Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019


Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 9:10 μ.μ.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΌ ΑΔΙΈΞΟΔΟ

Ανοίγω το ραδιόφωνο
ακούω ψαλμουδιές.
Το κλείνω. Λέω αργότερα
κάτι θα βρω ορισμένως.

…Το ξανανοίγω- μα για γκολ
ακούω και κλωτσιές
και για κυνήγι μου μιλούν
με πάθος και με μένος.

Με μπάλα και με ψαλμουδιές
τα ερτζιανά γεμάτα.
Ύμνοι, λιβάνια και φουτμπόλ
το ράδιο μου αλώνουν 

και μεταξύ τους όλα αυτά
φτιάχνουνε μια σαλάτα,
που τ’ άντερά σου, αν τη φας,
θλιμμένα σε μαλώνουν.

Η μοίρα το ’χει φαίνεται
της άμοιρης Ελλάδας
να μην αντέχουν σοβαρό
τίποτα οι κάτοικοί της

και με μανία και βουλιμιά
να τρώνε φασουλάδα
ενώ φαγιά λαχταριστά
γεμάτος ο πλανήτης.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 8:53 μ.μ.
   ΕΥΣΕΒΕΊΣ ΠΌΘΟΙ

Να ’τανε λέει άλλη εποχή
και να ’ταν η ανθρωπότητα
ο αντίποδας αυτής εδώ-
να είχε άλλη ταυτότητα.

Καλή να λογιζότανε
η χώρα όπου κλέφτες
όλοι της είναι οι βουλευτές
κι άθλιοι και θεομπαίχτες…

Ω! Τότε πρώτη η χώρα μας 
θα ήτανε στην Πλάση
και θα ’χε μίλια του ντουνιά
τις χώρες ξεπεράσει.

Βραβεία να εδίνονταν
όχι στην εργασία
μα στην κατακρινόμενη
σήμερα οκνηρία...

Τότε βραβείων ευγενών
θα σώριαζε η πατρίδα μας
στην απλωμένη που κοντά
θα σάπιζαν αρίδα μας!

Κι αν Νόμπελ απονέμονταν
για την καταστροφή,
τότε αυτό που έλαβε
η σεφέρεια «Στροφή»

θα σκούσε κάτω από σωρούς
αμέτρητων βραβείων
που θα βραβεύαν τον δεινόν
ολέθριόν μας βίον.

Και τότε η Κρίση θα ’τανε
το μέγα καύχημά μας
που τ’ άλλα θα επισκίαζε
στραβά κι ανάποδά μας.













30 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΨΗΣ

Ίχνος χωρίς επάρσεως ή μεγαληγορίας
λέω πως στης ανθρώπινης της γης μας ιστορίας
βραβείο αντισύλληψης εις την Ελλάδα πρέπει-
τιμή όπου καθ’ έλληνος βεβαίως την κούτρα τέρπει…

Και να πώς δικαιολογεί αυτή του την απόφανση
ο νους που οι γονέοι μου αθέλητα μου εδώκασι,
πώς δηλαδή η πατρίδα μας-πράγμα μοναδικό-
ειν’ η ίδια εν' αξεπέραστο αντισυλληπτικό:

Συνέλαβε κανένανε ποτέ της «τρομοκράτη»
(πλην όσων κάρφος μπήκανε στο ίδιο της το μάτι);
Συνέλαβε ποτέ υπουργό ή βουλευτή, τουτέστι
εκείνους που ληστεύοντας κάνουν Χριστός Ανέστη;

Συνέλαβε ποτέ αυτή καναν καταχραστή
όπου του κράτους το ψαχνό έχει σφετεριστεί;
Τους κλέφτες μη συνέλαβε Βατοπεδίου και Ζήμενς
που αποτρόπαιες ξυπνούν, σ’ όσους γνωρίζουν, μνήμες;

Τους αίτιους συνέλαβε των αυτοκτονιών
που αιτία θρήνου έγιναν παιδιών τε και γονιών,
ή εκείνους που μας έβαλαν στο φονικό Μνημόνιο-
να τους στριμώξει στη στενή να τους ποτίσει κώνειο;

Ή μη καμιά συνέλαβε της προκοπής ιδέα
που στον εαυτό της να ’δινε κάποια ελπίδα νέα-
ή σχέδιο ένα μακρόπνοο που να υπόσχεται ότι
της Μέρκελ δεν θα ήτανε πικρό το καταπότι;

Τους φοροκλέφτες τσίμπησε να τους ταρακουνήσει
κλέψιμο φόρων άλλοτε κανείς να μην τολμήσει;
…Και βέβαια δεν συνέλαβε τον ίδιο τον εαυτό της
για να μην ντρέπεται γι αυτήν η δόλια η ανθρωπότης!..

Και ολ’ αυτά η πατρίδα μας καλά τα καταφέρνει
όχι με αντισυλληπτικά μέτρα που τάχα παίρνει,
μα διότι όντας ελαφριά, τόσο αεροβατεί,
που ’χει από ακτίνες κοσμικές για πάντα στειρωθεί.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 7:44 π.μ.
Δευτέρα, 28 Μαρτίου 2016
Η Παλμύρα καταστράφηκε από τους Τζιχαντιστές.
Και η «πολιτισμένη» ανθρωπότητα χύνει ταρτούφικα και κροκοδείλια δάκρυα.
Γιατί;
Τι αξία έχει η αγάπη για τ’ αγάλματα  όταν ο άνθρωπος μισεί τον ζωντανό διπλανό του άνθρωπο;
Τι αξία έχει ο σεβασμός του ανθρώπου για τα μάρμαρα όταν αυτός δεν σέβεται τον συνάνθρωπό του;
Κι αυτή η Ουνέσκο τι πράμα είναι που  τα μάρμαρα χαρακτηρίζει πολιτιστικές κληρονομιές για την ανθρωπότητα και όχι την ευγένεια, την αξιοπρεπή διαβίωση, την ελευθερία του ζωντανού ανθρώπου;
Και δεν καθιστούν τα παραπάνω επαινετή και καλόδεχτη την κατεδάφιση όποιου «πολιτιστικού» αριστουργήματος, όταν αυτή έρχεται να στρέψει τη σκέψη και την προσοχή του ανθρώπου, όχι προς το δεξιοτεχνικό, το εξαίσιο, το έξοχο, το εκπληκτικό, το καλλιτεχνικό, το επιτυχημένο μιας κατασκευής παρά προς το κακότεχνο, το φριχτό, το απαίσιο, το άθλιο, το απαράδεκτο του κατασκευαστή;











ΑΛΛΑΓΗ ΩΡΑΣ

Τα ρολόγια θα πάνε μπροστά
μία ώρα
λες και χρόνο πολύ μας χρωστά
τούτη η χώρα.

Μία ώρα πιο αργά θα ξυπνά
ο λαός μας
κι ο καιρός πιο γοργά θα περνά
ο κακός μας.

Μα η ώρα ή πάει μπροστά
ή πάει πίσω
τα γυμνά μου εγώ πάλι οστά
θα μετρήσω-

πάλι ο ήλιος θα εκπέμπει καυτά
φωτοβέλη
και τις ώρες χωρίς να μετρά
θ' ανατέλλει.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 9:54 μ.μ.
Πέντε πρωί. Ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου. Το δίπλα μου ραδιόφωνο μιλάει για μονοπάτια για περπάτημα, για καταφύγια, για ορεινές διαδρομές του Ταύγετου. Το ακούω σαν μέσα σε όνειρο. Κι ο νους από μια λέξη που ακούει φέρνει στη θύμηση, θολή ακόμα απ’ του Μορφέα τη ραστώνη πρόσωπα, ιδέες, πράγματα, μοίρες και κατάντιες.
Κι ακούω Λογγανίκο και Λογγάστρα. Και προβαίνει ο παππούς μου και μιλάει στο μεσημεριανό τραπέζι για τις δουλειές που έχει πάρει στα δυο χωριά, για βρύσες και σωληνώσεις και για έργα κοινοτικά της δουλειάς του. Και «Λογγ» και «Λογγ» ωραία ακούγονται μες στο σκοτάδι, καθώς με του παππού την παιχνιδιάρικη  καρδιά ταιριάζουνε.
Και έρχεται το μοίρασμα στους γείτονες απ’ τον παππού κάθε χρονιά των σταφυλιών απ΄τις κληματαριές που τις βαραίναν οι καρποί τους. Και έρχεται το μαγαζί του στο κέντρο της πόλης και ο Καραμπίνης, συνεργάτης του στη δουλειά, κουμουνιστής, που δεν υπόγραφε και τόνε φυλακίζαν κάθε τόσο. Και να και οι «κούκλες» που έπαιζε με τα παιδάκια γέρος άνθρωπος αυτός, ο παππούς: βαφτίσια και παντρολογήματα ανάμεσα σε κούκλες, εκεί, στον κήπο του σπιτιού, στη Σπάρτη, τον κήπο τον γεμάτο με δέντρα ευλογημένα. Και τα κουφέτα που συνόδευαν τον κάθε γάμο ή βάφτισμα, να είναι εκείνα που τα αγόρια μόνον γι αυτά γνοιάζονταν παρά για γάμους και βαφτίσια.
Ο κήπος! Ένας μικρός παράδεισος για το μικρό παιδί. Σταφύλια σαν εκείνα της Χαναάν, που έκαναν το Μωυσή όταν τα είδε, να αποφασίσει την κατάκτησή της, πορτοκαλιές με τα χρυσά των Εσπερίδων μήλα, μανταρινιές σπιρτόζες, ροδιές με τα πολύσπερμά τους θαύματα, μια καϊσιά ψηλή, δώρο της Κίνας στους ανθρώπους, με αμέτρητους επάνω της καρπούς μελένιους και με μια σκάλα-μόνο για μένα λες μόνιμα επάνω της ακουμπισμένη.
Κι ακούω Τρύπη. Το υδραγωγείο της το είχε φτιάξει ο παππούς. Για τη δουλειά του αυτή όπως και για άλλες πληρώνονταν καλά με είδος περισσότερο παρά με χρήμα. Γι αυτό γεμάτες ήτανε οι αποθήκες του σπιτιού με λάδι, σταφίδες, μαρμελάδες, ξηρούς καρπούς, συντηρημένα τρόφιμα και ό,τι άλλο χρειαζούμενο.
Κι ακούω Κάστορας ποταμός. Και έρχεται μπροστά μου ο Δίας ο νεφεληγερέτης αγκαλιά με τη Λήδα, κι έρχεται η ωραία Ελένη κλεμμένη απ’ το Θησέα για να την παντρευτεί.
Και να κι ο Πάρις και ο πόλεμος της Τροίας.
Κι ακούω Καστόρι, το χωριό στη μνήμη του Διογέννητου του Κάστορα.
Κι ακούω για ψωμί φρυγανισμένο ποτισμένο με αγουρόλαδο που τρέχει ποταμός από της Σπάρτης τα λιοτρίβια.
Και να κι η Σπάρτη ένας παράδεισος για ένα παιδί που σ’ αυτήν γεννήθηκε, τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα ’ζησε σ’ αυτήν, και που εκείνη ήταν γι αυτόν σπίτι και λίκνο και ζεστασιά και φιλία και ξέγνοιαστη ζωή. Και το παράπονο: Γιατί να φύγει από κει; Ποια μοίρα τον έστειλε σε πόλεις-Κόλασες  να ζήσει;
Η Κούλα, τον έπαιρνε στο σπίτι της, δυο χρονών παιδάκι, τα καλοκαίρια που ο ήλιος έσφυζε από δύναμη, και τόνε κάθιζε στο πρεβάζι του χαμηλού παράθυρου του σπιτιού της. Εκεί έκοβε κρύο καρπούζι σε κομμάτια και προβάλλοντας το πιρούνι με καρφωμένο στην άκρη του ένα κομματάκι από τον λαχταριστό καρπό, έλεγε στο παιδί κρατώντας μπρος στο στόμα του το λαχταριστό φρούτο: Πες ζήτω ο βασιλιας!-τι άλλο θα του ζήταγαν να πει στη Σπάρτη τη βασιλογέννητη και βασιλοθρεμμένη; Και το παιδί έλεγε ζήτω ο βασιλιάς και για αμοιβή του το καρπούζι εύφραινε το διψασμένο στόμα του.
Και με πνίγουν και με ζαλίζουνε οι θύμησες και μισοξύπνιος ονειρεύομαι το όνειρο. Το φίλο των πρώτων χρόνων της ζωής μου τον Κωστάκη, την αδερφή του την Ελένη, πιστό αντίγραφο της τότε Ελένης του Μενέλαου ή του Πάρι, τις βεγγέρες τα βράδια του καλοκαιριού, τα παραμύθια, τα… τις… τον… για όποιο γένος και για όποια πτώση, πλήθος οι θύμησες οι αξέχαστες. Και λέω μέσα μου να γράψω για όλα αυτά όταν σηκωθώ. Και για να μην ξεχάσω όσα να γράψω έχω, μένω ξάγρυπνος. Μα απ’ την ανάγκη να βγει από μέσα μου λίγο έστω κι απ’ αυτό το βάρος, σηκώνομαι και ώρα έξι το πρωί γράφω. Κι ύστερα δεν πετάω ότι έγραψα γιατί της επικοινωνίας η κατάρα, που τόσα δεινά έχει σωρέψει στην ανθρωπότητα, μου στριγγλίζει να τα βγάλω κι αυτά στην αγορά. Στην αγορά, όπου σαν να ’ναι ο καθείς ένας pack rat, φορτώνεται με τόσα πράγματα άχρηστα, ώσπου στο τέλος δεν μπορεί να κουβαλήσει ούτε τα περιττά κι ανώφελα δικά του. Και που τέλος παραδίνεται στο Χάος σαν άδειο ένα σακί και σαν αστείο άθυρμα, όπως της συναναστροφής και της κοινωνικότητας τα ολέθρια πλοκάμια τον έχουν καταντήσει.






ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ

Βασιλείς του Βελγίου: "Αυτές οι πράξεις είναι φρικτές και έργα δειλών".
Πρωθυπουργός του Βελγίου: "...άνανδρη επίθεση..."

Καλά λένε οι βασιλείς και ο πρωθυπουργός.  Αν οι βομβιστές ήσαν θαρραλέοι θα είχαν ενημερώσει πριν τις αρμόδιες αρχές. Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να έχουν κάνει μια ανακοίνωση όπως η πιο κάτω ας πούμε:
«ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΑΔΕ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ
Προς την Αστυνομία και το Στρατό του Βελγίου και πάντα ενδιαφερόμενο.
Την εικοστήν δευτέραν του μηνός Μαρτίου ενεστώτος έτους και ώραν οκτώ και τριάντα πρωινήν, θέλει επιχειρηθεί υπό της Οργανώσεώς μας επίθεση με βόμβες στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών και στους τάδε και τάδε σταθμούς του Μετρό της ίδιας πόλης.
Θα επιχειρήσουν δύο άτομα, αμφότεροι άρρενες. Ο εις εξ αυτών θα φέρει περούκαν πλουσίας ξανθής κόμης και θα φορεί χακί τζάκετ. Ύψος ένα μέτρο και εβδομήκοντα τρία εκατοστά, αδύνατος. Αυτός θα φέρει την βόμβαν εντός σάκου χρώματος κιτρίνου.
Ο έτερος επιχειρών θα μεταφέρει την βόμβαν εντός συρομένης βαλίτσας χρώματος καφέ και θα κρατεί ανθοδέσμην εις το αριστερό του χέρι. 
Ευελπιστούντες δια μίαν έντιμον αντιπαράθεσιν μετά της Βελγικής Αστυνομίας και ενδεχομένως των στρατιωτικών δυνάμεων άτινας η κυβέρνησις ήθελεν διατάξει απέναντι ημών κατά την διάρκειαν της αποπείρας μας, διατελούμεν μετά τιμής
(ακολουθούν σφραγίδες και υπογραφές της Οργάνωσης)»
Αυτό θα περίμενε ο βασιλεύς ώστε μία βομβιστική επίθεση να μην είναι έργο δειλών;
Ε πια!
ΏΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ ΏΡΑ ΒΟΥΛΉΣ!

«Για μία ώρα η Βουλή θα μείνει στο σκοτάδι.»
Ε τι; Για νέο μας το λεν; Διακόσα χρόνια τώρα
μέσα στο σκότος ζει αυτή και πλέκει μες στο βράδυ
αντάμα σκοτεινιάζοντας κι ολόκληρη τη χώρα.

Απ’ τη στιγμή που φτιάχτηκε, στο Μαύρο είναι κρυμμένη.
Ψυχή ολόμαυρη έχουνε οι βουλευτές της όλοι,
μαύρο μυαλό, μαύρα όνειρα, στα μαύρα είναι ντυμένοι
και χρήμα μαύρο κουβαλούν στο μαύρο πορτοφόλι.

Άκου θα κλείσει η Βουλή βράδυ οχτώ τα φώτα!
Μα κλειώντας φώτα ολοζωής εκείνη διασκεδάζει:
φώτα Παιδείας… Πνεύματος… και σαν του Κουίκ μια κότα
όταν βαριέται να τα κλει… ε τότε… μας τ’ αλλάζει…








“ΏΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ”

Πρώτοι σε ό,τι Υπομονή,
Κόπο κι Ευθύνη δε ζητά-
πρώτοι σε ό,τι κι αν βρεθεί
που δεν πληγώνει, δεν πονά.

Πρώτοι σε Κλείσιμο Ματιού
ή σ’ ένα Κλείσιμο Κουμπιού΄
σε μια Φωνή, σ’ ένα Λυγμό,
σ’ ένα στους Γιάνκηδες «θενκ γιου»…

Κι ύστατοι πάντα στην Τιμή,
σ’ Αξιοπρέπεια, σε Ντροπή,
στις Τέχνες, στον Πολιτισμό,
στην που Χρυσός είναι Σιωπή.

Στην «Ώρα» πρώτοι εμείς «της Γης»
γιατί Φανφάρες μόνο θέλει,
έναν Φτηνό Ενθουσιασμό
κι Άστοχα-κι όπου πάνε Βέλη.

Πρώτοι!.. Κι οι Ξένοι μας θωρούν
και από μέσα τους γελούν:
πρώτοι σε αρίθμητες Βλακείες
για ν’ ακουστούν δυο τρεις «κυρίες»!

Αλλά στης Χώρας μας την Ώρα
ύστατοι ως πάντοτε και τώρα:
δεν μας πειράζει κι αν χαθούμε
μον’ έξω! έξω! ν’ ακουστούμε…

ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΤΟΥ

Βασίλη κι αν ζωές χιλιάδες ζούσες
πάλι από Ποίηση δε θα νογούσες.
Είσαι μακριά απ’ της Ποίησης τα φώτα.
Στα Σκότη ακόμα νήχεσαι τα Πρώτα.

Κι ουτ’ από κει να βγεις έχεις ελπίδα.
Για σε δεν έχει σωτηρίας σανίδα.
Βαθιά χωμένος στην πεζότητα είσαι
και το αντίθετο ας προσποιείσαι.

Η Ποίηση θέλει Πνεύμα. Θέλει Βάθος.
Να την υπηρετείς θέλει με Πάθος.
Να Της χαρίσεις θέλει την ψυχή σου
και τότε μόνο θα γενεί δική σου.

Μα συ αλλού είσαι φίλε χαρισμένος.
Για όλα της Ποίησης είσ’ ένας ξένος.
Χάμου πατάς εσύ κι εγώ πετάω-
κι ενώ ψελλίζεις συ, εγώ τραγουδάω.

Μ’ αν ως, θαρρώ, δεν ξέρεις, μάθε ότι
κι οι δυο χρειαζόμαστε στην ανθρωπότη:
τη ζήση ο ένας μ’ άνθη να στολίζει
κι ο άλλος με μανία να τον βρίζει.

Είσαι το ερχόμενο. Θρασύ και λάλο,
που χαίρεται στη βία και στο σάλο.
Είμαι ο αποχωρών. Ζωή μου ήταν
σε κάθε αγώνα να κρατώ την ήττα.

Είσαι ο νέος. Ο πρίγκιπας της βιάσης.
Μεριάζω άνθρωπε νέε να περάσεις.
Μα θες δε θες στην άκρη εγώ του δρόμου
θα κάνω  το ταξίδι το δικό μου.








ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΛΟΓΚ ΤΟΥ

Γεια σου Βασίλη

Τα όσα μου σούρνεις ρούφηξα ως το τέλος.
Και ξέρεις τι θα πω: πως τα εγκρίνω.
Πως είν’ για μένα όλ’ αυτά  σα μέλι
και όχι-διόλου-σαν πικρό κινίνο.

Λοιπόν Βασίλη απ’ όσα μου ’χεις πει
χειρότερα μού πρέπουνε ακόμα
όμως από ευγένεια δεν τα λες
κι ας έρχονται στο νου σου και στο στόμα.

Πασκίζουμε κι οι δυο μας, στο λαό
να πούμε την που αυτός δε βλέπει αλήθεια:
πως όλα όσα γράφω είναι σαχλά
και ούτε για παιδάκια παραμύθια.

Μα δε φτουράμε μόνοι μας εμείς –
δυο είμαστε καημένε μου Βασίλη
κι είναι χιλιάδες όσοι μ’ αγαπούν
και λεν τραγούδια μου τα δυο τους χείλη.

Και απ’ αυτούς, εδώ ας αναφέρω
αυτούς η μνήμη μου που θα μου πει-
κι αν κάποιους ή και τίποτα ξεχάσω
μισή μισή με κείνο η ντροπή…

Ας πούμε να: εκείνους που ανεβάσαν
δύο θεατρικά μου στη σκηνή
(«Ειρήνη η Αθηναία», «Καραϊσκάκης»)
στη Νέα την Υόρκη την κλεινή.

Και στο νεόκοπο Λος Άντζελές μου,
ακόμα δυο μικρά  μονόπρακτά μου
(«“Όνειρο”» και «Βιασμός»),  που ότι θ’ ανέβουν
δεν το ’λεγα ούτε καν στα όνειρά μου.

Τον Αρχιεπίσκοπο της Αυστραλίας
-πρότυπο συνετού πατριδολάτρη-
που τον «Αλέξανδρό» μου έχει ανεβάσει
για των Ελλήνων-Αυστραλών την πάρτη.

(και που, πριν, μου ’γραψε να με ρωτήσει
αν είν’ αλήθεια όσα γράφω μέσα
ή λάχανα μονάχα και ντομάτες
για ν’ αποχτήσει μπούγιο η μπουγιαμπέσα).

Αυτούς που πέντε μου ’δωσαν βραβεία
για έργα ισάριθμα ποιητικά μου-
βραβεία χρηματικά κι όχι από κείνα
που ανέξοδα μοιράζουν εδώ χάμου

(κι εδώ μιλάμε φίλε γι Αμερκάνους
που το δολάριο δύσκολα, και βγάζουν,
όμως γι αυτό και που στην τσέπη χέρι
-οι γιάνκηδές μας- δύσκολα και βάζουν!..)

Το UCSB όπου στους φοιτητές του
συσταίνει τον «Ησίοδο» τον δικό μου
(και ειδικά το «Έργα» του «και Ημέρες»,
που είναι και σε μένα αγαπητό μου).

Εκείνους που την «ΠΌΡΝΗ» μου ζητάνε
για «σινεμά» να τηνε διασκευάσουν
…αλλά νομίζω δε θα τους τη δώσω
γιατί μπορεί και να μου την … χαλάσουν…

Το «Ρεύμα» το «Χριστιανικό» που έχει
χρυσοπληρώσει τη μετάφρασή μου
(δε φταίω εγώ-εκείνοι επιμέναν)
στα νέα ελληνικά της «ΓΕΝΕΣΗΣ» μου,

και τη μοιράζει ακριβά δεμένη
στους εν ταις ΗΠΑ έλληνες πιστούς του-
άψογο αλήθεια έργο, με ατσαλένιους
τους δεκαπεντασύλλαβους αρμούς του.

Α! Και κεινούς τους έλληνες τους τσίφτες
που κάποιο  που εξέδιδα προ χρόνων
περιοδικό (με εκατό σελίδες,
που όλη η ύλη του έμμετρη ήταν μόνον)-

τα «ΛΟΓΙΑ»- μόνος που έγραφα κι ως μέσα
στον Οίκο το Λευκό του ’φτανε η χάρη
(στο Στεφανόπουλο)-μα κι όπου κόσμου
ελληνικό εμύριζε ποδάρι,

τώρα το παίρνουν, το ξανατυπώνουν
και (καλά κάνουν!) το ξαναπουλάνε
(και φυσικά κι αυτοί που τ’ αγοράζουν
νομίζω θαυμαστές μου πως μετράνε).

Ό,τι χοντρό θυμήθηκα το είπα
κι αφήνω τα μικρά της κάθε μέρας
που την ψυχή χαρά γλυκιά γεμίζουν
καθώς μωρό τα χάδια της μητέρας.

(κι απ’ τα μικρά να! κι έρχονται στο νου μου
τ’ αμέτρητα τα στιχουργήματά μου
που κορνιζαρισμένα φιγουράρουν
σε τοίχους-από USA ως εδώ χάμου.)

Άλλα δε λέω, σεβόμενος το χώρο
που τόσο θέλεις άδειος  συ να μένει,
όσο ο δικός μου θέλω κάθε μέρα
να έχει μια κοιλιά σαν γκαστρωμένη.

Λοιπόν Βασίλη  γεια σου και χαρά σου,
όλα καλά να έρθουν στη ζωή σου
και σ’ ότι καταπιάνεσαι να έχεις
όση σου αξίζει βράβευση μαζί σου.
Αύριο θα με κοιμίσουν.
Αν ο θεός μίσος δε μου ’χει-
αν μπορώ σ’ αυτό να ελπίσω-
όσο κι αν οι ταλαντούχοι
οι γιατροί κι αν προσπαθήσουν
ας μη στέρξει να ξυπνήσω.











