Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

Δεν είναι η ζωή αυτή γα μένα.
Όλοι μιλάνε πια  με τους κομπιούτερς
Και τα τηλέφωνα τα κινητά.
Μπάσταρδοι όλοι κι όλες του κερατά.

Ενώ εγώ μιλάω με τη γλώσσα
Μ’ ένα ποντίκι αυτοί μιλούν.
Κι όταν να συνεννοηθείς θέλεις μαζί τους
Αυτοί σε γράφουνε στον υπολογιστή τους.

Τους λες μια λέξη ελληνική κι οι  γαμημένοι
Σου απαντάνε κομπιουτερικά.
Και σε σνομπάρουνε και από πάνου
Και συ που δεν τα ξέρεις όλα αυτά.

Τους λες γεια σας τι κάνετε;
Και μια γελοία «φατσούλα» «κατεβάζουν».
Κι ότι σου απαντήσαν ησυχάζουν.

Πας τους ρωτάς: «πώς γράφω σε σιντί;»
Αυτοί με απορία σε κοιτάν
Και με πατήματα δυο στο εκράν
«να! έτσι» σου πετάν με βιάση.
Και περιμένουνε να τόχεις πιάσει.

Αυτά ειν’ αλαμπουρνέζικα για μένα
Εγώ μεγάλωσα με πλάκα και κοντύλι
Είμαι για των πι σι την εποχή;
Κι έχεις που έχεις άγνοια. Μα οι αλήτες
Να νοιώθεις θέλουνε και ενοχή
Που αγνοείς όσα καθείς τους ξέρει.

Να ζουν δεν πρέπει πια στον κόσμο οι γέροι.
Ή αν αποφασίσουνε να ζουν
Πρέπει να πάψουν να επικοινωνούν
Με τεχνική, με γνώση, με επιστήμη.

Τους λες «πάρε ρε αλήτη, πόσα θέλεις;
Ευρώ διακόσα θέλεις για μια ώρα;
Δικά σου. Όμως μάθε με κι εμένα
Που ως τώρα γράφω μόνο με την πένα
Σε όργανα να γράφω πληκτροφόρα…»

Όμως σε άλλα πια είναι δοσμένοι
Οι νέοι κι οι μεσόκοποι οι καημένοι.
Κι αφού λίγο γυρνάνε και σε βλέπουν
Σαν να ’σαι εξωγήινο ένα ον
σου λένε «αφήστε το τηλέφωνό σας
Και θα σας πάρω όταν χρόνο βρω.»
Και δε σε παίρνουνε ποτέ. Μονάχα πάνε
Και με μανία κουμπιά τετράγωνα πατάνε.

Γι αυτό λέω πια να πάω να πεθάνω.
Σε κόσμο έναν που σε αγνοούν-
Σε κόσμο μόνο  αντρείκελα που ζουν…
σε κόσμο που υπάρχεις μόνο αν
δέχεσαι ψίχουλα να σου πετάν…
Σε κόσμο που διαπρέπεις κι εκτιμάσαι
Μόνο αν με μηχανές ζεις και κοιμάσαι…

Όχι, το βύσσινο αυτό να μένει.
Για γέροντες ουκέτι πια καιρός.
Σε κοινωνία μια μαστουρωμένη
Τι θέλει κάποιος που είναι καθαρός;