Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

Παρασκευή, 18 Δεκεμβρίου 2015
Φώτη το έστειλα και περιμένω αποτελέσματα.
Περιδιάβαζα απόψε στους δρόμους της πόλης.
Μόνος.
Τριγύρω ζευγάρια, παρέες παιδιών, κόσμος στα καφενείς του πεζόδρομου κι ας κάνει κρύο. Περπατάω αναλογιζόμενος που να πάω να πεθάνω. Θέλω ένα μέρος ήσυχο, χωρίς ενοίκους σε κάποιο κάτω ή πάνω  πάτωμα, θέλω έναν μικρό, μόλις ανασαίνοντα ήλιο κήπο, γάτες οσο μπορώ περισσότερες στην αυλή. Σπίτι μοναχικό που να μην το βλέπει άνθρωπος.
Σου έχω πει τι μας είπε  ο Τσουτσουλόπουλος: Σκοπός της ιατρικής είναι να κρατήσει ζωντανό τον άνθρωπο μέχρις ότου ο ίδιος να πει αρκετά, θέλω να πεθάνω. Έφτασε η ώρα να το πω εγώ για τον εαυτό μου.
Να πεθάνεις μόνος όπως γεννήθηκες.
Έβλεπα λοιπόν όλους αυτούς στο δρόμο και σκεφτόμουν, γιατί όλοι αυτοί έχουν κάποιον άλλο δίπλα τους; Γιατί πηγαίνουν δύο δύο ή περισσότεροι; Τι αλλάζει στον κόσμο όταν περπατάει κάποιος μόνος από το όταν έχει κάποιον άλλο μαζιί του;
Αλλάζει ότι αυτοί που θέλουν παρέα το κάνουν γιατί με αυτό υπηρετούν κάποιαν ανάγκη τους. Τέλος τη στάχτη δε θα πάρουν και οι μεν και οι δε; Μετράει άραγε το πώς έζησε κανείς και πού; Όχι αφού ολοι καταλήγουν αξιοθρήνητοι. Και δεν έχει διαφορά από ποιον κάθε φορά κάποιος θεωρείται αξιοθρήνητος. Ούτε και αν ξαπλώνει πάνω σε χρυσά σεντόνια πεθαίνοντας ή πεθαίνει σε ένα άθλιο στρώμα έχει καμία διαφορά. Δεν μετράει πως πεθαίνεις πάνω σε χρυσάφι, αλλά ότι πεθαίνεις.
Πηγαίνοντας προς τη λαιμητόμο έχει διαφορά αν κάποιος πηγαίνει τραγουδώντας και άλλος κλαίγοντας;
Ή μήπως έχει σημασία αν ο μελλοθάνατος ήτανε φλογερός δημοκράτης, αν ήτανε μεγάλος ποιητής, αν ήτανε πάμπλουτος, αν ήτανε ζητιάνος, αν… αν;
Ούτε τη ζωή ούτε το θάνατο τους νοιάζει τι έκανε ο καθένας όσο ζούσε. Κανένας από τα δυο, θάνατος και ζωή, δεν είχε καμία ανάμιξη στη ζωή οποιουδήποτε ανθρώπου, όπως ούτε έχει και στον θάνατό του. Και πώς μπορεί να έχει όταν επειδή υπάρχουν όντα λέμε πως υπάρχει ζωή και επειδή παθαίνουμε λέμε ότι υπάρχει θάνατος.
Το πως η ζωή είναι ένα όνειρο το έχουν πει χιλιάδες άνθρωποι πάνω στη γη από υπάρξεως του ανθρώπου πάνω της. Και αφού το είπε ο πρώτος, έκτοτε το επαναλαμβάνουν και οι υπόλοιποι. Είναι όπως οι ποιητές κλέβουν από άλλους ποιητές. Μα και οι κλεπτόμενοι από κάπου αλλού πήραν τα λεγόμενα τους, κλεψιμέικα ήταν κι αυτά. Ώσπου φτάνουμε στον πρώτο ειπόντα, που αυτός είχε δυνατότερα μάτια και έκλεψε τη φύση.
Η ζωή λοιπόν είναι ένα όνειρο. Και λέγοντας αυτό μερικοί ησυχάζουν και πάνε στο καλό θεωρώντας πως ο θάνατος είναι το ξύπνημα από το όνειρο. Και λοιπόν; Τι κερδίζει κανείς λέγοντας αυτά περί ονείρου ή οτιδήποτε άλλη εξυπνάδα για τη ζωή ή για το θάνατο; Τη στάχτη του κι αυτός.
Ή μήπως οι φιλόσοφοι πρέπει να εκτιμώνται από τους ανθρώπους για ότι έχουν πει; Κολοκύθια. Απάντηση κανένας δεν έχει δώσει σε όποιο ερώτημα καταπιάστηκε. Καθένας τους λέει ότι του έρχεται. Μάλιστα αφού πρώτα διαβάσουν καθένας τι είπαν οι προηγούμενοι ώστε να είναι σίγουροι ότι αυτοί θα πουν κάποια καινούργια ανοησία.
Όπως εκείνος ο Καρτέσιος. Σκέπτομαι άρα υπάρχω! Και όλοι μένουν με ανοιχτό στόμα για τη σοφία του.
Γιατί άραγε δεν είπε περπατώ άρα υπάρχω; Το ίδιο αποτέλεσμα θα είχε και αυτή η φράση, αρκεί να την εξηγούσε με ένα σωρό άλλες βλακώδεις και άχρηστες λέξεις και όρους όπως έκανε με το «σκέπτομαι άρα υπάρχω». . Ρώτησέ τον Καρτέσιο τι θα πει σκέπτομαι, τι θα πει άρα, τι θα πει υπάρχω και θα σε κοιτάει σαν χάνος.
Η φιλοσοφία τη μόνη ικανότητα που έχει είναι να τα λέει όλα  και έτσι και αλλιώς
Φιλοσοφία, ποίηση, επιστήμη, έπρεπε να είναι εξοστρακισμένες από τη ζωή του ανθρώπου. Ο άνθρωπος έρεπε να έχει περιοριστεί στη ζωώδη ζωή του. Να σκάβει τη γη για να φάει, να κοιμάται όταν πέφτει το σκοτάδι και να πεθαίνει όποτε έρθει η ώρα.
Αυτός είναι ο παράδεισος.
Περπατούσα λοιπόν στο δρόμο. Και άκουγα «έλα ρε που πιστεύεις τον Αντώνη-αυτός όλο ψέματα λέει», «αγάπη μου τι θέλεις να σου πάρω;», «κρατήσου λίγο, φτάνουμε στο σπίτι», «δεν τα ’μαθες; Παντρεύτηκε!» Τι νόημα έχουν όλα αυτά; Και πού οδηγεί η επιμονή των ανθρώπων να μιλάνε για αυτά τα πράγματα συνεχώς; Τι θα άλλαζε αν δεν μάθαινε ο άλλος ότι εκείνος παντρεύτηκε; Μήπως δεν θα πέθαινε;
Διαλέγουμε μία από τις χίλιες δυο δυνατότητες να κάνουμε ή να πούμε κάτι κάθε φορά και είμαστε τόσο χαζοί, ώστε να υπερασπιζόμαστε την επιλογή μας χωρίς να υποψιαζόμαστε καν ότι κάθε τέτοια φορά αλλάζουμε τη μοίρα του κόσμου όχι σύμφωνα με μια λογική αλλά σύμφωνα με την επιθυμία μας της στιγμής. Είπε ένας Πρωταγόρας μέτρον πάντων ανθρωπος και νοιώθουν περηφάνια οι άνθρωποι επειδή αυτοί είναι το μέτρον πάντων. Δεν ξέρουν όμως τι λένε για τον εαυτό τους οι αγελάδες τα πεύκα και η λάβα.
Τενεκέδες με βγαλμένα ανθρώπινα μάτια και γλώσσες γεμίζανε οι άνθρωποι πριν πενήντα χρόνια και μετριόνταν σε εκατομμύρια οι νεκροί και τώρα όταν κάποιος πεθάνει γίνεται παγκόσμια είδηση. Ένα παιδάκι να στραβοπατήσει και όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν.
Άνθρωποι.
Και ακούς πρόοδος, πολιτισμός. Στη πατρίδα με τον μεγαλύτερο τεχνικό πολιτισμό, με την όλο ευγένεια συμπεριφορά των κατοίκων, αρκεί να πιάσει κάποιος τη θεση του πάρκινγκ κάποιου άλλου για να αρχίσει ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος.
Τι θέλουν λοιπόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που τρέχουν ολημερίς, που ορίζουν βραβεία για όποιον πηδήξει ένα εκατοστό μακρύτερα από άλλον, που κρύβονται για να κάνουν έρωτα, που αλαλάζουν όταν ένα στρογγυλό πράγμα κλοτσηθεί με τρόπο που να περάσει κάτω από ένα οριζόντιο ξύλο, που κάνουν ήρωες τους δολοφόνους, που σκοτώνονται για να διαφυλάξουν την πίστη τους σε κείνον που είπε ου φονεύσεις, που λένε ναι τώρα και την άλλη στιγμή όχι, που θεωρούν τον εαυτό τους επιτυχημένο αν φτιάξουν μια πολυκατοικία; Γιατί ζούνε; Τι κερδίζει ποιος από όλο αυτό το ξέφρενο πανηγύρι; Ή ποιος ο σκοπός του;
Ρώτησε τους γιατί έκαναν το άλφα ή το βήτα και είναι ικανοί να σου απαντήσουν με θεωρίες τυχαιότητας,  με κατεβατά αριθμητικών πράξεων, με τόμους βιβλίων. Και θεωρούν τον εαυτό τους σοφό κάνοντας έτσι.
Και κορδώνονται οι μαθηματικοί από αυτούς για τις προόδους που κάνουν με τα μαθηματικά τους, χωρίς να τους περνάει από το μυαλό σε τι αδιανόητα επιστημονικά ή άλλα ύψη ή βάθη θα έφταναν αν ο άνθρωπος είχε έντεκα δάχτυλα.
Για όλα αυτά και για όσα δεν προλαβαίνω να σου γράψω απόψε θέλω να βρίσκομαι μακριά από τους ανθρώπους. Για όλα αυτά θέλω να ζήσω μόνος.
Πώς όμως;