Φώτη
Δυο βδομάδες σήμερα κλείνω κρεβάτι- καρέκλα. Αντιφλεγμονώδη και αναλγητικά. Μπορώ σήμερα να πάω κουζίνα να φκιάσω κάτι να φάω. Ψώνια μου κάνει η Άντζυ.
Στο μεταξύ έξω με περιμένουν δουλειές-Ταχυδρομεία, Τράπεζες, Πρεσβείες, που δε γίνεται αν δεν πάω αυτοπρόσωπα.
Ήταν ευκαιρία για την Άντζυ να μου σκουπίσει το πάτωμα. Μου υποσχέθηκε αν είμαστε καλά το Πάσχα να μου συγυρίσει και το τραπέζι.
Προχτές μου έθεσε και αυτή το ζήτημα του θανάτου μου. Θυμάσαι το Χρήστο που ήθελε να με πάρει στην πατρίδα του να με περιποιείται η φιλενάδα του και που άρχισε τη συζήτηση με τη φράση «γιατρέ όταν πεθάνεις ποιος θα σε θάψει»;
Μου κάνει εντύπωση που κανείς και καμία δεν ρωτάει «να έρθω να σε περιποιούμαι όσο ζεις;»
Έτσι προχτές και η Άντζυ. Μου είπε, Γιώργο, εμείς στην πατρίδα μου όταν πεθάνει κάποιος που ζει μόνος του, μαζευόμαστε γυναίκες και τον κλαίμε. Πηγαίνουν στο σπίτι του γυναίκες από τα γύρω σπίτια με φαγητά και τρώνε όλοι μαζί στο διπλανό δωμάτιο, συγυρίζουνε το σπίτι του, και αν δεν έχει λεφτά για την κηδεία βάζουν λίγα ο καθένας για να κάνουν τα απαραίτητα για την ταφή. Εσένα ποιος θα σε κλάψει, ποιος θα σε φροντίσει και ποιος θα σε θάψει;  Το έχεις σκεφτεί;
Ήθελε πράγματι να μάθει. Ίσως από ενδιαφέρον, επειδή δεν βλέπει να έχω ανθρώπους γύρω μου που θα κάνουν όλα αυτά, ίσως και από περιέργεια.
Της είπα ότι εμείς είμαστε πολιτισμένοι και δεν έχουμε τέτοια. Πως όταν πεθάνει κανείς μόνος του σε ένα διαμέρισμα, όταν αυτό γίνει γνωστό με κάποιον τρόπο στους γύρω, τότε καλείται η αστυνομία και είναι δουλειά δική της τα παραπέρα.
Άρχισε να κλαίει.
Προσπάθησα να την κάνω να καταλάβει ότι όταν πεθάνω δεν έχει καμία σημασία για μένα τι θα γίνει το πτώμα μου.
Το κλάμα δυνάμωσε.
Θα ήθελα να της πω πως αυτό της το κλάμα μου είναι αρκετό και για το θανατό μου, μα δεν θα καταλάβαινε.
Στο ενδιαφέρον της για τον θάνατό μου διέκρινα και μια υποχρέωση που υπέκρυπτε για μένα, μιας και έχει μια σχετικά μακριά παρουσία στη ζωή μου.
Τη διαβεβαίωσα ότι δεν έχει καμία υποχρέωση για ότι γίνει από τη στιγμή που θα πεθάνω. Δεν ικανοποιήθηκε από αυτό και ήθελε να ακούσει ότι πριν πεθάνω θα κάνω θα κάνω κάτι ώστε να μην πεταχτεί το σώμα μου στα σκουπίδια από την αστυνομία.   
΄Έτσι της υποσχέθηκα πως θα πάω σε ένα γραφείο κηδειών και θα προπληρώσω για την απλούστερη κηδεία, που για μένα θα συνίσταται στο κουβάλημα στο διαμέρισμα ενός κουτιού όπου μέσα θα μπει η σορός μου, την οποία θα βγάλουν από το σπίτι. Αυτό για να μην έχει να κάνει τίποτα ο σπιτονοικοκύρης μου. Και από κει και πέρα ας κάνουν αυτοί ότι θέλουν με το άψυχο σώμα μου.
Η Άντζυ ησύχασε λίγο αν και ήτανε φανερό πως περίμενε περισσότερα.
Κατά τα άλλα τα ίδια. Τα σαλοσπίρ με φυλάνε από τη γιαουρτοποίηση του αίματός μου, τα αντιυπερτασικά από τα νεύρα του, οι στατίνες στήνουν ομηρικές μάχες κάθε μέρα με τη χοληστερίνη μου, τα αντιαλλεργικά διώχνουν την κοκκινίλα από το δέρμα μου, το ζιλορίκ μου σε όλες τις μάχες του νικημένο.
Δεν ξέρω γιατί ο θάνατος θλίβει τους περισσότερους ανθρώπους. Μη της Άντζυ εξαιρουμένης.
Φτώχεια, μοναξιά, αρρώστιες που μόνος σου αντιμετωπίζεις, δεν κάνουν το θάνατο μια σωτήρια διεξοδο και ταυτόχρονα μια πλουσιοπάροχη ανταμοιβή;
Εγώ απαντάω ναι.
Όταν η ζωή είναι μια εγκατάλειψη, ένα ξεγέλασμα, μια λοιδωρία, μια ταλαιπωρία, ένας δρόμος στρωμένος μόνο με αγκάθια χωρίς ούτε ένα τριαντάφυλλο, μια απόρριψη, τότε ένα πανδοχείο δεν είναι το τέλος όλων αυτών; Δεν είναι ένα αγαθό μετά από τόσα άσχημα;
Εγώ νομίζω ακόμα ότι πρέπει να επιδιώκουν οι άνθρωποι μια τέτοια ζωή. Κοπιώδη. Τα αγαθά κόποις κτώνται. Ποιος κερδίζει κάτι αν δεν κοπιάσει για την απόκτησή του, αν δεν δώσει το ανάλογο αντάλλαγμα γι αυτό;
Μια ζωή για ένα θάνατο δεν είναι δίκαιη ανταλλαγή;
Θέλει πολύν πόνο και μεγάλες θυσίες η κατάκτηση της ευτυχίας. Και όσο περισσότερο κοπιάζεις γι αυτήν-για το θάνατο-, τόσο μεγαλύτερη δεν θα είναι και η απολαυσή της όταν έρθει;
Σκέψου Φώτη πώς νιώθεις όταν αναρρώνεις από μακριά ασθένεια. Δεν είσαι αλαφρός σαν πουλί; Και φαντάσου όλα αυτά που πέρασες στο κρεβάτι του πόνου, πολλαλασιασμένα επί τόσες και τόσες φορές περισσότερο πόνο και δυστυχία-δε θα είναι αφάνταστα μεγαλύτερη τότε η χαρά και η ευωχία του θανάτου; Και μάλιστα παντοτινή πια;
Και μετά από τη ζωή δεν είναι που έρχεται ο θάνατος; 
Όλα δεν ισορροπούν τελικά στον κόσμο;
Γλυκύτερος δεν είναι ο ύπνος μετά από κούραση παρά από μια μέρα τεμπελιάς;
Θυμήσου το ανέκδοτο για κείνον που τα παπούτσια του τον έκοβαν μα δεν τα άλλαζε γιατί όταν πήγαινε στο σπίτι και τα έβγαζε θα ένιωθε ευτυχής! Ο θάνατος δεν είναι το σπίτι του ανθρώπου  μετά την περιπλάνηση της ημέρας-ζωής;











ΤΡΟΜΟΣ

Όταν μιλούν οι άνθρωποι τρομάζει.
Βλήματα γι αυτόν οι λέξεις
και ο λόγος
όπλο εκηβόλο από τα τελειότερα.

Και σκέφτεται:
«Μη τόσο αρχέγονος εγώ έχω μείνει
κι η κατοικία μου το άναρθρο είναι;
Και όμως
οι κραυγές προτιμότερες θα ήσαν
να τραβούν ίσια στον αρχαίο ορίζοντα: 
ένας ψίθυρος για την αγάπη,
ένας γρυλισμός συγνώμης για τη χαρά,
 μια οιμωγή για το αύριο,
αντίς τα στρογγυλεμένα
πληγές γεμάτα λόγια
που την ψυχή πάντοτε βρίσκουν.
Έτσι και ο μέσα μας ουρανός δεν θα μάτωνε
Και το δαχτυλίδι της ευτυχίας μας
θα το φορούσαμε ακόμα
καθώς οι ζέβρες τις γραμμώσεις τους
και την περφάνια τους οι αετοί.»












































































































Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 9:10 μ.μ.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΌ ΑΔΙΈΞΟΔΟ

Ανοίγω το ραδιόφωνο
ακούω ψαλμουδιές.
Το κλείνω. Λέω αργότερα
κάτι θα βρω ορισμένως.

…Το ξανανοίγω- μα για γκολ
ακούω και κλωτσιές
και για κυνήγι μου μιλούν
με πάθος και με μένος.

Με μπάλα και με ψαλμουδιές
τα ερτζιανά γεμάτα.
Ύμνοι, λιβάνια και φουτμπόλ
το ράδιο μου αλώνουν 

και μεταξύ τους όλα αυτά
φτιάχνουνε μια σαλάτα,
που τ’ άντερά σου, αν τη φας,
θλιμμένα σε μαλώνουν.

Η μοίρα το ’χει φαίνεται
της άμοιρης Ελλάδας
να μην αντέχουν σοβαρό
τίποτα οι κάτοικοί της

και με μανία και βουλιμιά
να τρώνε φασουλάδα
ενώ φαγιά λαχταριστά
γεμάτος ο πλανήτης.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 8:53 μ.μ.
   ΕΥΣΕΒΕΊΣ ΠΌΘΟΙ

Να ’τανε λέει άλλη εποχή
και να ’ταν η ανθρωπότητα
ο αντίποδας αυτής εδώ-
να είχε άλλη ταυτότητα.

Καλή να λογιζότανε
η χώρα όπου κλέφτες
όλοι της είναι οι βουλευτές
κι άθλιοι και θεομπαίχτες…

Ω! Τότε πρώτη η χώρα μας 
θα ήτανε στην Πλάση
και θα ’χε μίλια του ντουνιά
τις χώρες ξεπεράσει.

Βραβεία να εδίνονταν
όχι στην εργασία
μα στην κατακρινόμενη
σήμερα οκνηρία...

Τότε βραβείων ευγενών
θα σώριαζε η πατρίδα μας
στην απλωμένη που κοντά
θα σάπιζαν αρίδα μας!

Κι αν Νόμπελ απονέμονταν
για την καταστροφή,
τότε αυτό που έλαβε
η σεφέρεια «Στροφή»

θα σκούσε κάτω από σωρούς
αμέτρητων βραβείων
που θα βραβεύαν τον δεινόν
ολέθριόν μας βίον.

Και τότε η Κρίση θα ’τανε
το μέγα καύχημά μας
που τ’ άλλα θα επισκίαζε
στραβά κι ανάποδά μας.













30 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΨΗΣ

Ίχνος χωρίς επάρσεως ή μεγαληγορίας
λέω πως στης ανθρώπινης της γης μας ιστορίας
βραβείο αντισύλληψης εις την Ελλάδα πρέπει-
τιμή όπου καθ’ έλληνος βεβαίως την κούτρα τέρπει…

Και να πώς δικαιολογεί αυτή του την απόφανση
ο νους που οι γονέοι μου αθέλητα μου εδώκασι,
πώς δηλαδή η πατρίδα μας-πράγμα μοναδικό-
ειν’ η ίδια εν' αξεπέραστο αντισυλληπτικό:

Συνέλαβε κανένανε ποτέ της «τρομοκράτη»
(πλην όσων κάρφος μπήκανε στο ίδιο της το μάτι);
Συνέλαβε ποτέ υπουργό ή βουλευτή, τουτέστι
εκείνους που ληστεύοντας κάνουν Χριστός Ανέστη;

Συνέλαβε ποτέ αυτή καναν καταχραστή
όπου του κράτους το ψαχνό έχει σφετεριστεί;
Τους κλέφτες μη συνέλαβε Βατοπεδίου και Ζήμενς
που αποτρόπαιες ξυπνούν, σ’ όσους γνωρίζουν, μνήμες;

Τους αίτιους συνέλαβε των αυτοκτονιών
που αιτία θρήνου έγιναν παιδιών τε και γονιών,
ή εκείνους που μας έβαλαν στο φονικό Μνημόνιο-
να τους στριμώξει στη στενή να τους ποτίσει κώνειο;

Ή μη καμιά συνέλαβε της προκοπής ιδέα
που στον εαυτό της να ’δινε κάποια ελπίδα νέα-
ή σχέδιο ένα μακρόπνοο που να υπόσχεται ότι
της Μέρκελ δεν θα ήτανε πικρό το καταπότι;

Τους φοροκλέφτες τσίμπησε να τους ταρακουνήσει
κλέψιμο φόρων άλλοτε κανείς να μην τολμήσει;
…Και βέβαια δεν συνέλαβε τον ίδιο τον εαυτό της
για να μην ντρέπεται γι αυτήν η δόλια η ανθρωπότης!..

