ΑΠΟΡΙΑ
Φύση,
Θεέ, 
Ύλη,
Πνεύμα,
Όπως να σε πω,
Δεν φτάνει πια;
Τι άλλο θα μας κάνεις;
Τις γυναίκες όλες τις εκπόρνεψες.
Τους άντρες τους παράδωσες στην ανανδρία.
Ο αέρας σήματα δουλείας και κινδύνων μόνον φέρνει.
Αίμα τα σύννεφα σταλάζουν.
Το σώμα στη δουλεία το παράδωσες.
Στις μηχανές υπόταξες το Πνεύμα.
Τ’ άστρα μας βλέπουν και γελούν.
Η ζωή στον πόλεμο, 
Στο χρήμα, 
Στην ανασφάλεια υποταγμένη. 
Κάθε μας πράξη άσκοπη και δύσμοιρη.
Ότι αποφασίσουμε, 
Άλλη απόφαση το μάχεται.
Άθυρμα η ύπαρξή μας 
Σε μια βουλή άλλη-πικρή.
Όμως.
Έστωσαν αυτά. 
Τουλάχιστο ένα θάνατο δώσε μας υπεύθυνο.
Ανταποδοτική την τελευταία κάνε στιγμή μας.
Ούτε  αυτό δεν στέργεις;
Ή δεν το δύνασαι;
Μη παίγνια, 
Έρμαια και υποχείρια είμαστε 
Και μεις και συ 
Κάποιας υπέρτερης ισχύος;
Ή μη 
Έτσι όλο ψάχνοντας,
Θα καταλήξουμε να κλείσουμε έναν κύκλο, 
Και ο υπεύθυνος για όλη
Την κακοδαιμονία μας 
Εμείς είμαστε;-και συ, 
Που από σέ γυρεύω απάντηση
Δικό μου ένα πλάσμα όπως όλα είσαι;
Και αν είναι έτσι, 
Τότε πια 
Εγώ η Ανάγκη είμαι,
Που όλα 
Για μένα κι από μένα εκπορεύονται,
Στον εαυτό μου αέναα επιστρέφοντας;