Φώτη συμβαίνει κάτι τρομερό.
Ζω στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας με δίπλα μου να μένουν ο σπιτονοικοκύρης μου με την οικογένειά του.
Χρόνια εδώ έχω συνηθίσει αυτούς τους ανθρώπους.
Τι λέω τους έχω συνηθίσει-ζω από αυτούς.
Χωρίς να έχω μαζί τους άλλο παρά μια καλημέρα συμμετέχω στη ζωή τους χωρίς αυτοί να το ξέρουνε.
Τους ακούω που ανοιγοκλείνουν τις πόρτες, ακούω τις συζητήσεις τους, τα τηλεφωνήματά τους, ξέρω τους υπόλοιπους συγγενείς τους.
Παίρνω νοερά μέρος στα γεύματά τους, στις γιορτές, στις λύπες και στις χαρές τους.
Έτσι δεν είμαι μόνος.
Εγώ που δεν έχω φίλους και συγγενείς, παρά μόνο γνωστούς της ανάγκης (μπακάλης, μανάβης), έχω αυτούς τους ανθρώπους συντρόφους πάνω στη γη.
Εγώ που λέω κάπου κάπου μια καλημέρα ή ένα «μου βάζετε τρακόσα  γραμμάρια φέτα σκληρή βαρελίσια παρακαλώ;», μιλάω ασταμάτητα με τους αγαπημένους που μένουν δίπλα μου.
Εγώ που δεν έχω πού την κεφαλήν κλίναι, έχω τη σιγουριά  ότι είμαι πλήρως προστατευμένος από κάθε κακό ή αντιξοότητα έχοντας δίπλα μου αυτούς τους ανθρώπους.
Κι ας ξέρω ότι ούτε αυτοί θα μου πρόσφεραν τίποτα όταν έρθει η ώρα της ανάγκης.
Σαν να έχεις ένα πιστόλι άδειο και να τραβάς για τον πόλεμο απέναντι σε τόσους οπλισμένους σαν αστακούς.
Επιλογές.
Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα.
Χάος.
Πάνω λοιπόν  σ’ αυτή την κατάσταση έρχεται ένας τύπος να μείνει με μια γυναίκα στο από κάτω από το δικό μου διαμέρισμα.
Την ημέρα λείπουν, τη νύχτα μέχρι τις δώδεκα θορυβούν ασταμάτητα και τραγουδάνε.
Τις ώρες ακριβώς που μαζεύεται κάποιος και θέλει να ησυχάσει ή να κάνει ότι συνηθίζεται από αυτόν τα βράδια. 

Δίλημμα.
-Να εξακολουθήσω να ζω μέσα σ’ αυτή την κόλαση, κάτι που θα ήτανε χειρότερο από κόλαση;
-Να φύγω, πώς να αφήσω την οικογένειά μου-στην περίπτωσή μου το μόνο δεσμό μου για μια υποφερτή ζωή τη στιγμή που η ανασφάλεια των γηρατειών ξεγελιέται μόνο μένοντας εδώ, κοντά τους; Ναι, τόσο ψεύτικα σίγουρος είμαι για την ψεύτικη ασφάλεια που μου δίνει η φανταστική μου βεβαιότητα ότι έχω κάποιους που θα με προσέξουν σαν κάτι πιο πέρα από καλοπληρωτή ενοικιαστή σε περίοδο κρίσεως σαν τη σημερινή μάλιστα. 

