Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Τετάρτη, 28 Σεπτεμβρίου 2016
Φώτη σήμερα είχα πάει στη θεία του Κρις που τον φιλοξενεί στις διακοπές του εδώ.
Ήταν εκεί εκτός από τον Κρις και τη θεία του και ο άντρας της και ένας ξάδερφος του Κρις από την Αυστραλία με τη γυναίκα του.
Κρις, εξάδελφος και γυναίκα του είναι γέννημα και θρέμμα αμερικάνος ο μεν, αυστραλοί οι δε.
Και οι τρεις τους με έβλεπαν με περιέργεια, σαν ένα άλλο είδος ανθρώπου, του έλληνα. Τρία ζευγάρια μάτια να με κοιτάζουν κατάματα περιμένοντας να μιλήσω για να δούνε τι θα πω, πώς θα το πω, τι κινήσεις θα κάνω μιλώντας.
Οι θείος και θεία του Κρις, αν και έλληνες, γέροντες όντας και βλέποντάς με για πρώτη φορά, με εξέταζαν από πάνω ως κάτω συνέχεια, σαν να ήθελαν να γνωρίσουν και κάτι άλλο πριν πάνε εκεί όπου οι γνωριμίες είναι παρελθόν.
Ο Κρις, που ήταν ο μόνος που με ήξερε καλά, λες και είχε κολλήσει από κείνους, όχι μόνο δεν μεσολαβούσε ώστε να σπάσει με κάποιον τρόπο ο πάγος μεταξύ εμού και των άλλων τεσσάρων, αλλά με έβλεπε κι αυτός ερωτηματικά. Περιμένοντας ίσως να δει πώς θα τα κατάφερνα μόνος μου ή επειδή ήθελε να σπάσει πλάκα μαζί μου; Άγνωστο.
Εγώ τώρα, που ένας μόνο να με παρατηρεί δεν μπορώ να λειτουργήσω, ένιωθα σαν κατηγορούμενος με βαριά κατηγορία, με το φως μάλιστα του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρο να υποκαθιστά επάξια τα εκτυφλωτικά φώτα που στοχεύουν ανακρινόμενο από έλληνα αστυνομικό ύποπτο.
Πέρασα μια δύσκολη ώρα αισθανόμενος σαν βουβάλι περιτριγυρισμένο από αγριόσκυλα που το κατασπαράζουν όχι με νύχια και με δόντια, μα με βλέμματα. Κατάλαβα τι ήθελε να πει ο Σαρτρ όταν έγραφε ότι η κόλαση είναι για τον καθένα οι άλλοι ή αν θέλεις η κριτική ματιά τους.
Αυτή μου η συνάντηση με τον Κρις σηματοδοτεί και το πέρας της πολυήμερης διαβούλευσής μας γύρω από τα θεσπισμένα ομόλογα.
Μετά από αυτό που μου πήρε τρεις εβδομάδες, ξαναγυρίζω στα καθ’ ημάς.

Ως για τον Αύγουστο, ο Αύγουστος Φώτη πέρασε λιώνοντας από τη ζέστη, με ερωτικές επιτυχίες και ερωτικές απογοητεύσεις, δύσκολος και πολυδάπανος.
Την ημέρα ξύπνημα αργά, καφές, λίγο συγύρισμα στο σπίτι, λίγα νέα από τον κομπιούτερ, φαγητό μεσημεριανό φτιαγμένο από μένα για απασχόληση, απόγεμα βαρετό.
Και το στημόνι σε όλα αυτά κυρίαρχο η ιδέα του τέλους. Τι λέω η ιδέα-η θέα.
Αρχίζεις με γεμάτες τις χούφτες σου με άμμο που τον βλέπεις να λιγοστεύει με τα χρόνια, όμως καλύπτει ακόμα ως ένα σημείο το δέρμα των παλαμών σου.
Με τον καιρό, από τις μικρές σχισμές ανάμεσα στα δάχτυλα φέυγοντας οι κόκκοι, αρχίζουν να φαίνονται το θέναρ και οι μεσοφαλαγγικές πτυχές πρώτα του αντίχειρα και κατόπιν του δείχτη.
Περνώντας τα χρόνια εμφανίζονται οι πτυχές και των υπόλοιπων δακτύλων καθώς και οι γραμμές της ζωής, της καρδιάς, της υγείας, της επιτυχίας, της τύχης. Παρατηρείς ότι ακόμα καλύπτονται με άμμο οι γραμμές του Νου και του Έρωτα.
Στη συνέχεια και όλο πιο γρήγορα τα δάχτυλα αδυνατίζουν και παρά την προσπάθεια που κάνεις να κλείσεις τις σχισμές ανάμεσά τους, αυτές όλο μεγαλώνουν.
Τέλος μερικοί κόκκοι έχουν μόνο μείνει πάνω στα επάρματα του δέρματος που καλύπτει τις φάλαγγες των δακτύλων. Και νοιώθεις, όσο και αν ήθελες κάτι τέτοιο, πως ίσως ακόμα δεν είσαι έτοιμος να τινάξεις τα δάχτυλα και να πέσουν όλα μονομιάς από τα χέρια.
Σκέπτεσαι ότι ίσως στα τελευταία εκείνα ψίχουλα κρύβεται το μεγάλο μυστικό, συμπυκνωμένο μέσα σ’ αυτό κάτω από την πίεση των υπόλοιπων ψίχουλων για τόσα χρόνια. Και δεν τινάζεις τα χέρια. Γιατί μπορεί κάθε κόκκος άμμου που έπεφτε από τα χέρια σου, να άφηνε στους υπόλοιπους απομένοντες κάθε φορά την παρακαταθήκη και το καθήκον να τηρήσουν συμπυκνωμένη μέσα τους όλη την ουσία, και ο τελευταίος τελευταίος τους να την αποδώσει γερή και πλήρη και γεμάτη και ανόθευτη.
Και περιμένεις.
Ναι, περιμένεις, όλη όμως αυτή η αναμονή που έχει σκοπός του βίου  γίνει, πρέπει να υποστηριχτεί από τη βεβαιότητα ότι ζεις. Και δεν αρκεί το ανόητο του Ντεκάρτ ότι σκέπτεσαι, αλλά προβάλλει το πανάρχαιο της Γραφής: αναζητάς συντροφιά. Και αυτή δεν θα πέσει στα πόδια σου σαν μήλο ενώ εσύ βρίσκεσαι μονίμως κάτω από μια αγριαπιδιά. Και να το αγριάπιδο: η Ερμιόνη και η Έλσα.
Η Ερμιόνη και η Έλσα, ζωγραφιές από το βιβλίο των επίγειων γνωριμιών του, είναι που βοηθήσανε το γέρο φίλο σου να περάσει τα άζωα βράδια του.
Η Έλσα. Ελληνίδα. Είναι μια δεκαεφτάχρονη που οι άρρενες όλοι της πόλης την έχουν γνωρίσει σεξουαλικά. Δεκατεσσάρων ετών όντας την έδιωξαν από το σχολείο γιατί πουλούσε ναρκωτικά.
Ο αδερφός της, εφτάχρονος, «παίρνει πίπες» σε αξιοσέβαστους κυρίους αντί αμοιβής τριών ευρώ ή ενός σάντουιτς.
Μου τον γνώρισε. Ένα παιδί με χαρακτηριστικά ώριμου άντρα. Μελαψός, σχηματισμένος, εύσαρκος, με βλέμμα αθώο και φοβισμένο μαζί, ένα παιδί φτιαγμένο για τη δουλειά που κάνει. Αν ήμουν παιδόφιλος, θα ήμουν ευτυχής που το γνώρισα.
Η Έλσα ζει με τη μητέρα της η οποία δουλεύει σε ένα εργοστάσιο νυχτερινές ώρες για δεκαπέντε ευρώ τη νύχτα.
Στη ΔΕΗ μόνο χρωστάνε πέντε χιλιάδες ευρώ.
Η Ερμιόνη. Είναι μια δεκαεφτάχρονη επίσης, που «σαν κοπέλα κι εγώ είχα τους φίλους μου», και που «τώρα είμαι ελεύθερη». Κυκλοφορεί με μια έξωμη μπλούζα που κρύβει μόνο τις θηλές από το στήθος της, καπνίζει το ένα μετά το άλλο τσιγάρα που στρίβει μόνη της με ύφος μπλαζέ, στο σχολείο δεν πηγαίνει γιατί την «ψυχοπλακώνει», «δούλευε αλλά σταμάτησε τη δουλειά» γιατί «δεν της άφηνε ώρα για ξεκούραση».
Βρισκόμασταν όλον τον Αύγουστο βραδάκι στις οχτώ-εννιά και πηγαίναμε σε κάποιο από τα πλήθος εξοχικά κέντρα της πόλης-σουβλατζίδικα, ψησταριές, εστιατόρια, καφέ, πετσοκόβοντας έτσι τις οικονομίες μου αφού εγώ πλήρωνα κάθε φορά για αντίδωρο στη συντροφιά που μου πρόσφεραν.
Μαζί τους έφερναν συχνά και κάποια πεινασμένη φίλη τους ή κάποιον περιστασιακό φίλο.
Με κουβέντες χωρίς νόημα και με χυδαία τραγούδια πέρασαν οι βραδιές του Αυγούστου. Και τα γράφω αυτά στον παρατατικό γιατί με το έμπα του Σεπτέβρη φρέναρα τις τέτοιες εξόδους μου για οικονομικούς λόγους.
Τα τηλεφωνήματα και οι προσκλήσεις δεν έχουν ακόμα σταματήσει από τις δυο φίλες μου, που τις βλέπω τώρα μόνο για λίγο κάθε φορά.
Και λέγοντας αυτά Φώτη, σου περιγράφω τη σημερινή νεολαία. Οικογένεια κατά κανόνα μονογονεϊκή, σχολείο όχι, μητέρα ή πατέρας με σκιώδη παρουσία, ξενύχτι μέχρι τις πρωινές ώρες, ύπνος μέχρι τις δύο το απόγεμα.
Για μαγείρεμα φαγητού στο σπίτι ας μη γίνει κουβέντα, έχει εξοστρακιστεί από τη ζωή τους. Δεν ξέρουν να βράσουν ούτε νερό. Τρώνε ό,τι τους κεράσουν οι φίλοι τους στα σουβλατζίδικα ή ό,τι πρόχειρο φαγώσιμο που βρίσκεται στο ψυγείο μπορεί να γεμίσει, αμαγείρευτο, το στομάχι-οι Έλσα και Ερμιόνη παράγγελναν περισσότερο φαγητό από εκείνο που θα μπορούσαν να φάνε κάθε φορά, ώστε το υπόλοιπο να μένει και να το παίρνουν μαζί τους στο σπίτι.
Ό,τι χρήματα τύχει να πέσουν στα χέρια τους πηγαίνουν για καλλυντικά ή ρούχα. Και ένα παράξενο πράγμα: όταν τους δώσει κάποιος ένα χαρτονόμισμα, όσο μικρό ή μεγάλο, λένε ένα ευχαριστώ. Πραγματική χαρά όμως-θα έλεγα ευτυχία-απλώνεται στο πρόσωπό τους όταν κάποιος τους δώσει κέρματα-πολύ μικρότερης αξίας βέβαια από εκείνη ενός χαρτονομίσματος. Γιατί άραγε; Είναι αυτό κατάλοιπο της χαράς  του άγριου-απολίτιστου ανθρώπου όταν οι εξερευνητές τους πρόσφεραν έναν αναπτήρα ή ένα καθρεφτάκι; Μάλλον.
Το σχολείο έχει τοποθετηθεί στα τελευταία ενδιαφέροντά τους. Οι συνεχείς απουσίες και το καθόλου διάβασμα είναι ο κανόνας.
Κάποιοι δάσκαλοι και καθηγητές βρίσκονται και περνάνε πολλούς τέτοιους μαθητές και μαθήτριες στην παραπάνω τάξη. Υποθέτω πως το κάνουν λόγω εντολών από πάνω, για να φαίνεται ότι υπάρχει Παιδεία.
Για ξενύχτι ας μην πω. Η νεολαία μας κοιμάται τις πρωινές ώρες.
Στα λέω αυτά για να είσαι ενημερωμένος(!) επειδή τον περισσότερο καιρό ζεις εκτός Ελλάδας…
Όσο για μένα, βοηθώντας  την Υπηρεσία αλλά και σπρωγμένος από την συνειδητή τάση μου για εξομοίωση με την αθλιότητα, έχω, αφότου γυρίσει στην Ελλάδα, γνωριστεί στενά με δεκάδες οικογένειες μεταναστών και συμφάγει με υπερδιακόσιους νηστικούς μετανάστες, από αυτούς που γέμιζαν παλιότερα επαιτώντας τους δρόμους τις πλατείες και τα λιμάνια.
Στα πλαίσια αυτών των καταστάσεων έχω μπει σε υπόγειες τρώγλες, σε ετοιμόρροπα άχρηστα κτίρια ενοικιαζόμενα από «τυχερούς» ιδιοκτήτες προς τρία ευρώ το άτομο τη βραδιά, έχω βρεθεί σε χώρους όπου στοιβάζονταν σε μια αίθουσα τριάντα τετραγωνικών σαράντα μετανάστες, έχω βεβηλώσει διαδρόμους ύποπτων ξενοδοχείων όπου κοιμόνταν αποκλειστικά γυναίκες, έχω βρεθεί σε καταγώγια όπου χρήστες ναρκωτικών επί το έργον συναλλάσσονταν με βαποράκια, έχω γνωρίσει από κοντά και σε βάθος πόρνες και πορνεία, κλέφτες, σεξουαλικά διεστραμμένους, αλλά και απλά παράξενους, ιδιόρρυθμους, ακοινώνητους, περιθωριακούς εκ πεποιθήσεως ανθρώπους.
Ήταν η πλευρά των αλλοδαπών όπου επιλεκτικά εγνώρισα, αφήνοντας στην πάντα τους αλλοδαπούς που ήσαν «καλοί οικογενειάρχες», «αξιοπρεπείς» κύριοι, γενικά τους βολεμένους αλλοδαπούς.
Τώρα οι περισσότεροι αλλοδαποί που πιο πάνω σου περιέγραψα έχουν φύγει λόγω κρίσης.
Τη θέση τους παίρνουν σιγά σιγά αλλά σταθερά ημεδαποί όμοιοί τους. Και κατ’ ανάγκην με τέτοιους νταραβερίζομαι πια. Κι αν τελευταία έχω περιορίσει τα νταραβερίσματά μου με αυτούς τους τύπους, το που ξαναγύρισα κοντά τους για λίγες εβδομάδες δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Και αυτοί-αυτές- με τις οποίες έκανα παρέα αυτό τον καιρό, είναι ίδιοι-ίδιες- με κείνους, μόνον που ακόμα προσπαθούν να τηρήσουν τα προσχήματα ψευδόμενες και εξευτελιζόμενες περισσότερο από αυτή τους την προσπάθεια.  Η Έλσα για παράδειγμα διακηρύσσει με κάθε ευκαιρία σε όποιον δεν την ξέρει, ότι ο πατέρας της έχει πολλά λεφτά στην Τράπεζα και ότι κάθε καλοκαίρι πηγαίνουν οικογενειακώς διακοπές στο Παρίσι.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι το καλλίτερο σημάδι ότι πηγαίνουμε χρόνια πίσω, όταν φωτιζόμασταν με λάμπες πετρελαίου, όταν «γυρίζαμε» τα ρούχα μας για να φαίνονται καινούργια, όταν το κρέας ήταν πολυτέλεια.
Μα αρκετά. Να σ’ αφήσω.
Ελπίζω γρήγορα να αποτοξινωθώ από αυτόν τον μήνα της… κραιπάλης και να ξαναπέσω στην «ευεργετική ρουτίνα» της ανιαρής καθημερινότητας. Για τώρα, σιγουρεύω πως δεν «παραστράτησα» ανεπιστρεπτί, μαθαίνω στις πουτανίτσες μου ότι δεν ήτανε αυτές η ζωή μου αλλά μόνο μια παραφυάδα της που κιόλας ξεραίνεται, και ταιριάζω τις αλυσίδες μου με τα σημάδια που κάθε μια αλυσίδα έχει αφήσει στα χέρια, στα πόδια, στην ψυχή, στην υπόληψη, στη χαρά μου έτσι, ώστε οι ίδιοι κρίκοι να ξαναταιριάσουν στα γνωστά δικά τους εντυπώματα -δεν υπάρχει καιρός ούτε για αλλαγή αλυσίδων.



