο ίδιος έφτιαξε για να τον φάνε.
Κοιτάτε τη δουλίτσα σας παιδάκια:
τα πράγματα είναι όπως πρέπει να ’ναι.





ΤΟ ΆΝΑΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΆΔΑ
ΤΗΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΉΣ ΦΛΌΓΑΣ
ΚΑΙ Η ΝΊΚΗ ΜΑΣ ΣΤΟ ΜΠΆΣΚΕΤ
 Ή: ΑΥΤΆ ΜΑΣ ΜΆΡΑΝΑΝ...

α.
Τόσο η Μέρκελ θάμασε
που ανάψαμε τη φλόγα
που ρίγησε του στήθους της
η μαραμένη ρόγα.

Κι απ’ το πολύ που ένιωσε
για την Ελλάδα δέος
ολόκληρο μας χάρισε
το επαχθές το χρέος.


β.
Κι όταν στο μπάσκετ νίκησε
η εθνική ομάς μας
κι ενώ η γη απ' το προϊόν
βρώμιζε της χαράς μας,

ο Ολάντ μας ανεκήρυσσε
πολίτες της Γαλλίας
και η Αγγλία μας έχριζε
Δούκες της Ουαλίας.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 12:15 μ.μ.
ΤΑ ΡΕΜΑΛΙΑ                         

Οι τηλεπαρουσιαστές
των πρωινών των εκπομπών
σ’ όλα τα κανάλια
είν’ αυτοί αν ζούσαν χτες
κύκλων παρακρατικών
θα ’τανε ρεμάλια.

Φασιστοειδή οικτρά
μία θέση έχουν βρει
και καλοπερνάνε
και ψευδόμενοι αισχρά
ό,τι η εξουσία τους πει
στο λαό περνάνε.

Ω! δικτατορίσκοι εσείς!
ω! ληστών ανδράποδα!
που τα ωραία κι ίσια
σαν να πίνετε χασίς
σεις τα λέτε ανάποδα
και κακά περίσσια

και το λαό κοιμίζετε
με αφιόνι της χαράς
αντί να ’στε κείνοι
που θα εφροντίζατε
να παλέψει ο φουκαράς
ευτυχής να γίνει...

Φάτε σκύλοι απ’ το λαρδί
που σας ρίξαν-που το λεν
δεκαεφτά Νοέμβρη
κι η νόησή σας η αισχρή
ας θαρρέψει ότι φταιν
όσοι ο Σύρος έβρει.

Μα η ώρα θα 'ρθει εσείς
έλεος να γυρεύετε
με βαριά τα στήθια
και θα είναι δικαστής
για όσα μαγειρεύετε
μια Κική, μι Αλίθια...
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 10:36 π.μ.
     ΤΙ ΛΑΟΣ!...

Τι λαός που είμαστε όμως!
Πώς αλλάζουμε συντόμως
έξεις τάσεις και συνήθειες
αναχλές είτε και βύθιες…

Πριν από εξήντα χρόνια
εγεμίζαμε κασόνια
με αυτιά, μάτια και μύτες
από θύματα και θύτες.

Κι ήταν η ζωή μας τότες
να την τρώνε και οι κότες
κι οι νεκροί πάνω στα κάρα
 δυο ντουζίνες μια δεκάρα.

Τώρα όμως τι λαός
που εγίναμε ακριβός-
Ένας κάπου αν πεθάνει
σίριαλ η τιβί το κάνει.

Αμ το άλλο; Χρόνια τώρα
κατακλέβανε τη χώρα
στρατιές πολιτικών
δεξιών κι αριστερών.

Και οργίαζε η σπατάλη
κι από δώθε παν οι άλλοι
και ανθούσε η διαφθορά
και κρυφά και φανερά.

Και να! βίλλες και οφ-σορ
να! κι αρμάνι και ντιορ
να! και πύργοι να! και κότερα
με ροζ σκάνδαλα στα ενδότερα.

Τώρα όμως τι λαός
που εγίναμε ηθικός!
τώρα πια κανείς δεν κλέβει
απ’ την πείνα και ας ρεύει.

Τι βαρύ να πάθαν σοκ
 η Νου Δυο και το ΠΑΣΟΚ
και να κλέβουν σταματήσαν
λες τιμιότητα μεθύσαν;

Τι λαός που είμαστ’ αλήθεια!
Τι καρδιά κλειούμε στα στήθια!
Πώς γοργά που ’χουμε αλλάξει!
και στα λόγια και στην πράξη…

(…Βάδρα μη γυρνώντας ο ήλιος
πάλι ερθεί κάνας Εμφύλιος…
…βάρδα μην τελειώσει η κρίση
και φαί πάλι μυρίσει…)





  ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΡΙΑ ΣΤΟ ΜΠΑΣΚΕΤ

Η Ελλάδα νίκησε στο μπάσκετ!
Η πατρίδα σώθηκε!..
Μια γαλήνη στην Ελλάδα
πέρα ως πέρα απλώθηκε!..

Τώρα η Μέρκελ πια στα σκέλια
θα τη βάλει την ουρά
κι ο Όλι Ρεν θα πει «συγνώμη»
και θα κλαίει γοερά...

Ο πολύς ως τώρα Γκρουέφσκι,
αρχηγός έθνους ανάνδρου,
το που έστησε θα ρίξει
άγαλμα του Αλεξάνδρου...

Τώρα κάθε μία χώρα
που μας είχε ευρώ δανείσει
δίχως δεύτερη μια σκέψη
όλα θα μας τα χαρίσει...

Πάνε πια τα που η Ελλάδα
τόσα χρόνια είχε χάλια-
τώρα οι έλληνες θα τρώνε
με χρυσά πλέον κουτάλια...

Κι ο Ομπάμα όταν θα μάθει
ότι πρώτοι έχουμ’ έρθει,
μια βοήθεια εν τω άμα
θα μας δώσει ευμεγέθη…

...Α! Ρε έλληνες κουτάβια
που σας κάνουν να πιστέψτε
πως μετά από τέτοια νίκη
από πείνα δεν θα ρέψτε…

...Α! ρε έλληνες κουτάβια
που ένα κόκαλο σας δίνουν
που «αθλητισμό» το λένε
και το αίμα αυτοί σας πίνουν…

...Α! ρε έλληνες κουτάβια
πόσα ακόμα τάχα χρόνια
θα φοβάστε τη σκιά σας-
ή θα είναι’ αυτό αιώνια;..



Ο ΓΛΕΖΟΣ ΕΓΡΑΨΕ ΣΤΟΝ ΠΟΥΤΙΝ

Γράμμα στον Πούτιν έγραψες λοιπόν
σαν που ’σουνα τσιράκι της ΕΟΝ
και κατέβασες του Χίτλερ τη σημαία-
και ποιος το ’κανε κανείς δεν είχε ιδέα.

Τότε σου έφταιγε η Γερμανία
τώρα με τη Ρωσία έχεις μανία.
Και τότε λάθος έκανες και τώρα.
Ποτέ δε φταίει μία ξένη χώρα.

Σου πέρασε απ’ το μυαλό καμιά φορά
γράμμα να έγραφες ευθύς στο Σαμαρά
που επί «προεδρίας» του έγινε αρχή
με την Κριμαία το πράγμα να μπλεχτεί;

Σου πέρασε καμιά φορά από το μυαλό
πως με του Σαμαρά τον άκρο φασισμό
πολλές φορές ακόμα ο διάολος θα μας πάρει
ώσπου η ο Σαμαράς να φύγει ή να τεζάρει;

Ήρωα σε λένε μερικοί Γλέζο-τρομάρα σου!-
Έτσι κι οι άλλοι τάχα κάνουνε της φάρας σου;
Παρακαλάν και ικετεύουνε; Δεν πολεμάνε;
Ή μήπως οι «ήρωες» αλλάζουνε όταν γερνάνε;

Οι ήρωες ραβασάκια Γλέζο δε σκαρώνουνε.
Σφαίρα είναι το μολύβι τους-σκοτώνουνε!
Ούτε Μαζιώτες καν δεν είναι-ν' απειλούνε:
Στ' όνομα "ήρωας!" νεκροί μονάχα ακούνε!
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 7:49 π.μ.
Δευτέρα, 19 Φεβρουαρίου 2018
(από τα «ΛΟΓΙΑ»: εκλογέςτου ’12)

ΨΉΦΟΙ…

Όλοι τους αν δεν ήταν αγιογδύτες
θα ψήφιζα αναμφίβολα ΠΑΣΟΚ
κι η Νέα Δημοκρατία ας μου ’χει δώσει-
για να μ’ εξαγοράσει-ένα μπρελόκ.

Φασίστας αν δεν ήταν ο Καμένος
Ίσως και τον ψήφιζα… μπορεί…
τώρα όμως που τον Κουίκ έχει μαζί του
ως τη Δευτέρα Παρουσία θα καρτερεί…

Ως για τη Νέα σας Δημοκρατία
που πριν να ιδρυθεί κιόλας μας γδύνει
ποτέ δε θα ’βλεπε ψήφο από μένα
η χώρα μπούρμπερη και στάχτη ας γίνει.

ΔΗΜΑΡ; Μπορεί. Μα τώρα που εκείνη
τον Παπαδόπουλο έχει εκπρόσωπό της,
μολύνει φασισμό κι όλο το κόμμα
κι όσους δεχτούνε τον ανασασμό της.

Ο ΣΎΡΙΖΑ από τους μεγάλους μένει.
Μ’ αυτός θα φέρει ευρωκουμουνισμό
ήτοι Μπερλινγκουέρ και προδοσία,
Γράμσι και Πουλαντζάδων τον εσμό.

Αν ήταν το Κου Κου Ε να κυβερνήσει
τότε θα κάθομουν να το σκεφτώ.
Μα όπως το πράγμα έχει καταντήσει
η κάλπη από με θα δει λευκό.

Κυρία Λαγκάρντ
οι έλληνες έχουν δύο κύρια χόμπι. Να μην πληρώνουν φόρους και να θεωρούν περηφάνεια το να μην παραδέχονται τις πικρές αλήθειες που τους αφορούν, αν τους τις πει κάποιος τρίτος. Μην ψάχνετε να το εξηγήσετε, αυτοί είναι οι έλληνες τελεία και παύλα. Και στην περίπτωσή σας υπάρχει και ένας παραπάνω λόγος να στραφούν όλοι και κυρίως οι αρχηγοί κομμάτων εναντίον σας. Είναι γιατί έτσι δείχνουν πως αντιτίθενται και σε κάτι σε σας, έστω και στο ζήτημα της τέτοιας υπερηφάνειας που είπα πιο πάνω, αφού αυτοί αλλού πουθενά δεν σας είπαν ένα όχι. Και αυτό χρειάζεται στους πολιτικούς, πλην των άλλων και για τους ψηφοφόρους τους, γιατί τώρα είμαστε σε προεκλογική περίοδο.
Σας ζητώ συγνώμη από μέρους τους για τις αντιδράσεις τους. Τέτοιοι γελοίοι είμαστε.
Σας ευχαριστώ και χαιρετώ.



ΛΑΓΚΆΡΝΤ ΚΑΙ ΈΛΛΗΝΑΣ

Τι περηφάνια ειν’ αυτή ‘Ελληνα που σε δέρνει-
που σ’ αξιοπρέπειας τ’ άβατα και τα ιερά σε φέρνει!
Και πόσο πίσω αφήνεις συ στρατιές λαών που τρέχουν
στον ίδιο αγώνισμα με σε, μα δίχως και ν’ αντέχουν…

Φοροφυγάδα η Λαγκράντ τόλμησε να σε πει.
Εσένα! Όπου προτιμάς η ζωή σου να κοπεί
παρά φόρο απλήρωτο ν’ αφήσεις! Τι κακία
στα λόγια της όπου αυτή έδειξε η κυρία!

Αλλά και ζήλεια προφανώς, γιατί ο λαός εκείνης
ανέχεται η πατρίδα του να τελευτά εκ πείνης
παρά αυτός τους φόρους του να δώσει που χρωστάει
για να μπορέσει και αυτή η τάλαινα να φάει…

Μα σύ το φοροδοτικό κράτα ψηλά κεφάλι
και, έλληνα, πες της της Λαγκάρντ πως σου χρωστάει  και πάλι-
γιατί ενώ τέτοιες ψευτιές για σένα έχει ξεράσει,
μα δεν την έχεις, έλληνα, ακόμα εσύ σχολάσει…



ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ ΣΤΟ ΛΑΟ

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΑΠΟ ΝΔ

Κοιμάται το παιδάκι μου
Και ποιός θα το ξυπνήσει;
Τ' αηδόνι της ανατολής
ή το πουλί της δύσης;

Κοιμίσου συ μωράκι μου
κι η μάνα σου δουλεύει
και αναδιαπραγμάτευση
και κούρεμα σου φέρνει.

κοιμάται νιο κοιμάται νιο
κοιμάται νιο φεγγάρι
κοιμάται σε γερμανικό
απάνω μαξιλάρι.

Με Ντόρα για μητέρα τους
και με πατέρα Αντώνη
Ο ύπνος τρέφει το παιδί
κι η γεια το μεγαλώνει.

Έλα Γιουνκέρ και ‘Όλι Ρεν
και πάρτο στα περβόλια
και φέρτο με τους κόρφους του
γεμάτους πορτοφόλια.



ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΑΠΟ ΠΑΣΟΚ

Κρίση που παίρνεις τα παιδιά
έλα πάρε και τούτο
όλο ζωή σου το ’δωσα
ξέψυχο φέρε μού το.

Κοιμήσου και παρήγγειλα
στη Μέρκελ το σεντόνι
στον Σόϊμπλερ την κάσα σου
κοράκι τον Αντώνη.

Κοιμήσου συ μωράκι μου
κι η τύχη μου δουλεύει
ευρώ και λίρες αγγλικές
ογλήγορα μου φέρνει.



ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΑΠΟ ΚΚΕ

Νάνι νάνι το μωρό μου
νάνι νάνι το χρυσό μου
ώσπου να ’ρθει η μάνα του
και η παραμάνα του
απ’ τα ξύλα, απ’ το νερό,
απ’ τον Γοργοπόταμο
να του φέρει κουκουεδάκια
και μικρούτσικα κνεδάκια.

Έλα ύπνε απ’ το βουνό
με το αγέρι το γοργό
έλα ύπνε απ’ το κλαράκι
να υπνωτίσεις το παιδάκι.
Και κανείς μη το ξυπνήσει
αν πριχού δεν κοκκινίσει.




ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΑΠΟ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Κοιμήσου το παιδάκι μου
τώρα Χρυσή σου ήρθε Αυγή
κοιμίσου και στο πλάγι σου
η μάνα σου η καλή αγρυπνεί.

Κοιμήσου και στο ξύπνο σου
βαριά θα βρεις ποδιά
με μήλα, με κοχύλια
κι αλλοδαπών κορμιά.



ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΑΠΟ ΛΑΟΣ

Νάνι νάνι η Νου Δου μου
και εγώ να ’χω το νου μου
σ’ ύπνο σαν πέσει η άπονη
ν’ αρπάξω της τον Άδωνι.

Νάνι νάνι ο Σαμαράς μου
νάνι το αρχοντόπουλο
κι όταν σε βαθύπνι πέσει
τρώω τον Βελόπουλο.

Νάνι νάνι ο λαός
να ξυπνήσει ο ΛΑΟΣ
και στις εκλογές για λεία
του λαού να ’χει τα τρία.




ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΑΠΟ ΚΑΜΕΝΟ

Κοιμήσου αγγελούδι μου,
και να ’ν’ καλοί σου οι χρόνοι
σαν τα πουλιά που χαίρονται
στης λεμονιάς τον κλώνο.

Τον Όλι Ρεν παρακαλώ
να μου τ’ αποκοιμίσει
ώσπου να μπω στο γκόβερνο-
και πια δε θα ξυπνήσει.




ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΑΠΟ ΔΗΜΑΡ

Κοιμάται το γαρούφαλο
κοντά στη ματζουράνα
κοιμάται το παιδάκι μου
με την καλή του μάνα.

Κοιμήσου που να σε χαρεί
η Δύση που σ’ εγέννα
και ο Μπαρόζο κι ο Ολάντ
να δουν χαρά από σένα.

Κοιμήσου όμορφο μωρό
νύχτα με τ’ αστρουλάκια
και Μέρκελ, Σόϊμπλε και Σουλτς
να ’χεις για ονειράκια.





ΑΝΤΙΟ ΕΛΛΑΔΑ

Λίγα λογάκια θα ειπώ και πάλι ως συνήθως
όχι για κάποιο σήμερα ωραίο γυναίκας στήθος
μα για το κράτος που ’χουμε όλοι μαζί μοντάρει
και τέτοιο που ’ναι ήρθ’ ο καιρός ο διάολος να το πάρει.

Κράτος που μάτια ας έχει δυο, μα με το ένα βλέπει
που ’χει στραμμένο μόνιμα προς του λαού την τσέπη
ενώ υπουργούς και βουλευτές άβλεπους τους αφήνει
να τρώνε όλο, αδιάφοροι η χώρα τι θα γίνει.

Κι έπρεπε το μονόφθαλμο κράτος να πάει καλιά του,
να διαλυθούν τα κρέατα, και μένοντας τα οστά του
η άφατη φρίκη να φανεί του άσπρου των κοκάλων
κατάμαυρου απ’ το αδιάλειπτο λάδωμα των «μεγάλων».

Και τα οστά τα άλιωτα στο διάβα των αιώνων
να δείχνουν στις που έρχονται γενιές επιστημόνων
πόσο μπορεί ένας λαός τέτοια κατάντια να ’χει
που να χαθεί απ’ την κλεψιά χωρίς μια έστω μάχη.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 2:56 μ.μ.
Κυριακή, 18 Φεβρουαρίου 2018
Φώτη μεγάλο πρόβλημα. Θα σε πάρω αύριο.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 3:44 μ.μ.
«Απαλόθρηνες» χαρακτηρίζει ο Αισχύλος τις περσίδες γυναίκες που πενθούσαν για το θάνατο των σρατιωτών που έπεσαν στη συντριπτική ήττα τους στη Σαλαμίνα (Μετάφραση Γιώργη Χολιαστού).
Χτες έπεσε ένα αεροπλάνο στην Περσία. Όποιος είδε στην τηλεόραση τις περσίδες να θρηνούν τους συγγενείς τους που χάθηκαν μαζί μ’ αυτό, θα καταλάβει τι ήθελε να πει ο Αισχύλος, θα μάθει ότι χιλιάδες χρόνια δεν αλλάζουν τον τρόπο εκδήλωσης των συναισθημέτων ενός λαού που δεν είχε μείξη με αλλους λαούς, και θα νιώσει την καρδιά του να συμμετέχει στον απαλό, μη φωνακλάδικο θρήνο τους.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 11:00 π.μ.
Παρασκευή, 16 Φεβρουαρίου 2018

Η Ζωρζέτα τελείωσε την αντιγραφή και τκς υπόλοιπης "ΣΥΜΒΟΥΛΗΣ" και την δημοσιεύω σήμερα. Και την τελείωσε επειδή της υπαγόρευα (και είναι αυτος ο λόγος που και μια φορά τελειώσαμε μαζί).




Η συνέχεια του "Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ" ή "ΤΙΑΛΊΝ"

.......................................Μ’ από την αλλή, ποιος άλλος έκτός από μένα θα μπορούσε να δει στο στόμα της τη βεβαιότητα για μια παραδείσια μέλλουσα ζωή; Ποιος θα μπορούσε να βρει στο δέρμα της μεσα επιφανειας της κλείδωσης του αγκώνα της το κρυμένο μυστηριο της ύπαρξης, και να το τρυγήσει εκει σ’ όλη τη φρικιαστική μεγαλοπρέπειά του; Ποιος άλλος εκτός από μενα θα ’βλεπε στο δείκτη του δεξιού του χεριού της το θαύμα της Δημιουργίας; Ποιος άλλος θ’ αντίκριζε στις καμπύλες της τις πορείες των κόσμων; Για ποιον άλλο οι γραμμές της μύτης της θα ’ταν οι ίδιες οι πλαγοές των βουνών που έχει το μάτι τόσο συνηθίσει, και που η ψυχή τόσο έχει ποθήσει να τ’ ανέβει; Και τα ρουθούνια της για ποιον άλλο θαταν τα ίδια εκείνα τα μυστικά κι ανεξερεύνητα και σκοτεινά σπήλια της γης μας της ζωοδότειρας, που μεσα της λατρεύτηκαν τόσοι θεοί; Ποιος αλλος θα μπορούσε να λατρέψει στα μάτια της όχι κάποιον φανταστικό θεό παρα το ίδιο το Είναι, το μέσα της πρωτοφανέρωτο; Και των ποδιών της την αστέρευτη αρμονία που, ανίδεη αύτη, καλύπτει θεωρώντας την ασχήμια, τι άλλο εκτος από το χέρι μου θα μπόρειε να τηνε νιώσει και τι άλλο απ’ τη ματιά μου θα μπόρειε να τους έδινε υπόσταση συνειδητή-να τα γεννήσει;
Γιατί να μην μπορούμε να δώσουμε στο παρελθόν που έρχεται των ονειρική υπόσταση που θα το έκανε ένα θεσπέσιο παρόν; (Όμως τι; Δεν την κρατώ μέσα στο μέλλον; Το μέλλον είναι κιόλας, αλλιως πως θα ’ταν έρωτας ο έρωτάς μου;)
Δεν υπάρχει κάτι άλλο που να ζήσει αυτό τον έρωτα; Αφού την σκέφτομαι, δεν την έχω; Αφού για μια φορά την είδε το μάτι, δεν μπορώ να την ξαναπλάσω ολόκληρη και να την έχω κοντα μου, όχι μονάχα όπως εκεινες τις φορές που σπαρταρούσε πάνω στο κρεβάτι, αλλα και όπως ποτε δεν ύπηρξε πραγματικά;
Α! Και να ’χα λεφτά να την αγοράσω!... ( Κι αυτή, ανύποπτη, να ρωτάει: μα γιατί δίνει τόσα πολλα για μένα;)

Β.
Φτάνει. Ακουσα τόσα πολλα για την ασκήμια της που αν παρόμοια πεις και για την κιυταμάρα της, στο τέλος δυο θα είμαστε οι ερωτευμένοι εδώ μέσα.

Α.
Σου είπα – δεν είναι έξυπνη– δεν της χρειάζεται να είναι. Την έχει η Φύση προικισμένη μ’ όλα όσα ήταν αρκετά για να την αγαπήσω. Κρυψίνοια που όμως μια της λέξη την καταργεί. Μόνον η ανεπάρκειά της αυτή, θα αρκούσε για να την λατρεύω. Γεμάτη απλότητα κι αγνότη που προσπαθεί να την καλύψει με την πονηρία. Όμως η πονηρία, σαν μια μικρη πετρούλα πέφτει μέσα στη λίμνη της αγνότητας, και μόνο να την ομορφαίνει μπορεί, καθώς χαριτωμένα την επιφάνεια της ομόκεντρα ρυτιδώνει. Τι πιο αξιαγάπητο από τούτο;
Σα μια βαρκούλα στου πελάγου τα κύματα, αφήνεται να την παρασέρνει η γνώμη του ενός και του άλλου, ενώ δηλώνει όπου βρεθεί ότι κανείς δεν την εξουσιάζει. Τι απολαυση να τηνε βλέπεις έτσι λέγοντας να πλέει με πανιά τις εντολές άλλων…..
Κι ενώ μόνο κοιτάει τον εαυτό της, και δεν την νιαζει αν όλοι πάνε στο χαμό, εν τούτοις δεν διστάει το μικρό της στόμα να ανοίξει, και «είσαι selfish» να μου πει. Πώς θα τολμούσα να χαλάσω την πανδαισία της αντίφασης αυτής λέγοντας της την αλήθεια; Και πως μπορώ να ζήσω δίπλα της με ολα αυτά τα ερεθίσματα, που το καθένα τους αξίζει εκατό φιλιά ανάμεσα σ’ άντρα και γυναίκα! Κι ουτε μου δίνει εξήγηση γι’ αυτή της την απόφαση. Και πες μου εσυ τώρα, γιατί δε θέλει να με δει, ενώ μέχρι χτες ήταν δικη μου κι ήμουν δικός της;

Β.
Παράτα την.

Α.
Να την παρατήσω;!

Β.
Ναι. Παρατα την.

Α.
Και γιατί παρακαλώ;

Β.
Γιατί σε κοροιδεύει.

Α.
Μα την αγαπώ.

Β.
Ε! Καλά! Παράτα την κι αγάπα την. Παράτα την.

Α.
Καλλίτερα να μου ’λεγες πώς να την έφερνα κοντα μου.

Β.
Αφου δεν έχεις λεφτά, αυτό αποκλείεται.

Α.
Δεν έχεις λοιπον καμμία καλλίτερη συμβουλή;

Β.
Όχι. Παράτα την.

Α.
Σε ευχαριστώ για τη συμβουλή σου που δείχνει πως πήγαν χαμένα όσα σου είπα.

Β.
Παρακαλώ. Γεια σου.

Α.
Γεια σου.

ΤΕΛΟΣ
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 1:51 μ.μ.
«Από το πρωί της Πέμπτης (15/02) η τουρκική φρεγάτα «Barbaros» βρίσκεται ανενόχλητη στα ανοικτά του Καφηρέα.»
Οι εφημερίδες

ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΦΡΕΓΑΤΑ
ΣΕ ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΒΟΙΑ

-Κορβέτα κορβετούλα
μισοφεγγαρωτή
άραξε στο νησί μας
κι ελάτε στο Καστρί.

Να φάτε μαριδάκι
να φάτε μαυρολιές
κι απέ μετά τραβάτε
γι Άντρο και Μερμηγκιές.

Εκεί κρασάκι μπρούσκο
οι ναύτες σου θα βρουν
και με χρυσά τραγούδια
και μέλι θα χαρούν.

Δικά σας Μελισσάρι
Κέα και Κορρησιά-
τούρκικο λιμανάκι
οι Ποίσες, η Πλαγιά.

-Εγώ για μεζεδάκι
τον Τσίπρα σας μετρώ
και του Αιγαίου δικό μου
το γαλανό νερό.

Δικά μου τα νησιά του
τα φραγκοζηλευτά,
της Πάρου η ώρια χώρα,
τα μάρμαρα λευκά.