Σκέψη.
-Ότι και να έχω ή να μην έχω εδώ, είναι καλλίτερο από ό,τι θα είχα αν είχα στον κόσμο αυτόν οικογένεια ή συγγενείς.

Πράξεις που έγιναν.
-Παράκληση από μένα προς τους επήλυδες να σεβαστούν τις ώρες κοινής ησυχίας τουλάχιστον. Ο θεός κι η ψυχή τους τι θα κάνουν.
-Ρώτημα στον σπιτονοικοκύρη αν έχει άλλο διαμέρισμα άδειο για να με βάλει εκεί. Δεν έχει-προς το παρόν.
-Αυτόβουλη κίνηση του σπιτονοικοκύρη προς τους ξένους για λύση του προβλήματος. Δεν είδα ακόμα το σπιτονοικοκύρη για να με ενημερώσει για την αντίδραση των ανταρτών της κοινωνικής ευπρέπειας.
-Ενημέρωσή μου από μέλος της οικογένειας του σπιτονοικοκύρη ότι επισκεύασε στο σπίτι των βαρβάρων μια συρτή πόρτα που έκανε θόρυβο.
Καταλαβαίνεις εσύ που με ξέρεις, πως η δραστηριοποίηση υπέρ μου των συγγενών-και μαζί γειτόνων και δικών μου ανθρώπων-, είναι εκείνη που με βάστηξε να μην παραδοθώ στην απελπισία και να μπορέσω να κρατήσω λίγες μέρες ακόμα εδώ ώσπου να δω τι θα απογίνει. 

Τι θα γίνει.
-Αν γίνει κάτι καλό, η αυταπάτη συνεχίζεται ως το τέλος μου και μαζί το τέλος της, δηλαδή εξακολουθώ να μένω εδώ.
-Αν τα πράγματα παραμείνουν ως έχουν, πήδημα στον γκρεμό της απνοίας με πιθανότητα μία στο εκατοντάκις εκατομμύριο κάποιο δεντρί φυτρωμένο  αναπάντεχα στην πλαγιά του να με σταματήσει και να μην τσακιστώ. (Ευκολότερο δε θα ήταν να κερδίσω τα δεκαπέντε εκατομμύρια του τζόκερ;)

Πραγματικότητα.
-Φεύγω από δω.
Μετακόμιση με έξοδα και ταλαιπωρία.
Πληρωμή δύο ενοικίων μπροστά.
Αγορά ψυγείου και κουζίνας.
Ταλαιπωρία που καλά τη γνωρίζω από τις δεκάδες μεταθέσεις που έχω κάνει λόγω επαγγέλματος στη ζωή μου.
-Και άντε, κατάφερα και τα έκανα όλα αυτά, μα αν και κει έχω παρόμοιο πρόβλημα τι κάνω;
Ιδέα: Μερική ανακούφιση για τη μετακόμιση να πετάξω τα έρμα μου (βιβλία, βιβλία, βιβλία και βιβλία) ώστε να γίνει «ελαφρότερη» αυτή.
-Μένω εδώ.
Υποφέρω ώσπου ή να πάθω εγκεφαλικό οπότε κλάφτα Χαράλαμπε, ή να πάω από ρήξη ανευρύσματος οπότε μακάρι.

(Και από πάνω να ακούω να λένε στον μικρό: μη φωνάζεις, ο γιατρός ησυχάζει-ή: διαβάζει-ή: κοιμάται.
Και χτες το απόγεμα η υστερική κυρία από το τέταρτο να μου λέει «πώς και δεν αποπειραθήκατε μέχρι τώρα που ζείτε μόνος; Εγώ έκανα δυο απόπειρες.» {Δεν ξέρει παρά ότι βλέπει})
Φώτη
Θέλω τη γνώμη σου.
Πώς να πεθάνω;
Γκρεμός ή ανεύρυσμα;



«ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: ΔΙΕΘΝΗΣ ΗΜΕΡΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΟΥΣ
Κάθε χρόνο, η 29η Νοεμβρίου, είναι αφιερωμένη στους αγώνες και το δίκιο του Παλαιστινιακού λαού.
Σαν σήμερα, 29 Νοεμβρίου, έχει καθιερωθεί να γιορτάζεται η διεθνής ημέρα αλληλεγγύης προς τον παλαιστινιακό λαό. Κάθε χρόνο αυτή η μέρα είναι αφιερωμένη σε κάθε αγώνα που έχει κάνει η Παλαιστίνη για να κατακτήσει τα δικαιώματα της. Η ημέρα αυτή καθιερώθηκε μετά από απόφαση του Ο.Η.Ε το 1977.»
ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ

Όταν ήμουν στην Αμερική και χωρίς να ξέρω τα παραπάνω, έγραψα τη «ΔΙΝΑ»
Εδώ την παραθέτω λόγω της ημέρας. Και την δίνω όπως την έδωσα τότε, πριν δεκαοχτώ χρόνια, στους ελληνοαμερικάνους φίλους του Λος Άντζελες και της Νέας Υόρκης. Και με τον ίδιο πρόλογο.



ΔΙΝΑ!

Ένα απλό θεατρικό εργάκι.
Που δεν έχει να πει τίποτε παραπάνου από ό,τι λέει μέσα για τη Δίνα η Γένεση.

Γιατί το ’κανα αυτό;
Επειδή με συνεπήρε η δίνη του γεγονότος πως έχουμε μπροστά μας ένα ιστορικό πρόσωπο που έζησε πέντε χιλιάδες χρόνια πριν από μας. Και πριν από την Παλαιά Διαθήκη δεν ξέρω παλιότερο βιβλίο ιστορικό. Πολλά μυθολογικά πρόσωπα, ιστορικά πρόσωπα όμως όχι. Και να σκεφτεί κανείς ότι οι περίφημοι έλληνες, όταν οι εβραίοι γράφανε την ιστορία τους, αυτοί τρώγανε ακόμα βαλανίδια, όπως κάνανε με τη σειρά τους οι Εγγλέζοι όταν οι έλληνες γράφανε τα δικά τους έπη και τη δική τους ιστορία.