Κυριακή, 31 Ιουλίου 2016
Φώτη μέρα σαν τη γαμημένη τη σημερινή να μην ξανάρθει.
Καλά σηκώθηκα και το μόνο καλό αυτό ήτανε σήμερα. Η γκόμενά μου που θα μαγείρευε να φάμε δεν ήρθε «γιατί έχουμε επισκέψεις». Κι εγώ μωρή τι θα φάω; Παίρνω το εστιατόριο έχουμε μπακαλιάρο μου λέει. Μου φέρνει, φεύγει. Δοκιμάζω λύσσα. Τον ξαναφέρνω δοκίμασε του λέω δοκιμάζει μου λέει έχετε δίκιο ευτυχώς που μας το είπατε για να μη δώσουμε και σε άλλον. Ναι ρε γαμιόλη του λέω να μου φέρνετε κάθε μέρα να δοκιμάζω τα σκατοφαγητά σας πριν τα δώσετε σε άλλους. Μας συγχωρείτε μου λέει, θα σας φέρουμε σουβλάκια στα κάρβουνα. Σε λίγο μου φέρνουν αντί τα σουβλάκια τα κάρβουνα. Δεν τρώγονταν με τίποτα, τα πέταξα. Ένα αρχίδι τώρα μου είχε ζητήσει δέκα φωτοαντίγραφα από μια του εργασία. Πάω να του τα βγάλω χαλάει ο εκτυπωτής μου και τα ήθελε και δυο όψεων το αρχίδι, που ποτέ μου δεν έχω καταφέρει να βγάλω. Δυο ώρες μου πήραν τα αντίγραφά της κολοεργασίας του. Οι χριστοσταυροπαναγίες που έριξα δεν περιγράφονται ούτε μετριούνται. Μια φορά το εξάμηνο ρίχνω κανα Χριστό. Σήμερα, το δίωρο αυτό, βλαστήμησα για πενήντα ζωές  με τον παραπάνω ρυθμό και μάλιστα φωνάζοντας δυνατά. Απέξω από την πόρτα μου, στο διάδρομο του ορόφου παίζανε το εγγονάκι του σπιτονοικοκύρη μου τεσσεράμισυ χρονών με την ξαδερφούλα του τριών. Όποτε άρχιζα τις χριστοσταυροπαναγίες σταματούσαν τα παιχνίδια τους κι αφουγκράζονταν. Καλλίτερα να μαθαίνουν τα παιδιά. Και μια ζέστα αφόρητη. Και η Νλ. που για τρία χρόνια με παίρνει ανελλιπώς κάθε μέρα τηλέφωνο, σήμερα είναι η δεύτερη μέρα που δεν με πήρε να τα έλεγα αυτηνής. Είχε πάει και μουνοβάραγε σε κάποια παραλία με μια φίλη της που ανέβηκε να τη δει. Αφάγωτος τώρα εκτός από κάτι λίγα ρεβίθια που βρήκα στο ψυγείο. Λέω ας πάω στο καφενείο. Πάω, στρώνομαι, με περποιούνται καλά εκεί γιατί είμαι ταχτικός, μια όρκα πουτάνα δίπλα μου κάπνζε το ένα μετά το άλλο. Σηκώνομαι πάω σε άλλο τραπεζάκι. Μια καριόλα ψολαρπάχτρα από την άλλη μεριά ανάβει κι αυτή. Άρχισα να βήχω, έφυγα. Πάω στον Κήπο να ανασάνω λίγον αέρα. Πουτανάκια με τους κόλους και τα βυζά έξω και από πίσω τους σαν σκυλάκια οι έφηβοι αερογαμιάδες τους. Τα κακόμοιρα και τα δυο που σε δέκα χρόνια θα εύχονται να μην είχαν γεννηθεί… Και κατά τις έντεκα να σου και με παίρνει η Ν. Λέει ο Βασίλης μου λέει να έρθουμε να φάμε; Τώρα του κάβλωσε του βασίλη της λέω; Ένα μήνα κάθε μέρα του λέμε να έρθει τώρα στις έντεκα νύχτα του ήρθε; Ώσπου ΄να ντυθείς, ώσπου να έρθετε,  θα αρχίσουμε να τρώμε στη μία. Τι να του πω μου λέει να του πεις να πάει να γαμηθεί της λέω.
Το μόνο καλό σήμερα που με ημέρεψε λιγάκι ήτανε που ενώ καθόμουν στον Κήπο, ένα κοριτσάκι που έφευγε με τον μπαμπά του στάθηκε και με κοίταξε. Θάταν δε θάταν  ενάμισυ δύο χρονών. Ξανθούλικο, ομορφούλικο, αγγελικό, ήρθε ρε Φώτη και στάθηκε μπροστά μου και με κοίταγε. Του κίνησα το χέρι μου σε χαιρετισμό, ο πατέρας του το πρότρεψε να μου κινήσει κι αυτό το χεράκι του, αυτό δεν το έκανε, χωρίς να σταματήσει όμως να με κοιτάζει γελώντας μου-αναίτια για εμάς τους μεγάλους, και αγγελικά. Ο πατέρας του προσπαθούσε να το πάρει να φύγουν, εκείνο τίποτα. Και όταν αυτός κατάφερνε να το τραβήξει μαζί του, και όταν έκαναν δύο βήματα, εκείνο σταματούσε ρε Φώτη, γύριζε προς εμένα και με κοιτούσε ίδια όπως σου είπα πριν. Αυτό έγινε πολλές φορές μιας και ο πατέρας του, καλός κύριος, δεν το τράβηξε με το ζόρι μακριά μου, για να μη το δυσαρεστήσει προφανώς. Και πάντοτε εγώ το χαιρετούσα και του ανταπόδινα το κοίταγμά του. Αυτό συνεχίστηκε ρε Φώτη για εφτά λεφτά τουλάχιστον. Και μα την αλήθεια σου λέω Φώτη, τελείωσε όλο αυτό επειδή εγώ λυπήθηκα τον πατέρα του που ο άνθρωπος έπρεπε να πάει κάποτε στο σπίτι τους και έπαψα να κοιτάζω προς το κοριτσάκι. Όσο κοίταζα με την άκρη του ματιού μου όμως, τον παίδεψε ακόμα το κοριτσάκι του σταματώντας και βλέποντας γελαστό προς εμένα. Δεν γύρισα να δω τι απόγινε. Φυσικά τι θα έγινε; Τέλος θα υπόκυψε το κοριτσάκι στη ροή των γεγονότων της συμπαντικής καθημερινότητας  και θα τράβηξε μαζί με τον πατέρα του για το σπίτι.
Αυτά με λίγα λόγια Φώτη σήμερα. Και ενώ μου συνέβαιναν όλα αυτά δεν λειτούργησε καθόλου η αρχή του καλώς έχειν. Να σκεφτώ δηλαδή ότι όλα αυτά είναι ένα αρνητικό τίποτα μπροστά στο γεγονός ότι και σήμερα ούτε με χτύπησε ένα αυτοκίνητο, ούτε ανακάλυψα πως πάσχω από κάποια καινούργια αρρώστια, ούτε πόνεσα κάπου, ούτε ζαλίστηκα, ούτε με πόνεσαν τα πόδια μου, ούτε… ούτε…
Έτσι είναι ο άνθρωπος φτιαγμένος, να διυλίζει τον κώνωπα του κακού, ενώ καταπίνει την κάμηλον του καλού. (και α-προπό, θα πεθάνω χωρίς να μάθω-γιατί κανείς δεν ξέρει σίγουρα- τι στο διάολο ήταν αυτή η κάμηλος)