Κι αν θέλω τραγουδάκια
μαρίδα και κρασί,
στον Πειραιά τραβάω
στη Σμύρνη μου καρσί.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 11:50 π.μ.
ΠΕΡΙ ΔΩΡΩΝ

Χρονοβόρα, παράλογη, φθοροποιός, ψυχοφθόρα συνήθεια.
Και όλο αυτό γιατί; Για να ανταλλαγούν πράγματα αφού δεν υπάρχει κάτι άυλο να ανταλλαγεί: αληθινό ενδιαφέρον ή ίχνη έστω στοργής ή φιλίας.
Και γεμίζουν τα σπίτια με άχρηστα και ανεπιθύμητα αντικείμενα, τα οποία δωρήθηκαν αλλά και έγιναν δεκτά με ψεύτικη χαρά, εις δόξαν κάποιου ανύπαρκτου αισθήματος από το οποίο δήθεν παρακινήθηκε ο εκάστοτε δωροδότης και την ύπαρξη του οποίου διαπίστωσε ο εκάστοτε δωρολήπτης.
Τα δώρα: μία ακόμα θυσία του Homo Sapiens στο βωμό της αναξιοπρέπειάς του. 
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 2:08 π.μ.
Τετάρτη, 14 Φεβρουαρίου 2018
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ

Κι αν μου στίψεις το κεφάλι
την ψυχή κι αν θα μου γδάρεις
ουτε ευχή δε θα 'βρεις πάλι
από μένανε να πάρεις.

Λες και πάντα ήταν για μένα
δεκατέσσερες Φλεβάρη
σου τα εχω όλα δοσμένα
και μου τα 'χεις όλα πάρει.

Έτσι αν θέλεις του εθίμου
τη σειρά να συνεχίσεις
πρέπει του άγιου Βαλεντίνου
κάτι εσύ να μου χαρίσεις.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 9:00 π.μ.
Τρίτη, 13 Φεβρουαρίου 2018
ΠΕΡΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Ιστορία δεν υπάρχει.
Το παραμικρό επεισόδιο στη ζωή των εθνών, των λαών, των περιοχών και των μονάδων συνίσταται, υποκινείται, δρομολογείται και επηρεάζεται από παράγοντες που είναι αδύνατο και να ανιχνευτούν και να καταγραφούν.
Ιστορία δεν υπάρχει. Υπάρχουν ιστορικοί που καθένας γράφει την Ιστορία όπως του την υπαγορεύουν συμφέροντα, εθνική καταγωγή, οικονομική κατάσταση, διασυνδέσεις, παράμετροι παντός τύπου.
Από τη φύση της λοιπόν Ιστορία δεν υπάρχει.
Όσο για τις υπάρχουσες Ιστορίες, αυτές χρησιμοποιούνται από άτομα και λαούς, όχι για να αποφεύγονται λάθη, αλλά για να φανατίζουν ή για να δίνουν ιδέες σε εκείνους που επιδιώκουν αθέμιτες νίκες σε διάφορα πεδία.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 10:49 π.μ.
Δευτέρα, 12 Φεβρουαρίου 2018
ΠΕΡΙ ΠΑΙΔΙΩΝ

Γιατί όλη αυτή η αγάπη που εκδηλώνουν για το παιδί οι άνθρωποι όταν αναφέρονται σ’ αυτό;
Ακούς: «…πέθαναν τόσοι και αναμεσά τους κι ένα παιδί…» Ή «σκότωσε τη γυναίκα του μπροστά στα μάτια του πεντάχρονου παιδιού του…» Και άλλα τέτοια.
Τόσοι άλλοι που σκοτώθηκαν δεν λογαριάζονται; Γιατί η ειδική αναφορά στο παιδί; Επειδή είναι μικρό; Και λοιπόν; Οι μικροί δεν υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους με τους μεγάλους; Επειδή δεν έζησε τη ζωή του; Μήπως ο εικοσάρης ή ο ογδοντάρης την έζησαν; Κι αν όχι, ποιο είναι το όριο μέχρι το οποίο κανείς «έζησε τη ζωή του»;
(για μα μην πούμε ότι το παιδί στάθηκε τυχερό που πέθανε νέο επειδή δεν θα γνωρίσει τη δυστυχία)
Και τι διαφορά έχει ένα έγκλημα μοροστά σε ένα παιδί, από ένα άλλο μπροστά σε έναν σαραντάρη ή κατοστάρη; Το παιδί θα πάθει ψυχολογικό τραύμα; Γιατί-ο μεγάλος δεν θα πάθει;
Μήπως τα παιδιά αντιπροσωπεύουν κάτι που όταν χαθούν το παίρνουν μαζί τους και το στερούν από την ανθρωπότητα; Τι θα ήταν αυτό που δεν μπορούσε αυτή να το βρει στα άλλα παιδιά;
Μήπως περιμέναμε κάτι καλό για τους ανθρώπους από τα παιδιά που σκοτώθηκαν Ίσες πιθανότητες υπάρχουν να κάνει καλό ή κακό ένα παιδί όταν μεγαλώσει-κι ο Αλ Καπόνε δεν υπήρξε παιδί;
«Μα τα καημένα δεν τα λυπάσαι;»
Τα λυπάμαι όσο και ένα γέρο.
Άνθρωποι και οι δυο. 
Λοιπόν; γιατί αυτή η ιδιαίτερη αναφορά στα παιδιά;
(Και μία απορία μου σχετικά με το θέμα: Γιατί ο χαμός ή το ψυχικό τραύμα ενός παιδιού μετράει περισσότερο από την σεξουαλική κακοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων παιδιών στη γη, ή από τον θάνατο από πείνα χιλιάδων παιδιών κάθε μήνα-καταστάσεις για τις οποίες ενώ, κατά τους ως άνω θρηνούντες, θα έπρεπε να είχε ξεσπάσει παγκόσμια επανάσταση, κανείς δεν μιλάει;)
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 2:50 μ.μ.
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Πολλοί θεωρώντας ότι η κοινωνία των ανθρώπων δεν είναι ζούγκλα, όταν βλέπουν τα συβαίνοντα στην ανθρωποκοινωνία αναρωτιούνται: «μα ζούγκλα είμαστε πια;» , νομίζοντας ότι ρωτάνε ρητορικά.
Και αυτοί μπορεί να ρωτάνε ρητορικά, όμως η απάντηση στο ερώτημά τους είναι πραγματική: ναι, ειμαστε ζούγκλα.
Όταν οι κυρίες ντύνουν ένα σκυλί με μάλλινα πουλοβεράκια, το σκυλί παύει πια να είναι σκυλί; Όχι.
Όταν φορέσουμε σε ένα λιοντάρι ένα ρούχο παύει το λιοντάρι να είναι λιοντάρι;
Η κοινωνία μας είναι μια ζούγκλα. Μόνο που δεν ζει ανάμεσα σε δέντρα αλλά μέσα σε σπίτια. (Και ούτε ένα λιοντάρι μέσα σε σπίτι παύει να είναι λιοντάρι.)
Η ανθρωπότητα είναι μία μεγάλη ζούγκλα.
Μικρότερες ζούγκλες μέσα στη μεγάλη ζούγκλα είναι οι οικογένειες, οι οικισμοί, οι κοινότητες, οι πόλεις, τα κράτη. Κάθε μία μικρή ζούγκλα από αυτές έχει τα λιοντάρια της μέχρι και τα ζαρκάδια της, με ενδιάμεσα όλα τα υπόλοιπα σαρκοφάγα και φυτοφάγα ζώα. Ας πούμε η Αμερική, η Ρωσια, η Αγγλία και το Ισραήλ είναι τα λιοντάρια του κόσμου, το Ιράν, η Τουρκία, το Ιράκ, ο Καναδάς, η Αυστραλία είναι οι ύαινές του, η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία είναι τα παχύδερμά του, οι υπόλοιπες χώρες είναι τα χορτοφάγα του. Σε μια πόλη λιοντάρια είναι οι μεγαλοεπιχειρηματίες της, ύαινες ο δήμαρχος με τους συμβούλους του και χορτοφάγα οι υπόλοιποι πολίτες. Και έτσι μέχρι την οικογένεια, όπου λιοντάρι είναι ο πατέρας ή η μητέρα.
Αν αντιλέξει κανείς ότι οι πόλεις, τα κράτη κλπ έχουν τους νόμους τους και με βάση αυτούς διοικούνται, ιδού: τους νόμους τους φτιάχνουν τα λιοντάρια και οι ύαινες. Και οι νόμοι δεν θεσπίζουν κάποιους κανόνες ισότητας, αλλά καθορίζουν τη σειρά με την οποία θα φαγωθούν τα φυτοφάγα. Η σειρά αυτή παίρνει υπόψη της τις ανάγκες σε φαγητό των σαρκοφάγων και ρυθμίζει έτσι τη σειρά και την ποσότητα των φυτοφάγων που κάθε φορά θα τρώγονται, έτσι ώστε να υπάρχει πάντοτε επάρκεια φαγητού.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 3:42 π.μ.
Κυριακή, 11 Φεβρουαρίου 2018
ΠΕΡΙ ΜΗΤΡΟΤΗΤΟΣ
Από την εποχή των πρωτόγονων ανθρώπων, όταν ακόμα δεν ήτανε γνωστό ότι για να γεννήσει η γυναίκα ήταν απαραίτητος και ο άντρας, η γυναίκα ήταν κάτι ιερό για τους  άντρες επειδή γεννούσε παιδιά, και περισσότερο όταν γεννούσε αρσενικά παιδιά.  Και τα παιδιά ήσαν ανεκτίμητος θησαυρός για τους άντρες, επειδή πρόσφεραν την εργασία τους στην οικογένεια ή την πολεμική τους ικανότητα στις ομάδες και στις φυλές. Εκεί έχει την αιτία της και η μητριαρχία, που επικράτησε μέχρι πέντε χιλιάδες χρόνια πριν. Αλλά και όταν ήρθε η γνώση για την απαραίτητη συμετοχή του άντρα στη σύλληψη της γυναίκας, η γυναίκα διατήρησε για πολύ ακόμα τον πρωτεύοντα ρόλο της στην αρχική οικογένεια, εκμεταλλευόμενη την απαραίτητη παρουσία της στην  ανατροφή των παιδιών τις ατέλειωτες ώρες που ο άντρας έλειπε για κυνήγι.
Από εκεί προέρχεται ως και σήμερα η μεγάλη επιθυμία της πλειονότητας των γυναικών για απόκτηση παιδιού. Είναι η συνήθεια εκείνη, που της έχει γίνει βίωμα, για να είναι αρεστή στον άντρα και επομένως να τυχαίνει της προστασίας του.
Αυτό ξέχωρα από την φυσική σαρκική επιθυμία της γυναίκας, της οποίας η ικανοποίηση κάτω από άλλες κοινωνικές συνθήκες, δεν θα συνοδεύονταν και από την επιθυμία απόκτησης παιδιού.
Στις ημέρες μας που τα παιδιά δεν είναι απαραίτητα σαν εργατικά χέρια, το παιδί, όταν έρχεται, είναι άθυρμα στα χέρια της μητέρας. Το έχει και το χρησιμοποιεί όπως άλλοι έχουν το κομπολόι: για να περνάει τον καιρό της.  Ακόμα για να δικαιολογεί την ύπαρξή της στα μάτια και στο πορτοφόλι του άντρα.
Αυτό φαίνεται με την πρώτη ματιά που θα ρίξει κανείς στη σχέση μητέρας και παιδιού. Από την ημέρα που το παιδί θα γεννηθεί, αρχίζουν τα παράπονα της μητέρας ότι δεν μπορεί να πάει όπου θέλει, ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί, ότι σκλαβώθηκε γεννώντας. Και δεν βλέπει την ώρα να πάει το παιδί της στον παιδικό σταθμό και μετά στο σχολείο, ώστε αυτή να ησυχάσει. Τις ημέρες, τις εβδομάδες ή τους μήνες που τα σχολεία είναι κλειστά, η μητέρα καταριέται την τύχη της.
Και όταν το παιδί θα μεγαλώσει και δε θα έχει ανάγκη από τη μητέρα, ενώ αυτή όσο πηγαίνει και θα μικραίνει, τότε αυτή γίνεται η σκιά του, συμβουλεύοντάς το για να το προστατεύσει δήθεν από τους κινδύνους της ζωής, και απαιτώντας από αυτό αφοσίωση και προσοχή, πράγματα που τότε, όταν ούτε σαν μητέρα, ούτε σαν γυναίκα θα μετράει, δεν θα τα καρπώνεται ούτε από την κοινωνία ούτε από τον άντρα της.
Αυτές τις αλήθειες τις πήρε η Εκκλησία και τις μετουσίωσε σε απέραντη στοργή της μητέρας για το παιδί, για μέχρις αυτοθυσίας της αγάπη για κείνο και λοιπά ηχηρά παρόμοια.
Ο φεμινισμός έφερε και την «ημέρα της μητέρας», ίσως για να θυμούνται οι άνθρωποι κάτι που αλλιώς θα είχε πια ξεχαστεί.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 12:52 μ.μ.
Σάββατο, 10 Φεβρουαρίου 2018
ΠΕΡΙ ΒΙΒΛΙΩΝ

Τα βιβλία ευθύνονται όσο τίποτε άλλο για τη δυστυχία των ανθρώπων.
Τον επηρεάζουν υποβάλλοντάς του ιδέες και γνώμες συμπεριφοράς άλλες από τις δικές του.
Αποτέλεσμα η διαστρέβλωση του χαρακτήρα του. 
Περιβαλλόμενα με την αίγλη της δήθεν υπεροχής της συγγραφής τους, εύκολα πείθουν τους ανθρώπους για την ορθότητα του λόγου τους, σε σημείο που να θεωρείται η ανάγνωση προτέρημα και όσοι διαβάζουν αξιόλογοι.
Επηρεασμένος από ότι έχει διαβάσει, κάποιος θα αντιδράσει διαφορετικά σε ένα ερέθισμα, από ό,τι θα αντιδρούσε χωρίς την καθοδήγηση του βιβλίου. Και ας βάλουμε στην πάντα ότι το μυαλό του αναγνώστη κρατάει μόνον τα ωφέλιμα από κάθε βιβλίο. Ωφέλιμο υποδειγμένο σαν τέτιο από άλλους, είναι καταστροφικό για τον άνθρωπο.
Τα βιβλία είναι που δίνοντας πρότυπα, κάνουν τους αναγνώστες τους στην καλλίτερη περίπτωση όντα ετεροκίνητα, αν δεν τους κάνουν να φέρονται αλλοπρόσαλλα. Και στις δυο περιπτώσεις οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να ακολουθήσουν τη φύση τους: τα θέλω τους, τις επιδιώξεις, τα όνειρά τους.
Τα παραπάνω για τα βιβλία ισχύουν για όλες τις κατηγορίες τους: από τα παιδικά παραμυθάκια έως τις βαθυστόχαστες φιλοσοφικές θεωρίες. Έτσι, δεν επιβαρύνεται η κατάσταση του ανθρώπου από το γεγονός ότι στη διάρκεια των χιλιετηρίδων επιλέχτηκε να διατηρηθούν τα υπέρ της πλουτοκρατίας βιβλία-την ίδια ζημιά θα έκαναν και τα βιβλία που κάηκαν ή γενικά χαντακώθηκαν, όσες κι αν φιλολαικές και δημοκρατικές ιδέες και αν περιείχαν.
Αμόρφωτους και άξεστους χαρακτηρίζουν οι βιβλιοχρήστες όσους δεν έχουν πιάσει στα χέρια τους βιβλίο. Όμως, ότι κι αν κάνουν, αυτοί είναι οι μόνοι ελεύθεροι άνθρωποι.
Τα βιβλία κατευθύνουν τον άνθρωπο. Και αυτό είναι στέρηση της ελευθερίας.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 12:28 π.μ.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 10:32 μ.μ.
ΧΑΤΖΗΜΠΡΑΒΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΏΝ
Δευτέρα, 1 Μαρτίου 2010

Κύριε Χατζηνικολάου
σας άκουσα να λέτε ότι όταν ετοιμάζαμε τους Ολυμπιακούς αγώνες εσείς γεμίζατε περηφάνια και αποκτούσατε όραμα.
Μα και ο πιο ανόητος ήξερε ότι για να κάνουμε (-με;) τους Ολυμπιακούς Αγώνες θα πουλιόμαστε οικονομικά, ότι από τα λεφτά για τα έργα θα έτρωγαν τα περισσότερα οι συνήθεις φαταούλες, ότι η ασφάλεια των Αγώνων, που οι ξένοι θα ήσαν οι εργάτες της και οι υπεύθυνοι γι αυτήν, θα έτρωγε ό,τι θα απόμενε από τις σάρκες μας, ότι αυτό θα ήταν η αρχή του οικονομικού καταποντισμού μας.
Πώς αυτά κατάφεραν να σας γεμίζουν περηφάνια και μεταρσίωση μόνο ο θεός το ξέρει.

Σας άκουσα ωρυόμενον να υπεραμύνεστε του Πάγκαλου που είπε στους γερμανούς για τις αποζημιώσεις που μας χρωστάνε.
Απόρησα γιατί έπρεπε να το ακούσετε από τον Πάγκαλο για να ξεσηκωθείτε με τον τρόπο αυτόν και δεν το κάνατε όταν το ακούσατε από στόματα άλλων, πολιτικών και μη.  Το μυαλό μου δεν πηγαίνει αλλού από την εξήγηση ότι έτσι πράττοντας θέλατε να γλύψετε τον Πάγκαλο.

Μα το σπουδαιότερο είναι όταν «πιέζατε» την κυρία Παπαρήγα να σας απαντήσει στην επίμονη ερώτησή σας: «γιατί λέει πως πρέπει να πληρώσουνε όσοι τα έκλεψαν», αφού «πώς να βρουν τους κλέφτες και πού να βρουν τα χρήματα, ενώ εκείνο που τώρα προέχει είναι η σωτηρία της χώρας» «και γι αυτήν τη σωτηρία πρέπει όλοι οι έλληνες να πληρώσουν»;
Μα κύριε Χατζηνικολάου, κι εσείς κι εγώ και ολόκληρος ο ελληνικός λαός (και πολλοί μη έλληνες) ξέρει ποιοι έκλεψαν τα λεφτά που μας λείπουν. Φτάνει μόνο ο πρωθυπουργός και οι πολιτικοί να θελήσουν να τα πάρουν πίσω. Και για ευκολία δε θα είχαν παρά να κοιτάξουν σ’ έναν καθρέφτη και να βάλουν το χέρι τους στην τσέπη τους.
Ως για το να πληρώσουν όλοι οι έλληνες, θα σας πω γιατί θα αρνιόμουν εγώ να πληρώσω-και διαβάζοντας τα παρακάτω θα ξέρετε πολύ καλά ότι μιλάω στο όνομα έξη εκατομμυρίων ελλήνων.
Γιατί να πληρώσω-τι έχω να χάσω αν δεν πληρώσω και η Ελλάδα βουλιάξει-χαθεί-φτωχέψει; Τίποτα
Με το μηνιάτικό μου μόνον επιζώ.
Θα χάσω το σπίτι μου; νοικιάζω.
Θα χάσω τις ταβέρνες, τις δεξιώσεις, τα μπουζούκια; Σε ταβέρνα μόνο απέξω περνάω.
Θα χάσω τις διακοπές μου; Ποτέ δεν κατόρθωσα να πάω.
Θα χάσω τις μετοχές μου, τις διασκεδάσεις μου, τη βίλλα μου; Ποτέ δεν είχα.
Ένα κομμάτι ψωμί, δηλαδή ό,τι έχω και τώρα, πάντοτε θα βρω να φάω, είτε με τη χώρα φτωχή είτε «πλούσια».
Τι θα έχανα λοιπόν αν δεν συνεισέφερα στη σωτηρία (λες και υπάρχει σωτηρία γι αυτήν!..) της Ελλάδας;
Δεν έχουμε κι εμείς όμως ένα βήμα από το οποίο να μιλάμε βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους, επειδή όλα τα τέτοια βήματα δίνονται σε ανθρώπους όπως εσάς, που με γνώση, τέχνη, μαστοριά, πονηριά, υποκρισία, ύφος, μαεστρία, υπηρετείτε τους κλέφτες με ανάλογα (ή δυσανάλογα) ανταλλάγματα.



Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 3:02 μ.μ.
ΣΤΟ "ΤΙΜ" ΤΩΝ ΤΡΕΜΗ, ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΤΗΣ ΠΑΡΕΑΣ ΤΟΥΣ ΤΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥ ΕΙΔΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΟΧΤΩ
22-2-10.

Οι γερμανοί μας έδειξαν την Αφροδίτη με τεντωμένο ψηλά το μεσαίο δάχτυλο.
Και όλοι εκεί εξεγέρθηκαν. Κατηγόρησαν τους γερμανούς ως και για ρατσισμό. Κυρίως όμως τους κατηγόρησαν για το ότι αυτό που ήθελαν να δηλώσουν με αυτό που έκαναν, είναι ψέμα-πως όχι, οι έλληνες δεν είναι αλήθεια να λέγονται ψεύτες και κλέφτες και παλιανθρώποι. Εξανέστη ακόμα το «τιμ» διότι τους έλληνες όπου τους βρουν στη Γερμανία, τους λένε απατεώνες: «έλληνας είσαι; Απατεώνας είσαι!...»
Το έγκλημα που κάνουν έτσι τα ΜΜΕ είναι μεγαλύτερο από τις κλοπές που όλα τους μαζί και κάθε δημοσιογράφος χωριστά διαπράττει.
Επειδή πάντοτε ωραιοποιούν τους έλληνες όταν κάποιοι τους τα ψέλνουν λέγοντας την αλήθεια. Κρύβουν έτσι την αλήθεια από το λαό, καλύπτοντας τη βρωμιά που κάθε φορά ξεσηκώνεται όταν κάποιος έλληνας ή κάποιοι έλληνες συμπεριφέρονται «ελληνικά».
Ας πούμε όταν τολμήσει κάποιος να πει ότι οι αστυνομικοί είναι ανεκπαίδευτοι, κατακεραυνώνεται είτε με τρόπο είτε ευθέως. ‘Όταν οργιάζει μια βρωμερή κατάσταση στο κράτος ή ανάμεσα στους βουλευτές, ή στους παπάδες, ή σε «υψηλά ιστάμενους» (ή «επώνυμους»), όλα αυτά καλύπτονται είτε με κραυγαλέα σιωπή είτε με κυνήγημα των «συκοφαντών». Η Ελλάδα είναι τελευταία σε κάθε καλό, όμως τα ΜΜΕ βρίσκουν ότι και άλλες χώρες κάνουν το ίδιο, όμως γι αυτές τις χώρες δεν μιλάει κανείς:για τα ΜΜΕ κάποιοι έχουν βαλθεί να κακολογούν αδίκως την Ελλάδα-ποιος ξέρει, ίσως από ζήλεια…
Τα ΜΜΕ συμπεριφέρονται όπως ένας κακός πατέρας που έχει ένα παιδί που κλέβει. Όταν πουν κλέφτη το παιδί του, επιτίθεται στον «υβριστή» ενώ χαϊδεύοντας το γιο του στο κεφάλι του λέει: «άστους παιδί μου, δεν ξέρουνε τι λένε, είδες όμως εγώ; τους έδωσα και κατάλαβαν». Και, παιδί και πατέρας εξακολουθούν να ζούνε στον κόσμο τους.
Αλλά όχι μόνον ο έλληνας ποτέ δεν κάνει ό,τι τον κατηγορούν οι ξένοι ότι κάνει, αλλά και είναι ο γεννήτορας κάθε καλού πάνω στη γη. Ως και το μπέϊζ-μπωλ και το πόλο πρώτος αυτός τα έπαιξε. Για να αφήσουμε το ότι η Ελλάδα είναι η διδάξασα τη Δημοκρατία, όπως μας μάς λένε εκείνοι που έχουν συμφέρον να λένε τέτοια…
Και ούτε σκέψη να δεχτούν την «λοιδορία» της Ορθοδάκτυλης Αφροδίτης με το κεφάλι σκυμμένο και με απόφαση να διορθωθούν. Και ούτε σκέψη να δώσουν το παραμικρό δίκιο στους «λοιδορούντες».
Λες και δεν μπήκαμε στην ΕΟΚ με ψεύτικα στοιχεία… λες και δεν δώσαμε ψεύτικα νούμερα τα τελευταία χρόνια… λες και όταν έρχονται στην Ελλάδα δεν τους κλέβουμε από τον ταξιτζή μέχρι τον εστιάτορα, τον ξενοδόχο, τον έμπορο… λες και όλος ο κόσμος δεν ξέρει τι κουμάσια είμαστε… λες και στο γαλλικό λεξικό «γκρεκ» δεν σημαίνει κλέφτης…
Το ψέμα έχει μπει τόσο στη ζωή μας, η κοροϊδία εαυτών και αλλήλων είναι τόσο ένα με μας, που ποτέ δεν παραδεχόμαστε τις αλήθειες, που έτσι μένουν μακριά από μας στη γωνία σαν τιμωρημένος μαθητής.
Κι όποιος πει ότι οι ξένοι έχουν δίκιο, ποιος είδε το θεό και δε τον φοβήθηκε-αυτός είναι ανθέλλην και προδότης.
Όμως ταιριάει στην Ελλάδα μόνον η παροιμία: «αν δεν παινέψεις το σπίτι σου πέφτει και σε πλακώνει». Ενώ οι ξένοι λένε «αν δεν χτίσεις γερά το σπίτι σου πέφτει και σε πλακώνει». Μα αυτοί είναι κουτόφραγκοι και αμερικανάκια. Τι φελάνε μπροστά στον πανέξυπνο και δαιμόνιο έλληνα;…Τον έλληνα που δεν ξέρει πού να βάλει τη δόξα που έχει μαζέψει ανά τους αιώνες-από πού ν’ αρχίσει κανείς, από τον τρωικό πόλεμο; από τους περσικούς πολέμους; από το Βυζάντιο (κι αυτό ελληνικό!), από την «επανάσταση» του εικοσιένα; από το δώδεκα; το σαράντα; από πού;… και κανενός δεν περνάει από το μυαλό πως δόξα παίρνουν όλοι οι λαοί στον πόλεμο και ότι δόξα έχουν οι λαοί μόνον εκείνοι, που κερδίζουν δάφνες στους αγώνες της ειρήνης!
(Έζησα και από κοντά την κατάσταση αυτή στην Αμερική-όταν οι αμερικάνοι άκουγαν έλληνας, κουμπώνονταν.)
Ως για τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, «ανάξιο σχολιασμού» το θέμα! Έδωσε τόπο στην οργή!... μεγαλόψυχος!... τους αφήνει να καταλάβουν μόνοι το λάθος τους!!!!!...
Και ο Πετσάλνικος, άλλος γελοίος, θα καλέσει λέει τον γερμανό πρεσβυ να του παραπονεθεί. Έτσι φαντάζομαι θα παραπονέθηκε και το γαϊδαράκι στον πετεινό όταν αυτός το είπε «κεφάλα».
Αυτά. Και η Ελλάδα τραβάει μπρός…


Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 2:37 μ.μ.
ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ VS.   ΚΑΝΕΛΛΗ
23-2-10, Τρίτη

Παπαδάκης και Κανέλλη μαλώνουν για την αυριανή πορεία.
Η Κανέλλη λέει φασίστα τον Παπαδάκη. Ο Παπαδάκης θυμώνει και ωρύεται. «Εμένα», λέει, «δεν μπορείς να με πεις φασίστα-εγώ και η οικογένειά μου έχω κάνει αγώνες και έχω απολυθεί πολλές φορές».
Και βέβαια όποιος έχει κάνει αγώνες, πρέπει, κατά τον Παπαδάκη, να βολεύεται σε μια χρυσοπληρωμένη θέση και να αποβλακώνει το λαό με εκπομπές που λόγω «αγώνων» του έχουν εμπιστευτεί ακριβώς για να προωθήσει αυτή την αποβλάκωση. Τώρα οι αγώνες που αυτός έκανε τι αγώνες είναι; Υποθέτω μετά βεβαιότητος ότι ο Παπαδάκης απαραιτήτως ή θα ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο ή θα πέρασε απέξω τις ημέρες εκείνες. Και αυτό νομίζει ότι του δίνει το δικαίωμα να γαυριά και να προκαλεί τους πάντες με την άσκοπη και γελοία καθημερινή του εκπομπή.
Και νομίζει ότι του δίνει το δικαίωμα να πηγαίνει στα καλλίτερες ιδιωτικές κλινικές όταν αρρωσταίνει, να τρώει στα καλλίτερα εστιατόρια, να έχει βίλλες και τα ακριβότερα αυτοκίνητα και γενικά να ζει ζωή χαρισάμενη, ενώ εκατομμύρια άλλοι μέσα στην ίδια χώρα να μην έχουν ούτε ψωμί.
Όπως το ίδιο καλά βέβαια περνάνε και όλοι όσοι «αγωνίστηκαν» στο Πολυτεχνείο-νυν μεγαλογιατροί, μεγαλοδικηγόροι, επιχειρηματίες, πολιτικοί, βιομήχανοι και όλοι οι πρώτοι σε χρήμα κάθε επαγγέλματος, επειδή μεταξύ τους αλληλοϋποστηρίζονται και αλληλοπροωθούνται.
Πολυτεχνιώτες μας «κυβέρνησαν» από το ογδονταένα και μετά, πολυτεχνιώτες έφαγαν με χρυσά κλεμμένα κουτάλια όλα αυτά τα χρόνια, πολυτεχνιώτες πιάσανε τα πόστα σε κάθε πόλη και χωριό και άπληστα και ατιμώρητα φάγανε και φάγανε χωρίς να δίνουνε λογαριασμό σε κανέναν, πολυτεχνιώτες φκιάσανε μια πολιτεία στα μέτρα της κοιλιάς και του πέους τους, πολυτεχνιώτες βούλιαξαν την Ελλάδα στο τέλμα της έσχατης διαφθοράς και τελευταία-σήμερα-στην κρίση τη μεγάλη.
Και όσοι δεν πήγαν να κλειστούν στο Πολυτεχνείο; Αυτοί δεν έχουν δικαίωμα στη ζωή; Και όσοι αγωνίστηκαν για να φέρουν τη χούντα; Δεν αγωνίστηκαν κι αυτοί; Και όσοι αγωνίστηκαν για να φέρουν τον κουμουνισμό, δεν αγωνίστηκαν κι αυτοί; Και όσοι αγωνίστηκαν για το δικαίωμα των θηλυκών ιπποποτάμων  στην ανισύλληψη, δεν αγωνίστηκαν κι αυτοί; Και όσοι αγωνίστηκαν για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των  δεν αγωνίστηκαν κι αυτοί; Και όσοι αγωνίστηκαν για να σβήσουν την Ελλάδα από το χάρτη δεν αγωνίστηκαν κι αυτοί;
Γιατί όλοι αυτοί να μην έχουν μερίδιο στα πλούτη;
Ή μήπως ο ένας αγώνας είναι «καλός» ενώ ο άλλος όχι;
Και όποιος λοιπόν δεν νίκησε πρέπει να θαφτεί ζωντανός;
Και όμως, αυτό ωρυόμενος υποστηρίζει ο Παπαδάκης.
Ε λοιπόν Παπαδάκη, ας ξέρεις ότι κάποιοι όπως εγώ, μπροστά σε αγωνιστές σαν και σένα, βγάζω το καπέλο για να το βάλω μπροστά στη μύτη μου και να μετριάζω έτσι λίγο τη μπόχα.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 8:44 π.μ. 





ΓΕΝΙΚΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΓΙΑΤΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΓΕΛΑΝΕ.


Όταν οι γωνίες του στόματος τραβιούνται προς τα πίσω, όπως στο γέλιο, τότε ο άνθρωπος δεν γίνεται να δαγκώσει. Και στα θηρία (όπως κάποτε ήταν ο άνθρωπος) αυτό σημαίνει ειρηνικές διαθέσεις. Όταν ο άνθρωπος "εκπολιτίστηκε", το πρωτόγονο “γέλιο” του εξελίχτηκε σε όλα τα είδη του γέλιου που ακούμε σήμερα, που δείχνουν την καλή διάθεση αυτού που γελάει, με όλες τις γνωστές σε όλους συνέπειες.
Και δεν ήταν το γέλιο αποτέλεσμα ευφυίας του ανθρώπου, αλλά υπάρχει και σήμερα-στην πρωτόγονη μορφή του- και σε ζώα, σαν ένδειξη της καλής τους διάθεσης απέναντι σε άλλα ζώα ή στον άνθρωπο.
Για παράδειγμα, ο λύκος της ανταρκτικής, που, αποδειγμένα από τους ειδικούς, όταν θέλει να δείξει τις καλές του διαθέσεις, τραβάει τις γωνίες του στόματος προς τα πίσω.
Αλλά δέστε και τα σκυλιά όταν είναι χαρούμενα.


*


Ο ΜΥΘΟΣ "Ο,ΤΙ ΘΕΛΕΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ-ΑΣΤΟ ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ ΜΟΝΟ ΤΟΥ, ΜΗΝ ΤΟ ΕΠΗΡΕΑΖΕΙΣ"

Μεγαλύτερη βλακεία δεν υπάρχει. Και πολλοί συγγενείς του παιδιού, υπακούοντας σ' αυτήν, βλέπουν άπρακτοι το παιδί τους και τις αποφάσεις του.
Όμως το παιδί δε ζει μέσα σε μια γυάλα για να παίρνει αποφάσεις "μόνο" του. Συναναστρέφεται με άλλους ανθρώπους:συμμαθητές, φίλους κλπ. Και ποτέ κάποιος-ούτε και το παιδί-δεν αποφασίζει "μόνος" του. Κάθε απόφασή "του" είναι το αποτέλεσμα ενός συνοθυλεύματος συμβουλών, συζητήσεων, προτροπών κλπ άλλων.
Και οι βλάκες γονείς νοιώθουν πολύ ευτυχείς που το παιδί τους έκανε κάτι "μόνο" του, χωρίς δηλαδή να επηρεαστεί από κανέναν.
Έτσι έχουμε παιδιά που "διαλέγουν" να γίνουν βαποράκια, νταβατζήδες, αεριτζήδες, ή, όταν η εκλογή δεν αφορά αποκλειστικά το επάγγελμα αλλά και τις έξεις και τις συνήθεις,να γίνουν ναρκομανείς, χαρτοπαίχτες, κλέφτες, μπεκρήδες.
Τότε ο γονιός λέει περήφανος: "Ακολουθησα τον ρου της κοινωνίας-άφησα το παιδί μου ανεπηρέαστο να πάρει το δρόμο που αυτό (!) διάλεξε στη ζωή!"


*

ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ

Αφού η γη προυπήρχε της ζωής, όλα τα ανθρώπινα έχουν μιαν αρχή.


*

ΑΙΤΙΟ ΤΗΣ ΔΥΣΤΥΧΙΑΣ

Η ζωή είναι μια αρρώστια στο κορμί του Σύμπαντος. Αντιπαλεύει τις αρχές του, αλλάζει θέσεις στα συστατικά του, χαλάει την Τάξη του. Το αντίτιμο γι αυτό είναι η δυστυχία της.


*

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝ

Το μηδέν πάντοτε θα είναι μηδέν. Οι άνθρωποι ματαιοπονούν προσπαθώντας να φτιάξουν μέσα του κάτι. Μα δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς-η ατέλεια της γνώσης τους τούς σπρώχνει να ματαιοπονούν. Και σκαρφίζονται διάφορα: ωραίες λέξεις, ωραία οικοδομήματα, ωραίες σχέσεις. Μα τίποτα ωραίο δεν υπάρχει όπως ούτε και κάτι άσχημο. Εκείνοι όμως προχωρούνε σίγουροι πως κάτι κάνουν.

Δεν υπάρχει τίποτα. Όλα είναι ένα μηδέν. Μέσα του όλα συντελούνται-ένα μικρότερο μηδενικό το κάθε τι.

Ελευθερία, τιμιότης, δίκαιο, δημοκρατία, πίστη, καλωσύνη και κακία, όλα είναι δημιούργημα των εκάστοτε ισχυρών σύμφωνα με το συμφέρον τους.

Ο φόβος κάνει τον άνθρωπο να μην βλάπτει τους άλλους. Αν δεν υπήρχε αυτός, η ανθρωπότητα θα ήτανε μια ζούγκλα-όπως πρέπει να είναι.

Κάθε άνθρωπος είναι το Σύμπαν. Όλα συντελούνται μέσα στο μυαλό του.


*

ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΟ

Ο Θεός των Δυτικών είναι εφεύρεση του Αβραάμ για να διαφυλάξει την περιουσία του και τα υπάρχοντά του. Ήτανε πάμπλουτος. Είχε γυναίκες πολλές (εξού η εντολή "ουκ επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλησίον σου"), είχε χιλιάδες ζώα, δούλους και άλλα αγαθά (εξού η εντολή "ου κλέψεις") και έτσι για όλες τις εντολές. Βιβλία που αντιστρατεύονταν τις εντολές αυτές καταστράφηκαν και δεν μπήκαν στην Παλαιά Διαθήκη, όπως αργότερα καταστράφηκαν από τον Πλάτωνα τα βιβλία των προσωκρατικών φιλοσόφων και αργοτερα τα βιβλία των γερμανόφωνων διανοούμενων.


*

ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟ
Πέταξε ένα χαρτί στο δρόμο. Ένας περαστικός του είπε: "Δεν ντρέπεστε να βρωμίζετε τη χώρα;" Ο πρώτος του απάντησε: "Και σεις δεν ντρέπεστε να γεμίζετε με ζητιάνους τη χώρα όλη; Και δεν ντρέπεστε να αφήνετε να γιγαντώνει το πρόβλημα του θερμοκηπίου;" Ο άλλος: "Κάνω ό,τι μπορώ".
Ώσπου να ψηθούμε από τον ήλιο θα ζητιανεύουμε σε μία καθαρή χώρα.
Τετάρτη, 31 Ιανουαρίου 2018
(παλιότερα)   

 ΣΤΟ ΦΙΛΟ ΜΟΥ ΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ

Δημήτρη,καλή πόλη το Λουτράκι.
Κι απ’ όλους τους θεούς ευλογημένη.
Από μικρό που ήμουνα παιδάκι
μες στην ψυχή την είχα εγώ κλεισμένη.

Γιατί όταν οι γονείς μου εκεί ερχόνταν
για τα ρευματικά κι αρθριτικά τους-
η αφεντιά μου πηγαινοερχόνταν
στης πόλης τους χαρούμενους δρομάκους.

Μετά η ζωή στα νύχια της με πήρε΄
κι αφού απ’ ό,τ’ ήμουν άφησ’ ένα ράκος
«Τώρα»,μού είπε, «όπου θέλεις σύρε...»
Κι εγώ,ένας αξιολύπητος γεράκος,

γυρνώ και βλέπω τα παλιά μου μέρη
για τελευταία θωρώντας τα φορά μου
προτού το σπλαχνικό του Χάρου χέρι
κι αυτή την ύστατη κόψει χαρά μου.

Αλλ’ ας τελειώνω-γρήγορα τους νέους
τα λόγια των μεγάλων τους κουράζουν.
Σειρήνες άλλου τους καλούνε Χρέους-
άλλες φωνές Χαμού αυτούς τους κράζουν.

Μα θέλω να σου πω προτού σ’ αφήσω
πως σ’ όποια κι αν φωνή εσύ απαντήσεις,
ό,τι κακό θα το αφήσεις πίσω
κι όλο καλά στη ζωή σου θα τρυγήσεις.

Παιδιού ενός έξυπνου καθώς εσένα,
και θαρραλέου,και με καθάρια μάτια,
η ζωή του δε θα πάει στα χαμένα
σε όποια κι αν βαδίσει μονοπάτια:


*


ΣΤΟ ΧΩΡΙO

Να το κερί. Το βλέπω καθώς λιώνει
φωτίζοντας αχνά την κάμαρά μου.
Κάποιο αόρατο για τη ματιά μου
το κόβει αργά και σταθερά πριόνι.

Και όλο λιγοστεύοντας δω χάμου,
χαρτιά μου δείχνει, ξύλα, ένα κασόνι...
να! τώρα του θερμού του γάμου
η σμίξη με τη φλόγα τελειώνει.

Δυο λαμπυρίσματα προτού να σβήσει
και τέλος. Σαν μια σκότους δίνη
στο δωμάτιό μου ένας καπνός θα πλέει
ενώ από μένα μοναχά θα μείνει
μιαν απουσία, πως πέθανα να λέει
χωρίς να έχω τίποτα φωτίσει.


*


Ο ΓΆΜΟΣ ΤΗΣ ΝΤΑΝΙΈΛΑΣ
(Μάρτης ’10, 2010)

Ήταν δεκαεξάχρονη
τώρα είναι παντρεμένη.
Ήταν αγριολούλουδο
ανθός σε βάζο τώρα.
Ήταν αδέρφι του ηλιού
τώρα σβηστό φεγγάρι.
Ήταν  τραγούδι και μιλιά
βουβό είναι τώρα στόμα.
Ήταν αστέρι λαμπερό
κι είναι κερί σε τάφο.
Ήταν δεκαεξάχρονη
και τηνε ξεπουλήσαν.




*



ΤΟ ΣΠΊΤΙ ΠΟΥ ΑΓΆΠΗΣΑ

Το σπίτι που αγάπησα
 κι έχει χτιστεί για μένα-
το σπίτι που αγάπησα
το πήραν χέρια ξένα.

Και χρήματα το γέμισαν
και κρύα χρυσά το ντύσαν
και χρήματα  το γέμισαν
και κάθε ωραίο τού σβήσαν.

Και κείνο κλαίει και πονεί
και άχαρο όλο μένει-
και κείνο κλαίει και πονεί
και η ψυχή του βγαίνει.

Το σπίτι που μ’ αγάπησε
θλιμμένο με ζητάει
το σπίτι που μ’ αγάπησε
στον τάφο μ’ ακλουθάει.


*



Ο ΞΥΛΕΜΠΟΡΟΣ

Ερπετό που ξέφυγε απ' την Ιουράσιο
και μυαλό έχει λιγοστό και μασά σανό
κι ένα πρόχειρο έφτιαξε ξύλινο εργοστάσιο
κι ανεπίπλωτο έστησε σπίτι σε βουνό.

Και απάνου χέστηκε στα στρεβλά του πόδια
γιατί κάθε Σάββατο σπίτι κουβαλεί
σαν και κείνονε φυτά, σαν και κείνον βόδια
να 'χει ολοβδόμαδα συντροφιά καλή.

Μες στο λιλιπούτειο του άθλιο μετερίζι
τη σημαία μιας δύναμης ύψωσε κενής
κι υπηκόους του κράτους του όλους τους νομίζει
όμως δε νομίζει αυτόν άρχοντα κανείς.

Αλλ' αυτός-ψώνιο γερό-κάτω δεν το βάζει-
στην κορφή του κοτετσιού πάει κι από κει
το λειρί του σείοντας κικιρί φωνάζει
κι αφού άλλο δεν μπορεί κάνει κριτική.

Και ιδέα έχοντας άντρα πως τον κάνει
τη φτωχή γυναίκα του να ταλαιπωρεί
κάθε του μικρότητα πάνω της ξεσπάνει
και νευρώσεις της γεννά όσο το μπορεί.

Τη μικρόνοια μόνη του έχοντας παρέα
όλα με το μέτρο της το αχαμνό μετρά
κι όσα έχει άσχημα τα θαρρεί ωραία
και δικό του γέννημα όλα τα φερτά.

Καμαρώστε τον! Ιδού! Από τη δουλειά του
βιαστικός στο σπίτι του πάντοτε τραβά
και βαφτίζει αρμοστά κι ίσια όσα κοντά του
κουβαλεί ανάρμοστα και κρατεί στραβά.




*




ΤΑ ΚΟΡΊΤΣΙΑ ΣΤΑ ΔΙΌΔΙΑ

Ένα Χαμόγελο στα Διόδια
και της Χαράς ανοιούν τα ρόδια
τ’ Αηδόνι πάλι τραγουδάει
πάλι η Ζωή χαμογελάει.

Και η Ευχούλα«καλό Δρόμο»
απ’ την Ψυχή διώχνει τον Τρόμο
και το Αμάξι λες μεθάει,
και δεν κυλάει στη Γη-πετάει.

Κι αχ! ένα βλέμμα όλο γλύκα
το «εν Τούτω» μας θα είναι «νίκα»
σ’ όποια κι αν μάχη οδηγάει
ο Δρόμος που άφευγα μας πάει.



*


ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΌ ΤΡΑΓΟΎΔΙ
ΤΗΣ ΓΙΟΥΡΟΒΊΖΙΟΝ

Το γελοίο τραγούδι του Αλκαίου
και ο ίδιος ο γελοίος ο Αλκαίος.
Και τριγύρω οι ανόητοι κι οι γλύφτες
γαυριώντες για το «ΟΠΑ» να γιορτάζουν,
για τα λόγια τα μεστά φιλοσοφίας,
για τη δύναμη, το κέφι, τη ζωντάνια,
για τα λόγια ελληνικά που όλα είναι
κι η Ευρώπη πέρα ως πέρα θα λατρέψει.
«Περασμένα ξεχασμένα…» και κρατάει
στα γερά η προπαγάνδα η αχρεία
ότι όλα ο λαός θα τα πληρώσει
κι άλλων χρέη με χαρά θα ξεπληρώσει.
Και ακούμε τα ίδια πάλι και τα ίδια
σαν την κάθε τη χρονιά τέτοιες ημέρες:
αίνους πάλι απ’ της τιβί τους λυμεώνες
που ξερνάνε ό,τι τους πουν τ’ αφεντικά τους.
Και η λόξα της φυλής ξανά πετιέται
και η λύρα όπως χτυπάει κι αυτή χτυπιέται
και ακούς πως θεία είναι η μελωδία,
πως οι στίχοι  αυτοί πηγαίνουνε για Νόμπελ,
ότι έχει ομοιογένεια ολ’ η παρέα
και μαζί δεμένα είν’ όλα της τα μέλη,
και σκοπό πως έχουν μόνον, όλ’ η Ευρώπη,
ως τα ουράνια ένα «ΟΠΑ» να φωνάξει-
επιδιώξεις ευγενείς, ελλήνων ίδιες,
στο δικό της σπίτι μόνο κατοικίδιες…
Κι οι χαζά γελώντας νέοι μας και νέες
ιαχές χαράς γεμίζουν τους αιθέρες
γιατί πάλι μεγαλούργησε η Ελλάδα
επειδή στα τελικά έχει περάσει
κι επειδή με πόζα οδεύει και με βιάση
την πρωτιά την ποθητή να καταλάβει
που την έχει κιόλας να! μες στο τσεπάκι.
Κι οι πιο ξύπνιοι απ’ τους χαζούς ελληνολάτρες
για να έχουν άλλοθι ένα για την ήττα
που μπορεί-παρά την τόση σιγουριά τους-
οι πανάξιοι να υποστούν τραγουδιστές μας,
«είδες;», λεν, «ο σκηνοθέτης, πόσο χάλια
παρουσίασε κινήσεις και φωνές μας;…
…αν τα ίδια και τη μέρα κάνει εκείνη…»
και με νόημα εκεί η φωνή τους σβήνει.




*




ΓΙΆΝΝΗΣ,
                Ο ΓΛΎΠΤΗΣ
        ΤΗΣ ΞΥΛΟΚΈΡΙΖΑΣ

Τάχατες ξέρει η Ξυλοκέριζα τι έχει;
Τάχα η Κόρινθος ξέρει τι χάνει;
Όχι, καμιά δεν ξέρει, αλλιώς Γιάννη,
ως τώρα θα ’σουνα ο Εκλεκτός τους.

Ξέρουν τα Μάρμαρα όμως, που βαθιά τους
Ψυχές Ατέλεστες βουβά πλαντούσαν,
με Αγωνία ’παντέχοντας τον Πλάστη
τη Ζωοδότρα Πνοή που θα τους δώσει.

Ξέρουνε τ’ Άτια που έχεις κιόλας ζήσει,
ξέρουν η Σφίγγα και η Κόρη που ήρθαν
για να δικιώσουν την Kαλαισθησία
κι αιώνια για να μείνουνε στον Κόσμο.

Ξέρουν τα όντα που τυφλά θα ήσαν
αν μάτι κανενός δεν τα θωρούσε
και που υμνώντας σε καυχιούνται τώρα:
 «Υπήρξαμε κι εμείς κάτω απ’ τον ήλιο!»

Γιάννη, αφότου είδαμε το θάμα,
η σκέψη μας πλανιέται στην αυλή σου
από ’να σ’ άλλο άγαλμα πετώντας
μην ξέροντας ποιο να πρωτοδοξάσει.

Ευλογημένη, κι η ώρα που σ’ εγέννα,
κι αυτή στο σπίτι σου όπου μ’ έχει φέρει:
οι δυο τους σμίξανε και γίναν στέριο,
νύχι καθώς με κρέας είναι, ταίρι.

5-6-10



*


                      ΑΘΩΟΤΗΣ
Το σύμπαν είναι ο θεός.
Οι γαλαξίες τα κύτταρα του σώματός του.
Ο ήλιος ο πυρήνας σ’ ένα του άτομο.
 Η γη ένα ηλεκτρόνιο του ατόμου αυτού.

Έτυχε τώρα το ηλιακό μας σύστημα
να είναι άτομο σ’ ένα απ’ τα κύτταρα
του πεπτικού συστήματος του θεού.
Δε φταίμε εμείς που είμαστε σκατά.







Ο ΔΆΦΝΗΣ

Ο Δάφνης, στη γωνιά, πουλάει αρώματα
φτηνά για τις γυναίκες φτιασιδώματα.
Μπαίνουνε μέσα πλούσιες οι καημένες
και βγαίνουν για μπογιές ξεπουλημένες.

Απέναντι το «ΞΈΡΟΞ» πάντοτε άδειο
με το ξεκουρντισμένο του το ράδιο
και παραπέρα το «ΌΡΚΕΣΤΡΑ», γεμάτο
με ρούχα παιδικά από πάνω ως κάτω.

Κρίση. Κανένας ρούχα δεν ψωνίζει
κι ούτε με γράμματα κόλλες γεμίζει.
Στου Δάφνη μόνο το θρασύ το χάνι
πληθαίνει το ζουρλό γυναικομάνι.

Γυναίκες. Με μυαλό πάνω απ’ την κόμη
που αλλάζουν τρίχωμα μα όχι γνώμη.
Γυναίκες. Όντα αλλόκοτα ενός κόσμου
που φευ! έτυχε να ’ναι ο δικός μου…
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 12:29 μ.μ.
(παλιότερα)

Ρε γαμότο, μη ξέροντας από ίντερνετ, δεν ξέρω τι σχέση έχει ο Τσιλιμίδης μ’ αυτό το μπλογκ, στο οποίο βάζω σήμερα αυτά τα γραφτά. Ελπίζω οι σχέσεις του με αυτό να είναι ότι το διαβάζει πού και πού, γιατί έτσι θα διαβάσει και αυτά τα λόγια που γράφω εδώ γι αυτόν. Και τα γράφω γιατί αλήθεια ο άνθρωπος αυτός με έχει ενθουσιάσει με της εκπομπή του «Ξάγρυπνος στη ΝΕΤ». Έχω λοιπόν μείνει κατάπληκτος πρώτα από όλα με την ευγένειά του. Δεν διακόπτει ποτέ τους ανθρώπους που μιλάνε, παρά μόνο όταν κάποιος ή κάποια από αυτούς συνομιλεί μαζί του.
Και είναι αξιοθαύμαστο ότι ο κύριος Τσιλιμίδης δεν χάνει τον πολύτιμοι χρόνο του να εξηγεί στους διακοπτόμενους γιατί τους διακόπτει. Και δεν καταλαβαίνουμε ούτε εμείς γιατί διακόπτονται οι τηλεφωνούντες. Καταλαβαίνει όμως κανείς ότι πρέπει να έχουν παραβιάσει οι άνθρωποι αυτοί κάποιον ιερό και σε όλους γνωστόν κανόνα, τέτοιον, που δε χωράει εξηγήσεις και ούτε η παραβίασή του διορθώνεται με κάποια συγνώμη. Γιατί αλλιώς ο κύριος Τσιλιμίδης θα τους διέτασσε να ζητήσουν συγνώμη και να τελείωνε έτσι το θέμα. 
Αυτά όμως όλα δεν γίνονται συχνά επειδή όποιος παίρνει ξέρει από πριν τα γούστα του κυρίου Τσιλιμίδη και φροντίζει να συμπλέει με αυτά.