Εξάλλου με μαγεύουν οι γυναίκες που ζήσανε παλιά.
Είναι πιο κοντά στο Άγνωστο από το οποίο έρχονται και γι αυτό είναι πιο αυθεντικές, πιο πρωτόγονες, πιο γυναίκες.
Είναι πιο κοντά σης μυθολογικές γυναικείες μορφές, όταν αυτές είναι τόσο παλιές όπως οι γυναίκες της Παλαιάς Διαθήκης, που βρίσκονται στο μεταίχμιο μυθολογίας και ιστορίας. Και αν αυτό δεν είναι συναρπαστικό τότε τι άλλο θα ήτανε;

Το ίδιο συναρπαστικές είναι και οι μυθολογικές γυναικείες μορφές, οι τελευταίες από τις οποίες συγχέονται με τις πρώτες ιστορικές γυναικείες μορφές.
Όμοια και οι κυρίες αυτές συναρπάζουν τους ανά τον κόσμο συγγραφείς. Το βλέπουμε σε κάθε εποχή και σε κάθε σχεδόν γραφιά. Πόσοι δεν έχουν γράψει έργα με κύρια πρόσωπα τις Μήδειες, τις Αντιγόνες, τις Εκάβες, τις Ωραίες Ελένες, τις...τις..., για να περιοριστούμε στην ελληνική μυθολογία μόνο;

Και καλά, οι συγγραφείς γράφουν καλά ή άσχημα έργα. Τι φταίμε όμως εμείς οι τωρινοί να υφιστάμεθα τα διάφορα "ανεβάσματα" των έργων αυτών από τους διάφορους, μεγάλους τάχα, συμπατριώτες μας σκηνοθέτες; (Αντί για ανέβασμα, για κατέβασμα θα έπρεπε να μιλάμε-εκτός κι αν επιθυμούσαν όσοι λένε "ανέβασμα", το ανέβασμα στο ικρίωμα του εκάστοτε σκηνοθέτη.)
Τι φταίμε να βλέπουμε ντυμένους με παράξενες έως αστείες στολές άντρες και γυναίκες που ουρλιάζουν πάνω στη σκηνή (δείγμα δύναμης πνευμόνων και υποκριτικής αδυναμίας), ή που κουνιούνται πέρα δώθε σαν εκκρεμή ζαλίζοντας μας (δείγμα της θαυμαστής ικανότητας τους να κουνιούνται άσκοπα όλοι ή όλες μαζί) και που θεωρούν ότι κάνουν θέατρο μόνο και μόνο επειδή πατάνε και μιλάνε πάνω σε χώρους όπου οι έλληνες παρίσταναν τις δικές τους ερμηνείες;
Και μόνο μερικές αληθινές ιέρειες του θεάτρου μας, κατορθώνουν να μην καταβυθιστούν, επειδή αντίθετα με ότι οι σκηνοθέτες επιτάσσουν, αυτές, έχοντας μέσα τους την ιερή φλόγα, δίνουν κάτι από εκείνο που αυτοί τελείως αγνοούν.

Και βλέπουμε χρόνια και χρόνια τώρα μιαν Εκάβη να μας λέει κάθε φορά πως ο πόλεμος είναι κακό πράγμα, μια κακή Μήδεια να σκοτώνει τα παιδιά της επειδή ο άντρας της την παράτησε, μιαν Αντιγόνη που παρακούει σαν άταχτο παιδί εντολές.
Και εκεί τελειώνουν γι αυτούς όλα όσα έχει να πει το θέατρο.

Μα οι μυθολογικές μορφές, ω! κακέκτυπα σκηνοθετών!, δεν έχουν τη μικρή εμβέλεια που εσείς, στενόμυαλα τους δίνετε.
Πώς μπορείτε να μην αναγνωρίζετε μέσα σ' αυτές μια ζωντανή ζωγραφιά της φύσης ολόκληρης;
Ο κόσμος ολόκληρος είναι μια αιώνια τραγωδία με την
καταστρεπτική της δύναμη πάντοτε σε ενάργεια.
Όπως στην ψυχή του πραγματικού μύστη, ας πούμε του Αισχύλου ή του Ευριπίδη, τίποτα το ανθρωπινό δεν είναι ξένο, έτσι θα έπρεπε να νιώθετε και σεις για να μπορέσετε να δώσετε στα έργα που ανεβάζετε, όλες τους τις διαστάσεις.
Το βάθος της θεατρικής ηδονής συνίσταται στην επιθυμία του ανθρώπου να αιστανθεί όλες τις χαρές και όλους τους πόνους της ανθρωπότητας, να ομοιωθεί με τις πιο διαφορετικές υπάρξεις, να γνωρίσει τη συγγένειά του με την παγκόσμια ψυχή.
Δείξτε μας τα πάθη να αναδύονται από τα βάθη της προϊστορίας του ανθρώπου, που θα πει από το υποσυνείδητο του!
Σκάψτε μέσα στη γυναίκα και φέρτε στο φως του θεάτρου τα τρομερά πρωτόγονα υλικά που τη συνθέτουν!
Ξαναφέρτε μας στα ύψη του ιδεατού και στον χαμένο
ουρανό από την άβυσσο όπου έχουμε κατρακυλήσει!
Δείξτε μας ένα πλατύ ορίζοντα!

Κάντε τον μύθο μια αλληγορία, μια ζωντανή εικόνα  για τη φύση ολάκερη!
Μα δεν έχετε μάθει να ούτε να βρίσκετε αλήθειες ούτε να λέτε ψέματα με δεξιοσύνη.

Αλλά ας ξαναγυρίσω στη «ΔΙΝΑ» μου.
Την έγραψα όταν μετάφραζα τη Γένεση, για να ξεκουραστώ με κάτι ελαφρό.
Όμως δεν είναι μόνο η Δίνα που με έθελξε όταν τη γνώρισα έτσι αγνή παρθένα, πρωτόγονη, γεμάτη ζωντάνια, περηφάνια, θηλυκότητα.
Ήτανε και το γεγονός πως η σφαγή των Συχεμιτών είναι η πρώτη εχθροπραξία μεταξύ Εβραίων και Παλαιστινίων, η αρχή δηλαδή του πολέμου που μέχρι σήμερα συγκλονίζει την οικουμένη και που στις
μέρες μας ευθύνεται και για τις τρομοκρατικές ενέργειες της Αλ Καϊντα και τις απαντήσεις των αμερικανοευρωπαίων σ’ αυτές-η αρχή με ένα λόγο του Παλαιστινιακού προβλήματος.