ΣΑΝ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Σαν μια κραυγή
Σαν μια στιγμή
Που ο χάρος τη βαραίνει
Σε φτωχική μια κλινική
Που λένε καρδιολογική
Θα σβήσουμε θλιμμένοι.

Κάποια αδελφή
Αυταρχική
Με μας και μ’ όλα ξένη
Θα μας σκεπάσει βιαστική
καθώς θα τρέχει εδώ και κεί
κατάκοπη η καημένη. 

Κι ένας θεός
Που στοργικός
Ως τώρα ήταν για μένα
Την άλλη μέρα στοργικά
Τα πλάσματά του όταν μετρά
Θα γράψει: «μείον ένα».
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 7:59 π.μ.



Σάββατο, 15 Οκτωβρίου 2016
Αν σε τρεις ημέρες πρόκειται να χειρουργηθείς και σκέφτεσαι θα ζήσω ή θα πεθάνω στην εγχείρηση.
Και αν σκέφτεσαι αν πεθάνω καλά αν όμως ξυπνήσω ποιος θα με κουμαντάρει τις πρώτες μέρες μετεγχειρητικά;
Και αν λες θα μπορούσα να το ζητήσω από την Α, όμως εκείνη δεν έχει πού να αφήσει το παιδί της και να έρθει, να το ζήταγα από την Αν. αυτή δεν μπορεί να δει τον εαυτό της πόσο μάλλον κι έναν άλλο μαζί, η Ν πάλι δουλεύει και της είναι αδύνατο.
Και αν σκέφτεσαι πως μπορεί να βρεθεί στον ίδιο θάλαμο κάποιος ή κάποια που θα σε προσέξει για μια-δυο μέρες ώσπου να μπορείς να βοηθήσεις κάπως τον εαυτό σου.
Και αν δεν γνωρίζεις καμία άλλη γυναίκα τόσο που να την πλησιάσεις και να της ζητήσεις να κάνει αυτή τα χρέη της νοσοκόμας.
Και αν λες από πριν όχι στη σκέψη να παραγγείλεις μια αποκλειστική νοσοκόμα από τη λίστα των αποκλειστικών του Νοσοκομείου γιατί είναι σαν να παραγγέλνεις φαγητό σε ένα άγνωστό σου φτηνό εστιατόριο που ποιος ξέρει ποιος και με τι χέρια και υλικά το έφτιαξε και προκαταβολικά διανοείσαι τους πόνους που το φάγωμά του θα σου έφερνε από τη διαφραγματοκήλη την παγκρεατίτιδα και την κολίτιδά σου.
Και αν ξέρεις ότι σου είναι αδύνατο να σταματήσεις μια γυναίκα στη μέση του δρόμου και να τη ρωτήσεις κυρία μου πρόκειται να χειρουργηθώ σε τρεις ημέρες, θα είχατε το χρόνο και τη διάθεση να με προέχετε για δυο τρεις ημέρες μετά την εγχείρηση έναντι πολύ καλής αμοιβής φυσικά.
Και αν αναλογίζεσαι ότι οι νοσοκόμες του νοσοκομείου θα έρθουν να σε δουν μόνο αν κάποιος τις ειδοποιήσει ότι πέθανες.
Και αν είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση πως οι σπιτονοικοκύρηδες που μένεις δίπλα τους και που από τις κουβέντες τους στο διάδρομο καταλαβαίνεις πως υπάρχεις και από τους θορύβους που κάνουν χτίζεις τη ζωή σου, αν τους έλεγες ότι πηγαίνεις για μια μεγάλη εγχείρηση θα σου έλεγαν πάρα πολύ ευγενικά ομολογουμένως κύριε τάδε επειδή ανθρώπινα είναι όλα και όλα μπορεί να συμβούν μήπως θα ήταν δυνατό να μας δώσετε ένα ενοίκιο μπροστά και άλλα τρακόσα ευρώ για να καθαρίσουμε το διαμέρισμά σας μετά, από κείνα τα βιβλία;
Και αν πάρεις την απόφαση ότι θα πας στο νοσοκομείο μόνος με ένα ταξί που δεν θα ξέρει αν σε πηγαίνει εκεί για να χειρουργηθείς ή για να επισκεφτείς έναν άρρωστο ή για να δεις μια φιλενάδα σου νοσοκόμα στην ώρα του μεσημεριανού της διαλείμματος.
Και αν μη μπορώντας όλα αυτά, ο νους σου ψάχνει κάποιον γνωστό ή κάποια γνωστή από τις μέρες του δοσίματος και του καλός είσαι όταν όλα πάνε καλά και δεν βρίσκει κανέναν κατάλληλο για να τους πει σε τρεις μέρες χειρουργούμαι χωρίς ο άλλος ή η άλλη να κάνουν ότι δεν σε άκουσαν ή να σου πουν α ναι; κουράγιο, πριν συνεχίσουν να σου μιλάνε για τον πονοκέφαλο που είχαν χτες. 
Και αν λες αδίκως κάνεις αυτές τις σκέψεις γιατί ξέρεις από παλιά ότι δεν υπάρχει κάποιο φωτεινό σημείο στο σκοτάδι της αδιαφορίας και αν αφού εκπλήρωσες και αυτή την αναγκαιότητα αν και όντας σίγουρος πως δεν θα έβγαινε πουθενά κι ότι μόνος σου θα είσαι και τώρα όπως ήσουν πάντοτε, κοιτάζεις μήπως μπορείς να ξεγελάσεις το γιατρό και να ακούσεις από αυτόν κάποια λέξη ανθρώπινη ή μια συμπάθεια στη φωνή και τον παίρνεις για κάτι από την προετοιμασία που τάχα δεν είχες καταλάβει και αυτός σου λέει βιαστικά και ενοχλημένος μα τα είπαμε κύριε τάδε, να τα πούμε πάλι;
Και αν αποκομμένος από την ανθρώπινη κοινωνία πας την προηγούμενη της εισαγωγής σου στο νοσοκομείο και αγοράζεις καινούργιες φανέλες και πιζάμες από το κατάστημα που έχεις πάει δυο τρεις φορές τα τελευταία χρόνια και που ένας σοβαρός και διακριτικός και ευπρεπής άνθρωπος είναι ιδιοκτήτης του και εκείνος αφού σε εξυπηρετήσει αξιόπιστα και γρήγορα και δυσεύρετα ευγενικά, βγαίνοντας  εσύ από το κατάστημά του ακούς απρόσμενα να σε ραίνει λυτρωτικά πίσω σου η ζεστή φωνή του που σαν να τα κατάλαβε όλα σου λέει καλή τύχη, ε τότε φίλε μου, βγαίνοντας από το νοσοκομείο πήγαινε σε ένα μέρος κατάλληλο για προσευχή και προσευχήσου για τα καλλίτερα στη ζωή του του  καταστηματάρχη εκείνου που η κουβέντα του σου έδωσε το σωματικό και το ψυχικό σθένος να αντιμετωπίσεις όλα τα βάσανα της εγχείρησης και του νοσοκομείου με αξιοπρέπεια.



