Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

Ήταν ιερέας στο Λος Άντζελες. Τον είχαν αποβάλει από την Εκκλησία γιατί ήταν πολύ αγνός.
Η σοφία του εκδηλωνόταν με λόγια απλοϊκά και όχι βαρύγδουπα ή καθαρευουσιάνικα.
Αγαπούσε τα βιβλία και κάθε μέρα έφερνε και κάποιο άλλο στο σπίτι του.
Ήταν γελαστός και ευπροσήγορος.
Όσοι δεν τον καταλάβαιναν κουνούσαν το κεφάλι συγκαταβατικά στα λόγια και στις πράξεις του.



ΣΤΟΝ  ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΑΤΕΡΑ, ΤΟΝ ΑΓΙΟ   
"ΠΑΠΑ-ΡΕΛΟ" ΤΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Πάτερ, εκεί που κάθομαι λέω καμιά φορά
πόσο θα ήταν πιό καλές στη γη επάνω οι μέρες-
προς το καλό πόσο τρανή θάταν η  διαφορά
όπως εσύ αν ήτανε της Γης όλοι οι πατέρες.

Όμως  οι στίχοι μου αυτοί, πάτερ, οι φτωχικοί
για σένα θα μιλήσουνε-δε γράφτηκαν για κείνους
για τη λιακάδα γράφτηκαν κι όχι για τη βροχή
εγράφτηκαν για Καίσαρες κι όχι για Κυμβελίνους.
 
Όση χαρά στη σκέψη μου κι όση μες στην ψυχή
φως και γαλήνη μου ’φερε το συναπάντημά σου
 θέλω ετούτο το χαρτί να έρθει  να στο πει
αφού δεν είναι  μπορετό να ’μαι συχνά κοντά σου.

Ότι μιλούν θέλω να πω αλήθεια όσοι θα πουν
άνθρωποι πως υπάρχουνε πάνω στη γη που ό,τι
άλλοι κακό τους κάνανε, αυτοί τους συγχωρούν
όσο πικρό κι αν ήτανε το που ήπιαν καταπότι.

Θέλω να πω πως βρίσκεται πάνω εδώ, στη γη,
ο ουράνιος, ο χιλιόμορφος κήπος του Παραδείσου
και ότι η στράτα που άσφαλτα σε κείνον οδηγεί
είναι αυτή που τράβηξε, πάτερ, εσέ η ζωή σου.

Η στράτα όπου σ’ έφερε σ’ αυτό που οι άλλοι εμείς
καλά καλά δεν ξέρουμε ούτε και αν υπάρχει
(Κι αν μας το δείξει κάποτε η λάμψη μιας στιγμής
Ψηλοί μας το σκεπάζουνε για χρόνια πάλι βράχοι.)

Είναι η αθωότη σου πάτερ το μυστικό;
Είναι η καλοσύνη σου;  Ειν’ η ευγένειά σου;
Το θάμασμα στα μάτια σου που ’χεις το παιδικό;
Η αληθινή ταπείνωση που κλεις μες στην καρδιά οου;

Άραγε τι απ’ ολ’ αυτά (η όλα είναι μαζί;)   
Μες σ’ έχει στης αγνότητας το περιβόλι μπάσει;
Ή μήπως μες στη σάρκα σου το πνεύμα ξαναζεί
του Αδάμ του θεοκάμωτου το μήλο πριν δαγκάσει;   

Ο,τι κι αν είναι πάτερ μου που σ’ έχει φέρει εδώ
ευλαβικά μπροστά σ' αυτό κλίνουμε εμείς το γόνα.
Κι αν σου εδόθη μόνο του, το δόσιμο ιερό.
Με αγώνα κι αν τ’ απόχτησες τιμούμε τον αγώνα.  

Γιατί στον τόπο αυτόν εδώ, σε τούτη τη μικρή
κοιλάδα που λυμαίνονται λογής λογής κανάγιες
μία γλυκιά παρηγοριά στη ζωή μας την πικρή
είναι οι λέξεις σου οι σοφές-οι φράσεις σου οι άγιες.