Είναι γνωστό αυτό που λέγεται, πως το πέταγμα μιας πεταλούδας στην Κίνα μπορεί να επηρεάσει καταστάσεις σε μια χώρα χιλιάδες μίλια μακριά.
Κάτι ανάλογο σκέφτομαι και για το θέμα της παλαιστινοεβραϊκής πεντακισχιλιοετούς διαμάχης.
Βεβαίως η υπόσχεση του Θεού υπήρχε προς τους εβραίους: να τους δώσει τη γη Χαναάν. Όμως αν δεν βρισκότανε η Δίνα που, είτε από μόνη της είτε βαλτή από τον αδερφό της να θέλξει τον άρχοντα της περιοχής, θα είχε γίνει ότι έγινε; Μήπως η Δίνα με την όποια ομορφιά της καθόρισε τη μορφή του κόσμου όπως αργότερα το έκανε και η μύτη της Κλεοπάτρας;
Δεν θα μπορούσε ίσως, αν δεν συνήθιζε η Δίνα να κάνει βόλτες στα γύρω, να ξεχνιόταν η υπόσχεση του Θεού από τους εβραίους, ή να αναβάλλονταν επ’ αόριστον η προσπάθεια της υλοποίησής της, με πολλές πιθανότητες να μη επιχειρηθεί ποτέ, ή ακόμα ακόμα οι εβραίοι, κυνηγημένοι από όλους να διαλύονταν και να χάνονταν τελικά, αφήνοντάς μας μόνο το όνομά τους που να δείχνει πως κάποτε υπήρξαν κι αυτοί;
Υποθέσεις, θα μου πείτε, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα γινόταν εάν…
Σωστά.

Όπως και να ’ναι όμως, η «ΔΙΝΑ» μου έγινε.





Το κάθαρμα θέλει συναίνεση. Ας θυμηθούμε την περίοδο που συναίνεση ζητούσε ο μπουλούκος Καραμανλής:

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ

ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
(μόνος στο γραφείο του, βαδίζοντας νευρικά πάνω κάτω)
Συναινώ, συναινείς, συναινεί. Συναινούμε συναινείτε συναινούνε. (το ίδιο δυο φορές ακόμα πιο γρήγορα κάθε φορά) Συναινώ, συναινείς, συναινεί. Συναινούμε συναινείτε συναινούνε. Συναινώ, συναινείς, συναινεί. Συναινούμε συναινείτε συναινούνε. Ορίστε! Όλοι ξέρουνε γραμματική. Τα ρήματα! Όλοι τα ξέρουνε. Πού η δυσκολία για συναίνεση; Συναινώ, συναινείς, συναινεί. Συναινούμε, συναινείτε…
(Μπαίνει ο Παπανδρέου)
ΚΑΡ
Συναινείτε;
ΠΑΠ
Συναινείτε.
ΚΑΡ
Εσείς, συναινείτε;
ΠΑΠ
Συναινείτε.
ΚΑΡ
(επεξηγώντας τα λόγια του με μιμική)
Εσείς… ΕΣΕΙΣ… συναινείτε;
ΠΑΠ
Εσείς… συναινείτε!
ΚΑΡ
Εσείς… εσείς…
(στον εαυτό του)
Δεν ξέρει τη γλώσσα καλά ο κακομοίρης…
(απελπισμένος)
Πρόσεξε. Πες μαζί μου… μαζί μου: Συναινώ…
ΠΑΠ
Συναινώ…
ΚΑΡ
Συναινείς…
ΠΑΠ
Συναινείς…
ΚΑΡ
Έτσι μπράβο!..Συναινεί!
ΠΑΠ
Συναινεί.
ΚΑΡ
Συναινούμε…
ΠΑΠ
Συναινείτε…
ΚΑΡ
Συν-αιν-ού-με… Συν-…
ΠΑΠ
Συν…
ΚΑΡ
…αιν…
ΠΑΠ
…αιν…
ΚΑΡ
…ου…
ΠΑΠ
…είτε!
ΚΑΡ
(έξαλλος)
Όχι «είτε»! Ούμε!.. ούμε… ούμε…
ΠΑΠ
…Ούμε… ούμε… ούμε…
ΚΑΡ
(με ελπίδα)
Μπράβο! Όλο μαζί;...
ΠΑΠ
ουμεουμεούμε!
ΚΑΡ
Όχι αυτό! Το προηγούμενο! Συν και αιν και ούμε;…
ΠΑΠ
Συναινείτε!
ΚΑΡ
(ουρλιάζοντας προς την πόρτα)
Σπηλιωτόπουλε!
(μπαίνει ο Σπηλιωτόπουλος)
Δε μου λες, η ονομαστική πληθυντικού δεν διδάσκεται;
ΣΠΗΛΙΩΤΌΠΟΥΛΟΣ
Πώς το λέτε αυτό κύριε πρωθυπουργέ; Κλέβουμε, τρώμε, σουφρώνουμε, ληστεύουμε, πίνουμε αίμα, κάνουμε σκάνδαλα, είμαστε διεφθαρμένοι , κατέχουμε… τόσες ονομαστικές πληθυντικού...
ΚΑΡ
(αγριοκοιτάζοντάς τον )
Καλά καλά, πήγαινε…
(Ο Σπηλιωτόπουλος βγαίνει. Στον Παπανδρέου, εξουθενωμένος, με μια τελευταία ελπίδα, σιγά)
Συναινούμε.
ΠΑΠ
(ήρεμα)
Συναινείτε.
ΚΑΡ
Καλά Γιώργο. Βγαίνοντας πες του Αλαβάνου να έρθει.
(Βγαίνει ο Παπανδρέου και μπαίνει ο Αλαβάνος. Με όλη την προσοχή του στα χείλη του Αλαβάνου)
Συναινείτε;
ΑΛΑΒΑΝΟΣ
Όχι. Εμείς μόνο ΣΥΝ-
ΚΑΡ
Εντάξει Αλέκο. Βγαίνοντας στείλε τον Καρατζαφέρη.
(Βγαίνει ο Αλαβάνος μπαίνει ο Καρατζαφέρης)
ΚΑΡ
Εσύ Γιώργο από γραμματική τα πας καλά. Πες μου, συναινείτε;
ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗΣ
Εμείς μόνο -αινούμε Πρόεδρε. Την πατρίδα.
ΚΑΡ
(Κάνει μια κίνηση να του επιτεθεί. Συγκρατείται)
Κι εσύ και η πατρίδα σου… Τσακίσου από δω και πες της Αλέκας να ’ρθει.
(Βγαίνει ο Καρατζαφέρης. Ο Καραμανλής στον εαυτό του)
«ΣΥΝ» ο Αλαβάνος, «αινούμε» ο Καρατζαφέρης, αν τους βάλω μαζί τους δύο, θα έχω το συναινούμε!
(το ξανασκέφτεται)
Αν όμως το μίγμα εκραγεί;-άστο καλλίτερα, δεν μου χρειάζονται τώρα κι άλλες εκρήξεις…
(Μπαίνει η Αλέκα)
ΚΑΡ
Συναινείτε;
ΑΛΕΚΑ
Με τι;
ΚΑΡ
Καλά, πήγαινε.
(βγαίνει η Αλέκα. Στέκει μπροστά στον καθρέφτη. Βλέποντας μέσα στο είδωλό του)
Συναινείτε;
ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΟΥ ΚΑΡΑΜΑΝΛΉ ΑΠΌ ΤΟΝ ΚΑΘΡΈΦΤΗ
Δεν πάμε για φαί; Πείνασα.
ΚΑΡ
(με παράπονο)
Μα γιατί δεν συναινούνε;
ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ
Δεν έχουν πάρει όλοι στέρεα Παιδεία όπως εσύ… Πάμε;
ΚΑΡ
Πάμε.
(μαζεύει τα χαρτιά του και βγαίνει)

