Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

 

Η ΒΡΟΧΗ

(της παρέας του L. A.)

Α  ρε θεέ και ομορφιά

Να ’βρεχες κάποια μέρα

Και γω  να ’μ’  έξω  και παπί

Να γίνω  πέρα ως πέρα…

 

Και από της ασχήμιας μου

Να λυτρωθώ το χάλι

Και να ομορφήνω-να πλαντούν

Επάνω μου τα κάλλη.

 

Να λάμπω  σαν το μενεξέ

Να ευωδώ σαν γιούλι

Κι όμορφος νάμαι ποιο πολύ

Ακόμη κι απ το Μπούλη.

 

Και στολισμένος έτσι δα

Με τόσες ομορφάδες

Να μέτραγα τις γκόμενες

Τότε με δωδεκάδες.

 

Και να μην έτρεχα εγώ

πίσω τους όπως τώρα

Αυτές σε μένα νάρχονταν

Και μάλιστα με φόρα.

 

Και πρώτα θα χαιρόμουνα

τον έρωτα της Λέσλυ

Που στήθη έχει  αλάβαστρο

Και δαχτυλίδι μέση.

 

Βδομάδες δυο θα κράταγα

αυτόνε το μπελά

-Γιατί  η βρώμα ειν όμορφη-

να τη χαρώ καλά.

 

Με Τζούντι θα συνέχιζα

ύστερα και Ντενίζ

(μα μια φορά την καθεμιά

κι ας μου ζητούσαν μπιζ).

 

Στο Χιουζ  θα επετιόμουνα

του Μαλιμπού  κατόπι

Και θα τσουρουφλιζόντουσαν

όλοι του οι γύρω τόποι

 

όταν της Λώρας το κορμί

στο  χάδι μου θα έλιωνα

ακόμα και αν ήτανε

στο χάδι αυτό να τέλειωνα…

 

Κατόπι  και ανάλογα

στα κέφια και στη φούργια

Γυναίκα κάθε πρωινό

θα διάλεγα καινούργια.

 

Μα ένα μεγάλο πρόβλημα

θα είχα συν τοις άλλοις

Της ομορφιάς μου θύματα

θα ήταν της μεγάλης, 

 

όχι μικρούλες μοναχά

κι όχι μονάχα ωραίες

αλλά και βρωμοθήλυκα

και άσχημες… και γραίες…

 

Και τότε τι θα έκανα

για να τις αποφύγω

που όλες θα μου ρίχνονταν

άλλες πολύ  άλλες λίγο;..

 

Κι αν η γριά πελάτισσα

μου κόλαγεν εκείνη

που  όπου πάει και σταθεί 

γύρω βρωμιά ξεχύνει;

 

Κι αν μου ριχνότανε καμιά

από τις γυναίκες κείνες

που από τις  σεξουαλικές

έχουνε ρέψει πείνες;

 

Γι  αυτό  και θα ’χα δίπλα μου

πεντέξη ωραίες κούκλες

που  αυτές τις ενοχλητικές

θα διώχνανε πανούκλες.

 

Και όταν θα ξεκόλλαγε

κάποτε απ την Αθήνα

κι ερχόταν και μου κόλλαγε

εμένα η βρώμα η Τίνα,

 

ούτε θα την ακούμπαγα

παρά με μια σφαλιάρα

βολίδα θα την έστελνα

να πάει στον Μπουλάρα

 

που  ενώ  καίγεται γι  αυτήν

και σα θεά την έχει,                                                  

γι  αυτήν ο μήνας έχει εννιά

και, η βρώμα, πέρα βρέχει.

 

Α ρε θεέ να έβρεχες

μια μέρα ομορφιά

και να χω πλήθος ύστερα

γυναίκες συντροφιά.

 

Μόνο επειδή θα ’ναι πολλές

και δε θα τις προφταίνω

και αφού θα χεις το καλό

που θα χεις καμωμένο,

 

κάντο τουλάχιστον σωστό:

βρέξε θεέ και νιάτα

που ’ρχονται μόνο μια φορά

κι απέ είναι φευγάτα.