Και δεν ζητάει και πολλά ο κύριος Τσιλιμίδης:να μην του κατηγορήσουν την εκπομπή του, να του λένε ότι με τόσα προβλήματα ψυχολογικά που λύνει κάθε βράδυ έχει κόψει τη δουλειά των ψυχιάτρων, να του λένε πως είναι η καλλίτερη παρέα τους  και ότι τον ακούνε ανελλιπώς, ότι τα ποιήματα τα διαβάζει δέκα φορές καλλίτερα από τον Δημήτρη Χορν, και άλλα τέτοια. Απλά πράγματα δηλαδή. Ε! αν ούτε γι αυτά είναι ικανός κανείς, ας μην επιχειρήσει να πάρει τηλέφωνο, γιατί με όλο του το δίκιο θα τον έκοβε κάθε ένας παρουσιαστής μιας εκπομπής.
Ακόμα ο κύριος Τσιλιμίδης τους κλείνει το τηλέφωνο όταν του μιλήσουν για ένα θέμα που δεν ανήκει στα επιτρεπόμενα από αυτόν. Και επειδή τα απαγορευμένα θέματα είναι σχετικώς πολλά, οι περισσότεροι τηλεφωνούντες λένε μόνον πόσο ωραία βρίσκουν την εκπομπή του κυρίου Τσιλιμίδη και κλείνουν γρήγορα γρήγορα το τηλέφωνο πριν προλάβει ο κύριος Τσιλιμίδης να τους το κλείσει αυτός. Αλλίμονο, τόσες έγνιες έχει στο μυαλό του αυτός ο πολυτάλαντος άνθρωπος, δε θα τον αποπροσανατολίσουν μερικοί που μη έχοντας ύπνο του τηλεφωνούε γιατί; για να πουν τη γνώμη τους!
Πάντως πολύ ευγενικά φέρεται σε όλους ο κύριος Τσιλιμίδης.
Εκτός από κείνους που είπαμε-και αυτό όταν εκείνοι τον αναγκάζουν τον άνθρωπο.
Ένα άλλο πράγμα που έχουμε προσέξει εγώ και οι φίλοι μου στον κύριο Τσιλιμίδη, είναι πως, όπως κάθε σοβαρός άνθρωπος, δεν δίνει πολύ θάρρος στον συνομιλητή του. Κοφτές οι κουβέντες του, αδιαπραγμάτευτες οι απόψεις του και δε λέει πολλά αφήνοντας και τον συνομιλητή του να μιλήσει για δέκα είκισι δευτερόλεπτα. Αυτό το τελευταίο ο Μάκης, ένας από την παρέα μας, το εξηγεί λέγοντας ότι αφήνει τον συνομιλητή του να μιλάει, γιατί σου λέει όλο και κάπου προς το απαγορευμένο θα το πάει κι έτσι θα τονε κλείσω αμέσως! Ο Μάκης όμως όλοι στην παρέα ξέρουμε ότι το παρακάνει στις κρίσεις του και δεν του δίνουμε και πολλή σημασία όταν λέει κάτι τέτοια.
Ύστερα από όσα είπα μέχρι τώρα, θα αναρωτιόταν κανείς γιατί οι άνθρωποι παίρνουν τηλέφωνο τον κύριο Τσιλιμίδη. Ο Μάκης λέει ότι όσοι τον παίρνουν στο τηλέφωνο είναι μαζοχιστές. Ότι θέλουν να τους αγνοούν, να τους φέρονται περιφρονητικά, να τους κλείνουν το τηλέφωνο κατάμουτρα, να τους μιλάνε σκαιά. Αυτή την άποψη του Μάκη τη συζητάμε λίγο, προς θεού όμως, κανένας στην παρέα δεν έφτασε να γίνει οπαδός της θεωρίας αυτής για τον μαζοχισμό των τηλεφωνούντων. Καταλήξαμε ότι μάλλον οι άνθρωποι αυτοί, μόνοι τους και χωρίς μια κουβέντα όλη μέρα, θέλουν να ακούσουν μία φωνή, χωρίς να τους νοιάζει αν αυτή θα τους βρίζει, θα τους διώχνει, θα τους ταπεινώνει.
Το έργο όμως του κυρίου Τσιλιμίδη κανένας μας δεν το χαρακτήρισε (και πώς θα μπορούσε) άσκοπο, άχρηστο ή ότι δεν αιτιολογεί πλήρως την ύπαρξή του, γιατί έστω και για τέτοιους ανθρώπους χρειάζεται κάποιος να τους συμπεριφερθεί έτσι όπως τους αρέσει. Ύστερα όλα πάνω στη γη δεν έχουν ένα σκοπό;
Προκαταβολικά όμως έχει φροντίσει ο κύριος Τσιλιμίδης να ξεπληρώνει όλα όσα κάνει στους ανύποπτους (ή και υποψιασμένους όπως είπαμε) συνομιλητές του, με τον τρόπο που τους υποδέχεται στην αρχή του τηλεφωνήματος, όταν τους χαιρετάει. Γιατί τους καλωσορίζει  βάζοντας στη φωνή του δύναμη και θαυμασμό. Ακούς ας πούμε ένα ηχηρό «Γεια σου κύριε Τάκη!»,  σαν να ακούει ένα λατρευτό πρόσωπο που έχει χάσει για χρόνια. Ναι, πρέπει να πούμε την αλήθεια ο κύριος Τσιλιμίδης καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να πείσει ότι αυτό είναι ένα ζεστό καλωσόρισμα. Είναι, λέει ο Μάκης, σαν κάποιος να σε υποδέχεται όταν χτυπήσεις την πόρτα του με χαρούμενη έκπληξη, και αμέσως μετά να παίρνει το ύφος του το σκυθρωπό και το εχθρικό, και να σου λέει να φύγεις, και μάλιστα δυνατότερα από όσο πριν σε καλωσόρισε.  Ε, ας μην τα θέλουμε και τέλεια όλα στον κύριο Τσιλιμίδη και την εκπομπή του! Άνθρωπος είναι κι αυτός. Στο κάτω κάτω η πρόθεση μετράει. Και ώσπου να μάθουμε την πρόθεση δεν μπορούμε να καταδικάζουμε κάποιον.
Τούρκος γίνεται όμως κυριολεκτικά ο κύριος Τσιλιμίδης και όταν του ζητάνε να βάλει κάποιο αγαπημένο τους τραγούδι. Και έχει απόλυτο δίκιο, γιατί αφού τους το έχει πει τόσες φορές ότι δε βάζει τραγούδια κατά παραγγελίαν, αυτοί πάλι του ζητάνε.
Της ίδιας εθνικότητας κάτοχος γίνεται ο κύριος Τσιλιμίδης και όταν του λένε «προσπαθώ να σας πάρω δυο μέρες…» ή «…όλο το βράδυ…».
Δεν ξέρω γιατί, μη με ρωτάτε, αυτό κανένας από την παρέα που με τόση προσήλωση ακούμε την εκπομπή του κυρίου Τσιλιμίδη δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ούτε και ο Μάκης. Και εδώ που τα λέμε ποιας μεγαλοφυίας μπόρεσε κανείς να κατανοήσει όλες τις συνιστώσες;
Απαγορεύει και τα πολιτικά ο κύριος Τσιλιμίδης από την εκπομπή του. Μόνο επιτρέπει να βρίζουν-και βρίζει κι αυτός, τους αμερικάνους και τον Μπους. Μάλιστα προχτές καταράστηκε τους αμερικάνους να πιουν το πετρέλαιο του Ιράκ που εξαιτίας του πήγαν εκεί και σκότωσαν ιρακινούς. Και όλοι εμείς οι αμερικανοί νιώσαμε άσχημα, επειδή κανένας μας βέβαια δεν έχει δοκιμάσει να πιει πετρέλαιο, και σκεφτήκαμε ότι θα είναι πολύ άσχημη αυτή η εμπειρία. Και η παρέα μας αποφάσισε να κάνει ένα διάβημα προς την αμερικανική κυβέρνηση και προς τον πρόεδρο, ώστε να φύγει γρήγορα από το Ιράκ, γιατί ποιος ξέρει τι άλλο θα μας βάλει να πιούμε στην οργή του επάνω ο κύριος Τσιλιμίδης… Ο Μάκης λέει ότι το λέει αλλά δεν το εννοεί, όμως μπορεί κανείς να το ρισκάρει; Και λέει ακόμα ο Μάκης ότι βρίζει και ο ίδιος και αφήνει να βρίζουν και οι τηλεφωνούντες τους αμερικάνους, επειδή αυτό δεν έχει καμία συνέπεια γι αυτόν, ενώ αν τους άφηνε να βρίζουν τους ντόπιους πολιτικούς γρήγορα θα βρισκόταν χωρίς εκπομπή. Κακοήθειες του Μάκη, τον ξέρουμε καλά πια όχι μόνον εμείς, αλλά και σεις από τα λίγα που σας είπα γι αυτόν θα τον έχετε μάθει.
Και σε όλους μας κάνει μεγάλη εντύπωση που όποτε διαβάζει ποιήματα ο κύριος Τσιλιμίδης, τον παίρνει η κυρα-Μαρία και του λέει τσ-τσ-τσ κύριε Τσιλιμίδη, τι ωραία διαβάζετε τα ποιήματα και αυτός δε μιλάει από σεμνότητα.
Και που και που μιλάει για στίχους τραγουδιών που αυτός έχει γράψει. Και φαίνεται θα είναι πολύ δύσκολο να γράψεις στίχους τραγουδιών γιατί όσους γράψανε στίχους για τραγούδια φαίνεται ότι ο κόσμος τους έχει περί πολλού.  Και από τότε που, ακούγοντας τον κύριο Τσιλιμίδη το κατάλαβα κι εγώ αυτό, κάθε βράδυ στην προσευχή μου παρακαλώ το θεό να με κάνει άξιο να γράψω κι εγώ στίχους ενός τουλάχιστον τραγουδιού.
Για όλα αυτά εγώ εκτιμώ τον κύριο Τσιλιμίδη.
Αλλά και ο ίδιος μοιάζει να νιώθει πολύ υπερήφανος που κάθεται πίσω από ένα τηλέφωνο και κακομεταχειρίζεται τους ανθρώπους. Ή πάλι μπορεί να μην κατάλαβα καλά και να μη νιώθει υπερήφανος αλλά να λέει από μέσα του «αφού αυτό θέλουν ας το έχουν, αρκεί εγώ να τσεπώνω το παραδάκι…»  Και πολύ σωστά, γιατί οι άλλοι τηλεφωνητές και τηλεφωνήτριες τι παίρνουν- κανένα χιλιάρικο μόνο το μήνα…


*

(στο Βασίλη που επειδή έγραψα
στο μπλογκ του θύμωσε)

Φίλε Βασίλη μου προς τι
η φασαρία όλη;
Για κάποιο σπίτι ερείπιο
γκρεμίζεις μία πόλη!

Αν δε σ’ αρέσει ό,τι σου πω
σβήστο και πάει-τέρμα!
Τώρα φωνές απ’ το πρωί
ως του ηλιού το γέρμα…

Να κάναν όλοι όπως εσύ
το γκουγκλ θα ’χε γεμίσει
από αρές  για μένανε
κι από βρισιές και μίοη.

Μήπως αυτό  ειν’ αφορμή
για σένα για κουβέντα;
Αν ναι, να είσαι σίγουρος
πως έχεις κάνει κέντα.

Γιατί εγώ, αφού κανείς
ποτέ δε με διαβάζει,
κουβέντες έστω η μάπα μου
με κάποιον ας αλλάζει.

Αλλ’ ως εδώ.. Να σε κρατώ
δε θέλω απ’ τη δουλειά σου.
Γι αυτό Βασίλη…ριμικώς
αντίο σου και γεια σου.


*

 (Όταν ο Χατηδάκις αποφάσισε να φτιάξει ποδηλατοδρόμους σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, επαρχία)

Α! Τι καλή απόφαση ο Χατζηδάκης πήρε
και πώς μ’ αυτήν, τη δυστυχιά της χώρας όλης ήρε!
Ω! πώς πια όλοι ευτυχείς θα ’μαστε στην Ελλάδα,
που μία κάνει η συννεφιά και δέκα η λιακάδα!..

Ω! Τι μεγάλες αλλαγές στη χώρα που θα γίνουν
τώρα που τ’ αυτοκίνητα οι έλληνες αφήνουν
και ποδηλάτου εφεξής τιμόνι θα κρατούνε-
ήγουν τουτέστιν δηλαδή που θα ποδηλατούνε.!..

Γιατί σαφώς εδήλωσε ο ρέκτης υπουργός μας
πως πλέον να! θα πληρωθεί ο πόθος ο κρυφός μας:
πως η κυβέρνηση εκτός απ’ τους γνωστούς τους δρόμους
θα φκιάσει –το αποφάσισε- και ποδηλατοδρόμους.

Κι αυτό ας γίνει μάθημα σε κάθε αμφισβητία:
η εμβέλεια θα είναι πια της χώρας τεραστία
σε αλκή, σε δόξα, σε ηθική και σε πολιτισμό-
σε όλων τέλος των υγιών πραγμάτων τον εσμό.

Αισίως λοιπόν τα τέσσερα θα γίνουν τώρα δύο
και των τρικύκλων χάνεται το ντούρο ως τώρα τρίο
(κι αν ο Κωστάκης βουληθεί να φάει κανα Λαμπράκη
δε θα χρειάζεται παρά ένα ποδηλατάκι).

Ο έλλην δε θα χρειάζεται πλέον για να τρακάρει
παρά ένα ποδήλατο στην αγορά να πάρει.
και θα συναγωνίζονται οι νέοι μας οι μόρτες
όχι με μηχανών αλλά με ποδηλάτων κόντρες.

Και ο μικρός Γιωργάκης μας πολύ θα καμαρώνει
που από καιρό πολύν κρατεί ποδήλατου τιμόνι
και σαν ο πρώτος μας σ’ αυτά διδάξας θα επαίρεται
και κάτι θα ’χει έτσι κι αυτός ο δύστυχος να χαίρεται.

Μόνο θα πρέπει ο καψερός μαθήματα να πάρει
σ’ έν’ απ’ τα τόσα τα σχολεία που η χώρα θα φουλάρει
ώστε στα κόλπα να μυηθεί όλα του ποδηλάτου
μη κι αστοχία του καμμιά τον ρίξει πάλι κάτου.

Και τη φορά σπάσει αυτή όχι κανένα χέρι
μα πάθει κάποιο κάταγμα στου κεφαλιού τα μέρη
και ότι άδειο είναι αυτό, μάθει η Ελλάδα όλη,
του μισθωτού καθώς Ρωμιού είναι το πορτοφόλι.

(Ξέρω-υπερβάλλω: σ’ όσα πριν είπα, μη δώστε βάση
γιατί όσο να ’ναι, αρχηγός κόμματος για να φτάσει
να ξέρει πρέπει πού ακριβώς μπαίνει το δαχτυλίδι-
στον μέσο; στον παράμεσο; στον λιχανό; στον δείκτη;)

Α! Τα καλά ειν’ αμέτρητα στον τόπο που θα ’ρθούνε
σε σέλλα όταν ποδήλατου οι πολίτες ανεβούνε.
κι όταν κινούν τα πόδια τους σε κύκλους στον αέρα
χωρίς τις σόλες τους ως πριν να φθείρουν κάθε μέρα.

Τότε αυτοκίνητου ακριβού δε θα ’χουμε τη χρεία
και ζέστα θα παράγουμε στης χειμωνιάς τα κρύα-
μόνο με το ποδήλατο-τις ρόδες του γυρνώντας-
ενέργεια θα παράγουμε, ως οικολόγοι ζώντας.

Και ίσως απ’ τη φούργια μας που θα ’χουμε την τόση
το ιερό της ράτσας μας φιλότιμο φουντώσει
και τότε –όλα γίνονται…- η Ελλάς φύγει απ’ τον πάτον
και βιοτεχνία ίσως κι αυτή μα φτιάξει ποδηλάτων!

Τότε οι κλέφτες –οι υπουργοί κι οι βουλευτές μας λέω-
λιγότερα θα κλέβουνε,ποδήλατου ελέω,
γιατί πού θα τα βάζουνε σπίτι για να τα πάνε;-
οι σκάρες τόσα χρήματα πολλά δεν τα χωράνε.

Καλά το λέγαν μερικοί μεγάλοι εθνικόφρονες
ο Θεός πως την Ελλάδα μας δε θα την εγκατέλειπε.
Και όσοι λεν δε θεωρώ πολύ πως είναι σώφρονες:
«όλα τα είχε η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε».


Ποδήλατο! Ποδήλατο! Σωτήρα της Ελλάδος!
Με τα στραβά μας θα πλησθεί των σκουπιδιών ο κάδος
κι όλα τα νέα κι ωραία μας τώρα θα ζωντανέψουμε!
Τεταρτοκοσμικότητα! Στον κάδο θα σε πέψουμε!

Η Υγεία κτήμα θα γινεί του κάθενός πολίτη,
όλοι κι από ’να δεύτερο θα ’χουμε τώρα σπίτι,
οι τούρκοι ευθύς θα πάψουνε το Αιγαίο να ζητάνε
και οι φτωχοί να εκλιπαρούν δυο ευρώ κάτι να φάνε.

Γραμματισμένοι οι νέοι μας θ’ αφήνουν τα θρανία
και των πλουσίων για κλοπή θα κορεστεί η μανία.
Τα δομημένα ομόλογα θ’ αποξεδομηθούνε
και τα που εγίναν σκάνδαλα θα ξεσκανταλωθούνε.

Οι Τούρκοι θα μας δώσουνε πίσω τη Βόρεια Κύπρο,
το γάλα θα ’χει λιανική δέκα λεπτά το λίτρο,
οι Σκοπιανοί θα πάψουνε λοξά να μας κυττάνε
και Ήπειρο οι Αλβανοί κι Άρτα δε θα ζητάνε.


Ω! Κώστα Χατζηδάκη μας! Θερμά σ’ ευχαριστούμε
που από τούδε και στο εξής πανευτυχείς θα ζούμε!
Κι αν κάποιοι, και ύστερ’ απ’ ΑΥΤΟ, αρχίσουν πάλι γκρίνια,
δε χάνεις-ξανασκέψου το: υπάρχουν και πατίνια.

*


ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ-ΓΙΑΤΡΟΙ-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΣ-ΑΡΡΩΣΤΟΙ-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ

Έλληνα αρρώστησες; Εχάθης!
Γιατί μες στα νοσοκομεία
γιατρειάς ελπίδα δεν θα έχεις
έστω κι αν θέση βρεις καμία.

Δίχως ευθύνη νοσοκόμες,
γιατροί που άφαντοι είναι όλοι
και που ορατοί γίνονται μόνο
αν θα μυρίσουν πορτοφόλι,

και υπουργός που όλο εγκαίνια
νοσοκομείων άδειων κάνει
κι ισορροπίες τηρεί μονάχα
ώσπου αισίως να…την κάνει…

Γελοίε κι άμοιρε έλληνά μου
κοίτα φτωχέ μην αρρωστήσεις
γιατί ούτε σάλιο σου αφήσαν
κακόμοιρε, για να «τα φτύσεις»…


*

Κύριε Χατζηνικολάου
σας άκουσα να λέτε ότι όταν ετοιμάζαμε τους Ολυμπιακούς αγώνες εσείς γεμίζατε περηφάνια και αποκτούσατε όραμα.
Μα και ο πιο ανόητος ήξερε ότι για να κάνουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες  θα πουλιόμαστε οικονομικά, ότι από τα λεφτά για τα έργα θα έτρωγαν τα περισσότερα οι συνήθεις φαταούλες, ότι η ασφάλεια των Αγώνων, που οι ξένοι θα ήσαν οι εργάτες της και οι υπεύθυνοι γι αυτήν, θα έτρωγε ό,τι θα απόμενε από τις σάρκες μας.
Πώς αυτά κατάφεραν να σας γεμίζουν περηφάνια και μεταρσίωση μόνο ο θεός το ξέρει.

Σας άκουσα ωρυόμενον να υπεραμύνεστε του Πάγκαλου που είπε στους γερμανούς για τις αποζημιώσεις που μας χρωστάνε.
Απόρησα γιατί έπρεπε να το ακούσετε από τον Πάγκαλο για να ξεσηκωθείτε με τον τρόπο αυτόν και δεν το κάνατε όταν το ακούσατε από στόματα άλλων πολιτικών, όπως για παράδειγμα του Καρατζαφέρη.
Το μυαλό μου δεν πηγαίνει αλλού από την εξήγηση ότι έτσι πράττοντας θέλατε να γλύψετε τον Πάγκαλο.
Για να μη σας πω ότι σαν δημόσιο πρόσωπο και με την τέτοια θέση που κατέχετε είχατε πολλές αφορμές και αιτίες να μιλήσετε έτσι και δεν το κάνατε.

Μα το σπουδαιότερο είναι όταν «πιέζατε» την κυρία Παπαρήγα να σας απαντήσει στην επίμονη ερώτησή σας: «γιατί λέει πως πρέπει να πληρώσουνε όσοι τα έκλεψαν», αφού, όπως εσείς της είπατε: «πώς να βρουν τους κλέφτες και πού να βρουν τα χρήματα που τώρα προέχει η σωτηρία της χώρας» «και γι αυτήν τη σωτηρία πρέπει όλοι οι έλληνες να πληρώσουν»;
Μα κύριε Χατζηνικολάου, κι εσείς κι εγώ και ολόκληρος ο ελληνικός λαός (και πολλοί μη έλληνες) ξέρει ποιοι έκλεψαν τα λεφτά που μας λείπουν. Φτάνει μόνο ο πρωθυπουργός και οι πολιτικοί να θελήσουν να τα πάρουν πίσω. Και για ευκολία δε θα είχαν παρά να κοιτάξουν σ’ έναν καθρέφτη και να βάλουν το χέρι τους στην τσέπη τους.
Επιτρέπεται λοιπόν σεις να κάνετε τέτοιες ερωτήσεις;
Ως για το να πληρώσουν όλοι οι έλληνες, θα σας πω γιατί θα αρνιόμουν εγώ να πληρώσω-και διαβάζοντας τα παρακάτω θα ξέρετε πολύ καλά ότι μιλάω στο όνομα τεσσάρων εκατομμυρίων περίπου ελλήνων.
Γιατί να πληρώσω-τι έχω να χάσω αν δεν πληρώσω και η Ελλάδα βουλιάξει-χαθεί-φτωχέψει; Τίποτα
Με το μηνιάτικό μου μόνον επιζώ.
Θα χάσω το σπίτι μου; νοικιάζω.
Θα χάσω τις ταβέρνες, τις δεξιώσεις, τα μπουζούκια; Σε ταβέρνα μόνο απέξω περνάω.
Θα χάσω τις διακοπές μου; Ποτέ δεν κατόρθωσα να πάω.
Θα χάσω τις μετοχές μου, τις διασκεδάσεις μου, τη βίλλα μου; Ποτέ δεν είχα.
Ένα κομμάτι ψωμί, δηλαδή ό,τι έχω και τώρα, πάντοτε θα βρω να φάω, είτε με τη χώρα φτωχή είτε «πλούσια».
Τι θα έχανα λοιπόν αν δεν συνεισέφερα στη σωτηρία (λες και υπάρχει σωτηρία γι αυτήν!..) της Ελλάδας.
Δεν έχουμε κι εμείς όμως ένα βήμα από το οποίο να μιλάμε βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους, επειδή τα τέτοια βήματα δίνονται σε ανθρώπους όπως εσάς, που με γνώση, τέχνη, μαστοριά, πονηριά, υποκρισία, ύφος, μαεστρία, υπηρετείτε τους κλέφτες με ανάλογα (ή δυσανάλογα) ανταλλάγματα.

*

ΓΙΑ ΤΗ ΒΟΥΛΤΕΨΗ
Σοφία, σε είδα σήμερα, 6-3-10, στην ΕΤ3. Και έλεγες τι πρέπει να γίνει, ότι φταίνε εκείνοι που κλέψανε και άλλα παρόμοια.
Μα αυτά Σοφάκι, τα ξέρει και τα λέει και ένα γειτονάκι δωδεκάχρονο που ξέρω. Τι ΠΡΈΠΕΙ μας λέει κάθε τόσο και ο έντιμος και επιτυχημένος Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας, ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί μας, οι βουλευτές μας (παραθυρωμένοι και εκπαραθυρομένοι),και γενικά κάθε δημόσιος άντρας της χώρας μας, επειδή το ΠΡΈΠΕΙ έχει αντικαταστήσει το παλαιό , τετριμμένο και ασύμφορο πλέον ΘΑ.
Αναρωτιέμαι αν έτσι λέγοντας εις επήκοοον των πανελλήνων, έχεις την εντύπωση ότι θεραπεύεις την δημοσιογραφία ή ότι έστω δεν προκαλείς την κοινή λογική των θεατοακροατών σου. Θέλω να πω αν δεν καταλάβες, πως πράγματα που όλοι ξέρουμε, να τα ακούμε γι άλλη μια φορά είναι τουλάχιστον περιττό...
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 10:13 π.μ.
Τρίτη, 30 Ιανουαρίου 2018
(παλιότερα)

Γιάννη γεια.
Αυτό είναι το ποίημα.
Σου το στέλνω γρήγορα γιατί όσο το έχω εδώ όλο και θα το «διορθώνω». Ύστερα το καλλίτερο είναι εχθρός του καλού.
Κι αν βγήκε λίγο μεγαλούτσικο, όμως δε μου πάει καρδιά να του κόψω ούτε λέξη. Θα ‘τανε σαν να έκοβα ένα χέρι ή ένα πόδι ενός παιδιού. Εσύ, αν οι ανάγκες της εφημερίδας σε υποχρεώνουν, μπορείς να αφαιρέσεις ό,τι χρειάζεσαι. Το ποίημα είναι έτσι φτιαγμένο ώστε μπορούν να αφαιρεθούν στροφές.
Γεια χαρά
Γιώργης Χολιαστός


Η ΓΙΟΡΤΑΣΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ        ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΜΕΣΙΝΙΩΤΩΝ ΦΕΝΕΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ Της 26-7-08

Ωραία ν’ ανεβαίνεις σκεφτικός
και στ’ αυτοκίνητό σου καθιστός
μες στο ελατοδάσος που σε ζώνει
και φιλικά το χέρι σού απλώνει…

Κι ωραίο, φτάνοντας στο Μεσινό,
το μισοπέδινο-μισο-ορεινό-
στο πανηγύρι του να παίρνεις μέρος-
θα πει Δροσιά να δρέπεις μες στο Θέρος.

Να ’τος ο κύκλος του Φενεού-πράσινο δαχτυλίδι,
και πάνω του το Μεσινό, μικρό λαμπρό στολίδι.
Και τ’ άλλα εννέα τα χωριά του κύκλου, το κοιτάζουν,
και πότε το ζηλεύουνε και πότε το θαμάζουν.

Να κι η πλατεία  που αυτή το γλέντι θα βαστάσει.
Όλα στην τρίχα οι κάτοικοι τα έχουν ετοιμάσει.
Και όλα πεντακάθαρα και φωτεινά κι ωραία.
Κι ο κόσμος νάτος που έρχεται αργά, παρέα παρέα.

Και τέσσερα κορτσόπουλα δροσάτα
τυφλά στου Ωραίου υπάκουα τη διάτα
κουβάδες κουβαλούνε τα καημένα
με μπύρες και με πάγο γεμισμένα.

Μ’ αχ! γρήγορα ο πάγος που τελειώνει!
…Κι ο νέος που βάζουνε, αμέσως  λιώνει!
Κι αχ! Διόλου στ’ όλαγνο δεν πάει μυαλό τους
πως τόνε λιώνει η θέρμη και το φως τους…

Και η ορχήστρα ξεκινάει τα όμορφα τραγούδια
και στ’ άκουσμά τους η καρδιά ευώδη ανθεί λουλούδια
που της φυλής μας μέσα τους η λεβεντιά πλαντάζει
και που των λόγων η έννοια τους γλυκά γλυκά μας σφάζει.

Και να το «καλαματιανό» αθάνατο «μαντήλι»
και να το «χαδεμένο του» που τού είχε «παραγγείλει»…
και να η σουλιμιώτισσα που αυτή για όλα φταίει…
Και να η Αγάπη που γι αυτήν κάθε πνοή μας λέει…

Κι ο Όλβιος (και πώς όλβιος να μην είναι
σε τέτοιας μιας κοιλάδας την αγκάλη;)
το μούρμουρό του το απαλό να γίνε-
ται συνοδειά στων τραγουδιών τη ζάλη…

Και μια μελαψή μαυροφορούλα
με μια μαλώνει αψηλή ξανθούλα:
να μπούνε στο χορό;-  μα ή μπουν ή όχι,
του θαυμασμού μας κιόλας γίναν στόχοι…

Γέλια, χαρούμενες φωνές, φιλιά, κουβέντες ίσιες,
πλήθος ωραίων γυναικών, φωνούλες παιδιακίσιες,
όλα όσα γύρω έβλεπα με κάναν να νομίσω
σ’ αγγέλων πως  βρισκόμουνα γλεντάκι παραδείσιο.

