Νιώθω στη γη να πέφτω σάμπως
πια τα φτερά να μη με πάνε.
To σώμα μου σε λίγο ο κάμπος
κι η χλόη του θα το κρατάνε.
Νιώθω τις ρίζες μου να έλκονται κάτω
προς το βαθύ και πλούσιο χώμα
και λέω θα φύγω πριν τη Μάτω
με το στραβό, λοξό το στόμα.
Νιώθω να κάθομαι στον πάτο-
όπως τα πλοία- της θαλάσσης-
κι όπως βουτάει μες στην τέσα
χάρτινες βάρκες ο Θανάσης.
Κι αχ! Νιώθω σαν ψυχή που φεύγει
και που χωρίζει από το σώμα.
Θε μου γιατί-γιατί δε βγαίνει
και βασανίζομαι ακόμα;