Πράος και γλυκομίλητος, βαθύνους και απλός   
κόσμιος, καλότροπος, μεστός σεμνότητος κι ελέους
στέκεις αγγελοφάνταχτος στα μάτια μας εμπρός    
ελπίδα για τους γέροντες και φάρος για τους νέους.

Πάτερ και  δίχως εκκλησιά εσύ ιερουργείς
Και για να κάνεις αγιασμό δε θέλεις πετραχήλι.
Κήρυγμα ο κάθε λόγος σου αγάπης και στοργής.
Μέλι τα λόγια βγαίνουνε από τα δυο σου χείλη.

Και μας πηγαίνει ο λόγος σου σε μυστικούς ναούς
που μέσα τους αργόσχολα θεών πλανιούνται ασκέρια.
Κι  εν’ αργαστήρι βλέπουμε απάνω  απ’ τους Θεούς.
Και μέσα του τον άνθρωπο με τον πηλό στα χέρια.

Μια δύναμη πρωτόγνωρη το νου μας πλημμυρά     
κι ούτε ο θόλος τ’ ουρανού δε συγκρατεί το μάτι:
της λευτεριάς βλέπει μακριά την τρομερή πυρά
και το σε κείνην που οδηγεί δύσβατο μονοπάτι.

Και πέρα, πίσω απ’ την πυρά, η Πύλη η Νοητή   
Που μον’ η υποψία της μεθάει την ψυχή μας-
Που επάξιο έχει κάτοικο το Μέγα-ν-Αρνητή-   
Που φτάσιμό της ο σκοπός κι η ουσία της ζωής μας.

Η μετριοφροσύνη σου ίσως εξεγερθεί
κι ίσως το μέτρο να ειπείς πως έχω ξεπεράσει.
Μα ξέρει όποιος γύρω σου για λίγο έστω βρεθεί
υπερβολής τα λόγια μου έτι δεν έχουν τάση.

Αρκεί κανείς τη θέληση να έχει να δεχτεί.
Κοντά σου, άλλο, σα βρεθεί, δε χρειάζεται να ψάξει.
Θα έχει βρεί στον πάγκο σου πραμάτεια εκλεκτή.
Αρκεί κανείς να ’χει φτερά-κοντά σου θα πετάξει.

Είδωλα πάτερ στήνουνε, άλλοι, απατηλά
κι υποχρεώνονται οι πιστοί κι άκοντες, προσκυνάνε.
Μα μ’ ο,τι έχουν λεύτερο-κοίτα-ψυχή, καρδιά  
εσένα συντροφεύουνε-εσένα ακολουθάνε.

Όσα εσύ απλόχερα δοσίματα σκορπάς
και όσα κάνεις θάματα, πάτερ, δεν έχουν τέλος.
Κι αν του παπά τα μαύρα πια τα ράσα δεν φοράς
για μας θα είσαι πάντοτε ο άγιος παπα-Ρέλος.

                   -----

 ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΓΟΝΟΥΣ ΜΟΥ
 
Στους απογόνους μου από τoν τάφο
Αυτά τα λόγια με αγάπη γράφω.

Αγγόνια μου εσείς, δισέγγονά μου
-απόγονοί μου εσείς που ίδιο αίμα
της πόρνης ζωής μας όρισε το ψέμα,
παιδιά μου, αν απ' το δέντρο το πλατύ σας
κάποιο θα βγει κλαδί διάφορο απ' τ’ άλλα,
σαν κεντρωμένο να 'ναι μ' άλλο φύτρο-
σαν μυρωμένο να 'ναι μ' άλλες χάρες,
κι απ' του δεντρού αν ξεκόψει την αγκάλη
και τ’ ουρανού τα κάλλη αποζητάει…

αν μες στο χαλικένιο σας το πλήθος,
της θάλασσας το κύμα τ' αγριεμένο
ένα κοχύλι ανέμελο ξεβράσει,
που στον αέρα δύσκολα αναπνέει
και των νερών το χάδι λαχταράει,
κι αν όλο πιάνει και αναθυμάται
τα κάλλη του νερού που 'χει γνωρίσει,
κι αν ο αγέρας όπως θα φυσάει
ένα τραγούδι αλλιώτικο θ' αφήνει
απ' το δικό σας, όταν θα περνάει
απ' τις κρυφές της ύπαρξης του κώχες…