Κι ολαχνιστή ερχότανε στα πιάτα η γουρνοπούλα,
που κι άλλη τόση ο πάγκος μας αν είχε θα ‘ξεπούλα.
Κι ο ζύθος ρέει άφθονος και τα αίματα ξανάβουν
κι η Φύση τις ψυχές καλεί Χαρά να μεταλάβουν.

Στιγμές χρυσές, στιγμές αβροφροσύνης
στιγμές όπου όλα παίρνεις κι όλα δίνεις
στιγμές που αν και λίγες μες στη ζήση
μ’ αυτές η ανθρωπιά θα μας μετρήσει.

Και η πρόεδρος πιο πέρα του Συλλόγου
των φενεατισσών-ύφους αψόγου:
στους τυχερούς κατοίκους του Φενεού
το δώρο του Φενεάτικου θεού.

Χέρι το χέρι κρατητά, καρδιά καρδιά χτυπώντας
κι απ’ το μαντήλι πιάνοντας και αψηλά πηδώντας
χορεύουν νιοι, χορεύουν νιες, χορεύουν γριές και γέροι
χορεύει ο άντρας-ουρανός με τη γυναίκα-αστέρι.

Κι ο ζύθος ρέει σε χρυσά που μοιάζουνε ποτήρια
κι απ΄τους ατμούς του έρχεται στο κέφι και η Ζήρεια.
Και του  λαμπρού λέει τ’ ουρανού: «κι εγώ να! συννεφιάζω!
Κι ας είμαι χώμα, μα ουρανέ, όλο και πιο σου μοιάζω!»

Κι ο Ιπποκράτης έστειλε δυο του θεραπαινίδες
που τέτοια χάρη κι ομορφιά σ’ άλλα κορμιά δεν είδες΄
μα κι όλες αν κατέχαμε τις γιατρικές τους γνώσεις,
άντε απ’ της ομορφάδας τους τα βέλη να γλιτώσεις…

Κι ως της αυλής ο πλάτανος, με το ύψος που ’χει ρίξει
την καρυδιά τη δίπλα του έχει τη δόλια πνίξει,
έτσι το κέφι που ’χει εδώ ακράτητο ανάψει,
κάθε μια πίκρα της ζωής σαν μαγικά έχει πάψει.

Από το σάλο ξυπνητή έβλεπε η εκκλησία
μιαν άλλη τώρα, του χορού, ιερή γονυκλισία.
Και ήσυχη και  γελαστή εγλυκοχαιρετούσε.
Και στων ανθρώπων τη χαρά χαιρόνταν. Κι ευλογούσε.

Α! Θε μου και να ’ρχόσουνα σ’ αυτήν τη μάζωξή μας
θα ’πινες, θ’ αστειεύοσουν, θα χόρευες μαζί μας!
Και τα παιδάκια βλέποντας-τη σκέψη την αγνή τους-
θα ’φερνες το Χριστούλη σου να έπαιζε μαζί τους!

Μα κι αν δεν ήρθες ‘Συ εδώ, ο Αη Λιας και το Βουνάκι
άδεια απ’ τη Ζήρεια πήρανε κι ήρθανε για λιγάκι.
Κι από ένα σ’ όλους χάρισαν κλωνί γεμάτο μόσκο
στις βρώμικες τις πόλεις μας να μας κεντάει το νόστο.

Κι αν κάποιος θα μου έλεγε πως ίσως υπερβάλλω
κι υπέρ το δέον τούτο ’δω το πανηγύρι ψάλλω
χωρίς κανείς στην πέννα μου  καθόλου να έρθει κόπος,
μόνο ένα δυο θα του ’λεγα για να τον έπειθα-όπως:

η γουρνοπούλα πού αλλού-κοιτάξετε εναγύρα-
με αγάπη και με χωρατά θα ’ρχόνταν για γαρνίρα;
Πού αλλού οι μπύρες θα ’ρχονταν, μ’ εκτός από τη μέθη
και με φιλία αληθινή γι αυτόν εδώ που ευρέθη;

Γι αυτό σας λέω-πολύ καλά τα γράφω. Όπως ’γίναν.
Και τ’ άρωμα άφησα εδώ εκείνα που αναδίναν,
για να θυμόμαστε όλοι μας νυχτερινό ένα γλέντι
που είχε το Κέφι για ψυχή και τη Χαρά γι αφέντη.

Κι όλων αυτών δημιουργός ο Γιάννης ο Λαλιώτης
που μ’ ό,τι να καταπιαστεί, αστράφτει η βεβαιότης
πως με απόφαση, με νου, γέλιο και καλοσύνη,
η ιδέα πράξη θα γενεί-καρπούς θα δώσ’ η ευθύνη.

Κι ενώ ανέμελα η γιορτή για όλους εμάς κυλούσε,
ο Γιάννης εσυντόνιζε, διάταζε, περκαλούσε
κι αεικίνητος μες στης γιορτής τον εύθυμο το σάλο
τόσο καλά όλα τα ’καμε που δε γινόνταν άλλο.

Και βοηθοί του άξιοι, από τη μια ο Πανάγος
που με καθέναν φρόντιζε να σπάει ευθύς ο πάγος
κι από την άλλη ο σεμνός ο Γραμματέας-υφάδι
στης ευθυμίας τον καμβά τ’ ωραίο εκείνο βράδυ.

Όμως για φέτος τέλειωσε αυτό το πανηγύρι
Οι άχαροι τώρα της ζωής μας καρτερούν οι γύροι.
Αλλά με ό,τι εκδήλωσες όπως αυτές, μας δίνουν,
λιγότερο ψυχόφθοροι κι εκείνοι θενα γίνουν.

Ας πάτε φίλοι το λοιπόν καθένας στις δουλειές του
κι αφήστε εμένα δέσμιον στις ρίμες του αναπαίστου.
Κι όλοι να δώσει ο θεός του χρόνου ίδια μέρα
να μαζευτούμε υγιείς και πάλι εκεί πέρα.


…Ωραία να κατεβαίνεις σκεφτικός
και στ’ αυτοκίνητό σου καθιστός
κι απ’  το ελατοδάσος που σε ζώνει
να γνέφει σου ο θεός σε κάθε κλώνι.

Γιώργης Χολιαστός
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 1:02 μ.μ.
(παλιότερα)

REBECCA

You were, in your dream, sitting
On the side of foamy Euphrates
That cPTJ.ed stones and woods.
And girls ran and tock them
And placed them between their breasts.
One a stone, a rotten wood another one,
Another a handful of mud;
And this was marriage's happiness for them.
And you watched them sitting there
Calm and quiet, as if
You knew something they did not.
Aad there! Euphrates became a man.
Beautiful. Rich. Young.
And in front of you he came.
And two diamonds
He put between your breasts.
And then he took you by the hand
And looking at you friendly, "Let's go",
He said, "to water the world."
And you both entered his dry bank
And you became water with him.
And now, full of life-giving fruits
The river kept on its path. 
At night this you saw in your dream.
And the next day arrived
The impatient messenger.

And I wanted to see you, Rebecca,
As, riding on the camel,
You were going to the groom's house.
With your flowing dress of delft blue
And with the young woman's
Headdress of scarlet and purple
Golden necklace, bracelet, earrings
The dress neckline stripped in gold
To match the golden jewels.
A profile of a beautiful patrician
With broadly arched eyebrows
With eyes full of expression and gentleness
With a slightly aquiline nose
And a tight yet innocent mouth.
And God watched from above
What he had prepared
Happen in front of his eyes -
God, all-powerful and just
Who wanted to show us Beautiful
To be a child always of Difficult,
To make his nation
Populous as the grains of sand
And uncountable -s the sky's stars
Infertile chose two women.
I wonder, God, had you put
In the virgin woman's mind,
A suspicion of how grand
Within her a destiny had
Her desire that became an act
The foreigner and his animals to water?
How much strength of yours
Had gone into her body
So that with no fear or hesitation
He/ lips told the decision
That her soul had instantly taken
To now leave home and family
And until then a homebound virgin
In a new country to start a new life?
And oh! I'd like to see the journey
The daughter took on the camel

Driven by God's opinion.
And oh! I'd like to see the journey
That the festive caravan made
That held as an embryo within it
The bright future of mankind –
That started as a marital procession
And left anything earthly on the way
And to its much-desired destination
Arrived as a holy worship and faith.
And I'd like to be a part
Of this God-made journey
Or I'd like to be a cloth of those
That night's cold sent away
From the bodies of those who traveled.
Or I'd like to be a camel's bridle
Or a grain of the desert's sand
In.a camel's ear firmly placed.
Ah! I'd like to be something
In the story of that journey
To now proudly say
Thai I w .s no; born in vain;
That something - albeic small -I have done
That deserved to remain immortal.
And the procession starts from Nahor;
And transversed Balikh's valley;
And Euphrates' passes the banks
And into the sunburnt desert
The one with not one path,
Enters as it heads to Damascus;
And over Lebanon's hills It comes,
and in the green hills Of Galilee,
full of dust arrives; And then
the yellow valleys Around Beer-Sheba await it 
And finally into the fertile it falls
Valleys of Canaan Where the groom awaits. 
And next Egypt and her evils.
And Moses. And Exodus. And then
Judges, kings, and prophets.
And Assyrians, Egyptians, Persians, Romans;
And Adrian that laid waste to the land.
And then life in "civilized"
And Christian nations of the world.
And persecutions from Spain,
England, Italy, Hungary,
Czarist Russia, and finally
The recent great horror. 
And all this journey is full of blood
And pain, and injustice difficult to bear
Like every people, or man,
That alone is on the earth
And that has no land of b;s own.
Like every people, or man,
That is considered a foreigner everywhere.
But also a journey full of hope
But also a journey full of faith
But also a journey full of light
That makes a spoken phrase
Not be contrary to nature:
A life with such Pain is worth it
Since it begets hope, faith, and light.
And the procession starts from Nahor;...
And after so many sufferings and many more
Here it is! In America it arrived;
Here it is! In Los Angeles it has entered;
With Rebecca at the heed
And with followers anything divine and beautiful.
And here it is! Invading this land
With her unique arms
Of which one is bigger than the other -
Of which one follows rightly from the other:
Hope, Faith, Light - the same arms
That arr.jiig centuries the bridal
Procession and Rebecca have made
Ideals of her indestructible people. 
And here is Rebecca, having become an idea
That shakes and shocks
The poor pen of a small poet
And to make him, being a chrysalis,
Gain wings and fly.
Let your name be blessed,
As well as the time of your birth, Rebecca.
And let the time from which you came
Out of the Holy Bible be triply blessed
When you became enthroned into my heart
Chasing from it everything foreign
And making your values its own. 
This is how we see you, Rebecca. However
No matter how high our thought goes
No matter how much you shake and possess us
No matter if we are your children
Every time our soul
Must appear before you -
Every time thai thirsting it shall seek
To refresh itself from the jug of your soul -
Every time, Rebecca, when our
Soul must come in front of you,
Before, we shall also take, Rebecca,
The vail, to cover ourselves
So that we shall not appear naked before you,
(Even though it might deserve it,)
Just like you, when you saw Isaac,
From far away you had covered your face. 
And our next step shall be -
And there our attempts shall be
When we see you again, Rebecca,
Not to have to cover our soul
But to stand naked before you.
Which will be that time, I wonder?
This, only you know to declare
But, Rebecca, we do not want you to reveal it.
Not at all. We shall find it alone
When the blessed/time for this shall come.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 12:50 μ.μ.
(παλιότερα)

ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΑΙ ΒΑΤΟΠΕΔΙΟ
ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΟ

(Ο Μήτρακας αχάραγα σπίτι του Γιάννου πάει
και το κουδούνι δυνατά της πόρτας του χτυπάει)

-Τι θες ρε Μήτρο και χτυπάς χαράματα την πόρτα
προτού το πράσινο φανεί ακόμα από τα χόρτα;
-Γιάννο μου ξύπνα και κακό μεγάλο έχει γίνει
που ξάγρυπνον και μ’ άφησε και λύπηση μου δίνει.
-Τ’ είναι μωρέ; Για πες το μου να δω τι ιδέες πάλι
το αδειανό κατέβασε κουτό σου το κεφάλι…
-Γιάννο μου τούτη τη φορά θα δεις πως δίκιο έχω
που πριν τα ξημερώματα γοργά να σ’ έβρω τρέχω.
-Λέγε λοιπόν.
-                        Γιαννάκο μου όταν αυτό θα μάθεις
ίδια με μένα ταραχή κι ελόγου σου θα πάθεις.
-Λέγε μωρέ και μ’ έσκασες. Τι έγινε επί τέλους;
-Γιαννάκο να τι έγινε- έγιν’ η αρχή του τέλους
για κράτος, για κυβέρνηση, για έθνος, για πατρίδα.
-Ακούω-να δω πρωί πρωί ποια σου ’χει στρίψει βίδα.
-Γιάννο μου ο πρωθυπουργός στο σκάνδαλο μπλεγμένος
είναι του Βατοπέδιου. Και πάει πια ο καημένος…
-Αυτό μωρέ ήρθες να μου πεις; Αυτό δεν είναι νέο.
-Χτές βράδυ εγώ το άκουσα Γιαννάκο μου, δε φταίω.
Ώστε λοιπόν ξέρεις και συ τι τρέχει στου Μαξίμου;
-Το ξέρω γιατί από χτες το πήρε το αυτί μου.
-Γιάννο μου κι έτσι αδιάφορος μπορείς και κρύος να  μένεις;
-Και τάχα τι να έκανα ρε Μήτρο περιμένεις;
-Γιάννο μου ο εκλεγμένος μας πρωθυπουργός μάς κλέβει!
-Κι αυτό γιατί τον άνοα το νου σου να παιδεύει;
Ούτε ο πρώτος ειν’ αυτός ούτε ο τελευταίος.
Ή αγνοείς πως κλέβανε ασύστολα κι οι τέως;
-Η Σωτηροπούλου Γιάννο μου το ’πε-μια δικηγόρος.
Λοιπόν μη το όλο ζήτημα το βλέπεις αδιαφόρως.
Είπε πως ο Καραμανλής διάταξε τον Ψωμιάδη
να υπογράψει τα χαρτιά χωρίς ούτε να τά ’δει.
-Ε και λοιπόν; Θα βγάλουνε ψεύτρα τη δικηγόρο.
Μπορεί και να της δώσουνε κανα μεγάλο δώρο
και η υπόθεση εκεί μια δια παντός θα κλείσει.
Νομίζεις να τον πιάσουνε ο Καραμανλής θ’ αφήσει;
-Μα τ’ όνομά του ακούστηκε. Το είπε ο Ψωμιάδης.
-Μήτρο μου ο Κέρβερος φυλάει τα όσα κρύβει ο Άδης.
-Αυτό δεν το κατάλαβα Γιαννάκο, πέστο πάλι.
-Λέω πως ο Καραμανλής λάδι θα τηνε βγάλει.
-Μα φως φανάρι Γιάννο μου είναι πως έχει κλέψει
και ο λαός ολόκληρος το έχει αυτό πιστέψει.
-Τώρα καζάντησες! Ρε συ λαό έχει η Ελλάδα;
-Αλλά τι έχει Γιάννο μου; Τ΄ είμαστε όλοι αράδα;
-Μήτρο η Ελλάδα συρφετό κι όχι λαό ειν’ γεμάτη.
Μια μάζα ανέμυαλη, δειλή και στο μυαλό φευγάτη.
Αλλιώς θα τους καθάριζε όλους αν είχε γνώση
κι άλλους στη θέση τους, αγνούς, θα ’χε στη χώρα δώσει.
-…Και λένε το Ρουσόπουλο γι αυτό τον είχαν διώξει…
-Τον έδιωξε ο Καραμανλής. Κι ως βλέπει το καράβι
νερά πως κάνει, κι αλλουνούς θα φάει το σκοτάδι.
Για να γλιτώσει αυτός, πολλούς Μήτρο θα «παραιτήσει»
Ποιος ένανε Καραμανλή  θα τονε σταματήσει;
-Τόσο μεγάλη δύναμη έχει αυτός Γιαννάκο;
--Μήτρο η Ελλάδα έχει αυτόν και η ελιά το δάκο.
Πέντε ειν’ τα που ’φαγε αυτός τα δισεκατομμύρια.
κι αν λέει χιλιάδες είκοσι πως έχει και δυο κτίρια.
Kι αν ζει «σεμνά και ταπεινά» κει πέρα στη Ραφήνα
είν’ για να κάνει εσένανε που άμυαλος είσαι Μήτρο
να λες πως δεν κρατεί αυτός του πλούτου τ’ άθλιο σκήπτρο
κι ότι όσο υποφέρουνε οι άλλοι, έτσι κι εκείνος-
κι ας είναι όχι άνθρωπος σαν κείνους, αλλά κτήνος.
Έχεις ιδεί το βλέμμα του από μάτια γουρουνίσια;
Έχεις ιδεί τα χέρια του τους λόγους του όταν βγάζει,
που τα κουνάει σαν τη στιγμή και κείνηνε ν’ αρπάζει;
 Έχεις προσέξει τι πολλή προσπάθεια καταβάλλει
να δείξει ότι δίκαια θέση έχει αυτός μεγάλη;
Τον βλέπεις πόση σαν αετός που ’χει αρπάξει αηδόνι
ασφάλεια νιώθει κι ηδονή το στόμα όταν μπουκώνει;
Και πες, καμιά μήπως φορά τον είδες να γελάει;
Όχι! το δώρο που άνθρωπος κρατεί, σ’ αυτόν δεν πάει;
-Γιαννάκο μου λες δηλαδή για όσα έχει κλεμμένα
πως λόγο αυτός δεν πρόκειται να δώσει σε κανένα;
Ρε Μήτρο έδωσε ποτέ λόγο σ’ ανθό το φύτρο;
Λόγο λοιπόν σε ποιον αυτός να δώσει μωρέ Μήτρο;
Ύστερα φίλε μου καλέ αν και λίγο βαρεμένε,
αφού δεν ξέρεις, άκουσε κι αυτό λοιπόν καημένε:
Ποιος,  υπουργός ή βουλευτής έχει ποτέ πληρώσει
για όσα έχει ολοζωής κλεμμένα χλαπακώσει;
Μήτρο μου, εκείνοι κλέβουνε, αυτοί νομοθετούνε
αυτοί αλληλοδικάζονται-και δε θ’ αθωωθούνε;
-Και ο Ψωμιάδης Γιάννο μου σ’ αυτά τι ρόλο παίζει;
-Του ανθρώπου που όντας σίγουρος ότι γερά πατάει
ξάφνω μια πεπονόφλουδα βαδίζοντας πατάει
κι η για τον Κώστα που ’χτιζε εικόνα τόσα χρόνια
έλιωσε ως τρύπα όζοντος τ’ άλιωτα λιώνει χιόνια.
Τώρα ν’ ακούσει έχει αυτός τόσα από τον Μεγάλο
που θα φωνάζει έντρομος: «φτάνει!» και «όχι άλλο!».
Μ’ αν θ’ αρπαχτούνε  δυο Νονοί, ή νύχτας είναι ή μέρας
το μεγαλύτερο απ’ τα δυο θα επιβιώσει Τέρας.
Και ο Ψωμιάδης ο πολύς με όλα τα στραβά του
πάει Μήτρο μου-τον χάνουμε-τα ’φαγε τα ψωμιά του.
Θα τονε φάει ο χοντρός που τόσους έχει φάει
και που όλο ρεύεται, ξερνά, και πάλι όλο μασάει.
-Γιάννο μου ήρθα ο καψερός νέο ένα να σου φέρω
κι απ’ όσα ερχόντας ήξερα πιότερα τώρα  ξέρω…
-Θα φύγεις Μήτρο; Ευτυχώς. Έτσι θα ξαναπέσω
τον ύπνο που μου έκοψες, να τονε ξαναδέσω
και ως τις δέκα ή έντεκα μιας και Σαββάτο είναι
θα κοιμηθώ μιας κι έχω πού την κεφαλήν μου κλίναι.
-Ύπνο καλό Γιαννάκο μου και όταν θα ξυπνήσεις
αν θες να πάμε για καφέ, να μου τηλεφωνήσεις.
-Ναι βρε Μητρούση μου, γιατί, αν και λειψός λιγάκι
είσαι το πιο καλλίτερο που έχω φιλαράκι.

(Και χωριστήκανε οι δυο κι ο ένας πάει για ύπνο
ενώ ο άλλος-δυστυχώς-κοιμάται και στο ξύπνιο)
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 12:08 μ.μ.
(παλιότερα)

ΤΟ ΜΑΡΑΚΙ ΜΟΥ
(η ερωμένη μου 2010-2012)

Το βλέμμα μου στο στήθος του
σα θα γυρίσω
το λάγνο μάτι σβήνει του
το κορακίσ’ο.

Αν κάτι στο αυτάκι του
ψιθυρίσω
το αίμα του σπέρμα γίνε-
ται ταυρίσ’ο.

Κι όταν στο πόδι μου
το χέρι βάλει
το κιλοτάκι του
αμέσως βγάλει

και με ολόφλογο
τώρα το μάτι
βραχνά ψελλίζει: «πά-
με στο κρεβάτι!»




ΝΤΕΙΒΙΝΤ
(Γεωργιανός, φίλος)

Καθισμένοι στη φτωχική αυλή του βλέπαμε στον κομπιούτερ την πατρίδα του, τη Γεωργία.
Έτρωγε τα γλυκά που του πήγα απολαμβάνοντάς τα.
«Μπορώ μη τρώω…αλλά γκλυκά όλο τρώω όσα έχω…»
Τετραγωνισμένο πρόσωπο, αδρά χαρακτηριστικά, ψηλός και δυνατός. Μου θυμίζει τον Στάλιν. Ο Στάλιν πιο γεμάτος. Δεν δείχνει να έχει καμιά περηφάνια για την κοινή του καταγωγή με αυτόν.
Μορφωμένος. Χορογράφος και χορευτής στην πατρίδα του ήρθε να δουλεύει για δεκαπέντε ευρώ όλη την ημέρα στους έλληνες.
Δεν παραπονείται.
Μου βρίσκει και μου δείχνει στον κομπιούτερ του χορούς γεωργιανούς και ρώσικους.
Υπέροχο θέαμα. Όλο χάρη και όμορφο και θεμιτό νάζι από τις κοπέλες και αντρίκια δύναμη και αγωνιστικότητα από τους άντρες.
Μια μύγα κάθεται μια επάνω στα πρόσωπά μας μια επάνω στο στήθος της χορεύτριας.
Τα έντομα, που μας υπενθυμίζουν πάντοτε ότι υπήρχαν πριν από εμάς και ότι θα υπάρχουν και μετά.
Ο Νταβίντ μου δείχνει την εκκλησία της Κολχίδας. Εκατό μέτρα ύψος, χωρητικότητα πέντε χιλιάδες άτομα «μέσα μόνο…» Κι εμείς περηφανευόμαστε για το μέγεθος του Άγιου Παντελέημονα.
Μου δείχνει τα ποτάμια της Γεωργίας με τα αλλόκοτα ονόματά τους. «Όλα πάει Μαύρη θάλσσα και ένα Κασπί… Μεγάλα ποτάμι και πολύ πολύ γρήγορο…»
Βλέπω τα ποτάμια στον χάρτη και τα νιώθω να κινούνται, να τρέχουν ορμητικά μέσα μου και να με δροσίζουν στο καυτό απόβραδο.
Οι χορεύτριες ντυμένες τα πολύχρωμα ρούχα της πατρίδας τους και ανεμίζοντας πανέμορφα μαντήλια. «Μαντήλι!», του λέω, δείχνοντάς του ένα μέσα στη μικρή οθόνη.
Γεμάτος άδολο ενθουσιασμό: «Μαντήλι! Και Γεωργία μαντήλι λέμε!...»
«Γιατί άραγε λέμε και οι δύο το μαντήλι μαντήλι;» τον ρωτάω. Αφού καταλάβει τι εννοώ, με απόφαση και σιγουριά αρχίζει να μου μιλάει για την αργοναυτική εκστρατεία. Μου δείχνει την Κολχίδα και το Βένι, συνοικία της Κολχίδας όπου, χωρίς καμία αμφισβήτηση, εκεί πήγαν και έδρασαν οι αργοναύτες.
Από κει ίσως το «μαντήλι», συμπεραίνει. Δεν συμφωνώ, όμως πολύ μου αρέσει η ιδέα της γεφύρωσης μιας τέτοιας χρονικής και εδαφικής απόστασης με μια λέξη…
«…Ιάσων…ήρθε πάρει το χρυσόμα…το golden…πώς λένε…το golden…Βένι!» (Ψάχνει αμίλητος υπομονετικά στον χάρτη, το βρίσκει) Εδώ ήρθαν! Πήραν γυναίκα Μεντέα… Χίλια εννιακόσα ογδοντα δύο ήρθαν έλληνες Κολχίδα με ίδιο καράβι…»
Περιττό να του πω ότι δεν έχουν οι σημερινοί έλληνες καμία σχέση με τους έλληνες τους τότε. Η φήμη δεν υποχωρεί σε καμία λογική.
Δέκα παρά είκοσι. Σηκώνομαι και με αλαφρή αλλά και βαριά καρδιά τον αφήνω. «Είναι ώρα να πας να πάρεις την Άννα.»
Σηκώνεται. Χαιρετιόμαστε. «Χτες είχα οικογένεια γιορτή…εγώ σαράντα οκτώ χρόνια…» Φεύγοντας μου το λέει…Του εύχομαι χρόνια πολλά και βγαίνω στην κάψα και στην βρωμιά.







ΣΤΙΣ ΕΛΕΝΑ ΚΑΙ ΚΕΛΛΥ
(δυο αδερφάκια 4 και 6 χρόνων που γνώρισα στο Ναύπλιο κάποτε, σε μια συνάντηση με τους γονείς τους. Ευγενέστατα και τετραπέρατα.)

Αφ’ ότου σάς αντίκρισα γυρεύω
το μέτρο που σωστά θα σας μετρήσει.
Μα όσο το μυαλό μου κι αν παιδεύω
στο πρόβλημά μου αυτό δε βρίσκω λύση.

Απ’ όλα περισσεύετε. Κι ακόμα
μικρό μοιράδι σας όταν μετρούσα
της ξαστοχιάς πάλι έπινα το πιόμα
κι όλος απελπισιά τ’ απαρατούσα.

Κακία όμως γι αυτό δε σας κρατάω
καλοδεχούμενη μια τέτοια ήττα:
βιβλίο είστε που φυλλομετράω
κι εγώ η ταπεινή είμαι αλφαβήτα.