Και ολ’ αυτά η πατρίδα μας καλά τα καταφέρνει
όχι με αντισυλληπτικά μέτρα που τάχα παίρνει,
μα διότι όντας ελαφριά, τόσο αεροβατεί,
που ’χει από ακτίνες κοσμικές για πάντα στειρωθεί.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 7:44 π.μ.
Δευτέρα, 28 Μαρτίου 2016
Η Παλμύρα καταστράφηκε από τους Τζιχαντιστές.
Και η «πολιτισμένη» ανθρωπότητα χύνει ταρτούφικα και κροκοδείλια δάκρυα.
Γιατί;
Τι αξία έχει η αγάπη για τ’ αγάλματα  όταν ο άνθρωπος μισεί τον ζωντανό διπλανό του άνθρωπο;
Τι αξία έχει ο σεβασμός του ανθρώπου για τα μάρμαρα όταν αυτός δεν σέβεται τον συνάνθρωπό του;
Κι αυτή η Ουνέσκο τι πράμα είναι που  τα μάρμαρα χαρακτηρίζει πολιτιστικές κληρονομιές για την ανθρωπότητα και όχι την ευγένεια, την αξιοπρεπή διαβίωση, την ελευθερία του ζωντανού ανθρώπου;
Και δεν καθιστούν τα παραπάνω επαινετή και καλόδεχτη την κατεδάφιση όποιου «πολιτιστικού» αριστουργήματος, όταν αυτή έρχεται να στρέψει τη σκέψη και την προσοχή του ανθρώπου, όχι προς το δεξιοτεχνικό, το εξαίσιο, το έξοχο, το εκπληκτικό, το καλλιτεχνικό, το επιτυχημένο μιας κατασκευής παρά προς το κακότεχνο, το φριχτό, το απαίσιο, το άθλιο, το απαράδεκτο του κατασκευαστή;











ΑΛΛΑΓΗ ΩΡΑΣ

Τα ρολόγια θα πάνε μπροστά
μία ώρα
λες και χρόνο πολύ μας χρωστά
τούτη η χώρα.

Μία ώρα πιο αργά θα ξυπνά
ο λαός μας
κι ο καιρός πιο γοργά θα περνά
ο κακός μας.

Μα η ώρα ή πάει μπροστά
ή πάει πίσω
τα γυμνά μου εγώ πάλι οστά
θα μετρήσω-

πάλι ο ήλιος θα εκπέμπει καυτά
φωτοβέλη
και τις ώρες χωρίς να μετρά
θ' ανατέλλει.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 9:54 μ.μ.
Πέντε πρωί. Ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου. Το δίπλα μου ραδιόφωνο μιλάει για μονοπάτια για περπάτημα, για καταφύγια, για ορεινές διαδρομές του Ταύγετου. Το ακούω σαν μέσα σε όνειρο. Κι ο νους από μια λέξη που ακούει φέρνει στη θύμηση, θολή ακόμα απ’ του Μορφέα τη ραστώνη πρόσωπα, ιδέες, πράγματα, μοίρες και κατάντιες.
Κι ακούω Λογγανίκο και Λογγάστρα. Και προβαίνει ο παππούς μου και μιλάει στο μεσημεριανό τραπέζι για τις δουλειές που έχει πάρει στα δυο χωριά, για βρύσες και σωληνώσεις και για έργα κοινοτικά της δουλειάς του. Και «Λογγ» και «Λογγ» ωραία ακούγονται μες στο σκοτάδι, καθώς με του παππού την παιχνιδιάρικη  καρδιά ταιριάζουνε.
Και έρχεται το μοίρασμα στους γείτονες απ’ τον παππού κάθε χρονιά των σταφυλιών απ΄τις κληματαριές που τις βαραίναν οι καρποί τους. Και έρχεται το μαγαζί του στο κέντρο της πόλης και ο Καραμπίνης, συνεργάτης του στη δουλειά, κουμουνιστής, που δεν υπόγραφε και τόνε φυλακίζαν κάθε τόσο. Και να και οι «κούκλες» που έπαιζε με τα παιδάκια γέρος άνθρωπος αυτός, ο παππούς: βαφτίσια και παντρολογήματα ανάμεσα σε κούκλες, εκεί, στον κήπο του σπιτιού, στη Σπάρτη, τον κήπο τον γεμάτο με δέντρα ευλογημένα. Και τα κουφέτα που συνόδευαν τον κάθε γάμο ή βάφτισμα, να είναι εκείνα που τα αγόρια μόνον γι αυτά γνοιάζονταν παρά για γάμους και βαφτίσια.
Ο κήπος! Ένας μικρός παράδεισος για το μικρό παιδί. Σταφύλια σαν εκείνα της Χαναάν, που έκαναν το Μωυσή όταν τα είδε, να αποφασίσει την κατάκτησή της, πορτοκαλιές με τα χρυσά των Εσπερίδων μήλα, μανταρινιές σπιρτόζες, ροδιές με τα πολύσπερμά τους θαύματα, μια καϊσιά ψηλή, δώρο της Κίνας στους ανθρώπους, με αμέτρητους επάνω της καρπούς μελένιους και με μια σκάλα-μόνο για μένα λες μόνιμα επάνω της ακουμπισμένη.
Κι ακούω Τρύπη. Το υδραγωγείο της το είχε φτιάξει ο παππούς. Για τη δουλειά του αυτή όπως και για άλλες πληρώνονταν καλά με είδος περισσότερο παρά με χρήμα. Γι αυτό γεμάτες ήτανε οι αποθήκες του σπιτιού με λάδι, σταφίδες, μαρμελάδες, ξηρούς καρπούς, συντηρημένα τρόφιμα και ό,τι άλλο χρειαζούμενο.
Κι ακούω Κάστορας ποταμός. Και έρχεται μπροστά μου ο Δίας ο νεφεληγερέτης αγκαλιά με τη Λήδα, κι έρχεται η ωραία Ελένη κλεμμένη απ’ το Θησέα για να την παντρευτεί.
Και να κι ο Πάρις και ο πόλεμος της Τροίας.
Κι ακούω Καστόρι, το χωριό στη μνήμη του Διογέννητου του Κάστορα.
Κι ακούω για ψωμί φρυγανισμένο ποτισμένο με αγουρόλαδο που τρέχει ποταμός από της Σπάρτης τα λιοτρίβια.
Και να κι η Σπάρτη ένας παράδεισος για ένα παιδί που σ’ αυτήν γεννήθηκε, τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα ’ζησε σ’ αυτήν, και που εκείνη ήταν γι αυτόν σπίτι και λίκνο και ζεστασιά και φιλία και ξέγνοιαστη ζωή. Και το παράπονο: Γιατί να φύγει από κει; Ποια μοίρα τον έστειλε σε πόλεις-Κόλασες  να ζήσει;
Η Κούλα, τον έπαιρνε στο σπίτι της, δυο χρονών παιδάκι, τα καλοκαίρια που ο ήλιος έσφυζε από δύναμη, και τόνε κάθιζε στο πρεβάζι του χαμηλού παράθυρου του σπιτιού της. Εκεί έκοβε κρύο καρπούζι σε κομμάτια και προβάλλοντας το πιρούνι με καρφωμένο στην άκρη του ένα κομματάκι από τον λαχταριστό καρπό, έλεγε στο παιδί κρατώντας μπρος στο στόμα του το λαχταριστό φρούτο: Πες ζήτω ο βασιλιας!-τι άλλο θα του ζήταγαν να πει στη Σπάρτη τη βασιλογέννητη και βασιλοθρεμμένη; Και το παιδί έλεγε ζήτω ο βασιλιάς και για αμοιβή του το καρπούζι εύφραινε το διψασμένο στόμα του.
Και με πνίγουν και με ζαλίζουνε οι θύμησες και μισοξύπνιος ονειρεύομαι το όνειρο. Το φίλο των πρώτων χρόνων της ζωής μου τον Κωστάκη, την αδερφή του την Ελένη, πιστό αντίγραφο της τότε Ελένης του Μενέλαου ή του Πάρι, τις βεγγέρες τα βράδια του καλοκαιριού, τα παραμύθια, τα… τις… τον… για όποιο γένος και για όποια πτώση, πλήθος οι θύμησες οι αξέχαστες. Και λέω μέσα μου να γράψω για όλα αυτά όταν σηκωθώ. Και για να μην ξεχάσω όσα να γράψω έχω, μένω ξάγρυπνος. Μα απ’ την ανάγκη να βγει από μέσα μου λίγο έστω κι απ’ αυτό το βάρος, σηκώνομαι και ώρα έξι το πρωί γράφω. Κι ύστερα δεν πετάω ότι έγραψα γιατί της επικοινωνίας η κατάρα, που τόσα δεινά έχει σωρέψει στην ανθρωπότητα, μου στριγγλίζει να τα βγάλω κι αυτά στην αγορά. Στην αγορά, όπου σαν να ’ναι ο καθείς ένας pack rat, φορτώνεται με τόσα πράγματα άχρηστα, ώσπου στο τέλος δεν μπορεί να κουβαλήσει ούτε τα περιττά κι ανώφελα δικά του. Και που τέλος παραδίνεται στο Χάος σαν άδειο ένα σακί και σαν αστείο άθυρμα, όπως της συναναστροφής και της κοινωνικότητας τα ολέθρια πλοκάμια τον έχουν καταντήσει.






ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ

Βασιλείς του Βελγίου: "Αυτές οι πράξεις είναι φρικτές και έργα δειλών".
Πρωθυπουργός του Βελγίου: "...άνανδρη επίθεση..."

Καλά λένε οι βασιλείς και ο πρωθυπουργός.  Αν οι βομβιστές ήσαν θαρραλέοι θα είχαν ενημερώσει πριν τις αρμόδιες αρχές. Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να έχουν κάνει μια ανακοίνωση όπως η πιο κάτω ας πούμε:
«ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΑΔΕ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ
Προς την Αστυνομία και το Στρατό του Βελγίου και πάντα ενδιαφερόμενο.
Την εικοστήν δευτέραν του μηνός Μαρτίου ενεστώτος έτους και ώραν οκτώ και τριάντα πρωινήν, θέλει επιχειρηθεί υπό της Οργανώσεώς μας επίθεση με βόμβες στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών και στους τάδε και τάδε σταθμούς του Μετρό της ίδιας πόλης.
Θα επιχειρήσουν δύο άτομα, αμφότεροι άρρενες. Ο εις εξ αυτών θα φέρει περούκαν πλουσίας ξανθής κόμης και θα φορεί χακί τζάκετ. Ύψος ένα μέτρο και εβδομήκοντα τρία εκατοστά, αδύνατος. Αυτός θα φέρει την βόμβαν εντός σάκου χρώματος κιτρίνου.
Ο έτερος επιχειρών θα μεταφέρει την βόμβαν εντός συρομένης βαλίτσας χρώματος καφέ και θα κρατεί ανθοδέσμην εις το αριστερό του χέρι. 
Ευελπιστούντες δια μίαν έντιμον αντιπαράθεσιν μετά της Βελγικής Αστυνομίας και ενδεχομένως των στρατιωτικών δυνάμεων άτινας η κυβέρνησις ήθελεν διατάξει απέναντι ημών κατά την διάρκειαν της αποπείρας μας, διατελούμεν μετά τιμής
(ακολουθούν σφραγίδες και υπογραφές της Οργάνωσης)»
Αυτό θα περίμενε ο βασιλεύς ώστε μία βομβιστική επίθεση να μην είναι έργο δειλών;
Ε πια!
ΏΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ ΏΡΑ ΒΟΥΛΉΣ!

«Για μία ώρα η Βουλή θα μείνει στο σκοτάδι.»
Ε τι; Για νέο μας το λεν; Διακόσα χρόνια τώρα
μέσα στο σκότος ζει αυτή και πλέκει μες στο βράδυ
αντάμα σκοτεινιάζοντας κι ολόκληρη τη χώρα.

Απ’ τη στιγμή που φτιάχτηκε, στο Μαύρο είναι κρυμμένη.
Ψυχή ολόμαυρη έχουνε οι βουλευτές της όλοι,
μαύρο μυαλό, μαύρα όνειρα, στα μαύρα είναι ντυμένοι
και χρήμα μαύρο κουβαλούν στο μαύρο πορτοφόλι.

Άκου θα κλείσει η Βουλή βράδυ οχτώ τα φώτα!
Μα κλειώντας φώτα ολοζωής εκείνη διασκεδάζει:
φώτα Παιδείας… Πνεύματος… και σαν του Κουίκ μια κότα
όταν βαριέται να τα κλει… ε τότε… μας τ’ αλλάζει…








“ΏΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ”

Πρώτοι σε ό,τι Υπομονή,
Κόπο κι Ευθύνη δε ζητά-
πρώτοι σε ό,τι κι αν βρεθεί
που δεν πληγώνει, δεν πονά.