ΑΥΛΑΙΑ




Δευτέρα, 23 Νοεμβρίου 2015
Φώτη σου έχει τύχει να ξυπνήσεις μια Κυριακή μετά από έναν απογευματινό ύπνο και να τα βλέπεις όλα γκρεμισμένα;
Εμένα μου συνέβη σήμερα.
Στην αρχή νιώθεις ένα κενό.
Σαν να είσαι μια φουσκωτή κούκλα.
Ξέρεις ότι η επόμενη κίνησή σου είναι να σηκωθείς από το κρεβάτι.
Και δεν το κάνεις γιατί δεν ξέρεις τι να κάνεις μετά.
Και τι μπορεί να κάνει μια φουσκωτή κούκλα;
Με τα ψεύτικα μάτια της μπορεί να βλέπει μόνον.
Και βλέπει.
Και τα βλέπει όλα γκρεμισμένα.
Συντρίμμια που δεν ξεχωρίζουν από το έδαφος.
Όλα.
Τόσο που δεν υπάρχει άνθρωπος που να σε ξέρει, που και η πιο κορακοζώητη ελπίδα έχει σβήσει, που κάποιο πράγμα που να σε συνήθισε κάποτε δεν σε αναγνωρίζει πια, γνωριμία κάποια που να στέκει στα πόδια της.
Και πια πού να πας;
Τι να κάνεις;
Και πια γιατί να σηκωθείς;
Γιατί αυτή η ώρα, η έξη και δέκα της 22 του Γενάρη του 2015 να έχει φέρει μαζί της για σένα την καταστροφή; Και ποιος της καθόρισε ποιον να έβρει και ρυθμιστής και τιμητής να γίνει της ζωής του;
Δεν είναι η πρώτη φορά που νιώθω έτσι, πολλές φορές στο παρελθόν έγιναν τα ίδια. Μόνο που παλιότερα ήξερα ότι αύριο θα ήμουν καλλίτερα, θα είχα ξαναβρεί το ψευδές μου προσωπείο για να υπάρξω μέσα στο θέατρο της ζωής. Ενώ τώρα, στηρίγματα δεν βρίσκω που να πιαστώ και να χτίσω πάλι ένα αύριο.
Προσπαθείς να βρεις ένα λόγο να σηκωθείς από το κρεβάτι και δεν υπάρχει.
Τέλος σηκώνεσαι και αιστάνεσαι ένας θλιβερός εκβιαστής της υγείας, της ευεξίας, της ίδιας της ζωής που σε ανέχεται μόνον επειδή υποχωρεί στα φάρμακα που παίρνεις με την πονηρή πρόθεση να την ξεγελάς.
Η τέτοια ώρα είναι η αληθινή μας ώρα.
Έρχεται κάθε τόσο για να μας θυμίσει πως όλες οι άλλες ώρες είναι πλαστές, τεχνητά γεμάτες, βαλσαμωμένα ωραίες. Έρχεται για να μας σπρώξει να συνειδητοποιήσουμε το κενό από το οποίο ήρθαμε και στο οποίο θα πάμε και να μας κάνει έτσι να αιστανθούμε την τραγική μηδαμινότητα της «ύπαρξής» μας. Έρχεται σαν αστραπή για να μας δείξει, όσο φωτίσει, το αδιανόητο άλλοτε για μας, την ακροβασία μας δηλαδή πάνω σε ένα σχοινί που δεν υπάρχει, ανάμεσα σε δυο κορφές που είναι της φαντασίας μας. Έρχεται για να μας πει πως ότι και αν μηχανευόμαστε, ότι και αν «αιστανόμαστε», «δημιουργούμε», «λυπόμαστε», δε στέκει ούτε σαν υπόθεση εργασίας για να προχωρήσουμε προς κάτι, ούτε καν προς ένα όνειρο για να το διηγηθούμε σε κάποιον όταν ξυπνήσουμε.
Η φιλοσοφία δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα.
Η αιτιότητα που σε μερικούς δίνει απαντήσεις σε όλα, δεν μου επαρκεί: η ύστατη ερώτηση δεν έχει απάντηση.
Η απόρριψη των ανθρώπινων αδυναμιών από τον Βουδισμό σαν μέσο ανεύρεσης της ευτυχίας, για μένα  δεν συμβάλλει καθόλου σ’ αυτό και επί πλέον είναι μία φυγομαχία, ένας ζωντανός θάνατος-λες και δε με φτάνουν τόσοι θάνατοι μέχρι τώρα- και πια γιατί όχι αντίς γι αυτό μια αυτοκτονία;
Όταν ο Χέγκελ μου λέει ότι η κοινωνία διέπεται από μια συλλογική συνείδηση η οποία κατατείνει προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, δίνοντας γραμμή στα μέλη της, δεν μου εξηγεί πρώτα τι είναι κοινωνία και γιατί εγώ πρέπει να την αποδεχτώ σαν οδηγό μου στις πράξεις μου.
Ο άλλος μεγάλος γερμανός φιλόσοφος μας διδάσκει πως  ο έξω από μας κόσμος δεν υπάρχει αντικειμενικά αλλά τον δημιουργεί η βούλησή μας που είναι κομμάτι της παγκόσμιας βούλησης. Και αν έτσι είναι, ποια η διαφορά από το αν είναι δικό μας δημιούργημα ο κόσμος ή όχι, αφού αυτός αποτελεί πηγή πόνου για μας και σαν μόνη διέξοδος φυγής από αυτόν είναι και πάλι ο θάνατος;
Οι φιλόσοφοι Φώτη δεν κάνουν άλλο καθένας τους παρά να μας παρουσιάζουν τη προσωπική τους γνώμη για τον κόσμο. Κι εγώ όμως έχω γνώμη γι αυτό, όπως έχει και ο μανάβης μου και η γραμματέας μου.
Δεν θα έπρεπε να διαβάζει κανείς βιβλία.
Δεν θα έπρεπε να γράφονται καν βιβλία.
Το λέω εγώ που έχω διαβάσει πολλά χωρίς να έχω κερδίσει τίποτε από αυτά.
Μόνο κέρδισα τη γνώση πως ούτε και από τα βιβλία θα έρθει η σωτηρία.
Αν είχα τη δύναμη να το κάνω, θα κατάστρεφα όλα τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά βιβλία της γης.
Αυτά στα γράφω Κυριακή, σήμερα είναι η επόμενη μέρα, είπα να μη στα έστελνα, όμως γιατί όχι; Τα ξέρεις κι εσύ, όμως άλλο είναι να τα ακούς από κάποιον που τα βιώνει στην πράξη.
Και η Δευτέρα έτσι κύλισε εξάλλου. Τα γεράματα αυτό έχουν, ότι οι καλές μέρες έρχονται όλο και πιο σπάνια.
Όποιος έχει υπομονή ας τις περιμένει.