Το Παιδικό σε σας αντιπαλεύει
με το Υψηλό που μέσα σας πλαντάζει-
τ’ αδύνατα όμως το φτωχό γυρεύει-
ως κυματάκι πα’ σε βράχο σπάζει.

Μια σοβαρότητα χαριτωμένη-
έν’ απ΄ της Τύχης τα ευτυχή καπρίτσια-
έχει τη δυάδα σας ευλογημένη
μικρά, κουκλίστικα, γλυκά κορίτσια!

Στα μάτια σας η φλόγα της Ευθύνης
και το, μωράκι ως σεις ακόμα, Πνεύμα.
Και -όσοι-, βλέπουν της Μεγαλωσύνης
κιόλας να σας καλεί το θείο γνέμα.

Το χώρο η παρουσία σας γεμίζει
τόσο που εμείς χανόμαστε κοντά σας.
Η γλώσσα σας χρυσάφι αναβλύζει
σε κάθε ευωδιαστήν ανασαιμιά σας.

Ο Χρόνος, που δικά του να ’ναι ξέρει
όλα της ηλικίας σας τα παιδάκια
του Νου ζηλεύει να σας βλέπει ταίρι
και ξένα του τα λίγα σας χρονάκια.

Ματιών σπιρτάδα, λέξεις μεγαλίσιες,
οξύνοια, ευστροφία, χιούμορ, πάθος,
και ας μην είναι προίκες παιδιακίσιες
μα δε μετρούν-όχι-σε σας για λάθος.

Ακόμα και το κλάμα σας σαν έρθει
ναζιάρικο δεν είναι ή πεισμωμένο-
ωραία μια το πάει κι εκείνο μέθη
κι είναι με λογική λες ζυμωμένο.

Όταν θα μεγαλώστε τους γονείς σας
και θα ‘ρθει η ώρα και για σας να ζήστε,
δέομαι, οι οιωνοί να ’ναι μαζί σας
και ό,τι ωραίο να το κατακτήστε.

Με λόγια παιδικά δεν το μπορούσα
τα όσα ήθελε σας πω να γράψω.
Μα όσα έγραψα, αντάξιά σας πλούσια.
Λοιπόν να γνοιάζομαι γι αυτό θα πάψω.

Σεις τώρα αυτό το ποίημα ας τ’ αγνοήστε-
τον ποιητή εβόηθησε η γραφή του
να λυτρωθεί απ’ όσα οι δυο σας είστε
που άδοτα γλυκοπνίγαν την ψυχή του.

Κι αφού οι στροφές ειν’ δεκατρείς ως τώρα
ας φτιάξω και μια δέκατη τετάρτη
της Τύχης πάντα να ’χετε τα δώρα
ως η Σαρακοστή έχει το Μάρτη.






ΜΑΣ ΗΡΘΕ ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Μας ήρθε χειμώνας
φαί κατά μόνας
νυχτιές επιμήκεις
το φως χασοδίκης
γυμνά τα κλαδιά
σφιγμένη η καρδιά
το κρύο αφέντης
κανένας λεβέντης
ρυάκια στο χώμα
σταλίτσα το γιόμα
στο τζάκι φωτιά
τα ζα στη φωλιά.
Μας ήρθε χειμώνας.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 9:39 π.μ.
(παλιότερα)

(όπου ο Μήτρος πάλι απορεί
Κι ο Γιάννος τον φωτίζει όσο μπορεί)

-Ρε Μήτρο, ‘συ είσαι που χτυπάς; Τι θέλεις τέτοια ώρα;
-Γιάννο μου είμαι άγρυπνος μερόνυχτα δυο τώρα…
-Γιατί ρε Μήτρο; Τι έπαθες;
-                                                    Γιάννο μου να χαρείς
να με βοηθήσεις μόνο εσύ Γιαννάκο το μπορείς.
Να σου μιλήσω Γιάννο μου θέλω και να ειπώ
όσα μου καίνε το μυαλό σε φίλο έναν καλό
ώστε ο λαφιασμένος μου ο νους να ησυχάσει.
Λυπήσου το κεφάλι μου Γιάννο που πάει να σπάσει
και λίγη από την πολύτιμη ώρα σε μένα αφιέρωσε-
την ταραγμένη μου ψυχή Γιάννο μου εσύ ηρέμησε!..
-Τ’ είναι που τόσο πια πολύ σ’ έχει αναστατώσει;
Πού τάχα η στενοχώρια σου οφείλεται η τόση;
Λοιπόν σταμάτα να μιλάς αόριστα κι αρχίνα
να λες τα όσα σ’ ενοχλούν-πρόσεξε: μόνο εκείνα!
-Ναι Γιάννο μου, κι ευχαριστώ που με καταλαβαίνεις
και στην καρδιά του θέματος γρήγορα τόσο μπαίνεις,
γιατί αν δεν ήσουν έξυπνος όσο αυτό σε δείχνει…
-Μήτρο το χέρι μου αυτό και φάπες ξέρεις ρίχνει-
λοιπόν σταμάτα όσα λες και μπες στο θέμα τάχιστα!..
-Ναι Γιάννο μου, τα λόγια μου βάζω στην άκρη τ’ άχρηστα
κι ό,τι με καίει θα σου πω, αν και νομίζω…
-                                                                               ΑΡΧΊΝΑ!
-Γιάννο μου, όσα γίνονται εσχάτως στην Αθήνα
να καταλάβω δεν μπορώ. Πες μου, ο Τσίπρας θέλει
να μείνουμε ή να φύγουμε απ’ το ευρώ εντέλει;
-Να φύγουμε! Άλλο!
-                                      Γιάννο μου δε θέλω έτσι κοφτά
να μου απαντάς σε θέματα όπως αυτά καυτά.
Με λίγη σάλτσα το λοιπόν τα λόγια σου περίχυνε
και δείξε κατανόηση στο άγχος μου Γιάννο λίγηνε…
-Καλά. Λοιπόν με έπεισες πως χρειάζεσαι βοήθεια
και για τη χώρα πως καημό κρατείς μέσα στα στήθια
κι ότι αυτόν σου τον καημό, τον έστω και βλακώδη,
να τον μετριάσω πρέπει εγώ. Γιατί και σ’ ένα βόδι
αν εν’ αγκάθι έχει μπει στο χοντρουλό του σώμα,
κι ας είναι ζώ’, πρέπει κι αυτό να βοηθηθεί ακόμα.
-Γιαννάκο μου σε αγαπώ και βόδι ας με λες
και ας με λούζεις με βρισιές κι άλλες εσύ πολλές.
-Ρε Μήτρο ξέρεις πως κι εγώ πολύ σε αγαπώ
κι ας λέω πολλά επίθετα σε σένα εναλλάξ-
ας πούμε εκτός ότι κουτός είσαι μαζί και βλαξ-
μα κι ας το ξέρεις Μήτρο μου και πάλι θα στο πώ,
είσαι ο πιο καλλίτερος στον κόσμο που έχω φίλος.
-Γιαννάκο μου ο τόσος μου για το μυαλό σου ζήλος
δε θα λιγέψει όπως κι αν να με ειπείς γυρέψεις.
Γιάννο μου είμαι ζηλωτής της λαμπερής σου σκέψης.
Γι αυτό και πριν Γιαννάκο μου το χέρι σου σηκώσεις
και κάποια όπως συνηθάς καταχεριά μου δώσεις,
τ’ άλλα παραμερίζω
και να ρωτώ αρχίζω.
Πες μου Γιαννάκο μου γιατί η Ελλάδα υποφέρει;
-Γιατί η Νου Δου και το Πασόκ μακρύ απλώσαν χέρι
και κλέβανε ανελέητα του κράτους τα λεφτά
κι ενώ τα άλλα κόμματα τα έβλεπαν αυτά
ποτέ δε βγάλαν τσιμουδιά. Γι αυτό και κείνοι λέω
το ίδιο φταιν. Και θα σου πω και άλλο ένα νέο:
Δεν κλέβαν Μήτρο μόνο αυτοί αλλά και οι δικοί τους-
φίλοι, γνωστοί, πολιτευτές, λεφτάδες, συγγενείς τους.
-Κι από την κρίση Γιάννο μου όπου μας έχει βρεί
πες μου-η Ελλάδα πώς μπορεί Γιαννάκο μου να βγει;
-Ξέχνα το αυτό Μητρούση μου. Αυτό δεν το μπορεί.
Και μη τόσο το μάτι σου  έκπληκτο  με θωρεί.
-Και ώσπου να πεθάνουμε φτωχοί θα ’μαστε Γιάννο;
Θα πει θα είμαστε φτωχοί σε όλη τη ζωή μας;
-Μήτρο γι αυτό στη φτώχεια σου αρκίζομαι επάνω.
-Μα Γιάννο μου ο Βαγγέλης μας λέει πως θα μας σώσει.
-Αυτός που δεν κατάφερε να μη μας χαντακώσει;
-Τότε μπορεί ο Σαμαράς να μας πλουτήνει πάλι;
-Ο Σαμαράς; Το κόμμα του που τόσο έχει χάλι
να συμμαζέψει δεν μπορεί. Μα κι αν το συμμαζέψει
…………………………………………………………………………………..
…………………………………………………………………………………..
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 2:42 π.μ.
(παλιότερα)

ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ, 23 ΑΠΡΙΛΗ, Ο ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΗΘΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΕΡΙ. ΝΑ ΤΙ ΘΑ ΤΟΥ ΠΕΙ:
……………………………………………………………
Ο Αντώνης κύριε Κέρι μου, μάθετε μια για πάντα,
δεν είναι φιλογερμανός. Λίγο μπερμπάντης είναι
κι η Μέρκελ του εγιάλισε. Αυτή λοιπόν του είπε
πως για να πέσει θα ’πρεπε να κάνει ό,τι του λέει.
Και του ’πε ότι «ναι» να πει έπρεπε στο Μνημόνιο.
Και τι να έκανε κι αυτός τη Μέρκελ για να ρίξει;..
Τόνε καταλαβαίνετε κι εσείς… είσαστε άντρας…
Όμως δεν εσταμάτησε τις ΗΠΑ ν’ αγαπάει.
Στις ΑΠΑ δεν εσπούδασε; Και πάμπλουτος δεν είναι;
Θα του ήταν δυνατό ποτέ να μη εσάς λατρεύει-
εσάς που του εγγυόσαστε την που ’χει περιουσία;
Πρέπει ύστερα να ξέρετε πως όλο του το σόι
και πλούσιοι ήταν και Δεξοί όσο δεν παίρνει άλλο.
Γι αυτό σας λέω φίλτατε μη τον παρεξηγείτε
που στο τηλέφωνο συχνά μιλάει με τη Μέρκελ.
Γλυκόλογα ανταλλάζουνε σαν εραστές που είναι.
Αυτός μάλιστα τίποτα δε λέει-λέει εκείνη
κι αυτός μονάχα λέει «ναι, ναι ναι ναι ναι γλυκειά μου…»
Τίποτε για πολιτικά δε λένε, όρκο παίρνω!
Μα όταν είδε ο σαμαράς πως τον παραμελείτε
τα σούρτα φέρτα έπαψε που είχε στη Γερμανία
και μόνο εσάς αποζητά με περισσή μανία.
Και το Δεξό του γέρνοντας στον ώμο μου κεφάλι
κάθε ημέρα ο φουκαράς κλαίει με μαύρο δάκρυ
και μου ζητά μες σε λυγμούς να έρθω να σας έβρω
κι αφού σας δώσω τα θερμά τα χαιρετίσματά του
να έβρω οπωσδήποτε και γρήγορα έναν τρόπο
ώστε είτε να ’βλεπε εσάς είτε τον Πρόεδρό σας.
Γι αυτό και σας παρακαλώ κι εγώ με τη σειρά μου
δεχτείτε κύριε υπουργέ λιγάκι να τον δείτε…
Κι όχι πως κόφτομαι γι αυτόν, μ’ αν δεν τα καταφέρω
τότε φοβάμαι μη αυτός από υπουργό με βγάλει
και τότε και τ’ αυγά εγώ και τα καλάθια χάνω.
Και τι ζητάει ο φουκαράς; Πέντε λεφτάκια μόνο
ίσα για να σας πάρουνε οι φωτογράφοι πόζες.
Κι ας μην ειπείτε τίποτε σπουδαίο ή μεγάλο
μόνο ένα «γεια σου» πέστε του καλέ μου κύριε Κέρι…
Σαν το παιδάκι το μικρό μου κλαίγεται ο καημένος:
«Μήτσο», μου λέει, «γιατί κανείς να με ιδεί δε θέλει;
Τι το στραβό έχω εγώ που ο Ερντογκάν δεν έχει
και κάθε τόσο πάει εκεί ο Κέρι και τα λένε;
Κι εμένα μάνα μ’ έκανε. Κι αν δεν επηρεάζω
Συρία, Ιράκ κι Αφγανιστάν, μα κι ούτε κάτι κάνω
που να θυμώσει τις πολύ αγαπητές μου ΗΠΑ.
Ούτε Μπουργκάς κάνω εγώ, ούτε στους ρώσους πάω,
ούτε απ’ τους πλούσιους λεφτά παίρνω. Και τα αέρια,
κι όσα πετρέλαια θα βρουν δικά τους είναι όλα.
Το Ισραήλ το αγαπώ. Κι ό,τι αγαπούν οι ΗΠΑ
με την αγάπη μου κι εγώ τη φλογερή τα σκέπω.
Σ’ ό,τι μου πούνε λέω ναι κι ό,τι μου λένε κάνω.
Ε, δεν αξίζω μια ματιά ή λέξη τους καμία;
Αφότου εδεχτήκανε στη χώρα τους τον Τσίπρα
εμένα μ’ απαράτησαν σα να ’μουν αποπαίδι.
Και αν η τύχη το ’φερε κι αγάπησα τη Μέρκελ
αυτοί γιατί να μ’ αγνοούν; Από έρωτα δεν ξέρουν;
Κι ακόμα να! Ορκίζομαι, πες τους, τη Μέρκελ πάλι
να μη ούτε στον ύπνο μου την ξαναδώ ποτέ μου.
Μήτσο μου αμάν! Πέντε λεφτών ακρόαση γυρεύω!»
Και συμπληρώνει φιλικά-ξέρετε, σαν αστείο..:
«Και κοίτα μην καταπιαστείς Μήτσο μου με τη μόδα
και την ιερή αποστολή που έχεις την ξεχάσεις.
Άσε για λίγο τσάκιση σπαθί στα παντελόνια,
ξέχνα γραβάτες ασορτί με ζώνες και παπούτσια
κι όλα τα δονζουανίστικα τερτίπια σου εκείνα.
Αυτά θα τα ’βρεις σα θα ’ρθεις και πάλι στην Αθήνα.
Για τώρα έχεις ιερό στη γη προορισμό σου
να πείσεις τους αμερκανούς να με δεχτούν. Ε Μήτσο;..
Όπως ο Ανταίος πα’στη γη δυνάμωνε ακουμπώντας
έτσι να μ’ ακουμπήσουνε λιγάκι τους ζητάω
αλλιώς ο Τσίπρας-Ηρακλής να με κερδίζει βλέπω…»
Αυτά μου είπε ο Σαμαράς κλαίγοντας κύριε Κέρι.
Και να γνωρίζετε καλά πως λίγο αν τον δείτε,
μετά ό,τι κι αν ζητήσετε θα το ’χετε ορισμένως.
Την Κύπρο ας πούμε, κάντε την μετά ό,τι σας αρέσει.
Αντίρρηση η κυβέρνηση του Σαμαρά δε θα ’χει
σε ό,τι αποφασίσετε μαζί με τον Ομπάμα.
Τώρα που φτώχυνε κι αυτή κι αρχίσαν να τρωγόνται
μπορείτε να τη δώσετε ακόμα και στους Τούρκους.
Όχι κανείς δε θα σας πει. Και τα πετρέλαιά της
δικά σας κάντε τα κι αυτά. Οι ρώσοι έχουν δικά τους.
Εμείς ό,τι γυρεύουμε η προστασία σας είναι
και δυο λεφτών συζήτηση στις κάμερες μπροστά.
Σας ξαναλέω μόνο εσάς ο δόλιος αγαπάει.
Κι αν μια τον τράβηξε φροϊλάιν-αυτή η μαργιόλα η Μέρκελ,
αυτό είναι το χούι του φίλτατε κύριε Κέρι:
οι γκόμενες! Κι από μικρός, όχι μονάχα τώρα.
Greek lover τόνε λέγανε σα φοιτητή οι γυναίκες.
Και αν του κάνανε φορές πολλές ζημιά μεγάλη
δε λέει το χούι του αυτό να το απαρατήσει.
Πρόσφατα η Μέρκελ. Μα και πριν δεκαετίες δύο,
που ήταν Εξωτερικών, του είχε γιαλίσει άλλη-
μια τσαπερδόνα απ’ το Βορά, κάποια Μακεδονία

που κι ο πολύς Καραμανλής-ξέρετε, ο Εθνάρχης
είχε με δάκρυα καυτά πολύ για κείνην κλάψει.
Κι οι δυο μονομαχήσανε για χάρη της μια μέρα
κι ο Σαμαράς νικήθηκε και πάει το υπουργιλίκι.
Και τώρα δυο έχει χρονιές που αγάπησε μιαν άλλη
την Εξουσία-τι να σας πω-και τι δεν έχει κάνει
για να την έχει: φίλησε ποδιές κατουρημένες,
έκλαψε, παρακάλεσε, χαρτιά έχει υπογράψει
που ούτε τα εδιάβασε, υπόγραψε Μνημόνια,
έναν ολόκληρο λαό ψέματα τον εγέμισε,
τέλος τα εκατάφερε-την Εξουσία εκέρδισε!
Κι αυτή επειδή τη στείλατε εσείς να πάει σε κείνον,
δε σας πειράζει βέβαια που φιλενάδα του είναι.
Αχ!  Κύριε Κέρι μου! άρρωστος με τις γυναίκες είναι.
Δείξετε κατανόηση. Σας λέω και τη Μέρκελ
θα την ξεχάσει (άρχισε κιόλας να μη τη βλέπει)
όπως τελείως εξέχασε και τη Μακεδονία.
Θα την ξεχάσει σίγουρα! έχει αρχίσει κιόλας
να μην ακούει τι του λέει, λουλούδια δεν της στέλνει,
τηλέφωνο δεν απαντά. Σίγουρο είναι πλέον
(κι αυτό το παίρνω πάνω μου) τελειώνει με τη Μέρκελ.
Και για να με πιστέψετε όρκο βαρύ σας κάνω:
Να μη χαρώ την τσάκιση του μπεζ παντελονιού μου!
Να μη χαρώ τη βυσσινιά γραβάτα που φοράω!,
η Μέρκελ για το Σαμαρά παλιά είναι ιστορία.
Βαρείς κύριε Κέρι μου βλέπετε όρκους κάνω.
Τι άλλο να σας έλεγα; αυτό τα λέει όλα.
η Αμερική είναι γι αυτόν η αγάπη του η μεγάλη.
Να πούμε είναι ο σύζυγος που κι αν ξενοκοιτάει
στο τίμιο στεφάνι του πάλι ξαναγυρνάει.
Μία συμπάθειας ματιά ρίξτε του κύριε Κέρι…
Η φλόγα είναι ο φουκαράς στων ΗΠΑ τ’ αγιοκέρι
που η Δεξά η Ελληνική για δεκαετίες ανάβει.
Κλείστε του ένα ραντεβού με τον Ομπάμα ω! Κέρι!
Να πάψει να μου κλαίγεται και πια να ησυχάσει.
Κι όπως σας είπα, όσα πια θέλετε απ’ την Ελλάδα
δικά σας θα ’ναι κιόλας πριν ακόμα τα ζητήστε.
………………………………………………………
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 2:29 π.μ.
(παλιότερα)

ΤΟ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ

Το Ορφανοτροφείο της πόλης μετρούσε κιόλας διακόσια χρόνια ύπαρξης.
Για χρόνια και χρόνια δεχόταν στους κόλπους του παιδιά είτε στερημένα από τους γονείς τους είτε αγνώστων γονέων, τα ανάτρεφε, τα μάθαινε γράμματα και τέχνες και τα απέδιδε στην κοινωνία με εφόδια ικανά για την αυτοδύναμη ύπαρξή τους μέσα σ’ αυτήν.
Ήταν αρκετά μεγάλο. Καταλάμβανε μια έκταση περίπου πενήντα στρεμμάτων. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως ήταν μια μικρή πόλη μέσα σε μια μεγαλύτερη.
Το είχε ιδρύσει κάποιος πλούσιος ομογενής από λύπηση για τα ορφανά της περιοχής. Το οικόπεδο ήταν δική του δωρεά προς το Δήμο και αυτός επίσης ανήγειρε μέσα σε αυτό τα κτήρια και τις απαραίτητες για τη λειτουργία του εγκαταστάσεις.
Σαν όρο της χρηματοδότησης για την ίδρυσή του ήταν αυτό να διοικείται από αυτόν όσο θα ζούσε και όταν αυτός πέθαινε από τους απογόνους του.
Και οι απόγονοι τηρούσαν με μεγάλο ζήλο τον όρο αυτόν της ιδρυτικής πράξης του Ορφανοτροφείου, συνεπικουρούμενοι από υπαλλήλους πιστούς σε αυτούς, που τους διάλεγαν ανάμεσα στα μεγαλύτερα σε ηλικία ορφανά.
Ξεχώριζαν ανάμεσα στους έξυπνους και εργατικούς τροφίμους τα κατάλληλα πρόσωπα, τα εκπαίδευαν, στέλνοντας μερικά και στο εξωτερικό για να σπουδάσουν τα σχετικά με τη διοίκηση παρόμοιων Ιδρυμάτων, και κατόπιν τα χρησιμοποιούσαν στις Υπηρεσίες του Ιδρύματος.
Πολλά από αυτά τα κρατούσαν σαν υπαλλήλους τους, δίνοντάς τους έναν καλό μισθό και εξασφαλίζοντάς τους έτσι μια καλή ζωή ως τα γεράματά τους.
Και αυτά τα παιδιά γίνονταν οι καλλίτεροι υπάλληλοι των απόγονων-διοικητών. Ήταν ιδανικοί διαχειριστές των Υπηρεσιών και των δοσοληψιών του Ιδρύματος αλλά και των σχέσεών του με τα καταστήματα της πόλης και γενικότερα με την κοινωνία της.   
Κοντά σ’ αυτούς, από την ίδρυση κιόλας του Ορφανοτροφείου βρίσκονταν, βοηθώντας τους στη Διοίκηση, φίλοι τους τρόφιμοι, που δεν παρέλειπαν να ανταλλάζουν τις υπηρεσίες που πρόσφεραν με εύνοιες που μεταφράζονταν στην απόκτηση είτε στο δικαίωμα χρήσης περισσότερων αγαθών από εκείνα που απολάμβαναν οι ένοικοι που δεν ανακατεύονταν στη Διοίκηση ούτε άμεσα ούτε έμμεσα, ούτε φανερά ούτε κρυφά.
Και όσο τα οικονομικά του Ιδρύματος ήσαν ανθηρά ή, κατά περιόδους, υποφερτά, η κατάσταση αυτή λίγο ή καθόλου απασχολούσε τις συζητήσεις των τροφίμων. Μάλιστα μερικοί δικαιολογούσαν το φαινόμενο αυτό υποστηρίζοντας πως το Ίδρυμα χρειάζονταν αλήθεια εκτός από καλούς διοικητές και καλούς βοηθούς, αλλά και συνεργάτες των τελευταίων. Πόσο μάλλον σε ένα Ίδρυμα σαν κι αυτό που οι κάτοικοί του δεν είχαν γνωρίσει το αίσθημα της τάξης μέσα σε οικογένεια και που όσο πήγαιναν και πλήθαιναν. Γιατί λίγο οι πόλεμοι, λίγο τα ήθη που όσο πήγαινε γίνονταν και πιο ελεύθερα, λίγο η όψιμη επιθυμία των γονιών «να ζήσουν τη ζωή τους», ο αριθμός των οικότροφων όλο και μεγάλωνε.
Τέσσερες χιλιάδες αριθμούσε στην τελευταία του απογραφή. Και ποιος θα ήταν ικανός να επιβάλει την τάξη εκτός από κάποιον που ήξερε από μέσα τα πράγματα και που τις ίδιες αταξίες έκανε κι αυτός όταν ήταν ακόμα τρόφιμος;
Έτσι και όταν ακόμα μερικά από τα παρατράγουδα των υπαλλήλων γίνονταν φανερά και εξελίσσονταν σε σκάνδαλα, σκάνδαλα που δοκίμαζαν την χρηστότητα αλλά και την αντοχή των οικότροφων, οι υπόλοιποι τρόφιμοι τα ανέχονταν παρασιωπώντας τα.
Μόνον όταν το πράγμα παραγίνονταν, οι πιο θερμόαιμοι από τους οικότροφους εκδήλωναν με διάφορους τρόπους την αποδοκιμασία τους για τα φαινόμενα αυτά αλλά και για τους πρωταγωνιστές τους. Χτυπούσαν τα κουτάλια στα πιάτα τους την ώρα του  φαγητού, άφηναν τα φώτα των θαλάμων τους ανοιχτά όλη τη νύχτα ή δεν εκτελούσαν κάποια διαταγή. Όταν οι διευθυντές έβλεπαν μια τέτοια αντίδραση, έσπευδαν να καθησυχάσουν τους τροφίμους λέγοντάς τους ότι έχουν δίκιο, ότι ο υπαίτιος της ατασθαλίας θα τιμωρηθεί, και έβρισκαν πάντοτε σε τέτοιες καταστάσεις την ευκαιρία να θυμίσουν στους τροφίμους την δισαίωνη ιστορία του Ιδρύματος, το πνεύμα της ισότητας που πρέπει να διέπει τις σχέσεις όλων μεταξύ τους, και να προσπαθούν με κάθε τρόπο να τους καθησυχάσουν ώστε η τάξις «η οποία είναι απαραίτητη σε κάθε περίπτωση συμβίωσης πολλών ατόμων», να επανέλθει στο Ίδρυμα.
Όμως ποτέ δεν τιμωρούσαν τους φταίχτες του κάθε παραπτώματος, ή τους τιμωρούσαν με ποινές τόσο ελαφρές που εκείνοι περισσότερο ξεθάρρευαν και έπαιρναν το θάρρος να κάνουν χειρότερα από πριν.
Έτσι είχε το πράγμα ώσπου ένας μαθητής από τα βόρια της επικράτειας άρχισε να μάχεται υπέρ των καταπατούμενων δικαιωμάτων των τροφίμων και εναντίον των λυμεώνων, όπως τους έλεγε, του Ιδρύματος. Και γρήγορα έφτιαξε τη δική του ομάδα στην οποία πρώτοι που προσχώρησαν ήσαν οι δυσαρεστημένοι  από τον τρόπο και τις πρακτικές της Διοίκησης. Η ομάδα όλο και μεγάλωνε μέχρι που έφτασε να απαιτήσει δίκαιη μεταχείριση του πλούτου του Ιδρύματος και καθαίρεση της καταστροφικής όπως την αποκαλούσαν τα μέλη της, Διοικήσεώς του.
Σαν να μην έφταναν αυτά, ήρθε και μια οικονομική δυσπραγία στην πόλη, που είχε άμεσο αντίκτυπο και στην μικρή πόλη-κοινωνία του Ορφανοτροφείου.
Γρήγορα οι ένοικοι έφτασαν στο σημείο να αρπάζουν στα φανερά μέσα στην τραπεζαρία δια της βίας το φαγητό ο ένας του άλλου ή να έρχονται στα χέρια για ένα μικρής αξίας κέρμα.
Τα οικονομικά του Ιδρύματος πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Οι δανειστές απαιτούσαν τα χρήματά τους, η Διοίκηση δυσκολεύονταν να τα δώσει και η ζωή των παιδιών γινόταν όλο και πιο δύσκολη.
Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ο νεαρός επαναστάτης διακήρυξε πως η προεδρία του Ιδρύματος πρέπει να πάει στα χέρια των ίδιων των ενοίκων.
Αυτό θεωρήθηκε σαν αιτία πολέμου από τους ιθύνοντες.
Αποτέλεσμα ήταν οι ένοικοι του Ιδρύματος να χωριστούν και επίσημα σε Γεβρεβάτους και Χεπεφέχους, από τα ονόματα του ρηξικέλευθου νεαρού Γεβρεβά και του δοτού Προέδρου του Ιδρύματος Χεπεφέχ.
Οι Γεβρεβάτοι απέδιδαν το φταίξιμο για την κατάντια  του Ιδρύματος στην κακή, σπάταλη και όχι με απόλυτα διαφανή τρόπο λειτουργούσα Διοίκηση, ενώ οι Χαπεφέχοι δικαιολογούσαν την κατάσταση θεωρώντας υπεύθυνη γι αυτήν τη γενικευμένη οικονομική κρίση, που επηρέαζε όλες τις δραστηριότητες στην πόλη.
Γρήγορα δρομολογήθηκαν εκλογές, κάτι πρωτοφανές για τοΊδρυμα που μέχρι τότε διοικούνταν από τους απογόνους του ιδρυτή του κληρονομικώ δικαιώματι. Και όλοι μέσα στο Ίδρυμα ήσαν σίγουροι ότι οι εκλογές θα κερδηθούν από τους Γεβρεβάτους, μόνο που οι Χεπεφέχοι δεν το ομολογούσαν φανερά.
Κιόλας οι Γεβρεβάτοι, με την έμπνευση που αρύονταν από την στιβαρή αλλά και ευπροσήγορη προσωπικότητα  του ηγήτορά τους είχαν ετοιμάσει ως και τον νέο κανονισμό του Ιδρύματος.
Και αναβρασμός και έξαψη επικρατούσε μέσα στο Ορφανοτροφείο και στους ενοίκους του από τις δραστηριότητες των υποψηφίων των δύο ομάδων και από την αδημονία των μελών τους που εκδηλώνονταν με βίαιες συζητήσεις και κάποτε με μικροσυμπλοκές.
Καθώς όμως πολλές φορές κάτι που φαίνεται να υπόσχεται πολλά, για κάποιο λόγο στραβώνει, έτσι συνέβη και με το Ορφανοτροφείο και τον αγώνα του Γεβρεβά για την σωτηρία του.
Δέκα μέρες πριν τις εκλογές και ενώ ο Γεβρεβά βάδιζε από τα Αναγνωστήρια προς τα Μαγειρεία του Ορφανοτροφείου, ένα κομμάτι από τη μαρμάρινη μαρκίζα του κτιρίου της Καντίνας έπεσε πάνω στο κεφάλι του.
Η βαριά του εγκεφαλική κάκωση τον άφησε να ζήσει δυο μόνον ημέρες μετά το ατύχημα.
Το ατυχές περιστατικό αποδόθηκε στην παλαιότητα του κτιρίου και στην ανεπαρκή συντήρησή του.
Δύο αυτόπτες μάρτυρες υποστήριξαν ότι είδαν μια φιγούρα να κινείται ύποπτα πάνω στη στέγη της καντίνας πέντε λεπτά πριν από το πέσιμο της μαρκίζας, η προανάκριση όμως δεν ανέδειξε κάποιον ύποπτο και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.
Ο υπαρχηγός του κόμματος των Γεβρεβάτων αποδείχτηκε κατώτερος των περιστάσεων και στις εκλογές οι Χεπεφέχοι θριάμβευσαν.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 2:11 π.μ.
Δευτέρα, 29 Ιανουαρίου 2018
(ΠΑΛΙΟΤΕΡΑ)