Πρώτοι σε Κλείσιμο Ματιού
ή σ’ ένα Κλείσιμο Κουμπιού΄
σε μια Φωνή, σ’ ένα Λυγμό,
σ’ ένα στους Γιάνκηδες «θενκ γιου»…

Κι ύστατοι πάντα στην Τιμή,
σ’ Αξιοπρέπεια, σε Ντροπή,
στις Τέχνες, στον Πολιτισμό,
στην που Χρυσός είναι Σιωπή.

Στην «Ώρα» πρώτοι εμείς «της Γης»
γιατί Φανφάρες μόνο θέλει,
έναν Φτηνό Ενθουσιασμό
κι Άστοχα-κι όπου πάνε Βέλη.

Πρώτοι!.. Κι οι Ξένοι μας θωρούν
και από μέσα τους γελούν:
πρώτοι σε αρίθμητες Βλακείες
για ν’ ακουστούν δυο τρεις «κυρίες»!

Αλλά στης Χώρας μας την Ώρα
ύστατοι ως πάντοτε και τώρα:
δεν μας πειράζει κι αν χαθούμε
μον’ έξω! έξω! ν’ ακουστούμε…

ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΤΟΥ

Βασίλη κι αν ζωές χιλιάδες ζούσες
πάλι από Ποίηση δε θα νογούσες.
Είσαι μακριά απ’ της Ποίησης τα φώτα.
Στα Σκότη ακόμα νήχεσαι τα Πρώτα.

Κι ουτ’ από κει να βγεις έχεις ελπίδα.
Για σε δεν έχει σωτηρίας σανίδα.
Βαθιά χωμένος στην πεζότητα είσαι
και το αντίθετο ας προσποιείσαι.

Η Ποίηση θέλει Πνεύμα. Θέλει Βάθος.
Να την υπηρετείς θέλει με Πάθος.
Να Της χαρίσεις θέλει την ψυχή σου
και τότε μόνο θα γενεί δική σου.

Μα συ αλλού είσαι φίλε χαρισμένος.
Για όλα της Ποίησης είσ’ ένας ξένος.
Χάμου πατάς εσύ κι εγώ πετάω-
κι ενώ ψελλίζεις συ, εγώ τραγουδάω.

Μ’ αν ως, θαρρώ, δεν ξέρεις, μάθε ότι
κι οι δυο χρειαζόμαστε στην ανθρωπότη:
τη ζήση ο ένας μ’ άνθη να στολίζει
κι ο άλλος με μανία να τον βρίζει.

Είσαι το ερχόμενο. Θρασύ και λάλο,
που χαίρεται στη βία και στο σάλο.
Είμαι ο αποχωρών. Ζωή μου ήταν
σε κάθε αγώνα να κρατώ την ήττα.

Είσαι ο νέος. Ο πρίγκιπας της βιάσης.
Μεριάζω άνθρωπε νέε να περάσεις.
Μα θες δε θες στην άκρη εγώ του δρόμου
θα κάνω  το ταξίδι το δικό μου.








ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΛΟΓΚ ΤΟΥ

Γεια σου Βασίλη

Τα όσα μου σούρνεις ρούφηξα ως το τέλος.
Και ξέρεις τι θα πω: πως τα εγκρίνω.
Πως είν’ για μένα όλ’ αυτά  σα μέλι
και όχι-διόλου-σαν πικρό κινίνο.

Λοιπόν Βασίλη απ’ όσα μου ’χεις πει
χειρότερα μού πρέπουνε ακόμα
όμως από ευγένεια δεν τα λες
κι ας έρχονται στο νου σου και στο στόμα.

Πασκίζουμε κι οι δυο μας, στο λαό
να πούμε την που αυτός δε βλέπει αλήθεια:
πως όλα όσα γράφω είναι σαχλά
και ούτε για παιδάκια παραμύθια.

Μα δε φτουράμε μόνοι μας εμείς –
δυο είμαστε καημένε μου Βασίλη
κι είναι χιλιάδες όσοι μ’ αγαπούν
και λεν τραγούδια μου τα δυο τους χείλη.

Και απ’ αυτούς, εδώ ας αναφέρω
αυτούς η μνήμη μου που θα μου πει-
κι αν κάποιους ή και τίποτα ξεχάσω
μισή μισή με κείνο η ντροπή…

Ας πούμε να: εκείνους που ανεβάσαν
δύο θεατρικά μου στη σκηνή
(«Ειρήνη η Αθηναία», «Καραϊσκάκης»)
στη Νέα την Υόρκη την κλεινή.

Και στο νεόκοπο Λος Άντζελές μου,
ακόμα δυο μικρά  μονόπρακτά μου
(«“Όνειρο”» και «Βιασμός»),  που ότι θ’ ανέβουν
δεν το ’λεγα ούτε καν στα όνειρά μου.

Τον Αρχιεπίσκοπο της Αυστραλίας
-πρότυπο συνετού πατριδολάτρη-
που τον «Αλέξανδρό» μου έχει ανεβάσει
για των Ελλήνων-Αυστραλών την πάρτη.

(και που, πριν, μου ’γραψε να με ρωτήσει
αν είν’ αλήθεια όσα γράφω μέσα
ή λάχανα μονάχα και ντομάτες
για ν’ αποχτήσει μπούγιο η μπουγιαμπέσα).

Αυτούς που πέντε μου ’δωσαν βραβεία
για έργα ισάριθμα ποιητικά μου-
βραβεία χρηματικά κι όχι από κείνα
που ανέξοδα μοιράζουν εδώ χάμου

(κι εδώ μιλάμε φίλε γι Αμερκάνους
που το δολάριο δύσκολα, και βγάζουν,
όμως γι αυτό και που στην τσέπη χέρι
-οι γιάνκηδές μας- δύσκολα και βάζουν!..)

Το UCSB όπου στους φοιτητές του
συσταίνει τον «Ησίοδο» τον δικό μου
(και ειδικά το «Έργα» του «και Ημέρες»,
που είναι και σε μένα αγαπητό μου).

Εκείνους που την «ΠΌΡΝΗ» μου ζητάνε
για «σινεμά» να τηνε διασκευάσουν
…αλλά νομίζω δε θα τους τη δώσω
γιατί μπορεί και να μου την … χαλάσουν…

Το «Ρεύμα» το «Χριστιανικό» που έχει
χρυσοπληρώσει τη μετάφρασή μου
(δε φταίω εγώ-εκείνοι επιμέναν)
στα νέα ελληνικά της «ΓΕΝΕΣΗΣ» μου,

και τη μοιράζει ακριβά δεμένη
στους εν ταις ΗΠΑ έλληνες πιστούς του-
άψογο αλήθεια έργο, με ατσαλένιους
τους δεκαπεντασύλλαβους αρμούς του.

Α! Και κεινούς τους έλληνες τους τσίφτες
που κάποιο  που εξέδιδα προ χρόνων
περιοδικό (με εκατό σελίδες,
που όλη η ύλη του έμμετρη ήταν μόνον)-

τα «ΛΟΓΙΑ»- μόνος που έγραφα κι ως μέσα
στον Οίκο το Λευκό του ’φτανε η χάρη
(στο Στεφανόπουλο)-μα κι όπου κόσμου
ελληνικό εμύριζε ποδάρι,

τώρα το παίρνουν, το ξανατυπώνουν
και (καλά κάνουν!) το ξαναπουλάνε
(και φυσικά κι αυτοί που τ’ αγοράζουν
νομίζω θαυμαστές μου πως μετράνε).

Ό,τι χοντρό θυμήθηκα το είπα
κι αφήνω τα μικρά της κάθε μέρας
που την ψυχή χαρά γλυκιά γεμίζουν
καθώς μωρό τα χάδια της μητέρας.

(κι απ’ τα μικρά να! κι έρχονται στο νου μου
τ’ αμέτρητα τα στιχουργήματά μου
που κορνιζαρισμένα φιγουράρουν
σε τοίχους-από USA ως εδώ χάμου.)

Άλλα δε λέω, σεβόμενος το χώρο
που τόσο θέλεις άδειος  συ να μένει,
όσο ο δικός μου θέλω κάθε μέρα
να έχει μια κοιλιά σαν γκαστρωμένη.

Λοιπόν Βασίλη  γεια σου και χαρά σου,
όλα καλά να έρθουν στη ζωή σου
και σ’ ότι καταπιάνεσαι να έχεις
όση σου αξίζει βράβευση μαζί σου.
Αύριο θα με κοιμίσουν.
Αν ο θεός μίσος δε μου ’χει-
αν μπορώ σ’ αυτό να ελπίσω-
όσο κι αν οι ταλαντούχοι
οι γιατροί κι αν προσπαθήσουν
ας μη στέρξει να ξυπνήσω.











Φώτη
Δυο βδομάδες σήμερα κλείνω κρεβάτι- καρέκλα. Αντιφλεγμονώδη και αναλγητικά. Μπορώ σήμερα να πάω κουζίνα να φκιάσω κάτι να φάω. Ψώνια μου κάνει η Άντζυ.
Στο μεταξύ έξω με περιμένουν δουλειές-Ταχυδρομεία, Τράπεζες, Πρεσβείες, που δε γίνεται αν δεν πάω αυτοπρόσωπα.
Ήταν ευκαιρία για την Άντζυ να μου σκουπίσει το πάτωμα. Μου υποσχέθηκε αν είμαστε καλά το Πάσχα να μου συγυρίσει και το τραπέζι.
Προχτές μου έθεσε και αυτή το ζήτημα του θανάτου μου. Θυμάσαι το Χρήστο που ήθελε να με πάρει στην πατρίδα του να με περιποιείται η φιλενάδα του και που άρχισε τη συζήτηση με τη φράση «γιατρέ όταν πεθάνεις ποιος θα σε θάψει»;
Μου κάνει εντύπωση που κανείς και καμία δεν ρωτάει «να έρθω να σε περιποιούμαι όσο ζεις;»
Έτσι προχτές και η Άντζυ. Μου είπε, Γιώργο, εμείς στην πατρίδα μου όταν πεθάνει κάποιος που ζει μόνος του, μαζευόμαστε γυναίκες και τον κλαίμε. Πηγαίνουν στο σπίτι του γυναίκες από τα γύρω σπίτια με φαγητά και τρώνε όλοι μαζί στο διπλανό δωμάτιο, συγυρίζουνε το σπίτι του, και αν δεν έχει λεφτά για την κηδεία βάζουν λίγα ο καθένας για να κάνουν τα απαραίτητα για την ταφή. Εσένα ποιος θα σε κλάψει, ποιος θα σε φροντίσει και ποιος θα σε θάψει;  Το έχεις σκεφτεί;
Ήθελε πράγματι να μάθει. Ίσως από ενδιαφέρον, επειδή δεν βλέπει να έχω ανθρώπους γύρω μου που θα κάνουν όλα αυτά, ίσως και από περιέργεια.
Της είπα ότι εμείς είμαστε πολιτισμένοι και δεν έχουμε τέτοια. Πως όταν πεθάνει κανείς μόνος του σε ένα διαμέρισμα, όταν αυτό γίνει γνωστό με κάποιον τρόπο στους γύρω, τότε καλείται η αστυνομία και είναι δουλειά δική της τα παραπέρα.
Άρχισε να κλαίει.
Προσπάθησα να την κάνω να καταλάβει ότι όταν πεθάνω δεν έχει καμία σημασία για μένα τι θα γίνει το πτώμα μου.
Το κλάμα δυνάμωσε.
Θα ήθελα να της πω πως αυτό της το κλάμα μου είναι αρκετό και για το θανατό μου, μα δεν θα καταλάβαινε.
Στο ενδιαφέρον της για τον θάνατό μου διέκρινα και μια υποχρέωση που υπέκρυπτε για μένα, μιας και έχει μια σχετικά μακριά παρουσία στη ζωή μου.
Τη διαβεβαίωσα ότι δεν έχει καμία υποχρέωση για ότι γίνει από τη στιγμή που θα πεθάνω. Δεν ικανοποιήθηκε από αυτό και ήθελε να ακούσει ότι πριν πεθάνω θα κάνω θα κάνω κάτι ώστε να μην πεταχτεί το σώμα μου στα σκουπίδια από την αστυνομία.   
΄Έτσι της υποσχέθηκα πως θα πάω σε ένα γραφείο κηδειών και θα προπληρώσω για την απλούστερη κηδεία, που για μένα θα συνίσταται στο κουβάλημα στο διαμέρισμα ενός κουτιού όπου μέσα θα μπει η σορός μου, την οποία θα βγάλουν από το σπίτι. Αυτό για να μην έχει να κάνει τίποτα ο σπιτονοικοκύρης μου. Και από κει και πέρα ας κάνουν αυτοί ότι θέλουν με το άψυχο σώμα μου.
Η Άντζυ ησύχασε λίγο αν και ήτανε φανερό πως περίμενε περισσότερα.
Κατά τα άλλα τα ίδια. Τα σαλοσπίρ με φυλάνε από τη γιαουρτοποίηση του αίματός μου, τα αντιυπερτασικά από τα νεύρα του, οι στατίνες στήνουν ομηρικές μάχες κάθε μέρα με τη χοληστερίνη μου, τα αντιαλλεργικά διώχνουν την κοκκινίλα από το δέρμα μου, το ζιλορίκ μου σε όλες τις μάχες του νικημένο.
Δεν ξέρω γιατί ο θάνατος θλίβει τους περισσότερους ανθρώπους. Μη της Άντζυ εξαιρουμένης.
Φτώχεια, μοναξιά, αρρώστιες που μόνος σου αντιμετωπίζεις, δεν κάνουν το θάνατο μια σωτήρια διεξοδο και ταυτόχρονα μια πλουσιοπάροχη ανταμοιβή;
Εγώ απαντάω ναι.
Όταν η ζωή είναι μια εγκατάλειψη, ένα ξεγέλασμα, μια λοιδωρία, μια ταλαιπωρία, ένας δρόμος στρωμένος μόνο με αγκάθια χωρίς ούτε ένα τριαντάφυλλο, μια απόρριψη, τότε ένα πανδοχείο δεν είναι το τέλος όλων αυτών; Δεν είναι ένα αγαθό μετά από τόσα άσχημα;
Εγώ νομίζω ακόμα ότι πρέπει να επιδιώκουν οι άνθρωποι μια τέτοια ζωή. Κοπιώδη. Τα αγαθά κόποις κτώνται. Ποιος κερδίζει κάτι αν δεν κοπιάσει για την απόκτησή του, αν δεν δώσει το ανάλογο αντάλλαγμα γι αυτό;
Μια ζωή για ένα θάνατο δεν είναι δίκαιη ανταλλαγή;
Θέλει πολύν πόνο και μεγάλες θυσίες η κατάκτηση της ευτυχίας. Και όσο περισσότερο κοπιάζεις γι αυτήν-για το θάνατο-, τόσο μεγαλύτερη δεν θα είναι και η απολαυσή της όταν έρθει;
Σκέψου Φώτη πώς νιώθεις όταν αναρρώνεις από μακριά ασθένεια. Δεν είσαι αλαφρός σαν πουλί; Και φαντάσου όλα αυτά που πέρασες στο κρεβάτι του πόνου, πολλαλασιασμένα επί τόσες και τόσες φορές περισσότερο πόνο και δυστυχία-δε θα είναι αφάνταστα μεγαλύτερη τότε η χαρά και η ευωχία του θανάτου; Και μάλιστα παντοτινή πια;
Και μετά από τη ζωή δεν είναι που έρχεται ο θάνατος; 
Όλα δεν ισορροπούν τελικά στον κόσμο;
Γλυκύτερος δεν είναι ο ύπνος μετά από κούραση παρά από μια μέρα τεμπελιάς;
Θυμήσου το ανέκδοτο για κείνον που τα παπούτσια του τον έκοβαν μα δεν τα άλλαζε γιατί όταν πήγαινε στο σπίτι και τα έβγαζε θα ένιωθε ευτυχής! Ο θάνατος δεν είναι το σπίτι του ανθρώπου  μετά την περιπλάνηση της ημέρας-ζωής;











