Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

 
ΔΙΑΦΟΡΑ

 ΟΙ ΜΟΥΣΕΣ

Προτού ακόμα η γη να έχει υπάρξει
Προτού το Τίποτα όλα να γεννήσει
Υπήρχεν ένα μοναχά: η Τάξη
Που είχε τον μικρό σπόρο ποτίσει  
Του κάθε τι. Κι ήταν η αμφιβολία
Άγνωστη τότε που όλα ήταν Ένα.
Κι ήξερε κάθε τι ποιάν έχει αιτία
Και όλα ήξεραν γιατί ήτανε φκιασμένα.
Γι αυτό και ο Αμφίονας ακουμπώντας
Μονάχα, την γλυκόηχή του λύρα,
Οι πέτρες έρχονταν κάτω κυλώντας
Και χτίζανε τα τείχη της στη Θήβα.

Θα το ’κανες και συ τότε αν ζούσες-
Αρκεί δικές σου να ήτανε οι Μούσες.


ΑΤΟΥ  ΜΕΓΑΛΟ
(«ροντέλο»)

Κάθε άντρας που κετέχει ένα θήλυ
Ατού μεγάλο έχει στα χαρτιά του
Κι  όλα όσα θέλει γίνονται δικά του.
Του βάζει ένα χαμόγελο στα χείλη
Κι αξιοποιώντας τη γλυκιά του πύλη
Μπορεί τα πάνου και τα φέρνει κάτου.
Κάθε άντρας που κατέχει ένα θήλυ
Ατού μεγάλο έχει στα χαρτιά του
Και λυ' και δένει ό,που η ζωή τον στείλει
Μακριά πετώντας την αξιοπρέπεια του.
Και δε τον κατακρίνουνε οι φίλοι
Γιατί έχει γνώμη όπως τη δικιά του
Κάθε άντρας που κατέχει ένα θήλυ…


ΟΙ ΓΈΡΟΙ

Πρόσωπα χαρωπά
Γέρων που συναθροίζονται» πρωί-πρωί
Και πίνουν το SMALL SIZE LEMON JUICE τους
Στου Κύπριου Τζίμυ το «KAFE»

Η σάλα ειν’ άδεια ώρα τέτoιαν από κείνους
Που θα μπορούσαν να σχολιάσουν δυσμενώς
Τα προσποιητά ευτυχισμένα επιφωνήματα
Και τις αταίριαστες διαχύσεις.

Όταν ο πρώτος εικοσάχρονος της μέρας μπει στη σάλα,
Αυτή είναι άδεια γιατί οι γέροι
Μία στιγμή μονάχα πριν  
Έχουνε βγει.


Η ΓΥΡΙΣΤΗ ΣΚΑΛΑ
(Downtown L. A.)

Η σκάλα η γυριστή κράτησε για λίγο κρυμμένο
το ωραίο όραμα του κάτω από τη μέση κορμιού της
καθώς εκείνη ανεβαίνοντας
κοντοστάθηκε για να επισκοπήσει τον χώρο.

Τα μάτια ανοίχτηκαν λάμποντας δεξιά και αριστερά
το χαμόγελο στο στόμα  πλάτυνε
και αμέσως μετά
ολόκληρο το θεσπέσιο σώμα φανερώθηκε.

Το διάφανο λευκό χέρι χάθηκε μέσα στο δικό μου
και τα κύματα του θαυμασμού  μου
σπάζοντας πάνω στο χλωμό της πρόσωπο
το ερύθραναν
και οδήγησαν τα πόδια της
στην αναζήτηση του πιο κοντινού καθίσματος.

Τα χαρτιά βγήκαν από τον χαρτοφύλακα
και η εμπορική συζήτησις άναψε με τους γύρω.

Κάτι αριθμοί πολιόρκησαν την ακοή μου.

Στο μεταξύ η σχιστή η φούστα είχε
τα σταυρωμένα αποκαλύψει γόνατα.

Και η κελαρυστή ομιλία άλλη μια πηγή ολέθρου.