Τετάρτη, 10 Αυγούστου 2016
Φώτη είμαι όχι μόνον ερωτευμένος αλλά ευτυχής ερωτευμένος. Η περί ης με πλησίασε σήμερα και με ρώτησε: "Γράφετε;"
Πού το 'μαθε;
Να μη σου λέω βαρετές λετομέρειες, αύριο έχουμε ραντεβού για να της μιλήσω σχετικά με τα γραφτά μου.
Σκέψου. Θα καθίσει στο ίδιο τραπέζι με μένα. Τα υπέροχα μάτια της θα με βλέπουν. Το στήθος της θα κινείται μιλώντας μου. Τα κρινόπλαστα χέρια της θα συμπληρώνουν με τις κινήσεις τους τα νοήματα που η γλωσσίτσα της θα θέλει να μου μεταδώσει. Οι θείες κνήμες της θα χορεύουν μπροστά μου. Τα χείλη αυτά θα μιλάνε σε μένα!
Θέλω κάτι αλλο για να ειμαι ευτυχής; Όχι. Και αν οι κινήσεις της επεκτείνουν το πεδίο τους μέχρι το κρεβάτι μου, ε, τότε, απολύοις τον δούλον σου...

Σάββατο, 23 Ιουλίου 2016
Φώτη είμαι στο καφενείο με τον άγγελο-σερβιτόρα που δεν ξέρω το όνομά της να την πω.
Μου έφερε τον καφέ.
Πάνω σε κάθε τραπέζι υπάρχει ένα ψεύτικο κλαρί ανθισμένο, μέσα σε ένα ψεύτικο γλαστράκι. Τη ρωτάω: ροδακινιά είναι αυτό; Το κοιτάζει, σκέφτεται, μουρμούρισε τριαντάφυλλο, της είπα ό,τι και να είναι είναι ωραίο.
Γιατί στα γράφω όλα αυτά.
Γιατί είμαι ερωτευμένος με αυτήν.
Αυτό θέλει ερμηνεία.
Είμαι ερωτευμένος για μένα σημαίνει ότι ζω γιατί αυτή υπάρχει. Της λέω χαίρετε όταν πηγαίνω και όταν φεύγω, είναι ευγενική μαζί μου, χαμογελάει όταν μου απευθύνει τα λόγια που σου είπα παραπάνω. Κι αν όλα αυτά τα κάνουν όλες οι σερβιτόρες, μα με αυτήν είμαι ερωτευμένος!!! Το γιατί βρέστο εσύ να πάρεις και το Νόμπελ.
 Λόγω αυτής σήμερα  ζω.
Γι αυτήν και μόνο.
Όλα τα άλλα μου λένε τι θέλεις πια από τη ζωή; Φύγε! Χάσου! Πέθανε!
Ο έρωτάς μου γι αυτήν παίρνει τη φωνή από όλα τα άλλα και με τη δύναμή τους γιγαντώνει τη δική του φωνή που μου λέει: Ζήσε γιατί την αγαπάς!
Πόσο θα κρατήσει αν ρωτήσεις, ποιος ξέρει, θα σου πω.
Όσο όμως κρατήσει θα κρατιέμαι κι εγώ στη ζωή.
Και είναι ένας έρωτας τόσο μεγάλος όσο και πολύ εύθραυστος.
Τρέμω μην προκαλέσω κάτι που όλα θα τα γκρεμίσει.
Θα ήθελα να μη την ξανάβλεπα και να ζω πάντα όσο ερωτευμένος είμαι σήμερα. Μα πώς; Ποιος ερωτευμένος αντέχει να μη βλέπει την αγαπημένη του; Έτσι, όσον αφορά σε μένα και θα τη βλέπω και θα τήνε χαιρετάω.
Τρέμω μη κάποια φορά δεν μου ανταποδώσει τον χαιρετισμό μου ή δεν μου χαμογελάσει μιλώντας μου. Όσο και αν κάτι τέτοιο θα δικαιολογείται από την πολλή δουλειά που θα έχει το καφενείο εκείνη την ώρα, για μένα όλα θα γκρεμιστούν. Οι άγγελοι δεν εξαρτούν το χαμόγελό τους από τη δουλειά. Γι αυτό και τότε πάει ο έρωτάς μου στο νεκροταφείο των ερώτων. Και εγώ στο νεκροταφείο των ανθρώπων. Γιατί τι αξιζει άλλο για κάποιον που ζει μόνο γιατί η γυναίκα που αγαπάει του μιλάει και του χαμογελάει;
Όμως κάτι τέτοιο-να γκρεμιστούν όλα- δεν θα γίνει. Γιατί μ’ αγαπάει κι αυτή, μόνο που διστάζει να μου το πει. Όχι, δεν παραλογίζομαι, είναι κι αυτή ερωτευμένη μαζί μου. Και εσύ που με ξέρεις, ξέρεις ότι δεν πέφτω έξω σε τέτοια.
Δεν είμαι μόνος πια. Αγαπώ και αγαπιέμαι. Δεν είμαι ο χωρίς σπίτι, ο χωρίς οικογένεια, ο χωρίς φίλους, ο χωρίς υπόσταση.
Πηγαίνοντας για καφέ είναι όπως γυρίζω στο σπίτι μου. Και η γυναίκα μου μου φέρνει τον καφέ.
Είμαι.
Υπάρχω.
Και τι γυναίκα; Είκοσι χρόνων, πανέμορφη, πάντοτε περιποιημένη, σεμνή, αισθαντική, σοβαρή, ευγενική, γλυκά χαμογελαστή,..μα τι κάνω; Προσπαθώ να περιγράψω το απερίγραπτο, να ορίσω το τέλειο… Ο χαζός εγώ.
Τώρα που γράφω βγήκε και στάθηκε στην πόρτα του καφενείου, όπως κάνουν οι υπάλληλοι όταν δεν υπάρχει πολλή δουλειά. Εγώ πριν βγει κοιτούσα προς τα εκεί. Όταν βγήκε πήρα τα μάτια μου από εκεί. Ποιος ξέρει τι θα έβλεπα στα δικά της… 
Εύχομαι να μην είναι εδώ όταν θα έρχομαι. Έτσι εγώ θα μείνω με τις σημερινές μου σκέψεις κι ο έρωτάς μου γι αυτήν και ο δικός της για μένα θα μείνουν για πάντα στην ώρα αυτή, την ευτυχισμένη και για τους δυο μας. Κι αν λείπει συνεχώς όταν εγώ πηγαίνω εκεί και δεν θα ξέρω το γιατί, γιατί και δεν θα μπορώ να ρωτήσω κανέναν να μου το πει, μα θα σκαρφιστώ κάτι για να εξηγήσω την απουσία της, κάτι ανώδυνο. Τέτοιο που να είναι ανεξάρτητο από τη θέλησή της να βρίσκεται έστω για λίγο κι αυτή κοντά μου.


ΘΑΝΑΤΟΣ-14

«Είναι παράδοση του ελληνικού λαού η προσήλωση στους νόμους και στο σύνταγμα» είπε ο Χαζοχαρούμενος, ο κατ’ εικόνα και ομοίωση του λαού πλασμένος. 
Προσήλωση του έλληνα στους νόμους. Του έλληνα που μόνο στην τύχη κάνει κάτι νόμιμο μια φορά την εβδομάδα.
Προσήλωση του έλληνα στο Σύνταγμα. Του έλληνα που ούτε στον ύπνο του δεν ξέρει τι λέει το Σύνταγμα.
Ο Χαζοχαρούμενος ψεύδεται.
Μήπως πρέπει σαν πρωθυπουργός να πει ψέματα για το καλό της Ελλάδας;
Μήπως αν έλεγε στον Ερντογκάν ότι «αν και δεν είναι παράδοση του ελληνικού λαού η προσήλωση στους νόμους και στο Σύνταγμα, θα προσπαθήσουμε αυτή τη φορά να φερθούμε νόμιμα και σύμφωνα με το Σύνταγμα», δηλαδή αν έλεγε την αλήθεια, τότε… τότε τι;
Είναι καλό για μια χώρα να ψεύδεται ο πρωθυπουργός της μιλώντας σε έναν άλλο πρωθυπουργό;
Και ο έλληνας πολίτης ακούγοντας τον πρωθυπουργό  του να υμνεί την παροιμιώδη παρανομία του, δεν θα υποθέσει μετά βεβαιότητος ότι υπακοή στους νόμους είναι αυτό που και εκείνος κάνει, δηλαδή η μη υπακοή στους νόμους;
Και αφού έτσι αντιστρεφόμενα, αληθοφανώς όλα είναι καλά, ποιος και γιατί θα σκεφτεί ότι πρέπει κάτι να αλλάξει στη χώρα; 
Μήπως το αποτέλεσμα της λεκτικής διαστρέβλωσης της πραγματικότητας είναι η υιοθέτηση της διαστρέβλωσης σαν της σωστής εκδοχής, άσχετα αν κοιταγμένης από τη λάθος πλευρά της;
Η γλώσσα έχει μεγάλη δύναμη και όταν αυτή υπερβαίνει τη δύναμη του νου η δυστυχία είναι σίγουρη για ένα άτομο ή για ένα λαό.
Να θεωρήσουμε το τυχαία παρμένο παραπάνω ψέμα του Χαζοχαρούμενου σαν ένα από τα κατά συνθήκην ψεύδη και να το καταπιούμε όπως καταπίνουμε το μέγα κοινωνικό ψέμα του γάμου, ή το άλλο, σύμφωνα με το οποίο ο Τύπος εκφράζει την κοινή γνώμη ενώ στην ουσία την διαμορφώνει;
Να θεωρήσουμε τη διαστρέβλωση της αλήθειας σαν θεμέλιο της ύπαρξής μας και να συνεχίσουμε να ζούμε έτσι;
Αυτό κάνουμε.
Ένας θάνατος ακόμα μέσα στους τόσους άλλους.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 12:39 π.μ.