ΤΡΟΜΟΣ

Όταν μιλούν οι άνθρωποι τρομάζει.
Βλήματα γι αυτόν οι λέξεις
και ο λόγος
όπλο εκηβόλο από τα τελειότερα.

Και σκέφτεται:
«Μη τόσο αρχέγονος εγώ έχω μείνει
κι η κατοικία μου το άναρθρο είναι;
Και όμως
οι κραυγές προτιμότερες θα ήσαν
να τραβούν ίσια στον αρχαίο ορίζοντα: 
ένας ψίθυρος για την αγάπη,
ένας γρυλισμός συγνώμης για τη χαρά,
 μια οιμωγή για το αύριο,
αντίς τα στρογγυλεμένα
πληγές γεμάτα λόγια
που την ψυχή πάντοτε βρίσκουν.
Έτσι και ο μέσα μας ουρανός δεν θα μάτωνε
Και το δαχτυλίδι της ευτυχίας μας
θα το φορούσαμε ακόμα
καθώς οι ζέβρες τις γραμμώσεις τους
και την περφάνια τους οι αετοί.»


















































































































Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 9:10 μ.μ.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΌ ΑΔΙΈΞΟΔΟ

Ανοίγω το ραδιόφωνο
ακούω ψαλμουδιές.
Το κλείνω. Λέω αργότερα
κάτι θα βρω ορισμένως.

…Το ξανανοίγω- μα για γκολ
ακούω και κλωτσιές
και για κυνήγι μου μιλούν
με πάθος και με μένος.

Με μπάλα και με ψαλμουδιές
τα ερτζιανά γεμάτα.
Ύμνοι, λιβάνια και φουτμπόλ
το ράδιο μου αλώνουν 

και μεταξύ τους όλα αυτά
φτιάχνουνε μια σαλάτα,
που τ’ άντερά σου, αν τη φας,
θλιμμένα σε μαλώνουν.

Η μοίρα το ’χει φαίνεται
της άμοιρης Ελλάδας
να μην αντέχουν σοβαρό
τίποτα οι κάτοικοί της

και με μανία και βουλιμιά
να τρώνε φασουλάδα
ενώ φαγιά λαχταριστά
γεμάτος ο πλανήτης.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 8:53 μ.μ.
   ΕΥΣΕΒΕΊΣ ΠΌΘΟΙ

Να ’τανε λέει άλλη εποχή
και να ’ταν η ανθρωπότητα
ο αντίποδας αυτής εδώ-
να είχε άλλη ταυτότητα.

Καλή να λογιζότανε
η χώρα όπου κλέφτες
όλοι της είναι οι βουλευτές
κι άθλιοι και θεομπαίχτες…

Ω! Τότε πρώτη η χώρα μας 
θα ήτανε στην Πλάση
και θα ’χε μίλια του ντουνιά
τις χώρες ξεπεράσει.

Βραβεία να εδίνονταν
όχι στην εργασία
μα στην κατακρινόμενη
σήμερα οκνηρία...

Τότε βραβείων ευγενών
θα σώριαζε η πατρίδα μας
στην απλωμένη που κοντά
θα σάπιζαν αρίδα μας!

Κι αν Νόμπελ απονέμονταν
για την καταστροφή,
τότε αυτό που έλαβε
η σεφέρεια «Στροφή»

θα σκούσε κάτω από σωρούς
αμέτρητων βραβείων
που θα βραβεύαν τον δεινόν
ολέθριόν μας βίον.

Και τότε η Κρίση θα ’τανε
το μέγα καύχημά μας
που τ’ άλλα θα επισκίαζε
στραβά κι ανάποδά μας.













30 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΨΗΣ

Ίχνος χωρίς επάρσεως ή μεγαληγορίας
λέω πως στης ανθρώπινης της γης μας ιστορίας
βραβείο αντισύλληψης εις την Ελλάδα πρέπει-
τιμή όπου καθ’ έλληνος βεβαίως την κούτρα τέρπει…

Και να πώς δικαιολογεί αυτή του την απόφανση
ο νους που οι γονέοι μου αθέλητα μου εδώκασι,
πώς δηλαδή η πατρίδα μας-πράγμα μοναδικό-
ειν’ η ίδια εν' αξεπέραστο αντισυλληπτικό:

Συνέλαβε κανένανε ποτέ της «τρομοκράτη»
(πλην όσων κάρφος μπήκανε στο ίδιο της το μάτι);
Συνέλαβε ποτέ υπουργό ή βουλευτή, τουτέστι
εκείνους που ληστεύοντας κάνουν Χριστός Ανέστη;

Συνέλαβε ποτέ αυτή καναν καταχραστή
όπου του κράτους το ψαχνό έχει σφετεριστεί;
Τους κλέφτες μη συνέλαβε Βατοπεδίου και Ζήμενς
που αποτρόπαιες ξυπνούν, σ’ όσους γνωρίζουν, μνήμες;

Τους αίτιους συνέλαβε των αυτοκτονιών
που αιτία θρήνου έγιναν παιδιών τε και γονιών,
ή εκείνους που μας έβαλαν στο φονικό Μνημόνιο-
να τους στριμώξει στη στενή να τους ποτίσει κώνειο;

Ή μη καμιά συνέλαβε της προκοπής ιδέα
που στον εαυτό της να ’δινε κάποια ελπίδα νέα-
ή σχέδιο ένα μακρόπνοο που να υπόσχεται ότι
της Μέρκελ δεν θα ήτανε πικρό το καταπότι;

Τους φοροκλέφτες τσίμπησε να τους ταρακουνήσει
κλέψιμο φόρων άλλοτε κανείς να μην τολμήσει;
…Και βέβαια δεν συνέλαβε τον ίδιο τον εαυτό της
για να μην ντρέπεται γι αυτήν η δόλια η ανθρωπότης!..

Και ολ’ αυτά η πατρίδα μας καλά τα καταφέρνει
όχι με αντισυλληπτικά μέτρα που τάχα παίρνει,
μα διότι όντας ελαφριά, τόσο αεροβατεί,
που ’χει από ακτίνες κοσμικές για πάντα στειρωθεί.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 7:44 π.μ.
Δευτέρα, 28 Μαρτίου 2016
Η Παλμύρα καταστράφηκε από τους Τζιχαντιστές.
Και η «πολιτισμένη» ανθρωπότητα χύνει ταρτούφικα και κροκοδείλια δάκρυα.
Γιατί;
Τι αξία έχει η αγάπη για τ’ αγάλματα  όταν ο άνθρωπος μισεί τον ζωντανό διπλανό του άνθρωπο;
Τι αξία έχει ο σεβασμός του ανθρώπου για τα μάρμαρα όταν αυτός δεν σέβεται τον συνάνθρωπό του;
Κι αυτή η Ουνέσκο τι πράμα είναι που  τα μάρμαρα χαρακτηρίζει πολιτιστικές κληρονομιές για την ανθρωπότητα και όχι την ευγένεια, την αξιοπρεπή διαβίωση, την ελευθερία του ζωντανού ανθρώπου;
Και δεν καθιστούν τα παραπάνω επαινετή και καλόδεχτη την κατεδάφιση όποιου «πολιτιστικού» αριστουργήματος, όταν αυτή έρχεται να στρέψει τη σκέψη και την προσοχή του ανθρώπου, όχι προς το δεξιοτεχνικό, το εξαίσιο, το έξοχο, το εκπληκτικό, το καλλιτεχνικό, το επιτυχημένο μιας κατασκευής παρά προς το κακότεχνο, το φριχτό, το απαίσιο, το άθλιο, το απαράδεκτο του κατασκευαστή;











ΑΛΛΑΓΗ ΩΡΑΣ

Τα ρολόγια θα πάνε μπροστά
μία ώρα
λες και χρόνο πολύ μας χρωστά
τούτη η χώρα.

Μία ώρα πιο αργά θα ξυπνά
ο λαός μας
κι ο καιρός πιο γοργά θα περνά
ο κακός μας.