Ως για την  στάση του κορμιού
είχε τους διαφανείς καρπούς της αποδώσει.
Η ευγένεια και η σεμνότης που το κάλυπταν
να κρύψουν δεν κατάφεραν
την αμετάκλητη θελκτικότητα  και ευφροσύνη του
που ηλέκτριζαν τον γύρω χώρο.

Η σκάλα η γυριστή κράτησε για λίγο
το ωραίο όραμα του κάτω από τη μέση κορμιού της  
καθώς αυτή κατεβαίνοντας κοντοστάθηκε
 για να ρίξει μια τελευταία ματιά
σε ό,τι πριν ξένο της ήταν, όμως τώρα
μαζί της έπαιρνε οριστικά.


ΒΑΛΤΑ ΑΧΑΪΑΣ

Βάλτα.
Περνούσα.
Έπαιζε τόπι.
Μικρό κορίτσι γελαστό.
To χαιρετάω με λαχτάρα
και προσδοκία όση κρατώ.

To γέλιο μάρανε λιγάκι.
To τόπι λίγο σταματά.
To βλέμμα πάνω μου εστυλώθη
μ' όσην αθωότητα βαστά.

Ο γέροντας που όλα τα θέλει
και δεν τα στέργουν οι καιροί,
και η παιδούλα που τι θέλει
δεν ξέρει, όλα ενώ μπορεί.


ΘΑ ΓΙΝΩ ΑΡΑΓΕ…

Θα γίνω άραγε τόσο μεγάλος
που να πάψω να ονειρεύομαι;
Θα ’ρθει καιρός που τ’ άλογα
θα ’χουνε χάσει τα φτερά
και θα πατούν γερά στη γη;
Που τα ρυάκια
δεν θα μουρμουρίζουνε τραγούδια
τρυφερά κι ανείπωτα στο κύλισμά τους
αλλ’ άχρωμα θα τρέχουν τα νερά;
Που τα χωράφια θα ’ναι χρήσιμα
για να μας τρέφουν μόνο
και τ’  αγριολούλουδα εντός τους περιττά;
Κι άραγε θα ’ρθει ο καιρός τα δυο της χείλη
να ’ναι δυο χείλη μόνο και τα δυο
εξαίσια της τα μάτια
δυο μάτια να ’ναι μόνον γαλανά;


ΚΟΡΜΙΑ ΚΑΙ ΜΑΤΙΑ
(στις γυναίκες της οδού Σοφοκλέους 3 της Τρίπολης-
2004)

Ρε όμορφες γυναίκες μην κρυβόσαστε
μπροστά μας όταν ξάφνου εμφανιζόσαστε-
μη θέτε αμέσως να εξαφανιστείτε
μπροστά μας κατά τύχη όταν βρεθείτε!

Αφήστε να θαυμάσουμε λίγο την ομορφιά σας
αφού και έτσι, φεύγοντας, πάλι όλη θαν' δικιά σας.
Τα χέρια μας, άλλα κορμιά τρυγάνε, που τα πάνε.
Όμως εσάς τα μάτια μας αφήστε να κοιτάνε.
.
Και τί θα επαθαίνατε αν λίγο σας κοιτάζαμε-
αν μόνο με το βλέμμα μας τα κάλλη σας ρημάζαμε;
Κι ακόμα, έστω αν, νοερά, για λίγο σας εγδυούσαμε,
μήπως γι αυτό μαζί με σας στο σπίτι θα γυρνούσαμε;

Ή μήπως και τo κοίταγμα θέτε να το πουλήστε;
Πέστε μας! Πόσα;.. Όσα κι αν ευρώ θα μας ζητήστε
αμέσως τα 'χετε. Λοιπόν ζητάτε μας! Ζητάτε!
...Ή μήπως μόνο τ' άγγιγμα κυρίες μας πουλάτε;

ΑΙ Κι αν αυτές που θέλαμε, πως και μας θέλουν ξέραμε!
Α! Κι αν όσες μας ήθελαν, πως τις ποθούμε ξέρανε!
Α! Τότε πόσο πιο εύκολα θα ήτανε τα πράγματα!
Πόσο θα ήταν περιττά κι άσκοπα τα κοιτάγματα!