Και λοιπόν; Επειδή δεν με χαιρετάει κανείς στο δρόμο, θα πει αυτό ότι δεν υπάρχω;
Και δε θα επικαλεστώ το ανόητο «σκέπτομαι άρα υπάρχω» που πάνω του στηρίχτηκε-για φαντάσου- ολόκληρη φιλοσοφία.
Αλλά να! Εκεί που το αυτοκίνητό μου είναι παρκαρισμένο δεν χωράει κανένα άλλο αυτοκίνητο ή αντικείμενο. 
Στον δρόμο οι άνθρωποι περπατώντας παραμερίζουν λίγο για να μην πέσουν απάνω μου.
Ο εστιάτορας με ρωτάει «τι θα πάρετε;»
Λοιπόν δεν υπάρχω; Υπάρχω και μάλιστα δημιουργώντας και καθορίζοντας μαζί με τους άλλους ανθρώπους την πορεία του κόσμου. 
Και όμως δεν θα με γράψει η ιστορία. Μα ποια ιστορία;
Αυτή που παρακολουθεί έναν στρατηλάτη και απαριθμεί τις κατακτήσεις του;
Είναι αυτή ιστορία;
Πού είναι μέσα της οι φωνές του ζευγαριού που μάλωνε προχτές και το άκουγε όλη η πολυκατοικία; 
Πού είναι μέσα της το σημερινό πιάσιμο του ποντικιού από τη γάτα του κυρ-Παναγιώτη;
Ιστορία!.. Πού είναι τα δισεκατομμύρια γεγονότα κάθε στιγμής;
Ή μήπως τάχα δεν είναι αυτά που συνθέτουν και δεν είναι αυτά που καθορίζουν την πορεία της ανθρωπότητας;   
Πού είναι το κοριτσάκι που απόψε-ναι, απόψε, μισή ώρα πριν,  έχυσε πάνω στο φορεματάκι του την κόκα κόλα που έπινε και η μητέρα το κατσάδιασε;
Ιστορία! Ένα ακόμα λειψό ανθρώπινο δημιούργημα, ένα ακόμα δυσανάλογα μικροσκοπικό καθρέφτισμα μιας άπειρης σειράς γεγονότων του θεάτρου της ανθρωπότητας.

Δισεκατομμύρια άνθρωποι Φώτη.
Και καθένας με τις ιδιαιτερότητές του.
Κουτοί-έξυπνοι, δολοφόνοι-αγγελικοί, γρήγοροι-βραδείς, φιλόζωοι εχθρόζωοι, μάγκες-σαλονάτοι, συναισθηματικοί-ανάλγητοι, μικροπρεπείς-μεγαλοπρεπείς, φωνακλάδες-ήρεμοι, βιβλιολάτρες-βιβλιομισητές, θρησκευόμενοι-άθρησκοι, σαδιστές-μαζοχιστές, καλόγνωμοι-κακόβουλοι, μορφωμένοι-αμόρφωτοι, και ότι άλλα αντιθετικά βάλει ο νους σου.
Πώς μπορεί κάποιος να επιζήσει μέσα σε μια θάλασσα με τέτοια κύματα και με τέτοια υποθαλάσσια ρεύματα; Ή πρέπει να είναι καρυδότσουφλο ή κάποιο γλοιώδες πλάσμα που προσκολλάται πάνω σε έναν ύφαλο ή σε κάποια στέρια δομή ενός βυθού.
Και πες μου, ποια η διαφορά των δύο; 
Όσοι πάλι πασκίζουν να αντισταθούν, καταπίνονται τρέφοντας με την «ανδρεία» τους εκείνους που τους κατάπιαν.
Η σύμπραξη πάλι ομοίων δήθεν με ομοίους, έχει την ίδια τύχη: ή αλληλοφάγωμα μελών της ίδιας σύμπραξης ή φάγωμα από ισχυρότερες θαλάσσιες συμπράξεις.
Σε κάθε περίπτωση η θάλασσα είναι ο «νικητής».
Που ή τρώει, ή, χορτάτη, σπρώχνει στην άκρη τα θύματά της περιμένοντας τη σειρά τους να καταβροχθιστούν.
Τι απ’ όλα είμαι εγώ; Τι απ’ όλα είσαι εσύ φίλε μου;
Κατάταξέ με κάπου αν μπορείς.
Κάθε μέρα ευχαριστώ που είδα πάλι τον ήλιο.
Ευχαριστώ τον σπιτονοικοκύρη μου που έχτισε σπίτι που μου το νοίκιασε και μένω.
Ευχαριστώ τους ντελιβεράδες που μου φέρνουν φαγητό και δεν μ’ αφήνουν να πεθάνω της πείνας.
Ευχαριστώ την κοπέλα που μου γράφει τα φάρμακα που με ζουν ακόμη. Και τον φαρμακοποιό που μου τα δίνει και τον γιατρό που μου τα γράφει.
Ευχαριστώ τα καφενεία που αντί ενός μικρού  ποσού μου προσφέρουν καφέ.
Ευχαριστώ τα σούπερ μάρκετ που διατηρούν μια τεράστια επιχείρηση που τόσες φροντίδες και τόσα έξοδα απαιτεί, για να έχω εγώ μικρού πρίασθαι ένα μήλο, ένα σταφύλι, ρεβίθια.
Ευχαριστώ και ευχαριστώ και ευχαριστώ.
Και ευχαριστώ τις Ν., Α., Νλ,. που, με παρόμοιο με τα παραπάνω σκεπτικό, όταν αφήνω μεγάλο πουρμπουάρ σε καφενεία, εστιατόρια, ντελίβερι, μου βάζουν τις φωνές ("Βλάκας είσαι; Ένα πενηνταράκι και πολύ είναι. Εμένα μου αφήνουν εικοσαλεπτάκια." ή "Με πέντε ευρώ εγώ περνάω δυο μέρες από φαγητό-μην είσαι χαζός." και τέτοια), γιατί δεν τις ακούω κι έτσι έχω να λέω πως αντιτίθεμαι κι εγώ σε κάποιον. Και δεν τους λέω ότι όσα λεφτά μου μένουν από τη σύνταξη στο τέλος του μηνός, τα δίνω στον τυχερό υπάλληλο εστιατορίου ή καφενείου της 30 ή 31 του μήνα, γιατί τότε θα άκουγα χειρότερα.
Γεια σου Φώτη και… ευχαριστώ που δέχεσαι και αλληλογραφείς μαζί μου
Φώτη,
στη Νίκαια άνθρωποι κάθονται μ’ ένα λουλούδι στο χέρι και δακρυσμένοι αναλογίζονται: «Γιατί τόσοι αθώοι;»… 
Αθώοι… 
Ήταν λοιπόν αθώοι οι νεκροί της Νίκαιας;
Ήταν όσο είμαι εγώ κι εσύ. Δηλαδή δεν ήταν.
Θα ήσαν αθώοι αν δεν συμπράττανε στην καταδυνάστευση των λαών της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής από την πατρίδα τους.
Ποιος άραγε από όσους σκοτώθηκαν ή από όσους στέκουν τώρα πάνω από τους τάφους των σκοτωμένων μυξοκλαίγοντας, είχε κατέβει σε μια πορεία διαμαρτυρίας κατά της κυβέρνησης της χώρας τους, που παίρνει το ψωμί από το στόμα των φτωχών μαύρων ή αράβων για να φτιάξει μ’ αυτό το παντεσπάνι με το οποίο θα ταϊσει τους δικούς της πολίτες-τους ίδιους αυτούς που τώρα μουρμουρίζουν τα περί αθωότητας;
Μήπως οι νεκροί νόμιζαν, και οι δακρυσμένοι πάνω από τους τάφους τους σήμερα θεωρούν, ότι έκαναν καλά να συμπεριφέρονται σαν η κλοπή του ξένου ιδρώτα να είναι κάτι φυσιολογικά ανθρώπινο;
Ας κλάψουν βέβαια τους φίλους και τους αγαπημένους που έχασαν, να έλειπε όμως το «Γιατί τόσοι αθώοι;»
Βλέπεις κάποιοι δεν μένουν στο να θεωρούν ότι το να τους κλέβουν το φαγητό από το στόμα είναι απαράδεκτο, αλλά θέλουν και να κάνουν κάτι γι αυτό.
Όπως ο οδηγός του φορτηγού.
Ή μήπως αυτός ήταν παράφρων και ήθελε να σκοτώσει μερικές δεκάδες ανθρώπων και ύστερα να χάσει τη ζωή του;
Οι υπεύθυνοι γάλλοι μας λένε το αντίθετο. Ότι ήτανε βαλτός από τον Άισις.
Και όλοι αυτοί του Άισις είναι παράφρονες και ξύπνησαν ένα πρωί και αποφάσισαν να σκοτώνουν ευρωπαίους έτσι για διασκέδαση;
Όχι. Απλά έφτασε η ώρα για τους φτωχούς κλεπτόμενους να διεκδικήσουν ότι νομίζουν πως είναι δίκαιο, κάνοντας γι αυτό ό,τι μπορούν να κάνουν. 
Και βέβαια όλοι ξέρουμε πως δεν θα σταματήσουν να κάνουν τέτοιες πράξεις-το λένε-και το προλέγουν και οι ίδιοι μάλιστα.
Θα με ρωτήσεις χαίρω πολύ, τα ξέρουμε όλοι αυτά που μας λες, όμως το πρέπει να γίνει;
Μα ποιος είμαι εγώ να δώσω λύση στο πρόβλημα;
Εγώ είμαι ένας από τα εκατομμύρια που βλέπουν το άδικο.
Το λόγο  για το τι θα κάνουν τον έχουν τώρα οι ευρωπαίοι. 
Θα δώσουν ένα τέλος στην βρωμερή αυτή κατάσταση ή θα συνεχίσουν να αγωνίζονται για το άδικο, σωρεύοντας δυστυχία στους μαύρους και στους άραβες και πτώματα στις Νίκαιές τους;
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 10:49 π.μ.
Σάββατο, 16 Ιουλίου 2016
Φώτη σήμερα πήγα και αγόρασα σαπούνια από τον Βασιλόπουλο. Τα πράσινα μεγάλα σαπούνια που μια ζωή τα συνιστούσα μαζί με άλλα σε αρρώστους με δερματοπάθειες.
Γυρίζω σε όλο και περισσότερα μαγαζιά ώσπου να βρω ένα που να διαθέτει τέτοια σαπούνια. Σήμερα όλοι και κυρίως όλες αγοράζουν και χρησιμοποιούν τα "αρωματικά".
Εκεί που τα έβγαζα από το καλάθι για να τα βάλω πάνω στο τσέκσταντ, ένας γέρος ωραίος και γερός μόλις τα είδε γυρίζει προς το μέρος μου και με λαχτάρα, σαν διψασμένος που είδε νερό, με ρωτάει "πού τα βρήκατε;" Του έδειξα το κάτω ράφι του τελευταίου διαδρόμου που τα είχαν βάλει σαν για να τα κρύψουνε. Έτρεξε προς τα εκεί, δεν τα βρήκε, πήγα και του τα έδειξα. Γύρισε κουβαλώντας έξη διάδες-όσο χωρούσαν τα χέρια του."Οι νέοι δεν τα προτιμούν", μου είπε. 
Όχι. Δεν τα προτιμούν. Προτιμούν ότι τους διαφημίζει η τηλεόραση.
*
Ξέρεις ότι ο Καζαντζάκης με το Σικελιανό ήθελαν με τις Δελφικές γιορτές τους να δώσουν μια νέα θρησκεία στο λαό.
Μα σε ποιον λαό; Στους δέκα που θα ήξεραν τι παν να κάνουν. Και τα υπόλοιπα εκατομμύρια έλληνες που δεν είχαν ιδέα από τέτοια τι; Τίποτα. Αυτοί θα γέμιζαν το χώρο που θα παίζονταν τα θεατρικά έργα ή που θα γίνονταν ι τελετές, μόνο για να περάσουν το απόγεμά τους.
Αν οι δυο κατάφεραν να χτίσουν μια θρησκεία καθένας μέσα τους τι άλλο θέλαν;
Δυο τραγικές φιγούρες παραπάνω μέσα σε ένα κόσμο που δεν τους καταλάβαινε, όπως και αυτοί δεν καταλάβαιναν τη θρησκεία που κάθε ένας από τα εκατομμύρια αυτών των ανθρώπων είχαν βρει και πίστευαν σε αυτήν και που η φύση τους είχε προικίσει με τη σοφία να μην επιχειρήσουν καν να προσηλυτίσουν άλλους. 
Πνευματικοί άνθρωποι! Που γίνονται καταγέλαστοι προσπαθώντας να αποκτήσουν «αναγνώριση» και  «δόξα».