(Βλέπω ξαναδιαβάζοντας αυτά που έγραψα, πως έχω βάλει μέσα σε εισαγωγικά κάποιες λέξεις.
Τα εισαγωγικά! Που μπαίνουν σε λέξεις που η σημασία, η έννοιά τους είναι άγνωστη-τα εισαγωγικά: η απόδειξη της δυστυχίας μας.
Τα εισαγωγικά θα έπρεπε να περιβάλουν  κάθε λέξη που γράφουμε. Γιατί πες μου τι θα πει «η», «φως», «ιδέα», «τραπέζι», «γύμνια», «τρέχω»; )




 Φώτη έχεις δίκιο σε όσα λες, όμως δεν με βοηθήσανε καθόλου.
Ονειρεύτηκα πως έτρωγα μικρόν, ώριμο λωτό. Δεν μου πολυάρεσε και έφτυσα κάμποσον. 
Ονειρεύτηκα κερασιά με μεγάλα κατακόκκινα κεράσια και τον γέρο ιδιοκτήτη της επάνω της να τα μαζεύει χαρούμενος. Του ζητήσαμε-ήμουν με ένα φίλο- να μας πουλήσει κεράσια και είπε όσα θέλετε, πέστε στα παιδιά να σας κόψουν.
Ονειρεύτηκα πως έκανα σεξ μέχρις εξαντλήσεως με μια αμφιβόλου ηθικής μεσήλικα γυναίκα-όχι πόρνη-, κάτοχο ξενοδοχείων και εστιατορίων που στέκι της είχε το σπίτι που γεννήθηκα (σ’ αυτό γινόταν και ο έρωτας). Ένας υπάλληλός της μας έβλεπε. Όταν τελειώσαμε πλύθηκα παντού εκτός από την περιοχή των γεννητικών οργάνων. Όταν το συνειδητοποίησα ανησυχούσα μήπως πάθω σύφιλη. Υπάλληλοί της γυναίκας είχαν ετοιμάσει γεύμα για μας, που όμως θα πλήρωνα εγώ, σε ένα από τα ξενοδοχεία της. Ενώ το τραπέζι ήταν σχεδόν έτοιμο, αγόρασα ένα ζευγάρι παντόφλες για μένα και ένα για να το κάνω δώρο στην ερωτική σύντροφο. Ένας υπάλληλος του εστιατορίου μου έφερε δύο ζευγάρια διαφορετικά σε μέγεθος να δοκιμάσω. Παντόφλες καφέ, καλής ποιότητας. Μου έκανε το μικρότερο μέγεθος. Ανήσυχα και τάχα αδιάφορα ρώτησα: και πόσο κάνουν; Δεκατρείς δραχμές, ήταν η απάντηση. Ευτυχώς φτηνά, είπα μέσα μου. Πήρα και τα δύο ζευγάρια και έδωσα πενηντάρικο (ευρώ) περιμένοντας τα ρέστα.
Πριν από αυτά τα όνειρα που θυμάμαι πολύ καλά και με λεπτομέρειες (που εδώ δεν σου τις γράφω) είδα ένα όνειρο που έχω μισοξεχάσει, ίσως επειδή ήτανε το πρώτο. Ήμουνα με ένα παλιό συμμαθητή από το γυμνάσιο, ήμασταν σχετικά νέοι και σαν κάτι να ήθελε να επιτύχει αυτός που λέει εγώ θα τον βοηθούσα να το καταφέρει, ή κάτι τέτοιο. Με καλόπιανε αλλά και με βοηθούσε σε ό,τι δεν έκανα καλά. Σαν κάποιο εμπόρευμα να έπρεπε να μετακομιστεί με αυτοκίνητο φορτηγό και για κάποιο λόγο χάλαγε η δουλειά, σαν να φορτώναμε πράγματα και μετά βλέπαμε ότι δεν ήταν αυτά που θέλουμε και τα αφήναμε, κάτι τέτοια.
Όλα τα όνειρα κράτησαν πολλήν ώρα(στον ύπνο μου)
Από όλα μπορώ να «εξηγήσω» (;) το όνειρο με τον λωτό όπως τον έχουμε προσλάβει εμείς οι δυτικοί από την Οδύσσεια και όχι οι πρώτοι του γνώστες ασιάτες: θέλω να ξεχάσω. Δεν ξέρω αν είναι έτσι, εσύ θα μου εξηγήσεις και αυτό και όλα μου τα άλλα όνειρα.
Θα ησυχάσω όταν δω τον άνθρωπο που χτύπησα να βγαίνει από το νοσοκομείο και να είναι όπως πρώτα. Τα αντικειμενικά στοιχεία (γιατί ενημερώνομαι γι αυτά δυο φορές την ημέρα) δείχνουν ότι αυτό θα γίνει πολύ σύντομα. Και αν τότε γίνω φίλος μαζί του, τότε πιο γρήγορα θα συνεχίσω να ζω, αν και πολύ πιο «μαζεμένος» πλέον.