Μα η ώρα ή πάει μπροστά
ή πάει πίσω
τα γυμνά μου εγώ πάλι οστά
θα μετρήσω-

πάλι ο ήλιος θα εκπέμπει καυτά
φωτοβέλη
και τις ώρες χωρίς να μετρά
θ' ανατέλλει.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 9:54 μ.μ.
Πέντε πρωί. Ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου. Το δίπλα μου ραδιόφωνο μιλάει για μονοπάτια για περπάτημα, για καταφύγια, για ορεινές διαδρομές του Ταύγετου. Το ακούω σαν μέσα σε όνειρο. Κι ο νους από μια λέξη που ακούει φέρνει στη θύμηση, θολή ακόμα απ’ του Μορφέα τη ραστώνη πρόσωπα, ιδέες, πράγματα, μοίρες και κατάντιες.
Κι ακούω Λογγανίκο και Λογγάστρα. Και προβαίνει ο παππούς μου και μιλάει στο μεσημεριανό τραπέζι για τις δουλειές που έχει πάρει στα δυο χωριά, για βρύσες και σωληνώσεις και για έργα κοινοτικά της δουλειάς του. Και «Λογγ» και «Λογγ» ωραία ακούγονται μες στο σκοτάδι, καθώς με του παππού την παιχνιδιάρικη  καρδιά ταιριάζουνε.
Και έρχεται το μοίρασμα στους γείτονες απ’ τον παππού κάθε χρονιά των σταφυλιών απ΄τις κληματαριές που τις βαραίναν οι καρποί τους. Και έρχεται το μαγαζί του στο κέντρο της πόλης και ο Καραμπίνης, συνεργάτης του στη δουλειά, κουμουνιστής, που δεν υπόγραφε και τόνε φυλακίζαν κάθε τόσο. Και να και οι «κούκλες» που έπαιζε με τα παιδάκια γέρος άνθρωπος αυτός, ο παππούς: βαφτίσια και παντρολογήματα ανάμεσα σε κούκλες, εκεί, στον κήπο του σπιτιού, στη Σπάρτη, τον κήπο τον γεμάτο με δέντρα ευλογημένα. Και τα κουφέτα που συνόδευαν τον κάθε γάμο ή βάφτισμα, να είναι εκείνα που τα αγόρια μόνον γι αυτά γνοιάζονταν παρά για γάμους και βαφτίσια.
Ο κήπος! Ένας μικρός παράδεισος για το μικρό παιδί. Σταφύλια σαν εκείνα της Χαναάν, που έκαναν το Μωυσή όταν τα είδε, να αποφασίσει την κατάκτησή της, πορτοκαλιές με τα χρυσά των Εσπερίδων μήλα, μανταρινιές σπιρτόζες, ροδιές με τα πολύσπερμά τους θαύματα, μια καϊσιά ψηλή, δώρο της Κίνας στους ανθρώπους, με αμέτρητους επάνω της καρπούς μελένιους και με μια σκάλα-μόνο για μένα λες μόνιμα επάνω της ακουμπισμένη.
Κι ακούω Τρύπη. Το υδραγωγείο της το είχε φτιάξει ο παππούς. Για τη δουλειά του αυτή όπως και για άλλες πληρώνονταν καλά με είδος περισσότερο παρά με χρήμα. Γι αυτό γεμάτες ήτανε οι αποθήκες του σπιτιού με λάδι, σταφίδες, μαρμελάδες, ξηρούς καρπούς, συντηρημένα τρόφιμα και ό,τι άλλο χρειαζούμενο.
Κι ακούω Κάστορας ποταμός. Και έρχεται μπροστά μου ο Δίας ο νεφεληγερέτης αγκαλιά με τη Λήδα, κι έρχεται η ωραία Ελένη κλεμμένη απ’ το Θησέα για να την παντρευτεί.
Και να κι ο Πάρις και ο πόλεμος της Τροίας.
Κι ακούω Καστόρι, το χωριό στη μνήμη του Διογέννητου του Κάστορα.
Κι ακούω για ψωμί φρυγανισμένο ποτισμένο με αγουρόλαδο που τρέχει ποταμός από της Σπάρτης τα λιοτρίβια.
Και να κι η Σπάρτη ένας παράδεισος για ένα παιδί που σ’ αυτήν γεννήθηκε, τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα ’ζησε σ’ αυτήν, και που εκείνη ήταν γι αυτόν σπίτι και λίκνο και ζεστασιά και φιλία και ξέγνοιαστη ζωή. Και το παράπονο: Γιατί να φύγει από κει; Ποια μοίρα τον έστειλε σε πόλεις-Κόλασες  να ζήσει;
Η Κούλα, τον έπαιρνε στο σπίτι της, δυο χρονών παιδάκι, τα καλοκαίρια που ο ήλιος έσφυζε από δύναμη, και τόνε κάθιζε στο πρεβάζι του χαμηλού παράθυρου του σπιτιού της. Εκεί έκοβε κρύο καρπούζι σε κομμάτια και προβάλλοντας το πιρούνι με καρφωμένο στην άκρη του ένα κομματάκι από τον λαχταριστό καρπό, έλεγε στο παιδί κρατώντας μπρος στο στόμα του το λαχταριστό φρούτο: Πες ζήτω ο βασιλιας!-τι άλλο θα του ζήταγαν να πει στη Σπάρτη τη βασιλογέννητη και βασιλοθρεμμένη; Και το παιδί έλεγε ζήτω ο βασιλιάς και για αμοιβή του το καρπούζι εύφραινε το διψασμένο στόμα του.
Και με πνίγουν και με ζαλίζουνε οι θύμησες και μισοξύπνιος ονειρεύομαι το όνειρο. Το φίλο των πρώτων χρόνων της ζωής μου τον Κωστάκη, την αδερφή του την Ελένη, πιστό αντίγραφο της τότε Ελένης του Μενέλαου ή του Πάρι, τις βεγγέρες τα βράδια του καλοκαιριού, τα παραμύθια, τα… τις… τον… για όποιο γένος και για όποια πτώση, πλήθος οι θύμησες οι αξέχαστες. Και λέω μέσα μου να γράψω για όλα αυτά όταν σηκωθώ. Και για να μην ξεχάσω όσα να γράψω έχω, μένω ξάγρυπνος. Μα απ’ την ανάγκη να βγει από μέσα μου λίγο έστω κι απ’ αυτό το βάρος, σηκώνομαι και ώρα έξι το πρωί γράφω. Κι ύστερα δεν πετάω ότι έγραψα γιατί της επικοινωνίας η κατάρα, που τόσα δεινά έχει σωρέψει στην ανθρωπότητα, μου στριγγλίζει να τα βγάλω κι αυτά στην αγορά. Στην αγορά, όπου σαν να ’ναι ο καθείς ένας pack rat, φορτώνεται με τόσα πράγματα άχρηστα, ώσπου στο τέλος δεν μπορεί να κουβαλήσει ούτε τα περιττά κι ανώφελα δικά του. Και που τέλος παραδίνεται στο Χάος σαν άδειο ένα σακί και σαν αστείο άθυρμα, όπως της συναναστροφής και της κοινωνικότητας τα ολέθρια πλοκάμια τον έχουν καταντήσει.






ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ

Βασιλείς του Βελγίου: "Αυτές οι πράξεις είναι φρικτές και έργα δειλών".
Πρωθυπουργός του Βελγίου: "...άνανδρη επίθεση..."

Καλά λένε οι βασιλείς και ο πρωθυπουργός.  Αν οι βομβιστές ήσαν θαρραλέοι θα είχαν ενημερώσει πριν τις αρμόδιες αρχές. Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να έχουν κάνει μια ανακοίνωση όπως η πιο κάτω ας πούμε:
«ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΑΔΕ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ
Προς την Αστυνομία και το Στρατό του Βελγίου και πάντα ενδιαφερόμενο.
Την εικοστήν δευτέραν του μηνός Μαρτίου ενεστώτος έτους και ώραν οκτώ και τριάντα πρωινήν, θέλει επιχειρηθεί υπό της Οργανώσεώς μας επίθεση με βόμβες στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών και στους τάδε και τάδε σταθμούς του Μετρό της ίδιας πόλης.
Θα επιχειρήσουν δύο άτομα, αμφότεροι άρρενες. Ο εις εξ αυτών θα φέρει περούκαν πλουσίας ξανθής κόμης και θα φορεί χακί τζάκετ. Ύψος ένα μέτρο και εβδομήκοντα τρία εκατοστά, αδύνατος. Αυτός θα φέρει την βόμβαν εντός σάκου χρώματος κιτρίνου.
Ο έτερος επιχειρών θα μεταφέρει την βόμβαν εντός συρομένης βαλίτσας χρώματος καφέ και θα κρατεί ανθοδέσμην εις το αριστερό του χέρι. 
Ευελπιστούντες δια μίαν έντιμον αντιπαράθεσιν μετά της Βελγικής Αστυνομίας και ενδεχομένως των στρατιωτικών δυνάμεων άτινας η κυβέρνησις ήθελεν διατάξει απέναντι ημών κατά την διάρκειαν της αποπείρας μας, διατελούμεν μετά τιμής
(ακολουθούν σφραγίδες και υπογραφές της Οργάνωσης)»
Αυτό θα περίμενε ο βασιλεύς ώστε μία βομβιστική επίθεση να μην είναι έργο δειλών;
Ε πια!
ΏΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ ΏΡΑ ΒΟΥΛΉΣ!

«Για μία ώρα η Βουλή θα μείνει στο σκοτάδι.»
Ε τι; Για νέο μας το λεν; Διακόσα χρόνια τώρα
μέσα στο σκότος ζει αυτή και πλέκει μες στο βράδυ
αντάμα σκοτεινιάζοντας κι ολόκληρη τη χώρα.

Απ’ τη στιγμή που φτιάχτηκε, στο Μαύρο είναι κρυμμένη.
Ψυχή ολόμαυρη έχουνε οι βουλευτές της όλοι,
μαύρο μυαλό, μαύρα όνειρα, στα μαύρα είναι ντυμένοι
και χρήμα μαύρο κουβαλούν στο μαύρο πορτοφόλι.

Άκου θα κλείσει η Βουλή βράδυ οχτώ τα φώτα!
Μα κλειώντας φώτα ολοζωής εκείνη διασκεδάζει:
φώτα Παιδείας… Πνεύματος… και σαν του Κουίκ μια κότα
όταν βαριέται να τα κλει… ε τότε… μας τ’ αλλάζει…








“ΏΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ”

Πρώτοι σε ό,τι Υπομονή,
Κόπο κι Ευθύνη δε ζητά-
πρώτοι σε ό,τι κι αν βρεθεί
που δεν πληγώνει, δεν πονά.

Πρώτοι σε Κλείσιμο Ματιού
ή σ’ ένα Κλείσιμο Κουμπιού΄
σε μια Φωνή, σ’ ένα Λυγμό,
σ’ ένα στους Γιάνκηδες «θενκ γιου»…

Κι ύστατοι πάντα στην Τιμή,
σ’ Αξιοπρέπεια, σε Ντροπή,
στις Τέχνες, στον Πολιτισμό,
στην που Χρυσός είναι Σιωπή.

Στην «Ώρα» πρώτοι εμείς «της Γης»
γιατί Φανφάρες μόνο θέλει,
έναν Φτηνό Ενθουσιασμό
κι Άστοχα-κι όπου πάνε Βέλη.

Πρώτοι!.. Κι οι Ξένοι μας θωρούν
και από μέσα τους γελούν:
πρώτοι σε αρίθμητες Βλακείες
για ν’ ακουστούν δυο τρεις «κυρίες»!

Αλλά στης Χώρας μας την Ώρα
ύστατοι ως πάντοτε και τώρα:
δεν μας πειράζει κι αν χαθούμε
μον’ έξω! έξω! ν’ ακουστούμε…

ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΤΟΥ

Βασίλη κι αν ζωές χιλιάδες ζούσες
πάλι από Ποίηση δε θα νογούσες.
Είσαι μακριά απ’ της Ποίησης τα φώτα.
Στα Σκότη ακόμα νήχεσαι τα Πρώτα.

Κι ουτ’ από κει να βγεις έχεις ελπίδα.
Για σε δεν έχει σωτηρίας σανίδα.
Βαθιά χωμένος στην πεζότητα είσαι
και το αντίθετο ας προσποιείσαι.

Η Ποίηση θέλει Πνεύμα. Θέλει Βάθος.
Να την υπηρετείς θέλει με Πάθος.
Να Της χαρίσεις θέλει την ψυχή σου
και τότε μόνο θα γενεί δική σου.

Μα συ αλλού είσαι φίλε χαρισμένος.
Για όλα της Ποίησης είσ’ ένας ξένος.
Χάμου πατάς εσύ κι εγώ πετάω-
κι ενώ ψελλίζεις συ, εγώ τραγουδάω.

Μ’ αν ως, θαρρώ, δεν ξέρεις, μάθε ότι
κι οι δυο χρειαζόμαστε στην ανθρωπότη:
τη ζήση ο ένας μ’ άνθη να στολίζει
κι ο άλλος με μανία να τον βρίζει.

Είσαι το ερχόμενο. Θρασύ και λάλο,
που χαίρεται στη βία και στο σάλο.
Είμαι ο αποχωρών. Ζωή μου ήταν
σε κάθε αγώνα να κρατώ την ήττα.

Είσαι ο νέος. Ο πρίγκιπας της βιάσης.
Μεριάζω άνθρωπε νέε να περάσεις.
Μα θες δε θες στην άκρη εγώ του δρόμου
θα κάνω  το ταξίδι το δικό μου.








ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΛΟΓΚ ΤΟΥ

Γεια σου Βασίλη

Τα όσα μου σούρνεις ρούφηξα ως το τέλος.
Και ξέρεις τι θα πω: πως τα εγκρίνω.
Πως είν’ για μένα όλ’ αυτά  σα μέλι
και όχι-διόλου-σαν πικρό κινίνο.

Λοιπόν Βασίλη απ’ όσα μου ’χεις πει
χειρότερα μού πρέπουνε ακόμα
όμως από ευγένεια δεν τα λες
κι ας έρχονται στο νου σου και στο στόμα.

Πασκίζουμε κι οι δυο μας, στο λαό
να πούμε την που αυτός δε βλέπει αλήθεια:
πως όλα όσα γράφω είναι σαχλά
και ούτε για παιδάκια παραμύθια.

Μα δε φτουράμε μόνοι μας εμείς –
δυο είμαστε καημένε μου Βασίλη
κι είναι χιλιάδες όσοι μ’ αγαπούν
και λεν τραγούδια μου τα δυο τους χείλη.