*
Επιτρέπεται το ομιλείν. Αυτό είναι το καινούργιο πρόσωπο της ελευθερίας του ανθρώπου.
Μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν τολμούσες να πεις ή να γράψεις για κάποιον που σε έκλεψε ότι είναι κλέφτης.
Σήμερα μπορείς να το κάνεις. Οι κατέχοντες μας έκαναν τη χάρη. Έτσι οι χαζοί εκτονώνονται κατονομάζοντας τον κλέφτη, και εκείνος χαίρεται ανενόχλητος πια τα κλοπιμαία.
Και έχει πολλά ακόμα εργαλεία η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο να χρησιμοποιήσει, προκειμένου αυτή να συνεχίσει να υπάρχει και να απολαμβάνει. 


 Θύμηση

Η πρώτη μου θύμηση από τα παιδικά μου χρόνια είναι οι βόλτες που μου έκανε η Ελένη κρατώντας με στην αγκαλιά της. Ήμουν ενός με ενάμισι χρονών. Εκείνη κοριτσόπουλο δεκάξη-δεκαεφτά. Γειτόνισσα και πανέμορφη, με έπαιρνε τα βραδάκια και με πήγαινε αγκαλιά ως την αρχή του ελαιώνα, εκεί που ήτανε ο τάφος του  παλιού βασιλιά. Δεξιά κι αριστερά του δρόμου ήτανε χωράφια σπαρμένα με στάρι. Η Ελένη έκοβε ένα δυο, καθάριζε ένα ένα τα σπυριά τους, έτρωγε κι αυτή και μου έβαζε κι εμένα στο στόμα ένα ένα. Όταν τελείωνε το φαγητό, η Ελένη μου κατέβαζε το βρακάκι μου και μού χάιδευε και μού φιλούσε τα γεννητικά μου όργανα. Θυμάμαι την ευχαρίστηση που ένιωθα στα χάδια και στα φιλιά της, θυμάμαι που έλεγα μέσα μου λίγο πριν κάθε φορά με χαϊδέψει ή με φιλήσει: «κοίτα, τώρα θα το κάνει…»
Και με είχε μάθει να λέω «σαγαπώ» όταν με ρωτούσε «μ’ αγαπάς;». Και μου είχε μάθει ανοίγοντας τα χέρια μου όσο έπαιρνε, να απαντάω «τόοοοσο» στην ερώτησή της «πόσο;» Τις ερωταποκρίσεις αυτές τις διασκέδαζα, όπως και τα χάδια της, πραγματικά.
Μου άρεσαν όλα αυτά. Καμιά φορά, όταν μεγάλωσα, σκεπτόμουν ότι έχουν δίκιο εκείνοι που λένε ότι την αίσθηση του ωραίου τη φέρνουμε μέσα μας όταν γεννιόμαστε. Αμέσως όμως μετά από αυτή τη σκέψη ακολουθούσε το ερώτημα ήταν η Ελένη όμορφη γιατί ήταν όμορφη ή γιατί αυτό που κάναμε μου άρεσε; Και μέχρι σήμερα δεν βρίσκω απάντηση στα ερωτήματά μου αυτά. Όταν μάλιστα σύγκρινα την ομορφιά της Ελένης με την ασχήμια της αδερφής της τής Αθηνάς, το πράγμα μπερδευόταν χειρότερα, επειδή η Αθηνά δεν είχε τέτοιες σχέσεις και επαφές μαζί μου.
Τα στάχυα γύρω από τον καρπό τους έχουν τα άγανα, τα οποία έπρεπε να καθαριστούν πριν το σπυρί του σταχυού φαγωθεί. Θυμάμαι τη μητέρα μου να λέει στην Ελένη καθώς αυτή, με μένα αγκαλιά έβγαινε από το σπίτι μας, “μην του δώσεις στάχυα του παιδιού, θα πνιγεί”. Καταλάβαινα ότι πνιγμός είναι κάτι πολύ κακό και πάντοτε όταν η Ελένη με τάγιζε τα στάχυα, ο φόβος του θανάτου με καταλάμβανε. Θυμάμαι, ναι, θυμάμαι και θυμάμαι, που γύριζα πολλή ώρα τα σπυριά στο στόμα μου πριν τα καταπιώ.  Και, αν και η Ελένη καθάριζε τα άγανα όσο μπορούσε και όσο της επέτρεπε η ανέγνοιαστη νιότη της, δυο τρεις φορές χρειάστηκε να χώσει κυριολεκτικά το δάχτυλό της στο στόμα μου για να βγάλει κάποιο άγανο που είχε σταθεί στο λαιμό μου και με έκανε να πνίγομαι.
Από τότε ταίριαξα μέσα μου τον Έρωτα με το Θάνατο. Η Φύση μας διδάσκει από μικρούς ότι αυτά πάνε μαζί-καλλίτερα πως είναι ένα και το ίδιο πράγμα.
Την Ελένη την έβλεπα μέχρι που έγινα έξη χρονών. Ύστερα η οικογένειά μου έφυγε από την πόλη. Έκτοτε δεν ξαναείδα την Ελένη. Την άκουσα στο τηλέφωνο μόνον, όταν την πήρα, γριά πια, για να της πω ποιος ήμουν και να της πω ότι ήθελα να την έβλεπα. Μου είπε πως θα με περίμενε. Δεν πήγα τελικά. Ίσως γιατί όπως  η ίδια μου είπε, είχε παντρευτεί και τώρα είχε και εγγόνια.
Όταν μου είπε ότι έχει παιδιά και εγγόνια, ένα βέλος ζήλειας πέρασε μέσα από την καρδιά μου.       
Άραγε αυτή ένιωσε κάτι όταν ξανάκουσε τη φωνή μου;

