Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

 ΕΛΕΝΗ
(Γριούλα στο χωριό Κούτελη Καλαβρύτων. Κυρ-Θιοφάνης ο σύζυγός της)

Διάβασα στη «ΦΩΝΗ» πως η Ελένη
πέθανε τάχα, λέει, κυρ-Θιοφάνη.
Όμως δε χάνεται και το βαγένι
όταν κρασί θα πάψει πια να βγάνει.

Στη θέση του για παντα αυτό θα μένει
κι έτοιμο να δεχτεί το μούστο θα ’ναι
αυτών που, απ’ τη Μοίρα διαλεγμένοι
μ’ ένα κρασί αλλιώτικο μεθάνε.

Κι έρχεται μες στα γύρω μου σκοτάδια
η φωτεινή κι ανέφελη μορφή της
κι ακούραστα γεμίζει όλα τ’ Αδεια
κι απλά κι αληθινά όλα μαζί της.

Όλο σκυφτή, σαν προσευχή να κάνει
σ’ έναν Θεό απ’ άλλους ξεχασμένο
ή σαν κρατώντας θερισμού δρεπάνι
καρπό να θησαυρίζει ευλογημένο.

Πάντα σκυφτή. Στο σπίτι και στο δρόμο,
στον κήπο, στο χωράφι, στο περβόλι,
σαν να εκράταε δέσμιες στον ώμο
Την Απονιά και την Κακία όλη.

Γι αυτό πονετικός κάθε της λόγος.
Γι αυτό κάθε ματιά της καλοσύνη.
Γι αυτό ποτέ και μάλωμα ή ψόγος
δε βγήκε από τα δύο της τα χείλη.

Γι αυτό και δε βοσκούσεν η Μοσκούλα
αν δίπλα της δε στέκονταν η Ελένη
(τα ζώα του λογικού δεν είναι δούλα-
με το θεό η ψυχούλα τους δεμένη).

Κι ένιωθες τη φωνή της απ’ την έγνοια
Λαφριά, για λύπες άλλων, να τρεμίζει  
καθώς θροΐζει μπόλια μεταξένια
του ζέφυρου το χάδι όταν τη ’γγίζει.

Πάντοτε καθαρό το σπιτικό της
το προκομένο της τόχε χεράκι,
κι απ’ το μπουφέ για ξένο ή για δικό της
δεν έλειπε καφές και λουκουμάκι.

Βοηθός του άντρα της κι όχι δυνάστης  
σοφός του σύντροφος και συμβουλός του  
Κόσμου και Σιγουριάς γύρω του Πλάστης
σύμμαχος και ποτέ αντίμαχός του.

Και πάντα αγαπημένη μ’ όλους γύρω.
Και πάντα αγαπημένη μ' όλα γύρω.
Και τίποτα γι αυτήν ξένο και στείρο.
Και τ’ Άγιο ευώδαε σιμά της Μύρο.

"Πέθανε" η Ελένη. Τίποτα όμως
γι αυτήν δεν άλλαξε: στην Ευτυχία
δεν οδηγεί κανένας άλλος δρόμος
πάρεξ αυτός που τράβηξε η Αγία.

Κι αν η ψυχή μου καυτερά δυό δάκρυα
έσταξε στ’ άκουσμα της κοίμησής της,
κι αν ως του απείρου αντήχησε τα μάκρια
ο σπαραγμός της άπελπης κραυγής της,

είναι γιατί μ’ Αυτής την απουσία
κι άλλη ανεκτίμητη μια σπίθα ακόμα
έσβησε από τη χόβολη τη θεία
που ’χει απομείνει πα’ στης γης το χώμα.

Και σπίθες πλέον τέτοιες δεν ανάβουν-
όλο μακρύτερα οι άθλιοι ανθρώποι
απ’ το θεό να τρέχουνε δεν παύουν
κι απ’ το θεσπέσιο του το χαροκόπι.

Δεν πέθανε η Ελένη κυρ-Θιοφάνη.
Βαθιά είναι κλεισμένη στην ψυχή μου
(και μέσα κει ο θάνατος δε φτάνει)
με τ’ άλλα πεθαμένα μου-μαζί μου»