Φώτη απόψε πήγα με Ντάνα σε ένα ταβερνοεστιατόριο που μου το πολυδιαφήμιζε («έχει το καλλίτερο κοτόπουλο της περιοχής», «και από την Αθήνα και από τη Λάρισα έρχονται άνθρωποι και τρώνε», «έχει μια «σως» που μόνον αυτός φτιάχνει και δεν λέει σε κανέναν το μυστικό του» κλπ παρόμοια). Μήνες ήθελε να πάει αλλά δεν είχε με ποιον.
Με λίγα λόγια όμως να περί τίνος επρόκειτο.
Κοτόπουλο χειρότερο από ότι θα το έψηνα ως κι εγώ, μια «σως» από κείνη που την πουλάνε με τους ντενεκέδες στα ψητάδικα της Αθήνας, μια ντοματοσαλάτα που και να ήθελε να την χαλάσει δεν γίνεται-ντομάτα είναι αυτή.
Ο «καταστηματάρχης» ένας Γκιωνάκης των «κίτρινων γαντιών», λίγο πιο χαζός. Βρωμερός από πάνω ως κάτω. Αφού είχαμε κάτσει, ήρθε σιγά σιγά προς εμάς και ρώτησε: Εδώ θα κάτσετε; Κατόπιν πήγαινε εδώ κι εκεί ανάμεσα στα τραπέζια κοιτάζοντας ύποπτα εκείνους που τρώγανε. 
Ο γιος του ίδιο σουλούπι, ίδια βρωμιά και ίδια γκιωνάκικη ηλιθιότητα, σερβίριζε στα τραπέζια σιγοτραγουδώντας με ηλίθιο ύφος άλλο κάθε φορά τραγούδι.
Μη φανταστείς ότι όλο αυτό από τους δυο τους ήτανε κάτι φτιαχτό επίτηδες για να αρέσουν στην πελατεία.
 Όχι.
Απλή ηλιθιότητα.
Οι πελάτες μαζέματα χαζής φτώχειας, χωριάτες από μια περιοχή διακοσίων μέτρων ακτίνας από το «κατάστημα», παρόμοιου με τον «καταστηματάρχη» διανοητικού επιπέδου, που βγήκανε σαββατόβραδο να φάνε «έξω», όπως δα κάνουν και οι πρωτευουσιάνοι-τι; καλλίτεροι είναι εκείνοι; Όχι. Kαι απόδειξη ότι να! κι αυτοί βγαίνουν τα σαββατόβραδα. 
Με δυο κουβέντες κατάστημα και πελάτες, πολύ πήγαινε ο ένας του άλλου. 
Και η πανέξυπνη Ντάνα, με μια εξυπνάδα που ολόκληρη αναλώνεται σε λούσα, γκόμενους, ψέματα και συγκάλυψή τους, αλλαγή γνώμης (για αλλαγή γνώμης και μόνο) και απόφασης για οτιδήποτε έχει προείπει ή προαποφασίσει και προσπάθεια δικαιολογίας τους, έχει πιαστεί στα δίχτυα της «εξέλιξης», του «μοντέρνου» και συνεπώς της απωλείας, από τα εικοσιδύο της κιόλας.
Σου στέλνω φωτογραφία της από το αποψινό «εστιατόριό» μας.

*

ΘΑΝΑΤΟΣ-13
Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο παθιάζονται για το ποδόσφαιρο.
Λες και έχουν λύσει όλα τα άλλα ζωτικά τους προβλήματα και τους μένει μόνον αν μία μπάλα θα περάσει κάτω από ένα δοκάρι ή όχι.
Ο πατριωτισμός σήμερα κρέμεται όχι  από τον ιστό κάποιας σημαίας  αλλά στριφογυρίζει μαζί με τους κύκλους που κάνει μία μπάλα. Και ήρωες δεν είναι όσοι πεθαίνουν για την πατρίδα ή όσοι την ευεργετούν, αλλά όσοι μπορούνε να κλοτσάνε με υπολογισμό αυτή τη μπάλα.
Εθνικοί ύμνοι ψάλλονται πριν από κάθε αγώνα, πρωθυπουργοί δίνουν τα χέρια μετά από κάθε αγώνα, με ένα λόγο τα κράτη έχουν αντικαταστήσει τους στρατούς τους με εντεκάδες μαχόμενων πατριωτών, τη δόξα τους με ένα «τακουνάκι», τον ΟΗΕ με ένα διαιτητή.
Και αυτά θα ήταν καλοδεχούμενα αν ανταποκρίνονταν στα αληθινά αισθήματα των ανθρώπων και στην πραγματικότητα.
Όμως όλα αυτά δεν καταργούν αλλά αναβάλλουν τη σύγκρουση, η οποία όσο πιο πολύ αργεί τόσο τρομερότερη θα είναι.
Αν μία τέτοια νοοτροπία, ένας τέτοιος τρόπος σκέψης, μία τέτοια παραμόρφωση της ιστορίας δεν είναι θάνατος τότε τι είναι θάνατος;

*

{Ντυμένες με λευκά μπλουζάκια ως σύμβολα ειρήνης, εκατοντάδες γυναίκες από την Βενεζουέλα πέρασαν, το πρωί της περασμένης Τρίτης τις στρατιωτικές μπάρες στα σύνορα για να ψωνίσουν στην Κολομβία. Συγκεντρώθηκαν ώστε να μπορέσουν να περάσουν όλες μαζί και διέσχισαν τη διεθνή γέφυρα Francisco-de-Paula-Santander, τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο, σύμφωνα με τοπικό μέσο της πόλης Cúcuta της Κολομβίας όπου οι γυναίκες έκαναν κυριολεκτικά έφοδο για να ψωνίσουν.
«Τα παιδιά μας πεθαίνουν από την πείνα. Θέλουμε απλά να αγοράσουμε πράγματα που δεν υπάρχουν σε μας», δήλωσε μια από τις γυναίκες στην κολομβιανή εφημερίδα. Δείτε το συγκλονιστικό βίντεο με τις γυναίκες που έχουν ψωνίσει ακόμη και χαρτί υγείας!}
(από το ίντερνετ, 8-7-16)


Βλέπω το συγκλονιστικό βίντεο. Και βλέπω νεαρές ευτραφείς και καλοζωισμένες γυναίκες να περπατάνε καμαρωτές καμαρωτές.
Από όλες μία θα περιγράψω, γιατί όλες ίδιες είναι. Μακριά κλοχτενισμένα μαλλιά, αγέρωχο ύφος.  Η τσαντούλα που κρέμεται από τον λαιμό της και φτάνει ως το ύψος του εφήβαιου, στοιχίζει όσο διακόσα καρβέλια ψωμί. Το παντελόνι της στοιχίζει όσο τριάντα κιλά τυρί. Τα λευκά τελευταίας μόδας παπουτσάκια της εκατό κιλά κρέας.
Το ανόητο κεφάλι της, όπως αυτό καθρεφτίζεται στην παγκοσμιοποιημένη φάτσα της, δεν φαίνεται να λογαριάζει καθόλου τέτοιες αναλογίες, μόνο ένα «ΘΕΛΩ» θα έγραφε κανείς αν ήθελε να δώσει την πεμπτουσία της υπευθυνότητας αυτής της γυναίκας. 
Πώς θα την πείσει κανείς ότι η ίδια φταίει για ό,τι νομίζει ότι άδικα παθαίνει;

*

Η τέταρτη πνευμονία μου. Νύχτες δυσβάσταχτες. Παρηγοριά μου τα τηλεφωνήματά σου, το ενδιαφέρον που έδειξαν για την αρρώστια μου άγνωστοι φίλοι και η ανυστερόβουλη έγνοια  της πρόσφατης γνωριμίας της σερβιτόρας Ελβίρας, της κοπέλας του εστιατορίου. Αλλά πηγαίνω να ξαπλώσω.Από αύριο περισσότερα.

Όπως σου έγραψα προχτές η Ελβίρα με βοήθησε ίσως περισσότερο κι από σένα να συνέλθω.
Ξέροντας την ευεργετική επίδραση που θα είχε πάνω μου, στο διάστημα της αρρώστιας μου και επιδιώκοντας όχι μια ίαση αλλά κάποια ανακούφιση του πόνου, δυο μεσημέρια, αποφάσισα και παίρνοντας μια γερή δόση Tylenol σύρθηκα μέχρι την Κρύα, μπήκα στο εστιατόριο και σωριάστηκα σε μια καρέκλα του.
Το ενδιαφέρον αυτού του κοριτσιού για την κατάστασή μου, τέτοιο που πρώτη φορά βλέπω από θηλυκό, συντέλεσε στο να νιώσω καλλίτερα αυτές τις μέρες.
Γιατί είδες  ότι υπάρχει κάποιος  που ενδιαφέρεται για την αρρώστια σου. Και λες, πρέπει να γίνω καλά γι αυτόν, να μια αιτία να ζήσω.

Παρένθεση. 
Ξέρεις χωρίς να σου το πω ότι ούτε  κλάφτηκα ούτε ζήτησα τίποτε από την Ελβίρα. Φαίνεται όμως ότι η όψη μου έδειχνε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα και κίνησε το ενδιαφέρον της μικρής. Και όχι, δεν είναι για το πεντάευρο που της έδωσα μια φορά (σιγά το πράμα), δεν είναι από κάποιον υπολογισμό, σιγουρέψου και συ όπως είμαι σίγουρος κι εγώ πως όλα όσα κάνει αυτό το κορίτσι τα κάνει αυθόρμητα, πηγαία. Όταν θα είμαι καλύτερα και δεν θα νιώθω την αδυναμία της ανάρρωσης θα σου περιγράφω αυτό το κορίτσι ώστε να γίνει τελείως κατανοητό αυτό που σου λέω.
Αλλά πριν κλείσει η παρένθεση και αυτό: Γιατί την περιοχή την λένε «Κρύα»; Τι είναι αυτό; Επίθετο βέβαια, μας λέει η Γραμματική. Ποιο ουσιαστικό όμως χαρακτηρίζει; Εδώ είναι το θέμα. Όσους ντόπιους ρώτησα δεν μου έδωσαν ικανοποιητική απάντηση. Είναι τάχα τόσο έντονη και επιθυμητή το καλοκαίρι η δροσιά που τα γάργαρα νερά της δίνουν, ώστε μοιάζει το επίθετο να έγινε δικαιωματικά πιο ισχυρό από το ουσιαστικό που ήθελε να προσδιορίζει, και γι αυτό το επίθετο «Κρύα» τού έκλεψε την ουσία και ουσιαστικοποιήθηκε; Ίσως. Μα και για την ιστορία του τόπου μένει το ερώτημα, έστω και στον παρατατικό.  Εν πάσει περιπτώσει, για να μπορώ να ησυχάσω τον εαυτό μου και να μπορώ να χρησιμοποιώ τη λέξη χωρίς ενοχές, έχω συμπληρώσει μόνος μου το ουσιαστικό. Και λέγοντας «Κρύα» εννοώ από μέσα μου «περιοχή»-της πόλης. Έτσι, μισοβέζικα και πραξικοπηματικά πορεύομαι χρόνια τώρα και μ’ αυτό. 
Κλείνει η παρένθεση.

Πριν πάω να ξαπλώσω ας σου πω, αν δεν το έχεις σκεφτεί ως τώρα, τι θα πει παρηγοριά-αυτό που βρήκα στα τηλεφωνήματά σου και στα λόγια της Ελβίρας. Ετυμολογία της παρηγοριάς λοιπόν: από το στέκω «παρά» τινι και «αγορεύω»
Γεια σου Φώτη.
Μα όχι, όχι ακόμα.
Φώτη, όταν ήμουν εκεί είχα γράψει κάποιους στίχους-μερικά τετράστιχα, ένα ποίημα- που άρχιζαν κάπως έτσι:

«Στον κάμπο τον ανθόσπαρτο χτες έγινε μια μάχη.
Στεκόμουν και την έβλεπα απ’ του λόφου μου τη ράχη.»

Κάπου στο δεύτερο τετράστιχο:

«Όταν τελείωσε, θέλοντας λιγάκι να ξεσκάσω
Την ώρα μου εδιάλεξα στον κάμπο να περάσω.»
Πάω λοιπόν στον κάμπο και περιγράφω με ενάργεια και, όμορφα ποιητικά καθώς καλά γενικά θυμάμαι, βλέποντάς τα όμως  απαθώς, τα άμεσα αποτελέσματα της μάχης: αίματα, κομμένα μέλη, διαλυμένες σάρκες να έχουν γίνει ένα με τη λάσπη από χώμα και αίμα, βογγητά, (θυμάμαι να ομοιοκαταληκτώ μια τρυπημένη; τσουρουφλισμένη; ματωμένη; «χλαίνη» με έναν βαριοπληγωμένο και ετοιμοθάνατο στρατιώτη που μόλις και με κόπο ακόμα «ανασαίνει»)…………………
Και ενώ κοιτάζω αδιάφορα όλα αυτά, «ξάφνω» το μάτι μου πέφτει πάνω σε ένα δεντράκι ανάμεσα σε άλλα, πεσμένο κάτω. Τρέχω προς αυτό και με στοργή και λαχτάρα το ανασηκώνω, το αναστυλώνω, το καθαρίζω από τις σκόνες και τα αίματα, το σκαλίζω γύρω……………….

Τέλος φεύγω από τον κρανίου τόπο λυπημένος
…………………………………….
«που τόσα δέντρα (επλήγωσε; εσκότωσε; κάτι τέλος πάντων)  το μίσος των ανθρώπων.»

Και έτσι τελειώνει το στιχούργημα.
Τότε, δεν θέλησα να φανώ σκληρός προς τους ανθρώπους και δεν το κυκλοφόρησα, σιγά σιγά όμως, αυτό, χωρίς να το θέλω, δεν διατηρήθηκε ούτε στα προσωπικά μου.
Πρόλαβα όμως και το έδωσα του Έρβιν. Και εδώ σε θέλω εσένα Φώτη. Ρώτησέ τον σε παρακαλώ, του βρίσκεται ακόμα; Αν ναι, ξέρεις, στείλε το μου αμέσως. Οι ετοιμοθάνατοι θέλουν όλα τα παιδιά τους κοντά τους την ώρα του θανάτου τους. Ένα αν τους λείπει, η λύπη γι αυτό είναι μεγαλύτερη από τη χαρά για όλα τα υπόλοιπα που μετράνε σε εκατοντάδες ή και σε χιλιάδες παιδιά τους. Αναφέρομαι βέβαια στα πραγματικά, τα πνευματικά μου παιδιά. Η χαρά που θα μου δώσεις Φώτη αν το βρεις, θα είναι η μεγαλύτερη από όσες χαρές φιλίας έχω ζήσει μέχρι τώρα μαζί σου.
Αν το έχει κρατήσει αυτό ο Έρβιν, ίσως να έχει κρατήσει και
εκείνο που επίσης του είχα εμπιστευτεί και που τόσο αγαπώ, που βρισκόταν ανάμεσα στα ποιήματά μου που έκαψε το «αδελφικό» μίσος.  Ήταν από τα πρώτα-πρώτα της ξενιτιάς και θυμάμαι μόνον αυτό από το ποίημα εκείνο:
«….............................Roscoe (Blvd εννοείται)
Αντί καπνού εγώ αναθρώσκω…»
Τώρα γεια σου σίγουρα Φώτη.


*

Ακούω για χρόνια τώρα να λένε οι ιδιωτικοί υπάλληλοι και οι λογής επιχειρηματίες για τους δημόσιους υπαλλήλους: εμείς τους πληρώνουμε!
Και πάντοτε έλεγα ότι αυτό σαν επιχείρημα είναι γελοίο.
Και όμως λέγεται και λέγεται. Και από σοβαρούς ανθρώπους.
Και είναι γελοίο, γιατί το ίδιο μπορεί να πει και ο δημόσιος υπάλληλος για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους και για τους κάθε λογής επιχειρηματίες, δηλαδή να πει γι αυτούς: εμείς τους πληρώνουμε!
Γιατί λοιπόν να λέγεται αυτό κάθε τόσο αυτό από τους επιχειρηματίες; Δεν είναι τουλάχιστον ανόητο να λένε οι μεν κάτι, τη στιγμή που και ο άλλος μπορεί α πει το ίδιο γι αυτούς;
Γιατί τα λεφτά που «δίνουν» αυτοί στους δημόσιους υπαλλήλους, οι δημόσιοι υπάλληλοι τι τα κάνουν; Τα βάζουν στην Τράπεζα; Όχι βέβαια. Τι τα κάνουν λοιπόν; Μα τα δίνουν στους επιχειρηματίες: Γιατί για να περάσουν το μήνα τους δεν πληρώνονται οι δημόσιοι υπάλληλοι; Τα λεφτά που παίρνουν λοιπόν δεν τα δίνουν πίσω σ’ αυτούς που τους τα «έδωσαν» αγοράζοντας ψωμί, φασόλια, κρέας, ρούχα, έπιπλα, παπούτσια κλπ; 
Προς τι λοιπόν να λέει η θάλασσα στο σύννεφο: «εγώ σε ζω», τη στιγμή που και το σύννεφο μπορεί να απαντήσει: «παρομοίως»;


*

Φώτη πέθανε ο πατέρας της Εύας. Νέος άνθρωπος. Από ήπατος. Μου το είπε η Άντζελα του Θόδωρου. Η Εύα τράβηξε όλα της αρρώστιας του πατέρα της-η μητέρα της δουλεύει σε κείνο το Άσυλο, ως για τον αδερφό της, αυτός έχει τρία χρόνια τώρα ανοίξει δικό του τσαρδάκι με τη σύντροφό του με την οποία έχει και δύο κοριτσάκια. Η Εύα από λιανούλα που ήτανε, είχε μείνει τριανταπέντα κιλά μου λέει η Άντζελα από τα τρεχάματα για τον πατέρα της. Τώρα έχει πάρει λίγο πάλι επάνω της. Στείλτε της κάτι χοντρό Φώτη. Τη διεύθυνση θα τη βρεις από το Θόδωρο. Τη θυμάμαι οχτώ χρονών κοριτσάκι, νευρώδη και πανέξυπνο μουτράκι. Όταν πρωτοπήγα στο σπίτι τους αυτή έπαιζε έξω με τον αδερφό της. Τώρα η ζωή παίζει μαζί της. Ασχολείται, μάλλον θέλει να ασχοληθεί, με τη σκηνοθεσία και με τη συγγραφή θεατρικών. Μα τίποτα ως τώρα. Χωρίς δουλειά χωρίς ούτε καν απασχόληση. Η Τερέζα πόσα θα βγάζει από τη δουλειά της και πώς θα ζήσουνε δυο γυναίκες μόνες σε νοίκι και να δουλεύει η μία; Ξύπνησα στις τρεισήμισυ πρωί και σκεπτόμουν τον εαυτό μου άρρωστο σαν τον Ντόντο. Και έφτιαχνα διάφορα σενάρια. Θυμήθηκα ένα γιατρό σαράντα πέντε χρονών όταν δούλευα στην κλινική του Θωμά. Κιρσοί οισοφάγου. Πού το έβρισκε όλο εκείνο το αίμα που τον έβλεπα να βγάζει κάθε τόσο; Και κείνος ο βάρβαρος σωλήνας Sengstaken…  ευτυχώς ούτε ακούγεται πια σήμερα. Ο γιατρός πέθανε κάμποσες μέρες μετά που εγώ πήγα στην κλινική. Κανείς δεν ήρθε να τον δει ούτε μια φορά-πέθανε ανθρώπινα. Θέλω να υποθέτω ότι έζησε και ανθρώπινα. Σου γράφω τέσσερες η ώρα το πρωί. Γεια.


*

ΛΙΓΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

Η Ασία είναι ο παππούς.
Η Ευρώπη το παιδί.
Η Αμερική το εγγόνι. 
Ο παππούς, σοφός στο παραγώνι του, με τον πανάρχαιο πολιτισμό του, με κατασταλαγμένες απόψεις και συνήθειες, ήρεμος και σοβαρός ζει τη ζωή του.
Η Ευρώπη, άντρας τριαντάρης πάνω στο άνθος της ηλικίας του, ρίχνεται σε περιπέτειες, θέλει να κατακτήσει το σύμπαν, σπάει τα μούτρα του κάθε φορά, ξαναρχίζοντας πάλι από την αρχή. 
Το εγγόνι, νήπιο ακόμα, τριγυρνάει εδώ κι εκεί χοροπηδώντας, παίζοντας μ’ ένα μαχαίρι που κρατεί στο χέρι και χτυπώντας εδώ κι εκεί, χωρίς να ξέρει ακόμα το κακό που  αυτό μπορεί να κάνει, με τον πατέρα του να μην μπορεί να του το πάρει, λέγοντας «παιδί είναι» και περιμένοντας να μεστώσει και να καταλάβει.
Η Αφρική είναι το πατρικό σπίτι στο χωριό, που πατέρας και γιος το έχουνε ρημάξει πηγαίνοντας σαββατοκύριακα και φεύγοντας από κει με τα ζαρζαβατικά τους, τα κρέατα και τα τυριά, αλλά και ότι χάλκωμα ή πανάκριβο τιμαλφές έχει μείνει  από αμνημόνευτα χρόνια στο σπίτι.
Η Αυστραλία είναι ακόμα η ιδέα ενός σπερματοζωάριου στους ανενεργούς ακόμα όρχεις του εγγονού, που ποιος ξέρει τι τέρας κι από αυτήν θα γεννηθεί.


*


ΣΤΙΓΜΗ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Πρέπει για είκοσι πέντε μέρες να είσαι στο κρεβάτι με ισχιαλγία.
Πρέπει να έχεις είκοσι πέντε μέρες να βγεις από το σπίτι.
Πρέπει να μην έχεις δει άνθρωπο για είκοσι πέντε μέρες.
Μετά από αυτό και όταν μπορέσεις να σηκωθείς για να σε δει γιατρός, πρέπει να βγεις κουτσαίνοντας ως την εξώπορτα για να μπεις στο ταξί που έχεις καλέσει.
Πρέπει τη μέρα αυτή να ψιλοβρέχει.
Και πρέπει η ταξιτζού, όταν μπεις, κι αφού σε ρωτήσει πού πας, να βάλει μπρος τους υαλοκαθαριστήρες, και σαν να μίλαγε σε κάποιονε δικό της στο σπίτι, κοιτάζοντας έξω απ’ του παράθυρου του λιβινκγκ ρουμ το τζάμι, ή σ’ ένα καλό φίλο που μαζί του πέρασε στο σπίτι όλη μέρα ενώ, βραδάκι, πάει να κλείσει τα παράθυρα, να πει ήρεμα και σαν να ζύγιασε καλά πρώτα το πράγμα: «χιονόνερο είναι!»
Γίνεσαι συ τότε ο καλός φίλος και ο δικός, αιστάνεσαι να ξαναμπαίνει μέσα σου η ζωή, νοιώθεις της κοινωνίας μέλος πάλι.
Και δε μετράει η παραξένεψη της ταξιτζούς όταν της πεις ευχαριστώ. Πιά η στιγμή εκείνη έχει κάνει τη δουλειά της.