Και κει που καθόμουνα Φώτη χτες βράδυ στο γνωστό καφενείο, νάσου και έρχεται ένα δροσερό, όμορφο, πνιγμένο στα ροζ κορίτσι και αρχίζει να με πνίγει με φιλιά και με επιφωνήματα ευχάριστης έκπληξης.
Να μη σε βάνω να ψάχνεις-η Ντανιέλα! (Και για να μην το ξεχάσω αργότερα στα λέω από τώρα τα χαιρετίσματά της, σε θυμάται).
Οξυνούστατο πλάσμα, χαριτωμένη, με μυαλό που αν το αφιέρωνε σε κάποια επιστήμη θα διέπρεπε ασυζητητί. Και πάντα, αδικώντας τον εαυτό της, να αλλάζει πρόσωπα μεταξύ προσποιητής άγνοιας για προστασία της και λαμπερής έως ακτινοβόλας σωστής γνώσης και κρίσης.
Καθόταν σε κοντινό παγκάκι με την παρέα της το Βασίλη που δεν γνώριζα. Με είδε και όρμησε. Τους κάλεσα και πήραμε μαζί καφέ. Ο Βασίλης σοβαρό παιδί, χωρίς τις ακρότητες της Ντανιέλας, γοητευμένο από αυτήν.
Από τις εννιά που ήρθαν μέχρι τις εντεκάμισυ που φύγαμε, γέλια και χαρές από τη Ντανιέλα, συνεσταλμένη ομιλία από Βασίλη, όσο για μένα, με το πολύχρονο θάρρος και οικειότητά μου με Ντανιέλα, ευκαιρία βρήκα-λαλίστατος. Άφησα όλη την καταπιεσμένη επιθυμία μου για επικοινωνία να εκδηλωθεί, τον καλά κρυμμένο φωτεινό και σπινθηροβόλο εαυτό μου να αστράψει. Το δικαιούμουν.
Από τους πρώτους εναγκαλισμούς και φιλήματά μας μέχρι που το διαλύσαμε, οι πέριξ καθήμενοι πελάτες του μαγαζιού είχαν στραμμένη την προσοχή τους επάνω μας. Όσο για την σερβιτόρα που ήτανε συνηθισμένη να βλέπει για μήνες έναν μόνο τύπο να κάθεται για ώρες πίνοντας τον καφέ του με τα μάτια στο άπειρο βυθισμένα, τώρα κάθε που μπαινόβγαινε σερβίροντας πελάτες δεν παράλειπε να ρίχνει έκπληκτες και θαμπωμένες ματιές προς το μέρος μας, που επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους είχαν εμένα και τον ζωντανό άνθρωπο που αυτή ούτε υποψιαζόταν πως υπήρχε κάτω από το νεκροσέντονό του.
Και καθώς η Ντανιέλα ρουφάει κάθε καινούργιο και καθώς ο Βασίλης ενδιαφερόταν για κάτι πέρα από τα καθημερινά τετριμμένα, για δυο ολόκληρες ώρες, οι τρεις μας μάθαμε πολλά ο ένας από τον άλλο, αλλά μαζί με εμάς τα έμαθαν και  οι παρακαθήμενοι πελάτες μιας και ο χώρος είναι όπως ξέρεις μικρός και ούτε υπήρχαν λόγοι για ιδιαίτερες προφυλάξεις. Έτσι Ντανιέλα και Βασίλης έγιναν κοινωνοί των απόψεών μου για την κοινωνία και για την επιστήμη, έμαθαν τις νεότερες θεωρίες για την δημιουργία του σύμπαντος και του κόσμου, έμαθαν περί χωροχρονικού συνεχούς, περί κβαντομηχανικής, περί  big bang, έμαθαν ότι η βαρύτητα πόθανε και αντικαταστάθηκε από την καμπύλωση του χρόνου, έμαθαν τέλος πως οι άνθρωποι δεν είμαστε παρά είδωλα τετραδιάστατων υπάρξεων που προβάλλονται πάνω στον τρισδιάστατο καθρέφτη-τον μόνο που μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε με τις λειψές αισθήσεις μας. Ως για μένα, μυήθηκα από τον Βασίλη στα της δουλειάς του στο ψητάδικο-πώς προετοιμάζεται μια μπριζόλα αποβραδίς για να είναι τρυφερή την επομένη, τι είδους καλαμάκια πρέπει να χρησιμοποιούνται στα σουβλάκια και γιατί, πώς το αφεντικό του μέσα σε πέντε χρόνια έχει ανοίξει τρία μαγαζιά που όλα δουλεύουν μέσα στην κρίση, τι του δίνουν οι πελάτες όταν τους κάνει ντελίβερι. Η Ντανιέλα έπαιξε άριστα το ρόλο της τον ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που μέσω αυτής πρωτογνωρίζονται, από τη μια στέκοντας διακριτικά «στην άκρη» δίνοντάς μας έτσι όλο το χρόνο για γρήγορη αλληλοκατανόηση των δυο μας, αλλά και επεμβαίνοντας όπου χρειαζόταν για να διευκολύνει τα πράγματα ή διακόπτοντάς μας για να κάνει μια χαριτωμένη παρέμβαση που ομόρφαινε την κουβέντα μας χωρίς και να την χαλάσει.
Το σπουδαίο της όλης βραδιάς είναι ότι όλα από μας τους τρεις έγιναν και ειπώθηκαν αυθόρμητα και γνήσια (το αυθόρμητο του Βασίλη υιοθετήθηκε από αυτόν αμέσως μετά που αντιλήφτηκε-πράγμα που έγινε μέσα στα πρώτα λεφτά της συνάντησής μας- το πηγαίο και ανυστερόβουλο της σχέσης μεταξύ της Ντανιέλας και μένα), και πώς αλλιώς θα ήταν αφού τόσον καιρό είχαμε να ιδωθούμε με την Ντανιέλα και επομένως ό,τι γινόταν γινόταν απροσχεδίαστα, απροπαρασκεύαστα και αληθινά.
Συμπέρασμα: μια ευχάριστη βραδιά, που φάνηκε ότι την είχαμε ανάγκη και οι τρεις.




ΘΑΝΑΤΟΣ-5
Η βαρβαρότερη πράξη και η μεγαλύτερη προσφορά του ανθρώπου στο θάνατο, είναι να φέρει στον κόσμο ένα παιδί.
Να παραδώσει δηλαδή στη δυστυχία ένα ακόμα πλάσμα.

Η ανατροφή κατόπιν του παιδιού είναι το μεγάλο αστείο.
Έχουν γραφτεί πολλά βιβλία και πολλοί έχουν καταπιαστεί με το πρόβλημα της ανατροφής του παιδιού.
Και το θέμα ακολουθεί τη μόδα κάθε εποχής όπως κάνουν τα φορέματα των γυναικών. Τι πιο αστείο;
Και όμως, υπάρχουν άνθρωποι που παθιάζονται υποστηρίζοντας τη μια ή την άλλη θεωρία.
Ποια είναι τα κριτήρια που χρησιμοποιούν οι ειδικοί για να προβάλουν τη μια ή την άλλη θεωρία;
Το πράγμα μιλάει μόνο του αν δει κανείς τα συστήματα ανατροφής των παιδιών που έχουν φανεί πάνω στη γη. Τα κριτήριά τους είναι τελείως υποκειμενικά και σε όλες τις περιπτώσεις λανθασμένα και ολέθρια. Ολέθρια γιατί τα παιδιά που ανατρέφονται με όποιον τρόπο, δεν παύουν να παράγουν μεγάλους εγκληματίες, μεγάλους δολοφόνους, μεγάλους κλέφτες, μεγάλους βιαστές, μεγάλους μακελάρηδες λαών. Και είναι όλη αυτή η παραγωγή εκείνο ακριβώς που οι μέθοδες διαπαιδαγώγησης ήθελαν να αποφύγουν!
Τι άλλο παρά η ανάγκη να περάσουν τον καιρό τους σπρώχνει και τους θεωρητικούς της ανατροφής παιδιών στην εκπόνηση σχετικών σχεδίων και μεθόδων;
Και οι πειθόμενοι τοις ρήμασιν εκείνων,  αποδεικνύεται ότι ασχολούνται με το θέμα γιατί τους έτυχε στο δρόμο τους και γιατί δεν είχαν βρει κάτι καλλίτερο μέχρι τότε για να ασχοληθούν με αυτό.
Το αστειότερο όλων είναι ότι οι θεωρητικοί κάθε εποχής στηρίζονται σε μελέτες, παρατηρήσεις και πειράματα, που είναι πορίσματα… σοβαρής και μακροχρόνιας μελέτης και… και…

Σήμερα η μόδα είναι: αφήστε τα παιδιά να κάνουν ότι θέλουν. Μόνα τους να διαλέξουν το φαγητό τους, το παιχνίδι τους, τις παρέες τους, το επάγγελμά τους, τον φίλο τους, τον… την… το…
Και ύστερα εξανίστανται που τα παιδιά τους διάλεξαν το χασίσι, την παρέα με εγκληματίες, το παιχνίδι με τα χαρτιά, την πλαστογράφηση διαβατηρίων γι επάγγελμα, την Ξανθίππη για γυναίκα τους. 
Όλα όμορφα, ηθικά, αγγελικά πλασμένα. Και το παιχνίδι με τα παιδιά είναι βασικό στοιχείο ενασχόλησης στη ζωή των μεγάλων, δηλαδή ένας ακόμα θάνατος μέσα στους θανάτους που καθημερινά μας πνίγουν.

Το μόνο καλό που μας δίνουν τα παιδιά είναι η εικόνα του κόσμου από όπου ήρθαμε. Του κόσμου όπου εκεί κανέναν δεν ενδιαφέρει αν κάνοντας ένα βήμα πέφτουμε στο γκρεμό, του κόσμου όπου η φλόγα δεν μας καίει, όπου τα αυτοκίνητα δεν μας κόβουν, του κόσμου όπου αφηνόμαστε να πηγαίνουμε χωρίς φόβο για τίποτα, όπου η αθωότητα για μικρό δείγμα της μόνον έχει το βλέμμα των παιδιών, του κόσμου όπου όλα ήσαν όμορφα πριν η άβουλη κακοήθεια  των ανθρώπων μας φέρει από την άφροντι ζωή στον δικό τους φρικτό κόσμο, τον κόσμο του θανάτου.

