Η ΠΥΡΚΑΓΙΑ
Τη στολή της υπηρέτριας φορώντας
Τον γύρω χώρο εξετάζει.
Αυτό το ξύλινο συγκρότημα καλό της φαίνεται
λίγο μετά από δυο μηνών ξεκούραση να ξεμουδιάσει.
Τα χέρια τέντωσε τ’ ακόμα ναρκωμένα.
Στάθηκε λίγο, αναθυμήθηκε σα σε όνειρο
την ευτυχία των στιγμών εκείνων
όταν πετώντας την ποδιά της πέρα
γυμνή και ολοπόρφυρη πυρώνει:
την ταραχή που φέρνει στους ανθρώπους
τη μελωδία των πυροσβεστικών και των ασθενοφόρων
τις θρηνωδίες… τις κραυγές…
Τι απόλαυση!
Αμέ τα πέρα δώθε των ταλαίπωρων θνητών
που κουβαλούν νερό με κουβαδάκια
λες και να σβήσουν θέλουν μιας φουφούς τα κάρβουνα…
Όλα έτοιμα για πανδαισία μιας ή δυο νυχτών!
Ν’ αρχίσει όμως από πού;
Εδώ κάτι σκουτιά…
Εκεί πέρα ξύλα… πυροτεχνήματα πιο κει…
Το κτίριο μιας εφημερίδας παραδίπλα…
…Λοιπόν… θ’ αρχίσει από κείνα να ξερά χορτάρια.
Το απολαμβάνει να κοιτάζει έπειτα
να ψάχουν την εστία της να βρούνε …
Μόνο βροχή καμιά
θα ήταν ικανή τη γνώμη της ν’ αλλάξει.
Αλλά μπα! Τέτιον καιρό βροχή σ’ αυτό το μέρος…
αποκλείεται! Ύστερα
με τον ουρανό καλά τα πάει.
Και τράβηξε για τα ξερόχορτα.