αν σπίθα μια παιδιά μου, απ'  τη φωτιά σας
σαν πεταχτεί δε σβήσει στον αγέρα,
αλλά μια πυρκαγιά θ' ανάψει άλλη
μες σε ξερόχορτα καυτή βυθώντας…

τότε παιδιά μου εσείς αγαπημένα
να μη το κόψτε εκείνο το κλαδάκι…
Σεις το γεννήσατε με τη χαρά σας.
Δικό σας είναι. Αφήστε το να πάει
στα ύψη που η καρδιά του τ' οδηγάει.
Τον δρόμο προς τα ουράνια μην του κλείστε.
Εκεί ψηλά που αδιάκοπα ανεβαίνει
εσάς και τη γενιά σας ανεβάζει.
Εκεί ψηλά που αδιάκοπα ανεβαίνει
τον κόσμο και το δάκρυ του ανεβάζει.
Κι αν δείτε ο αγέρας πως του λείπει,
κι αν η βαριά σας σκιά το μαραζώνει,
μεριάστε λίγο τα σκληρά σας φύλλα
και δρόσο κι ήλιο αφήστε το να πάρει.
Μη να σας το ζητήσει καρτεράτε
γιατί δεν έχει γλώσσα που ζητάει.
Κι ο λόγος του ακριβός και δεν περσεύει.
Γιατί όλα του, ψυχή, καρδιά και σώμα
όλα δοσμένα στο ανέβασμα είναι.
Παιδιά μου μη το κόψτε το κλαδάκι.
Αφήστε το ψηλά να προχωρήσει
και τ' ουρανού τα πλάτια να γνωρίσει.
Αφήστε το ν' απλώσει τα χεράκια
τ' αστέρια στην αγκάλη του να κλείσει.
Κι όταν γνωρίσει πλέρια όλα τούτα
τότε η κορφούλα του, δυναμωμένη
με ομορφιά, με σιγουριά και γνώση
του επουράνιου θόλου θα τρυπήσει
την ψεύτικη σκεπή που όλα κρύβει,
και στην Αλήθεια και στο Φως θα έβγει
και-ναι-θα έβγει στην Αθανασία.
Και τότε σεις, εν' άθυρμα ως θα 'στε
μες στου χαμού σας τη νικήτρα δίνη,
μέσα στο Χάος, για παρηγοριά σας
θα 'χετε τ' όφελος, την προσευχή σας
να μη την κάνετε σε θεό κανέναν
άγνωστον κι άλυπον, πικρόν και ξένο,
αλλά σε κάποιον κλάδο του δεντρού σας
που η στοργή σας έχει ανυψώσει
στα ύψη που άφταστα για σας μετράνε…

Το κοχυλάκι το ακριβό παιδιά μου
απ’ του Χαμού γλιτώστε το τό χέρι
που στις ακτές της θάλασσας γυρνάει
κι όπου κοχύλι όμορφο τ' αρπάζει.
Φρουροί του δίπλα του πιστοί σταθείτε
τείχος την πέτρινη καρδιά σας κάντε
την άνθινη δική του να φυλάει.
Κι όταν στης θάλασσας τα κρύα βύθη
θα σέρνεστε σπρωγμένοι από τους πλήθιους
υπόκωφους, θολούς νεροκυκλώνες,
μονάχη απαντοχή σας θα 'ναι κείνο
το κάποτε αταίριαστο κοχύλι
που τώρα μ' όλα θα 'ναι ταιριασμένο
καθώς μες στη φωλίτσα του θα στέκει
και του Χαμού θα βλέπει τη μανία
που θα προστάζει τα νερά να υψώνουν
και μ’ άγρια λύσσα ναυαγούς να δέρνουν
κι απαντοχές κι ελπίδες να σαρώνουν…