Μα έτσι ή αλλιώς, αφήνετε κυράδες να σας βλέπουμε.
Με κάτι ωραίο γιατί κι εμείς το μάτι να μην τέρπουμε;
Και αν και σεις το θέλετε, καλώς-αν όχι, κάντε τo
στην Παρουσία τη Δεύτερη βήμα για να 'χετε άνετο,

και μη με τρόμο σέρνετε μπρος στο θεό τα βήματα
γιατί της "περηφάνιας" σας πολλά ήτανε τα θύματα,
ήγουν τουτέστιν δηλαδή, γιατί γεμάτες νάζι
εφεύγατε αν βλέπατε κανείς να σας κοιτάζει!..

Εμπρός λοιπόν! Θεία Χάριτι πόζες εμπρός μας παίρνετε
σίγουρες ότι σ' Εκεινού το θείο "Πρέπει!" στέργετε.
Κι άλλωστε τι κι αν πάνω σας τα μάτια μας βολτάρουνε;.
Μη γκόμενα ειν' η θάλασσα εκείνων που σερφάρουνε;..


                     ΔΥΟ ΚΥΡΙΕΣ

Μια μέρα Γεναριού που ’κανε κρύο
σ’ ένα Μεταφορών μπήκα Γραφείο
γυρεύοντας γλυκά λίγα να στείλω
σ’ έναν παλιό και μόνο που έχω φίλο.

Εκεί ήταν νεαρές δύο κυρίες.
Κάλλιο να ειπώ δυο θείες οπτασίες,
που Αθηνά και Αφροδίτη αντάμα
τις πλάσαν-κάθεμιά τους κι ένα θάμα.

Χαράς ουράνιας η φωνή τους δώρο,
με ευδία μιά πλημμύριζε τον χώρο.
Ήλιος η όψη τους. Κι όλη η ειδή τους
με θησαυρούς ποιημένη αμυθήτους.

Και θάμαξα τι παγωνιά ρημάζει
γραφεία ο χρυσός που εξουσιάζει!
…αλλά και θαλπωρή πόση ανθίζει
σε δώμα ένα που η Χάρη ορίζει!

Σεμνότης, λογική, ομορφιά, ευγένεια:
Τέτοια Θεού ποιος δεν ποθεί ευμένεια!
Το γνώρισα κι αυτό! Νύν απολύοις
Τον δούλον Σου, που πια, φεύγει χαρίεις.

…Και τα γλυκά ν’ ακούω να μου κλαίνε
και με παράπονο όλο να μου λένε:
«Καταραμένο να ’ναι σου το χέρι
στον τόπο αυτόνε που μας φέρει.

Εμείς καυχιόμασταν πως όλη η γλύκα
Μόνο σε μας εδόθηκε για προίκα.
Κι ότι από μας γλυκύτερο ένα κάτι
Δεν είδε ούτε θα δει ανθρώπου μάτι.

Και να! Ενώ εσύ τρυγάς θεία δώρα,
δύο κυρίες εμείς βλέπουμε τώρα-
ο εφιάλτης μας ο πιο κακός μας-:
από τη γλύκα πιο γλυκές εμπρός μας!-

Μέλι ο λόγος τους, κάντιο η ματιά τους,
και ροδοζάχαρη το ανάσασμά τους.
Γιατί ντροπή μια τέτοια να μας δώσεις;
Γιατί τόσο βαθιά να μας πληγώσεις;..

Δεν σκέφτηκες πως έτσι λιγοστεύεις
τη φήμη μας; Γιατί έτσι μας παιδεύεις;
Τι  περηφάνια τώρα πια μας μένει.
που ντροπιαστήκαμε στην Οικουμένη;»

Κι εγώ τι να τους πω που δίκιο έχουν;
…Τ΄ αφήνω με τα δάκρυα τους να τρέχουν,
Και φεύγω απ’ τον Παράδεισο. Και πάω
στην Κόλαση που δούλος της μετράω.

                              -----