Φώτη είμαι καταρρακωμένος. Είμαι διαλυμένος. Είμαι ανύπαρκτος. Χτύπησα έναν ποδηλάτη με το αυτοκίνητο. Έφταιγε. Και τι μ’ αυτό; Εγώ είμαι που τον έριξα κάτω.
Τον πήγα στο νοσοκομείο. Είναι καλά. Ακτινογραφίες, αξονική, χειρουργικά εξέταση, όλα καλά. Μια μικρή εγκεφαλική διάσειση μόνον.
Δεν το έγραψαν οι εφημερίδες, δεν το είπαν τα διεθνή πρακτορεία, κανένα κανάλι τηλεόρασης παγκοσμίως δεν το ανάφερε. Είναι τραγικότερο αν μια τραγουδίστρια βγει στη σκηνή μα εσώρουχα και ζαρτιέρες και το αναφέρουν ενώ αυτό που συνέβη με μένα είναι αμελητέο;
Από την άλλη μεριά τόσους σκοτωμούς βλέπουμε κάθε μέρα, τόσους τραυματίες έχω γιατροπορέψει, τόσοι θάνατοι στα κινηματογραφικά έργα, γιατί δεν με έχουν συνηθίσει στον τραυματισμό κάποιου; Μήπως γιατί εγώ τον προκάλεσα; Μήπως γιατί τον είδα να γίνεται στην πραγματική ώρα και όχι αφού τελέστηκε;
Και πώς θα εμφανιστώ στην κοινωνία τώρα εγώ; Και θα ξαναοδηγήσω αυτοκίνητο εγώ, ο παραλίγο δολοφόνος;
Βγήκα έξω. Κόσμος γιόρταζε  για την 28 Οχτώβρη. Κανείς τους δεν έδειξε να ξέρει τι συνέβη. Ολοι συζητούσαν αδιάφορα. Και άκουγες σε παρέες: «Εγώ της το είχα πει της Λέλας, καλά να πάθει», «τι λες ρε που θα πάρω Μάζντα; Δεν έχω λεφτά για πέταμα», «Φανή, τα μάτια σου τέσσερα στο δρόμο» και άλλα τέτοια. Κανείς δεν με έβρισε, κανείς δεν με κοίταξε άγρια.  Είπα να ανέβω στο βάθρο του αγάλματος της πλατείας και να τους φωνάξω «Μην κάνετε τον κουτό, ξέρω πως ξέρετε-εγώ έριξα κάτω τον ποδηλάτη!»
Πού να πάω να κρυφτώ; Πού να χαντακωθώ;
Με τι μούρα τώρα θα διεκδικήσω τη θέση μου σε μια ουρά όταν κάποιος θα μπαίνει μπροστά μου; Με τι μούτρα θα δω τους γνωστούς μου πάλι;
Είμαι άνθρωπος εγώ ή κτήνος;
Και πώς πάλι θα δρέψω κάποια χαρά από της ζωής το περιβόλι εγώ που είδα να πέφτει πάνω στην άσφαλτο ένα ανθρώπινο σώμα από μένα χτυπημένο;
Να πίστευα σε Θεό να πάω να εξομολογηθώ… Ή να σε είχα κοντά μου… κάποιες θεωρίες θα μου αράδιαζες και κάπως θα με προσγείωνες στην καθημερινότητά μου πάλι.
Είμαι συντετριμμένος.
Πώς θα συζητήσω πάλι με ανθρώπους που δεν έχουν διαπράξει μια τέτοια πράξη όπως αυτήν που έκανα εγώ;
Πώς θα ζήσω από δω και ύστερα Φώτη;

28 ΟΧΤΩΒΡΗ
Ή
ΤΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΑ ΝΑΙ

Η επέτειος του ΟΧΙ. Που μεγάλο λέμε ότ' ήταν.
Που μας είχεν οδηγήσει στη μεγάλη μας την ήτταν
και απόδειξε σε όλους η φυλή η ελληνική
πόσο είναι χαζοβιόλα και καθόλου λογική. 

Μα ως γνωστόν εκτός απ' τ' ΟΧΙ-
γνώσεις είν' αυταί κοιναί-
κάθε γλώσσας μοίρα το 'χει
να 'χει μέσα της και ΝΑΙ. 

Και στων ΝΑΙ του άθλιου πλήθους
θα σας φέρω τη ζαλάδα,
φαινομένου πλέον συνήθους
για τη δόλια την Ελλάδα.

Γιατί ΝΑΙ για χρόνια τώρα
λέμε σ' όλα τα στραβά
και γι αυτό συνέχεια η χώρα
τον κατήφορο τραβά.

Και πλατιά σφραγίδα βάζουν
στην καινούργια αυτή ορμή της
οι υπουργοί που τής ρημάζουν
τα λεφτά και την τιμή της.

ΝΑΙ λοιπόν το γκόβερνό μας
έβαλε βουλή να λέει
σ' ό,τι ενάντιο στα όνειρά μας
και στα πάτρια είναι κλέη.

ΝΑΙ στο όργιο των σκανδάλων,
ΝΑΙ στο σκύψιμο της μέσης,
ΝΑΙ στην ειρωνεία των Γάλλων,
ΝΑΙ σε ψεύτικες εκθέσεις. 

ΝΑΙ στο δράμα της Παιδείας
ΝΑΙ σ Μέρκελ  και σ' ΕΟΚ
ΝΑΙ στο χάος της ανεργίας
ΝΑΙ στων εκδοτών τα μπλοκ.

ΝΑΙ στων δημοσίων πόρων
την αλόγιστη σπατάλη,
ΝΑΙ στων δημοσίων χώρων
την κατάντια και το χάλι.

ΝΑΙ στην έλλειψη σχολείων
ΝΑΙ στις βίλλες υπουργών
ΝΑΙ στους διορισμούς φιλίων-
σ' απολύσεις ΝΑΙ απεργών.

ΝΑΙ στης άσφαλτου το αίμα
ΝΑΙ στο ξάφρισμα, στη ζούλα,
ΝΑΙ στη διαφθορά, στο ψέμα
στην κλεψιά και στη ρεμούλα.

ΝΑΙ σε κάθε σαλτιμπάγκο,
ΝΑΙ σε κάθε μασκαρά
που του έλληνα τον πάγκο
τον 'ρημώνει από χαρά. 

ΝΑΙ σε Tούρκων απαιτήσεις
ΝΑΙ στις τόσες τους φοβέρες-
στων σκαφών τους τις προκλήσεις,
στις Αιγαίες τους κρουαζιέρες.

ΝΑΙ σε κάθε τι που δείχνει
πως ανεύθυνοι μετράμε,
ΝΑΙ σε κάθε τι που δείχνει
μακριά πως δεν κοιτάμε ... 

Και μας πέφτουνε στην πλάτη
βουρδουλιές τα τόσα ΝΑΙ
βρίσκοντάς μας σε ραχάτι
μες σε κάποιον καφενέ.

Και σα βλάκες πια γελάμε
και κανείς δεν κοιτάει
πως οι έλληνες μετράμε
της Ευρώπης το προσφάϊ. 

Τέτοιοι είμαστε. Ωραία. Δεν πειράζει. Τι να γίνει.
Αλλ' ας μη γινόμαστε όμως σαλτιμπάγκοι κι αρλεκίνοι
να θαρρούμε ότι κάποια και για μας στη γη αυτή
θέση έχει στην πορεία της προόδου φυλαχτεί.

Κακομοίρηδες για πάντα θ' απομένουμε κι αχρείοι
κι ένα ΟΧΙ κάθε χρόνο θα ψελλίζουμε -οι γελοίοι!-
λες κι αυτό μας δίνει κλέος-μάλιστα έχοντας τη λόξα
ότι τάχα των ελλήνων μονοπώλιο είν' η δόξα.

Ω! Γελοία καραγκιοζάκια που ποζάρετε γι ανθρώποι!
Στου πολέμου την ανάγκη δόξα παίρνουν όλοι οι τόποι.
Δάφνες πρέπουν στους πολίτες της πατρίδας μόνο εκείνης
που τη δόξα την κερδίζουν στους αγώνες της ειρήνης!