Και την που πυρκαγιά θ' ανάψει η σπίθα
που απ' τη μεγάλη σας φωτιά επετάχτη
μη η παγερή σας η ορμή χαλάσει.
Και όταν θα 'χετε σεις όλες σβήσει-
οι όποιες φωτιές απ' του σογιού τη φλόγα-
για όλες σας εκείνη θα φωτάει
και θα 'ναι σαν να λάμπετε σεις πάλι.
Κι ό,τι εσείς δεν είχατε προφτάσει
να δείτε στο μικρό σας το ταξίδι,
για σας εκείνη σπίθες θα πετάξει
που το ταξίδι σας θα συνεχίσουν
κι ό,τι δεν είδατε αυτές θα δούνε
κι ότι δεν κάνατε αυτές θα κάνουν.
Για σας εκείνη-να την!- ταξιδεύει,
για σας φωτάει, καίει και τραγουδάει-
και τραγουδάει τα δικά σας πάθια
και τους δικούς σας πόνους κι ομορφάδες.
Κι από τα θάμπη όπου θα είστε μέσα
θα βλέπετε τις φλόγες τις μεγάλες
και πίσω τους να λάμπει θα θωρείτε
κάποιο άλλο φως, λαμπρότερο από κείνων,
που δε θα κατακαίει αλλά θα θάλπει
που δε θα θανατώνει-θα γεννάει.
Κι η περηφάνια σας τότε θα είναι
τη σπίθα που από σας βγήκε να δείτε
προς το ανέσπερο να προχωράει
το φως το αληθινό, που όλα δείχνει-
που γεννημένο από σας θα είναι-
κι όλους ζεσταίνοντας και φέγγοντάς σας
θα ’ναι με όλους σας αδερφωμένη.

Παιδιά μου αν κάποιον ποιητή θα πλάσει
του κόσμου αυτού η μονάκριβη γενιά σας-
μη μόνο τον αφήστε μες στα μίση
και στη βρωμιά και στην κακία του κόσμου-
μη ανάλγητα μονάχο τον πετάξτε
βορά στην απονιά του ξένου πλήθους-
μη εξιλαστήριο θύμα τόνε σφάξτε
σ' όποιας σας τον βωμό φτηνής ανάγκης-
μη τον πατήστε, πάνω προσπαθώντας
στα γήϊνα τα βάθρα ν' ανεβείτε.

Κι αν στα παλιά σας ψάχνοντας βιβλία
δείτε πως έτσι κάποιοι άλλοι έκαναν,
δικοί σας πρόγονοι, μην ακλουθήστε
το φοβερό παράδειγμα εκείνων.
Ανώτεροι από εκεινών φανείτε
τον φθόνο, την κακία και την χαμέρπεια.
Ζωή και φύση κι ήλιος προχωράνε.
Τη στράτα τη δική τους ακλουθήστε-
όλο ψηλότερα, κι όλο πιο πέρα,
 και όλο φωτεινότερα παιδιά μου.

Μη σαν και κείνους τον ποιητή μισείστε,
μη στο γκρεμόν ολόισια τον σπρώξτε,
μη μόνο τον αφήσετε: αγαπήστε,
προσέξετέ τον, προστατέψετέ τον.
Αυτός απ' τ' ουρανού φέρνει τα πλάτια
χαιρετισμούς από άλλους αδερφούς σας
που υπάρχουνε η πλάση πριν υπάρξει-
που ζουν ζωής ανάγκη δίχως να 'χουν.
Αυτός την ύπαρξή σας δικαιώνει.
Αυτός σκοπό χαρίζει στη ζωή σας.
Δώστε του αγάπη-προστατέψετέ τον.
Γιατί εκείνος δύναμη δεν έχει
και τα θεριά τα γήινα θα τον φάνε-
και τ’ άλογα τα κτήνη θα τον λιώσουν.
Γιατί καιροί αυτόν τον πάνε άλλοι.
Γιατί στον κόσμο μέσα τον δικό σας
είναι καθώς αμνός σε λύκους μέσα.
 Γιατί τροφή γι αυτόνε ειν’ η αγάπη
και πιόμα η στοργή γι αυτόν μετράει.
Δίχως αυτά δε ζει. Κι άλλος κανένας
δεν το μπορεί από σας να του τα δώσει.