*

Φώτη γεια σου.
Έχω τρία μερόνυχτα να κοιμηθώ. Ισχιαλγία. Δεξιά.
Γράφονται τραγωδίες για να δείξουν το βάθος της ανθρώπινης δυστυχίας. Τρίχες. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τραγικότητα μέσα στο σύμπαν παρά να μην υπάρχει ένας χώρος όπου μπορείς να βάλεις το πόδι σου με κάποιον τρόπο που να μην πονάει.
Μιλάνε για το βάθος και την ποσότητα της βλακείας, της παλιανθρωπιάς, της αξίας του ανθρώπου. Λάθος. Ο πόνος είναι το βαθύτερο και το μεγαλύτερο του ανθρώπου. Άπειρος όπως το σύμπαν και βαθύς όσο ο ουρανός.
Αλλά εδώ φαίνεται και η σοφία της φύσης: να επιθυμεί ο άνθρωπος το θάνατο όταν πονάει, με άλλα λόγια όταν νιώθει το σύμπαν αυτό σε όλη του την φοβερή μεγαλοπρέπεια.
Η Αυτού Μεγαλειότητα ο Πόνος!
Γεια

*

Τη ζωή Βασίλη ή θα τη γνωρίσεις ή θα τη ζήσεις.
Διάλεξα ή διαλέχτηκα να τη γνωρίσω και αυτά που θα σου γράψω εδώ είναι ακριβώς η γνωριμία μου μαζί της.
Αφορμή για να σου γράψω ήτανε η ολιγόλεπτη κουβέντα που είχαμε μεταξύ μας τις προάλλες.
Και βέβαια δεν κάθομαι να γράφω ή να λέω σε όποιον βλέπω τη γνώμη μου για τη ζωή. Χρειάζεται θάρρος γι αυτό που δεν το έχω. Στην περίπτωση αυτή το θάρρος το παίρνω από τη γνωριμία μου με τον αγαπητό μου πατέρα σου.
Με λίγα λόγια λοιπόν, σε γενικότητες και μιλώντας μόνο για ότι ενδιαφέρει έναν νέο σήμερα:
Πριν από όλα όμως ας συμφωνήσουμε ότι οι λέξεις είναι ανθρώπινα δημιουργήματα και σαν τέτοια ελλιπή, και είναι μόνον ένας καθρέφτης της επιθυμίας ή της ανάγκης του ανθρώπου. 
Περί δημοκρατίας.
Δεν υπάρχει. Υπάρχει δικτατορία μόνον. Παντού, σε όλες τις χώρες του κόσμου. Δικτατορία ή του πλούτου ή της δύναμης ή της ηλιθιότητας. Η σημερινή δικτατορία στη χώρα μας είναι μίγμα νόθας δύναμης και ατόφυας ηλιθιότητας. Όπως ήτανε η δικτατορία του Μουσολίνι τηρουμένων των αναλογιών.
Δημοκρατία είναι το ίσο μοίρασμα των αγαθών. Όχι το μοίρασμα αφειδώς ατομικών ελευθεριών από κάθε δικτάτορα.  Οι ελευθερίες, ατομικές ή όποιες άλλες, θα ήταν το αυτονόητο επακολούθημα της ίσης κατανομής των αγαθών. Αυτό θα συμβεί με τον κουμουνισμό. Σήμερα, σε μια «δημοκρατία» όπου έχει ριζώσει γερά η πλουτοκρατία,  χορηγούνται στο λαό πλήθος (άχρηστων) ατομικών ελευθεριών. Μέσα σ’ αυτά και η ελευθεροτυπία. Λένε δηλαδή οι ισχυροί: «Λέγε ότι θέλεις, εδώ ανθεί η ελευθερία του λόγου. Μόνο μην απλώσεις χέρι στα λεφτά μου γιατί στο ’κοψα!» Και αυτό θεωρείται από τους νέους που δεν ξέρουν ή από τους πλυμένους εγκεφαλικά μεγάλους, δημοκρατία.


Περί προγόνων.
 Οι τωρινοί έλληνες δεν έχουν καμία φυλετική σχέση με τους προ Χριστού κατοίκους της ίδιας περιοχής. Η συνέχεια  της γλώσσας , που για πολλούς δείχνει τη συνέχεια της φυλετικής καθαρότητας των ελλήνων, χρωστιέται στη μετάφραση της Γραφής στα ελληνικά. Που έγινε σημειωτέον από Ιουδαίους ελληνομαθείς.

Περί Μεγάλου Αλέξανδρου.
Δεν ήταν έλληνας.

Περί της (αρχαίας) Ελλάδας σαν χώρας που έδωσε τα φώτα στην ανθρωπότητα.
Τα «φώτα» είναι ο απολογητής της πλουτοκρατίας Πλάτωνας και η «αρχή ενός ανδρός» του Περικλή.
Η Ελλάδα δεν έδωσε τα φώτα αλλά το σκοτάδι στην ανθρωπότητα. Εκτός αν θεωρείς «φωτισμένη» τη σημερινή ανθρωπότητα…

Περί ελληνικής επανάστασης του 1821.
Ήτανε ένα σάπιο παρακλάδι του  υγιούς δέντρου των Μεγάλων Δυνάμεων που μας ελευθέρωσαν. 

Περί ρατσισμού.
Η λέξη «ελλάδα» θα μπορούσε να αντικαταστήσει επάξια τη λέξη ρατσισμός. 

Περί κυβερνήσεων ελληνικών.
Για να μακροημερεύσουν,  ή θα είναι κυβερνήσεις κλεφτών (όπως όλες οι κυβερνήσεις της Δεξιάς), ή θα είναι κυβερνήσεις αλητών που κυβερνώντας έμαθαν να κλέβουν (όπως οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ).

Περί ελληνικού κοινοβουλίου.
Η ομάδα τριακοσίων ανθρώπων όπου δεν γίνεται αυτό που θέλουν οι διακόσιοι ενενήντα εννέα αλλά αυτό που θέλει ο ένας.

*

Φώτη σου έχει τύχει να ξυπνήσεις μια Κυριακή μετά από έναν απογευματινό ύπνο και να τα βλέπεις όλα γκρεμισμένα;
Εμένα μου συνέβη σήμερα
Στην αρχή νιώθεις ένα κενό
Σαν να είσαι μια φουσκωτή κούκλα
Ξέρεις ότι η επόμενη κίνησή σου είναι να σηκωθείς από το κρεβάτι
Και δεν το κάνεις γιατί δεν ξέρεις τι να κάνεις μετά
Και τι μπορεί να κάνει μια φουσκωτή κούκλα;
Με τα ψεύτικα μάτια της μπορεί να βλέπει μόνον
Και βλέπει
Και τα βλέπει όλα γκρεμισμένα
Συντρίμμια που δεν ξεχωρίζουν από το έδαφος
Όλα
Τόσο που δεν υπάρχει άνθρωπος που να σε ξέρει, που και η πιο κορακοζώητη ελπίδα έχει σβήσει, που κάποιο πράγμα που να σε συνήθισε κάποτε δεν σε αναγνωρίζει πια, γνωριμία κάποια που να στέκει στα πόδια της
Και πια πού να πας;
Τι να κάνεις;
Και πια γιατί να σηκωθείς;
Γιατί αυτή η ώρα, η έξη και δέκα της 22 του Γενάρη του 2015 να έχει φέρει μαζί της για σένα την καταστροφή; Και ποιος της καθόρισε ποιον να έβρει και ρυθμιστής και τιμητής να γίνει της ζωής σου;
Δεν είναι η πρώτη φορά που νιώθω έτσι, πολλές φορές στο παρελθόν έγιναν τα ίδια Μόνο που παλιότερα ήξερα ότι αύριο θα ήμουν καλλίτερα, θα είχα ξαναβρεί το ψευδές μου προσωπείο για να υπάρξω μέσα στο θέατρο της ζωής  Ενώ τώρα, στηρίγματα δεν βρίσκω που να πιαστώ και να χτίσω πάλι ένα αύριο
Προσπαθείς να βρεις ένα λόγο να σηκωθείς από το κρεβάτι και δεν υπάρχει
Τέλος σηκώνεσαι και αιστάνεσαι ένας θλιβερός εκβιαστής της υγείας, της ευεξίας, της ίδιας της ζωής που σε ανέχεται μόνον επειδή υποχωρεί στα φάρμακα που παίρνεις με την πονηρή πρόθεση να την ξεγελάς
Η τέτοια ώρα είναι η αληθινή μας ώρα
Έρχεται κάθε τόσο για να μας θυμίσει πως όλες οι άλλες ώρες είναι πλαστές, τεχνητά γεμάτες, βαλσαμωμένα ωραίες  Έρχεται για να μας σπρώξει να συνειδητοποιήσουμε το κενό από το οποίο ήρθαμε και στο οποίο θα πάμε και να μας κάνει έτσι να αιστανθούμε την τραγική μηδαμινότητα της «ύπαρξής» μας  Έρχεται σαν αστραπή για να μας δείξει, όσο φωτίσει, το αδιανόητο άλλοτε για μας, την ακροβασία μας δηλαδή πάνω σε ένα σχοινί που δεν υπάρχει, ανάμεσα σε δυο κορφές που είναι της φαντασίας μας  Έρχεται για να μας πει πως ότι και αν μηχανευόμαστε, ότι και αν «αιστανόμαστε», «δημιουργούμε», «λυπόμαστε», δε στέκει ούτε σαν υπόθεση εργασίας για να προχωρήσουμε προς κάτι, ούτε καν προς ένα όνειρο για να το διηγηθούμε σε κάποιον όταν ξυπνήσουμε
Η φιλοσοφία δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα
Η αιτιότητα που σε μερικούς δίνει απαντήσεις σε όλα, δεν μου επαρκεί: η ύστατη ερώτηση δεν έχει απάντηση
Η απόρριψη των ανθρώπινων αδυναμιών από τον Βουδισμό σαν μέσο ανεύρεσης της ευτυχίας, για μένα  δεν συμβάλλει καθόλου σ’ αυτό και επί πλέον είναι μία φυγομαχία, ένας ζωντανός θάνατος-λες και δε με φτάνουν τόσοι θάνατοι μέχρι τώρα- και πια γιατί όχι αντίς γι αυτό μια αυτοκτονία;
Όταν ο Χέγκελ μου λέει ότι η κοινωνία διέπεται από μια συλλογική συνείδηση η οποία κατατείνει προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, δίνοντας γραμμή στα μέλη της, δεν μου εξηγεί πρώτα τι είναι κοινωνία και γιατί εγώ πρέπει να την αποδεχτώ σαν οδηγό μου στις πράξεις μου
Ο άλλος μεγάλος γερμανός φιλόσοφος μας διδάσκει πως  ο έξω από μας κόσμος δεν υπάρχει αντικειμενικά αλλά τον δημιουργεί η βούλησή μας που είναι κομμάτι της παγκόσμιας βούλησης  Και αν έτσι είναι, ποια η διαφορά από το αν είναι δικό μας δημιούργημα ο κόσμος ή όχι, αφού αυτός αποτελεί πηγή πόνου για μας και σαν μόνη διέξοδος φυγής από αυτόν είναι και πάλι ο θάνατος;
Οι φιλόσοφοι Φώτη δεν κάνουν άλλο καθένας τους παρά να μας παρουσιάζουν τη προσωπική τους γνώμη για τον κόσμο  Κι εγώ όμως έχω γνώμη γι αυτό, όπως έχει και ο μανάβης μου και η γραμματέας μου
Δεν θα έπρεπε να διαβάζει κανείς βιβλία
Δεν θα έπρεπε να γράφονται καν βιβλία
Το λέω εγώ που έχω διαβάσει πολλά χωρίς να έχω κερδίσει τίποτε από αυτά
Μόνο κέρδισα τη γνώση πως ούτε και από τα βιβλία θα έρθει η σωτηρία
Αν είχα τη δύναμη να το κάνω, θα κατάστρεφα όλα τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά βιβλία της γης
Αυτά στα γράφω Κυριακή, σήμερα είναι η επόμενη μέρα, είπα να μη στα έστελνα, όμως γιατί όχι; Τα ξέρεις κι εσύ, όμως άλλο είναι να τα ακούς από κάποιον που τα βιώνει στην πράξη
Και η Δευτέρα έτσι κύλισε εξάλλου  Τα γεράματα αυτό έχουν, ότι οι καλές μέρες έρχονται όλο και πιο σπάνια
Όποιος έχει υπομονή ας τις περιμένει

(Βλέπω ξαναδιαβάζοντας αυτά που έγραψα, πως έχω βάλει μέσα σε εισαγωγικά κάποιες λέξεις
Τα εισαγωγικά! Που μπαίνουν σε λέξεις που η σημασία, η έννοιά τους είναι άγνωστη-τα εισαγωγικά: η απόδειξη της δυστυχίας μας
Τα εισαγωγικά θα έπρεπε να περιβάλουν  κάθε λέξη που γράφουμε Γιατί πες μου τι θα πει «η», «φως», «ιδέα», «τραπέζι», «γύμνια», «τρέχω»; )


*

Φώτη πήγα σήμερα στην εκκλησία και τους ζήτησα να κάνουν ένα μνημόσυνο για μένα σαν να ήμουν πεθαμένος Και μετά να μοιράσουμε κόλλυβα Τους εξήγησα ότι το κάνω αυτό γιατί μου αρέσει να τρώω κόλλυβα και θέλω να φάνε και άλλοι από μένα όπως τρώω εγώ από άλλους  Με ρώτησαν γιατί; Δεν θα φάνε όταν πεθάνεις; Τους  εξήγησα πως κανείς δεν θα μάθει πως πέθανα καν  Να μη στα πολυλογώ, δεν μπορούν να το κάνουν αυτό λέει, γιατί έτσι γελοιοποιούν την θρησκεία
Θα πάω και αλλού
Η Ζέτα θέλει να έρθει στην Αμερική για να σε δει  Όλα για τα παιδιά είναι τόσο απλά… 


*

ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ ΣΦΙΓΓΑ

Το αίνιγμα θα το ’λύνε οποιοσδήποτε
που Οιδίποδας θα ονομάζονταν
θα είχε τον πατέρα του σκοτώσει
και τη μητέρα του γυναίκα θα ’παιρνε

Η Σφίγγα όταν άκουσε τη λύση
ήξερε πια-ο ρόλος της τελείωσε:
ο Οιδίποδας θα χρίονταν βασιλιάς

Και 
το θηρίο 
ευθύς τόσο το στόμα του άνοιξε
που ένα στόμα έγινε όλο
και το στόμα αυτό
τον εαυτό του εκατάπιε

Και τίποτα δεν έμεινε από τη Σφίγγα
παρά η ανάμνηση της
ικανή μονάχα να γεννάει τραγωδίες 
που οι συγγραφείς
για την αξία τους θα διαγωνίζονταν



*



ΠΕΡΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΕΔΟΥΣΑ

Στο νησί πάνω που η Μέδουσα
σαν ερωμένη του να ήταν
ανέμελα τόσο αναπαύονταν,
σάμπως ο αέρας να ετρέμισε από κάτι άγνωστο
που ακόμα μακριά ’ταν
μα που αυτή βαθιά της ένοιωσε
ότι το τέλος σε κάτι
αναπότρεπτα έφερνε.

Κοίταξε Και μια κουκίδα πέρα 
στο ήρεμο είδε πέλαγο να πλησιάζει όλο
ώσπου τέλος
πάνοπλος νέος μπροστά της φανερώθη

Ευθύς εσηκώθηκε το βλέμμα του γυρεύοντας,
Μα μια κακή προαίσθηση
την είχε τόσο καταλάβει,
που λάφυρο σχεδόν ανυπεράσπιστο
στον ξένο αυτή την ίδια επρόσφερε. 

Πετώντας από πάνω της αυτός
με τα σαντάλια του τα  φτερωτά
και την ασπίδα όπου μια γοργόνα φοβισμένη εκαθρέφτιζε,
γρήγορα το κεφάλι της επήρε

Κι ένιωθε μια χαρά κρυφή που το κεφάλι αυτό
της Αθηνάς την κραταιά θα στόλιζε
τη λαμπερή,
τη θεία Αιγίδα.


*

Φώτη η σημερινή ημέρα είναι μια ευτυχισμένη ημέρα  ως τώρα απομεσήμερο που σου γράφω Και μοιάζει πως τέτοια θα μείνει ως το τέλος της
Το πρωί σήμερα ξύπνησα στις τέσσερες με το μυαλό μου να τριγυρίζει σε μια ενοχλητική υπόθεση που βγήκε τελευταία Καθώς δεν μπόρεσα να ξανακοιμηθώ σηκώθηκα και άρχισα την ημέρα μου
Κατά τις εφτάμισυ ο ύπνος ξανάρθε απαιτητικός
Έπεσα στο κρεβάτι λοιπόν και ξύπνησα στις έντεκα από ένα τηλεφώνημα που, αυτός που το έκανε, ελαχιστοποίησε την ανάγκη για μεγάλη από μέρους μου μέριμνα για την παραπάνω  υπόθεση
Βγήκα έξω για μερικές δουλειές Περπατώντας  συνειδητοποίησα ότι δεν είχα καμία ενόχληση και κανέναν πόνο από τις αρρώστιες μου
Ο ήλιος έδειχνε το καλό φθινοπωρινό του πρόσωπο: Ζεστός όσο πρέπει και δείχνοντας ό,που έπεφτε μόνο την καλή όψη των πραγμάτων
Τόσο που αν μπορούσα να σε διακτινίσω (έτσι δεν το λένε;) θα σε έφερνα στην Ελλάδα για σήμερα
Πρώτα πήγα στο ταχυδρομείο και έριξα ένα γράμμα στη Γιωργία γιατί παίρνω τηλέφωνο και δεν απαντάει ούτε αυτή ούτε ο Γιώργος
Αν επικοινωνήσετε πες της το και συ
Ύστερα γυρεύοντας ένα φάρμακο βρήκα ανοιχτά όλα τα άλλως διαφορετικές ώρες ανοιχτά κατά τη διανυκτέρευση ή διημέρευσή τους φαρμακεία
Και αυτό το χάρηκα γιατί στο τρίτο από αυτά βρήκα ότι ζητούσα
Τα κορίτσια είχαν πάει στη Λαϊκή σήμερα
Το τρίτο φαρμακείο ήταν προς τα  εκεί που γίνεται η Λαϊκή και πήγα ως αυτό με τα πόδια
Ξέρεις πως τα ωμά φρούτα και λαχανικά τα λατρεύω Περιδιαβάζοντας στη Λαϊκή λαχτάρισα σαν έγκυος να φάω φασολάκια πράσινα
Και δε θα το πιστέψεις, ζήτησα από τρεις πωλητές την άδεια να πάρω ένα φασολάκι από τον πάγκο τους και οι τρεις αμέσως μου είπαν ναι  Έτσι ένιωσα για αρκετή ώρα την αναζωογονητική γεύση και μυρωδιά που πλουσιοπάροχα μας δίνει το καημενούλι το φασολάκι
Δεν συναντήθηκα με τα κορίτσια Και αυτό το ευχόμουν πηγαίνοντας στη λαική, γιατί δεν μου αρέσει που σταματάνε κάθε τόσο σε υπαίθρια καταστήματα πώλησης γυναικείων ρούχων
Και όχι μόνον αυτό αλλά τις περισσότερες φορές θα πρέπει εγώ να φυλάω έξω το μωρό γιατί δεν χωράει παντού το καροτσάκι του
Αφού πήρα ένα κιλό ζοχούς πήρα το δρόμο για το σπίτι ανάλαφρος και με τη διάθεση να χαιρετάω όσους συναντούσα
Μετά την εκκλησία έχει ένα καφέ Πήγαινα πρόπερσι εκεί καμιά φορά με τον Κίμωνα
Με τις υποθέσεις που ξέρεις να με απασχολούν τελευταία, δεν είχα διάθεση ούτε και καιρό να πηγαίνω σε καφέ ούτε μόνος μου ούτε με τα κορίτσια 
Σήμερα όμως περνώντας από κει παράγγειλα έναν καφέ και είπα να μου τον φέρουν έξω
Έκατσα λοιπόν έξω
Είναι ένα μαγαζάκι καθαρό, μικρό, ευχάριστο να κάθεσαι σ’ αυτό μέσα ή έξω
Βγάζει και δυο τρία τραπεζάκια στο στενό πεζοδρόμιο που του αντιστοιχεί
Για να περάσουν όσοι βαδίζουν πάνω σ’ αυτό, πρέπει όποιος κάθεται στα τραπεζάκια του καφέ να μαζεύει τα πόδια του
Αυτό έκανα κι εγώ
Ο ήλιος Φώτη έκανε χαρούμενα ως και τα απέναντι τριόροφα κτίρια Θαύμαζα τα κάγκελα των μπαλκονιών τους
Κάθε μπαλκόνι και άλλο σχέδιο
Με μεράκι καμωμένο από μηχανικούς που αν ζούσαν σήμερα μόνη έγνοια θα είχαν ποιος θα φτιάξει το ψηλότερο κτίριο
Μπροστά από κάθε κτίριο και μια ααβόρα
Η κοπέλα μού έφερε τον καφέ Πόσο;
Ενάμισυ ευρώ
Ορίστε, κρατήστε τα
Και της έδωσε ένα δίευρο
Με ευχαρίστησε αληθινά και όχι με το ψεύτικο χαμόγελο ετικέτας
Αριστερά μου, στο δεύτερο από τα τρία τραπεζάκια τρεις νεαρές γυναίκες , συγγενείς ή πολύ φίλες με τους υπάλληλους του καφέ, όπως έδειχναν οι οικείες κουβέντες και οι μεταξύ τους χειρονομίες
Όλα αυτά φτιάχνανε μία καλή εγγύς ατμόσφαιρα που συμπλήρωνε την όμορφη ανοιξιάτικη ημέρα την δίχως σύννεφα στον ουρανό και στην ψυχή μου
Βάλθηκα να παρατηρώ τους περαστικούς
Τους αγαπούσα όλους
Ήθελα να τους το έλεγα Καταλάβαινα όμως πως δεν έπρεπε να φτάσω μέχρις εκεί
Έκανα όμως κάτι που τους το έδειξε αυτό πολύ καλά όπως φάνηκε από τις αντιδράσεις τους
Ας πούμε όταν περνούσαν άντρες ή γυναίκες με καροτσάκια που μέσα είχαν παιδάκια, τα χαιρετούσα κινώντας το χέρι μου προς αυτά
Και ενώ αυτά με κοίταζαν με τη χαριτωμένη βρεφική περιέργεια ή απορία, οι συνοδοί γονείς μου χαμογελούσαν με ένα χαμόγελο από την καρδιά τους
Πέρασε μια ελκυστική και καλοντυμένη κυρία σέρνοντας πίσω της το καρότσι της λαϊκής γεμάτο με χορταρικά
Καλοφάγωτα της είπα 
Ευχαριστώ, μου είπε χωρίς να ξαφνιαστεί ή να παραξενευτεί διόλου, χαμογελώντας μου πλατιά
Μήπως όλοι σήμερα ένιωθαν έτσι όπως εγώ;
Μα δεν είχα σκοπό να διερευνήσω την πιθανότητα, μου αρκούσε, ακόμα και αν ήταν έτσι, μόνο να την «εκμεταλλευτώ»
Το έκανα και με την επόμενη κυρία Ίδια απόκριση
Τόσα αρνητικά ιόντα κουβαλούσε σήμερα άραγε ο αέρας που περνούσε από την πόλη μας, που η επίδρασή τους πάνω στους ανθρώπους ξεπερνούσε κατά πολύ την ευεξία που λιγότερα αρνητικά ιόντα προκαλούν;
Πέρασε ένας ψηλός, ξερακιανός, σοβαρός σαραντάρης βοηθώντας το περπάτημά του με μια πατερίτσα Δυστύχημα;
Μου ένευσε αμέσως ναι, εμφανώς κολακευμένος θα έλεγα που κάποιος ενδιαφέρθηκε για την κατάστασή του 
Σε κάποιον άλλο: ωραία μέρα σήμερα!
Ναι! Πολύ!  Ήρθε η απάντηση
Έτσι πέρασα εκεί μιάμισυ ώρα και πάλι δεν ήθελα να φύγω
Σκέφτηκα προς στιγμήν μήπως παρεξηγηθώ από τις τρεις γυναίκες  του παραδίπλα τραπεζιού γι αυτή μου τη συμπεριφορά
Όμως όχι
Που και που κοίταζαν προς εμένα συγκατανεύοντας με το βλέμμα και την έκφραση του προσώπου τους σε ότι έλεγα και έκανα
Νομίζω ότι μου έλεγαν «Μπράβο σας
Μακάρι να μπορούσαμε να το κάναμε αυτό κι εμείς»
Αλλά κι εγώ ένοιωθα ότι κάνοντας έτσι έκανα κάτι που όλοι θα ήθελαν να κάνουν αλλά κάτι δεν τους επέτρεπε να το κάνουν
Όταν τέλος έφυγα από εκείνο το καφέ, έφευγα τελείως ανάλαφρος όπως και είχα πάει εκεί
Χορεύοντας σχεδόν έφτασα στο σπίτι
Έπλυνα τα καθαρισμένα χόρτα και τα έβρασα
Υπέροχα όπως δεν τα είχα ξαναφτιάξει ποτέ

Στο σημείο αυτό με διέκοψαν τα κορίτσια που ήρθαν να το γιορτάσουμε μαζί, μιας και σήμερα η Άννα έχει τα γενέθλιά της
Περάσαμε όλοι καλά 
Κάνοντας παρέα με τα κορίτσια αυτά δεν θέλω να φεύγω από κοντά τους γιατί είναι σαν να αφήνω τον Παράδεισο-τόση είναι η αθωότητά τους
Ας τελειώσω λέγοντάς σου πως αν ήτανε να περνάω μια τέτοια μέρα κάθε χρόνο, θα υπέμενα καρτερικά όλες τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες των τριακοσίων εξήντα τεσσάρων υπόλοιπων ημερών του

ΥΓ
Είχες δίκιο στην εικασία σου για το γιο του Αποστόλη-είναι ομοφυλόφιλος 
Και μάλιστα έχει «δεσμό» με σημαίνουσα προσωπικότητα της πόλης 
Η πηγή μου δεν ήξερε μόνον να μου πει ποιος είναι ο ενεργητικός και ποιος ο παθητικός.