ΘΑΝΑΤΟΣ-4
Πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια ένας άνθρωπος που λεγόταν Μωυσής ήτανε ο αρχηγός των εβραίων. 
Είναι αυτός που έβγαλε τους εβραίους από την Αίγυπτο.
Ο Μωυσής είχε γυναίκες όσες και όποιες ήθελε, είχε χρυσάφι άφθονο, είχε  υπηρέτες, είχε δική του ηγετική παρέα με την οποία έλεγχε την κατάσταση.
Στη διάρκεια της εξόδου ο εβραϊκός λαός, λόγω κυρίωςτων κακουχιών που είχε περάσει, ήτανε απειθάρχητος και έδειχνε τάσεις επαναστατικές. Ο Μωυσής δυσκολεύονταν να τα βγάλει πέρα. Οι εβραίοι είχαν αρχίσει να τον αμφισβητούν.
Τότε σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει τον θεό των προγόνων του. Η προεργασία υπήρχε από τους Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ και λοιπούς.
Δεν τον υπάκουαν οι άνθρωποι; Καλώς. Θα μπορούσαν όμως να μην υπακούσουν στο θεό;
Θα τους έφερνε λοιπόν εντολές από τον ίδιο το θεό.
Έκατσε με τους δικούς του και σκέφτηκαν ποιες εντολές διασφάλιζαν την ηγετική τους παρέα, στις οποίες έπρεπε να υπακούει ο εβραϊκός λαός σαν προερχόμενες από τον θεό.
Γιατί ένα τέτοιο εγχείρημα δεν μπορεί να έχει επιτυχία αν δεν υποστηριχτεί και από τους εκάστοτε μεγάλους που περιτριγυρίζουν το πολύ μεγάλο αφεντικό. Έτσι και οι μεγάλοι δίπλα στον Μωυσή, συμφώνησαν να βοηθήσουν γιατί έτσι θα εδραιωνόταν η θέση του Μωυσή στο λαό και κατά συνέπεια και τα δικά τους προνόμια.
Ο αρχηγός έχει ανάγκη από εκείνους που τον υμνολογούν και τον εκθειάζουν στο λαό, όσο και εκείνοι έχουν ανάγκη τον αρχηγό για να κρατηθούνε στην προσοδοφόρα θέση που έχουν δίπλα του. Είναι μία αμφίδρομη σχέση με αποδειγμένη ανά τους αιώνες την επιτυχία του σκοπού που επιδιώκει.
Αφού λοιπόν συμφώνησαν το περιεχόμενο των εντολών, έβαλε ο Μωυσής και του φτιάξανε δυο πλάκες με γραμμένες πάνω τους με θεϊκά γράμματα τις δέκα συμφωνημένες εντολές, και να τις πάνε στο όρος Σινά. Ύστερα ανέβηκε κι αυτός στο βουνό για να συνομιλήσει με το θεό, όπως είχαν αρχίσει να διαδίδουν οι δικοί του στο πλήθος των εβραίων.
Και ανέβηκε στο βουνό ο Μωυσής, και μίλησε με το θεό, και ο θεός του έδωσε τις εντολές που συμπτωματικά εξυπηρετούσαν τις φιλοδοξίες του Μωυσή.
Το πώς υπάκουσαν σ’ αυτές τις εντολές οι εβραίοι δεν είναι απορίας άξιο. Ξέρανε τη δύναμη που είχε ο θεός των πατέρων τους, ξέρανε τι έχουνε να τραβήξουνε από αυτόν αν δεν υπακούσουν τις εντολές του, η προπαγάνδα είχε δουλέψει άριστα, ο λαός πίστεψε, οι αντίπαλοι του Μωυσή με το λαό εναντίον τους δεν μπορούσανε να τα βάλουνε με τον Μωυσή-η δουλειά έγινε.

Στις τέσσερες πρώτες εντολές υπάρχει η αυτόματη γένεση του θεού και ο αυτοπροσδιορισμός του, ώστε οι εβραίοι να ξέρουνε ποιος είναι ο θεός τους.
Στις υπόλοιπες έξη εντολές απαγορεύονται όλα όσα ο Μωυσής θεωρούσε ικανά να του αμφισβητήσουν την εξουσία και τα αγαθά με τα οποία αυτή πάντοτε συνυπάρχει.

Πέμπτη εντολή.
Τίμα τον πατέρα σου κι τη μητέρα σου……
Πάντοτε όπως και τότε, το «τίμα» πρακτικά σημαίνει «να κάνεις ότι σου λέει». Και οι γέροι τι θα έλεγαν στα παιδιά άλλο από όσα χρειάζονταν για να συνεχιστεί η παράδοση που είναι ο φύλακας άγγελος της εξουσίας;

Έκτη εντολή.
Ου φονεύσεις.
Συμφέρουσα εντολή. Αν κάποιος σκότωνε τον Μωυσή, θα θανατώνονταν αμέσως από τη στρατιωτική και τη θρησκευτική ηγεσία.
Αν ο Μωυσής ή κάποιος δικός του σκότωνε κάποιον θα σκοτώνονταν ο Μωυσής ή ο δικός του;
Όχι βέβαια, γιατί φως φανάρι, θα το είχε κάνει για το καλό του λαού. Αυτό όλοι το ήξεραν καλά γιατί όλοι ήξεραν ότι ο Μωυσής είχε σκοτώσει έναν αιγύπτιο για το καλό του λαού και τώρα ήταν αρχηγός τους.
Και αν ακόμα δεν ήταν έτσι, ποιος από τη θρησκευτική, τη δικαστική ή την πολεμική ιεραρχία θα άγγιζε τον Μωυσή; 

Έβδομη εντολή.
Ου μοιχεύσεις.
Με τον Μωυσή να έχει δική του όποια γυναίκα ήθελε, ποιον προστάτευε η εντολή; Ή μάλλον ποιον χαντάκωνε; 
Και πότε, πριν ή μετά από τον Μωυσή, είχε λειτουργήσει η ιδέα της εντολής αυτής υπέρ των φτωχών και άσημων; 

Όγδοη εντολή.
Ου κλέψεις.
Η εντολή αυτή υπάρχει όχι απ’ αρχής του κόσμου ή του πολιτισμού ή μιας κοινωνίας, αλλά από τη στιγμή που κάποιος ή κάποιοι μέσα στον κόσμο ή στον πολιτισμό ή στην κοινωνία αποκτούν αγαθά που οι άλλοι δεν έχουν αποκτήσει. Και μάλιστα χωρίς να ρωτάει κανείς: από ποιον εκείνος που καθιερώνει το νόμο ή την εντολή έκλεψε αυτά που έχει και για τα οποία φτιάχνει την εντολή;

Εντολή ένατη.
Ου ψευδομαρτυρήσεις……
Από τότε που ο άνθρωπος άρχισε να μιλάει, μέχρι και σήμερα που οι ψευδομάρτυρες τριγυρίζουν στα δικαστήρια με ένα γαρύφαλλο στο πέτο, οι άνθρωποι ψευδομαρτυράνε.
Εντολή κι αυτή που η ερμηνεία της ευνοεί πάντοτε τους έχοντες.

Εντολή δέκατη
Ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου• ουκ επιθυμήσεις την οικίαν του πλησίον σου ούτε τον αγρόν αυτού ούτε τον παίδα αυτού ούτε την παιδίσκην αυτού ούτε του βοός αυτού ούτε του υποζυγίου αυτού ούτε παντός κτήνους αυτού ούτε πάντα όσα τω πλησίον σου εστι.
Λεπτομερέστατη και αναλυτικότατη.
Την παραθέτω ολόκληρη όπως είναι γραμμένη στο Δευτερονόμιο γιατί αυτή θα μπορούσε να είναι και η μοναδική εντολή του θεου-όλες οι άλλες είναι η σάλτσα.
Γιατί εάν δεν επιθυμήσεις τότε ούτε θα κλέψεις, ούτε θα σκοτώσεις, ούτε θα μοιχεύσεις, ούτε θα ψευδομαρτυρήσεις.

Έτσι ο Μωυσής έγινε εκτός από πολεμικός αρχηγός και θρησκευτικός ποιμένας των εβραίων. Αυτό άλλωστε γινόταν και γίνεται και σε άλλα μέρη του κόσμου. Και δεν θα αναφέραμε σήμερα τον Μωυσή, αν αυτό που έκανε περιοριζόταν στα πλαίσια τα εβραϊκά, όπως ό,τι έκαναν οι Φαραώ περιορίζονταν στην Αίγυπτο.
Το πράγμα με τον Μωυσή επεκτάθηκε με τη μεσολάβηση του Χριστού σε όλο τον κόσμο, με αποτέλεσμα η μισή ανθρωπότητα να καλείται να τηρεί σήμερα τις δέκα εντολές τις εφευρεμένες τότε από τον Μωυσή για τις προσωπικές του φιλοδοξίες, και για τον ίδιο λόγο να διδάσκεται και την ιστορία του λαού των εβραίων.
Βεβαίως αν δεν είχε υπάρξει ο Μωυσής και τα έργα του, κάτι άλλο θα είχαν εφεύρει οι κατοπινοί φιλόδοξοι αρχηγοί για να κρατούν υποταγμένους στη θέλησή τους τούς πολίτες και τους πιστούς.
Και δεν ξέρει κανείς τι θα ήτανε αυτό.
Όμως ό,τι και να ήτανε, είναι ζωή αυτή για τα δισεκατομμύρια ανθρώπων που υποτάσσονται στην φιλαρχία ενός ανθρώπου, που έζησε μάλιστα πριν από τεσσεράμισι χιλιάδες χρόνια και στη μηχανή που αυτός βρήκε για να σταθεροποιήσει την εξουσία του;
Αν είναι πράγματι ζωή, αν πράγματι τόσο φτηνή και μάταια είναι η ζωή, τότε ας ομολογήσουμε ότι βρήκαμε το σκοπό της και ας ψάλλουμε τροπάρια στον Μωυσή σαν στον σωτήρα της ανθρωπότητας.
Επειδή όμως αυτό δεν είναι ζωή, δεν μπορεί να είναι παρά θάνατος. Όπως κάθε θρησκεία.