Και απ’ αυτούς, εδώ ας αναφέρω
αυτούς η μνήμη μου που θα μου πει-
κι αν κάποιους ή και τίποτα ξεχάσω
μισή μισή με κείνο η ντροπή…

Ας πούμε να: εκείνους που ανεβάσαν
δύο θεατρικά μου στη σκηνή
(«Ειρήνη η Αθηναία», «Καραϊσκάκης»)
στη Νέα την Υόρκη την κλεινή.

Και στο νεόκοπο Λος Άντζελές μου,
ακόμα δυο μικρά  μονόπρακτά μου
(«“Όνειρο”» και «Βιασμός»),  που ότι θ’ ανέβουν
δεν το ’λεγα ούτε καν στα όνειρά μου.

Τον Αρχιεπίσκοπο της Αυστραλίας
-πρότυπο συνετού πατριδολάτρη-
που τον «Αλέξανδρό» μου έχει ανεβάσει
για των Ελλήνων-Αυστραλών την πάρτη.

(και που, πριν, μου ’γραψε να με ρωτήσει
αν είν’ αλήθεια όσα γράφω μέσα
ή λάχανα μονάχα και ντομάτες
για ν’ αποχτήσει μπούγιο η μπουγιαμπέσα).

Αυτούς που πέντε μου ’δωσαν βραβεία
για έργα ισάριθμα ποιητικά μου-
βραβεία χρηματικά κι όχι από κείνα
που ανέξοδα μοιράζουν εδώ χάμου

(κι εδώ μιλάμε φίλε γι Αμερκάνους
που το δολάριο δύσκολα, και βγάζουν,
όμως γι αυτό και που στην τσέπη χέρι
-οι γιάνκηδές μας- δύσκολα και βάζουν!..)

Το UCSB όπου στους φοιτητές του
συσταίνει τον «Ησίοδο» τον δικό μου
(και ειδικά το «Έργα» του «και Ημέρες»,
που είναι και σε μένα αγαπητό μου).

Εκείνους που την «ΠΌΡΝΗ» μου ζητάνε
για «σινεμά» να τηνε διασκευάσουν
…αλλά νομίζω δε θα τους τη δώσω
γιατί μπορεί και να μου την … χαλάσουν…

Το «Ρεύμα» το «Χριστιανικό» που έχει
χρυσοπληρώσει τη μετάφρασή μου
(δε φταίω εγώ-εκείνοι επιμέναν)
στα νέα ελληνικά της «ΓΕΝΕΣΗΣ» μου,

και τη μοιράζει ακριβά δεμένη
στους εν ταις ΗΠΑ έλληνες πιστούς του-
άψογο αλήθεια έργο, με ατσαλένιους
τους δεκαπεντασύλλαβους αρμούς του.

Α! Και κεινούς τους έλληνες τους τσίφτες
που κάποιο  που εξέδιδα προ χρόνων
περιοδικό (με εκατό σελίδες,
που όλη η ύλη του έμμετρη ήταν μόνον)-

τα «ΛΟΓΙΑ»- μόνος που έγραφα κι ως μέσα
στον Οίκο το Λευκό του ’φτανε η χάρη
(στο Στεφανόπουλο)-μα κι όπου κόσμου
ελληνικό εμύριζε ποδάρι,

τώρα το παίρνουν, το ξανατυπώνουν
και (καλά κάνουν!) το ξαναπουλάνε
(και φυσικά κι αυτοί που τ’ αγοράζουν
νομίζω θαυμαστές μου πως μετράνε).

Ό,τι χοντρό θυμήθηκα το είπα
κι αφήνω τα μικρά της κάθε μέρας
που την ψυχή χαρά γλυκιά γεμίζουν
καθώς μωρό τα χάδια της μητέρας.

(κι απ’ τα μικρά να! κι έρχονται στο νου μου
τ’ αμέτρητα τα στιχουργήματά μου
που κορνιζαρισμένα φιγουράρουν
σε τοίχους-από USA ως εδώ χάμου.)

Άλλα δε λέω, σεβόμενος το χώρο
που τόσο θέλεις άδειος  συ να μένει,
όσο ο δικός μου θέλω κάθε μέρα
να έχει μια κοιλιά σαν γκαστρωμένη.

Λοιπόν Βασίλη  γεια σου και χαρά σου,
όλα καλά να έρθουν στη ζωή σου
και σ’ ότι καταπιάνεσαι να έχεις
όση σου αξίζει βράβευση μαζί σου.
Αύριο θα με κοιμίσουν.
Αν ο θεός μίσος δε μου ’χει-
αν μπορώ σ’ αυτό να ελπίσω-
όσο κι αν οι ταλαντούχοι
οι γιατροί κι αν προσπαθήσουν
ας μη στέρξει να ξυπνήσω.











Φώτη
Δυο βδομάδες σήμερα κλείνω κρεβάτι- καρέκλα. Αντιφλεγμονώδη και αναλγητικά. Μπορώ σήμερα να πάω κουζίνα να φκιάσω κάτι να φάω. Ψώνια μου κάνει η Άντζυ.
Στο μεταξύ έξω με περιμένουν δουλειές-Ταχυδρομεία, Τράπεζες, Πρεσβείες, που δε γίνεται αν δεν πάω αυτοπρόσωπα.
Ήταν ευκαιρία για την Άντζυ να μου σκουπίσει το πάτωμα. Μου υποσχέθηκε αν είμαστε καλά το Πάσχα να μου συγυρίσει και το τραπέζι.
Προχτές μου έθεσε και αυτή το ζήτημα του θανάτου μου. Θυμάσαι το Χρήστο που ήθελε να με πάρει στην πατρίδα του να με περιποιείται η φιλενάδα του και που άρχισε τη συζήτηση με τη φράση «γιατρέ όταν πεθάνεις ποιος θα σε θάψει»;
Μου κάνει εντύπωση που κανείς και καμία δεν ρωτάει «να έρθω να σε περιποιούμαι όσο ζεις;»
Έτσι προχτές και η Άντζυ. Μου είπε, Γιώργο, εμείς στην πατρίδα μου όταν πεθάνει κάποιος που ζει μόνος του, μαζευόμαστε γυναίκες και τον κλαίμε. Πηγαίνουν στο σπίτι του γυναίκες από τα γύρω σπίτια με φαγητά και τρώνε όλοι μαζί στο διπλανό δωμάτιο, συγυρίζουνε το σπίτι του, και αν δεν έχει λεφτά για την κηδεία βάζουν λίγα ο καθένας για να κάνουν τα απαραίτητα για την ταφή. Εσένα ποιος θα σε κλάψει, ποιος θα σε φροντίσει και ποιος θα σε θάψει;  Το έχεις σκεφτεί;
Ήθελε πράγματι να μάθει. Ίσως από ενδιαφέρον, επειδή δεν βλέπει να έχω ανθρώπους γύρω μου που θα κάνουν όλα αυτά, ίσως και από περιέργεια.
Της είπα ότι εμείς είμαστε πολιτισμένοι και δεν έχουμε τέτοια. Πως όταν πεθάνει κανείς μόνος του σε ένα διαμέρισμα, όταν αυτό γίνει γνωστό με κάποιον τρόπο στους γύρω, τότε καλείται η αστυνομία και είναι δουλειά δική της τα παραπέρα.
Άρχισε να κλαίει.
Προσπάθησα να την κάνω να καταλάβει ότι όταν πεθάνω δεν έχει καμία σημασία για μένα τι θα γίνει το πτώμα μου.
Το κλάμα δυνάμωσε.
Θα ήθελα να της πω πως αυτό της το κλάμα μου είναι αρκετό και για το θανατό μου, μα δεν θα καταλάβαινε.
Στο ενδιαφέρον της για τον θάνατό μου διέκρινα και μια υποχρέωση που υπέκρυπτε για μένα, μιας και έχει μια σχετικά μακριά παρουσία στη ζωή μου.
Τη διαβεβαίωσα ότι δεν έχει καμία υποχρέωση για ότι γίνει από τη στιγμή που θα πεθάνω. Δεν ικανοποιήθηκε από αυτό και ήθελε να ακούσει ότι πριν πεθάνω θα κάνω θα κάνω κάτι ώστε να μην πεταχτεί το σώμα μου στα σκουπίδια από την αστυνομία.   
΄Έτσι της υποσχέθηκα πως θα πάω σε ένα γραφείο κηδειών και θα προπληρώσω για την απλούστερη κηδεία, που για μένα θα συνίσταται στο κουβάλημα στο διαμέρισμα ενός κουτιού όπου μέσα θα μπει η σορός μου, την οποία θα βγάλουν από το σπίτι. Αυτό για να μην έχει να κάνει τίποτα ο σπιτονοικοκύρης μου. Και από κει και πέρα ας κάνουν αυτοί ότι θέλουν με το άψυχο σώμα μου.
Η Άντζυ ησύχασε λίγο αν και ήτανε φανερό πως περίμενε περισσότερα.
Κατά τα άλλα τα ίδια. Τα σαλοσπίρ με φυλάνε από τη γιαουρτοποίηση του αίματός μου, τα αντιυπερτασικά από τα νεύρα του, οι στατίνες στήνουν ομηρικές μάχες κάθε μέρα με τη χοληστερίνη μου, τα αντιαλλεργικά διώχνουν την κοκκινίλα από το δέρμα μου, το ζιλορίκ μου σε όλες τις μάχες του νικημένο.
Δεν ξέρω γιατί ο θάνατος θλίβει τους περισσότερους ανθρώπους. Μη της Άντζυ εξαιρουμένης.
Φτώχεια, μοναξιά, αρρώστιες που μόνος σου αντιμετωπίζεις, δεν κάνουν το θάνατο μια σωτήρια διεξοδο και ταυτόχρονα μια πλουσιοπάροχη ανταμοιβή;
Εγώ απαντάω ναι.
Όταν η ζωή είναι μια εγκατάλειψη, ένα ξεγέλασμα, μια λοιδωρία, μια ταλαιπωρία, ένας δρόμος στρωμένος μόνο με αγκάθια χωρίς ούτε ένα τριαντάφυλλο, μια απόρριψη, τότε ένα πανδοχείο δεν είναι το τέλος όλων αυτών; Δεν είναι ένα αγαθό μετά από τόσα άσχημα;
Εγώ νομίζω ακόμα ότι πρέπει να επιδιώκουν οι άνθρωποι μια τέτοια ζωή. Κοπιώδη. Τα αγαθά κόποις κτώνται. Ποιος κερδίζει κάτι αν δεν κοπιάσει για την απόκτησή του, αν δεν δώσει το ανάλογο αντάλλαγμα γι αυτό;
Μια ζωή για ένα θάνατο δεν είναι δίκαιη ανταλλαγή;
Θέλει πολύν πόνο και μεγάλες θυσίες η κατάκτηση της ευτυχίας. Και όσο περισσότερο κοπιάζεις γι αυτήν-για το θάνατο-, τόσο μεγαλύτερη δεν θα είναι και η απολαυσή της όταν έρθει;
Σκέψου Φώτη πώς νιώθεις όταν αναρρώνεις από μακριά ασθένεια. Δεν είσαι αλαφρός σαν πουλί; Και φαντάσου όλα αυτά που πέρασες στο κρεβάτι του πόνου, πολλαλασιασμένα επί τόσες και τόσες φορές περισσότερο πόνο και δυστυχία-δε θα είναι αφάνταστα μεγαλύτερη τότε η χαρά και η ευωχία του θανάτου; Και μάλιστα παντοτινή πια;
Και μετά από τη ζωή δεν είναι που έρχεται ο θάνατος; 
Όλα δεν ισορροπούν τελικά στον κόσμο;
Γλυκύτερος δεν είναι ο ύπνος μετά από κούραση παρά από μια μέρα τεμπελιάς;
Θυμήσου το ανέκδοτο για κείνον που τα παπούτσια του τον έκοβαν μα δεν τα άλλαζε γιατί όταν πήγαινε στο σπίτι και τα έβγαζε θα ένιωθε ευτυχής! Ο θάνατος δεν είναι το σπίτι του ανθρώπου  μετά την περιπλάνηση της ημέρας-ζωής;











ΤΡΟΜΟΣ

Όταν μιλούν οι άνθρωποι τρομάζει.
Βλήματα γι αυτόν οι λέξεις
και ο λόγος
όπλο εκηβόλο από τα τελειότερα.

Και σκέφτεται:
«Μη τόσο αρχέγονος εγώ έχω μείνει
κι η κατοικία μου το άναρθρο είναι;
Και όμως
οι κραυγές προτιμότερες θα ήσαν
να τραβούν ίσια στον αρχαίο ορίζοντα: 
ένας ψίθυρος για την αγάπη,
ένας γρυλισμός συγνώμης για τη χαρά,
 μια οιμωγή για το αύριο,
αντίς τα στρογγυλεμένα
πληγές γεμάτα λόγια
που την ψυχή πάντοτε βρίσκουν.
Έτσι και ο μέσα μας ουρανός δεν θα μάτωνε
Και το δαχτυλίδι της ευτυχίας μας
θα το φορούσαμε ακόμα
καθώς οι ζέβρες τις γραμμώσεις τους
και την περφάνια τους οι αετοί.»